4. Ἡ μετά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου «αὐτεξούσιος κίνησις» τῆς ψυχῆς του.

Ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης ἀποδίδεται ὅλως ἰδιαίτερη σημασία καί ἔμφαση στήν δύναμη τῆς ἐλεύθερης καί ἐξ ἰδίας βουλήσεως ἐπιλογῆς, ἡ ὁποία συνιστᾶ ἰδιάζον προσδιοριστικό γνώρισμα τῆς ἔλλογης κτιστῆς φύσεως1 καί ἐκδηλώνεται διά τοῦ συνημμένου μέ τήν κτιστή φύση τῶν λογικῶν ὄντων χαρακτηριστικοῦ τῆς κινητικῆς δραστηριότητας αὐτῶν2. Εἶναι εὔλογο, ὡς ἐκ τούτου, νά ἀπασχολεῖ ἰδιαιτέρως τόν Γρηγόριο ἡ ἀνάδειξη τῆς λειτουργίας τοῦ «αὐτεξουσίου» τοῦ ἀνθρώπου μετά τήν πτώση του. Σύμφωνα μέ τόν Καππαδόκη θεολόγο, ἐνεργώντας κατά προαίρεσιν ὁ ἄνθρωπος καί κάνοντας χρήση τῆς βουλήσεώς του ἔστρεψε κατ' ἄστοχον τρόπο τήν δύναμη τῆς ἐπιθυμίας του στήν ἁμαρτία3 καί μετέτρεψε τήν κατ’ ἐπιλογήν τῆς βουλήσεώς του ροπή τῆς φύσεώς του ἀπό προνόμιο, τό ὁποῖο ἀναδεικνύει τό γένος τῶν ἀνθρώπων «ἰσόθεον»4, σέ μέσο πραγματώσεως τῆς παρακινήσεώς του ἀπό τόν διάβολο στήν προσοικείωση τοῦ κακοῦ5. Ἀπώλεσε, κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, τό ἀνθρώπινο γένoς τήν κληρονομία τῶν θείων δωρεῶν καί τήν μέθεξη αὐτῶν6 καί ἀπέκτησε τό μετά τήν πτώση προσδιοριστικό γνώρισμα τῆς «πρὸς τὸ καλὸν» ἤ πρός τήν διαβίωση «ἐν τῷ σκότει» ἀμφιρρέπειας7.
Τό γεγονός τῆς μεταπτωτικῆς καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου νά ἐμφορεῖται ἀπό ἀντίρροπες τάσεις καί νά διακρίνεται ἀπό ἀμφιρρέπεια προσιδιάζει κατά τόν Γρηγόριο ἔκτοτε στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου, καθόσον ὁ ἀνθρώπινος βίος μετά τήν πτώση ταλανίζεται ἀπό μία ἀλλοιωτική ἀστάθεια8, πού διαμορφώνει τόν ἄνθρωπο ἀφ’ ἑνός μέν ἀναλόγως μέ τό ἀντικείμενο τῆς ἐπιθυμίας του9, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἀναλόγως μέ τήν ἔνταση τῆς διαθέσεώς του πρός αὐτό10. Εὑρισκόμενη, ἔτσι, ἡ εὐεπηρέαστη «κίνησις» τῆς ἐπιθυμίας τοῦ ἀνθρώπου μεταξύ τῆς ἐπιλογῆς τῆς «ἐμπαθοῦς» ὕλης καί τῆς ἐκ φύσεως ροπῆς της πρός τό «κρεῖττον»11 καί πρός τήν ἀπόλαυση τοῦ κάλλους καί τῆς δόξας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ12, διαχειρίζεται καί κατευθύνει τίς «κινήσεις» τῆς ψυχῆς κατά τέτοιον τρόπο ὥστε αὐτές νά ὑπηρετοῦν εἴτε τήν πραγμάτωση τῆς ἀρετῆς εἴτε τήν διάπραξη τῆς κακίας13.
Πρέπει νά ὑπογραμμισθεῖ ὅτι ἡ διερεύνηση ἀπό τόν Γρηγόριο τῆς λειτουργίας τῆς «αὐτεξουσίου κινήσεως» τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου μετά τήν πτώση του ἐπαναφέρει πρός διευκρίνιση τό ζήτημα τῆς θεωρήσεως καί τοῦ ἐννοιολογικοῦ προσδιορισμοῦ τοῦ ὀντολογικῶς ἀνυποστάτου κακοῦ14 καί τῆς ἀποδόσεως τῆς αἰτίας αὐτοῦ στήν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου15. Καί τοῦτο, διότι ἡ προαίρεσή του αὐτή, ἐπειδή τοποθετεῖται ἀπό τόν Γρηγόριο ἐπί τῶν ὁρίων ἀφ’ ἑνός μέν τῆς νοερᾶς καί «ἀβαροῦς» φύσεως τῆς ψυχῆς, ἀφ’ ἑτέρου δέ τοῦ ὑλικοῦ καί γήινου εἴδους τοῦ σώματος16, ἐμφορεῖται ἀπό τίς ἀναλογοῦσες σέ κάθε ἕνα ἀπό τά ἐν λόγῳ διακριτικά τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων τάσεις17. Σημειώνεται, ἐξ ἄλλου, ἀπό τόν Γρηγόριο ὅτι ἡ στροφή τῆς «αὐτεξουσίου κινήσεως» τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς προαιρέσεώς του πρός τό ἀγαθό, πού κατά τόν ἱερό πατέρα ἐμφαίνει τήν κινητική δραστηριοποίησή της καί τήν ἀπόσπασή της ἀπό τήν δι’ ἀπραξίας προσκόλλησή της στό κακό18, καθιστᾶ τήν πραγμάτωση τῆς ἀρετῆς ἀπόρροια τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι ἀποτέλεσμα ἐξαναγκασμοῦ του19.
Ἡ θεώρηση ἀπό τόν Γρηγόριο τοῦ ἀγαθοῦ αὐτοῦ εἴδους τῆς προαιρέσεως ὡς προϋποθέσεως ἐπαναποκτήσεως ἀπό τόν ἄνθρωπο τῶν ἀπορρεόντων ἀπό τήν θεία υἱοθεσία προνομίων20, πού προσδιορίζουν ὅλα τά χαρακτηριστικά τῆς θείας εἰκόνας21, μέ τά ὁποῖα αὐτός προικίσθηκε, συνιστᾶ θεμελιῶδες σημεῖο τῆς διδασκαλίας τοῦ ἱεροῦ πατρός. Μέ τήν πράξη τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς ἀπομακρύνσεώς του ἀπό τήν ὕλη22 καί τῆς προσκολλήσεώς του στόν Τριαδικό Θεό ἀποδεικνύεται κατά τόν Καππαδόκη θεολόγο ἡ πρός τόν Τριαδικό Θεό ὑπάρχουσα συγγένεια τοῦ «κατ' εἰκόνα» αὐτοῦ κτισθέντος ἀνθρώπου23, ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἐπαναποκτᾶ τήν ὁμοίωσή του πρός τόν Θεό καί πραγματώνει τήν μέθεξη τῶν κατά φύσιν ἐνυπαρχόντων στόν Θεό καί συνιστώντων τά περί τήν οὐσία αὐτοῦ, δηλαδή τά ἄκτιστα φυσικά ἰδιώματά του πού ἐμφαίνονται διά τῶν θείων ὀνομάτων καί προσηγοριῶν24.
Οἱ ἀρετές τῆς δικαιοσύνης, τῆς ὁσιότητας καί τῆς ἀγαθότητας – τονίζει ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης –, καθώς καί πλῆθος ἄλλων πού συνιστοῦν διακριτικά στοιχεῖα τοῦ πρωτότυπου θείου κάλλους25, καθίστανται τά χαρακτηριστικά ἐκεῖνα μέ τά ὁποῖα ἡ προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου συμβάλλει κατ' ἀποφασιστικόν τρόπο στήν ἀναδόμηση καί ἀναμόρφωση καί ἀποκατάσταση τῆς ἀμαυρωθείσης ἀπό τό ἁμάρτημα τῆς παρακοῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, τῆς δημιουργηθείσης «κατ' εἰκόνα» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ26, καί προσδιορίζει ἐκ νέου τήν διά πίστεως διαδηλούμενη συνάφειά του μέ αὐτόν27.
Στό σημεῖο αὐτό πρέπει ἐξ ἄλλου νά ἐπισημανθεῖ ἡ ἐξαιρετική σημασία τήν ὁποία ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης ἀποδίδει στά ἐκ τῆς βουλήσεως τοῦ ἀνθρώπου προερχόμενα ἔργα, ἐφόσον ἀνάλογη μέ τό εἶδος καί τήν ποικιλία τους θα εἶναι καί ἡ «ἀδέκαστος» κρίση τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο28. Ἔτσι, εἶναι δυνατόν νά λεχθεῖ ὅτι ἡ δυνατότητα τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς καί ἐκλογῆς πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος νά χρησιμοποιήσει τίς ἐκ φύσεως ἐνυπάρχουσες σέ αὐτόν σωματικές καί πνευματικές ἰδιότητές του29 κατά τρόπον πρόσφορο καί λυσιτελῆ ἤ ἄστοχο καί δυσμενῆ γι' αὐτόν30 ἐπιφέρει κατά τόν ἱερό πατέρα εἴτε τήν ἀπολύτρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά δεινά τῆς καταστάσεως, στήν ὁποία κατ' ὀδυνηρόν τρόπο περιέπεσε μεταπτωτικῶς, εἴτε τήν στέρηση γι' αὐτόν τῆς μεθέξεως τῶν θείων ἀγαθῶν, πού ἀπορρέει ἀπό τήν ἀποποίηση ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς συνάφειας αὐτοῦ μέ τόν Τριαδικό Θεό31.

5. Ἡ μεταπτωτική λειτουργία τῆς νοήσεως τοῦ ἀνθρώπου.


α΄. Ὁ νοῦς ὡς ἡ δύναμη ἐκδηλώσεως καί κατευθύνσεως τῆς προαιρέσεως.

