ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Ἀπό τήν ὁλοκλήρωση τῆς ἑρμηνευτικῆς ἐπεξεργασίας καί τῆς ἀναλυτικῆς καταγραφῆς τῆς ἀποτυπωμένης στό συγγραφικό ἔργο τοῦ Γρηγορίου Νύσσης θεολογικῆς διδασκαλίας του περί τῆς ἔννοιας τοῦ διαπραχθέντος προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί τῶν ὀδυνηρῶν συνεπειῶν γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι δυνατόν νά ἐξαχθοῦν καί νά διατυπωθοῦν ὁρισμένα ἀναγκαῖα συμπεράσματα, ἀπό τά ὁποῖα ἀναδεικνύεται μία γενική εἰκόνα τῶν ἑρμηνευτικῶν ἀπόψεων τοῦ ἱεροῦ πατρός σχετικῶς μέ τό ζήτημα αὐτό, καθώς καί μέ τήν θεολογική διδασκαλία τήν ὁποία ὁ Γρηγόριος ἀναπτύσσει ἐκ παραλλήλου μέ αὐτό. Ἀπό τήν ἐπιτελεσθεῖσα διερεύνηση τῶν σημείων ἐκείνων τῆς θεολογικῆς διδασκαλίας τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης πού ἀφοροῦν τήν διαπραχθεῖσα ἀπό τούς προπάτορες παράβαση, καθώς καί τῶν στοιχείων τῶν σχετικῶν μέ τήν διδασκαλία πού συναρτᾶται καί συνάπτεται μέ τό ἐξεταζόμενο θέμα, προκύπτει σαφῶς ὅτι οἱ διατυπούμενες ἀπόψεις πού ἀφοροῦν τήν ἔννοια τῆς φύσεως τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος δέν καταλαμβάνουν μεγάλη ἔκταση στό συγγραφικό ἔργο τοῦ ἱεροῦ πατρός. Οἱ ἀκολουθήσασες, ὅμως, ὀλέθριες καί ὀδυνηρές συνέπειες τῆς τελεσθείσης ἀπό τούς προπάτορες τοῦ ἀνθρώπινου γένους πράξεως τῆς παρακοῆς καθώς καί οἱ σωτηριώδεις προϋποθέσεις ἄρσεως αὐτῶν, ἀφ' ἑνός μέν συνιστοῦν τά σημεῖα ἐκεῖνα στά ὁποῖα ὁ Γρηγόριος ἐπικεντρώνει τό θεολογικό ἐνδιαφέρον του, ἀφ' ἑτέρου δέ καθίστανται οἱ ἀσφαλεῖς προϋποθέσεις κατανοήσεως καί ἀποτιμήσεως τῆς σχετικῆς ἀνθρωπολογικῆς διδασκαλίας τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης.
Ἀπό τήν ἐξέταση τῶν διατυπωμένων θεολογικῶν ἀντιλήψεων τοῦ Γρηγορίου τόσο γιά τήν γενικότερη ἀνθρωπολογική του διδασκαλία ὅσο καί γιά τήν ἔννοια τῆς διά τῆς παρακοῆς «ἀρχαίας» παραβάσεως τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν ἐξ αὐτῆς προερχομένων συνεπειῶν, καθίσταται ἐφικτή ἡ ἀνακεφαλαίωση καί ἡ συνοπτική ἀπαρίθμηση τῶν κυριοτέρων σημείων τῆς διακηρυγμένης σχετικῆς διδασκαλίας τοῦ ἱεροῦ πατρός:
1. Ὡς μοναδική αἰτία τῆς ἐκ τοῦ μή ὄντος πλάσεως τῆς κτιστῆς ἀνθρώπινης φύσεως θεωρεῖται ἀπό τόν Γρηγόριο ἡ ἀκένωτη καί ὑπεράπειρη ἀγάπη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας, διά τοῦ ἐνεργοῦντος τήν δημιουργία ἀίδιου θελήματος τοῦ τρισυπόστατου Θεοῦ, τοῦ ὑπάρχοντος καί θεωρούμενου ὡς «ἐνυποστάτου τῇ θείᾳ οὐσίᾳ», τό γένος τῶν ἀνθρώπων κατασκευάσθηκε ὡς τό πλέον ἐξαίρετο θεῖο δημιούργημα, ὡς φέρον δηλαδή τήν