ΕΠΙΜΕΤΡΟ


Η ΕΚ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΟΗΣ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΔΙΑ ΤΗΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΘΕΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ


1. Τό μυστήριο τῆς φιλάνθρωπης κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ Λόγου.

Τό γεγονός τῆς τραγωδίας τῆς διά τῆς παραβάσεως πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου συνιστᾶ οὐσιῶδες σημεῖο τῆς ἀνθρωπολογικῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, ὅπως ἀκριβῶς ἀποδεικνύεται ἀπό τήν ἐπιτελεσθεῖσα ἀπό τόν ἱερό πατέρα ἑρμηνευτική ἐπεξεργασία καί ἀποτύπωση τοῦ σχετικοῦ θέματος. Ἡ κατανόηση τῶν ἐπαχθῶν συνεπειῶν τῆς συντελεσθείσης «ἀρχαίας» παραβάσεως καί τῆς συνακόλουθης πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου, πού ἐπέφεραν τήν παρατηρούμενη ὀδυνηρή κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου λόγῳ τῆς ἀχρειωθείσης φύσεώς του, ἦταν ἑπόμενο νά προκαλέσει τό ζωηρό ἀνθρωπολογικό ἑρμηνευτικό ἐνδιαφέρον τοῦ Γρηγορίου γιά τήν ἀνάδειξη τῶν σωτηριωδῶν ἐκείνων προϋποθέσεων τῆς ἄρσεως τῶν μνημονευθεισῶν συνεπειῶν τῆς παρακοῆς τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἐπανόδου του στήν «ἀρχαίαν» μακαριότητα. Τό ἐκδηλούμενο αὐτό ἑρμηνευτικό ἐνδιαφέρον τοῦ ἱεροῦ πατρός στρέφεται ἀποκλειστικῶς στόν τονισμό τῆς «διὰ σαρκὸς ἐπιδημίας» τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου, ὡς τοῦ μοναδικοῦ τρόπου ἄρσεως τῶν συνεπειῶν τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου καί ἰάσεως καί ἀποκαταστάσεως τῆς ἀχρειωθείσης διά τῆς «ἀρχαίας» παραβάσεως φύσεώς του καί ἐπιτεύξεως τῆς σωτηρίας του.
Ὅπως συνάγεται ἀπό τήν σχετική διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου, καθίσταται προφανές ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης, χωρίς φυσικά νά ὑπεισέρχεται σέ νοησιαρχική ἀναζήτηση καί προβολή κινήτρων τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, προβαίνει σέ ἐκ σωτηριολογικῆς ἐπόψεως συσχετισμό καί σύνδεση τοῦ «μεγάλου τῆς εὐσεβείας μυστηρίου» τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου μέ τήν ἐκ τῆς παρακοῆς προκύψασα πτώση τοῦ ἀνθρώπου, δεδομένου ὅτι αὐτό τό μυστήριο τῆς «καταβάσεως τοῦ θείου πρὸς τὴν ταπεινότητα» τοῦ ἀνθρώπου συνιστᾶ κατά τόν ἱερό πατέρα τήν ἐπιτέλεση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου1.
Κατά τήν σωτηριολογικῶς νοούμενη σύνδεση αὐτή τῆς ἐκ φιλανθρωπίας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἐπιτελέσεως τῆς κατά σάρκα «ἐπιδημίας» τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου καί τῆς διά τῆς παρακοῆς συντελεσθείσης πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου, διακηρύσσεται ἀπό τόν Γρηγόριο ὅτι αἰτία ἀλλά καί σκοπός αὐτῆς τῆς διά σαρκός «ἐπιδημίας» καί «καταβάσεως» τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου εἶναι ἀναμφιβόλως καί ἀναντιρρήτως ἡ σωτηρία τοῦ διά τῆς παρακοῆς πεσόντος ἀνθρώπου. Ἐνδεικτική τυγχάνει ἐν προκειμένῳ ἡ παράθεση μαρτυριῶν ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης, στίς ὁποῖες προβάλλεται ἡ ἀντίληψη αὐτή2. Ἡ σωτηριολογικῶς νοούμενη αὐτή ἀναγκαιότητα τῆς διά σαρκός «ἐπιδημίας» τοῦ Κυρίου3 τεκμαίρεται καί ἀναδεικνύεται κατά τόν ἱερό πατέρα σαφῶς ἀπό τό εἶδος τῆς ἀσθένειας τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, πού ἐπῆλθε σέ αὐτόν ἀπό τήν ἔκπτωσή του ἀπό τήν οὐράνια κληρονομία καί μακαριότητα, ἀπό τήν ὁποία ἔκτοτε τό γένος τῶν ἀνθρώπων νοσεῖ4. Τό κράτος τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου, ἡ δυσμενής κατάσταση τῶν ὁποίων ἐνέσκηψε διά τοῦ πρώτου ἀνθρώπου σέ ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος καί κατέστη ἔτσι πανδημία ταλανίζουσα τόν ἐπί τῆς γῆς ἀνθρώπινο βίο, παρέχει στόν ἐπίσκοπο Νύσσης τήν αἰτιολογία, προκειμένου νά ἐκληφθεῖ ὁ τρόπος τῆς πραγματοποιήσεως τοῦ πρός τόν ἄνθρωπο ἔργου αὐτοῦ τῆς θείας οἰκονομίας διά τοῦ κατά σάρκα μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ ὡς ὁ πλέον πρόσφορος γιά τόν ἀφανισμό τοῦ θανάτου καί γιά τήν σωτηρία καί τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου5.
Κατά τήν ἐπιτέλεση τοῦ διά τῆς κατά σάρκα «ἐπιδημίας» τοῦ Λόγου ἔργου τῆς θείας οἰκονομίας, πού συνιστᾶ τήν «κατὰ τὸν ἄνθρωπον τοῦ Κυρίου οἰκονομίαν»6 καί πού ἀποτελεῖ τόν καταλληλότερο τρόπο ἐπιτελέσεως τῆς ἀναχαιτίσεως τῆς συνεχοῦς καί ὁλονέν αὐξανόμενης πορείας τοῦ κακοῦ στόν κόσμο καί κυριαρχίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο, ἐκδήλωσε τήν «συγκατάβασίν» του εὐεργετικῶς ὁ Θεός πρός τήν ἀσθένεια τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου διά τῶν θείων του ἐνεργειῶν, εἰδικότερα δέ διά τῆς ἐπιδείξεως πρός τόν ἄνθρωπο τῶν φυσικῶν του ἰδιωμάτων τοῦ «ἀγαθοῦ», τοῦ «σοφοῦ», τοῦ «δικαίου», τοῦ «δυνατοῦ», τοῦ «τῆς φθορᾶς ἀνεπιδέκτου»7, προκειμένου νά πραγματωθεῖ ἡ ἀποκατάσταση τοῦ συντετριμμένου ἀπό τήν ἁμαρτία, τά πάθη καί τόν θάνατο ἀνθρώπου καί νά συντελεσθεῖ ἔτσι ἡ ἐπάνοδός του στό προπτωτικό του κάλλος καί στήν πρώτη του μακαριότητα.
Στό πλαίσιο τῆς ἀναδείξεως τοῦ κατά τήν προαιώνια βουλή τοῦ Θεοῦ ἔργου τῆς κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου καί τῆς σωτηριολογικῆς συνδέσεως αὐτῆς μέ τήν διά τῆς παρακοῆς συντελεσθεῖσα πτώση τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἄρση τῶν συνεπειῶν της, τονίζεται ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης ὅτι κατά τήν διά τοῦ ἔργου τῆς θείας πρός τόν ἄνθρωπο «οἰκονομίας» ἀνάκληση αὐτοῦ πρός τήν πρώτη του μακαριότητα ἔπρεπε νά ἀσκηθεῖ ἡ φιλανθρωπία καί ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Συγκεκριμένως, ἐπισημαίνεται ἀπό τόν Γρηγόριο ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος μέ τήν αὐτεξούσια ἐπιλογή του νά προβεῖ στήν παρακοή τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ περιῆλθε κατ' ὀδυνηρόν τρόπο ὑπό τήν κυριαρχία τοῦ διαβόλου καί τῆς ἁμαρτίας καί τῶν παθῶν, θά μποροῦσε φυσικά νά εἶχε ἐπιτελεσθεῖ καί δι' ἄλλης ὁδοῦ ἤ τρόπου, ὅπως ἐπί παραδείγματι διά τῆς ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ ἐκδηλώσεως τοῦ βουλήματός του ἤ δι' «αὐθεντικῆς τινος ἐξουσίας». Παρά ταῦτα – σημειώνει ὁ Γρηγόριος – τό πρός τήν λύτρωση καί σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀφορῶν ἔργο τῆς θείας «οἰκονομίας» ἔπρεπε νά γίνει κατά τέτοιον τρόπο ὥστε νά φανερώνεται ἡ φιλανθρωπία καί ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καί νά μήν θεωρεῖται ἀντίθετο πρός τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου8.
Τονίζεται, ἐπίσης, ἀπό τόν Γρηγόριο, σέ συνάφεια μέ τά προηγουμένως λεχθέντα, ὅτι ἡ κατά τό ἔργο τῆς θείας πρός τόν ἄνθρωπο «οἰκονομίας» ἀσκηθεῖσα δικαιοσύνη αὐτή τοῦ Θεοῦ ἀφορᾶ ἐκτός τῶν ἄλλων καί καταδεικνύει τήν διά τοῦ ἁγιογραφικῶς μαρτυρούμενου «λύτρου» προσφορά ἀνταλλάγματος πρός τόν ἐχθρό τοῦ ἀνθρώπινου γένους, προκειμένου αὐτό νά ἀποσπασθεῖ καί νά λυτρωθεῖ ἀπό τήν κυριαρχία καί τήν καταδυνάστευση ἐκείνου9. Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ συναφής πρός τό ἀμέσως προηγουμένως διατυπωθέν σημεῖο στοχαστική παρατήρηση τοῦ ἱεροῦ πατρός – ὅπως ὁ ἴδιος ἐξ ἄλλου τήν χαρακτηρίζει –, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὁ κυριεύων τοῦ ἀνθρώπου διά τῆς φθονερῆς ἐπιρροῆς του διάβολος δέν ἦταν δυνατόν νά προτιμήσει νά ἀνταλλάξει τόν ὑπ' αὐτοῦ κατεχόμενο ἄνθρωπο καί νά ἀπελευθερώσει αὐτόν ἀπό τήν δουλεία του παρά μόνο ἔναντι ἑνός κατά πολύ ὑψηλότερου καί ἀνώτερου «ἀνταλλάγματος»10 πρός ἱκανοποίηση τῆς οἰήσεώς του. Παρατηρώντας ὁ ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου διάβολος στόν ὑπό τήν ἀνθρώπινη μορφή ὁρώμενο Χριστό, τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό Λόγο, τήν ἐκδήλωση θαυμαστῶν δυνάμεων καί γεγονότων11, συνειδητοποίησε ὅτι ὁ Χριστός ἦταν ἀνώτερος ἐκείνου τόν ὁποῖο κατεῖχε καί καταδυνάστευε καί προτίμησε αὐτόν ὡς «λύτρον». Ἦταν, ὅμως, ἑπόμενο – σημειώνει ὁ Γρηγόριος – νά ἐξαπατηθεῖ στήν κίνησή του πρός αὐτήν τήν ἀνταλλαγή τοῦ κρατούμενου ὑπ' αὐτοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ ἦταν ἀδύνατον νά ἀντιληφθεῖ τήν ὕπαρξη τῆς θεότητας στήν ἐμφανιζόμενη μορφή τοῦ Χριστοῦ, νομίζοντας ὅτι ἐκεῖνος συνιστοῦσε μόνο σάρκα ἀνθρώπου, τήν ὁποία εἶχε ὑποτάξει καί καταδυνάστευε διά τῆς ἁμαρτίας, δεδομένου ὅτι «περικαλύπτεται τῇ σαρκί ἡ θεότης»12.
