2. Ἡ κατά τήν προαίρεση ἀλλοίωση τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου μετά τήν πτώση αὐτοῦ.

Κατά τήν προβολή τῶν στοιχείων πού συνιστοῦν καί χαρακτηρίζουν τήν μετά τήν παρακοή καί τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου ἀναδειχθεῖσα νοσοῦσα κατάσταση τῆς φύσεώς του ἀσχολεῖται εἰδικότερα ὁ Γρηγόριος Νύσσης μέ τήν παρουσίαση τῶν σημείων ἐκείνων πού ἀφοροῦν στήν μετά τήν πτώση λειτουργία τῶν χαρακτηριστικῶν καί τῶν προσδιοριστικῶν γνωρισμάτων τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Ἐπιλαμβανόμενος, ἔτσι, ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης τῆς ἀποτιμήσεως καί τῆς ἐκτενοῦς περιγραφῆς τῶν χαρακτηριστικῶν αὐτῶν τῆς μετά τήν πτώση καταστάσεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ἀναφέρεται ἀρχικῶς στό στοιχεῖο τῆς «ἀλλοιώσεως» πού τό θεωρεῖ ὡς τό κατ’ ἐξοχήν ἰδίωμα τῆς ἀνθρωπότητας1, τό ὁποῖο προσιδιάζει ἀφ’ ἑνός μέν στήν διά κτίσεως δημιουργία αὐτῆς2, ἀφ’ ἑτέρου δέ στήν ἐκ φύσεως προσαρμοσμένη σέ αὐτήν ἱκανότητα ἐπαυξήσεώς της καί εὐδοκιμήσεώς της στό ἀγαθό3. Πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι στήν διατυπωμένη διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου ἡ ἀλλοιωτική ἐνέργεια συναρτᾶται κατά τρόπον ἄμεσο μέ τήν λειτουργία τῆς προαιρέσεως, ἀφοῦ αὐτή κατέστη τό μέσον διά τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος ἐξεδήλωσε τήν προτίμησή του καί ἀνταποκρίθηκε στόν πειρασμό τῆς παρακοῆς τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐπέφερε τίς ὀλέθριες συνέπειες πού ἐπακολούθησαν4.
Ὅπως προκύπτει ἀπό τήν σχετική διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου, ἡ ὑπάρχουσα στήν ἀνθρώπινη φύση ἰδιότητα τῆς «πρὸς τὸ κρεῖττον» μεταβολῆς5, ἡ ὁποία τέθηκε στόν ἄνθρωπο μέ τήν δημιουργία του, προκειμένου νά αὐξάνεται συνεχῶς ἡ ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου μετοχή τῶν ἀγαθῶν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, κατέστη στήν μεταπτωτική του κατάσταση, καί διά τῆς ἐκ τῆς παρακοῆς ἐπιτελεσθείσης ἀλλοιώσεως τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, στοιχεῖο, διά τοῦ ὁποίου ἐκφράζεται ἡ διαρκής κινητικότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ἐντός τοῦ πλαισίου ἀφ’ ἑνός μέν τῶν μεταβολῶν καί τῆς παροδικότητας τοῦ βίου του6, ἀφ’ ἑτέρου δέ τῆς ροπῆς πρός τό ἀγαθό ἤ τό κακό, τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἐπιλέγει νά ἐκδηλώσει ἀναλόγως μέ τήν κατεύθυνση πού ὑποδεικνύει ἡ προαίρεσή του7.
Κατά τόν ἐπισταμένο ἐννοιολογικό προσδιορισμό αὐτῆς τῆς ἰδιότητας τῆς μεταβλητότητας, πού συνιστᾶ χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἐπισημαίνεται ἀπό τόν ἱερό πατέρα ἡ στενή σχέση ἡ ὁποία ὑφίσταται μεταξύ τῆς «ροώδους» καταστάσεως, πού διακρίνεται ἀπό ρευστότητα καί ἀστάθεια, καί τῆς ὑπάρξεως τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου ὡς «μεθορίου»8, ὡς συνιστάμενης δηλαδή ἀπό τήν νοερά οὐσία τῆς ψυχῆς καί ἀπό τό ὑλικό εἶδος τοῦ σώματος9. Ἡ παρατηρούμενη αὐτή συνάφεια ἀφ' ἑνός μέν θεωρεῖται κατά τόν Γρηγόριο ὡς ὑποδεικνύουσα, καί τρόπον τινά ἐπιβάλλουσα, στόν ἄνθρωπο νά ἀκολουθεῖ μία μορφή διαβιώσεως ἀνάλογη καί ἀντίστοιχη τῆς «μεθορίου» αὐτῆς καταστάσεως τῆς φύσεώς του, ἔτσι ὥστε νά διάγει «σωματικῶς μὲν τῷ αἰσθητῷ μέρει, τῷ δὲ ἑτέρῳ ἀσωμάτως»10. Καθορίζει δέ ἀφ' ἑτέρου τό ἴδιο γεγονός τίς προϋποθέσεις ἑρμηνείας τῆς πρός τό ἀγαθό ἤ τό κακό ἀμφιρρεποῦς τάσεως, ἡ ὁποία διακρίνει τήν διάθεση τοῦ ἀνθρώπου11. Τό εἶδος, συνεπῶς, καί ὁ τρόπος τῆς ζωῆς πού διάγει τό ἀνθρώπινο γένος μετά τήν πτώση τοῦ πρώτου ἀνθρώπου διακρίνεται ἀπό μία κινητική δραστηριότητα, τήν ὁποία καθορίζει ἡ προαίρεση ἀναλόγως μέ τήν ἑκάστοτε διάθεση πού ἐπιδεικνύει καί ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπό τήν φορά πρός τήν ἁμαρτία ἤ τήν ἀλλοτρίωση ἀπό αὐτήν12.