εἰκόνα τοῦ δημιουργοῦ του. Ἡ ἐκδήλωση ἐκ μέρους τῆς ἀιδίως ὑπάρχουσας ἄκτιστης Τριαδικῆς θεότητας τῆς ζείδωρης αὐτῆς ἀγάπης καθίσταται κατά τόν ἐπίσκοπο Νύσσης τό σημεῖο ἐκεῖνο πού ἐπεξηγεῖ τό γεγονός τῆς μή ἀποδόσεως στίς ἐπακόλουθες τῆς παρακοῆς συνέπειες χαρακτήρα ὁριστικοῦ καί ἀμετάκλητου, ἐφόσον αὐτές ὑφίστανται μέν καθ' ὅλο τό διανυόμενο μεταπτωτικό χρονικό διάστημα, ὡς συνιστῶσες τά θεμελιώδη σημεῖα καί στοιχεῖα κατανοήσεως τῆς παρούσης δεινῆς καταστάσεως τῆς ἀνθρωπότητας, πρόκειται ὅμως νά ἀρθοῦν κατά τόν μέλλοντα αἰώνα, ὁπότε τό γένος τῶν ἀνθρώπων θά ἐπανέλθει στήν κατάσταση κατά τήν ὁποία θά ἀπολαμβάνει διά μεθέξεως τίς ἄκτιστες ἐνέργειες καί τίς θεῖες δωρεές καί τά ἀγαθά τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
2. Τά στοιχεῖα πού προσδιορίζουν τήν ἔννοια καί τό περιεχόμενο τῆς ἐντολῆς πού δόθηκε στούς προπάτορες ἀπό τόν Τριαδικό Θεό, τῆς παραβάσεώς της ἀπό αὐτούς, καθώς καί τῶν συνεπειῶν πού ἀναδείχθηκαν ἀπό αὐτή, καθιστοῦν ἀπολύτως σαφῆ τήν θεολογική πεποίθηση τοῦ Γρηγορίου ἀρχικῶς μέν γιά τήν θεώρηση αὐτῶν ὡς πραγματικῶν γεγονότων καί ὄχι ὡς συμβολικῶν διηγήσεων πού περιλαμβάνονται στό βιβλίο τῆς Γενέσεως, ἀκολούθως δέ γιά τήν ἀποδιδόμενη ἀπό τόν ἱερό πατέρα στά γεγονότα αὐτά σπουδαιότητα, προκειμένου νά ἀποτυπωθεῖ ἑρμηνευτικῶς ἡ παροῦσα κατάσταση τόσο τῆς ἀνθρωπότητας, ὅσο καί τῶν παρατηρουμένων στήν κτίση θεμελιωδῶν κοσμολογικῶν μεγεθῶν.
Ἐξ ἀφορμῆς τῆς συντελεσθείσης παρακοῆς καί τῆς συνακόλουθης πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου καί ἐπειδή ἡ ἀνθρώπινη φύση ὑπέστη μία ἀναπροσαρμογή τῶν λειτουργιῶν της, ὅλη ἡ κτιστή δημιουργία ἐπαναπροσδιορίσθηκε ὡς πρός τόν τρόπο ὑπάρξεως καί λειτουργίας της, κατά τέτοιον τρόπο ὥστε ἔκτοτε νά διακρίνεται ἀπό τά προσδιοριστικά γνωρίσματα τῆς ἀστάθειας, τῆς παροδικότητας, τῆς μεταβλητότητας καί τῆς «ροώδους» καταστάσεως. Οἱ ἔννοιες, ἔτσι, πού ἀφοροῦν στήν ὕλη, καθώς καί στίς χρονικές καί τοπικές διαστάσεις, ὑποδεικνύονται ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης ὡς τά στοιχεῖα ἐκεῖνα τά ὁποῖα προσέλαβαν τά μεταπτωτικά χαρακτηριστικά, πού προσιδιάζουν πλέον στήν ἀνθρώπινη φύση ἐξ αἰτίας τῆς παραβατικῆς συμπεριφορᾶς πού αὐτή ἐπέδειξε κατά τήν παρακοή καί τῆς μεταπτωτικῆς καταστάσεώς της, προκειμένου ἡ κτίση νά ἐναρμονισθεῖ μέ τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου μετά τήν ἐκδίωξή του ἀπό τήν παραδείσια πατρική ἑστία, ἀφοῦ αὐτός ἔκτοτε διακατέχεται ἀπό τήν ἐκδήλωση τῶν παθῶν, ἀπό τήν ροπή πρός τήν ἁμαρτία καί ἀπό τήν κυριαρχία τοῦ θανάτου.
