2. Ὁ λυτρωτής Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός.

Κατά τήν ἑρμηνευτική προσέγγιση ἀπό τόν Γρηγόριο τοῦ μυστηρίου τῆς κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ Λόγου πού συνιστᾶ τήν πρός τήν ταπεινότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως «κατάβασιν» αὐτοῦ, μέ τήν ὁποία ἐπιτεύχθηκε ἡ «εἰς τὸ ἀρχαῖον κάλλος» ἀποκατάσταση καί σωτηρία τῆς ἀχρειωθείσης διά τῆς παρακοῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἐπιτελεῖται ἐκ παραλλήλου ἀπό τόν ἴδιο ἡ ἀνάδειξη τῆς διδασκαλίας περί τοῦ προσώπου τοῦ σαρκωθέντος Λόγου. Ἡ ἐκ σωτηριολογικῆς ἐπόψεως ἐπιτελούμενη αὐτή συνάρτηση θεωρεῖται κατά τόν ἱερό πατέρα εὐνόητη, ἀφοῦ ἡ ἐπιδιωκόμενη ὀρθή κατανόηση τῆς ἔννοιας τῆς σωτηρίας τοῦ διά τῆς παρακοῆς πεσόντος ἀνθρώπου, πού πραγματοποιήθηκε διά τῆς κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ Λόγου, προϋποθέτει ἀσφαλῶς τήν ὀρθή ἀντίληψη τῆς ἔννοιας τοῦ προσώπου τοῦ σωτήρα καί λυτρωτῆ τοῦ ἀνθρώπινου γένους Χριστοῦ, τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου. Ἡ διατυπωμένη, δηλαδή, διδασκαλία τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης περί τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, τοῦ σαρκωθέντος Λόγου, συναρτᾶται κατ' ἄμεσον τρόπο καί συνάπτεται ἀρρήκτως μέ τήν περί τῆς σωτηρίας καί τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία, ἐφόσον ἔτσι προβάλλεται ἡ ὀρθή ἑρμηνευτική κατανόηση καί ἀποτύπωση τῆς δογματικῆς ἀπόψεως περί τῆς σαρκώσεως καί τῆς ἐν σαρκί «ἐμφανείας» τοῦ ἀιδίως ὑπάρχοντος Θεοῦ Λόγου ὡς προϋπόθεση κατανοήσεως ἀπό τόν ἄνθρωπο τοῦ μυστηρίου τῆς πρός αὐτόν «οἰκονομίας» τοῦ Κυρίου καί τῆς διά τῆς ἰάσεως καί ἀποκαταστάσεως τῆς ταπεινῆς του φύσεως ἐπανόδου του «εἰς τὸ ὄν»4.
Ὑπέρ τῆς ἀντιλήψεως αὐτῆς συνηγορεῖ πρωτίστως ὁ σωτηριολογικός συσχετισμός, τόν ὁποῖο κάνει ὁ Γρηγόριος μεταξύ τοῦ Ἀδάμ ὡς τοῦ ἀνθρώπου, διά τοῦ ὁποίου εἰσῆλθε ὁ θάνατος στό ἀνθρώπινο γένος, καί τοῦ Χριστοῦ, τοῦ σαρκωθέντος Λόγου, ὡς τοῦ προσλαβόντος τήν ἀνθρώπινη φύση καί «ἐπὶ γῆς ὀφθέντος καὶ τοῖς ἀνθρώποις συναναστραφέντος»5, διά τοῦ σωτηριώδους ἔργου τοῦ ὁποίου πραγματοποιήθηκε ὁ ἀφανισμός τοῦ θανάτου καί τῆς ἁμαρτίας6. Ἐνδεικτική, ἐπίσης, τῆς σωτηριολογικῆς συναρτήσεως μεταξύ τῆς διδασκαλίας περί τοῦ θείου προσώπου τοῦ Χριστοῦ, τοῦ σαρκωθέντος Λόγου, καί τῆς διδασκαλίας περί τῆς ἀποκαταστάσεως καί ἐπανόδου τοῦ ἀνθρώπου στήν προπτωτική του κατάσταση, τυγχάνει ἡ διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ πατρός ἀφ’ ἑνός μέν περί τοῦ τρόπου τῆς ἑνώσεως στό πρόσωπο τοῦ Λόγου τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καί περί τῶν ἐκ τῆς ἑνώσεως αὐτῆς, ἐκ τῆς σαρκώσεως δηλαδή τοῦ Λόγου, ἀπορρεουσῶν εὐεργετικῶν γιά τήν ἀνθρωπότητα συνεπειῶν, ἀφ’ ἑτέρου δέ περί τῶν θεολογικῶν ἐπιπτώσεων σέ σχέση πρός τόν ἄνθρωπο πού προκύπτουν ἀπό τήν ἐσφαλμένη καί ἄστοχη κατανόηση καί ἑρμηνεία καί διατύπωση τοῦ «μεγάλου τῆς εὐσεβείας μυστηρίου» τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, διά τοῦ ὁποίου ἐπιτεύχθηκε ἡ ἀνόρθωση τοῦ πεσόντος διά τῆς παρακοῆς ἀνθρώπου καί ἡ σωτηρία αὐτοῦ.
Ἡ δογματική ἄποψη περί τῆς ἐν χρόνῳ προσλήψεως καί «ἐνδύσεως» τῆς ἀνθρώπινης φύσεως7 ‒ ἡ ὁποία δημιουργήθηκε διά τῆς ποιητικῆς τῶν κτιστῶν ὄντων δυνάμεως τοῦ Θεοῦ καί τοῦ θελήματος αὐτοῦ ‒ ἀπό τόν κατά φύσιν ἀιδίως ἐκ τοῦ Πατρός γεννώμενο καί προαιωνίως μετά τοῦ Πατρός συνυπάρχοντα Θεό Λόγο8, ἀναπτύσσεται ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης ἐπανειλημμένως, καί μέ τήν ἀπόδοση στό δογματικό αὐτό σημεῖο ἰδιαίτερου ἐνδιαφέροντος καί βαρύνουσας πράγματι σημασίας, στό σύνολο τῶν συγγραμμάτων του. Προβάλλεται δέ ὡς κεφαλαιώδους σημασίας προϋπόθεση γιά τήν ἀσφαλῆ καί ἀπλανῆ κατανόηση τοῦ σωτηριώδους ἔργου τῆς κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ Κυρίου9.
Στό πλαίσιο τῆς ἀναδείξεως τῆς διδασκαλίας περί τῆς προσλήψεως ἀπό τόν Θεό Λόγο τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ἐπιδεικνύεται ἀπό τόν Γρηγόριο ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιά τόν τονισμό τῆς δογματικῆς ἀπόψεως ὅτι ὁ Λόγος προσέλαβε κατά τήν ἐνανθρώπησή του ὁλόκληρη καί ἀκέραιη τήν ἐκ λογικῆς ψυχῆς καί σώματος συνιστάμενη ἀνθρώπινη φύση πλήν ἁμαρτίας. Ἐπισημαίνεται συναφῶς ἀπό τόν ἱερό πατέρα ὅτι ἐνδεχόμενη ἀμφισβήτηση τῆς ἀκεραιότητας τῆς προσληφθείσης ἀπό τόν σαρκωθέντα Λόγο ἀνθρώπινης φύσεως – ἐν προκειμένῳ δέ ἡ ἀμφισβήτηση τῆς προσλήψεως ἀπό τόν Λόγο τῆς λογικῆς ψυχῆς – θά ἐπέφερε σοβαρές σωτηριολογικές συνέπειες γιά τόν ἄνθρωπο. Ἐξειδικεύοντας τό τελευταῖο σημεῖο ὁ Γρηγόριος ἐπισημαίνει ὅτι ἡ «δι' ἀμφοτέρων», διά τῆς ψυχῆς δηλαδή καί τοῦ σώματος, καί κατά τά δύο αὐτά, ἐπιτέλεση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, στήν ὁποία ἀποσκοποῦσε τό ἔργο τῆς περί τόν ἄνθρωπο «οἰκονομίας» τοῦ Κυρίου, προϋπέθετε ἀσφαλῶς τήν πρόσληψη καί «ἀνάληψιν» ἀπό τόν Θεό Λόγο «ὅλου τοῦ ἀνθρώπου», δηλαδή τῆς ἐκ λογικῆς ψυχῆς καί σώματος ἀποτελούμενης ἀνθρώπινης φύσεως10. Κατά τήν ἐνασχόληση τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης μέ τό συγκεκριμένο θέμα ἐπιδεικνύεται ἀπό αὐτόν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιά τήν ἀνάδειξη κατ’ ἀπόλυτον τρόπο, καί μέ τήν ἐπίκληση συγκεκριμένων ἁγιογραφικῶν χωρίων (Ρωμ. 8,7, Α΄Κορ. 15,45 καί 47-48, Κολοσ. 2,9, Β΄Κορ. 4,16, Ματθ. 2,20, Ἰω. 7,23. 8,40. 10,17-18, Ψαλμ. 15,10)11, τῆς δογματικῆς διδασκαλίας ὅτι ἡ ἀναληφθεῖσα ἀπό τόν Θεό Λόγο ἀνθρώπινη φύση προσελήφθη ὁλόκληρη, χωρίς νά στερεῖται κάποιο ἀπό τά στοιχεῖα πού τήν ἀποτελοῦν, ἰδιαιτέρως δέ τό διανοητικό καί λογικό καί ὡς ἐκ τούτου τήν φυσική νοητική ἰδιότητα τῆς προαιρέσεως12.