Στό πλαίσιο τῆς ἀναπτυσσόμενης διδασκαλίας τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης περί τῶν στοιχείων ἐκείνων πού συνετέλεσαν στήν ἔκπτωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν πρώτη μακαριότητά του καί ἀποτελοῦν τό κριτήριο τοῦ προσανατολισμοῦ τῆς διαθέσεώς του πρός τό ἀγαθό ἤ τό κακό ἐντάσσεται καί ἡ πραγμάτευση ἀπό τόν ἱερό πατέρα τῆς φύσεως τῆς διανοητικῆς δυνάμεως τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία, διά τῆς λειτουργίας της ὡς «κατόπτρου», διαμορφώνει τόν ἄνθρωπο μέ τά χαρακτηριστικά τοῦ κατοπτριζόμενου σέ αὐτήν ἀντικειμένου32. Τό «ἡγεμονικὸν» τῆς ψυχῆς, πού ἀποτελεῖ προσδιοριστικό γνώρισμα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ὡς δημιουργηθείσης «κατ' εἰκόνα» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ33, καθίσταται κατά τόν Γρηγόριο τό μέσο, διά τοῦ ὁποίου ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου καί κατά τό νοητό καί κατά τό αἰσθητό μέρος της εἴτε κοινωνεῖ τοῦ ἀληθοῦς καί ἄφραστου κάλλους τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὁ νοῦς μετέχει «τῆς πρὸς τὸ ἀρχέτυπον ὁμοιότητος», εἴτε οἰκειοποιεῖται διά τῆς διασπάσεως τῶν μερῶν της τό «ἄμορφον» εἶδος τῆς ὕλης καί τοῦ ὑλικοῦ φρονήματος34.
Ἐπιθυμώντας ὀ Γρηγόριος νά παραστήσει ὅσον τό δυνατόν ἐναργέστερα τήν μετά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου κατάσταση τῆς νοήσεως αὐτοῦ, τονίζει ὅτι τό ὀδυνηρό ὀλίσθημα τῆς παρακοῆς, τό ὁποῖο ἐπέφερε τήν διάσπαση τῆς ἀγαθῆς συναρμογῆς τοῦ αἰσθητοῦ καί τοῦ νοητοῦ μέρους τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου καί τό ὁποῖο εὐθύνεται γιά τήν ἐξάπλωση τῆς «ἀμόρφου» ὑλικῆς διαθέσεως καί καταστάσεως στόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, κατέστησε τήν νόηση αὐτοῦ, τήν ἐμφορούμενη ἔκτοτε ἀπό τήν «ἄλογον» διάθεση, νά ὁμοιάζει πρός τά ἄλογα κτήνη καί νά καλλιεργεῖ τά ἐκπορευόμενα ἀπό τήν κακία πάθη35. Ὑπογραμμίζεται ἐπιπλέον ὅτι ἡ νοητική δύναμη καί ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου, πού δημιουργήθηκε ἀπό τόν Τριαδικό Θεό ὡς εἰκόνα αὐτοῦ, συγκλονίζεται ἀπό τήν ἐπίδραση τῶν παθῶν καί τῶν ἐπιταγῶν τοῦ σώματος36 καί, ἀντί νά ἡνιοχεῖ τό αἰσθητό μέρος τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, διευθύνεται ἀπό αὐτό37.
Ἡ παρείσδυση τοῦ ὑλικοῦ καί σωματικοῦ φρονήματος στό «ἡγεμονικὸν» τοῦ ἀνθρώπου ἐπέφερε ἀκολούθως κατά τόν Καππαδόκη πατέρα τήν διάσπαση τῆς ἐνέργειας τοῦ νοῦ στήν πολυμορφία τῆς ὕλης38 καί τήν στροφή τῆς ὀπτικῆς δραστηριότητας τῆς ψυχῆς στά ἀντιληπτά διά τῶν αἰσθήσεων ἀντικείμενα39, τά ὁποῖα προσφέρουν μέν πρόσκαιρη εὐχαρίστηση, ἐμποδίζουν ὅμως τήν διάνοια στήν ἐκ μέρους της προσέγγιση καί κατανόηση τοῦ ὄντως ἀγαθοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ40. Μέ τήν ἐπισκότιση τῆς ἐνέργειας τοῦ νοῦ ἀπό τήν δύναμη καί τήν ἀπόλαυση τῶν αἰσθήσεων – σημειώνει ὁ ἱερός πατήρ – μεταβάλλεται τό κριτήριο τῆς διακρίσεως τοῦ ἀγαθοῦ ἀπό τό κακό41 καί παρεμποδίζεται ἔτσι ἡ μετοχή τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων στήν ἀρετή42, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας ἡ «θεωρητικὴ» καί «διακριτικὴ» δύναμη τοῦ νοῦ συναρμόσθηκε καί συνήφθη μέ τήν ἀνθρώπινη φύση43.
Γίνεται, λοιπόν, σαφές γιά τόν Γρηγόριο ὅτι ἡ νοητική ἐνέργεια καθίσταται ἡ δύναμη ἐκείνη τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία διά τῆς κινήσεώς της διαχειρίζεται καί κατευθύνει τήν «διάθεσιν» τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου πρός τό ἀγαθό ἤ πρός τό κακό44. Ἡ κίνηση, ὡς ἐκ τούτου, αὐτή τοῦ νοῦ θεωρεῖται ὑπεύθυνη γιά τόν προσανατολισμό καί τήν κατεύθυνση τῆς προαιρέσεως τοῦ ἀνθρώπου καί γιά τήν ἐπακόλουθη αὐτῆς διαμόρφωση τῶν ἰδιοτήτων καί τῆς λειτουργίας τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀναλόγως μέ τό ἀντικείμενο στό ὁποῖο διά τῆς ἐνεργούμενης ἐπιλογῆς στρέφεται καί τοῦ ὁποίου, διά τῆς κατευθύνσεως αὐτῆς, φέρει τά διακριτικά γνωρίσματα καί χαρακτηριστικά45. Ἡ ἐκτεθεῖσα αὐτή ἑρμηνευτική ἄποψη ἐπιδεικνύεται ἐμφαντικότερα μέ τήν ταυτοσημία πού προβάλλει ἐπί τοῦ προκειμένου θέματος λεκτικῶς ὁ ἱερός πατήρ μεταξύ τοῦ «ἡγεμονικοῦ» τῆς ψυχῆς καί ἀφ’ ἑνός μέν τῆς «καρδίας»46, μέ τήν ἔννοια τῆς ὁποίας προσδιορίζεται εἴτε ἡ ζωογόνος δύναμη τῆς πνευματικῆς τροφῆς τοῦ ἀνθρώπου47 εἴτε ὁ ἐκπορεύων τούς λογισμούς τῆς κακίας τόπος48, ἀφ’ ἑτέρου δέ τῆς «κοιλίας»49, διά τῆς ὁποίας ἐμφαίνεται ἡ ἱκανότητα ἀποδοχῆς ἀπό τόν ἄνθρωπο καί προσαρμογῆς του στίς ἐντολές καί διατάξεις τοῦ θείου νόμου50.
Ἐκλαμβανόμενο, ὡς ἐκ τούτου, τό «ἡγεμονικὸν» τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ὡς στοιχεῖο καθοριστικό τῆς κατευθύνσεως τῆς προαιρέσεώς του, ἀποτελεῖ γιά τόν ἐπίσκοπο Νύσσης τό μέσον συντελέσεως τῆς μυσταγωγικῆς διαδικασίας, προκειμένου νά ἐπαναποκτήσει ὁ ἄνθρωπος τήν μέθεξη καί ἀπόλαυση τῆς δοθείσης ὑπό τοῦ Θεοῦ πατρικῆς κληρονομιᾶς51. Τονίζεται σχετικῶς ἀπό τόν Γρηγόριο ὅτι μέ τήν «ἀνακαίνισιν» τῆς νοήσεως πραγματοποιεῖται ἡ ἀποποίηση καί ἀπόρριψη τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καί καθίσταται δυνατή ἡ ἐπανακαίνιση τῆς φύσεως αὐτοῦ52, ἐφόσον, μέ τήν ἀπομάκρυνση τοῦ νοῦ ἀπό τά δεσμά τῆς ὕλης καί τοῦ σωματικοῦ φρονήματος, προσδιορίζεται ἐκ νέου ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Τριαδικό Θεό53. Ἔτσι, ἡ ἀποβολή κάθε βλαβερῆς ἐνέργειας, προκειμένου νά ἐκληφθεῖ ἡ πραγματοποίηση τῆς ἀρετῆς ὡς ἑκούσιο ἀποτέλεσμα54, ἀποδίδεται ἀπό τόν Γρηγόριο στήν νοητική δύναμη τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τήν κακία55 καί ἡ καταστολή τῶν παθῶν56 καί ἡ ἐπιτέλεση τῆς καθάρσεως57 θεωροῦνται ἀποκλειστικά κατορθώματα τοῦ νοῦ. Ὅταν, λοιπόν, ἐπιτυγχάνεται ἡ ἀνακαίνιση καί ἀναμόρφωση τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου – παρατηρεῖ ὁ Γρηγόριος –, ἡ διάνοιά του ἐμφανίζεται ἀναπτερωμένη58 καί ἐπανέρχεται στήν ἀταλάντευτη καί σταθερή καί ἀδιατάρακτη ἀπό τά πάθη κατάσταση59 καί ἀναλαμβάνει ἐκ νέου τήν ἀγαθή διακυβέρνηση τῆς ἀνακαινισμένης ἀνθρώπινης φύσεως60.

β΄. Ἡ μεταπτωτική λειτουργία τῆς «ἐπινοίας».

Κατά τήν διερεύνηση καί ἀποτύπωση ἀπό τόν Γρηγόριο τῆς καταστάσεως στήν ὁποία περιῆλθε ὁ ἄνθρωπος μετά τήν ἔκπτωσή του ἀπό τήν πρώτη μακαριότητά του καί κατά τήν ἀνάπτυξη ἀπό αὐτόν τῆς σχετικῆς διδασκαλίας δίδεται ἰδιαίτερη σημασία στήν προβολή τῆς ἐκ τῆς παρακοῆς ἐπισκοτίσεως τοῦ «ἡγεμονικοῦ» τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου πού σχετίζεται μέ τήν ἱκανότητα τῆς διακρίσεως τοῦ ἀγαθοῦ ἀπό τό κακό, ἐφόσον ἐκ μέρους τῆς ἐνέργειας τῆς «διανοίας», ἡ ὁποία καθίσταται παχυλή διά τῆς ἡδυπάθειας61, ἀποδίδεται μετά τήν πτώση σπουδαιότητα πρωτίστως στήν ἀναληθῆ γνώση πού ἀποκομίζεται διά τῶν αἰσθήσεων62.