3. Ἡ ἐπίδοση ἀπό τόν Θεό στούς γεννήτορες τοῦ ἀνθρώπινου γένους τῆς ἐντολῆς τῆς ἀπαγορεύσεως τῆς γευστικῆς ἀπολαύσεως τοῦ καρποῦ, τοῦ χαρακτηριζόμενου ἀπό τήν μείξη σέ αὐτόν τῶν ἀντιθέτων στοιχείων, ἀποσκοποῦσε κατά τόν ἱερό πατέρα στήν διασφάλιση μέν τῆς παραμονῆς τοῦ ἀνθρώπου στήν κατάσταση μετοχῆς καί ἀπολαύσεως τῶν θείων δωρεῶν καί ἀγαθῶν, στήν ἐπίτευξη δέ τῆς σταδιακῆς πνευματικῆς ἀναπτύξεως καί τελειώσεώς του, σύμφωνα μέ τήν φυσική δυνατότητα πού αὐτός κατεῖχε νά αὐξάνεται συνεχῶς καί προοδευτικῶς. Ἡ ἐπίδοση, ὡς ἐκ τούτου, τῆς συγκεκριμένης ἐντολῆς συνιστᾶ στήν διδασκαλία τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης μία δοκιμασία τῆς δυνάμεως τοῦ «αὐτεξουσίου» τοῦ ἀνθρώπου καί προσδίδει ἔτσι στό ἰδιαίτερο αὐτό καί διακριτικό χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου βαρύνουσα σημασία γία τήν πορεία τῆς ἀνθρωπότητας μετά τό γεγονός τῆς δημιουργίας της ἀπό τόν Τριαδικό Θεό.
4. Ἡ ἀπόκτηση τῆς γνώσεως καί ἡ ἐπίτευξη τῆς καταστάσεως ἰσοθεΐας πού κατά δόλιο καί παραπλανητικό τρόπο ὑποσχέθηκε συκοφαντικῶς στούς προπάτορες ὁ διάβολος, δέν σχετίζεται μέ τήν διανοητική λειτουργία τῆς ἀνθρωπότητας, ἀλλά ἀφορᾶ φυσικά στήν ἐπικράτηση τοῦ «ἐπιθυμητικοῦ» ἔναντι τῶν ἄλλων ψυχικῶν διαθέσεων τοῦ ἀνθρώπου, μέ ἀποτέλεσμα τήν διατάραξη τῆς ἕως τότε ἰσόρροπης ἐκδηλώσεως αὐτῶν, ἡ ὁποία χαρακτήριζε τήν μακαριότητα τῆς παραδείσιας ζωῆς τοῦ προπατορικοῦ ζεύγους. Ἡ προτροπή, συνεπῶς, γιά ἀνυπακοή τοῦ ἀνθρώπου στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ ἀποσκοποῦσε στήν προσβολή τῆς λειτουργίας τοῦ «ἐπιθυμητικοῦ» τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καί πραγματοποιήθηκε μέ τήν ἐπικάλυψη ἀπό τόν διάβολο τῆς κακίας μέ τόν μανδύα τῆς ἀπατηλῆς ὑποσχέσεως πού αὐτός ἔδωσε στόν ἄνθρωπο ὅτι κατ' αὐτόν τόν τρόπο θά πραγματοποιοῦσε τόν στόχο τῆς ἐξομοιώσεώς του μέ τόν Θεό.
5. Τό προπατορικό ἁμάρτημα εἶναι κατά τήν σχετική ἀνθρωπολογική διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου Νύσσης ἡ ἀθέτηση καί παράβαση ἀπό τούς γεννήτορες τοῦ ἀνθρώπινου γένους τῆς ὑπό τοῦ Θεοῦ δοθείσης ἐντολῆς καί ἡ διάπραξη ἀπό αὐτούς τῆς βρώσεως τοῦ καρποῦ ἐκείνου πού ἐπέφερε τήν ἀπομάκρυνσή τους ἀπό τόν «μονοειδῆ» βίο καί ἀπό τήν κατάσταση τῆς μακαριότητας. Πρόκειται γιά μία πράξη ἡ ὁποία ἀποσκοποῦσε στήν αὐτονόμηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν δημιουργό του καί στήν παραπλανητικῶς ὑποσχεθεῖσα πραγμάτωση τοῦ σκοποῦ τῆς ὁμοιώσεώς του μέ αὐτόν μέ τόν τρόπο βεβαίως πού ὑπεδείκνυε δολίως ὁ διαπνεόμενος ἀπό φθονερές καί ἐχθρικές πρός τόν ἄνθρωπο διαθέσεις διάβολος. Ἀποκαλύπτεται, ἔτσι, ἡ ἔλλειψη συνέσεως τῶν προπατόρων, ἀφοῦ ἐνήργησαν κατόπιν τῆς ἐσφαλμένης καί ἄστοχης κρίσεώς τους νά ἐνδώσουν στήν κακόβουλη καί ἀπατηλή παρότρυνση τοῦ διαβόλου, προκειμένου νά κατακτήσουν τήν ἰσοθεΐα μέ διαφορετικό ἀπό τόν ἐνδεδειγμένο καί ἐπιτήδειο στήν φύση τους τρόπο, αὐτόν δηλαδή τῆς τηρήσεως καί τῆς αὐτόβουλης καί αὐτεξούσιας συμμορφώσεως τους στήν ἐντολή πού δόθηκε ἀπό τόν Τριαδικό Θεό.