Ἀναφερόμενος ὁ Γρηγόριος στήν ἀναγκαιότητα προσλήψεως ἀπό τόν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο ὅλης τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καί τονίζοντας ὅτι σέ περίπτωση ἀμφισβητήσεως ἤ ἀρνήσεως τῆς προσλήψεως ἀπό τόν Λόγο τῆς λογικῆς ψυχῆς θά ἐτίθετο ἐν ἀμφιβόλῳ ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, καί κατ' ἐπέκτασιν καί τοῦ ὅλου ἀνθρώπου, ἐπισημαίνει ὅτι ἡ πρόσληψη ἀπό τόν Θεό Λόγο ὁλόκληρης τῆς ἀνθρώπινης φύσεως συνιστᾶ προϋπόθεση ἀπαραίτητη τῆς ἰάσεως καί ἀπαλλαγῆς τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν τάση καί τήν ροπή πρός διάπραξη τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία ἐντοπίζεται στήν δυνατότητα ἐκδηλώσεως τῆς διαθέσεως τοῦ προερχόμενου ἀπό τόν νοῦ αὐτεξούσιου «κινήματος». Σέ αὐτήν, ἐξ ἄλλου, τήν ἐξάλειψη τῆς ἐκ τῆς παρακοῆς ἐσφαλμένης καί ὀλέθριας ροπῆς τοῦ ἀνθρώπινου γένους πρός τό κακό καί τήν ἁμαρτία ἀποβλέπει ἡ ἐπιτελεσθεῖσα «διὰ σαρκὸς ἐπιδημία» τοῦ Λόγου13. Τό συγκεκριμένο αὐτό γεγονός τῆς προσλήψεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπό τήν συνδρομή καί ἄρρηκτη συνύπαρξη τῆς νοερᾶς καί λογικῆς ψυχῆς καί τοῦ ὑποκείμενου στούς νόμους τῆς ὕλης σώματος, ἀπό τόν Θεό Λόγο θεωρεῖται ἀπό τόν ἱερό πατέρα θεμελιώδης ὅρος, προκειμένου νά ἐπέλθει διά τοῦ σωτηριώδους ἔργου τοῦ σαρκωθέντος Λόγου, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ἁγιασμός τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καί ὁ «συναγιασμὸς ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου φυράματος» καί ἡ «καταλλαγὴ» μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου14.
Ἡ ἕνωση, βεβαίως, αὐτή τῆς ἐκ ψυχῆς καί σώματος ἀποτελούμενης κοινῆς φύσεως τῶν ἀνθρώπων μέ τήν θεία φύση στό πρόσωπο τοῦ μεσιτεύοντος τήν ἀποκατάσταση τῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Τριαδικό Θεό σαρκωθέντος Λόγου15 δέν αἴρει τόν ἀτομικό χαρακτήρα τῆς προσληφθείσης ἀπό αὐτόν ἀνθρώπινης φύσεως16. Ὁ Γρηγόριος ὑπαινίσσεται κατ’ ἐπανάληψιν τήν ἄποψη γιά πρόσληψη ἀπό τόν Θεό Λόγο τῆς ἀτομικῆς ἀνθρώπινης φύσεως17, ἐφόσον ἡ διατυπούμενη ἄποψη περί τῆς θεωρήσεως καί καταστάσεως τῆς προσληφθείσης ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου ὡς «ἀπαρχῆς» τῆς θεώσεως ὁλόκληρου τοῦ «φυράματος» τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων18 προϋποθέτει τήν πρόσληψη ἀπό τόν Θεό Λόγο τῆς ἀτομικῆς ἀνθρώπινης φύσεως19.
Ἡ δογματική διδασκαλία περί τῆς προσλήψεως ἀπό τόν Θεό Λόγο ὅλης τῆς ἀτομικῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ἔτσι ὅπως αὐτή ὑφίσταται συντεθειμένη ἀπό τό ἄυλο νοητό μέρος καί ἀπό τό αἰσθητό καί σωματικό μέρος αὐτῆς20, καί περί τῆς ἑνώσεως αὐτῆς μέ τήν θεία φύση στό πρόσωπο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, καί ἡ ὁποία συντελέσθηκε πρός θεραπεία καί σωτηρία τοῦ διά τῆς παρακοῆς περιπεσόντος στήν ἁμαρτία καί στά πάθη καί στόν θάνατο ἀνθρώπου, ὑποδεικνύει εὐλόγως στόν ἱερό πατέρα τήν θεολογική ἀναγκαιότητα διατυπώσεως τῆς δογματικῆς διδασκαλίας περί τῆς ἀναμαρτησίας τοῦ Χριστοῦ κατά τήν ἀνθρωπότητά του21. Ὁ Θεός Λόγος ἀνέλαβε διά τῆς σαρκώσεώς του τήν ἀνθρώπινη φύση μέ ὅλα τά διακριτικά της χαρακτηριστικά22 ἐκτός ἀπό τήν ἀλλοιωτική ροπή αὐτῆς πρός τήν ἁμαρτία23, ἐφόσον ἡ διά τῆς παρακοῆς ἐκδηλωθεῖσα παραβατική συμπεριφορά τοῦ ἀνθρώπου δέν συνιστᾶ ἀσφαλῶς φυσική ἰδιότητά του ἀλλά ἀποτέλεσμα τῆς ἐσφαλμένης καί ἄστοχης κρίσεώς του γιά τό καλό καί τῆς παρεκτροπῆς τῆς διαθέσεώς του πρός τό κακό24, τό ὁποῖο βεβαίως κατ’ ὀντολογικήν ἔννοια δέν ὑφίσταται25.
Ἡ ὑπερβαίνουσα τούς ὅρους καί τούς νόμους τῆς φύσεως διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐκ τῆς Θεοτόκου κατά σάρκα γέννηση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καθώς καί ἡ ἀπουσία «πάθους» κατά τήν κατά σάρκα γέννηση αὐτοῦ καταδεικνύουν τόν ἀβάσιμο καί ἀνυπόστατο χαρακτήρα τῆς ἀπόψεως περί τῆς δυνατότητας ἀποδόσεως ἁμαρτητικῆς διαθέσεως σέ αὐτόν26. Μέ ὅσα σχετικῶς πρός τό ζήτημα αὐτό ἀναφέρει καί ἐπικαλεῖται ὁ Γρηγόριος συνάγεται σαφῶς ὅτι κατά τόν ἱερό πατέρα πρόκειται περί μιᾶς φυσικῆς καί ὀντολογικῆς ἀναμαρτησίας καί ὄχι φυσικά περί θεωρήσεώς της ὡς ἀποτελέσματος μιᾶς ἠθικῆς τελειώσεως καί προκοπῆς στό ἀγαθό27. Αὐτό, δηλαδή, τό ὁποῖο θέλει ἐκ σωτηριολογικῆς ἐπόψεως νά τονίσει ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης εἶναι ὅτι θά ἐθεωρεῖτο θεολογικῶς ἀδιανόητο καί σωτηριολογικῶς ἄνευ περιεχομένου νά ἐκλαμβάνεται κάποιος πού τελεῖ στήν ὀντολογικῶς νοούμενη κατάσταση τῆς ἁμαρτίας ὅτι ἐπιτελεῖ τήν σωτηρία τοῦ διά τῆς παρακοῆς πεσόντος στήν ἁμαρτία ἀνθρώπου.