Κατά τήν ἐκτιθέμενη στοχαστική αὐτή παρατήρηση τοῦ Γρηγορίου σημειώνεται ἀπό τόν ἴδιο ὅτι ἡ περικάλυψη τῆς θεότητας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ διά τῆς σαρκός ἀπέβλεπε ὁμολογουμένως στήν διά τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν δουλεία τοῦ διαβόλου σωτηρία τῆς διά τῆς παρακοῆς ἀχρειωθείσης φύσεώς του μέ τόν ἀφανισμό τοῦ θανάτου, τῆς φθορᾶς καί τῶν ἐπακολούθων τῆς κακίας πού ἀπέρρευσαν ἀπό τόν ἐφευρέτη τῆς κακίας, τόν διάβολο. Ἀναφερόμενος προσέτι σέ αὐτό τό διά τῆς ἐνανθρωπήσεως ἐπιτελεσθέν σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Χριστοῦ τονίζει ὁ ἱερός πατήρ ὅτι, προκειμένου νά ἐπιτευχθεῖ ἡ θεραπεία τῆς μολυνθείσης καί ἀχρειωθείσης ἀπό τήν ἁμαρτία ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἦταν ἀναγκαῖο ἡ «ἐκπλύνουσα» αὐτήν ἀπό τόν ρύπο τῆς ἁμαρτίας δύναμη, ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός Λόγος, νά διέλθει κατά τό ἀνθρώπινον αὐτοῦ δι' ὅλων τῶν σημείων καί καταστάσεων τῆς ἀνθρώπινης αὐτῆς ζωῆς13. Ἐπισημαίνει, ἐπίσης, ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης ὅτι διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ ἀναδεικνύεται ἡ κατανόηση τῆς πάνσοφης πρόνοιας τοῦ Θεοῦ πού ἀπεργάζεται τό σχέδιο τῆς ἀνακλήσεως καί ἐπανόδου τοῦ πεσόντος ἀνθρώπου ἀπό τόν θάνατο στήν ζωή14, κατά τέτοιον τρόπο ὥστε ἡ εὐεργεσία, πού προκύπτει ἀπό τήν κατά τήν ἐνανθρώπηση ἕνωση τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης φύσεως στό θεῖο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου15, νά ἐπενεργήσει σωτηριωδῶς στήν διαφθαρεῖσα καί ἀχρειωθεῖσα ἀπό τήν ἁμαρτία ἀνθρώπινη φύση καί γιά τήν ἐπιτέλεση τῆς ἀπομακρύνσεως καί ἀπωθήσεως τῆς κακίας σέ ἀνυπαρξία16.
Ἡ κατά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου ἕνωση τῆς ἄτρεπτης καί ἀναλλοίωτης ἄκτιστης θείας φύσεως καί τῆς ὑποκείμενης σέ μεταβολή καί ἀστάθεια κτιστῆς ἀνθρώπινης φύσεως17, ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα διά τῆς συγκαταβάσεως τοῦ «ἐν ἀρχῇ ὄντος» Θεοῦ Λόγου18 πρός τήν ἐκ τῆς παρακοῆς πεσοῦσα καί ἐκ τῆς ἁμαρτίας ἀσθενήσασα φύση τοῦ ἀνθρώπου19, συνιστᾶ τό ὑπερφυές ἐκεῖνο μυστήριο, στό ὁποῖο ἀναδεικνύεται ἡ συνεκδήλωση πρός τό ἀνθρώπινο γένος τῆς ἀγαθότητας καί τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ μέ τήν δύναμη αὐτοῦ πού κατέρχεται πρός τήν ταπεινότητα τῆς ἀνθρωπότητας20. Πρόκειται περί ἑνός ἀίδιου φυσικοῦ ἰδιώματος τοῦ Θεοῦ, στό ὁποῖο τό γένος τῶν ἀνθρώπων ὀφείλει ἀφ’ ἑνός μέν τήν δημιουργία του21, ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν δωρεά σέ αὐτό τοῦ «αὐτεξουσίου»22. Στήν ἐκδήλωση καί ἔκφραση ἐκ μέρους τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ τῆς φιλάνθρωπης καί ἐλεήμονος διαθέσεώς του πρός τόν πάσχοντα ἀπό τήν ἁμαρτία ἄνθρωπο ἀνάγεται ἐπίσης κατά τόν Γρηγόριο ἡ αἰτία τῆς ἐν χρόνῳ προσλήψεως ἀπό τόν Θεό Λόγο τῆς ἀνθρώπινης φύσεως23.
Μέ τήν ἐκδήλωση τῆς φιλάνθρωπης καί οἰκτίρμονος αὐτῆς διαθέσεως πρός τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ὁποία αὐτός ἀπεργάσθηκε τήν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά δεσμά τῆς δουλείας τῆς ἁμαρτίας24, πραγματοποιήθηκε ἐν χρόνῳ στό πρόσωπο τοῦ Λόγου, τοῦ ἀιδίως συνυπάρχοντος μετά τοῦ Πατρός25, ἡ ἕνωση τῆς θείας φύσεως μέ τήν ἐκ ψυχῆς καί σώματος26 ἀποτελούμενη ἀνθρώπινη φύση27. Τό ἐκδηλούμενο αὐτό πρός τόν ἄνθρωπο ἀγαθοεργό θέλημα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο ἀποσκοποῦσε στήν ἐπάνοδο τοῦ ἀνθρώπου στήν «κρείττονα» κατάσταση τῆς ἐπανασυνδέσεώς του μέ αὐτόν28, ὀφείλει κατά τόν Γρηγόριο ὁ ἄνθρωπος νά μιμηθεῖ, ἐφόσον, ἐπιδεικνύοντας κατά τό ὑπόδειγμα τοῦ ἐκδηλούμενου θείου ἐλέους ἐλεήμονα διάθεση στόν συνάνθρωπό του, δύναται κατ' αὐτόν τόν τρόπο νά ἀποκαταστήσει τήν σχέση του μέ τόν Θεό29.
Σέ μία ἐνδιαφέρουσα ἑρμηνευτική του ἐπισήμανση ὡς πρός τό ὑπ' ὄψη θέμα τονίζει ὁ Γρηγόριος ὅτι, ἐξ ἄκρας φιλανθρωπίας κινούμενος ὁ Τριαδικός Θεός, καί ἀφοῦ προγνώριζε διά τῆς προορατικῆς του δυνάμεως τήν διά τῆς παρακοῆς ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν πατρική ἑστία, προνόησε γιά τήν πραγμάτωση τοῦ τρόπου τῆς ἀνακλήσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν κατάσταση τῆς πτώσεως καί τῆς ἐπανόδου του στήν διάπραξη καί τήν βίωση τοῦ ἀγαθοῦ καί στήν πρώτη του μακαριότητα30 μέ τήν πραγματοποίηση τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Κατά τό ἄφατο καί ἄρρητο αὐτό μυστήριο ὁ Θεός Λόγος προσέλαβε ἐν χρόνῳ τήν κτιστή ἀνθρώπινη φύση καί «ὑπεδύθη» τήν «τοῦ δούλου μορφὴν»31, «γενόμενος δι' ἡμᾶς ὑπήκοος»32, προκειμένου νά μεταποιήσει καί ἀνακαινίσει τήν ὑποκείμενη στήν φθορά καί κατερειπωμένη ἀπό τήν ἁμαρτία ἀνθρώπινη φύση καί νά τήν ἐπαναφέρει στήν πρώτη της ἀκεραιότητα καί μακαριότητα33. Στό σημεῖο αὐτό κρίνεται ἀναγκαῖο νά ὑπογραμμισθεῖ ὅτι ὁ Γρηγόριος ἀποδίδει τό γεγονός ὅτι ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά περιέλθει ὁ ἄνθρωπος στήν κατάσταση τῆς διά τῆς παρακοῆς ἀπομακρύνσεώς του ἀπό ἐκεῖνον, γιά τήν ὁποία ἐκδήλωσε τήν αὐτεξούσια θέλησή του, στήν βούληση τοῦ Θεοῦ νά μήν καταναγκάσει τόν ἄνθρωπο στήν ἐπιλογή μιᾶς καταστάσεως, πράγμα τό ὁποῖο θά ἐκλαμβανόταν εὐλόγως ὡς ἀφαίρεση ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς ἰδιότητας τοῦ «αὐτεξουσίου», τό ὁποῖο θεωρεῖται κατά τόν Γρηγόριο ὡς «ἰσόθεον». Ἐπέτρεψε, λοιπόν, κατά παραχώρηση ὁ Θεός – σημειώνει ὁ Γρηγόριος – νά περιέλθει ὁ ἄνθρωπος στήν κατάσταση ἐκείνη πού ἐπέλεξε ὁ ἴδιος μέ τήν ἄσκηση τοῦ «αὐτεξουσίου» του, ἔτσι ὥστε, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος λάβει γνώση τῆς δυσμενοῦς ἐκείνης καταστάσεως, στήν ὁποία περιῆλθε ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἐπιλογῆς του, νά ἐπανέλθει ἑκουσίως στήν πρώτη του ζωή καί μακαριότητα34.
Ἡ ἔκφραση τῆς βουλήσεως τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔφερε ἀπό τήν ἀνυπαρξία σέ ὕπαρξη τήν ἀνθρώπινη φύση, γιά τήν ἀνόρθωση καί ἀνάκληση καί ἀποκατάσταση τῆς φύσεως αὐτῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ὀλέθρια καί ὀδυνηρή κατάσταση στήν ὁποία αὐτός περιῆλθε ἐξ αἰτίας τῆς διά τῆς ἐσφαλμένης χρήσεως τοῦ «αὐτεξουσίου» ἀστοχίας τῆς παρακοῆς35, συνίσταται κατά τήν διδασκαλία τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης στήν κατανόηση τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡς μεσίτη τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ διά τῆς ἐνανθρωπήσεώς του ἕνωσε «πάντας» τούς ἀνθρώπους «ἑαυτῷ, καὶ δι' ἑαυτοῦ τῷ Πατρὶ»36. Ὁ ἐν χρόνῳ ἐνανθρωπήσας Θεός Λόγος κατέστη ἔτσι ὁ μεσίτης μεταξύ τοῦ ἀιδίως ἔχοντος τό φυσικό ἰδίωμα τοῦ ἀκτίστου καί ἀναλλοιώτου καί ἀμεταβλήτου κατά τήν οὐσία Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου, ἡ κτιστή φύση τοῦ ὁποίου προσδιορίζεται ἀπό τήν ἀλλοίωση καί τήν μεταβλητότητα. Μέ τήν σωτηριώδη αὐτή μεσιτεία τό ἀνθρώπινο γένος, τό ὁποῖο ἐξ αἰτίας τῆς μεταβολῆς τῆς ροπῆς τῆς διαθέσεώς του πρός τό κακό καί τήν ἁμαρτία κατέστη ἀπόκληρο τῆς πατρικῆς περιουσίας, ἀπέκτησε τήν δυνατότητα ἐπανασυνάψεως τῆς σχέσεώς του μέ τόν Θεό καί ἐπανασυνδέσεώς του μέ αὐτόν καί παγιώσεως τῆς ἐκδηλούμενης προαιρέσεώς του στό ἀγαθό37.