Πρόκειται, βεβαίως, κατά τήν ἑρμηνευτική ἀντίληψη τοῦ Γρηγορίου περί δύο κατευθύνσεων, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀσύμβατες μεταξύ τους, ἐφόσον προσιδιάζουν στά χαρακτηριστικά γνωρίσματα ἀφ’ ἑνός μέν τῆς νοερᾶς καί ἀβαροῦς καί μή ὑποκείμενης στήν φθορά καί παρατεινόμενης στό διηνεκές «κεκρυμμένης» οὐσίας τῆς ψυχῆς, ἀφ’ ἑτέρου δέ τῆς ὑλικῆς κατά τήν φύση καί ὑποκείμενης στήν φθορά καί στόν θάνατο καί ὑπάρχουσας στά περιορισμένα ὅρια τοῦ παρόντος βίου «φαινομένης» οὐσίας τοῦ σώματος13. Στό μεταξύ αὐτῶν ὑφιστάμενο διάστημα ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης τοποθετεῖ τήν προαίρεση14, ἡ ὁποία, μέ τήν ἔκφραση τῆς αὐτεξούσιας κινήσεως τοῦ θελήματος τοῦ ἀνθρώπου, ὠθεῖ αὐτόν στήν ἐπιλογή τῆς διαπράξεως εἴτε τοῦ ἀγαθοῦ, εἴτε τοῦ ὡς ἀπουσίας καί στερήσεως τοῦ ἀγαθοῦ νοουμένου κακοῦ15.
Γίνεται, ἔτσι, σαφές ἀπό τήν περί τοῦ θέματος αὐτοῦ διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου ὅτι ἡ ὑπάρχουσα δυνατότητα τῆς ρυθμίσεως τῶν ἀφορώντων στήν ζωή καί στήν συμπεριφορά τῶν ἀνθρώπων κατά τήν βούληση αὐτῶν καθιστᾶ τόν ἐκ ψυχῆς καί σώματος συνιστάμενο ἄνθρωπο, καί ὑπάρχοντα ὡς ἐκ τούτου «μεθόριον» τῆς νοερᾶς καί τῆς αἰσθητῆς φύσεως, «μεθόριον» τῆς ἀρετῆς καί τῆς κακίας16. Τό τελευταῖο αὐτό σημεῖο προσδιορίζει τό εἶδος τῆς ἀλλοιωτικῆς δραστηριότητας, πού ἐπιδεικνύει ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου μετά τήν πτώση του, ὡς μεταβολή πλέον τῆς διαθέσεώς του, ἡ ὁποία κατευθύνει τόν ἄνθρωπο εἴτε στήν πλουσιοπάροχη ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν καί δωρεῶν τοῦ Θεοῦ17, εἴτε στήν ἐκ μέρους του προσοικείωση τῆς κτηνώδους φύσεως ἐξ αἰτίας τῆς ἐξομοιώσεώς του μέ τήν ἄλογη φύση τῶν ζώων διά τῶν παθῶν18. Ὅπως, λοιπόν, συνάγεται ἀπό τήν διατυπωμένη σχετική διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου, τό «μεθόριον» αὐτό εἶδος τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ὅπως αὐτό προσδιορίσθηκε ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀνωτέρω ἐκτεθεισῶν ἑρμηνευτικῶν ἀπόψεων τοῦ Γρηγορίου, προσδίδει κατ’ αὐτόν τόν τρόπο στόν μετά τήν πτώση ὑπάρχοντα ἄνθρωπο τήν ἰδιότητα τοῦ «ἀπαγοῦς»19, ἀφοῦ εἶναι σαφές ὅτι μετά τήν πτώση ἀδυνατεῖ νά παραμείνει παγιωμένος στήν συνάφειά του μέ τό ἀγαθό.

3. Ἡ μεταπτωτική λειτουργία τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου.


α΄. Τά μεταπτωτικά χαρακτηριστικά τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ λειτουργία αὐτῶν.

Στό πλαίσιο τῆς ἐπιτελούμενης ἐκ μέρους τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης ἐκθέσεως τῆς διδασκαλίας του πού σχετίζεται μέ τίς ἀναδεικνυόμενες ἀπό τήν πτώση τοῦ πρώτου ἀνθρώπου συνέπειες, ἀναπτύσσονται ἀπό αὐτόν κατά διεξοδικόν καί εὐκρινῆ τρόπο τά προσδιοριστικά γνωρίσματα τῆς ψυχῆς, ἔτσι ὅπως παρατηροῦνται αὐτά στήν μετά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου κατάστασή τους, καί ἀξιολογοῦνται ἑρμηνευτικῶς ἀπό τόν ἱερό πατέρα. Ἀποτιμώντας ὁ Γρηγόριος τίς ἐπελθοῦσες στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου συνέπειες ἀπό τήν παρακοή τονίζει χαρακτηριστικῶς ὅτι ἡ μή ἔχουσα ὑλική ὑφή φύση τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ἐκ κατασκευῆς της τέθηκε ἐντός τοῦ περιβάλλοντος αὐτήν σωματικοῦ ἐνδιαιτήματος20, προκειμένου μαζί μέ τήν προϊοῦσα καί προοδευτική σωματική αὔξηση τοῦ ἀνθρώπου νά ἐνεργοποιοῦνται καί νά ἐκδηλώνονται καί οἱ ψυχικές ἰδιότητες καί δυνάμεις αὐτοῦ21, μέ τήν ἀποπομπή τοῦ ἀνθρώπου λόγῳ τῆς παρακοῆς του ἀπό τόν ἀμπελώνα τοῦ παραδείσου22 ἀπέκτησε χαρακτηριστικά, τά ὁποῖα δέν συνάδουν πρός τό ἀρχέτυπο θεῖο κάλλος, «καθ' ὁμοίωσιν» τοῦ ὁποίου ἐκείνη δημιουργήθηκε.