Κατά τήν ἐκτενῆ ἀναφορά τοῦ Γρηγορίου στήν ἐπιτέλεση τοῦ ὑπέρ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου ἔργου τῆς κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ Λόγου τονίζεται μέ ἔμφαση ἀπό τόν ἴδιο ὅτι κατά τήν «ἀνάκρασιν» μέ τόν Λόγο τῆς προσληφθείσης ἀπό αὐτόν ἀνθρώπινης φύσεως ‒ κατά τήν ὁποία ἐκείνη «μένει» κατ' ἀσύγχυτον τρόπο «ἐν τοῖς ἑαυτῆς ὅροις» – ἔλαβε αὐτή ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ σαρκωθέντος Λόγου διά τῆς «ἀνακράσεώς» της μέ τόν Λόγο «ὅ πρὸ τοῦ κόσμου εἶχεν ὁ Λόγος», δηλαδή τό Πνεῦμα τό Ἅγιο28 – ἀφοῦ ἡ ἀνθρώπινη φύση, ὡς «παθητικὴ», εἶναι ἐκείνη πού δέχεται, ἐνῶ ἡ θεία φύση τοῦ Λόγου, ὡς «ἐνεργητικὴ», εἶναι ἐκείνη πού δίδει στήν ἀνθρώπινη φύση –, καί κατέστη ἔτσι ἡ ἀπαρχή τῆς θεώσεως τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου29. Ἐπισημαίνεται ἐκ παραλλήλου ἀπό τόν ἱερό πατέρα ὅτι χωρίς νά συγχέονται τά ἰδιώματα τῆς ἄκτιστης καί ἀίδιας φύσεως τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μέ τά προσδιοριστικά χαρακτηριστικά τῆς λαμβάνουσας ἀπό τόν δημιουργό της τήν ὑπαρκτική της ἀρχή κτιστῆς φύσεως τοῦ πεπερασμένου καί ἐντός χρονικῶν ὁρίων ὑπάρχοντος γένους τῶν ἀνθρώπων30, μέ τήν ἐπιτελεσθεῖσα ὑποστατική ἕνωση τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων, πού συνιστᾶ ὑπερφυές μυστήριο, καί ἐξ αἰτίας αὐτῆς λέγεται ἀφ' ἑνός μέν ὅτι ὁ ὑπέρ τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων «ἑκουσίως πτωχεύσας» καί «τὴν δουλικὴν ταπεινότητα κατ' οἰκονομίαν ὑπελθὼν» Κύριος «ἀναλαμβάνει εἰς ἑαυτὸν τοὺς δουλικοὺς μώλωπας»31, ἀφ' ἑτέρου δέ ὅτι ἡ «δουλικὴ» ἀνθρώπινη «ταπεινότης» «δοξάζεται δεσποτικῇ τιμῇ» καί «ἀναλαμβάνεται εἰς τὴν τῆς βασιλείας ἀξίαν»32.
Ἡ διά τῆς προσλήψεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως «διὰ σαρκὸς ἐπιδημία» τοῦ Λόγου, ἡ ὁποία κατά τήν θεολογική ἀντίληψη τοῦ Γρηγορίου ἐπ' οὐδενί εἶναι δυνατόν ἤ ἐπιτρεπτόν νά ἐκληφθεῖ ὡς μία τοπική μετάβαση ἤ μετάσταση τοῦ Λόγου33, ἐπέφερε τήν «πρὸς τὸ κρεῖττον ἀλλοίωσιν» τῆς ἀσθενήσασας μέ τήν παρακοή φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, διά τῆς ἐπιτευχθείσης κοινωνίας του πρός τό «ἀκήρατον» θεῖον, καί τήν θεραπεία καί σωτηρία αὐτῆς34. Σέ αὐτό, ἄλλωστε, τό γεγονός ἀποσκοποῦσε τό ὑπό τοῦ Θεοῦ ἐπινοηθέν καί ἐπιτελεσθέν ἔργο τῆς ὑπέρ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ Λόγου35. Εἶναι, βεβαίως, ἀναγκαῖο νά τονισθεῖ ὅτι κατά τήν σχετική διδασκαλία τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης διά τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου ἡ ἄτρεπτη θεία φύση του δέν ἀλλοιώθηκε οὔτε μεταβλήθηκε οὔτε ἐτράπη πρός τήν ταπεινή ἀνθρώπινη φύση36, ἐφόσον ὁ Τριαδικός Θεός ὑφίσταται ἀιδίως ὡς ὁ ὄντως ἀγαθός καί πηγή τῆς ἀγαθότητας καί διατελεῖ ὡς ἐκ τούτου ἀμετάθετος μέν ὡς πρός τό ἀγαθό37, μή ἐπιδεχόμενος δέ «τῆς κατὰ τροπὴν καὶ μεταβολὴν καὶ ἀλλοίωσιν κινήσεως»38.
Κατά τήν ἔκθεση καί διατύπωση τῆς διδασκαλίας του περί τοῦ φιλάνθρωπου γεγονότος τῆς ὑπό τοῦ Λόγου ἐνδύσεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καί περί τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο ἐν αὐτῷ φύσεων, ἀναφέρεται ὁ Γρηγόριος στήν ἀσύγχυτη ὕπαρξη καί ἐκδήλωση τῶν ἰδιωμάτων τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων καί στήν χρήση τῶν ἐμφαινόντων αὐτά ὀνομάτων καί προσηγοριῶν39, καθώς καί στήν μετάβαση καί ἀπόδοση αὐτῶν τῶν ἰδιωμάτων καί τῶν ἐκφραζόντων αὐτά ὀνομάτων στό ἕνα καί τό αὐτό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου. Κατά τήν διδόμενη αὐτή ἔννοια εἶναι δυνατόν κατά τόν Γρηγόριο νά ὁμολογεῖται καί νά πιστεύεται κατ' ἀσύγχυτον τρόπο40 ὡς «ἀπαθὴς ὁ Μονογενὴς Υἱὸς» καί ὡς «παθητὸς ὁ Χριστὸς»41, ἐφόσον «περὶ μὲν τὸ θεῖον ἡ ἀπάθεια» θεωρεῖται καί νοεῖται, «περὶ δὲ τὸ ἀνθρώπινον ἡ κατὰ τὸ πάθος οἰκονομία», καί δεδομένου ὅτι ἡ «ἀπάθεια» συνιστᾶ ἰδίωμα τῆς ἄκτιστης θείας φύσεως τοῦ Λόγου, ἐνῶ ἡ ἔννοια τοῦ ἀναφερόμενου γιά τόν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο, τόν Ἰησοῦ Χριστό, «πάθους» προσδιορίζει καί ἐκφράζει «ὁμωνύμως» τά ἀδιάβλητα φυσικά πάθη42 πού ἀνέλαβε διά τῆς σαρκώσεώς του, καί ὡς ἄνθρωπος, ὁ ἐνανθρωπήσας Λόγος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, καί τό κατά σάρκα πάθος αὐτοῦ43.
Μέ τήν ἀνάληψη, ἐξ ἄλλου, ἀπό τόν Θεό Λόγο διά τῆς σαρκώσεώς του τῶν προσιδιαζόντων στήν ἀνθρώπινη φύση ἰδιοτήτων, οἱ ὁποῖες συνιστοῦν κατά τήν σχετική διατύπωση τοῦ Γρηγορίου τά ἀπό τήν κτιστότητα καί φθαρτότητα τοῦ ἀνθρώπου προερχόμενα «πάθη»44 αὐτοῦ – τά φυσικά, δηλαδή, καί ἀδιάβλητα «πάθη» τῆς ἀνθρώπινης φύσεως –, ἀποδεικνύεται ἡ πρόσληψη ἀπό τόν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο τῆς ἐκ σώματος καί ψυχῆς ἀποτελούμενης ἀνθρώπινης φύσεως45. Ἀναδεικνύεται δέ, ἐκ παραλλήλου, ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί τό ἔργο τῆς θείας περί τοῦ ἀνθρώπου «οἰκονομίας» μέ τήν διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου ἔνδυση τοῦ «φθαρτοῦ» μέ τήν «ἀφθαρσίαν» καί τοῦ «θνητοῦ» μέ τήν «ἀθανασίαν»46.
Ἀποσκοπώντας ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης νά καταστήσει σαφές ὅτι κατά τήν συντέλεση τῆς ἑνώσεως τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης φύσεως στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου, προκειμένου διά τῆς ἀναλήψεως τοῦ «ταπεινοῦ» ἀπό τό «ὑψηλὸν» νά ἀνυψωθεῖ πρός τό «κρεῖττον» ἡ ὑποτελής στήν ἁμαρτία φύση τοῦ ἀνθρώπου47, ἡ ἄκτιστη φύση τῆς θεότητας παρέμεινε ἀφ’ ἑνός μέν «ἀναφὴς» καί ἀσύγχυτη μέ τήν ἀνακραθεῖσα μέ αὐτήν ἀνθρώπινη φύση48, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἄνευ ἀλλοιώσεως καί «τροπῆς» πρός τήν ὑπό κτιστότητας προσδιοριζόμενη ἀνθρώπινη φύση49, καί ὅτι κατά τήν «ἀνάκρασίν» της μέ τήν θεία φύση ἡ προσληφθεῖσα ἀπό τόν Λόγο ἀνθρώπινη φύση «μετεποιήθη» διά τῆς ἑνώσεώς της μέ τήν θεία φύση τοῦ Λόγου, χρησιμοποιεῖ ὡς ἐνδεικτικό καί χαρακτηριστικό ἀναλογικό παράδειγμα τήν φυσική συμπεριφορά τῆς «σταγόνος τοῦ ὄξους», ὅταν αὐτή προσμιχθεῖ «τῷ πελάγει»50. Ὅπως, δηλαδή, ἡ σταγόνα τοῦ ὄξους προσλαμβάνει καί ἀποκτᾶ κατά τήν πρόσμιξή της μέ τό θαλάσσιο ὕδωρ τά ποιοτικά γνωρίσματα καί χαρακτηριστικά αὐτοῦ καί «συμμεταποιεῖται τῇ θαλασσίᾳ ποιότητι», χωρίς βεβαίως αὐτό νά ἐπιφέρει μεταβολή στήν ποιοτική σύσταση τοῦ θαλάσσιου ὕδατος51, καθ' ὅμοιον ἀναλογικῶς τρόπο ὁ Θεός Λόγος προσέλαβε καί ἀνέλαβε τήν κτιστή ἀνθρώπινη φύση καί, χωρίς νά ὑποστεῖ κατά τήν θεία του φύση ἀλλοιωτική μεταβολή πρός τήν κτιστή φύση καί τά κτιστά ἰδιώματα, «μετεποίησε» πρός τήν ἀφθαρσία καί ἀθανασία τήν κτιστή καί θνητή ἀνθρώπινη φύση, ἐφόσον ἡ προσληφθεῖσα ἀπό τόν Θεό Λόγο ἀνθρώπινη φύση «ἀνελήφθη πρὸς τὸ ἐπικρατοῦν καὶ ὑπερέχον», δηλαδή πρός τήν θεία φύση τοῦ Λόγου, μέ τήν παράλληλη βεβαίως ἀνάδειξη τοῦ ἀσυγχύτου τῶν ἰδιωμάτων τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ἐν Χριστῷ52.