Ἡ ἀποκατάσταση τῆς δοξολογικῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Τριαδικό Θεό πού διακόπηκε μέ τήν διάπραξη τῆς παρακοῆς, καθώς καί ἡ ἐπάνοδός του στήν πρώτη του μακαριότητα, θά ἦταν δυνατόν νά ἐπιτευχθοῦν – τονίζει ὁ Γρηγόριος – μόνο διά τῆς προσλήψεως ἀπό τόν ἐνεργοῦντα τήν μεσιτεία Θεό Λόγο στοιχείων συγγενῶν πρός τήν φύση τοῦ πάσχοντος ἀνθρώπου38, δηλαδή διά τῆς προσλήψεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Ἡ σωτηριώδης αὐτή γιά τόν ἄνθρωπο προϋπόθεση τηρήθηκε καί πραγματώθηκε διά τῆς «ἐνδύσεως» ἀπό τόν ἀιδίως ὑπάρχοντα Λόγο τῆς συνιστάμενης ἐκ σώματος καί ψυχῆς ἀνθρώπινης φύσεως39, τήν ὁποία αὐτός προσέλαβε ἐν χρόνῳ διά τῆς ἐκ τῆς Παρθένου κατά σάρκα γεννήσεώς του, κατά τρόπον ὁ ὁποῖος ἐμφαίνει τήν ἄκτιστη δύναμη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ40. Ἐπισημαίνεται, ἐπίσης, ἀπό τόν Γρηγόριο ὅτι δι' αὐτῆς τῆς προσλήψεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ἀπό τόν Θεό Λόγο πραγματοποιήθηκε ἡ θέωση τῆς «ἀπαρχῆς τοῦ φυράματος», δηλαδή τῆς προσληφθείσης ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, προκειμένου διά τῆς πρός τόν Θεό ἑνώσεως τῶν ἀνθρώπων νά ἐπιτελεσθεῖ ὁ «συναγιασμὸς» καί ἡ «συναποθέωσις» «ὅλου τοῦ φυράματος», δηλαδή τῆς φύσεως τῶν ἀνθρώπων41. Τονίζεται, ἐξ ἄλλου, κατά παρεμφερῆ τρόπο πρός τά ἀνωτέρω ὅτι ἡ διδασκαλία γιά τήν διά τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου «ὕψωσιν τοῦ ταπεινοῦ» τῆς προσληφθείσης ἀπό τόν Λόγο ἀνθρώπινης φύσεως, πού μαρτυρεῖται ἁγιογραφικῶς (=Φιλιπ. 2,9), καί γιά τήν «πρὸς τὸ ὕψος» τῆς θείας φύσεως «ἐξομοίωσιν καὶ ἕνωσιν» τῆς προσληφθείσης ἀνθρώπινης φύσεως42, ἔχει προφανῶς ἀναφορά καί στήν συνακόλουθη λόγῳ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου ὕψωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ἡ ὁποία φυσικά προϋποθέτει καί τήν ἀποδοχή ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς ὀρθῆς πίστεως περί τοῦ ἀφράστου μυστηρίου τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου43.
Ἡ κατ' ἄρρητον τρόπο ἕνωση τῆς ἄκτιστης θείας φύσεως καί τῆς κτιστῆς ἀνθρώπινης φύσεως στό θεῖο πρόσωπο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, μέ τήν ὁποία δόθηκε στήν κτιστή ἀνθρώπινη φύση ἡ δόξα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διά τοῦ ὁποίου δοξάσθηκε ἡ προσληφθεῖσα ἀνθρώπινη φύση τοῦ σαρκωθέντος Λόγου44, ἐπ’ οὐδενί συνεπάγεται ἤ ὑποδεικνύει κατά τόν Γρηγόριο τήν ἀποδοχή ὑπάρξεως δύο προσώπων, ἀλλά σαφῶς ἀναδεικνύει τήν ὕπαρξη ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ προσώπου, τοῦ προσώπου τοῦ ἀιδίως ὑπάρχοντος Θεοῦ Λόγου, τοῦ ἐνανθρωπήσαντος ἐν χρόνῳ45. Ἡ ἀναμόρφωση τήν ὁποία δέχθηκε ἡ ἀνθρωπότητα διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, κατά τήν ὁποία εὐλογήθηκε τό «ἔλαττον» ἀπό τό «κρεῖττον»46, δέν προϋποθέτει οὔτε τήν σύγχυση στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τῶν δύο φύσεων πού ἑνώθηκαν ἀσυγχύτως, οὔτε τήν ἐξαφάνιση τῆς μεταξύ τους διακρίσεως, τῆς διακρίσεως δηλαδή τοῦ κτιστοῦ καί τοῦ ἀκτίστου47. Ἡ ἕνωση, ἐξ ἄλλου, τῆς ἄτρεπτης θείας φύσεως μέ τήν ὑποκείμενη στήν φθορά φύση τῶν ἀνθρώπων στό μυστήριο τῆς κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ Κυρίου δέν ἐπιδέχεται οὔτε ὑποδεικνύει κατά τόν ἱερό πατέρα τήν παραδοχή ὑπάρξεως «τροπῆς» καί «ἀλλοιώσεως» στό θεῖο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ48.
Καθίσταται, λοιπόν, σαφές κατά τήν διδασκαλία τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης ὅτι διά τοῦ ἔργου τῆς κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ Λόγου, τό ὁποῖο συνιστᾶ ἡ διά τῆς ἐν χρόνῳ προσλήψεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως σάρκωση αὐτοῦ καί τό κατά σάρκα πάθος καί ἡ ἀνάσταση αὐτοῦ τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, πραγματοποιήθηκε ἡ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπινου γένους ἀπό τήν κυριαρχία τῆς ἁμαρτίας καί τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, πού ἐπῆλθαν σέ αὐτό ὡς συνέπειες τῆς διά τῆς παρακοῆς «ἀρχαίας» παραβάσεως49.
Ἄς σημειωθεῖ ὅτι σέ προφανῆ συνάρτηση μέ τήν ἐκτιθέμενη ἔννοια τῆς πρός τόν ἄνθρωπο κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ Λόγου προσεγγίζεται ἑρμηνευτικῶς ἀπό τόν Γρηγόριο τό ἁγιογραφικό χωρίο «Κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ» (=Παροιμ. 8,22), τό ὁποῖο ἐπικαλοῦνταν οἱ Ἀρειανοί ὑπέρ τῶν κακοδόξων ἀπόψεών τους περί κτιστότητας τοῦ Υἱοῦ. Ἡ σχετική ἁγιογραφική ἔκφραση τοῦ «ἔκτισέ με» – ἐπισημαίνει ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης – δηλοῖ αὐτό ἀκριβῶς τό γεγονός τῆς ὑπό τοῦ Θεοῦ Λόγου «ἐνδύσεως» τῆς κτιστῆς ἀνθρώπινης φύσεως διά τῆς ἐν χρόνῳ προσλήψεως αὐτῆς κατά τό ἔργο τῆς πρός τόν ἄνθρωπο κατά σάρκα «οἰκονομίας» αὐτοῦ50, καί διαφοροποιεῖται ἀπό τήν ἀνάδειξη τῆς ἔννοιας τοῦ ἄκτιστου καί ἀίδιου χαρακτήρα τῆς ὑποστατικῆς ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ, τοῦ κατά φύσιν καί ἀιδίως γεννωμένου ἐκ τοῦ Πατρός, πού ἐμφαίνει τήν ἀίδια ὑπαρκτική σχέση του μέ τόν Πατέρα, καί «ἀεὶ ὄντος»51.
Κρίνεται, ἐπίσης, σκόπιμο νά ὑπογραμμισθεῖ ὅτι ὁ Γρηγόριος ἀναφέρεται καί στήν αἰτιολόγηση τῆς ἐπιτελέσεως τοῦ μυστηρίου τῆς κατά σάρκα «ἐπιδημίας» τοῦ Κυρίου κατά τόν συγκεκριμένο χρόνο. Ἀπαντώντας στήν ὑποθετική ἐρώτηση, γιατί δέν προέβη ὁ Τριαδικός Θεός συντόμως μετά τήν διά τῆς παρακοῆς πτώση τοῦ ἀνθρώπου στήν πραγμάτωση τοῦ ἔργου τῆς κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ Λόγου, ἀλλ' ἀνέβαλε γιά μεγάλο χρονικό διάστημα τήν πρός τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο εὐεργεσία του, διασαφηνίζει ὅτι ἡ ἀναβολή αὐτή πρέπει νά θεωρηθεῖ ὅτι ὀφείλεται στήν ὑπάρχουσα σοφία τοῦ οἰκονομοῦντος τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου Θεοῦ καί στήν ἐκδηλούμενη πρόνοιά του γιά τήν ὠφέλεια τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Τονίζει δέ, κατά τήν προέκταση τῆς ἑρμηνείας του ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ, ὅτι θεωρήθηκε ἀναγκαία καί λυσιτελής γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἀναμονή τοῦ προσήκοντος χρόνου κατά τόν ὁποῖο θά ἐπιτελεῖτο ἡ διά τῆς κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ Λόγου εὐεργεσία αὐτοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, ὅταν δηλαδή θά ἔφθαναν ἡ κακία καί ἡ ἁμαρτία, πού εἰσχώρησαν καί κυριαρχοῦσαν διά τῆς παρακοῆς στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου, στό ἀκραῖο τους ὅριο ἐκδηλώσεως καί ἐξαπλώσεως, προκειμένου ἔτσι νά ἐκριζωθεῖ ἐξ ὁλοκλήρου ἡ νόσος αὐτή τῆς κακίας καί τῆς ἁμαρτίας ἀπό τήν φύση τοῦ ἀνθρώπου καί νά μήν παραμείνει σέ αὐτήν τό παραμικρό στοιχεῖο ἤ εἶδος αὐτῆς τῆς νόσου52.










1 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 42,19-43,18 (=PG 45, 45D-48Α). Ὅπ.π., 62,23-63,16 (=PG 45, 65BC). Ὅπ.π., 68,18-69,4 (=PG 45, 72Α). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 2, P.Alexander, GNO, τ.5, 299,20-300,5 (=PG 44, 637Α). Ὡς πρός τό ζήτημα τῆς θεωρήσεως ἤ μή θεωρήσεως τοῦ ἐπιφέροντος τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ὡς προϋποθέσεως τῆς κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ Θεοῦ Λόγου θά πρέπει νά ἐπισημανθεῖ, ὅτι, ὅπως ὀρθῶς καί προσφυῶς ἔχει παρατηρηθεῖ (Βλ. Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τ.2, 204), οἱ ἀνατολικοί Πατέρες, κινούμενοι ἀπό ἀμιγῶς σωτηριολογικό ἐνδιαφέρον, δέν ἀσχολήθηκαν οὔτε συζήτησαν διαλεκτικῶς καί ἐρευνητικῶς τά κίνητρα τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἐπί τοῦ συγκεκριμένου αὐτοῦ σημείου εἶναι ἀναγκαῖο νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, λαμβάνοντας ἀφορμή ἀπό τά χωρία Α΄ Πέτρ. 1,19-20 καί Ἐφεσ. 1,9 ἀποδίδει στό γεγονός τῆς κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ Θεοῦ Λόγου τόν χαρακτηρισμό τοῦ «τῆς ἀρχῆς τῶν ὄντων προεπινοουμένου θείου σκοποῦ», ὁ ὁποῖος συνιστᾶ ἀφ’ ἑνός μέν τό «τέλος», πρός τό ὁποῖο «ἀφορῶν» ὁ τρισυπόστατος Θεός «τὰς τῶν ὄντων παρήγαγεν οὐσίας», ἀφ’ ἑτέρου δέ τό «τῆς προνοίας καὶ τῶν προνοουμένων πέρας». Ἡ διά τῆς σαρκώσεως πραγματωθεῖσα συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ Λόγου πρός τόν ἄνθρωπο καθίσταται σύν τοῖς ἄλλοις γιά τόν ἅγιο Μάξιμο «μυστήριον» πού ὑποδηλώνει τήν «ὑπεράπειρον καὶ ἀπειράκις ἀπείρως προϋπάρχουσαν τῶν αἰώνων μεγάλην τοῦ Θεοῦ βουλὴν», καθώς καί «ἕνωσις» πού «προϋπενοήθη τῶν αἰώνων» (Πρὸς Θαλάσσιον, PG 90, 621ΑC). Ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου συνιστᾶ κατά τόν Μάξιμο τον Ὁμολογητή μυστήριο κατά τό ὁποῖο «προεγνώσθη ὁ Χριστὸς οὐχ ὅπερ ἦν κατὰ φύσιν δι' ἑαυτὸν, ἀλλ’ ὅπερ ἐφάνη κατ’ οἰκονομίαν δι’ ἡμᾶς γενόμενος ὕστερον» (Ὅπ.π., PG 90, 624B-625Β). Βλ., ἐπίσης, ὅπ.π., C.Laga-C.Steel, CCSG, τ.7,1, 145,18-23 (=PG 90, 321A). Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, PG 91, 1088C. 1097D. Περὶ θεολογίας καὶ οἰκονομίας, PG 91, 1108ΑΒ.