Κατά τήν ἐκδήλωση ἐκ μέρους τῶν προπατόρων τῆς ἀπείθειας στήν ἐντολή πού δόθηκε ἀπό τόν Τριαδικό Θεό σέ αὐτούς ὡς μοναδική καί ἀποκλειστική προϋπόθεση, προκειμένου νά ἐπιτευχθεῖ ἡ ὁμοίωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως μέ αὐτόν, συντελέσθηκε κατά τήν ἐπισήμανση τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης ἡ ἐκτροπή τοῦ νοῦ ἀπό τήν φυσική του λειτουργία τῆς ἀπολαύσεως τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁποία ἐξ ἄλλου προορίσθηκε κατά τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ὁποία αὐτός ἀπώλεσε ἐξ αἰτίας τῆς ἀνισόρροπης πλέον ἐκδηλώσεως τῶν ψυχικῶν του «κινημάτων» καί τῆς προτάξεως καί ὑπερισχύσεως τῆς «ἐπιθυμητικῆς» δυνάμεως καί διαθέσεως ἔναντι τῶν ἄλλων. Ὁ Γρηγόριος κατ' αὐτόν τόν τρόπο προσεγγίζει ἑρμηνευτικῶς ἀφ' ἑνός μέν τήν ἀλλοίωση καί τήν ἀλλοτρίωση τῆς φυσικῆς σχέσεως καί τῆς συγγένειας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν τρισυπόστατο Θεό, ἀφ' ἑτέρου δέ τήν κληρονόμηση τῶν καταστάσεων τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου ἀπό τούς ἀπογόνους τοῦ Ἀδάμ, ἀποδίδοντας τήν αἰτία της στήν κοινή φύση τῆς ἀνθρωπότητας, τήν ὁποία ἔφερε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, καί ὄχι στήν μετάδοση ἤ μεταβίβαση ἀπό αὐτόν τῆς ἐνοχῆς τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος στούς ἀπογόνους του.
6. Ἡ τραγική θέση στήν ὁποία βρέθηκε ὁ ἄνθρωπος μετά τήν διά τῆς ἀσκήσεως τῆς αὐτεξούσιας βουλήσεώς του ἄστοχη καί ἐσφαλμένη ἀπόφασή του νά ἀνταποκριθεῖ καί νά ἐνδώσει στήν ἀπατηλή παρακίνηση τοῦ «ἀρχεκάκου δαίμονος», προβαίνοντας ἔτσι στήν διά τῆς παρακοῆς διακοπή τῆς δοξολογικῆς σχέσεώς του μέ τόν Τριαδικό Θεό καί ἀπομάκρυνσή του ἀπό αὐτόν, εὑρίσκεται εὐνοήτως στό ἐπίκεντρο τοῦ ἀνθρωπολογικοῦ ἑρμηνευτικοῦ ἐνδιαφέροντος τοῦ Γρηγορίου. Ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης σέ ὅλο τό συγγραφικό του ἔργο πραγματοποιεῖ μία ἐκτενῆ παράθεση τῶν στοιχείων ἐκείνων πού ἀφοροῦν στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου, τά ὁποῖα, προκειμένου νά προσαρμοσθεῖ ἡ ἀνθρώπινη φύση στά μεταπτωτικά δεδομένα, ὑπέστησαν μετατροπή τοῦ λειτουργικοῦ τους χαρακτήρα μετά τήν ἐκδίωξη τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν παραδείσια «εὐκληρίαν». Ἔκτοτε, κατά τόν ἱερό πατέρα, ἡ λειτουργία τῶν αἰσθήσεων, ἐπειδή ἔπαυσε νά ἀποσκοπεῖ στήν μέθεξη τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν καί τῶν δωρεῶν καί ἀγαθῶν τοῦ ἁπλοῦ κατά τήν φύση τρισυπόστατου Θεοῦ καί προσκολλήθηκε πλέον στίς ἀπατηλές καί πολυειδεῖς ἀπολαύσεις τῆς ὕλης, κατέστη μή «μονοειδὴς» καί διακρίνεται πλέον ἀπό τό χαρακτηριστικό ἰδίωμα τοῦ ἐπιμερισμοῦ καί τῆς διασπάσεώς της. Τονίζεται, ἐπιπροσθέτως, ὅτι περιῆλθε ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μετά τήν πτώση του στήν διασαλευμένη κατάσταση τῆς συγχύσεως καί τῆς ἐκτροπῆς του ἀπό τόν ἀρχικό σκοπό τῆς κατ' ἐνέργειαν «μετουσίας» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, κατά τήν ὁποία διατελεῖ πλέον ἐκτεθειμένος καί ἀπροάσπιστος στίς προσβολές τῶν παθῶν καί ὑποτελής στό καθεστώς τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀλλοιωτικῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου.