Αὐτήν ἀκριβῶς τήν κατ' ἀσύγχυτον καί ἀδιαίρετον τρόπο ἕνωση στό θεῖο πρόσωπο τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου τῆς ἄκτιστης θείας φύσεως καί τῆς κτιστῆς ἀνθρώπινης φύσεως ὑποδεικνύει ἐπιπροσθέτως κατά τόν Γρηγόριο ἡ ἀναφορά στόν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο τῶν προσωνυμιῶν τοῦ «Χριστοῦ» καί τοῦ «Κυρίου», οἱ ὁποῖες ἐμφαίνουν τήν ἐπιτέλεση ἀπό αὐτόν κατά σάρκα τοῦ ὑπέρ τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων ἀρχιερατικοῦ ἀξιώματος καί ἔργου53, καί τήν θεώρηση καί κατανόηση τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ ὡς τῆς ἐνούσιας καί ἐνυπόστατης «δυνάμεως» τοῦ Πατρός54 ἀντιστοίχως.



1 Βλ. Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 358,23-360,3 (=PG 45, 516D-517Β). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 1, W. Jaeger, GNO, τ.2, 21,2-7 (=PG 45, 581D). Ὅπ.π., 22,24-23,2. (=PG 45, 584D). Ὅπ.π., τόμος 2, 89,8-11 (=PG 45, 660Α). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 13, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 390,22-391,6 (=PG 44, 1056ΑΒ). Ὅπ.π., 384,16-18 (=PG 44, 1049Β). Βλ., σχετικῶς, καί Κ. Ἠ. Λ ι ά κ ο υ ρ α, Τό μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος, 112-125, ὅπου τό μνημονευόμενο χωρίο διασαφηνίζεται ὑπό τό πρίσμα τῆς ἐπιτελούμενης ἀπό τόν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας ἑρμηνευτικῆς προσεγγίσεως καί ἀποδόσεως. Σύμφωνα μέ τήν ἀπόδοση τῆς ἑρμηνευτικῆς αὐτῆς θεωρήσεως τοῦ Κυρίλλου, τό ἁγιογραφικό χωρίο Παροιμ. 8,22 «ἐνδείκνυται νά συνδεθεῖ καί νά συναφθεῖ κατ’ ἔννοιαν μέ τό ἐδάφιο τοῦ ἀκολουθοῦντος κεφαλαίου “ἡ σοφία ᾠκοδόμησεν ἑαυτῇ οἶκον” (=Παροιμ. 9,1)» καθώς καί μέ τήν «προσδιοριστική πρόταση», ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ(«ἀρχήν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ») καί «καθιστᾶ τό ρῆμα “ἔκτισε” συντακτικῶς καί ἐννοιολογικῶς συνδετικό, πράγμα τό ὁποῖο ἀφαιρεῖ ἀπό τό ὑπ’ ὄψη ρῆμα τήν παραγωγικήν ὑπαρκτική ἔννοια». Ὡς πρός τόν σημασιολογικό, ἑπομένως, προσδιορισμό τοῦ σχετικοῦ ἐδαφίου, «ὡς οἰκοδομημένος ὑπό τῆς σοφίας αὐτῆς οἶκος» νοεῖται ἡ «ἐν χρόνῳ λήψη τῆς κτιστῆς φύσεως» ἀπό τόν Θεό Λόγο, « προκειμένου ἔτσι νά καταστεῖ ὡς ἄνθρωπος ... “ἀρχὴ τῶν ὁδῶν τοῦ Κυρίου καὶ τῶν ἔργων αὐτοῦ”, ἤτοι τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, διά τῆς ἐργασίας καί τηρήσεως τῶν ὁποίων ... καθίσταται ἐπιτευκτή ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεόν, ἡ ἠθική του τελείωση καί ὁ ἐξαγιασμός του». Τονίζεται, ἐπίσης, κατά τήν ἀποτυπούμενη σχετική διδασκαλία τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας ὅτι «ὅσον ἀφορᾶ τά ὑπάρχοντα ὄντα καί τίς ὑφιστάμενες καταστάσεις» τό ρῆμα «κτίζω» «ἐνδείκνυται νά ἐκλαμβάνεται ὅτι ἀποδίδει τήν ἔννοια τῆς λήψεως κάποιας ἄλλης ἀρχῆς», πού καθίσταται «ταυτόσημη τῆς ἠθικῆς ἤ ποιοτικῆς μεταβολῆς ἤ μεταποιήσεως αὐτῶν».
2 Βλ., ἐνδεικτικῶς, Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 59,19-25 (=PG 45, 284CD). Ὅπ.π., 115,22-116,15 (=PG 45, 344CD). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 354,5-18 (=PG 45, 512ΒC). Ὅπ.π., 399,12-17 (=PG 45, 560C). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 1, W. Jaeger, GNO, τ.2, 26,1-6 (=PG 45, 588Β), ὅπου ὁ Γρηγόριος ἐπικαλεῖται τήν θεολογία τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, «τὴν πάντα τὰ κτισθέντα ἔργον εἶναι τοῦ Λόγου ὑμνήσασαν», ἡ ὁποία δέν θά ἦταν δυνατόν κατά τόν Γρηγόριο νά «νομισθῇ ἀληθὴς», στήν περίπτωση κατά τήν ὁποία «ὁ τὴν σοφίαν κτίσας μετ’ αὐτῆς καὶ τὰ ἄλλα πάντα πεποιηκέναι πιστεύοιτο». Ὅπ.π., τόμος 2, 61,14-19 (=PG 45, 628ΒC). Ὅπ.π., 87,8-12. 88,10-15 (=PG 45, 656D. 657ΒC). Ὅπ.π., 90,16-91,3 (=PG 45, 660D-661Α). Στό τελευταῖο αὐτό χωρίο ὁ Γρηγόριος χαρακτηρίζει τήν ἀπόδοση τῆς «τοῦ ποιήματος καὶ κτίσματος προσηγορίας» στήν ἄκτιστη ὑπόσταση τοῦ «πεποιηκότος τὰ πάντα» Θεοῦ Λόγου ὡς «κακουργίαν καὶ ἀπάτην καὶ φενακισμὸν».
3 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 72,16-21. 73,18-74,4. (=PG 45, 73D-76Β). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 221,21-25 (=PG 45, 1252Β). Ὅπ.π., 171,13-20 (=PG 45, 1180ΒC). Ἐπιστολὴ 4, G. Pasquali, GNO, τ.8,2, 29,24-30,7 (=PG 46, 1028ΒC). Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 248,13-26 (=PG 46, 656CD). Βλ., ἐπίσης, K. B a r t h, Dogmatik, τ.1,2, 57-60.
4 Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H. Musurillo, GNO, τ.7,1, 92,1-5 (=PG 44, 381Β). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 3, W. Jaeger, GNO, τ.2, 123,11-14 (=PG 45, 697Β). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 1, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 77,4-7 (=PG 44, 1193Β). Βλ., ἐπίσης, καί Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Γρηγόριος Νύσσης, 409. Μ. Φ α ρ ά ν τ ο υ, «Ἡ περί τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ διδασκαλία», Κοινωνία 24(1981), 510. Πρβλ. καί B. O t i s, «Gregory of Nyssa and the Cappadocian Conception of Time», StPatr 14(1976), 334-335. K. B a r t h, Dogmatik, τ.1,2, 35.
5 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 13, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 390,22-391,3 (=PG 44,1056ΑΒ). Ὁ Γρηγόριος κατά τόν τυπολογικό αὐτόν συσχετισμό ἀποκαλεῖ τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό Λόγο, ἐν ἀντιθέσει πρός τόν Ἀδάμ, τόν «πρῶτον ἄνθρωπον» πού «ἤνοιξε τῷ θανάτῳ τὴν εἴσοδον», ὡς «δεύτερον ἄνθρωπον», διά τοῦ ὁποίου «ἡ ζωή ἀντιεισάγεται, ἧς ἡ εἴσοδος ἀφανισμὸν τοῦ θανάτου ἐργάζεται» (Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 96,24-29 [=PG 44, 521Α]. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 160,27-29 [=PG 45, 1165Β]). Κατά συναφῆ τρόπο χαρακτηρίζεται ἑρμηνευτικῶς ἀπό τόν ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης ἡ διά τῆς ἐκ τῆς Θεοτόκου κατά σάρκα γεννήσεως ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου ὡς «δευτέρα θεοπλαστία», ἡ ὁποία, ὡς αἰτία ἀναδημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, συνδέεται μέ τήν ἰδιαίτερη δημιουργική θεία ἐνέργεια γιά τήν πλάση αὐτοῦ, πού ἀποτελεῖ κατά τόν ἱερό πατέρα τήν «πρώτην θεοπλαστίαν» (Βλ., σχετικῶς, Ε. Κ. Π ρ ι γ κ ι π ά κ η, Ἡ Θεοτόκος [Διδακτορική Διατριβή], 156).