Σχετικῶς μέ τό συζητούμενο αὐτό θέμα βλ. G. F l o r o v s k y, Θέματα ὀρθοδόξου θεολογίας, 33-38, ὅπου γίνεται ἐκτενής ἀναφορά στήν θεολογική σκέψη τῆς Δύσεως, τήν ὁποία ἀπασχόλησε ἐπισταμένως τό ζήτημα τῆς ἐξαρτήσεως τῆς «διά σαρκός ἐπιδημίας» τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπό τό γεγονός τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, ἐκτός τῶν ἄλλων, παρουσιάζει τό συμπέρασμα πού ἐκτίθεται στήν μνημονευθεῖσα αὐτή ἐργασία, ὅτι στό περί τοῦ ἐσχάτου κινήτρου τῆς ἐνανθρωπήσεως τεθέν ἐρώτημα δύναται νά δοθεῖ μόνο «ὑποθετική ἤ τακτοποιοῦσα τά πράγματα ἀπάντηση». Βλ., ἐπίσης, H. U. von B a l t h a s a r, Maxime le Confesseur, 204-205. Τ ο ῦ ἰ δ ί- ο υ, Kosmische Liturgie, 628-630. Ἀ. Β. Β λ έ τ σ η, Τό προπατορικό ἁμάρτημα, 340-355. Ἀ. Ρ α- ν τ ο σ ά β λ ι ε β ι τ ς, Τό μυστήριον τῆς σωτηρίας, 180.185-187. Βλ., ὡσαύτως, Ν. Χ. Ἰ ω α ν- ν ί δ η, Ὁ Ἰωσήφ Βρυέννιος, 269-270, ἀπό τόν ὁποῖο καταγράφεται ἡ ἀντίληψη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ αὐτοῦ διδασκάλου ὅτι τό γεγονός τῆς ἐνανθρωπήσεως δέν ἔγινε «ἄνευ προγνώσεως», ἀλλά «οὕτω γενέσθαι τὸ τῆς οἰκονομίας μυστήριον βουλῇ ἀρρήτῳ προώρισε (ὁ Θεὸς)», τό ὁποῖο «ὑπῆρχε ὡς πρωταρχικός σκοπός τοῦ Θεοῦ στήν πράξη τῆς δημιουργίας», ἀνεξαρτήτως δηλαδή ἀπό τό ἐπιφέρον τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου γεγονός τῆς παρακοῆς. Σέ ἄλλο σημεῖο, ἐν τούτοις, διασαφηνίζεται ὅτι στήν διδασκαλία τοῦ Ἰωσήφ Βρυεννίου ἡ διά τοῦ μυστηρίου τῆς κατά σάρκα οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ Λόγου λύτρωση ἦταν ἀπαραίτητη γιά τό γένος τῶν ἀνθρώπων, «πού “οὕτω δυστήνως καὶ ἀθλιώτατα” γιά πολλούς αἰῶνες ἀνέμεινε τό ἔλεος τοῦ φιλανθρώπου Δημιουργοῦ, ἐφ’ ὅσον μόνο του τίποτε δέν μποροῦσε νά πράξει γιά νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τήν αἰώνια ἀπώλεια» (ὅπ.π., 267). Ὅπως ἔχει προσφυῶς παρατηρηθεῖ ἀπό τόν ἴδιο συγγραφέα σχετικῶς μέ τίς ἐκτιθέμενες περί τοῦ θέματος αὐτοῦ ἀντιλήψεις τοῦ Ἰωσήφ Βρυεννίου, «ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου ἦταν ἀπολύτως ἀποφασισμένη ἀπό τόν Θεό ἀκόμη πρό τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, πράγμα πού ὅμως δέν σημαίνει ὅτι ἡ ἐνανθρώπηση δέν περιλαμβάνει τήν πτώση καί τήν ἀνάγκη λυτρώσεως τοῦ ἀνθρώπου» (ὅπ.π., 269).
Γιά τήν ἐπισκόπηση καί ἐξέταση τοῦ θέματος αὐτοῦ ἀπό μία διαφορετική ὀπτική, βλ. N. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τ.3, 214-215, ὅπου ἀναγνωρίζεται καί προβάλλεται ἀπό τόν συγγραφέα ἡ ἄποψη ὅτι «κεντρικό γεγονός» τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητας συνιστᾶ ὄχι τό προπατορικό ἁμάρτημα ἀλλά ἡ σχέση μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Ἡ κατ’ ὀντολογικήν ἔννοια διαφορά, πού ὑπάρχει μεταξύ τῆς ἄκτιστης Τριαδικῆς θεότητας καί τῆς ἐκ μή «προϋποκειμένης» ὕλης δημιουργηθείσης ἀνθρωπότητας, ἡ ὁποία ὡς ἐκ τούτου δέν μπορεῖ νά καταστεῖ ἀφ' ἑαυτῆς τέλεια, καθιστᾶ ἐπιβεβλημένη τήν ἐγγύηση τοῦ γεγονότος τῆς κατά σάρκα θείας οἰκονομίας, προκειμένου νά καταστεῖ πραγματικότητα ἡ δυνατότητα τῆς προσεγγίσεως ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς τελειώσεως, τῆς ἐπιφέρουσας τήν πραγμάτωση τοῦ «καθ’ ὁμοίωσιν». Ἡ συγκατάβαση, συνεπῶς, τοῦ θείου πρός τό ἀνθρώπινο κατανοεῖται καί ἑρμηνεύεται ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἀνάγκης μετοχῆς τοῦ ἀκτίστου ἀπό τό κτιστό, προκειμένου αὐτό νά «οὐσιώνεται, νά ζωοποιεῖται καί νά τελειώνεται» (Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Τό πρόβλημα τοῦ κακοῦ, 50-51. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, «Ἡ ἐκκλησιολογία ἐξ ἐπόψεως τοῦ Τριαδικοῦ δόγματος», ΕΕΘΣΠΘ 17[1972], 129. Βλ. καί Ἀ. Β. Β λ έ τ σ η, Τό προπατορικό ἁμάρτημα, 234-235. Ἰ. Ζ η ζ ι ο ύ λ α (νῦν Μητροπολίτου Περγάμου), «Τό εἶναι τοῦ Θεοῦ», Σύναξη 37[1991], 25-26. Κ. Β. Σ κ ο υ- τ έ ρ η, Ἱστορία Δογμάτων, τ.2, 459-460. K. B a r t h, Dogmatik, τ.1,2, 42. Βλ., ἐπίσης, Μ αξ ί- μ ο υ Ὁ μ ο λ ο γ η τ ο ῦ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, PG 91, 1276C. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Λόγος ἀσκητικὸς, PG 90, 916D. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Εἰς τὴν προσευχὴν τοῦ Πάτερ ἡμῶν, PG 90, 897Β. Στά χωρία αὐτά περιγράφεται ὁ προπάτορας Ἀδάμ ὡς ἐκ φύσεως ἀσθενής, χωρίς νά ἔχει οἰκειοποιηθεῖ ἀκόμη τήν ἀθανασία, στήν ὁποία μποροῦσε νά μετέχει διά τῆς μεταβολῆς τῆς κατευθύνσεως τῆς φυσικῆς του ροπῆς ἀπό τό πάθος στήν ἀπάθεια καί τῆς παγιώσεώς του στήν κατάσταση αὐτή. Βλ., ὡσαύτως, Ε ἰ ρ η ν α ί ο υ Λ υ ῶ ν ο ς, Ἔλεγχος καὶ ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, Βιβλίο 4, PG 7, 1105Β: «καθὸ δὲ μὴ ἔστι ἀγέννητα [=τὰ νεωστὶ γεγεννημένα], κατὰ τοῦτο ὑστεροῦνται τοῦ τελείου»).
Τό γεγονός αὐτό τῆς προσεγγίσεως καί μεθέξεως τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ ἀπό τόν κτιστό ἄνθρωπο ἐπρόκειτο νά πραγματοποιηθεῖ μέσῳ τῆς «ἄσαρκης» καί τῆς «ἔνσαρκης» παρουσίας τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀνεξαρτήτως ἀπό τό συμβάν τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος (Βλ. N. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τ.3, 214). Τό γεγονός αὐτό τῆς θείας ἀποκαλύψεως συναρτᾶται κατά τρόπον ἄμεσο μέ τήν ἐκ τοῦ μή ὄντος δημιουργία τῆς ἀνθρωπότητας, ἐφόσον αὐτή, σύμφωνα μέ τήν σχετική ἔκφραση τοῦ Ν. Ματσούκα, «δέν ἔχει ἐξ ἑαυτῆς ἐμφύτους καί αὐτονόμους καταβολάς πρός αὐτοδύναμον ἐξέλιξιν» («Θεολογία καί ἀνθρωπολογία», Τόμος ἑόρτιος Μεγάλου Ἀθανασίου, [1974], 74). Ὅπως τεκμαίρεται ἀπό τήν σχετική ἑρμηνευτική ἐπισκόπηση, τήν ἄποψη αὐτή φαίνεται νά ἔχει διατυπώσει ὁ μέγας Ἀθανάσιος, ὅπως συνάγεται ἀφ’ ἑνός μέν ἀπό τήν ἐπιτελεσθεῖσα ὑπ’ αὐτοῦ συνάρτηση τῆς γνωστικῆς ἱκανότητας τοῦ κτιστοῦ ἀνθρώπου μέ τό γεγονός τῆς θείας ἀποκαλύψεως, διά τοῦ ὁποίου αὐτός μπορεῖ κατ' ἀποκλειστικόν τρόπο νά σχετισθεῖ μέ τόν Τριαδικό Θεό (Βλ. Ἀ θ α ν α σ ί ο υ, Κατὰ Ἀρειανῶν, Λόγος 2, M. Tetz, Athanasius Werke, τ.1,I, 244,19-22 καί 259,1-5 [=PG 26, 289C. 320Β]), ἀφ’ ἑτέρου δέ ἀπό τήν ἑρμηνευτική θεώρηση τῆς «υἱοθεσίας» τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων ὡς γεγονότος προεγνωσμένου καί ἀποφασισμένου «πρό καταβολῆς» τοῦ κόσμου (ὅπ.π., 253,1-9 [=PG 26,308Β]). Κατά τήν ἑρμηνευτική, παρά ταῦτα, ἐπισκόπηση τοῦ Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου ἔργου τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ πατρός διαφαίνεται μία τάση συνδέσεως τοῦ σωτηριώδους γεγονότος τῆς κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ Θεοῦ Λόγου μέ τίς ὀλέθριες συνέπειες τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου (Βλ., ἐνδεικτικῶς, Περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, Ch. Kannengiesser, SC, τ.199, 276,4-10. 300,38-302,54 [=PG 26, 104ΑΒ. 113C]. Κατὰ Ἀρειανῶν, Λόγος 2, M. Tetz, Athanasius Werke, τ.1,I, 253,9-254,17 [=PG 26,308Β-309Α]. Βλ., ὡσαύτως, περί τοῦ αὐτοῦ σημείου, Ἰ. Κ α λ ο γ ή ρ ο υ, «Χριστολογία καί Σωτηριολογία», Τόμος ἑόρτιος Μεγάλου Ἀθανασίου, [1974], 243). K. B a r t h, Dogmatik, τ.1,2, 38.