Τό ἀνθρώπινο γένος, κατ' αὐτόν τόν τρόπο, ἐγκλωβίσθηκε μετά τήν «ἀρχαίαν» παράβαση στήν κατάσταση τῶν συνεχῶν μεταπτώσεων καί τῶν ἀλλαγῶν τῆς διαθέσεώς του ἀναλόγως μέ τήν ἀμφιρρεπῆ τάση τῆς βουλήσεώς του εἴτε πρός τήν κατ' ἐνέργειαν μέθεξη τοῦ ὄντος ἀγαθοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, εἴτε πρός τήν «κατάμιξίν» του μέ τίς ἡδονικές ἀπολαύσεις τῆς ὕλης καί μέ τήν ἁμαρτία. Ἡ κατάσταση αὐτή συνιστᾶ ἔκτοτε συμπεριφορά χαρακτηριστική τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ πλασθέντος ὡς «μεθορίου» τοῦ πνευματικοῦ καί τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, καί μεταβάλλει τήν ἰδιότητα τοῦ «αὐτεξουσίου» ἀπό προνόμιο ἀφ' ἑνός μέν σέ μέσο πραγματοποιήσεως τῶν ἐπίβουλων σχεδίων τοῦ διαβόλου γιά τόν ἄνθρωπο, ἀφ' ἑτέρου δέ σέ στοιχεῖο πού ἐμφαίνει τό ἀσταθές τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ὡς πρός τήν δυνατότητα παραμονῆς της στήν κατάσταση συνεχοῦς κοινωνίας καί ἐπαφῆς τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Τριαδικό Θεό.
Ἐπισημαίνεται, ἐπίσης, ὅτι ἡ ψυχή κατά τήν λειτουργία της ὡς «κατόπτρου», ἐπειδή μετά τό γεγονός τῆς διά τῆς παρακοῆς πτώσεως προσηλώνει τήν λογική της δύναμη στήν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν, νοσεῖ βαρύτατα, ἀδυνατεῖ νά διακρίνει τό ἀγαθό ἀπό τό κακό, ἀποκόπτεται ἀπό τήν φυσική της σχέση καί τήν συνάφεια μέ τόν Θεό, χάνει τήν ἐλευθερία της καί περιπίπτει σέ κατάσταση ἔνδειας καί πνευματικοῦ λιμοῦ, καθώς καί σέ καθεστώς δουλείας καί ὑποταγῆς στήν ἁμαρτία. Χάνεται, ἔτσι, ἡ ἀμεσότητα τῆς ἐπικοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό καί ἡ δυνατότητα τῆς ἐκ μέρους του μεθέξεως αὐτοῦ, τά ὁποῖα συνιστοῦσαν προπτωτικῶς τόν ἀποκλειστικό τρόπο γνωστικῆς προσεγγίσεως καί ἐπιγνώσεως τοῦ ἄκτιστου Τριαδικοῦ Θεοῦ ἀπό τήν κτιστή ἀνθρώπινη φύση, καί ἐπέρχεται ὡσαύτως ἡ ἐπισκότιση τοῦ ἐξαιρετικοῦ διακριτικοῦ στοιχείου της, τοῦ «ἡγεμονικοῦ». Ἀπομακρύνεται, κατ' αὐτόν τόν τρόπο, ὁ ἄνθρωπος καί ἀλλοτριώνεται τόσο ἀπό τήν κατά κτιστόν τρόπο νοούμενη δυνατότητα ἀληθοῦς διανοητικῆς ἐπιγνώσεως καί «μετουσίας» τοῦ Θεοῦ, ὅσο καί ἀπό τήν δυνατότητα ἀσφαλοῦς αὐτεπιγνώσεως καί αὐτοσυνειδησίας.
Ἡ εἴσοδος τῆς κακίας, τῆς ἁμαρτίας καί τῶν παθῶν στόν ἄνθρωπο καί ἡ κυριαρχία τους σέ αὐτόν συνιστοῦν βεβαίως γιά τόν Γρηγόριο μία κατάσταση ἀλλοιωτική καί παραμορφωτική τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καί ἐξομοιωτική αὐτῆς μέ τήν ἄλογη φύση τῶν ζώων. Στήν διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ πατρός ἀποτυπώνεται καί καταγράφεται ἐπίσης ὡς ἐπακόλουθο τῆς διαπράξεως ἀπό τούς προπάτορες τοῦ ἀτοπήματος καί ἁμαρτήματος τῆς παρακοῆς ἡ περιένδυση αὐτῶν μέ τούς «δερματίνους χιτώνας», πού ἐκφράζουν καί ἀφοροῦν στό εἰσελθόν διά τῆς πτώσεως σαρκικό φρόνημα τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τό σῶμα τοῦ ὁποίου στήν μεταπτωτική του μορφή ἐκλείπει πλέον ἡ κατάσταση ἐκείνη τῆς ὕλης, στήν ὁποία αὐτή εὑρισκόταν πρίν ἀπό τό γεγονός τῆς πτώσεως καί πού περιγράφεται ἀπό τόν Γρηγόριο ὡς «ἐπιτηδεία» καί ἁρμόζουσα στήν συμμετοχή τοῦ αἰσθητοῦ ὑλικοῦ στοιχείου τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ δημιουργηθέντος «μεθορίου» τῆς νοερᾶς καί τῆς αἰσθητῆς φύσεως, στήν δοξολογία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἐπισημαίνεται, ἐπίσης, ἀπό αὐτόν ἡ μεταπτωτική ἀναγκαιότητα τῆς ἀναπροσαρμογῆς τῆς λειτουργίας τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν διαχωρισμό του στά δύο φύλα, προκειμένου νά ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀναπαραγωγική του ἱκανότητα, ἡ ἀπαραίτητη γιά τήν διαιώνιση τοῦ ἀνθρώπινου γένους, μέ τήν ὁποία ταυτοποιεῖται μέν ἡ «ἐπιγεννηματικὴ» συγγένεια τοῦ κατά τήν δημιουργία πλασθέντος «κατ' εἰκόνα Θεοῦ» ἀνθρώπου μέ τήν ἄλογη ζωώδη φύση, ἑρμηνεύεται δέ ἀπό αὐτόν ἡ κληρονομική μετάδοση τοῦ νοσήματος τῆς ἁμαρτίας, τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου στούς ἀπογόνους τοῦ Ἀδάμ.