Ὑπογραμμίζεται, ἔτσι, ἀπό τόν Γρηγόριο ὅτι λειτουργία τῆς ἰδιάζουσας ἱκανότητας τῆς «ἐπινοίας», τῆς ἐνέργειας δηλαδή τῆς «διανοίας», ἡ ὁποία ἐξ ἀρχῆς συναρμόσθηκε μέ τήν ἀνθρώπινη φύση καί ἀποσκοπεῖ στήν ἐπίγνωση τῆς «ὄντως σοφίας» τῆς θεότητας διά τῆς κατανοήσεως τῶν ἔργων αὐτῆς63 καί στήν δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νά ἀνταποκριθεῖ στήν πρόσκληση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ γιά ἕνωσή του μέ αὐτόν64, διακρίνεται πλέον ἀπό τήν ἀμφιρρεπῆ καί ἀμφίγνωμη στάση, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τό γένος τῶν ἀνθρώπων μεταπτωτικῶς65. Ἡ συγκεκριμένη, δηλαδή, διανοητική ἐνέργεια66 ἀξιοποιεῖ τήν ἐφορμητική της δυνατότητα67 εἴτε γιά νά πραγματοποιήσει τήν ἀναγωγή τοῦ νοῦ στόν Τριαδικό Θεό68 εἴτε γιά νά ἱκανοποιήσει τίς μάταιες καί ἀνώφελες καταστάσεις, οἱ ὁποῖες κυριαρχοῦνται ἀπό τήν ἡδονή69.
Ἀπό τήν πραγμάτευση τῆς διδασκαλίας τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης πού σχετίζεται μέ τήν μεταπτωτική λειτουργία τῆς ἀποσκοπούσης στήν ἀναζήτηση καί κατανόηση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ δυνάμεως τῆς «ἐπινοίας» γίνεται σαφής ἡ ἄμεση σχέση ἡ ὁποία ἐντοπίζεται ἀπό τόν ἱερό πατέρα μεταξύ τῆς μεταστροφῆς τῆς διανοητικῆς αὐτῆς ἐνέργειας πρός τίς ὑλόφρονες καί σαρκικές καταστάσεις καί τῶν ἐσφαλμένων περί Θεοῦ ἀντιλήψεων, καθόσον ὁ νοῦς ἀδυνατεῖ πλέον νά διακρίνει τήν ἀλήθεια ἀπό τό ψεῦδος70 καί ὁδηγεῖται ἔτσι σέ παρεκκλίσεις ἀπό τήν ὀρθή καί ἀπλανῆ καί ἀσφαλῆ περί Θεοῦ ἀντίληψη71.
Εἶναι άναγκαῖο στό σημεῖο αὐτό νά ἐπισημανθεῖ ὅτι μέ τό θέμα τῆς μεταπτωτικῆς λειτουργίας τῆς «ἐπινοίας» συναρτᾶται κατά τόν Γρηγόριο ἡ ἐπιχειρούμενη ἑρμηνευτική ἀπόδοση, μέσῳ αὐτῆς τῆς λειτουργίας τῆς «ἐπινοίας», τῶν ἀναφερομένων καί ἀποδιδομένων στόν Θεό ὀνομάτων. Τονίζεται ἀρχικῶς ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης ὅτι ἡ λειτουργία τῆς «ἐπινοίας» αὐτῆς, ὡς ἐνέργειας τῆς διάνοιας, ἐκδηλώνεται ὑπαρκτικῶς κατά τήν λεκτική ἐκφορά καί ἀποτύπωση τοῦ προσδιορισθέντος ἤ ἀνακαλυφθέντος νοήματος ἑνός ὀνόματος ἤ μιᾶς προσηγορίας72. Ἀναφορικῶς μέ τίς θεῖες προσηγορίες πρέπει νά λεχθεῖ ὅτι, ἐπιλαμβανόμενος ὁ Γργηγόριος τοῦ ἰσχυρισμοῦ τοῦ Εὐνομίου ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά κατανοηθοῦν καί νά τύχουν ἐννοιολογικῆς ἀποδόσεως τά ὀνόματα καί οἱ προσηγορίες τοῦ Θεοῦ – συγκεκριμένως δέ ἡ προσηγορία «ἀγέννητος», ἡ ὁποία κατ' αὐτόν ὑποδήλωνε καί παριστοῦσε τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ – παρά μόνο διά τῆς «ἐπινοίας»73, ὑπογραμμίζει ὅτι ἐπ' ουδενί εἶναι δυνατόν, διά τῆς λειτουργίας τῆς «ἐπινοίας» τοῦ ἀνθρώπου, νά ὑποδηλωθεῖ καί νά ἀποδοθεῖ ἐννοιολογικῶς ἡ «ἄφραστος» καί «ἀόριστος» οὐσία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μέ κάποια θεία προσηγορία74. Σημειώνεται, ἐπίσης, ἀπό τόν Γρηγόριο, σέ συνάφεια μέ τά προηγουμένως ἐπισημανθέντα, ὅτι οἱ πολλές καί ποικίλες προσηγορίες καί προσωνυμίες πού ἀποδίδονται στόν Τριαδικό Θεό δέν ἐμφαίνουν οὔτε ἐκφράζουν τήν ἀπερινόητη καί ἀκατάληπτη οὐσία αὐτοῦ, ἀλλά ὑποδηλώνουν καί ἀποδίδουν τά «περὶ αὐτὴν» θεωρούμενα καί ὑφιστάμενα, ἔτσι ὅπως ὁ ἄνθρωπος τά ἀντιλαμβάνεται διά τῶν ἔργων τῆς θείας πανσοφίας75.
Γίνεται, ἔτσι, προφανές ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης ἀπορρίπτει παντελῶς τήν δυνατότητα διανοητικῆς συλλήψεως καί «καταλήψεως» ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς «ἀπροσίτου» καί «ἀκαταλήπτου» φύσεως τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, καθώς καί κάθε εἴδους λεκτικῆς ἀποτυπώσεώς της ἤ ἐννοιολογικοῦ προσδιορισμοῦ καί διακαθορισμοῦ της, καθόσον ἡ ὑποκείμενη σέ ὅρια νοητική δύναμη τοῦ ἀνθρώπου76 ἀδυνατεῖ νά ἀποδώσει διά τῶν ἀναφερομένων στόν Θεό προσηγοριῶν τό ἐννοιολογικό περιεχόμενο τῆς ἀκατάληπτης οὐσίας αὐτοῦ77. Προσδιορίζει, παρά ταῦτα, ὁ ἱερός πατήρ ὡς προσωνυμία προσιδιάζουσα στήν μή δυνάμενη νά περιγραφεῖ διά τοῦ λόγου Τριαδική θεότητα τόν χαρακτηρισμό αὐτῆς ὡς ὑπάρχουσας «ὑπὲρ πᾶν ὄνομα»78. Ἀναφερόμενος δέ στήν ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου καταβαλλόμενη ἀτελέσφορη προσπάθεια καταληπτικῆς προσεγγίσεως καί λεκτικῆς ἀποτυπώσεως τῆς «ἀπεριγράπτου» καί «ἀπερινοήτου» οὐσίας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μέσῳ τῆς «ἐπινοίας» του, ὑποδεικνύει ἀφ' ἑνός μέν ὡς τήν μόνη προσήκουσα καί πρόσφορη γιά τήν περίπτωση αὐτή ὁδό τήν τήρηση τῆς «σιωπῆς»79, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὡς τό μόνο ἀσφαλές μέσο κατανοήσεως τοῦ Θεοῦ τήν ἐκδήλωση τῆς πίστεως σέ αὐτόν80.
Στό πλαίσιο τῆς ἑρμηνευτικῆς ἐπισκοπήσεως τῆς μεταπτωτικῆς λειτουργίας τῆς «ἐπινοίας» τοῦ ἀνθρώπου πού γίνεται ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης, ὑπογραμμίζεται ἀπό τόν ἱερό πατέρα ἡ συμβολή τῆς διανοητικῆς αὐτῆς ἐνέργειας στήν προσπάθεια ἀναζητήσεως καί κατανοήσεως ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, πού ἐμφορεῖται ἀπό τήν χαρακτηρίζουσα τήν ἀνθρώπινη φύση ἔμφυτη ἔφεση πρός αὐτόν81, καθώς καί στήν ὀρθή κατανόηση καί ἀποτύπωση τῶν οὐσιωδῶν γνωρισμάτων τοῦ Θεοῦ, τά ὁποῖα ὑφίστανται ἀιδίως «περὶ τὴν οὐσίαν» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί συνιστοῦν τίς θεῖες ἐνέργειες αὐτοῦ. Προϋπόθεση, βεβαίως, ὀρθῆς καί ἐπιτυχοῦς ἀξιοποιήσεως ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς «καταληπτικῆς» αὐτῆς δυνάμεως τῆς νοήσεώς του, ὡς πρός τήν κατανόηση τῶν ἀφορώντων στήν ἀίδια ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, τυγχάνει ἡ κατά τήν χρήση αὐτῆς ἀπομάκρυνση καί ἀπαλλαγή του ἀπό τήν κατά τόν κτιστό καί ὑλόφρονα τρόπο ἐπιχειρούμενη κατανόηση τῶν θείων δογμάτων πού ἀναφέρονται στόν ἀνέκφραστο τρόπο τῆς ἀίδιας ὑπάρξεως τῶν θείων ὑποστάσεων καί στόν τρόπο τῆς ἀίδιας ἐκφάνσεως αὐτῶν82, γεγονός τό ὁποῖο καταδεικνύει τήν ἄμεση συνάφεια πού ὁ Γρηγόριος ἐντοπίζει μεταξύ τῆς νοητικῆς αὐτῆς λειτουργίας τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς προαιρέσεως αὐτοῦ83. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο καθίσταται ἐφικτή ἡ «πρὸς τὸ ἀθάνατον μεταστοιχείωσις» καί ἡ ἀναμόρφωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως84, ἡ ὁποία, ἐμφορούμενη ὑπό τῆς ζειδώρου χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δύναται πλέον νά ἐνδιατρίψει στά «θεῖα μυστήρια»85 καί, κάνοντας χρήση τῆς φυσικῆς της ἱκανότητας τῆς ἐκφορᾶς τοῦ λόγου, νά ἐκφράσει ὀρθῶς διά τῶν διαφόρων περί τοῦ Θεοῦ ὀνομάτων τήν «ἐμφαντικὴν ὑπόληψίν» της περί τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ86.