Ὅπως σχετικῶς σημειώνεται στήν ἐκτιθέμενη διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου, ἡ στροφή τῆς διαθέσεως τοῦ ἀνθρώπου πρός τό κακό καί τήν ἁμαρτία ὑπῆρξε ἡ γενεσιουργός αἰτία τῆς παρεισφρήσεως στήν ψυχή στοιχείων καί «κινημάτων», τά ὁποῖα, ὡς ἔχοντα τήν ἰδιότητα νά κλίνουν «πρὸς τὸ καλὸν ἤ πρὸς τὸ ἐναντίον» ἀναλόγως μέ τήν ἐκδήλωση τῆς στροφῆς τῆς προαιρέσεως, χαρακτηρίζονται ὡς εὑρισκόμενα «ἐν μεθορίῳ» αὐτῆς23. Πρόκειται κατά τόν Γρηγόριο περί «διαθέσεων» καί καταστάσεων τῆς ψυχῆς, οἱ ὁποῖες, χωρίς νά συνιστοῦν προσδιοριστικά στοιχεῖα τῆς φύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, φανερώνουν τό βαρύτατο νόσημα τῆς διαστρεβλώσεως τοῦ θεόμορφου εἴδους αὐτῆς, ἀπό τό ὁποῖο πάσχει μετά τήν πτώση τό γένος τῶν ἀνθρώπων24.
Τό γεγονός τῆς ἀπώλειας ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς καταστάσεως τῆς πρώτης ζωῆς του κατέστη σύμφωνα μέ τήν διατυπωμένη ἀνθρωπολογική διδασκαλία τοῦ Καππαδόκη θεολόγου ἡ ἀπαρχή τοῦ ἐπαναπροσδιορισμοῦ τῆς λειτουργίας τῶν ψυχικῶν ἐκείνων ἐνεργειῶν πού χαρακτηρίζουν τήν φύση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ διολίσθηση τοῦ ἀνθρώπου πρός τό κακό, πού συντελεῖται κάτω ἀπό τό βάρος τοῦ ἐξ ὕλης συνιστάμενου καί ὡς ἐκ τούτου ὑποκείμενου στήν φθορά περιβλήματος τῆς σαρκός25, ἀπομακρύνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν διά τῆς μετοχῆς του κατανόηση καί ἐπίγνωση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁποία ἄλλωστε δημιουργήθηκε μέ κατάλληλο τρόπο ἡ φύση του, καί ἐπιφέρει κατ' αὐτόν τόν τρόπο τήν ἐπισκότιση τῆς θεατικῆς ἱκανότητας τῆς ψυχῆς του26, ἡ ὁποία θεωρεῖται ἀπό τόν Γρηγόριο ὡς σκοπός τῆς ὑπάρξεως τῆς ἀσώματης φύσεώς της27.
Ἕνα ἄλλο σημεῖο τό ὁποῖο κρίνει σκόπιμο ἐκ παραλλήλου νά ὑπογραμμίσει ὁ Γρηγόριος εἶναι ὅτι ἡ κατεύθυνση καί ἡ προσήλωση τοῦ ἀνθρώπου στίς ἡδονικές ἀπολαύσεις πού ἐπιβάλλει σέ αὐτόν τό ἀποκτηθέν μετά τήν πτώση του ὑλικό φρόνημα καί τό φρόνημα τῆς σαρκός καθιστᾶ αὐτόν νοσοῦντα, ἀφοῦ, μέ τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τήν κατά τίς ἐνέργειες μετουσία τοῦ ὄντως ἀγαθοῦ Θεοῦ, ὑποβάλλεται στήν δυσμενῆ περιπέτεια τῆς «παρὰ φύσιν» διαβιώσεώς του28. Στήν κατάσταση αὐτή, στήν ὁποία περιπίπτει ὁ νοσῶν ἀπό τήν εἴσοδο τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος ἄνθρωπος – ἐπισημαίνει ὁ Γρηγόριος μέ ἔμφαση –, ἡ λειτουργία τῆς ὀπτικῆς ἐνέργειας τῆς ψυχῆς διασπᾶται, καθόσον ἀντικείμενο τῆς ὀπτικῆς αὐτῆς δραστηριότητας τῆς ψυχῆς δέν εἶναι πλέον κατ’ ἀποκλειστικόν τρόπο ὁ κατά τήν φύση του ἁπλοῦς καί ἄτρεπτος καί ἀίδιος Τριαδικός Θεός29. Ἡ ὀπτική αὐτή ἐνέργεια τῆς ψυχῆς στρέφεται στίς πολυειδεῖς καί ἀνώφελες ἐνασχολήσεις καί στίς μάταιες περιπλανήσεις30, οἱ ὁποῖες προκύπτουν ἀπό τήν εἴσοδο στόν ἄνθρωπο τῶν πολύμορφων παθῶν καθώς καί τῶν «παντοίων» λογισμῶν πού πηγάζουν ἀπό τήν ἀλλοιωμένη καί διασπασμένη λόγῳ τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου διανοητική δύναμη τῆς ψυχῆς του31.
Τά ἐκτεθέντα αὐτά ἀπό τόν Γρηγόριο ἑρμηνευτικά στοιχεῖα τόν ὁδηγοῦν στό συμπέρασμα ὅτι ἡ νοητική δύναμη τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καθίσταται τό στοιχεῖο ἐκεῖνο, τό ὁποῖο, ἄν καί συνιστᾶ ἀποκλειστικό γνώρισμα τῆς «κατά μίμησιν» τοῦ θείου «χαρακτῆρος» πλασθείσης ἀνθρώπινης φύσεως32, ἐπειδή διά τῆς ἐνέργειας τῶν αἰσθήσεων κοινωνεῖ τῆς ἄλογης φύσεως τῶν ζώων καί φέρει ὡς ἐκ τούτου καί χαρακτηριστικά αὐτῆς33, εἶναι δυνατόν, ἀναλόγως τῆς διαθέσεως τῆς προαιρέσεως, νά ὑπόκειται εἴτε σέ κατάσταση ὑποτέλειας στίς ὁρμές τῶν παθῶν34, εἴτε σέ κατάσταση ἀξιοποιήσεως τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς πρός αὔξηση τοῦ ἀνθρώπου στό ἀγαθό καί εὐδοκίμησή του σέ αὐτό35.