Ὁ Ἰ. Ρωμανίδης, ἀκολούθως, ὑπογραμμίζει μέν τήν μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στήν ζωή «κατὰ τήν δημιουργικήν καί προνοητικήν ἄκτιστον ἐνέργειαν τοῦ Θεοῦ», πού εἶναι ἡ «αὐτοζωή», ὑποδεικνύει ὅμως ὡς ἀποκλειστική δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νά παραμείνει μονίμως σέ αὐτήν τήν κατάσταση μετοχῆς τήν «ἠθικήν τελειοποίησιν», ἐφόσον «μόνον τό τέλειον δύναται νά γίνῃ ὄντως ἀθάνατον». Μετά τό γεγονός τῆς πτώσεως ἡ διά τῆς ἠθικῆς τελειώσεως μονιμότητα σέ αὐτήν τήν κατάσταση μετοχῆς καθίσταται πραγματοποιήσιμη «μόνον διά τῆς σωστικῆς ἐνεργείας τοῦ Χριστοῦ» (Τό προπατορικόν ἁμάρτημα,157). Ἡ ἄποψη αὐτή ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα τῆς ἀποδοχῆς ἀπό τόν Ἰ. Ρωμανίδη τῆς ὑπακοῆς ἀπό τούς προπάτορες στήν ὑπό τοῦ Θεοῦ δοθεῖσα ἐντολή ὡς τοῦ μέσου τῆς πνευματικῆς ἀσκήσεως πρός ἐπίτευξη τῆς ἐπιφέρουσας τήν ἀθανασία ἠθικῆς τελειώσεως (ὅπ.π.,160). Συναφῶς πρός τήν ἄποψη αὐτή βλ. καί Ν. Β α φ ε ί δ ο υ, «Ὀντολογικαί καί γνωσιολογικαί θεωρίαι», Γρηγόριος Παλαμᾶς 38(1955), 226. Βλ., ὡσαύτως, καί Ἰ ω ά ν ν ο υ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ, Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολὴν, PG 63, 41. Στό σημεῖο αὐτό ὁ ἱερός πατήρ ὑποδεικνύει ὡς «αἰτίαν» τῆς θείας οἰκονομίας τήν «διὰ τοῦ θανάτου» κατάργηση τοῦ «τὸ κράτος ἔχοντος τοῦ θανάτου, τουτέστι τοῦ διαβόλου», ὁ ὁποῖος ἐπλήγη ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό μέ τό ἴδιο «ἰσχυρὸν ὅπλον», πού χρησιμοποίησε «κατὰ τῆς οἰκουμένης». Βλ., ἐπίσης, σχετικῶς μέ τό θέμα αὐτό, M. C a n é v e t, Exégèse et théologie, 156, κατά τήν ὁποία τό γεγονός τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου συσχετίζεται κατά τρόπον ἄμεσο μέ τήν ἄρση τῶν συνεπειῶν τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί μέ τόν ἐπαναπροσδιορισμό τῆς σχέσεως κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Πρβλ., σχετικῶς, καί Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Ἡ Σάρκωσις, 97.
2 Βλ., ἐνδεικτικῶς, Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 43,3-19 (=PG 45, 54D-48B):«τίς οὖν αἰτία, φησὶ, τοῦ πρὸς τὴν ταπεινότητα ταύτην καταβῆναι τὸ θεῖον, ὡς ἀμφίβολον εἶναι τὴν πίστιν, εἰ Θεὸς, τὸ ἀχώρητον καὶ ἀκατανόητον καὶ ἀνεκλάλητον πρᾶγμα, τὸ ὑπὲρ πᾶσαν δόξαν καὶ πᾶσαν μεγαλειότητα, τῷ λύτρῳ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καταμίγνυται...; Ζητεῖς τὴν αἰτίαν τοῦ γενέσθαι Θεὸν ἐν ἀνθρώποις;... Εἰ οὖν ἴδιον γνώρισμα τῆς θείας φύσεως ἡ φιλανθρωπία, ἔχεις ὅν ἐπεζήτησας λόγον, ἔχεις τὴν αἰτίαν τῆς ἐν ἀνθρώποις τοῦ Θεοῦ παρουσίας. Ἐδεῖτο γὰρ τοῦ ἰατρεύοντος ἡ φύσις ἡμῶν ἀσθενήσασα». Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 2, W.Jaeger, GNO, τ.2, 70,5 (=PG 45, 637A):«ἀλλ' οὐκ ἄν ἦν τῆς δευτέρας ἡμῶν κτίσεως χρεία, εἰ μὴ τὴν πρώτην διὰ τῆς παρακοῆς ἠχρειώσαμεν». Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 2, P.Alexander, GNO, τ.5, 299,20-300,3 (=PG 44, 637Α):«ταῦτα οὖν ὁ ἀληθινὸς Ἐκκλησιαστὴς διεξέρχεται, διδάσκων, οἶμαι, τὸ μέγα τῆς σωτηρίας μυστήριον, ὅτου χάριν ὁ Θεὸς ἐν σαρκὶ ἐφανερώθη... Αὕτη ἡ αἰτία τοῦ ἐπιδημῆσαι διὰ σαρκὸς τοῖς ἀνθρώποις τὸν Κύριον, τὸ δοῦναι τὴν καρδίαν αὐτοῦ εἰς τὸ ἐπισκέψασθαι ἐν τῇ σοφίᾳ ἑαυτοῦ περὶ τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανὸν γενομένων». Βλ., ἐπίσης, Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 63,9-16 (=PG 45, 65BC) Ὅπ.π., 68,21-69,9 (=PG 45, 72Α). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 15, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 437,1-8 (=PG 44, 1092CD).
3 Βλ. Εἰς τὴν φωτοφόρον καὶ ἁγίαν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 317,12 (=PG 46, 685D). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 15, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 436,11-16 (=PG 44, 1092C). Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 285,3 (=PG 46, 285Β). Πρβλ. καί Περὶ τῆς τοῦ ἀνθρώπου γενέσεως καὶ εἰς τὸ «Κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν», Λόγος 2, H.Hörner, GNO(sup), 55,11 (=PG 44, 288Α). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 189,21 (=PG 45, 1205B).
4 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G. Heil, GNO, τ.9, 55,9-11 (=PG 46, 524C). Πρὸς Θεόφιλον, Κατὰ Ἀπολιναριστῶν, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 124,9-20 (=PG 45, 1273CD). Περὶ εὐποιΐας, Λόγος 2, A.Heck, GNO, τ.9, 115,15-19 (=PG 46, 476C). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 69,4-12 (=PG 45, 72ΑΒ). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 4, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 100,21-101,3 (=PG 44, 832Β). Τό γεγονός, βεβαίως, τῆς ἀποδοχῆς ἀπό τόν Γρηγόριο τοῦ γεγονότος τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου ὡς τοῦ ἐπιβεβλημένου τρόπου τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου δέν συνεπάγεται τήν παραδοχή ἀπό αὐτόν ἀδυναμίας ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ νά σώσει τόν ἄνθρωπο δι’ ἄλλου τρόπου, ἐφόσον «ὁ γὰρ τῷ βουλήματι τὸ πᾶν συστησάμενος καὶ τὸ μὴ ὄν ὑποστήσας ἐν μόνῃ τῇ ὁρμῇ τοῦ θελήματος τί οὐχὶ καὶ τὸν ἄνθρωπον δι’ αὐθεντικῆς τινος καὶ θεϊκῆς ἐξουσίας τῆς ἐναντίας δυνάμεως ἀποσπάσας, πρὸς τὴν ἐξ ἀρχῆς ἄγει κατάστασιν» (ὅπ.π. 44,5-10 [=PG 45,48ΒC]). Βλ. καί Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Γρηγόριος Νύσσης, 412. Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Ἱστορία Δογμάτων, τ.2, 461. Βλ., ἐπίσης, Ν. Χ. Ἰ ω α ν ν ί δ η, Ὁ Ἰωσήφ Βρυέννιος, 271-272, ὅπου ἐκτίθεται ἡ παρεμφερής ἑρμηνευτική ἐκδοχή τοῦ Ἰωσήφ Βρυεννίου.
5 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 96,24-97,10 (=PG 44, 521ΑΒ). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 2, P.Alexander, GNO, τ.5, 300,3-13 (=PG 44, 637ΑΒ). Κατὰ Ευνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 10, W.Jaeger, GNO, τ.2, 293,23-294,4 (=PG 45, 889Β). Ὅπ.π., 302,14-23 (=PG 45, 900Α). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 153,4-14 (=PG 45, 1153D-1156Β). Ὅπ.π., 217,12-17 (=PG 45, 1245Β). Ὅπ.π., 226,20-26 (=PG 45, 1260Α). Πρὸς Θεόφιλον, Κατὰ Ἀπολιναριστῶν, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 123,7-12 (=PG 45, 1273Α). Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 275,10-14 (=PG 46, 601CD). Ὅπ.π., 280,6-13 (=PG 46, 605C). Ὅπ.π., 283,7-8 (=PG 46, 608C).
6 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 100,19-20 (=PG 44, 525ΒC).
7 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 62,23-63,9 (=PG 45, 65Β):«δέδεικται τοίνυν τὸ ἀγαθὸν, τὸ σοφὸν, τὸ δίκαιον, τὸ δυνατὸν, τὸ φθορᾶς ἀνεπίδεκτον, πάντα τῷ λόγῳ τῆς καθ' ἡμᾶς οἰκονομίας ἐπιδεικνύμενα. ἡ ἀγαθότης ἐν τῷ προελέσθαι σῶσαι τὸν ἀπολωλότα καταλαμβάνεται, ἡ σοφία καὶ ἡ δικαιοσύνη ἐν τῷ τρόπῳ τῆς σωτηρίας ἡμῶν διεδείχθη, ἡ δύναμις ἐν τῷ γενέσθαι μὲν αὐτὸν ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπου καὶ σχήματι κατὰ τὸ ταπεινὸν τῆς φύσεως ἡμῶν καὶ ἐλπισθῆναι δύνασθαι αὐτὸν καθ' ὁμοιότητα τῶν ἀνθρώπων τῷ θανάτῳ ἐγκρατηθῆναι, γενόμενον δὲ τὸ οἰκεῖον ἑαυτῷ καὶ κατὰ φύσιν ἐργάσασθαι. οἰκεῖον δὲ φωτὶ μὲν ὁ ἀφανισμὸς τοῦ σκότους, ζωῇ δὲ ἡ τοῦ θανάτου καθαίρεσις». Ὅπ.π., 57,1-14 (=PG 45, 60CD):«ἐν ταύτῃ τοίνυν γεγονότος ἑκουσίως τῇ συμφορᾷ τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ἑαυτὸν δι' ἡδονῆς τῷ ἐχθρῷ τῆς ζωῆς ὑποζεύξαντος, πάντα μοι κατὰ ταὐτὸν ἀναζήτει τὰ ταῖς θείαις ὑπολήψεσι πρέποντα, τὸ ἀγαθὸν, τὸ σοφὸν, τὸ δίκαιον, τὸ δυνατὸν, τὸ ἄφθαρτον καὶ εἴ τι τῆς κρείττονος σημασίας ἐστὶν. Οὐκοῦν ὡς ἀγαθὸς οἶκτον λαμβάνει τοῦ διαπεπτωκότος, ὡς σοφὸς οὐκ ἀγνοεῖ τὸν τρόπον τῆς ἀνακλήσεως. Σοφίας δ' ἄν εἴη καὶ ἡ τοῦ δικαίου κρίσις. οὐ γὰρ ἄν τις ἀφροσύνῃ τὴν ἀληθῆ δικαιοσύνην προσάψειεν. Τί οὖν ἐν τούτοις τὸ δίκαιον; Τὸ μὴ τυραννικῇ τινι χρήσασθαι κατὰ τοῦ κατέχοντος ἡμᾶς αὐθεντίᾳ μηδὲ τῷ περιόντι τῆς δυνάμεως ἀποσπάσαντα τοῦ κρατοῦντος καταλιπεῖν τινα δικαιολογίας ἀφορμὴν τῷ δι' ἡδονῆς καταδουλωσαμένῳ τὸν ἄνθρωπον». Ὅπ.π., 64,22-65,13 (=PG 45, 68ΒC). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 2, P.Alexander, GNO, τ.5, 299,24-300,3 (=PG 44, 637Α).