6. Ἡ μετά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου λειτουργία τῆς μνήμης του.

Στό πλαίσιο τῆς ἐξετάσεως καί τῆς καταγραφῆς τῶν διαφόρων ἐπιμέρους μεταβολῶν καί ἀλλοιώσεων πού ὑπέστη ὁ ἄνθρωπος κατά τήν διμερῆ φύση του μετά τήν διά τῆς παρακοῆς πτώση του, καί ἐξ αἰτίας αὐτῆς, καί οἱ ὁποῖες ἐπισημαίνονται στήν διδασκαλία τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης, διερευνᾶται ἀπό τόν Γρηγόριο ἡ μετά τήν πτώση λειτουργία τῆς μνήμης τοῦ ἀνθρώπου, καθώς καί ἡ συναφής μέ αὐτήν διαδικασία τῆς διαγραφῆς καί ἐξαφανίσεως τῶν νοητικῶν ἐντυπώσεων καί ἀποτυπώσεων ὡς ἐνεργειῶν πού προάγουν τήν δραστηριότητα ἐκείνη τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ἀποσκοπεῖ στήν ἐπάνοδό της στήν πρώτη μακαριότητα. Κατά τόν Γρηγόριο ἡ ἱκανότητα ἐγχαράξεως στόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου τῶν στοιχείων ἐκείνων πού καθίστανται ἀντιληπτά διά τῶν αἰσθήσεων τυγχάνει ἀρχικῶς ἰδιότητα λειτουργική τῆς ἀνθρώπινης φύσεως87, διά τῆς ὁποίας ἡ διανοητική δύναμη τοῦ ἀνθρώπου καταχωρίζει καί ταξινομεῖ μέ τήν βοήθεια τῶν ὀνομάτων καί διαφυλάσσει διά τῆς μνήμης τίς ἐντυπώσεις τῶν πραγμάτων, ἐφόσον δέν εἶναι φυσικά δυνατόν νά διακρατεῖ ὁ ἄνθρωπος «ἐν ὀφθαλμοῖς» πάντοτε ὅλα τά καθιστάμενα ἀντιληπτά ὄντα καί καταστάσεις88. Τονίζεται ἀκόμη ἀπό τόν Γρηγόριο ὅτι, ἀναφορικῶς μέ τό συνημμένο μέ τήν φύση τοῦ ἀνθρώπου στοιχεῖο τῆς μεταβολῆς, ἡ μνημονευθεῖσα λειτουργία σχετίζεται κατά τρόπον ἄμεσο μέ τήν ἐκ προαιρέσεως ὁρμούμενη κινητική δραστηριότητα τῆς ψυχῆς89.
Ἡ ἐνθυμητική «ἐντύπωσις» καί ἐγχάραξη τῶν ἀναμνήσεων στόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου λειτουργεῖ πολλαπλῶς σύμφωνα μέ τήν ὁμολογουμένως ἀκριβῆ καί ἰδιαιτέρως διεισδυτική ἐπεξεργασία, τήν ὁποία ὁ Καππαδόκης θεολόγος πραγματοποιεῖ παραλλήλως μέ τήν ἐξέταση καί ἀνάδειξη τῶν χαρακτηριστικῶν στοιχείων τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου. Συγκεκριμένως, τονίζεται ἀπό τόν ἱερό πατέρα ὅτι ἡ δυνατότητα τῆς διατηρήσεως καί διαφυλάξεως στόν νοῦ τῆς ἐντολῆς πού ἔλαβε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἀπό τόν δημιουργό του, καθώς καί τῆς εἰσόδου σέ αὐτόν τῶν παθῶν, ὡς ἐπακολούθων τῆς παρακοῆς τῆς δοθείσης ἐντολῆς90, ἀφ’ ἑνός μέν συνιστᾶ μέσο διαφυλάξεως τῆς καταστάσεως τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Τριαδικό Θεό, τήν ὁποία δύναται νά ἐπαναποκτήσει μέ τήν ἄσκηση καί βίωση τῆς ἀρετῆς91, ἀφ’ ἑτέρου δέ τυγχάνει ἐφόδιο τοῦ ἀνθρώπου πρός ἀποφυγή τῆς ἐπαναλήψεως ἀπό αὐτόν τῆς ἐνδόσεώς του στόν πειρασμό92, ἐφόσον διά τῆς λειτουργίας τῆς μνήμης ἐγείρονται συναισθήματα ἐνοχῆς καί αἰσχύνης καί δέους, πού παρεμποδίζουν τήν ἐκδήλωση τῆς ἁμαρτητικῆς ὁρμῆς τοῦ ἀνθρώπου93.
Ἡ ἐνθυμητική λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου ἐκλαμβάνεται ἐκτός τῶν ἄλλων ἀπό τόν ἱερό πατέρα ὡς διαδικασία πού ἐπενεργεῖ καί κατ’ ἄλλον τρόπο ἐπωφελῶς γιά τόν ἄνθρωπο, δεδομένου ὅτι, διαφυλάσσοντας στόν νοῦ τήν ἀνάμνηση τοῦ παραδείσιου τόπου, ὅπου ὁ ἄνθρωπος διέμενε κατά τήν πρώτη του ζωή καί μακαριότητα, συμβάλλει στήν παρακίνησή του γιά τήν ἐπάνοδό του στήν πατρική γῆ94. Ἡ διατήρηση, ἐξ ἄλλου, στήν μνήμη τῶν διαπραχθέντων ἀγαθῶν ἔργων ἐπιφέρει μέν στόν διαπράξαντα αὐτά ἄνθρωπο τήν ἀκόρεστη ἱκανοποίηση γιά τά ἐπιτεύγματα τῆς ἀρετῆς 95, καθιστᾶ δέ αὐτόν στούς ἄλλους πρότυπο μιμήσεως96.
Ἡ λειτουργία τῆς ἀναμνήσεως ἐμφανίζεται ἐπίσης στήν διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου νά συμμετέχει ἐνεργῶς στήν ἀνάλογη μέ τήν ροπή τῆς προαιρέσεως κινητική δραστηριότητα τοῦ ἀνθρώπου πρός κατεύθυνσή του εἴτε πρός τήν μετουσία τῆς χάριτος καί τῶν ἀγαθῶν τοῦ ἀιδίως ὑπάρχοντος ἀγαθοῦ καί πηγῆς τῆς ἀγαθότητας Τριαδικοῦ Θεοῦ, εἴτε πρός τά ἀντικείμενα καί τίς καταστάσεις ἐκεῖνες πού φέρουν ψευδῆ τήν ἐντύπωση τοῦ ἀγαθοῦ97. Σχετίζεται, ὡς ἐκ τούτου, μέ τήν ἀπεράτωτη ἐπεκτατική κίνηση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως κατά τήν ἀνταπόκρισή της στήν ἕλξη, ἡ ὁποία ἀσκεῖται ἀπό τόν ἀιδίως ὑπάρχοντα καί ὑπερκείμενον τῆς κτιστῆς ἀνθρώπινης φύσεως Τριαδικό Θεό98. Στήν περίπτωση αὐτή ἡ ἀναδρομή στό παρελθόν χαρακτηρίζεται ἀπό τό ζωηρό αἴσθημα τῆς ἀγαλλιάσεως, ἐν ἀντιθέσει πρός τήν ψυχική ἐμπειρία τῆς καταισχύνης, πού κατακλύζει τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν ἡ ἐπιλογή τῆς προαιρέσεώς του ἀποδεικνύεται ἀπατηλή99.
Παραλλήλως μέ τήν προβαλλόμενη ἐνθυμητική λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου ἀναφέρεται ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης καί ἡ λειτουργία τῆς διαγραφῆς ἀπό τό μνημονικόν τοῦ ἀνθρώπου ἐντυπωμένων πραγμάτων καί καταστάσεων, ὡς μία δηλαδή λειτουργία, ἡ ὁποία ἀφ’ ἑνός μέν γίνεται σύμμαχος τῆς νοητικῆς δυνάμεως τοῦ ἀνθρώπου στήν ἀπαλοιφή τοῦ συναισθήματος τῆς ὀδύνης πού ἐπιφέρει στόν ἄνθρωπο ἡ ἐπίγνωση τῆς ἐσφαλμένης ἐπιλογῆς τῆς αὐτεξούσιας δυνάμεώς του νά στρέψει τήν ἐπιθυμητική του ὁρμή στήν «ἐμπαθῆ» ὕλη καί στό ὑλικό καί σωματικό φρόνημα100, ἀφ’ ἑτέρου δέ συμβάλλει στήν ἐνίσχυση τῆς πρός τό ἀγαθό κινητικῆς δραστηριότητας καί κατευθύνσεως τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν αὐξητική πορεία του πρός τό «κρεῖττον»101 καί ἐμποδίζει τήν ἐπάνοδό του στίς προηγουμένως βιωθεῖσες ἀπό αὐτόν ὀδυνηρές ἐμπειρίες του102. Πρόκειται κατά τόν Γρηγόριο περί μιᾶς ἐνέργειας μέ τήν ὁποία ἐπέρχεται ἐκτός τῶν ἄλλων ἡ λήθη καί γιά ὅ,τι ἔχει ἤδη ἐπιτελεσθεῖ, προκειμένου κατ' αὐτόν τόν τρόπο νά πραγματοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος συνεχῆ πρόοδο κατά τήν πορεία του πρός μέθεξη τῶν ἀγαθῶν καί δωρεῶν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ103.
Ἡ ἐνέργεια αὐτή τῆς παραδόσεως τῶν προηγουμένως ἐπιτευχθέντων στήν λήθη σχετίζεται κατά τόν Γρηγόριο μέ τήν βίωση τοῦ ἀπόλυτου συναισθήματος τῆς ἀγάπης πρός τόν Τριαδικό Θεό, τό ἄφθαρτο κάλλος τοῦ ὁποίου ἐπιποθεῖ νά φθάσει καί νά ἀπολαύσει ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου διά τῆς «ἐπεκτάσεώς» της πρός τόν Θεό104. Ἡ ἐντρύφηση στά ἀγαθά τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τά ὁποῖα ἡ «ἐπεκτεινόμενη» πρός τόν Θεό ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἀπολαμβάνει ἐκ νέου σέ κάθε ἐπίπεδο τῆς ἀνοδικῆς πορείας της καί μέ τά ὁποῖα «συνανακιρνᾶται» διά τῆς «ἀγαπητικῆς κινήσεως καὶ ἐνεργείας» ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί ἀναμορφώνεται δι' αὐτῶν105, θεωρεῖται ἀπό τόν ἱερό πατέρα ὡς ἡ αἰτία ἀποβολῆς ἀπό τήν μνήμη τοῦ ἀνθρώπου τῶν προηγηθεισῶν βιωματικῶν ἐμπειριῶν, ἐφόσον αὐτός, ἀπολαμβάνοντας τήν χάριν καί τό κάλλος καί τήν μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ κάθε φορά στόν ἀπόλυτο βαθμό, ἀπορρίπτει ἀπό τήν μνήμη του τήν προηγούμενη ἐμπειρία, ἐπειδή αὐτή ἀποδεικνύεται κατώτερη ἀπό τήν ἑκάστοτε βιούμενη106.