Ἡ συνειδητοποίηση τῆς οἰκτρῆς αὐτῆς καί ζοφερῆς καταστάσεως, στήν ὁποία τό γένος τῶν ἀνθρώπων περιέπεσε ἐξ αἰτίας τῆς «ἀρχαίας» παραβάσεως ἐπιφέρει κατά τόν Γρηγόριο στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τήν ἐντύπωση δυσάρεστων καί ἀρνητικῶν συναισθημάτων. Ὁ ψυχισμός τοῦ ἀνθρώπου κυριαρχεῖται ἔκτοτε ἀπό τίς συναισθηματικές διαθέσεις τῆς θλίψεως, τῆς ὀδύνης καί τῆς ἀπογνώσεως, καθώς καί ἀπό τήν ἐντονότατη ἐντύπωση τῆς αἰσχύνης, τῆς ὁποίας τό ἀνεξίτηλο στίγμα φέρει ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς συναισθήσεως τοῦ μοιραίου γιά τήν ἀνθρωπότητα σφάλματος τῆς ἀπείθειάς του στήν θεία ἐντολή.
7. Ὡς πρωταίτιος καί ἀποκλειστικός ὑπαίτιος τῆς εἰσόδου τοῦ κακοῦ στήν ἐκ τοῦ μή ὄντος ὑπό τοῦ Θεοῦ δημιουργηθεῖσα ὡς «καλὴν λίαν» ἀνθρώπινη φύση θεωρεῖται ἀπό τόν Γρηγόριο ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος, ἄν καί ὑπῆρξε καί αὐτός δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή μέ τήν οἰκεία του βούληση ἀποστράφηκε τήν ἀγαθότητα, ἐπινόησε καί κατεσκεύασε τήν καινοφανῆ διάθεση τοῦ φθόνου. Κάνοντας, ἔτσι, κακή χρήση τῆς δυνάμεως τοῦ «αὐτεξουσίου», τήν ὁποία ὡς οὐσία λογική κατεῖχε ἐκ φύσεως, μετεποίησε τήν διανοητική του ἐνέργεια καί, ἐπιβουλευόμενος τόν ἄνθρωπο, κατεσκεύασε τό δόλιο καί παραπλανητικό τέχνασμα τῆς προσδόσεως στό κακό ἀγαθοῦ ἐπιχρίσματος καί ἐπικαλύμματος καί ὡραιοποιήσεώς του, προκειμένου νά πλήξει τόν ἄνθρωπο μέ τόν πειρασμό. Στήν ἐκδήλωση αὐτή τοῦ φθόνου ἀνάγεται ἀπό τόν ἱερό πατέρα ἡ αἰτία τῆς πρώτης ἐμφανίσεως καί τῆς εἰσόδου τοῦ κακοῦ στήν κτίση καί στήν ἀνθρώπινη φύση.