8 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 44,4-10 (=PG 45, 48CD):«ἀλλ' ἐξῆν, φησὶ, καὶ εὐεργετηθῆναι τὸν ἄνθρωπον καὶ ἐν ἀπαθείᾳ τὸν Θεὸν διαμεῖναι. Ὁ γὰρ τῷ βουλήματι τὸ πᾶν συστησάμενος καὶ τὸ μὴ ὄν ὑποστήσας ἐν μόνῃ τῇ ὁρμῇ τοῦ θελήματος, τί οὐχὶ καὶ τὸν ἄνθρωπον δι' αὐθεντικῆς τινος καὶ θεϊκῆς ἐξουσίας τῆς ἐναντίας δυνάμεως ἀποσπάσας πρὸς τὴν ἐξ ἀρχῆς ἄγει κατάστασιν, εἰ τοῦτο φίλον αὐτῷ». Ὅπ.π., 57,23-58,2 (=PG 45, 61Α):«κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, ἑκουσίως ἡμῶν ἑαυτοὺς ἀπεμπολησάντων, ἔδει παρὰ τοῦ δι' ἀγαθότητα πάλιν ἡμᾶς εἰς ἐλευθερίαν ἐξαιρουμένου μὴ τὸν τυραννικὸν, ἀλλὰ τὸν δίκαιον τρόπον ἐπινοηθῆναι τῆς ἀνακλήσεως». Βλ., ἐπίσης, Ν. Χ. Ἰ ω α ν ν ί δ η, Ὁ Ἰωσήφ Βρυέννιος, 295-296, ἀπό τόν ὁποῖο ἐπισημαίνεται ὅτι ὁ χρησιμοποιούμενος ἀπό τούς πατέρες ὅρος «δικαίωσις», πού ἀναφέρεται στήν ἀπελευθέρωση καί στήν σωτηρία τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων ἀπό τόν θάνατο καί τήν δουλεία τοῦ διαβόλου, δέν μπορεῖ νά ἑρμηνευθεῖ ὑπό τήν διδόμενη νομική ἔννοια τῆς σχετικῆς θεολογικῆς διδασκαλίας τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας ἀλλά ὑπό τό πρίσμα τῆς ἐπαναποκτήσεως τῆς πατρικῆς κληρονομιᾶς καί τῆς δικαιώσεως τοῦ ἀνθρώπου διά τοῦ σωτηριώδους ἔργου τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου. Βλ., ὡσαύτως, Ἰ. Σ. Ρ ω μ α ν ί- δ ο υ, Τό προπατορικόν ἁμάρτημα, 18-21. Π. Ν έ λ λ α, Ἡ περὶ δικαιώσεως διδασκαλία, 30-38, ὅπου ἀναπτύσσεται ἡ σχετική μέ τό θέμα ἐκδοχή τῆς δυτικῆς θεολογικῆς σκέψεως. Βλ., ἐπίσης, Π. Ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.2, 180, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στήν «διά τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἱκανοποίησιν τῆς θείας δικαιοσύνης».
9 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 58,2-4 (=PG 45, 61Α):«οὗτος δέ ἐστί τις τὸ ἐπὶ τῷ κρατοῦντι ποιήσασθαι πᾶν ὅπερ ἄν ἐθέλοι λύτρον ἀντὶ τοῦ κατεχομένου λαβεῖν». Ὅπ.π., 60,1-10 (=PG 45, 61D-64Α):«ταύτην τοίνυν τὴν δύναμιν καθορῶν ὁ ἐχθρὸς ἐν ἐκείνῳ πλεῖον τοῦ κατεχομένου τὸ προκείμενον εἶδεν ἐν τῷ συναλλάγματι. Τούτου χάριν αὐτὸν αἱρεῖται λύτρον τῶν ἐν τῇ τοῦ θανάτου φρουρᾷ καθειργμένων γενέσθαι. Ἀλλὰ μὴν ἀμήχανον ἦν γυμνῇ προσβλέψαι τῇ τοῦ Θεοῦ φαντασίᾳ μὴ σαρκός τινα μοῖραν ἐν αὐτῷ θεωρήσαντα, ἥν ἤδη διὰ τῆς ἁμαρτίας κεχείρωτο. Διὰ τοῦτο περικαλύπτεται τῇ σαρκὶ ἡ θεότης, ὡς ἄν πρὸς τὸ σύντροφόν τε καὶ συγγενὲς αὐτῷ βλέπων μὴ πτοηθείη τὸν προσεγγισμὸν τῆς ὑπερεχούσης δυνάμεως». Βλ., ἐπίσης, Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 54,3-4 (=PG 44, 468CD). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 8, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 256,2-3 (=PG 44, 949Α).
10 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 58,16-21 (=PG 45, 61D).
11 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 58,21-60,1 (=PG 45, 61ΒD). Πρβλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 11, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 338,7-14 (=PG 44, 1012D-1013Α).
12 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 60,5-60,13 (=PG 45, 61D-64Α). Ὅπ.π., 64,15-22. 65,23-25 (=PG 45, 68ΑD). Πρβλ. καί Κ υ ρ ί λ λ ο υ Ἀ λ ε ξ α ν δ ρ ε ί α ς, Εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, Βιβλίον 10, PG 74, 329C. Ἄξιος ἀναφορᾶς στό σημεῖο αὐτό θεωρεῖται ὁ ὑπό τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου χρησιμοποιούμενος ὅρος «ἀντίψυχον», προκειμένου νά ἀποδώσει τήν ἔννοια τοῦ «ὑπέρ πάντων ὀφειλομένου ἐν τῷ θανάτῳ» λύτρου (Ἀ θ α ν α σ ί ο υ, Περὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, Ch. Kannengiesser, SC, τ.199, 294,12-296,15 [=PG 25, 112ΑΒ]). Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἐκτός τῶν ἄλλων τό θέμα τοῦ ἀποδέκτη τοῦ «λύτρου», τοῦ καταβληθέντος ὑπό τοῦ μεγάλου ἀρχιερέως Χριστοῦ ὑπέρ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπινου γένους (Πρβλ.Ματθ.20,28, Μάρκ.10,45, Γαλ.3,13), ὡς πρός τό ὁποῖο ὑπάρχουν δύο ἐκδοχές. Κατά τήν πρώτη ὡς ἀποδέκτης τοῦ «λύτρου» θεωρεῖται ἡ ὑπόσταση τοῦ Πατρός (Βλ., ἐνδεικτικῶς, Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Θ ε ο λ ό γ ο υ, Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, Λόγος 45, PG 36, 653ΑΒ. Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 170,7-10 [=PG 94, 1096C]), ἐνῶ κατά τήν δεύτερη ἐκδοχή ὡς ἀποδέκτης ἐκλαμβάνεται ὁ διάβολος(Βλ., κατ’ ἔνδειξιν, Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Ν ύ σ- σ η ς, Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 185,11-16 [=PG 46, 261CD], ὅπου ἀναφέρεται ἡ ἐπαναπόκτηση τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων ἀπό τόν «ἑαυτὸν δόντα λύτρον» Χριστό διά τῆς ἐξαγορᾶς αὐτοῦ ἐκ τῆς δουλείας τοῦ θανάτου. Βλ. καί Β α σ ι λ ε ί ο υ, Ὁμιλία εἰς τὸν πρῶτον Ψαλμὸν, PG 29, 440AB. Κ υ ρ ί λ λ ο υ Ἱ ε ρ ο σ ο λ ύ μ ω ν, Κατήχησις 12, PG 33, 741B). Ἀξίζει, βεβαίως, στό σημεῖο αὐτό νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀντί τοῦ καταβληθέντος ὑπό τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου «λύτρου» εἰσηγήθηκε τήν ἄποψη περί τῆς κατά τό κατά σάρκα πάθος τοῦ Χριστοῦ διαπραχθείσης ἐκ μέρους τοῦ διαβόλου «ἀσχημοσύνης» ( Ὑπόμνημα εἰς τήν Πρὸς Κολοσσαεῖς, Λόγος 6, PG 62, 340) Βλ., σχετικῶς, Π. Ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.2, 179-181, ἀπό τόν ὁποῖο ἡ ἐκδοχή τῆς ἀποδόσεως τοῦ «λύτρου» στόν διάβολο χαρακτηρίζεται ὡς ἐσφαλμένη. Δ. Τ σ ά μ η, «Ἡ περί τοῦ ἀποδέκτου», Κληρονομία 2(1970), 100-106. Π. Ν έ λ λ α, Ἡ περί δικαιώσεως διδασκαλία, 120-121. Ἰδιαίτερη μνεία τοῦ ἐν λόγῳ θέματος γίνεται ἐπίσης ἀπό τόν Ν. Χ. Ἰωαννίδη (Βλ. Ὁ Ἰωσήφ Βρυέννιος, 296-297), ὁ ὁποῖος κατατάσσει τόν Ἰωσήφ Βρυέννιο μεταξύ τῶν θεωρούντων ὡς ἀποδέκτη τοῦ «λύτρου» τήν ὑπόσταση τοῦ Πατρός.
13 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 68,8-17 (=PG 45, 69D). Ὅπ.π., 77,15-18 (=PG 45, 80Α). Ἐπιστολὴ 3, G. Pasquali, GNO, τ.8,2, 25,16-21 (=PG 46, 1021C). Ὅπ.π., 1, 10,11-13 (=PG 46, 1005D-1008A). Πρβλ. καί Περὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, PG 46, 636C. Εἰς τὸ, τότε καὶ αὐτὸς ὁ Υἱὸς, J.K.Downing, GNO, τ.3,2, 8,14-9,2 (=PG 44, 1308D-1309Α). Πρβλ., ἐπίσης, Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W.Jaeger, GNO, τ.1, 348,27-349,1 (=PG 46, 1049D).
14 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 62,3-14 (=PG 45, 64D-65Α). Ὅπ.π., 34,8-13 (=PG 45, 37ΒC). Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 281,4-6 καί 281,9-14 (=PG 46, 605D-608Α). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 8, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 254,17-20 καί 255,4-9 (=PG 44, 948ΒC). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 54,5-9 (=PG 44, 468D). Ὅπ.π., 59,6-9 (=PG 44, 473C). Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 202,13-19 (=PG 46, 276CD).
15 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 64,6-12 (=PG 45, 65D-68Α). Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 280,6-13 (=PG 46, 605C). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 221,27-222,2 (=PG 45, 1252C). Πρβλ. καί Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 2, P.Alexander, GNO, τ.5, 298,11-13 (=PG 44, 636Β).
16 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 66,6-10 (=PG 45, 68D). Ὅπ.π., 67,18-21 (=PG 45, 69C). Εἰς τὸ, τότε καὶ αὐτὸς ὁ Υἱὸς, J.K.Downing, GNO, τ.3,2, 13,22-14,7 (=PG 44, 1313Α). Ὅπ.π., 16,6-8. 16,12-13 (=PG 44, 1316Α).
17 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 4, W.Jaeger, GNO, τ.2, 153,25-154,2 (=PG 45, 732C).
18 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 13, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 381,1-4 (=PG 44, 1045C). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 133,4-9 (=PG 45, 1125D-1128Α).