6 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 48,21-24. (=PG 45, 52C). Ὁ τυπολογικός αὐτός συσχετισμός, πού ἔχει ὡς ἀφετηρία τήν ἁγιογραφική μαρτυρία Ρωμ. 5,12-19, καθίσταται προσφιλές θέμα τόσο τῆς πατερικῆς θεολογίας (Βλ.,ἐνδεικτικῶς, Κ υ- ρ ί λ λ ο υ Ἀ λ ε ξ α ν δ ρ ε ί α ς, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολὴν , PG 74, 785C. Ἰ ω ά ν ν ο υ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολὴν, PG 63, 38. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολὴν, PG 60, 475. Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α- μ α σ κ η ν ο ῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 108,46-51 [=PG 94, 984BC]. Ὅπ.π., 134,20-25 [=PG 94, 1029A]. Ὅπ.π., 163,17-21 [=PG 94, 1081C-1084A]), ὅσο καί τῆς ἑρμηνευτικῆς προσεγγίσεως καί ἀποτυπώσεως ἐκ μέρους τῶν νεωτέρων ἑρμηνευτῶν, ἐφόσον ἐνδεικτικῶς δύναται νά σημειωθεῖ ἡ ἀπόδοση στόν διά σαρκός «ἐπιδημήσαντα» Κύριο τοῦ προσδιοριστικοῦ γνωρίσματος τοῦ «ἐσχάτου Ἀδάμ» (Βλ. Β. Ἰ ω α ν ν ί δ ου, Ὁ Μυστικισμός τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, 64. J. D a n i é l o u, Approches du Christ, 82), τοῦ «νέου» (Π. Ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.2, 6, ὑποσ. 5. Ε. Μ α τ θ ο π ο ύ- λ ο υ, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολὴν, 100), καθώς καί τοῦ «δευτέρου Ἀδάμ» (Ἰ. Κ α ρ α β ι δ ο π ο ύ λ ο υ, Ἡ ἁμαρτία κατά τόν Ἀπόστολον Παῦλον, 78. Π. Ἀ ν δ ρ ι ο- π ο ύ λ ο υ, Ἡ περί ἁμαρτίας καί χάριτος, 60-61. J. D a n i é l o u, Le mystère de la mort, 137).
7 Βλ. Ἐγκώμιον εἰς τὸν ἅγιον πρωτομάρτυρα Στέφανον, O.Lendle, GNO, τ.10,1, 75,7-12 (=PG 46, 704Α). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 13, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 384,17-18 (=PG 44, 1049Β).
8 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 13, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 380,15-381,7 (=PG 44, 1045CD). Ὅπ.π., 387,19-21 (=PG 44, 1052D). Ὅπ.π., Λόγος 4, 125,19-20 καί 126,18-20 (=PG 44, 849ΒD). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 94,13-23 (=PG 44, 517C). Ὅπ.π., 124,16-24 (=PG 44, 552C). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 2, W. Jaeger, GNO, τ.2, 70,21-26 (=PG 45, 637C). Ὅπ.π., τόμος 3, 130,19-20 (=PG 45, 705Β). Ὅπ.π., τόμος 4, 135,26-136,1 (=PG 45, 712C). Ὅπ.π., 143,6-10 (=PG 45, 720CD). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 215,11-21 (=PG 45, 1244Α).
9 Βλ., ἐνδεικτικῶς, Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 1, W. Jaeger, GNO, τ.2, 22,24-23,14 (=PG 45, 584D-585Α). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 165,28-168,25 (=PG 45, 1172C-1176C). Ὅπ.π.,194,28-195,14 (=PG 45, 1213ΒC). Ὅπ.π., 206,27-207,28 (=PG 45, 1232ΑC). Ὅπ.π., 227,10-228,17 (=PG 45, 1260C-1261C). Πρὸς Θεόφιλον, Κατὰ Ἀπολιναριστῶν, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 125,11-126,3 (=PG 45, 1276ΑΒ).
10 Βλ., σχετικῶς, Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 386,9-14 (=PG 45, 545CD):«καὶ οὕτως οὐδὲν ἀφῆκε τῆς φύσεως ἡμῶν, ὅ οὐκ ἀνέλαβεν ὁ κατὰ πάντα πεπειραμένος καθ' ὁμοιότητα χωρὶς ἁμαρτίας. Ἡ δὲ ψυχὴ ἁμαρτία οὐκ ἔστιν, ἀλλὰ δεκτικὴ ἁμαρτίας ἐξ ἀβουλίας ἐγένετο. ἥν διὰ τοῦτο ἁγιάζει διὰ τῆς πρὸς ἑαυτὸν ἀνακράσεως, ἵνα τῇ ἀπαρχῇ ὅλον συναγιάσῃ τὸ φύραμα». Ὅπ.π., 312,1-20 (=PG 45, 465Α-468Α). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 213,9-13 (=PG 45, 1240C).
11 Βλ. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 141,7-14 (=PG 45, 1137C). Ὅπ.π., 144,24-145,7 (=PG 45, 1144ΑΒ). Ὅπ.π., 173,17-174,6 (=PG 45, 1181D-1184Α). Ὅπ.π., 185,18-21 (=PG 45, 1200C). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 386,15-19. 378,6-11. 388,2-8 (=PG 45, 545D. 548BD).
12 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 2, W. Jaeger, GNO, τ.2, 100,9-11 (=PG 45, 672Α). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 141,3-6 (=PG 45, 1137Β). Ὅπ.π., 145,24-146,5 (=PG 45, 1144D-1145Α). Ὅπ.π., 163,20-24 (=PG 45, 1169ΑΒ). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2,386,6-10 (=PG 45, 545C). Βλ. καί Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Ἱστορία Δογμάτων, τ.2, 462. Χαρακτηριστική, ἐξ ἄλλου, θεωρεῖται ἡ σχετική μέ τήν πρόσληψη ἀπό τόν Θεό Λόγο ὁλόκληρης τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ἔκφραση τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «τὸ γὰρ ἀπρόσληπτον, ἀθεράπευτον. ὅ δὲ ἥνωται τῷ Θεῷ, τοῦτο καὶ σώζεται», ἐφόσον «εἴ τις εἰς ἄνουν ἄνθρωπον ἤλπικεν, ἀνόητος ὄντως ἐστὶ καὶ οὐκ ἄξιος ὅλως σώζεσθαι» (Ἐπιστολὴ 101, P. Gallay, SC, τ.208, 50 [=PG 37, 181C-184A]).
13 Βλ. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 164,28-165,7 (=PG 45, 1172ΑΒ). Πρβλ. Β΄Κορ. 5,21. Ὅπ.π., 172,22-30 (=PG 45, 1181ΑΒ). Πρβλ. Β΄Κορ. 2,11. Ὅπ.π., 177,15-22 (=PG 45, 1188CD). Ὅπ.π., 185,7-13 (=PG 45, 1200Β).
14 Βλ. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 202,20-23. 203,23-29 (=PG 45, 1225ΑD). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 386,12-14 (=PG 45, 545D). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 1, W. Jaeger, GNO, τ.2, 35,7-16 (=PG 45, 597ΒC). Ὅπ.π., 37,16-21 (=PG 45, 600C). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 96,20-22 (=PG 45, 96D). Ὁμοίως καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος, προκειμένου νά καταδείξει τήν εἰρηνευτική καί σωτηριώδη ὑπέρ τοῦ ἀνθρώπου «μεσιτεία» τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος «μέσον ἑαυτὸν» ἐνέβαλε, χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο τῆς «καταλλαγῆς» (Βλ., ἐνδεικτικῶς, Ὁμιλία εἰς τὴν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, PG 50, 445. Κατὰ Ἰουδαίων, Λόγος 3, PG 48, 867. Ὑπόμνημα εἰς τήν Πρὸς Κολοσσαεῖς Ἐπιστολὴν, PG 62, 321). Βλ., σχετικῶς μέ τό θέμα αὐτό, καί N. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τ.3, 216, ὅπου ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρός «πραγμάτωση τοῦ καθ’ ὁμοίωσιν» συνιστᾶ πορεία «οἰκουμενική στά πλαίσια μιᾶς συμφιλιωτικῆς ἀνακεφαλαίωσης». Γ. Φ λ ω ρ ό φ σ κ υ, Θέματα ὀρθοδόξου θεολογίας, 33. Π. Ἀ ν δ ρ ι ο π ο ύ λ ο υ, Ἡ περί ἁμαρτίας καί χάριτος διδασκαλία, 120.