Ἀξίζει στό σημεῖο αὐτό νά ἀναφερθεῖ μία ἄλλη ἐνδιαφέρουσα πτυχή τῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου σχετικῶς μέ τήν λειτουργία τῆς μνήμης τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, ὑπογραμμίζεται ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης κατά τήν ἀνάπτυξη τῆς περί τῆς μνήμης διδασκαλίας του ὅτι κατά τήν κατάσταση τῆς «μεταστοιχειώσεως» τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου θά λάβει χώρα ἡ λειτουργία τῆς λήθης, κατά τρόπον ὅμως διττό. Ἀφ’ ἑνός μέν θά ἐπέλθει ἡ παντελής διαγραφή ἀπό τήν μνήμη τοῦ ἀνθρώπου ὅλων ὅσα ἐπακολούθησαν σέ αὐτόν μετά τήν διά τῆς παρακοῆς ἀποπομπή του ἀπό τήν πρώτη του ζωή καί μακαριότητα107, ἀφοῦ μέ τήν ἐξάλειψη τοῦ ἐπιφέροντος τόν θάνατο κακοῦ, πού θεωρεῖται ὀντολογικῶς ἀνύπαρκτος108, ἡ ἀνθρωπότητα θα ἐπαναποκτήσει τό πρότερον αὐτῆς κάλλος109 καί θά ἐπανενταχθεῖ στόν χορό τῶν ἀγγέλων110, ὅπου δέν ὑπάρχει καμία θέση ἐνθυμήσεως τῆς κακίας111. Ἀφ' ἑτέρου δέ αὐτή ἡ λειτουργία τῆς ἀπαλοιφῆς ἀπό τό μνημονικόν τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ἀφορᾶ κατά τόν Γρηγόριο στήν ἀδυναμία διατηρήσεως ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ, ἀποτελεῖ χαρακτηριστικό στοιχεῖο καί γνώρισμα τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι κατά τήν δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ112 θά βιώσουν τό ἄλγος καί τήν ὀδύνη πού θά προκαλοῦνται ἀπό τήν συνεχῆ ὑπενθύμιση σέ αὐτούς τῶν «κακῶς βεβιωμένων»113, καί οἱ ὁποῖοι θά εἶναι ἀδύνατον νά ἀπολαύσουν τήν «ἐκ τῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ» προερχόμενη εὐφροσύνη114.










1 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 76,10-12 (=PG 45, 77C). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 55,3-5 (=PG 44, 796C). Ὅπ.π., Λόγος 5, 158,1-2 (=PG 44, 873D). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 5, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 129,22-24 (=PG 44, 1256B). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 141,8-18 (=PG 45, 1137ΒC). Ὅπ.π., 164,28 (=PG 45, 1172Α). Πρβλ. ὅπ.π., 179,26-31 (=PG 45, 1192Β).
2 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 2, W. Jaeger, GNO, τ.2, 65,4-8 (=PG 45, 632Β). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 92Α.
3 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 2, P.Alexander, GNO, τ.5, 301,20-22 (=PG 44, 637D-640A). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 81Β.
4 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G. Heil, GNO, τ.9, 54,10 (=PG 46, 524Α): «ἰσόθεον γάρ ἐστι τὸ αὐτεξούσιον». Πρβλ. καί Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 120C.
5 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 2, P.Alexander, GNO, τ.5, 301,22-303,2 (=PG 44, 640AB). Ὅπ.π., 303,9-304,6 (=PG 44, 640CD). Ὅπ.π., Λόγος 8, 427,17-428,2 (=PG 44, 741D).
6 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 58,25-59,4 (=PG 44, 473ΒC). Ὅπ.π., 175,17-19 (=PG 44, 608ΑΒ). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 7, P.Alexander, GNO, τ.5, 407,6 (=PG 44, 725Β).
7 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 120D-121A. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 5, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 129,23-26 (=PG 44, 1256B). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 7, P.Alexander, GNO, τ.5, 407,11-13 (=PG 44, 725Β). Κατὰ Εὐνoμίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 9, W. Jaeger, GNO, τ.2, 266,2-5 (=PG 45, 857C). Πρέπει νά σημειωθεῖ, σχετικῶς μέ τό ὑπ΄ ὄψη θέμα, ὅτι ὁ Κ. Βατσικούρας ἀποδίδει τήν στέρηση, τήν χαρακτηρίζουσα τά ὑποκείμενα σέ ἀλλοίωση ὄντα, στήν κινητική δραστηριότητα τῆς ἐλεύθερης βουλήσεως τοῦ ἀνθρώπου «εἴτε πρός τήν ἐπιθυμία τῆς ἀθανασίας», «εἴτε πρός τήν ἀνυπαρξία» (Ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου, 122-123). Ἡ ἑρμηνευτική αὐτή ἐκδοχή τῆς σκέψεως τοῦ Γρηγορίου εἶναι δυνατόν βεβαίως νά κατανοηθεῖ καί νά τύχει ἑρμηνευτικῆς ἀποδοχῆς ὑπό τήν ἀσφαλῆ ἔννοια τῆς στροφῆς τῆς προαιρέσεως τοῦ ἀνθρώπου πρός τό θεωρούμενο ὡς μή ὑφιστάμενο ἐν ὀντολογικῇ ἐννοίᾳ κακό. Πρβλ. καί E. von I v á n k a, Plato Christianus, 167, κατά τόν ὁποῖο ἡ τρεπτότητα τοῦ «αὐτεξουσίου» τοῦ ἀνθρώπου ὑποκρύπτει τήν ἀπειλή τῆς ἀποτυχίας τοῦ προορισμοῦ του καί συνεπῶς τῆς ἀπώλειας τῆς ὑπάρξεώς του, ἐφόσον κινδυνεύει, διά τῆς στροφῆς του πρός τόν διάβολο, νά ἐκφυλισθεῖ. Βλ. καί J. D a n i é l o u, L’ être et le temps, 102. G. S k a l t s a s, La finalité, 63-64.
8 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 4, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 102,4-6 (=PG 44, 832D). Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 33,19-22 (=PG 44, 328A). Βλ. καί Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 54,5-7 (=PG 45, 57Β). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 46,24-47,1 (=PG 44, 460Β). Πρβλ. καί Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 53CD. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 106,12-107,4 (=PG 45, 333C-336A).
9 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 5, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 150,13-151,2 (=PG 44, 868D-869Α). Ὅπ.π., Λόγος 7, 208,17-18 (=PG 44, 912C). Ὅπ.π., Λόγος 12, 346,2-11 (=PG 44, 1017D). Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 34,8-14. 35,1-4 (=PG 44, 328BC). Βλ., ἐπίσης, ὅπ.π., 56,24-27 (=PG 44, 349Α). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 6, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 148,14-16 (=PG 44, 1276D). Βλ. καί Β α σ ι λ ε ί ο υ, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεὸς, PG 31, 340BC.
10 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 15, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 459,4-460,2 (=PG 44, 1109C-1112A). Πρβλ. καί Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 7, P.Alexander, GNO, τ.5, 407,15-408,2 (=PG 44, 725ΒC). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 209,22-211,2 (=PG 45, 1236ΑD), ὅπου ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης διά τῆς ἐπικλήσεως ἁγιογραφικῶν μαρτυριῶν (=Α΄Κορ.2,15. 3,1. 10,31. 15,44. Α΄Θεσ.5,23) ἀναφέρεται στίς χαρακτηρίζουσες τούς ἀνθρώπους προσηγορίες, τίς ὁποῖες χρησιμοποιεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναλόγως μέ τήν ποικιλία πού ἐμφανίζει ἡ προαίρεση αὐτῶν.
11 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 89Α.
12 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 28,15-18 (=PG 45, 32D).
13 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 61ΑΒ. Ὅπ.π., PG 46, 65C-68Α. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 5, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 158,1-7 (=PG 44, 873D). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 1, W. Jaeger, GNO, τ.2, 43,16-19 (=PG 45, 608Α).
14 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 28,7-9 (=PG 45, 32C). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 56,5-10 (=PG 44, 797Α). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 298,14-19 (=PG 46, 369C).
15 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 29,13-14 (=PG 45, 33Β). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 50,6-9 (=PG 44, 792D). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 7, P.Alexander, GNO, τ.5, 407,14-15 (=PG 44, 725Β). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 6, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 146,6-16 (=PG 44, 1273CD). Πρβλ. καί Πρὸς τοὺς βραδύνοντας εἰς τὸ Βάπτισμα, PG 46, 428ΒC. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 1, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 15,20-22 (=PG 44, 1132Β). Ὅπ.π., Λόγος 5, 68,9-16 (=PG 44, 1188Α).
16 Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 34,1-8 (=PG 44, 328ΑB). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 324,22-325,8 (=PG 46, 397Α).
17 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 345,19-346,2 (=PG 44, 1017CD). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 2, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 95,6-14 (=PG 44, 1213D).
18 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 76,16-18 (=PG 45, 77C). Πρβλ. καί Εἰς τὸν ἕκτον Ψαλμὸν περὶ τῆς ὀγδόης, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 191,4-8 (=PG 44, 612D).
19 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 55,5-7 (=PG 44, 796D). Ὅπ.π., Λόγος 12, 344,11-13 (=PG 44, 1017Α). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 76,6-13 (=PG 45, 77ΒC).
20 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 6, P.Alexander, GNO, τ.5, 380,3-7 (=PG 44, 701D-704A). Πρβλ. καί Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 7, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 215,14-16 (=PG 44, 917Β).