Σέ συνέχεια τῶν ἀνωτέρω ἐκτεθέντων στοιχείων τονίζεται ἀπό τόν Γρηγόριο ὅτι ἡ διευθυνόμενη καί ὁδηγούμενη ἀπό τήν νόηση ψυχή36, ὑπό τήν ἐπήρεια τοῦ ὑλικοῦ εἴδους τοῦ σώματος, πού ἐπιβάλλει στόν ἄνθρωπο τό ὑλικό καί ἐπιρρεπές στήν εὐαρέστηση καί ἱκανοποίηση τῶν αἰσθήσεων φρόνημα τῆς σαρκός37, κατέστη μετά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου εὐπρόσβλητη καί εὐάλωτη στίς ἐπιθέσεις τῶν προσβαλλόντων αὐτήν παθῶν. Ἀλλά καί ἡ κακία – ὑπογραμμίζει ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης – ἡ ὁποία ἐπικάλυψε τά χαρακτηριστικά τῆς θείας εἰκόνας38, κατά τήν ὁποία ὁ Τριαδικός Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο, μετέβαλε ἐπίσης τό ἀντικείμενο πού θεᾶται ἡ ψυχή ἐντός αὐτῆς κατά τήν λειτουργία της ὡς «κατόπτρου». Αὐτό συνέβη κατά τέτοιον τρόπο ὥστε ἀντί τῆς θεότητας, πού καθίσταται ἡ ἀρχετυπική δημιουργική δύναμη καί ἀποτελεῖ τό «μακάριον θέαμα»39 μέσῳ τῆς θεάσεως ἀπό τήν ψυχή τοῦ «θεοειδοῦς» κάλλους της40, νά κατευθύνει ἡ ψυχή τήν ὀπτική της ἐνέργεια καί νά στρέφει τήν «διάθεσίν» της πρός τό πρόσωπο τοῦ «ἀντικειμένου»41, δηλαδή τοῦ «ἀρχεκάκου δαίμονος», ὁ ὁποῖος ἀντιστρατεύεται καί ἐναντιώνεται στόν ὑπάρχοντα «κατὰ τὴν ἰδίαν φύσιν» του ἀγαθό καί πηγή τῆς ἀγαθότητας Τριαδικό Θεό42.
Σημειώνεται, ὡσαύτως, ἀπό τόν ἱερό πατέρα ὅτι ἡ δημιουργηθεῖσα ἀπό τόν Θεό ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία θεωρεῖται ὡς «τὸ οἰκητήριον» τοῦ Θεοῦ43 καί ἡ ὁποία ἀποδίδεται ἐνίοτε ἀπό τόν Γρηγόριο διά τοῦ ὅρου «καρδία»44 πρός ἔκφραση τοῦ «ἔνδον ἀνθρώπου», αὐτή ἡ πλασθεῖσα ὑπό τοῦ Θεοῦ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, διά τῆς παρακοῆς τοῦ πρώτου ἀνθρώπου καί τῆς συνακόλουθης πτώσεως αὐτοῦ καί τῆς ἀπομακρύνσεώς του ἀπό τόν Θεό, στερήθηκε τήν συμφυῆ μἐ αὐτήν ἱκανότητα θεάσεως τοῦ κάλλους τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί, μέ τήν στροφή τῆς «διαθέσεώς» της πρός τήν ἱκανοποιοῦσα καί τέρπουσα τίς σωματικές αἰσθήσεις ὕλη, ἀποστρέφεται τήν θέαση τοῦ προαιώνιου κάλλους καί τῆς ἀίδιας δόξας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ45. Μέ τήν συνάφειά της, ἐξ ἄλλου, καί μέ τήν ἀνάμειξή της μέ τήν κακία οἰκειοποιεῖται ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τήν ζοφώδη κατάσταση τῶν παθῶν46 καί τό ὑπό τῶν παθῶν ἐμφορούμενο φρόνημα τοῦ περιβάλλοντος αὐτήν σώματος, μέ τό ὁποῖο ὑπάρχει ἐξ ἀρχῆς σέ «συζυγίαν»47.

β'. Ἡ μεταπτωτική ἐκδήλωση τῶν «διαθέσεων» τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου.

Ἀπό τήν διερεύνηση τῆς διδασκαλίας τοῦ Καππαδόκη θεολόγου περί τῶν δυνάμεων καί κινήσεων τῆς ψυχῆς, οἱ ὁποῖες θεωροῦνται σύμφυτες μέ τήν ψυχή καί καθιστοῦν πρόδηλη τήν ἐνέργειά της, κατέστη σαφές ἀφ’ ἑνός μέν ὅτι συνήφθησαν μέ τήν φύση τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν ἐπίτευξη ἀπό αὐτόν τῆς διά «μετουσίας» συνεχοῦς ἀπολαύσεως τῶν ἀγαθῶν καί δωρεῶν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ48, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὅτι κατά τήν πρό τῆς πτώσεως κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου χαρακτηρίζονταν ἀπό μία ἰσορρόπηση ὡς πρός τήν ἐκδήλωσή τους49. Ἐξ ἄλλου, ἀπό τήν λεπτομερῆ ἀναφορά στήν λειτουργία τῶν δυνάμεων καί κινήσεων αὐτῶν τῆς ψυχῆς πού γίνεται ἀπό τόν Γρηγόριο Νύσσης στό πλαίσιο τῆς ἑρμηνευτικῆς πραγματεύσεως τοῦ γεγονότος τοῦ πειρασμοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν διάβολο καί τῆς παρακοῆς αὐτοῦ, προκύπτει κατά τόν Γρηγόριο τό συμπέρασμα ὅτι ἡ ἐπιθυμητική «κίνησις» τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου κατέστη τό ἐπίκεντρο τῆς συντελεσθείσης ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου προσβολῆς ἐκ μέρους τοῦ διαβόλου, κατά τρόπον ὥστε νά διαταραχθεῖ ἡ ἰσόρροπη ἐκδήλωση τῶν κινήσεων καί δυνάμεων τῆς ψυχῆς καί νά ἐπέλθει ἡ μονομερής κατίσχυση καί ἐπικράτηση τῆς ἐπιθυμητικῆς δυνάμεως50.