15 Βλ. Περὶ τελειότητος, W. Jaeger, GNO, τ.8,1, 206,1-9 (=PG 46, 280ΑΒ). Ἡ διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου περί τῆς ἑνότητας τῆς ἀνθρώπινης φύσεως συνιστᾶ προϋπόθεση τῆς σχετικῆς μέ τήν πρόσληψη ἀπό τόν Θεό Λόγο ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου «φυράματος» διδασκαλίας αὐτοῦ (Βλ., σχετικῶς, Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 48,21-24 [=PG 45, 52C]. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 226,20-26 [=PG 45, 1220AB]). Τό κοινόν καί ἡ ἑνότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ἀναδεικνύεται παραστατικῶς στήν διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ πατρός μέσῳ τῆς προβαλλόμενης εἰκόνας τοῦ ἀπολωλότος προβάτου, διά τῆς ὁποίας ἐπιτυγχάνεται ἡ ἀπεικόνιση τῆς ἐπιτευχθείσης σωτηρίας ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους, διά τῆς ὑπό τοῦ Χριστοῦ ἀναζητήσεως καί ἀναλήψεως τοῦ ἑνός αὐτοῦ ἀπολωλότος προβάτου (ὅπ.π. 151,30-152,22 [=PG 45, 1153AC]. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 2, P.Alexander, GNO, τ.5, 304,23-305,13 [=PG 44, 641ΒC]. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 10, W. Jaeger, GNO, τ.2, 293,16-23 [=PG 45, 889AB]).
16 Περί τοῦ ζητήματος τῆς ἀποδοχῆς καί διατυπώσεως ἀπό τόν Γρηγόριο τῆς ἀπόψεως γιά τόν ἀτομικό ἤ τόν καθολικό χαρακτήρα τῆς προσληφθείσης ἀπό τόν σαρκωθέντα Θεό Λόγο ἀνθρώπινης φύσεως, καί τῆς σχετικῆς μέ τό θέμα αὐτό προβληματικῆς, βλ. Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Γρηγόριος Νύσσης, 416. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Ἡ Σάρκωσις, 128-129. H. U. von B a l t h a s a r, Présence et pensée, 103.107. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Gregor von Nyssa, 30-31. W. V ö l k e r, Gregor von Nyssa als Mystiker, 51. L. M a l e v e z, «L’ église dans le Christ», RSR 25 (1935), 260.
17 Βλ., ἐνδεικτικῶς, Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 81C, ὅπου ὁ Γρηγόριος ὀνομάζει τόν Χριστό ὡς τόν «ἑαυτοῦ ἄνθρωπον». Βλ., ὁμοίως, Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 152,11-17 (=PG 45, 1153Β). Ὅπ.π., 153,17 (=PG 45, 1156Α). Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 248,23-24 (=PG 46, 656C). Βλ., ἐπίσης, Ἐγκώμιον εἰς τὸν ἅγιον Στέφανον τόν πρωτομάρτυρα, O.Lendle, GNO, τ.10,1, 100,5-6 (=PG 46, 725Β). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 97,21-98,1 (=PG 45, 97Β). Ὅπ.π., 78,9-11 (=PG 45, 80Β). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 160,24-25 (=PG 45, 1165Β). Περὶ τελειότητος, W. Jaeger, GNO, τ.8,1, 204,20-21 (=PG 46, 277C). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 3, W. Jaeger, GNO, τ.2, 126,5-6 (=PG 45, 700D).
18 Βλ., ἐνδεικτικῶς, περί τῆς ἀπόψεως αὐτῆς, Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 374,10-12 (=PG 45, 533Α). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 13, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 381,19-22 (=PG 44, 1048Α). Ὅπ.π., Λόγος 14, 427,21-22 (=PG 44, 1085Β). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 151,19-20 (=PG 45, 1152C). Πρὸς Θεόφιλον, Κατὰ Ἀπολιναριστῶν, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 126,17-18 (=PG 45, 1276C). Περὶ τελειότητος, W. Jaeger, GNO, τ.8,1, 206,9 (=PG 46, 280Β).
19 Βλ. Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 374,16-17 (=PG 45, 533Α). Περὶ τελειότητος, W. Jaeger, GNO, τ.8,1, 205,19-21 (=PG 46, 280Α). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 7, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 201,13-14 (=PG 44, 1048Α). Βλ. καί Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Ἡ Σάρκωσις, 129-130, ἀπό τόν ὁποῖο ἀναφέρονται οἱ φιλοσοφικές προϋποθέσεις περί διακρίσεως τῶν ἀρχῶν τῆς οὐσίας καί τῆς ὑπάρξεως, βάσει τῶν ὁποίων ὁ ἱερός πατήρ ἀναπτύσσει τήν σχετική διδασκαλία.
20 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 8, P.Alexander,GNO, τ.5, 419,9-13 (=PG 44, 736Β). Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 181Β. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H. Musurillo, GNO, τ.7,1, 91,14-20 (=PG 44, 381ΑΒ).
21 Βλ. Περὶ τελειότητος, W. Jaeger, GNO, τ.8,1, 204,17-205,4 (=PG 46, 277CD). Στό σημεῖο αὐτό ὁ Γρηγόριος ἐπικαλεῖται τό ἁγιογραφικό χωρίο Α΄Πέτρ. 2,22.
22 Βλ. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 165,7-25 (=PG 45, 1172ΒC). Ὅπ.π., 167,2-10 (=PG 45, 1173C). Ἐπιστολὴ 3, G. Pasquali, GNO, τ.8,2, 23,27-31 (=PG 46, 1020C). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 68,1-3 (=PG 45, 69C). Ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀναφερόμενος στά φυσικά καί ἀδιάβλητα πάθη τοῦ ἀνθρώπου πού ἀνέλαβε ὁ Χριστός τονίζει ὅτι αὐτά «ἦσαν κατὰ φύσιν καὶ ὑπὲρ φύσιν ἐν αὐτῷ». Ἑρμηνεύοντας δέ τήν τελευταία αὐτή θεολογική ἄποψη ἐπισημαίνει ὅτι «κατὰ φύσιν μὲν γὰρ ἐκινεῖτο (τὰ φυσικὰ ἡμῶν πάθη) ἐν αὐτῷ ὅτε παρεχώρει τῇ σαρκὶ πάσχειν τὰ ἴδια. ὑπὲρ φύσιν δὲ, οὐ γὰρ προηγεῖτο ἐν τῷ Κυρίῳ τῆς θελήσεως τὰ φυσικὰ» (Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 163,23-25 [=PG 94, 1084Α]).
23 Βλ. Ἐπιστολὴ 3, G. Pasquali, GNO, τ.8,2, 24,14-19. 24,24-25,4 (=PG 46, 1020D.1021Α). Περὶ τελειότητος, W. Jaeger, GNO, τ.8,1, 195,9-13 (=PG 46, 272Α). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 386,10-11 (=PG 45, 545C). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 4, W. Jaeger, GNO, τ.2, 145,13-146,18 (=PG 45, 724ΑC). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 42,5-8 (=PG 45, 45ΒC). Ὅπ.π., 45,11-21 (=PG 45, 49Α). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 7, P.Alexander,GNO, τ.5, 402,3-9 (=PG 44, 721Α). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 114,1-3 (=PG 44, 1236D-1237Α). Εἰς τὸ, τότε καὶ αὐτὸς ὁ Υἱὸς, J.K.Downing, GNO, τ.3,2, 7,23-8,1 (=PG 44, 1308Β). Περί τῆς θεωρήσεως καί κατανοήσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς τοῦ μόνου ἀπαλλαγμένου τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, λόγῳ τῆς ὑπερφυσικῆς κατά σάρκα γεννήσεώς του ἐκ τῆς Θεοτόκου διά Πνεύματος Ἁγίου καί λόγῳ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο ἐν αὐτῷ φύσεων, βλ., ἐνδεικτικῶς, Ν. Γ. Ξ ε ξ ά κ η, Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 224. Χ. Ἀ ν δ ρ ο ύ τ σ ο υ, Δογματική, 173. Π. Ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.2, 135-140.