8. Ἀπό τήν διερεύνηση καί τήν καταγραφή τῶν ἀπόψεων τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης γιά τήν διά τῆς «ἀρχαίας» παραβάσεως εἴσοδο τοῦ κακοῦ καί τῆς ἁμαρτίας καί τῶν ἐπακολούθων τους στήν ἀνθρώπινη φύση ἀναδεικνύεται ἡ σαφής θέση τοῦ ἱεροῦ πατρός περί τῆς κατανοήσεως καί τοῦ προσδιορισμοῦ τοῦ κακοῦ ὡς καταστάσεως ἀφ' ἑνός μέν μή ὑπάρχουσας κατ' ὀντολογικήν ἔννοια, ἀφ' ἑτέρου δέ ἐμφανιζόμενης κατά τήν ἑκούσια στροφή τῆς αὐτεξούσιας προαιρέσεως καί διαθέσεως τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν ἀντίθετη ἀπό τόν ὄντως ὑπάρχοντα ἀγαθό Τριαδικό Θεό κατεύθυνση. Τό κακό, ἔτσι, ἐκλαμβάνεται ὡς μία παρά φύσιν κατάσταση, ἡ δέ αἰτία αὐτοῦ ἀποδίδεται ἀπό τόν Γρηγόριο στήν παρεκτροπή τῆς δυνάμεως τῆς προαιρέσεως τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι στήν βούληση καί τήν δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Γιά τόν λόγο αὐτόν ἡ «μεταχώρησις» τοῦ κακοῦ «εἰς τὸ μὴ ὄν» κατά τόν μέλλοντα αἰώνα ἀποτελεῖ σταθερή καί εὐκρινῆ θέση τοῦ ἱεροῦ πατρός, καθώς καί σημεῖο ἀναφορᾶς σέ ὅλη τήν θεολογική διδασκαλία του.
9. Σέ ἄμεση συνάρτηση μέ τά προαναφερθέντα στοιχεῖα τῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου γιά τό κακό ἀναπτύσσεται ἀπό αὐτόν καί καταγράφεται ἡ πεποίθησή του γιά τήν κατάσταση τῆς θνητότητας τοῦ ἀνθρώπινου γένους, κατά τήν ὁποία ἡ μετά τό προπατορικό ἁμάρτημα πλήξασα ὅλη τήν ἀνθρωπότητα συμφορά τοῦ θανάτου συνιστᾶ μία παρά φύσιν κατάσταση, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται διττῶς, κατά τήν ἀναστολή δηλαδή τῶν βιολογικῶν λειτουργιῶν τοῦ ἀνθρώπου καί κατά τήν αὐτόβουλη ἀπομάκρυνσή του ἀπό τήν πατρική ἑστία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ διά τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ αἰτία τῆς εἰσόδου τῆς ἐπώδυνης καταστάσεως τοῦ θανάτου στήν ζωή τοῦ πλασθέντος κατά τήν θεία εἰκόνα ἀνθρώπου ἀποδίδεται ἀπό τόν ἱερό πατέρα ὄχι φυσικά στόν Τριαδικό Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς, ἀλλά ἀφ' ἑνός μέν στόν «ἀρχέκακον δαίμονα», ὁ ὁποῖος διά τῆς ἐμπαθοῦς διαθέσεως καί ἐκδηλώσεως τοῦ φθόνου ἔθεσε τίς προϋποθέσεις τῆς δυνατότητας ἀποστερήσεως ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς ζωηφόρου πηγῆς τοῦ Θεοῦ, ἀφ' ἑτέρου δέ στόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος, κάνοντας ἐσφαλμένη καί ἄστοχη χρήση τῆς δυνάμεως τῆς αὐτεξούσιας προαιρέσεώς του, ἔστρεψε τά νῶτα του στόν ὑπάρχοντα ὡς αὐτοζωή Τριαδικό Θεό καί ὑπέστη τό ἀδυσώπητο πλῆγμα τοῦ θανάτου. Ἀπό τόν Γρηγόριο, ὅμως, ἐπισημαίνεται ἐκτός τῶν ἄλλων ὅτι ἡ ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ ἐπιβολή τῆς δεινῆς αὐτῆς καταστάσεως τοῦ θανάτου στό ἀνθρώπινο γένος ὀφείλεται στήν ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, ἐφόσον αὐτός καταστέλλει μέν τά καταδυναστεύοντα τόν ἄνθρωπο πάθη, ἀναστέλλει δέ τήν φορά του πρός τήν ἁμαρτία καί τό κακό.
Στήν διατυπωμένη διδασκαλία τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης ἀναδεικνύεται ἐν τούτοις καί ἕνα ἄλλο εἶδος θανάτου, αὐτό δηλαδή τῆς ἐκούσιας νεκρώσεως στόν ἄνθρωπο τοῦ φρονήματος τῆς ἁμαρτίας, πού πραγματοποιεῖται μέ τήν ἐπιστροφή του στήν πατρική ἀγκάλη τοῦ Θεοῦ διά τῆς ἀγαθῆς ἀλλοιώσεώς του πρός αὐτόν. Πρόκειται γιά μία κατάσταση, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται μέν μέσῳ μιᾶς λειτουργίας ἐκτός περιοριστικῶν ὁρίων, ἐπιφέρει δέ διαδοχικές ἀπομακρύνσεις τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά πάθη καί τήν ἀλλοιωτική τους φθορά.