Πρέπει νά ὑπογραμμισθεῖ ὅτι κατά τήν διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου τό γεγονός αὐτῆς τῆς ὑπερισχύσεως τῆς ἐπιθυμητικῆς «κινήσεως» τῆς ψυχῆς ἔναντι τῶν ἄλλων «κινήσεων» καί δυνάμεων αὐτῆς κατέστη ἀκολούθως τό αἴτιο τῆς μεταστροφῆς καί ἀλλοιώσεως τῆς λειτουργίας αὐτῆς τῆς δυνάμεως τῆς ψυχῆς. Καί τοῦτο, διότι ἡ ἐπιθυμητική αὐτή «διάθεσις» τῆς ψυχῆς παρεξέκλινε μέ τήν παρακοή τῆς κατευθύνσεώς της πρός τόν Τριαδικό Θεό, στήν ἀποκλειστική τέρψη τοῦ ὁποίου ἀποσκοποῦσε ἡ ἐνύπαρξη στήν ψυχή τῆς δυνάμεως αὐτῆς, καί στράφηκε πλέον στά στοιχεῖα ἐκεῖνα πού ὑποδεικνύονταν ἀπό τίς ἀποσκοποῦσες στίς ἀπολαύσεις τοῦ σώματος αἰσθήσεις, πρός τίς ὁποῖες ἔκτοτε ἡ ἐπιθυμητική «διάθεσις» τῆς ψυχῆς εἶναι προσανατολισμένη51.
Ὡς καθοριστικό στοιχεῖο τῆς διαταράξεως τῆς ἰσόρροπης ἐκδηλώσεως τῶν «κινήσεων» καί δυνάμεων τῆς ψυχῆς ἐκλαμβάνεται ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης ἡ ἀπώλεια ἀπό τόν νοῦ, πού τάχθηκε νά ἡγεμονεύει στήν ἀνθρώπινη φύση, τοῦ ἐλέγχου τῶν δυνάμεων αὐτῶν τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου52, γεγονός τό ὁποῖο κατέστη τό γενεσιουργό αἴτιο τῆς ἀλλοιώσεως καί μετατροπῆς τῶν ψυχικῶν ἐνεργειῶν, πού καθιστοῦν τόν ἄνθρωπο ἱκανό στήν ἐπίτευξη τῆς μετοχῆς καί μεθέξεως τῶν ἀγαθῶν τῆς θεότητας, σέ πάθη53. Σημειώνεται, ὡσαύτως, ἀπό τόν Γρηγόριο ὅτι ἡ ἐπισκοτίζουσα τήν διάνοια ἀσθένεια τῶν παθῶν, ἡ ὁποία ἐνέσκηψε στό ἀνθρώπινο γένος διά τῆς ἐπικρατήσεως τῆς «ἐπιθυμητικῆς καὶ θυμώδους διαθέσεως» ἔναντι τῆς δυνάμεως τοῦ λόγου54, μπορεῖ νά μεταστραφεῖ σέ προνόμιο κατά τήν στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος θά καθυποτάξει τά πάθη αὐτά, προκειμένου νά τά θέσει στήν ὑπηρεσία τῆς ἀποκτήσεως τῆς ἀρετῆς55.
Εἶναι δυνατόν, βεβαίως, νά ὑποστηριχθεῖ, ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀμέσως προηγουμένως ἀναφερθέντων, ὅτι ἀναγνωρίζεται ἀπό τόν Γρηγόριο γιά τήν «ἐπιθυμητικὴν» αὐτή καί «θυμώδη διάθεσιν» τῆς ψυχῆς μία ἐπωφελής γιά τόν ἄνθρωπο χρήση της. Ἡ ἐπωφελής αὐτή χρήση τῆς «θυμώδους διαθέσεως» συνίσταται κατά τόν Γρηγόριο στήν στάση πού πρέπει νά ἐπιδείξει ὁ ἄνθρωπος ὡς πρός τήν κακία καί τήν ἁμαρτία, καί ἡ ὁποία πρέπει νά χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἀποστροφή πρός τό κακό, ἀπό τό ἀκατάβλητον τῆς ψυχῆς στήν ἐπίπονη προσπάθεια ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας, ἀπό τήν περιφρόνηση τῆς ἐπικείμενης συμφορᾶς τοῦ θανάτου, καθώς καί ἀπό τόν τερματισμό τῆς προσκολλήσεως τῆς «ἐπιθυμητικῆς διαθέσεως» στήν ἱκανοποίηση τοῦ προσαρμοσμένου πλέον στίς συνθῆκες λειτουργίας τῆς ὕλης σώματος56.
Ἡ ἀγαθή καί ἐπωφελής αὐτή χρήση τῆς ἐπιθυμητικῆς δυνάμεως τῆς ψυχῆς πού παρακινεῖται ἀπό τήν διαρκῆ ἔφεση πρός τό ἐλλεῖπον57, ἡ ὁποία θά καταστήσει τήν ἀνθρώπινη φύση ἱκανή νά πραγματοποιήσει τήν «συνάφειαν» αὐτῆς μέ τό ὑπάρχον ἐκ φύσεως «καλὸν» θεῖον καί θά ἐπιφέρει ἔτσι σέ αὐτήν τήν αἴσθηση τῆς πληρότητας58, συναρτᾶται κατ' ἄμεσον τρόπο μέ τόν ἐπαναπροσανατολισμό τῆς ἐπιθυμητικῆς διαθέσεως τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου πρός τό «ἀληθῶς ἐπιθυμητὸν», δηλαδή πρός τόν Θεό59. Στήν ἐπιθυμητική αὐτή «κίνησιν» τῆς ψυχῆς ἀνάγεται καί ἐντάσσεται ἡ πηγή τῆς ἐρωτικῆς δυνάμεως καί ἐπιθυμίας τοῦ ἀνθρώπου γιά τόν Θεό60, ἡ ὁποία συνιστᾶ, κατά τήν περιγραφή ἀπό τόν ἱερό πατέρα τοῦ χαρακτήρα τῶν πιό ὑψηλῶν σταδίων τῆς ἀνοδικῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἀνταπόκριση αὐτοῦ στήν συνεχῆ καί ἀδιάπτωτη ἕλξη πού ἀσκεῖ στόν ἄνθρωπο τό ἀσύλληπτο ἀπό τίς σωματικές του αἰσθήσεις κάλλος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ61.