Ἄς σημειωθεῖ ὅτι κατά τήν διατυπωμένη διδασκαλία τῶν Πατέρων περί τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, τήν ὁποία συνοψίζει ἑρμηνευτικῶς ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 109,16-19 [=PG 94, 985B]), ἡ Θεοτόκος δέν ἦταν ἀπαλλαγμένη τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἀπό τό ὁποῖο ἀπαλλάχθηκε μετά τήν ἐκδηλωθεῖσα συγκατάθεσή της στήν ὑπό τοῦ ἀγγέλου ἀναγγελθεῖσα σέ αὐτήν ἐπιτέλεση τοῦ ἔργου τῆς θείας οἰκονομίας, καθόσον «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπῆλθεν ἐπ’ αὐτὴν... καθαῖρον αὐτὴν». Σχετικῶς τόσο μέ τό θέμα αὐτό ὅσο καί μέ τήν ἀποτυπωμένη ἀντίθετη ἄποψη τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, βλ. Π. Ν. Τ ρ ε- μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 559-561. Ἰ. Ν. Κ α ρ μ ί ρ η, Σύνοψις Δογματικῆς Διδασκαλίας, 550. Ν. Γ. Ξ ε ξ ά κ η, Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 224. N. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τ.2, 293-298. Βλ., ὡσαύτως, Ν. Χ. Ἰ ω α ν ν ί δ η, Ὁ Ἰωσήφ Βρυέννιος, 276-277, ὅπου ἐκτίθεται ἡ θεολογική ἄποψη τοῦ Ἰωσήφ Βρυεννίου περί τῆς ἐξασφαλίσεως τοῦ ἀναλλοιώτου καί ἀτρέπτου τῆς θεότητας στό θεῖο πρόσωπο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί διά τῆς ὑπερφυσικῆς κατά σάρκα συλλήψεως αὐτοῦ ἀπό τήν Παρθένο Μαρία. Ε. Κ. Π ρ ι γ κ ι π ά κ η, Ἡ Θεοτόκος (Διδακτορική Διατριβή), 168 , ἀπό τόν ὁποῖο διατυπώνεται ἡ σχετική μέ τό θέμα αὐτό διδασκαλία τοῦ Ἀνδρέου Κρήτης. Ἀ. Σ π ο υ ρ λ ά κ ο υ – Ε ὐ τ υ χ ι ά δ ο υ, Ἡ Παναγία Θεοτόκος, 27-29. 33-35. 53-58. 133-157.
24 Βλ. Ἐπιστολὴ 3, G. Pasquali, GNO, τ.8,2, 24,19-24 (=PG 46, 1020D-1021Α). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 8, P.Alexander, GNO, τ.5, 426,8-15 (=PG 44, 741Β). Ὅπ.π., Λόγος 2, 301,20-22 (=PG 44, 637D-640A). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 4, W. Jaeger, GNO, τ.2, 145,1-2 (=PG 45, 721C). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 47,4-7 (=PG 45, 49D).
25 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 7, P.Alexander, GNO, τ.5, 407,8-9 (=PG 44, 725Β). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 56,6-8 (=PG 44, 797Α). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 71,3-10 (=PG 45, 73ΑB).
26 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 41,14-18. 42,20-22 (=PG 45, 45ΑD). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 2, W. Jaeger, GNO, τ.2, 60,16-28 (=PG 45, 625D-628A). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 335,17-21 (=PG 45, 492BC). Ὅπ.π., 387,13-16 (=PG 45, 548B). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 387,21-390,7 (=PG 44, 1052D-1053D). Πρὸς Συμπλίκιον, Περὶ πίστεως, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 63,23-24 (=PG 45, 140Α). Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H. Musurillo, GNO, τ.7,1, 108,21-109,7 (=PG 44, 397BC). Ὅπ.π., 39,17-20 (=PG 44, 332D). Στό τελευταῖο χωρίο ὁ ἱερός πατήρ συσχετίζει «τὸ κατὰ τὴν Παρθένον μυστήριον» μέ τό γεγονός τῆς φλεγομένης ἀλλά μή κατακαιομένης βάτου, τό ὁποῖο καταγράφεται στό Βιβλίο τῆς Ἐξόδου (3,2-4), ἐφόσον τό «τῆς θεότητος φῶς ἐπιλάμψαν τῷ ἀνθρωπίνῳ βίῳ διὰ γεννήσεως, ἀδιάφθορον ἐφύλαξε τὴν ἐξάψασαν θάμνον, τοῦ βλαστοῦ τῆς παρθενίας μὴ μεταμαρανθέντος τῷ τόκῳ».
27 Βλ. Περὶ τελειότητος, W. Jaeger, GNO, τ.8,1, 195,9-13 (=PG 46, 272Α):«καὶ γὰρ ἡ πρωτότυπος ἐκείνη τοῦ ἀοράτου Θεοῦ εἰκὼν, ἡ διὰ τῆς Παρθένου ἐπιδημήσασα, ἐπειράθη μὲν κατὰ πάντα καθ' ὁμοιότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, μόνης δὲ οὐ συμπαρεδέξατο τῆς ἁμαρτίας τὴν πεῖραν. “Ὅς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησε, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ”». Ἐπιστολὴ 3, G. Pasquali, GNO, τ.8,2, 24,24-28 (=PG 46, 1021Α):«ὁ οὖν τὴν φύσιν ἡμῶν πρὸς τὴν θείαν δύναμιν μεταστοιχειώσας ἄπηρον αὐτὴν καὶ ἄνοσον ἐν ἑαυτῷ διεσώσατο, τὴν ἐξ ἁμαρτίας γινομένην τῇ προαιρέσει πήρωσιν οὐ προσδεξάμενος». Εἰς τὸ, τότε καὶ αὐτὸς ὁ Υἱὸς, J.K.Downing, GNO, τ.3,2, 8,10-13 (=PG 44, 1308C):«ὁ δὲ ἀεὶ τέλειος ὤν ἐν παντὶ ἀγαθῷ καὶ μήτε προκοπὴν μήτε μείωσιν δυνάμενος ἐφ' ἑαυτοῦ καταδέξασθαι διὰ τὸ ἀπροσδεὲς τῆς φύσεως αὐτοῦ καὶ ἀμείωτον...». Βλ., ἐπίσης, σχετικῶς μέ τό θέμα αὐτό, N. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τ.3, 252. Βλ. καί Μ α ξ ί μ ο υ Ὁ μ ο λ ο γ η τ ο ῦ, Πρὸς Θαλάσσιον, C. Laga-C. Steel, CCSG, τ.7, 129,36-62 (=PG 90, 312ΒC).
28 Βλ. Εἰς τὸ, τότε καὶ αὐτὸς ὁ Υἱὸς, J.K.Downing, GNO, τ.3,2, 22,7-14 (=PG 44, 1320D).
29 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 3, W. Jaeger, GNO, τ.2, 130,14-24 (=PG 45, 705Β). Ὅπ.π., 131,17-132,7 (=PG 45, 705D-708A). Ὅπ.π., 125,28-126,14 (=PG 45, 700CD). Ἐπιστολὴ 3, G. Pasquali, GNO, τ.8,2, 25,7-16 (=PG 46, 1021ΒC). Βλ., σχετικῶς μέ τίς ἀπόψεις αὐτές καί Σ. Π α π α δ ο π ο ύ λ ο υ, Πατρολογία Β΄, 602-603. Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Γρηγόριος Νύσσης, 420.
30 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 3, W. Jaeger, GNO, τ.2, 130,11-131,7 (=PG 45, 705ΑC). Ὅπ.π., τόμος 4, 136,10-24 (=PG 45, 712D-713Α). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 156,14-23 (=PG 45, 1160Α).
31 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 9, W. Jaeger, GNO, τ.2, 279,4-7 (=PG 45, 872BD). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 1, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 84,3-6 (=PG 44, 1201Β). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 160,27-161,2 (=PG 45, 1165Β).
32 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 3, W. Jaeger, GNO, τ.2, 131,7-16 (=PG 45, 705CD). Ὅπ.π., τόμος 9, 278,3-279,9 (=PG 45, 872D). Ὅπ.π., τόμος 10, 300,15-27 (=PG 45, 897ΑΒ). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 387,18-20 (=PG 45, 548C). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 160,21-26 (=PG 45, 1165ΑΒ). Πρβλ. καί Ἐπιστολὴ 3, G. Pasquali, GNO, τ.8,2, 26,12-15 (=PG 46, 1024Α). Εἶναι προφανές ὅτι μέ ὅσα ἀναφέρει ἐν προκειμένῳ ὁ Γρηγόριος ὑποδεικνύει σαφῶς τήν διδασκαλία περί τῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων τῶν δύο φύσεων, θείας καί ἀνθρώπινης, στό ἕνα καί τό αὐτό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, ὡς συνέπεια τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων.
33 Βλ. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 143,24-32 (=PG 45, 1141ΒC). Πρβλ. καί Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρἰτου λόγου, τόμος 10, W. Jaeger, GNO, τ.2, 290,11-20 (=PG 45, 885C).
34 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 4, W. Jaeger, GNO, τ.2, 138,18-23 (=PG 45, 716Α).
35 Βλ. Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 385,6-25 (=PG 45, 545ΑC). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 9, W. Jaeger, GNO, τ.2, 278,3-279,9 (=PG 45, 872BD), ὅπου ὁ Γρηγόριος ὑποδεικνύει τό γεγονός τῆς «κατὰ ἄνθρωπον οἰκονομίας» τοῦ Λόγου ὡς ἑρμηνευτική προϋπόθεση τῆς προφητικῆς ρήσεως περί τοῦ «μεγάλης βουλῆς ἀγγέλου» (=Ἡσ.9,5).
36 Βλ. Πρὸς Θεόφιλον, Κατὰ Ἀπολιναριστῶν, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 125,11-17 (=PG 45, 1276Α). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 4, W. Jaeger, GNO, τ.2, 142,29-143,1 (=PG 45, 720C).