19 Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H. Musurillo, GNO, τ.7,1, 41,13-16 (=PG 44, 333D). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 160,13-19 (=PG 45, 1165Α). Ὅπ.π., 221,15-20 (=PG 45, 1252Β). Ἐπιστολὴ 1, G. Pasquali, GNO, τ.8,2, 8,1-7 (=PG 46, 1004CD). Πρβλ. καί Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 7, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 236,13-14 (=PG 44, 933C). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 97,21-98,1 (=PG 45, 97Β).
20 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 61,3-15. 61,22-62,3 (=PG 45, 64ΒD). Εἰς τὴν φωτοφόρον καὶ ἁγίαν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 319,8-11 (=PG 46, 688D). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 4, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 107,4-5 (=PG 44, 836Β). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 349,18-22 (=PG 45, 505D). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 4, W. Jaeger, GNO, τ.2, 146,18-22 (=PG 45, 724C). Βλ. καί Μ α ξ ί μ ο υ Ὁ μ ο λ ο γ η τ ο ῦ, Πρὸς Θαλάσσιον, C. Laga-C. Steel, CCSG, τ.7, 129,36-37 (=PG 90, 312Β).
21 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 162,4-8 (=PG 44, 593Α).
22 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 81C.
23 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 43,15-18 (=PG 45, 48Α). Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 282,13-14 (=PG 46, 608Β). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 171,11-16 (=PG 45, 1180Β). Ἐπιστολὴ 3, G. Pasquali, GNO, τ.8,2, 20,9-23 (=PG 46, 1016ΒC). Πρὸς τοὺς βραδύνοντας εἰς τὸ Βάπτισμα, PG 46, 429Β. Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 254,6-9 (=PG 46, 661CD). Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 194,14-195,2 (=PG 45, 269D). Εἰς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, PG 46, 696Β. Περὶ θεότητος Υἱοῦ καὶ Πνεύματος λόγος, PG 46, 561Β. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W.Jaeger, GNO, τ.1, 349,27-350,5 (=PG 46, 1052C). Βλ., ἐπίσης, Ἀ θ α ν α σ ί- ο υ, Περὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, Ch. Kannengiesser, SC, τ.199, 284,25-36 (=PG 25, 108ΒC). Στό σημεῖο αὐτό ὁ ἱερός πατήρ τονίζει «τό ἀπρεπὲς καὶ ἀνάξιον τῆς τοῦ Θεοῦ ἀγαθότητος», στήν περίπτωση κατά τήν ὁποία τό ἀνθρώπινο γένος θα ἀφηνόταν στήν φθαρτική κατάσταση τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου.
24 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 98,15-21 (=PG 44, 524ΑΒ). Ὅπ.π., 100,21-22 (=PG 44, 525C). Ὅπ.π., 170,1-3 (=PG 44, 601Β). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 362,9-12 (=PG 45, 520C).
25 Βλ., ἐνδεικτικῶς, Εἰς τὸ, τότε καὶ αὐτὸς ὁ Υἱὸς, J.K.Downing, GNO, τ.3,2, 22,7-14 (=PG 44, 1320D). Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 132,12-20 (=PG 45, 361CD). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 214,16-21 (=PG 45, 800Β). Ὅπ.π., τόμος 10, W. Jaeger, GNO, τ.2, 303,12-24 (=PG 45, 900CD). Ὅπ.π., τόμος 1, W. Jaeger, GNO, τ.2, 20,25-21,2 (=PG 45, 581C). Πρὸς Θεόφιλον, Κατὰ Ἀπολιναριστῶν, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 126,14-17 (=PG 45, 1276C).
26 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 102,14-17 (=PG 44, 528C). Ὅπ.π., 105,14-15 (=PG 44, 532Β). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 2, P.Alexander, GNO, τ.5, 299,15-19 (=PG 44, 636D). Εἰς τὸ, τότε καὶ αὐτὸς ὁ Υἱὸς, J.K.Downing, GNO, τ.3,2, 8,14-15 (=PG 44, 1308D).
27 Βλ. Ἐπιστολὴ 3, G. Pasquali, GNO, τ.8,2, 23,27-31 (=PG 46, 1020C). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 224,17-19 (=PG 45, 1256C). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 54,14-15 (=PG 44, 469Α).
28 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 56,7-8 (=PG 44, 469D-472A). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 46,7-9 (=PG 44, 789Β). Ὅπ.π., Λόγος 15, 449,1-3 (=PG 44, 1101Β). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 7, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 151,20-26 (=PG 44, 1280CD). Ὁ Ἠ. Μουτσούλας ἐπισημαίνει τήν δυνατότητα διακρίσεως «τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς σαρκώσεως» σέ «ἀρνητικά» καί σέ «θετικά», κατατάσσοντας στήν πρώτη μέν κατηγορία «τήν ἀπελευθέρωσιν ἐκ τοῦ θανάτου, τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ δαίμονος», στήν δεύτερη δέ «τήν ἐπιστροφήν τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεόν, νοουμένην ὡς συμφιλίωσιν, ὡς υἱοθεσίαν, ὡς θέωσιν τοῦ ἀνθρώπου» (Γρηγόριος Νύσσης, 423).
29 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 7, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 215,8-14 (=PG 44, 917ΑΒ). Ὅπ.π., Λόγος 10, 304,16-19 (=PG 44, 988Α). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 61,15-62,25 (=PG 44, 1180Β-1181Α). Ὅπ.π., 69,9-25 (=PG 44, 1188CD).
30 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 34,8-13 (=PG 45, 37ΒC). Ἀναφερόμενος ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης στήν ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ πρόγνωση τῆς διά τῆς παρακοῆς παραβάσεως τοῦ ἀνθρώπου, καί ἀπαντώντας στό ὑποθετικό ἐρώτημα γιά τήν σκοπιμότητα τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, ἐφόσον προέβλεπε ὁ Θεός ὅτι ὁ ἄνθρωπος θά ἀπομακρυνόταν ἀπό τό ἀγαθό, τονίζει χαρακτηριστικῶς: «τί οὖν ἄμεινον ἦν; καθόλου μὴ ἀγαγεῖν τὴν φύσιν ἡμῶν εἰς γένεσιν, ἐπειδὴ τοῦ καλοῦ διαμαρτήσεσθαι προεώρα τὸ γενησόμενον, ἤ ἀγαγόντα καὶ νενοσηκότα πάλιν πρὸς τὴν ἐξ ἀρχῆς χάριν ἀνακαλέσασθαι;» (Ὅπ.π., 34,18-21 [=PG 45, 37ΒC]). Ὁ Π. Τρεμπέλας ἐπισημαίνει σχετικῶς μέ τό θέμα αὐτό ὅτι ἡ ἀδιαμφισβήτητη πρόγνωση ἐκ μέρους τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ τῆς πτώσεως τῶν προπατόρων τοῦ ἀνθρώπινου γένους δέν ὑποδηλώνει ὅτι «προϊδών (ὁ Θεός) ταύτην προκαθώρισεν αὐτήν», ἐκδηλώνοντας τοιουτοτρόπως τό θέλημά του, ἀλλά καθιστᾶ πρόδηλο τό γεγονός ἀφ’ ἑνός μέν τῆς προγνώσεως ἀπό τόν Θεό τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου ὡς «ἐλευθέρας ἐκδηλώσεως τοῦ ἀνθρώπου», ἀφ’ ἑτέρου δέ τῆς παραχωρήσεως τῆς πτώσεως ἀπό αὐτόν, ὁ ὁποῖος «ᾠκονόμησε συγχρόνως καί τά τῆς ἐπανορθώσεως αὐτῆς» (Δογματική, τ.1, 514). Βλ., ἐπίσης, Ἀ θ α ν α σ ί ο υ, Περὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, Λόγος 1, Ch. Kannengiesser, SC, τ.199, 262,33-36 (=PG 25, 97C). Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Κατὰ Ἀρειανῶν, Λόγος 2, M. Tetz, Athanasius Werke, τ,1,Ι, 252,1-253,16 (=PG 26, 305ΒC). Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 103,2-8 (=PG 94, 972Α).
31 Βλ. Πρὸς Συμπλίκιον, Περὶ πίστεως, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 63,10-21 (=PG 45, 137C-140Α). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 4, W.Jaeger, GNO, τ.2, 154,13-14 (=PG 45, 732C). Ὅπ.π., τόμος 9, W.Jaeger, GNO, τ.2, 267,1-7 (=PG 45, 860Β). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 159,14-19 (=PG 45, 1164Β). Ὅπ.π., 151,14-16 (=PG 45, 1152C).
32 Βλ. Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 369,28-370,11 (=PG 45, 528CD).
33 Βλ. Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 313,13-17 (=PG 45, 468ΒC). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 2, P.Alexander, GNO, τ.5, 305,9-19 (=PG 44, 641ΒC). Ὅπ.π., Λόγος 3, 314,14-315,1 (=PG 44, 649C). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 1, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 10,20-26 (=PG 44, 1125ΒC).
34 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G. Heil, GNO, τ.9, 54,1-16 (=PG 46, 524ΑΒ).
35 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 36,8-16 (=PG 45, 40C).
36 Βλ., σχετικῶς, Εἰς τὸ, τότε καὶ αὐτὸς ὁ Υἱὸς, J.K.Downing, GNO, τ.3,2, 21,12-21 (=PG 44, 1320ΒC). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 373,22-374,3 (=PG 45, 532D). Πρβλ. καί Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 20,9-20 (=PG 44, 1136D-1137Α).
37 Βλ. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 196,16-23 (=PG 45, 1216Β). Εἰς τὸ, τότε καὶ αὐτὸς ὁ Υἱὸς, J.K.Downing, GNO, τ.3,2, 27,12-18 (=PG 44, 1325Β), ὅπου γίνεται ἀναφορά ἀπό τόν Γρηγόριο στό περί «καταλλαγῆς» τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό σχετικό ἁγιογραφικό χωρίο (=Ρωμ. 5,10).
38 Βλ. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 203,23-29 (=PG 45, 1225CD).
39 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 13, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 381,16-19 (=PG 44, 1048Α). Ὅπ.π., 348,17-18 (=PG 44, 1049Β). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 152,2-7 (=PG 45, 1153Α). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 386,6-11 (=PG 45, 545CD). Ὅπ.π., 388,24-389,1 (=PG 45, 549Α). Ὅπ.π., 388,11-15 (=PG 45, 548D), ὅπου ὁ Γρηγόριος, πρός ἔκφραση τῆς προσλήψεως ἀπό τόν Θεό Λόγο ὅλης τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο «συναμφότερον». Βλ., ἐπίσης, Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 152,30-153,4 (=PG 45, 1153D).
40 Βλ. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 191,20-24 (=PG 45, 1208D). Περὶ παρθενίαςJ.P.Cavarnos, GNO,τ.8,1, 254,17-21 (=PG 46, 324Α). Ἐπιστολὴ 3, G. Pasquali, GNO, τ.8,2, 26,1-11 (=PG 46, 1021D-1024Α). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 1, W. Jaeger, GNO, τ.2, 19,8-20 (=PG 45, 580D-581Α).
41 Βλ., ἐνδεικτικῶς, Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 374,10-17 (=PG 45, 533Α). Ὅπ.π., 386,11-14 (=PG 45, 545D). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 151,17-20 (=PG 45, 1152C). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 13, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 381, 19-22 (=PG 44, 1048Α). Περὶ τελειότητος, W. Jaeger, GNO, τ.8,1, 206,9-11 (=PG 46, 280Β). Περί τῆς ἐκφραζόμενης αὐτῆς ἀπόψεως τοῦ Γρηγορίου βλ. καί Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Γρηγόριος Νύσσης, 418-419.