Κατά τήν ἀνάδειξη τῆς καταστάσεως καί λειτουργίας τῆς ἐπιθυμητικῆς δυνάμεως καί «κινήσεως» τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου μετά τήν πτώση του, καθώς καί τῆς ἐπιδιωκόμενης ἀγαθῆς καί ἐπωφελοῦς κατευθύνσεως αὐτῆς, ἀναφέρεται παρεμπιπτόντως ὁ Καππαδόκης θεολόγος στήν πρόσφορη καί ἁρμόζουσα διαχείριση ἀπό τόν ἄνθρωπο τοῦ ἐξαιρετικοῦ γνωρίσματος τῆς νοήσεως, τήν ὁποία τό ἀνθρώπινο γένος ἔχει ἐγγενῶς, καί σημειώνει ὡς ἐπιτεύγματα αὐτῆς τήν ἱκανότητα ἀφ’ ἑνός μέν τῆς ἐκδηλώσεως τοῦ περί Θεοῦ αἰσθήματος, ἀφ’ ἑτέρου δέ τῆς μετά κρίσεως ἐξετάσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ καί τῆς διακρίσεως καί ἐπιλογῆς καί κατοχῆς τοῦ ἀληθῶς ἐπωφελοῦς ἀπό αὐτά γιά τόν ἄνθρωπο62.
Κρίνεται στό σημεῖο αὐτό σκόπιμο νά σημειωθεῖ ὅτι καθοριστικό στοιχεῖο στήν χρήση τῶν ἀνωτέρω ἀναφερθεισῶν δυνάμεων καί «κινήσεων» τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε κατά τρόπον εὐεργετικό γιά τήν ἀνθρωπότητα εἴτε κατά τήν ἀλλοίωση αὐτῶν σέ «ἀποπτώματα»63, θεωρεῖται ἀπό τόν Γρηγόριο ἡ προσδίδουσα στόν νοῦ τήν ἐνδιάθετη αὐτοῦ κλίση προαίρεση64, ἀπό τήν ροπή τῆς ὁποίας ἐξαρτᾶται εἴτε ἡ κατάλληλη καί ἐπ' ἀγαθῷ ἐκμετάλλευση τῶν δυνάμεων καί «κινήσεων» τῆς ψυχῆς, πού εἶναι σύμφυτες μέ αὐτήν, εἴτε ἡ μεταστροφή αὐτῶν σέ πάθη πού ἐπιφέρουν ἀσφαλῶς ὀλέθριες συνέπειες στόν ἄνθρωπο65.










1 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 46,2-4 (=PG 44, 457D).
2 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 24,4-6 (=PG 45, 28D). Ὅπ.π., 35,16-20 (=PG 45, 40Α). Ὅπ.π., 55,8-13 (=PG 45, 57D). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 6, W.Jaeger, GNO, τ.2, 214,4-6 (=PG 45, 800Α).
3 Βλ.Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 35,20-22 (=PG 45, 40Β).
4 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 46,14-16 (=PG 44, 460Α): «τὸ δὲ ἀνθρώπινον τῷ τρεπτῷ τῆς φύσεως ἐκ τοῦ ὕψους τῶν ἀγαθῶν πρὸς τὸ ταπεινόν τε καὶ ὀλισθηρὸν τῆς ἁμαρτίας κατενεχθὲν κατεσύρη». Ὅπ.π., 79,17 (=PG 44, 500Β).
5 Βλ. Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 213,3-4 (=PG 46, 285C). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 8, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 246,1-5 (=PG 44, 941Α).
6 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 141ΑC. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 51,5-6 (=PG 44, 1168D). Πρβλ. καί Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 261,25-262,22 (=PG 46, 672ΒD).
7 Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 56,24-27 (=PG 44, 349Α): «ἀλλ’ οἴκοθεν ἔχομεν ἐν τῇ ἑαυτῶν φύσει τε καὶ προαιρέσει τὰς τοῦ φωτός τε καὶ σκότους αἰτίας οἱ ἄνθρωποι, πρὸς ὅπερ ἄν ἐθέλωμεν τούτων γινόμενοι». Πρβλ. ὅπ.π., 53,7-13 (=PG 44, 345ΒC). Βλ., ἐπίσης, Ἀ θ α ν α σ ί ο υ, Κατὰ Ἀρειανῶν, Λόγος 1, M. Tetz, Athanasius Werke, τ.1,Ι, 116,17-18 (=PG 26, 25ΑΒ), ὅπου τονίζεται ὅτι ἡ ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων ἀπομάκρυνση ἀπό «τὸν ὄντα τοῦ Θεοῦ Λόγον» εὐθύνεται γιά τήν πτώση του «εἰς τὸ μηδὲν», ἐφόσον οἱ ἄνθρωποι κατ' αὐτόν τόν τρόπο «ἔπλασαν ἑαυτοῖς τὸν οὐκ ὄντα». Μ α- ξ ί μ ο υ Ὁ μ ο λ ο γ η τ ο ῦ, Μυσταγωγία, Χ. Γ. Σωτηροπούλου, Ἡ μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, 224, 19-21 (=PG 91, 689Β). Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α- σ κ η ν ο ῦ, Κατὰ Μανιχαίων, B. Kotter, SJD, τ.4, 388,9-19 (=PG 94, 1568Β), ὅπου σημειώνεται ὅτι τά ἔλλογα κτιστά ὄντα, τά ὁποῖα, κάνοντας χρήση τῆς ἐλευθερίας τῆς βουλήσεώς τους, ἐκδηλώνουν τήν κατά τήν προαίρεση ἀλλοίωσή τους πρός τό καλό ἤ τό κακό, χαρακτηρίζονται ὡς «ἐθελότρεπτα». Πρβλ., ὡσαύτως, ὅπ.π., 370,45-371,55 (=PG 94, 1537C).