37 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 45,27-46,2 (=PG 44, 457D). Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 34,12-14 (=PG 46, 504B). Εἰς τὸ, τότε καὶ αὐτὸς ὁ Υἱὸς, J.K.Downing, GNO, τ.3,2, 7,7-14 (=PG 44, 1308A). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 54,4-7 (=PG 45, 57ΑΒ).
38 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 24,1-3 (=PG 45, 28C). Πρὸς τοὺς Ἕλληνας ἀπὸ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, F.Mueller, GNO, τ,3,1, 24,22-26 (=PG 45, 180B).
39 Βλ. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 216,21-217,5 (=PG 45, 1244D-1245A). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 4, W. Jaeger, GNO, τ.2, 136,1-24 (=PG 45, 712C-713Α).
40 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 3, W. Jaeger, GNO, τ.2, 130,11-19 (=PG 45, 705ΑΒ). Ὅπ.π., τόμος 2, 55,4-5. 13-19 (=PG 45, 620D. 621Α).
41 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 4, W. Jaeger, GNO, τ.2, 138,18-140,8 (=PG 45, 716Α-717Α). Πρὸς Συμπλίκιον, Περὶ πίστεως, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 63,14-21 (=PG 45, 140Α). Βλ., σχετικῶς μέ τήν ἐκτιθέμενη αὐτή ἄποψη, καί N. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τ.2, 277-280. τ.3, 250-251.
42 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 4, W. Jaeger, GNO, τ.2, 145,1-12 (=PG 45, 721CD). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 46,6-12 (=PG 45, 49ΒC). Ὅπ.π, 47,11-48,2 (=PG 45, 52Α). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 388,24-389,1 (=PG 45, 549Α). Εἰς τὸ, τότε καὶ αὐτὸς ὁ Υἱὸς, J.K.Downing, GNO, τ.3,2, 8,1-10 (=PG 44, 1308BC). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 116,7-19 (=PG 44, 1240BC). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 161,13-19 (=PG 45, 1165CD).
43 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 7, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 242,16-18 καί 243,2-3 (=PG 44, 940Α), ὅπου ὁ Γρηγόριος ἀναφέρεται στό χωρίο ᾌσμ. ᾈσμ. 4,6. Βλ., ὡσαύτως, Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 5, P.Alexander, GNO, τ.5, 365,11-13 (=PG 44, 689C). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 42,18-43,2 (=PG 45, 45CD). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 178,4-8 (=PG 45, 1189ΑΒ). Ὅπ.π., 218,11-12 (=PG 45, 1248Α).
44 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 46,3-4 (=PG 45, 49Β). Πρβλ. καί Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 114,3-8 (=PG 44, 1237Α).
45 Βλ. Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 389,1-4 (=PG 45, 549ΑΒ).
46Βλ. Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 387,13-25 (=PG 45, 548ΒC). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 7, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 243,10-21 (=PG 44, 940Β). Ὅπ.π., Λόγος 8, 249,19-250,7 (=PG 44,944C). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 4, W. Jaeger, GNO, τ.2, 142,15-21 (=PG 45, 720Β).
47 Βλ. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 161,9-13. 161,22-162,2 (=PG 45, 1165C. 1168Α). Ὅπ.π., 223,6-10 (=PG 45, 1253Β).
48 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 10, W. Jaeger, GNO, τ.2, 291,4-14 (=PG 45, 885D-888A).
49 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 4, W. Jaeger, GNO, τ.2, 143,10-15. 144,5-9 (=PG 45, 720D. 721ΑΒ). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 222,25-223,5 (=PG 45, 1253ΑΒ). Ἐπιστολὴ 3, G. Pasquali, GNO, τ.8,2, 23,14-21 (=PG 46, 1020Β). Πρὸς Θεόφιλον, Κατὰ Ἀπολιναριστῶν, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 125,11-15 (=PG 45, 1276Α). Πρβλ. καί ὅπ.π., 213,17-20 (=PG 45, 1240C).
50 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 3, W. Jaeger, GNO, τ.2, 132,27-133,4 (=PG 45, 708C).
51 Βλ. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 201,10-12 (=PG 45, 1221D-1224Α).
52 Βλ. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 201,12-24 (=PG 45, 1224Α). Πρὸς Θεόφιλον, Κατὰ Ἀπολιναριστῶν, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 126,17-127,4 (=PG 45, 1276CD). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 3, W. Jaeger, GNO, τ.2, 130,14-18 (=PG 45, 705Β). Ὅπ.π., 133,5-11. (=PG 45, 708CD). Πρβλ. καί ὅπ.π., 131,19-132,7 (=PG 45, 705D-708Α), ὅπου ὁ Γρηγόριος κάνει χρήση τοῦ παραδείγματος τῶν στοιχείων τοῦ «ἀέρος», τό ὁποῖο «ἀνατρέχει ἐπὶ τὸ συγγενὲς», καί τοῦ «ὕδατος», πού «πολλάκις τῇ ἀναδρομῇ τοῦ πνεύματος συνεπαίρεται», προκειμένου νά ἀποδείξει τήν συνέπαρση «ὑπὸ τῆς θεϊκῆς ἀθανασίας» τῆς σαρκός, τῆς «ἀπὸ τῆς φθορᾶς συνανωσθείσης ἐπὶ τὸ ἄφθαρτον».
Σχετικῶς μέ τά ἀνωτέρω χωρία πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Ἠ. Μουτσούλας ἐκθέτει τήν ἄποψη ὅτι ἀναφέρονται στήν «μετά τόν λυτρωτικόν θάνατον καί τήν ἀνάστασιν θέωσιν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος τοῦ Κυρίου». Πρός ἐπίρρωση δέ τοῦ ἑρμηνευτικοῦ αὐτοῦ ἰσχυρισμοῦ γίνεται ἀναφορά στό ἁγιογραφικό χωρίο Β΄Κορ. 5,4, τό ὁποῖο ὁ Γρηγόριος χρησιμοποιεῖ (Βλ. Πρὸς Θεόφιλον, Κατὰ Ἀπολιναριστῶν, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 125,22-126,11 [=PG 45, 1276CD]) καί τό ὁποῖο ἀναφέρεται στό ληφθέν σῶμα τῶν δικαίων, στήν μετά τόν θάνατο ζωή (Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Γρηγόριος Νύσσης, 421. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Ἡ Σάρκωσις, 146).
Ὅπως ἔχει σχετικῶς ἐπισημανθεῖ (Βλ. Σ. Π α π α δ ο π ο ύ λ ο υ, Πατρολογία Β΄, 603), ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης μέ τήν μετά ἀπό θεολογική τεκμηρίωση ἀποτυπωμένη καί δογματικῶς ἀσφαλῆ διδασκαλία του «προετοίμασε» κατά τρόπον οὐσιαστικό «τήν ὁριστική λύση, πού ἔδωσε» στό Χριστολογικό ζήτημα «ἡ Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδος(451)» , ἡ ὁποία χρησιμοποίησε γιά τήν δογματική ἑρμηνευτική διατύπωση τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων «στήν ἐπιρρηματική τους μορφή τούς ὅρους τοῦ Γρηγορίου “ἀσύγχυτος”, “ἄτρεπτος” καί “ἀδιαίρετος”» (Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 3, W.Jaeger GNO, τ.2, 130,14-18 [=PG 45, 705B]. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, W.Jaeger, GNO, τ.3,1, 154,6-7 [=PG 45, 1156C]. Ὅπ.π., 160, 11-12 [=PG 45, 1165A]).
Σχετικῶς μέ τό ὑπ΄ ὄψη θέμα βλ. καί, Σ. Π α π α δ ο π ο ύ λ ο υ, Πνεῦμα καί Λόγος, 18. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, «Γρηγόριος Νύσσης», ΕΕΘΣΠΑ 26(1984), 205-206. Τ ο ῦ ἰ δ ί- ο υ, Πατρολογία Β΄, 602-603. Κ. Ἠ. Λ ι ά κ ο υ ρ α, Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας Κατὰ τῶν Νεστορίου δυσφημιῶν, 36, ὑποσ.8. Η. U. von B a l t h a s a r, Présence et pensée, 103. J. R. B o u c h e t, “Le vocabulaire”, RThom 68 (1968), 533-538.
53 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 4, W. Jaeger, GNO, τ.2, 140,13-141,1 (=PG 45, 717ΑΒ), κατά τό Ἑβρ, 3,1. Πρβλ. καί Ἐπιστολὴ 3, G. Pasquali, GNO, τ.8,2, 23,21-24,3 (=PG 46, 1020ΒC). Βλ., ἐπίσης, N. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τ.3, 255.
54 Βλ. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 225,21-27 (=PG 45, 1257ΒC). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 4, W. Jaeger, GNO, τ.2, 146,20-147,14 (=PG 45, 724C-725A). Ὅπ.π., τόμος 5, 170,23-171,4 (=PG 45, 749D). Κατὰ Μακεδονιανῶν τῶν Πνευματομάχων, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 102,11-103,7 (=PG 45, 1320C-1321A). Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 230,18-21 (=PG 45, 913D). Πρβλ. καί Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 126,11-15 (=PG 45, 356Β). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 5, W. Jaeger, GNO, τ.2, 177,16-23 (=PG 45, 757C).