21 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 59,2-11. 59,15-20 (=PG 44, 1177ΑC). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 1, W.Jaeger, GNO, τ.2, 43,9-11 (=PG 45, 605D): «ὅταν δὲ υἱοὺς δυνάμεως ἤ τέκνα λέγῃ Θεοῦ, τὴν ἐκ προαιρέσεως γινομένην ἀγχιστείαν παρίστησι».
22 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 343,9-10 (=PG 44, 1017Α).
23 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 104,13-18 (=PG 45, 104Β).
24 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 2, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 28,7-17 (=PG 44, 1145Β). Περὶ τοῦ μὴ οἴεσθαι λέγειν τρεῖς θεοὺς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 46,16-17. 47,4-5 (=PG 45, 124D-125Α).
25 Βλ. Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 196,9-197,18 (=PG 46, 272ΒD). Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 268,13-17 (=PG 45, 960AB). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 6, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 148,8-11 (=PG 44, 1276D).
26 Βλ. Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 196,2-5 (=PG 46, 272Α).
27 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 92,20-23 (=PG 45, 92D). Πρβλ. καί Πρὸς τοὺς βραδύνοντας εἰς τὸ Βάπτισμα, PG 46, 428D-429Α.
28 Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 58,20-59,18 (=PG 44, 349D-352Α). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 5, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 129,26-130,26 (=PG 44, 1256ΒD). Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, H.Hörner, GNO, τ.3,2, 74,20-22 (=PG 46, 169Β). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 9, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 264,16-265,9 (=PG 44, 956ΒC). Πρβλ. ὅπ.π., Λόγος 15, 459,16-460,2 (=PG 44, 1109D-1112Α).
29 Βλ. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 198,1-4 (=PG 45, 1217C). Κατὰ Μακεδονιανῶν τῶν Πνευματομάχων, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 114,18-21. (Ἄς σημειωθεῖ ὅτι τό μνημονευόμενο αὐτό ἐδάφιο δέν ἔχει συμπεριληφθεῖ στήν ἔκδοση τοῦ J.- P. Migne).
30 Βλ. Ἐπιστολὴ Κανονικὴ, PG 45, 236Β. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 7, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 155,1-5 (=PG 44, 1284CD). Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W.Jaeger, GNO, τ.1, 107,1-4 (=PG 45, 333D-336Α). Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W.Jaeger, GNO, τ.1, 280,15-21 (=PG 45, 973Β).
31 Βλ. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 177,3-5 (=PG 45, 1188Β): «ἀλλὰ παρὰ τὴν προαίρεσιν τῶν δεχομένων τὸν λόγον, συμβαίνει τὸ σώζεσθαί τινας ἤ ἀπόλλυσθαι». Βλ., ἐπίσης, Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 1, W.Jaeger, GNO, τ.2, 42,14-20. 44,19-21. 45,9-46,10 (=PG 45, 605ΒC. 608C. 609AC).
32 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44,161C. Περί τῆς ἑρμηνευτικῆς αὐτῆς ἀπόψεως βλ. καί Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Γρηγόριος Νύσσης, 394. Βλ., ὡσαύτως, Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 106,12-107,4 (=PG 45, 333C-336A).
33 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 137ΒC.
34 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 161C-164A.
35 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 192D-193Α. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 60Β. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 1, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 12,26-27. 13,14-15 (=PG 44, 1128C-1129A).
36 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 157Β. 173D-176Α. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 53,16-20 (=PG 44, 1172Β).
37 Βλ. Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 332,22-26 (=PG 46,404D-405Α). Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 176Α. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 61ΒC. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 8, P.Alexander, GNO, τ.5, 431,3-7 (=PG 44, 745Α). Πρβλ. καί Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 3, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 106,7-18 (=PG 44, 1228ΒC).
38 Βλ. Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 280,19-22 (=PG 46, 352Β).
39 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 5, P.Alexander, GNO, τ.5, 357,15-19 (=PG 44, 684Α). Ὅπ.π., Λόγος 8, 419,16-23 (=PG 44, 736ΒC).
40 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 8, P.Alexander, GNO, τ.5, 419,23-420,7 (=PG 44, 736C). Βλ., ἐπίσης, Ἰ ω ά ν ν ο υ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ, Ὁμιλίαι είς τήν Γένεσιν, Λόγος 17, PG 53, 136. Στό μνημονευόμενο αὐτό ἀπόσπασμα ὁ ἱερός πατήρ ἐντοπίζει τήν μεταπτωτική συνέπεια τῆς ἐπισκοτίσεως τοῦ νοῦ στήν ὑποδηλοῦσα «ἄνοιαν» προσπάθεια τῶν προπατόρων νά κρυφθοῦν ἀπό τόν Θεό.
41 Βλ. Ἐπιστολὴ Κανονικὴ, PG 45, 224D.
42 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 8, P.Alexander, GNO, τ.5, 420,7-14 (=PG 44, 736CD). Περὶ τοῦ τί τὸ τοῦ Χριστιανοῦ ἐπάγγελμα, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 141,5-8 (=PG 46,249Α). Πρβλ. καί Πρὸς τοὺς ἀχθομένους ταῖς ἐπιτιμήσεσι, PG 46, 309Β.
43 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 7, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 241,13-16 (=PG 44, 937C). Πρβλ. καί Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 27,7-15 (=PG 45, 32Β). Στό χωρίο αὐτό γίνεται ἀναφορά ἀπό τόν Γρηγόριο στό ἀποστολικό ἀπόσπασμα περί διαιρέσεως τῶν Κορινθίων σέ «σαρκώδεις» καί «πνευματικὰς τῶν ψυχῶν καταστάσεις» (=Α΄ Κορ. 2,14-15. 3,3-4). Πρβλ. καί Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 3, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 99,30-100,1 (=PG 44, 1220C).
44 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 29ΑΒ. Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 317,22-318,3 (=PG 46, 389C). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 9, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 275,19-22 (=PG 44, 964D).
45 Βλ. Περὶ τοῦ τί τὸ τοῦ Χριστιανοῦ ἐπάγγελμα, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 140,17-141,5 (=PG 46, 248D-249Α). Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 179,9-180,8 (=PG 46, 256D-257Β). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 9, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 275,22-276,4 καί 277,7-11 (=PG 44, 964D. 965Β).
46 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 7, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 242,8-9 (=PG 44, 937D). Ὅπ.π., Λόγος 14, 415,7-12 (=PG 44, 1076Β). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 35,23-25 (=PG 44, 445C).
47 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 7, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 241,16-242,7 (=PG 44, 937CD). Ὅπ.π., 238,13-239,10 (=PG 44, 936CD).
48 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 8, P.Alexander, GNO, τ.5, 431,7-10 (=PG 44, 745Β).
49 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 14, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 413,22-414,2 (=PG 44, 1073D). Ὅπ.π., Λόγος 12, 337,3-9 (=PG 44, 1012Β).
50 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 14, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 412,7-8 (=PG 44, 1073Β).
51 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 11, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 324,12-325,5 (=PG 44, 1001CD). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 5, P.Alexander, GNO, τ.5, 353,12-17 (=PG 44, 680Β).
52 Βλ. Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 326,25-327,1 (=PG 46, 400Α). Ὅπ.π., 342,1-4 (=PG 46, 413Β). Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 186,7-11 (=PG 46, 264Α).
53 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 15, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 459,1-4 (=PG 44, 1109C). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 27,15-17 (=PG 44, 436C).
54 Βλ. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 198,5-13 (=PG 45, 1217C). Ὅπ.π., 198,21-25 (=PG 45, 1220Α).
55 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 35,25-26 (=PG 44, 445D).
56 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 9, Η.Langerbeck, GNO, τ.6,287,10-12 (=PG 44, 973Β). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 281,6-10 (=PG 46, 352C). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 2, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 96,12-16 (=PG 44, 1216C). Ὅπ.π., 97,6-12 (=PG 44, 1217Α).
57 Βλ. Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 271,25-272,1 (=PG 46, 341C).
58 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 2, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 22,20-23,6 (=PG 44, 1140ΒC).
59 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 9, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 287,13-15 (=PG 44, 973ΒC).
60 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 1, W.Jaeger, GNO, τ.2, 14,17-24 (=PG 45, 576C). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 272,12-14 (=PG 46, 341D-344A). Πρβλ. καί Ἐπιστολὴ 1, G.Pasquali, GNO, τ.8,2, 9,10-17 (=PG 46, 1005ΒC).
61 Βλ. Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 292,16-19 (=PG 46, 364C).
62 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 9, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 287,15-17 (=PG 44, 973C). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 292,5-10 (=PG 46, 364ΒC). Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 40,8-12 (=PG 45, 265A).
63 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 5, P.Alexander, GNO, τ.5, 355,7-11. 355,16-18 (=PG 44, 681Α). Πρβλ. καί Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 272,19-26 (=PG 45, 964CD). Βλ., ἐπίσης, περί τῆς ἑρμηνευτικῆς αὐτῆς ἀπόψεως, T h. A l e x o p o u l o s, «Apophatische und kataphatische», Θεολογία 76(2005), 77.
64 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 43,8-11 (=PG 44, 456ΑΒ).
65 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 280,14-21 (=PG 45, 973Β).
66 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 323,29-30 (=PG 45,1021D): «ἡ δὲ ἐπίνοια τῆς ἡμετέρας διανοίας ἐστὶν ἐνέργεια».
67 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 277,19-23 (=PG 45, 969C).
68 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 180,1-14 (=PG 45, 416AΒ).
69 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 279,15-23 (=PG 45, 972CD).
70 Βλ. Πρὸς τόν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 255,3-17 (=PG 45, 944ΑΒ). Ὅπ.π., 262,18-24 (=PG 45, 952CD). Περί τῆς ἀπόψεως αὐτῆς βλ. καί Ἀ θ α ν α σ ί ο υ, Κατὰ Ἀρειανῶν, Λόγος 1, M. Tetz, Athanasius Werke, τ.1,I, 153,5-6 (=PG 26, 100C). Στό χωρίο αὐτό ὁ ἱερός πατήρ ἀναφέρεται στήν «τῶν δαιμόνων φαντασίαν» ὡς ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως.