8 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 106,23-107,4 (=PG 45, 333D-336Α).
9 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 11, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 333,13-15 (=PG 44, 1009ΑΒ). Ὅπ.π., Λόγος 12, 345,11-13 (=PG 44, 1017C). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 88,5-8 (=PG 44, 509ΒC). Ὅπ.π., 157,19-22 (=PG 44, 588C). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 1, P.Alexander, GNO, τ.5, 284,2-5 (=PG 44, 621D-624A). Ὅπ.π., Λόγος 6, 373,21-374,6 (=PG 44, 697AB). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 324,23 (=PG 46, 397Α). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 133,25-30 (=PG 45, 1128Β). Ὅπ.π., 205,5-9 (=PG 45, 1228D). Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 176Β.
10 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 8, P.Alexander, GNO, τ.5, 419,9-13 (=PG 44,736Β). Ὅπ.π., 389,8-10 (=PG 44, 709D). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 66,23-67,3 (=PG 44, 1185ΑΒ). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 3, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 109,1-4 (=PG 44, 1232Α). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 93,1-5 (=PG 45, 93Α). Πρβλ. καί Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 46,5-12 (=PG 44, 340Α). Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 180,9-16 (=PG 46, 257ΒC).
11 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 57C. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 192CD. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρἰτου λόγου, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 213,3-5 (=PG 46, 797C). Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 180,16-181,2 (=PG 46, 257C). Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 226,20-28 (=PG 46, 677Α). Πρβλ. καί Εἰς τὸν ἅγιον μεγαλομάρτυρα Θεόδωρον, J.P.Cavarnos, GNO, τ.10,1, 62,14-20 (=PG 46, 737ΒC).
12 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 8, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 164,16-20 (=PG 44, 1293D).
13 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 1, P.Alexander, GNO, τ.5, 284,6-7 (=PG 44, 624A). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 157,19-22 (=PG 44, 588C). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 345,11-17 (=PG 44, 1017C). Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 42,27-43,8 (=PG 46, 512Α). Πρβλ. καί Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 206,18-21 (=PG 45, 1229D).
14 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 345,19-346,2 (=PG 44, 1017CD). Ὅπ.π., Λόγος 10, 313,17-20 (=PG 44, 993C).
15 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 9, W. Jaeger, GNO, τ.2, 266,2-5. (=PG 45, 857C). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 2, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 95,6-14 (=PG 44, 1213D).
16 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 1, W. Jaeger, GNO, τ.2, 45,2-5 (=PG 45, 608D). Πρβλ. καί Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 110,3-6 (=PG 45, 337ΒC).
17 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 61,14-16 (=PG 46, 529D). Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 278,11-14 (=PG 46, 604D-605Α).
18 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 192CD. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 213,3-5. 213,21-24 (=PG 45, 797CD-800A). Πρβλ. καί Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 7, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 160,11-16 (=PG 44, 1289CD). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 81Β. Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 277,18. 277,21 (=PG 46, 348C).
19 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 351,2-6 (=PG 45, 1053ΑΒ).
20 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 237Β. Πρβλ. καί Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 266,13-16 (=PG 46, 676D-677Α).
21 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 29ΑΒ. Ὅπ.π., PG 46, 125D-128A. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 236CD
22 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 57,11-13 καί 58,10-13 (=PG 44, 797CD).
23 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 57C.
24 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 56Β-57Α. Πρόκειται συγκεκριμένως, καί σύμφωνα μέ τίς ἐκτιθέμενες ἀπόψεις τοῦ Γρηγορίου, περί τῆς δειλίας, τοῦ θράσους, τῆς λύπης, τῆς ἡδονῆς, τοῦ φόβου, τῆς περιφρονήσεως, καί ὅλων τῶν σχετιζομένων μέ τόν θυμό καί τήν ἐπιθυμία διαθέσεων καί καταστάσεων τῆς ψυχῆς (Βλ. ὅπ.π., PG 46, 53Β). Πρβλ. καί Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 259,6-11 (=PG 45, 948C). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 46,3-8 (=PG 44, 1161D-1164A).
25 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 258,10-14 (=PG 45, 948Α).
26 Βλ. Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J.Mc Donough, GNO, τ.3,2, 80,2-7 (=PG 46, 176Α). Ὅπ.π., 81,17-22 (=PG 46, 176D-177A). Πρβλ. καί Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 289,1-3 (=PG 46, 360CD). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 34,3-7 (=PG 44, 1152Β). Βλ. καί Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 4, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 106,1-7 (=PG 44, 836Α).
27 Βλ. Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J. Mc Donough, GNO, τ.3,2, 79,2-3 (=PG 46, 173C). Ὅπ.π., 81,11-22 (=PG 46, 176D-177A). Πρβλ. καί Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 291,23-292,3 (=PG 46, 364Β). Ὅπ.π., 254,16 (=PG 46, 324A).
28 Βλ. Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J.Mc Donough, GNO, τ.3,2, 82,24-28 (=PG 46, 177CD). Πρβλ. καί Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 365,3-8 (=PG 45, 1069Β).
29 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 8, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 257,13-258,6 (=PG 44, 949CD). Περί τῆς ἔννοιας τῆς διασπαστικῆς γιά τόν ἄνθρωπο λειτουργίας τῆς ἁμαρτίας βλ., ἐνδεικτικῶς, Μ. Φ α ρ ά ν τ ο υ, Ἠθική τοῦ φυσικοῦ κόσμου, 46-47.
30 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 8, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 258,17-18 (=PG 44, 952Α). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 5, P.Alexander, GNO, τ.5, 357,15-19 (=PG 44, 684A). Περὶ τῶν πρό ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J.Mc Donough, GNO, τ.3,2, 68,22-25 (=PG 46, 164Α).