10. Ἀπό τήν ἔρευνα καί τήν καταγραφή τῶν σημείων καί στοιχείων ἐκείνων τῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου πού σχετίζονται μέ τό προπατορικό ἁμάρτημα καί τίς συνέπειές του καθίσταται σαφές ὅτι ὁ ἱερός πατήρ προβαίνει στό συγγραφικό του ἔργο, χωρίς φυσικά νά ὑπεισέρχεται σέ λογοκρατική ἀναζήτηση καί προβολή κινήτρων τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, σέ ἐκ σωτηριολογικῆς ἐπόψεως συσχετισμό καί σύνδεση «τοῦ μεγάλου τῆς εὐσεβίας μυστηρίου» τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου μέ τήν ἐκ τῆς «ἀρχαίας» παραβάσεως προκύψασα πτώση τοῦ ἀνθρώπου. Τονίζεται, σχετικῶς μέ τό ζήτημα αὐτό, ὅτι ἡ κατανόηση τῶν ὀλεθρίων καί ὀδυνηρῶν συνεπειῶν τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου προκάλεσε τό ἀνθρωπολογικό ἑρμηνευτικό ἐνδιαφέρον τοῦ Γρηγορίου γιά τήν ἀνάδειξη τῶν σωτηριωδῶν ἐκείνων προϋποθέσεων τῆς ἄρσεως τῶν συνεπειῶν αὐτῶν τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπισημαίνεται δέ ὅτι τό ἑρμηνευτικό αὐτό ἐνδιαφέρον τοῦ ἱεροῦ πατρός στρέφεται ἀποκλειστικῶς στόν τονισμό τῆς «διὰ σαρκὸς ἐπιδημίας» τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου ὡς τοῦ μοναδικοῦ τρόπου ἄρσεως τῶν συνεπειῶν τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς συνακόλουθης ἐπιτεύξεως τῆς σωτηρίας του. Ἀπό τήν διατυπωμένη διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου Νύσσης περί τῆς προσλήψεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ἀπό τόν Λόγο, ὡς τῆς σωτηριώδους προϋποθέσεως ἄρσεως τῶν ἐπαχθῶν συνεπειῶν τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου, καταφαίνεται ὅτι ἡ ἐκ σωτηριολογικῆς ἐπόψεως ἐπιτελούμενη συνάρτηση καί σύνδεση τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου μέ τήν ἐκ τῆς παρακοῆς πτώση τοῦ ἀνθρώπου θεωρεῖται κατά τόν Γρηγόριο εὐνόητη, ἀφοῦ ἡ ἐπιδιωκόμενη ὀρθή κατανόηση τῆς ἔννοιας τῆς σωτηρίας τοῦ διά τῆς παρακοῆς πεσόντος ἀνθρώπου, πού ἐπιτελέσθηκε διά τῆς κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ Λόγου, προϋποθέτει φυσικά τήν ὀρθή ἀντίληψη τῆς ἔννοιας τοῦ προσώπου τοῦ σωτήρα καί λυτρωτῆ τοῦ ἀνθρώπινου γένους Χριστοῦ, τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, καί διά τῆς προσλήψεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καθ' ὑπόστασιν ἑνώσεως ἐν αὐτῷ τῶν δύο φύσεων.
Κατά τήν ἀποτυπωμένη αὐτή διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου προβάλλεται ἡ σωτηριολογικῶς νοούμενη ἀναγκαιότητα τῆς «διὰ σαρκὸς ἐπιδημίας» τοῦ Κυρίου, τῆς ὁποίας αἰτία ἀλλά καί σκοπός εἶναι ἀναμφιβόλως ἡ σωτηρία τοῦ διά τῆς παρακοῆς πεσόντος ἀνθρώπου καί ἡ ὁποία ἐκλαμβάνεται ὡς ὁ πλέον πρόσφορος τρόπος γιά τόν ἀφανισμό τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου καί γιά τήν ἀποκατάσταση καί θέωση τῆς ἀχρειωθείσης διά τῆς παρακοῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου. Τό μυστήριο τῆς κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ Λόγου ὑπῆρξε τό γεγονός πού ἔλαβε χώρα, προκειμένου νά ἀναχαιτισθεῖ καί νά ἀνακοπεῖ ἡ συνεχής καί ὁλονέν αὐξανόμενη παρουσία καί πορεία τοῦ κακοῦ στόν κόσμο καί κυριαρχία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο. Διά τῆς ὑπερφυοῦς αὐτῆς «καταβάσεως» τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου πρός τήν ταπεινότητα τῆς κτιστῆς ἀνθρώπινης φύσεως ἐπεδείχθησαν στόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Τριαδικό Θεό τά φυσικά του ἰδιώματα τῆς παντοδυναμίας, τῆς σοφίας, τῆς ἀγαθότητας καί τῆς δικαιοσύνης, προκειμένου νά ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀπαλλαγή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἁμαρτία, τά πάθη καί τόν θάνατο καί ἡ ἐπάνοδός του στό προπτωτικό του κάλλος καί στήν πρώτη του μακαριότητα.