71Βλ. Πρὸς τόν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 255,17-25 (=PG 45, 944ΒC). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 314,2-8 (=PG 45, 468D). Πρβλ. καί Ρωμ. 1,25. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι σέ αὐτό τό ἐδάφιο γίνεται ἀναφορά ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο στούς ἐθνικούς. Βλ., ἐπίσης, περί τῆς ἑρμηνευτικῆς αὐτῆς ἀντιλήψεως, Π. Ν. Τ ρ ε- μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 548, ὅπου γίνεται λόγος ἀφ’ ἑνός μέν γιά τήν ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου «ἐν τῷ κακῷ περαιτέρω ἐμμονήν καί ἕξιν», πού ἐπιφέρει τήν «ἀνικανότητα» ἀποδοχῆς τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά τό γεγονός ὅτι ὁ «δυσχερέστατα πρός ὑπερκοσμίους πτήσεις ἔχων ἀνθρώπινος νοῦς» δέν παραμένει «ἀνεπίδεκτος ὅλως τοῦ θείου φωτισμοῦ», ἐφόσον διά τῆς θείας χάριτος κατέχει τήν δυνατότητα τῆς ἐκ νέου ἀνυψώσεώς του πρός «τήν ἀνεύρεσιν τοῦ Δημιουργοῦ του». Βλ. καί Ν. Γ. Ξ ε ξ ά κ η, Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.1, 80. Ὅπ.π., τ.3, 207. Ὁ Ν. Βαφείδης, ἐπίσης, παρομοιάζει τήν ἀνθρώπινη γνώση, κατά τήν ἐπιδίωξη τῆς ἐπιτεύξεως τοῦ ἀποβλέποντος στήν διανοητική κατοχή σκοποῦ της, «πρός τόν ἔμπορον», πού, στήν προσπάθειά του νά οἰκειοποιηθεῖ τό «ἀντικείμενον τῆς ἐπιθυμίας του», «εἰδωλοποιεῖ τοῦτο», ἀφοῦ σχηματίσει κατά πρῶτον «μίαν ἀπατηλήν εἰκόνα» («Ὀντολογικαί καί γνωσιολογικαί θεωρίαι», Γρηγόριος Παλαμᾶς, 38[1955], 205).
72 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 323,29-324,1 (=PG 45, 1021D): «ἡ δὲ ἐπίνοια τῆς ἡμετέρας διανοίας ἐστὶν ἐνέργεια καὶ τῆς τῶν φθεγγομένων ἤρτηται προαιρέσεως, οὐ καθ' ἑαυτὴν ὑφεστῶσα, ἀλλ΄ ἐν τῇ τῶν διαλεγομένων ὁρμῇ τὴν ὑπόστασιν ἔχουσα». Ὅπ.π. 282,20-24 (=PG 45, 976C). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 5, W. Jaeger, GNO, τ.2, 179,9-12 (=PG 45, 760C): «τὰ μὲν γὰρ πράγματα, καθὼς ἄν ἔχῃ φύσεως, ἐφ' ἑαυτῶν μένει. ἡ δὲ διάνοια τῶν ὄντων ἐφαπτομένη, δι' ὧν ἄν γένηται δυνατὸν ρημάτων, ἐκκαλύπτει τὸ νόημα».
73 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 229,29-230,3 (=PG 45, 913Β): «ἐπειδὴ τοίνυν διελέγχων ἐκεῖνος τὴν ἠπατημένην τῆς αἱρέσεως καὶ ἀνυπόστατον φαντασίαν, οὐδαμῶς ἄλλως τὴν προσηγορίαν τῆς ἀγεννησίας, ἤ κατ' ἐπίνοιαν, φησὶν ἐπιλέγεσθαι τῷ Θεῷ, καὶ τὰς ἀποδείξεις ἐπήγαγε, ταῖς τε κοιναῖς ἐννοίαις καὶ ταῖς γραφικαῖς μαρτυρίαις ἠσφαλισμένας». Περί τῆς ὑποστηριζόμενης ἀπό τόν Εὐνόμιο ὑποδηλώσεως τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ διά τοῦ ὅρου «ἀγέννητος», καθώς καί περί τῆς ἀποδόσεως τοῦ ὅρου αὐτοῦ ἀπό τήν Πατερική παράδοση, βλ., ἐνδεικτικῶς, Β. Φ ε ι δ ᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τ.1, 512-514. Ἰ. Κ α λ ο γ ή ρ ο υ, Ἱστορία τῶν Δογμάτων, τ.1, 273-274. Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Ἱστορία Δογμάτων, τ.2, 260-261. Σ. Π α π α δ ο π ο ύ λ ο υ, Πατρολογία Β΄, 582. 597. Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Γρηγόριος Νύσσης, 138-148. Μ. Ὀ ρ φ α- ν ο ῦ, Ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἰς τήν Τριαδολογίαν τοῦ Μ. Βασιλείου, 97-98. Ν. Γ. Ξ ε- ξ ά κ η, Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.2, 89-90. Κ.Ἠ. Λ ι ά κ ο υ ρ α, Τό μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος, 57-62.
Γιά τήν ἔννοια τοῦ ὅρου «ἐπίνοια» καί γιά τήν χρησιμοποίησή του τόσο ἀπό τούς ὀρθοδόξους συγγραφεῖς ὅσο καί ἀπό τούς αἱρετικούς, βλ., ἐνδεικτικῶς, Μ. Ὀ ρ φ α ν ο ῦ, Ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἰς τήν Τριαδολογίαν τοῦ Μ. Βασιλείου, 86-89. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Κωνσταντίνου Μελιτηνιώτου Λόγοι ἀντιρρητικοί δύο, 200. Ε ἰ ρ. Μ π ο ύ λ ο β ι τ ς, Τό μυστήριον τῆς ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι διακρίσεως,196-198.
74 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 5, W. Jaeger, GNO, τ.2, 179,23-27 (=PG 45, 760D): «ὅτι ὄνομα τῆς θείας φύσεως σημαντικὸν οὐκ ἐμάθομεν. Ἀλλὰ τὸ μὲν εἶναι αὐτὴν ἐδιδάχθημεν, δύναμιν δὲ προσηγορίας τοιαύτης, δι' ἧς ἐμπεριλαμβάνεται ἡ ἄφραστός τε καί ἀόριστος φύσις, ἤ οὐκ εἶναι καθόλου φαμὲν, ἤ πάντως ἡμῖν ἄγνωστον εἶναι». Πρβλ., σχετικῶς, καί Κ. Ἠ. Λ ι ά κ ο υ ρ α, Τό μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος, 41. Βλ., ἐπίσης, Ν. Β α- φ ε ί δ ο υ, «Ὀντολογικαί καί γνωσιολογικαί θεωρίαι», Γρηγόριος Παλαμᾶς 38(1955), 130.133. G. F l o r o v s k y, Eastern Fathers, 164-165. V. R a d u c a, ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΙΣ, 10. V. L o s s k y, Vision de Dieu, 64.
75 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 267,16-28 (=PG 45, 957CD). Ὅπ.π., 270,6-13 (=PG 45, 961Β). Ὅπ.π., 314,18-19 (=PG 45, 1012C). Περὶ τοῦ μὴ οἴεσθαι λέγειν τρεῖς θεοὺς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 43,13-24. 44,7-9 (=PG 45, 121ΒD). Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 190,27-191,21 (=PG 45, 425D-428B). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 6, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 148,8-11 (=PG 44, 1276D). Περί τῆς σημασίας τῶν ἀποδιδομένων στόν Τριαδικό Θεό ὀνομάτων στήν διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου βλ., ἐνδεικτικῶς, Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Γρηγόριος Νύσσης, 367. Π. Χ ρ ή σ τ ο υ, Ἑλληνική Πατρολογία, τ. 4, 185. Σ. Π α π α δ ο π ο ύ λ ο υ, Πατρολογία Β΄, 597. Τ ο ῦ ἰ δ ί- ο υ, «Γρηγόριος Νύσσης», ΕΕΘΣΠΑ 26(1984), 202. Μ. Φ α ρ ά ν τ ο υ, «Ὀρθοδόξως», Θεολογία 70(1999),257-258. Ἀρχιμ. Ἰ α κ ώ β ο υ Κ α π ε ν έ κ α, «Εἰσήγησις», Νέα Σιών 50(1955), 83.
76 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 7, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 150,3-20 (=PG 44, 1277D-1280A).
77 Ἀπό τήν πληθώρα τῶν ἀναφερομένων στήν ἄποψη αὐτή χωρίων βλ., ἐνδεικτικῶς, Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 1, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 36,16-37,3 (=PG 44, 781CD). Ὅπ.π., Λόγος 6, 181,19-182,2 (=PG 44, 892D-893Α). Ὅπ.π., Λόγος 12, 357,18-358,3 (=PG 44, 1028C). Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 92,8-12. (=PG 44, 381C). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 7, P.Alexander, GNO, τ.5, 406,7-13 (=PG 44, 724C-725Α). Περὶ τοῦ μὴ οἴεσθαι λέγειν τρεῖς θεοὺς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 52,15-53,3 (=PG 45, 129CD). Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά ἀναφερθεῖ ἐπιπροσθέτως ὅτι ἡ ἀναπτυξη τῆς σχετικῆς μέ τά ὀνόματα διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου εἶχε ὡς πρωταρχικό σκοπό τήν καταπολέμηση τῆς κακόδοξης ἐκείνης ἀπόψεως τοῦ Εὐνομίου, κατά τήν ὁποία διά τῶν ὀνομάτων χαρακτηρίζεται ἡ οὐσία τῶν ὀνομαζομένων. Ἔτσι ὁ ὅρος «ἀγέννητος» ἐκλαμβανόταν ἀπό τόν Εὐνόμιο ὡς δηλωτικός τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός καί, ἐπειδή κατ' αὐτόν ἡ γνώση ἑνός ὀνόματος ἐσήμαινε καί τήν γνώση τῆς οὐσίας τοῦ ὀνομαζομένου, ἡ γνώση τοῦ ὅρου «ἀγέννητος» ἀπό τόν ἄνθρωπο ὑποδήλωνε κατά τόν Εὐνόμιο καί τήν γνώση ἀπό αὐτόν τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός (Βλ.,σχετικῶς, Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 174,24-175,13 [=PG 45, 409ΑB]. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 1, W. Jaeger, GNO, τ.2, 44,6-16 [=PG 45, 608BC]. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 5, W. Jaeger, GNO, τ.2, 178,13-179,15 [=PG 45, 760ΑC]. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 275,19-21 [=PG 45, 968Β]). Βλ., ἐπίσης, Σ. Π α π α δ ο π ο ύ λ ο υ, «Γρηγόριος Νύσσης», ΕΕΘΣΠΑ 26(1984), 203. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Πατρολογία Β΄, 581. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Πνεῦμα καί Λόγος, 12. 13. Μ. Φ α ρ ά ν τ ο υ, «Ὀρθοδόξως», Θεολογία 70(1999), 256-257. Ν. Μ α- τ σ ο ύ κ α, «Γνῶσις καί ἀγνωσία Θεοῦ», Κληρονομία 2(1970), 66-67. Ἰ. Ἀ. Δ η μ η τ ρ α κ ο- π ο ύ λ ο υ, «Ἡ κατηγορία τῆς σχέσεως», Παρνασσός 43(2001), 187-188. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, «Ἡ γραμματική καί λογική κατηγορία», Βυζαντιακά 21(2001), 18-19.