42 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 4, W. Jaeger, GNO, τ.2, 155,16-27 (=PG 45, 733ΒC). Ὅπ.π., 157,9-20 (=PG 45, 736D-737A). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 44,3-6 (=PG 44, 1160D). Ἐπιλαμβανόμενος ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης τοῦ θέματος τῆς ἐπανόδου τοῦ ἀνθρώπινου γένους στήν πρώτη του ζωή καί μακαριότητα διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου τονίζει ἰδιαιτέρως ὅτι κατά τήν ἐπιτέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου δέν παρέμεινε «ἄπρακτος καὶ ἀνενέργητος» ὁ Πατήρ, τήν συμμετοχή τοῦ ὁποίου ἐν προκειμένῳ ἠρνεῖτο ὁ Εὐνόμιος, στήν προσπάθειά του νά διαφοροποιήσει τόν Υἱό ἀπό τόν Πατέρα κατά τήν οὐσία (Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 10, W. Jaeger, GNO, τ.2, 303,7-24 [=PG 45, 900CD]). Στό συμπέρασμα αὐτό κατέληγε κατόπιν τῆς ἐκφορᾶς τῆς συλλογιστικῆς ἐκείνης προτάσεως, κατά τήν ὁποία ἡ ἐν λόγῳ διαφορά καταδεικνυόταν ἀπό τήν ἄποψη ὅτι ὁ Πατήρ τυγχάνει «ἐλεύθερος» καί «ἀπρόσιτος» ἀπό τά «πάθη», ἐν ἀντιθέσει πρός τόν Υἱό, τοῦ ὁποίου ἡ οὐσία κατά τήν κακόδοξη ἀντίληψη τοῦ Εὐνομίου πρέπει νά ἐκληφθεῖ ὡς «ἐμπαθὴς» καί «ἐπίκηρος», λόγῳ τῆς ὑπ' αὐτοῦ κατά τήν ἐνανθρώπηση οἰκειοποιήσεως τῶν «παθῶν», καί ὡς ἐκ τούτου καί ὡς «διάφορος» τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός. Ἡ διαφοροποίηση, ὅμως, αὐτή πού ἀναδεικνύεται ἀπό τόν Εὐνόμιο ἀποδίδει κατά τήν ἀντίληψη τοῦ Γρηγορίου εἴτε στόν Υἱό τήν ἰδιότητα τῆς «κακίας» εἴτε στόν Πατέρα τήν ἰδιότητα τῆς «ἀδυναμίας». Καί τοῦτο, διότι, ἐάν ἡ πρόσληψη τῆς σαρκός θεωρεῖται ὡς «κακὸν», εἶναι εὔλογο ὅτι ἀποδίδεται στόν Μονογενῆ Υἱό ἡ «κακία». ἐάν, πάλι, ἡ κατά τήν θεία «οἰκονομία» ἐπιδεικνυόμενη φιλανθρωπία θεωρεῖται ὡς «ἀγαθὸν», εἶναι φυσικό κατά τόν Γρηγόριο νά ἀναδεικνύεται ὁ Πατήρ «ἀδύνατος εἰς τὸ ἀγαθὸν», ἐφόσον δέν «ἠδυνήθη τὴν τοιαύτην χάριν διὰ σαρκὸς ἐνεργῆσαι» (Βλ. ὅπ.π., 301,26-302,13 [=PG 45, 897D-900Α]). Ἡ ἄποψη, ἐξ ἄλλου, τοῦ Εὐνομίου ὅτι «ἀνάγκη μείζους τε καὶ ἐλάττους τὰς οὐσίας εἶναι ἐν τῇ περὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος τεχνολογίᾳ» καθιστᾶ κατά τόν Γρηγόριο τά γεγονότα τῆς θείας «οἰκονομίας» ψευδῆ (Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 109,14-112,7 [=PG 45, 337Α-340C]). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 319,16-320,10 (=PG 45, 473D-476Α). Βλ., ἐπίσης, Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 9, W. Jaeger, GNO, τ.2, 285,4-12 (=PG 45, 880ΑΒ). Πρβλ. καί Πρὸς Συμπλίκιον, Περὶ πίστεως, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 64,17-22 (=PG 45, 140C).
43 Βλ. Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 200,4-9 (=PG 46, 273D). Πρβλ. καί Ἐπιστολὴ 17, G. Pasquali, GNO, τ.8,2, 52,20-29 (=PG 46, 1060ΒC). Ὅπ.π., 5, 33,17-34,7 (=PG 46, 1032CD). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 68,21-69,4 (=PG 45, 72A).
44 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 15, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 467,6-14 (=PG 44, 1117ΑΒ). Εἰς τὸ, τότε καὶ αὐτὸς ὁ Υἱὸς, J.K.Downing, GNO, τ.3,2, 22,7-16 (=PG 44, 1320D-1321Α). Πρὸς Συμπλίκιον, Περὶ πίστεως, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 62,20-63,1 (=PG 45, 137Β). Βλ., ἐπίσης, K. B a r t h, Dogmatik, τ.1,1, 472-474.
45 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 3, W. Jaeger, GNO, τ.2, 115,18-116,28 (=PG 45, 688D-689Β). Ὅπ.π., 128,5-19 (=PG 45, 701D-704Α). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 232,27-233,2 (=PG 45, 1268CD). Ὅπ.π., 221,12-14 (=PG 45, 1252Β). Ὅπ.π., 185,1-7 (=PG 45, 1200Β). Πρὸς Θεόφιλον, Κατὰ Ἀπολιναριστῶν, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 124,21-125,10 (=PG 45, 1273D-1276Α). Βλ., ἐπίσης, καί N. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τ.3, 247. 253-254. Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Ἡ Σάρκωσις, 123.
46 Βλ. Ἐπιστολὴ 3, G. Pasquali, GNO, τ.8,2, 25,1-8 (=PG 46, 1021ΑΒ).
47 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 3, W. Jaeger, GNO, τ.2, 130,11-22 (=PG 45, 705ΑΒ).
48 Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H. Musurillo, GNO, τ.7,1, 41,19-22 (=PG 44, 333D-336Α). Ἐπιστολὴ 3, G. Pasquali, GNO, τ.8,2, 23,5-14 (=PG 46, 1020ΑΒ). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 10, W. Jaeger, GNO, τ.2, 300,15-27 (=PG 45, 897ΑΒ). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 387,13-16 (=PG 45, 548Β). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 4, W. Jaeger, GNO, τ.2, 143,10-15 (=PG 45, 720D).
49 Βλ. Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 319,16-320,10 (=PG 45, 473D-476Α).
50 Βλ. Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 358,23-360,3 (=PG 45, 516D-517Β). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 1, W. Jaeger, GNO, τ.2, 21,2-7 (=PG 45, 581D). Ὅπ.π., 22,24-23,2. (=PG 45, 584D). Ὅπ.π., τόμος 2, 89,8-11 (=PG 45, 660Α). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 13, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 390,22-391,6 (=PG 44, 1056ΑΒ). Ὅπ.π., 384,16-18 (=PG 44, 1049Β). Βλ., σχετικῶς, καί Κ. Ἠ. Λ ι ά κ ο υ ρ α, Τό μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος, 112-125, ὅπου τό μνημονευόμενο χωρίο διασαφηνίζεται ὑπό τό πρίσμα τῆς ἐπιτελούμενης ἀπό τόν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας ἑρμηνευτικῆς προσεγγίσεως καί ἀποδόσεως. Σύμφωνα μέ τήν ἀπόδοση τῆς ἑρμηνευτικῆς αὐτῆς θεωρήσεως τοῦ Κυρίλλου, τό ἁγιογραφικό χωρίο Παροιμ. 8,22 «ἐνδείκνυται νά συνδεθεῖ καί νά συναφθεῖ κατ’ ἔννοιαν μέ τό ἐδάφιο τοῦ ἀκολουθοῦντος κεφαλαίου “ἡ σοφία ᾠκοδόμησεν ἑαυτῇ οἶκον” (=Παροιμ. 9,1)» καθώς καί μέ τήν «προσδιοριστική πρόταση», ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ(«ἀρχήν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ») καί «καθιστᾶ τό ρῆμα “ἔκτισε” συντακτικῶς καί ἐννοιολογικῶς συνδετικό, πράγμα τό ὁποῖο ἀφαιρεῖ ἀπό τό ὑπ’ ὄψη ρῆμα τήν παραγωγικήν ὑπαρκτική ἔννοια». Ὡς πρός τόν σημασιολογικό, ἑπομένως, προσδιορισμό τοῦ σχετικοῦ ἐδαφίου, «ὡς οἰκοδομημένος ὑπό τῆς σοφίας αὐτῆς οἶκος» νοεῖται ἡ «ἐν χρόνῳ λήψη τῆς κτιστῆς φύσεως» ἀπό τόν Θεό Λόγο, « προκειμένου ἔτσι νά καταστεῖ ὡς ἄνθρωπος ... “ἀρχὴ τῶν ὁδῶν τοῦ Κυρίου καὶ τῶν ἔργων αὐτοῦ”, ἤτοι τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, διά τῆς ἐργασίας καί τηρήσεως τῶν ὁποίων ... καθίσταται ἐπιτευκτή ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεόν, ἡ ἠθική του τελείωση καί ὁ ἐξαγιασμός του». Τονίζεται, ἐπίσης, κατά τήν ἀποτυπούμενη σχετική διδασκαλία τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας ὅτι «ὅσον ἀφορᾶ τά ὑπάρχοντα ὄντα καί τίς ὑφιστάμενες καταστάσεις» τό ρῆμα «κτίζω» «ἐνδείκνυται νά ἐκλαμβάνεται ὅτι ἀποδίδει τήν ἔννοια τῆς λήψεως κάποιας ἄλλης ἀρχῆς», πού καθίσταται «ταυτόσημη τῆς ἠθικῆς ἤ ποιοτικῆς μεταβολῆς ἤ μεταποιήσεως αὐτῶν».
51 Βλ., ἐνδεικτικῶς, Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 59,19-25 (=PG 45, 284CD). Ὅπ.π., 115,22-116,15 (=PG 45, 344CD). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 354,5-18 (=PG 45, 512ΒC). Ὅπ.π., 399,12-17 (=PG 45, 560C). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 1, W. Jaeger, GNO, τ.2, 26,1-6 (=PG 45, 588Β), ὅπου ὁ Γρηγόριος ἐπικαλεῖται τήν θεολογία τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, «τὴν πάντα τὰ κτισθέντα ἔργον εἶναι τοῦ Λόγου ὑμνήσασαν», ἡ ὁποία δέν θά ἦταν δυνατόν κατά τόν Γρηγόριο νά «νομισθῇ ἀληθὴς», στήν περίπτωση κατά τήν ὁποία «ὁ τὴν σοφίαν κτίσας μετ’ αὐτῆς καὶ τὰ ἄλλα πάντα πεποιηκέναι πιστεύοιτο». Ὅπ.π., τόμος 2, 61,14-19 (=PG 45, 628ΒC). Ὅπ.π., 87,8-12. 88,10-15 (=PG 45, 656D. 657ΒC). Ὅπ.π., 90,16-91,3 (=PG 45, 660D-661Α). Στό τελευταῖο αὐτό χωρίο ὁ Γρηγόριος χαρακτηρίζει τήν ἀπόδοση τῆς «τοῦ ποιήματος καὶ κτίσματος προσηγορίας» στήν ἄκτιστη ὑπόσταση τοῦ «πεποιηκότος τὰ πάντα» Θεοῦ Λόγου ὡς «κακουργίαν καὶ ἀπάτην καὶ φενακισμὸν».
52 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 72,16-21. 73,18-74,4. (=PG 45, 73D-76Β). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 221,21-25 (=PG 45, 1252Β). Ὅπ.π., 171,13-20 (=PG 45, 1180ΒC). Ἐπιστολὴ 4, G. Pasquali, GNO, τ.8,2, 29,24-30,7 (=PG 46, 1028ΒC). Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 248,13-26 (=PG 46, 656CD). Βλ., ἐπίσης, K. B a r t h, Dogmatik, τ.1,2, 57-60.