78 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 222,22-25 (=PG 45, 461B). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 9, W. Jaeger, GNO, τ.2, 279,20-23 (=PG 45, 873Α). Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 397,23-31 (=PG 45, 1108ΒC). Bλ., ἐπίσης, P. M. G r e g o r i o s, Cosmic Man, 57, ὁ ὁποῖος συσχετίζει τό χαρακτηριστικό τοῦ «ἀρρήτου» τοῦ Θεοῦ μέ τίς ἰδιότητες τοῦ «ἀπείρου», τοῦ «ἀορίστου» καί τοῦ «ἀπεριλήπτου» αὐτοῦ.
79 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 1, W. Jaeger, GNO, τ.2, 39,2-6 (=PG 45, 601C). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 15, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 456,3-8. 456,13-15 (=PG 44, 1108BC). Πρβλ. καί Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 1, P.Alexander, GNO, τ.5, 293,19-294,2 (=PG 44, 632C). Πρβλ. T h. A l e x o p o u l o s, «Apophatische und kataphatische», Θεολογία 76(2005), 86. Ν. Β α φ ε ί δ ο υ, «Ὀντολογικαί καί γνωσιολογικαί θεωρίαι», Γρηγόριος Παλαμᾶς 38(1955), 134-135.
80 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 8, W. Jaeger, GNO, τ.2, 242,22-24. 243,9-11 (=PG 45, 832BC). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 50,13-15 (=PG 45, 53Β). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 3, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 87,5-8 (=PG 44, 821Α). Ὅπ.π., Λόγος 6, 183,5-9 (=PG 44, 893ΒC). Ὅπ.π., Λόγος 13, 387,2-5 (=PG 44, 1052Β). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 82,25-83,2 (=PG 44, 504Β). Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 136,14-17 (=PG 45, 368A). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 319,6-10 (=PG 45, 473C). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 10, W. Jaeger, GNO, τ.2, 290,24-291,1 (=PG 45, 885D). Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 253,10-17 (=PG 45, 941Α).
81 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 280,15-21 (=PG 45, 973Β).
82 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 1, W. Jaeger, GNO, τ.2, 30,26-31,3. 31,9-20 (=PG 45, 593ΑΒ). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 1, P.Alexander, GNO, τ.5, 293,3-6 (=PG 44, 632Α). Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 161,24-162,23 (=PG 45, 396ΑC). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 292,16-19 (=PG 46, 364C).
83 Βλ. Πρὸς τόν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 323,28-324,1 (=PG 45, 1021D). Πρβλ. καί ὅπ.π., 385,28-386,2 (=PG 45, 1093Β).
84 Βλ. Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 314,9-17 (=PG 45, 468D-469A).
85 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 1, W. Jaeger, GNO, τ.2, 18,8-17 (=PG 45, 580Β). Πρβλ. καί Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 4, W. Jaeger, GNO, τ.2, 139,5-14 (=PG 45, 716ΒC).
86 Βλ. Πρὸς τόν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 280,22-29 (=PG 45, 973ΒC). Ὅπ.π., 374,16-21. (=PG 45, 1080C). Ὅπ.π., 376,4-8. 376,12-20 (=PG 45, 1081CD).
87 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 293,25-30 (=PG 45, 925Β). Ἡ ἄποψη αὐτή ἐντάσσεται ἑρμηνευτικῶς στήν ἀντίκρουση ἀπό τόν Γρηγόριο τῆς «ἀσυστάτου» διδασκαλίας τοῦ Εὐνομίου περί τοῦ «κατ’ ἐπίνοιαν λόγου», σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ ἐνέργεια αὐτή δέν παραμένει μετά τήν ἐκφώνηση τοῦ φθεγγομένου, ἀλλά «συναφανίζεται» μέ τήν ἐκφώνησή του. Τοῦ σχετικοῦ κανόνα ἐξαιρεῖτο κατά τόν Εὐνόμιο, ὅπως σχετικῶς ἀναφέρει ὁ Γρηγόριος, ὁ λόγος τῆς «ἀγεννησίας», ὁ ὁποῖος ἐκλαμβανόταν ἀπό τόν Εὐνόμιο ὡς ὑποδηλώνων τήν οὐσία τοῦ Πατρός (Ὅπ.π., 238,9-240,12 [=PG 45, 924C-925C]). Πρβλ. καί Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 14, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 415,1-12 (=PG 44, 1076Β).
88 Βλ. Πρὸς τόν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 309,16-21 (=PG 45, 1005C). Σέ συνέχεια τῆς ἀπόψεώς του αὐτῆς ὁ Γρηγόριος ἐπισημαίνει ὅτι ὁ Τριαδικός Θεός δέν ἔχει φυσικά ἀνάγκη οὔτε «μνήμης», οὔτε λεκτικῆς ἀποτυπώσεως διά «ρήματος ἤ ὀνόματος» τῶν πραγμάτων, ἐφόσον αὐτός τυγχάνει ἡ «σοφία τε καὶ δύναμις, ἀσύγχυτόν τε καὶ διακεκριμένην τὴν τῶν ὄντων φύσιν περιέχουσα» (Ὅπ.π., 309,22-26 [=PG 45, 1005D]). Βλ., ἐπίσης, Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 93Α.
89 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 92Α. Βλ., ἐπίσης, Κ ο ρ ν α ρ ά κ η Ἰ., «Ψυχολογική θεώρηση», 403, ὁ ὁποῖος προσφυῶς ἐπισημαίνει ὅτι ἡ συγκεκριμένη αὐτή λειτουργία τῆς μνήμης «ἀναλαμβάνει» κατά τήν δεύτερη φάση τῆς ἐκδηλώσεως τοῦ ἰδιώματος τῆς ἀεικινησίας τῆς ἀνθρώπινης φύσεως «τόν ἡγετικό ρόλο τῆς κινήσεως», μέ τήν «ἐλπίδα, ὡς ἔκφραση ἐπιθυμητική» νά δίνει «τήν κινητική ὤθηση τῆς ψυχῆς πρός τά ἐμπρός» κατά τήν πρώτη φάση τῆς λειτουργίας αὐτῆς τῆς ἀεικινησίας.
90 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 8, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 252,15-253,3 (=PG 44, 945CD).
91 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 9, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 280,11-18 (=PG 44, 968C). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 36,24-27 (=PG 44, 448Β). Πρβλ. καί Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 1, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 7,27-8,3 (=PG 44, 1121D).
92 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 88,23-28 (=PG 44, 509D-512Α). Ὅπ.π., 89,19-25 (=PG 44, 512ΒC).
93 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 63,26-28 (=PG 44, 480C). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 3, P.Alexander, GNO, τ.5, 315,17-20 (=PG 44, 649D). Πρβλ. καί Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 145,2-6 (=PG 45, 1144Β), ὅπου ἡ μνημονευόμενη «ἐπί τοῖς πεπραγμένοις αἰσχύνη» ἐκλαμβάνεται ἀπό τόν Γρηγόριο ὡς «τῆς κατὰ τὸν νοῦν ἐνεργείας ἀπόδειξις». Βλ., ἐπίσης, Εἰς τὸν ἕκτον Ψαλμὸν περὶ τῆς ὀγδόης, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 190,15-19 (=PG 44, 612ΒC). Στό χωρίο αὐτό ἀναφέρεται ἡ «αἰσχύνη» ὡς συναίσθημα ἐκπορευόμενο ἀπό τήν ἐνθύμηση «τῶν κακῶς βεβιωμένων» ἀπό τόν ἄνθρωπο κατά τήν «δικαίαν τοῦ Θεοῦ κρίσιν» αὐτοῦ.
94 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 65,13-20 (=PG 44, 1184C). Ὅπ.π., Λόγος 2, 27,25-29 (=PG 44, 1145Α).
95 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 4, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 120,12-14 (=PG 44, 1244C). Ὅπ.π., 121,24-29 (=PG 44, 1245ΒC). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 6, P.Alexander, GNO, τ.5, 379,9-13 (=PG 44, 701C).
96 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 160,21-161,3 (=PG 44, 592Β).
97 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 92Α.
98 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 92Α. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 5, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 159,4-11 (=PG 44, 876Β).
99 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 92Β.
100 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 92Β. Πρβλ. καί Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 277,21-278,6 (=PG 46, 348D).
101 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 6, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 174,6-11 (=PG 44, 885D). Ὅπ.π., Λόγος 8, 247,9-18 (=PG 44, 941C).
102 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 4, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 119,14-17 (=PG 44, 845Α). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 8, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 167,9-13 (=PG 44, 1297Β). Περί τῆς διατυπούμενης αὐτῆς ἀπόψεως βλ. καί J. D a n i é l o u, Platonisme, 306.
103Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 212,12-14 (=PG 45, 797A). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 6, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 174,11-20 (=PG 44, 885D-888Α). Ὅπ.π., Λόγος 8, 245,15-17 (=PG 44, 940D). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 93Β.
104 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 1, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 39,11-14 (=PG 44,784D). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 2, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 93,17-19 (=PG 44, 1212D).
105 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 93C.
106 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 93BC.
107 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 1, P.Alexander, GNO, τ.5, 297,13-298,2 (=PG 44, 636ΑΒ).
108 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 53,26-54,9 (=PG 44, 468CD). Εἰς τὸν ἕκτον Ψαλμὸν περὶ τῆς ὀγδόης, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 189,12-20 (=PG 44, 609D).
109 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 1, P.Alexander, GNO, τ.5, 296,12-18 (=PG 44, 633C).
110 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 87,4-22 (=PG 44, 508D-509Α).
111 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 67,1-9 (=PG 44, 484CD).
112 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 163,24-164,1 (=PG 44, 593D).
113Βλ.Εἰς τὸν ἕκτον Ψαλμὸν περὶ τῆς ὀγδόης, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 190,15-19 (=PG 44, 612C).
114 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 15, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 464,12-18 (=PG 44, 1113D-1116Α).