31 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 9, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 275,19-22 (=PG 44, 964D):«πηγὴ κυρίως κατονομάζεται κατά γε τὸν ἐμὸν λόγον ἡ διανοητικὴ τῆς ψυχῆς ἡμῶν δύναμις, ἡ παντοίους λογισμοὺς ἐν ἡμῖν βρύουσά τε καὶ πηγάζουσα».
32 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 60C.
33 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 60C-61A.
34 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 176Α. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 258,9-14 (=PG 45, 948Α). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 61A. Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 295,6-7 (=PG 46, 365D-368A). Πρβλ. καί Μ. Φ α ρ ά- ν τ ο υ, Ἠθική τοῦ φυσικοῦ κόσμου, 59.
35 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 61ΒC. Ὅπ.π., PG 46, 65Β. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 193C. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 61,28-62,7 (=PG 44, 477ΒC). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 295,8-13 (=PG 46, 368A).
36 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 5, P.Alexander, GNO, τ.5, 357,10-12 (=PG 44, 684A):«οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς ψυχῆς τὸ ἡγεμονικόν τε καὶ προτεταγμένον ἀντὶ κεφαλῆς νοεῖται».
37 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 105CD. Πρβλ. καί Περὶ τῶν πρό ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J.Mc Donough, GNO, τ.3,2, 71,8-11 (=PG 46, 165Β).
38 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 6, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 143,9-11 (=PG 44, 1272Α).
39 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 6, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 144,2-13 (=PG 44, 1272C). Ὅπ.π., 142,21-22 (=PG 44, 1269C). Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 39,2-4 (=PG 46, 508Β).
40 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 15, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 440,1-7. (=PG 44, 1093D). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 296,1-9 (=PG 46, 368ΒC). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 89C.
41 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 6, J. F.Callahan, GNO, τ.7,2, 148,3-8. 14-20 (=PG 44, 1276C-1277A). Πρβλ. καί Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 46,13-18 (=PG 44, 340ΑΒ). Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος κάνει λόγο γιά λανθασμένη χρήση ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς δυνατότητας ἐπιγνώσεως τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἐκ φύσεως κατέχει (Ἑρμηνεία εἰς τήν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολὴν, PG 60, 413).
42 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 30,2-5 (=PG 46, 500Α).
43 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 364,8-9 (=PG 44, 1033Α). Πρβλ. καί Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 7, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 156,25-27 (=PG 44, 1285D).
44 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 6, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 143,9-11 (=PG 44, 1272Α). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 32,16-17 (=PG 44, 1149C). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 8, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 183,10-11 (=PG 44, 893C). Ὅπ.π., Λόγος 7, 242,8-9 (=PG 44, 937D). Ὅπ.π., Λόγος 14, 414,13-14 καί 415,1-3 (=PG 44, 1076ΑΒ). Πρβλ. καί Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 108,7-11 (=PG 44, 397Α). Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 280,19-281,2 (=PG 46, 605D). Εἰς τὸ ἅγιον καὶ σωτήριον Πάσχα, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 309,15-18 (=PG 46, 681Β). Ἐγκώμιον εἰς τὸν μέγαν Βασίλειον, O.Lendle, GNO, τ.10,1, 113,23-25 (=PG 46, 793C).
45 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 164Α:«οἷον γάρ τι κάτοπτρον κατὰ νώτου τὴν τῶν ἀγαθῶν ἰδέαν ὁ νοῦς ποιησάμενος, ἐκβάλλει μὲν τῆς ἐκλάμψεως τοῦ ἀγαθοῦ τὰς ἐμφάσεις, τῆς δὲ ὕλης τὴν ἀμορφίαν εἰς ἑαυτὸν ἀναμάσσεται. Καὶ τούτῳ γίνεται τῷ τρόπῳ τοῦ κακοῦ ἡ γένεσις, διὰ τῆς ὑπεξαιρέσεως τοῦ καλοῦ παρυφισταμένη». Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 5, P.Alexander, GNO, τ.5, 357,15-19 (=PG 44, 684A).
46 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 57,20-24 (=PG 46, 525D). Πρβλ. καί Εἰς τήν ἡμέραν τῶν Φώτων, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 236,15-16. 23-24 (=PG 46, 593C).
47 Βλ. Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 266,28-267,7 (=PG 46, 677ΒC).
48 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 8, P.Alexander, GNO, τ.5, 427,15-17 (=PG 44, 741D). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 5, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 159,4-11 (=PG 44, 876Β).
49 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 45,17-19 (=PG 44, 1161C).
50 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 45,19-24 (=PG 44, 1161D). Πρβλ. Κ. Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, «Ὁ βιωματικός χαρακτήρας τοῦ δόγματος», 681-682.
51 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 5, P.Alexander, GNO, τ.5, 354,16-18 (=PG 44, 680CD). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 64C-65Α. Περί τῆς ἑρμηνευτικῆς αὐτῆς ἀπόψεως βλ., ἐκ παραλλήλου, Β α σ ι λ ε ί ο υ, Περὶ ἀσκήσεως, Λόγος 1, PG 31, 869D. Βλ., ἐπίσης, Ἰ. Σ. Ρ ω μ α ν ί δ ο υ, Τό προπατορικόν ἁμάρτημα, 163. Μ. Φ α ρ ά ν τ ο υ, Ἠθική τοῦ φυσικοῦ κόσμου, 49. Κ. Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, «Ὁ βιωματικός χαρακτήρας τοῦ δόγματος», 683, ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζει προσφυῶς τήν κατάσταση κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἐξαπατᾶται μέ τά «τοῦ βίου ὀνειρώδη φαντάσματα» καί «ἐν τῷ δοκεῖν ἔχει τὸ εἶναι» (Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 11 Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 316,1-7 [=PG 44, 832D]) ὡς «ἕναν πρωτογενῆ “δοκητισμό”».
52 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 61ΒC.
53 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 4, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 102,4-10 (=PG 44, 832D). Πρβλ. καί Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 71,3-19 (=PG 44, 361CD).
54 Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 63,3-6 (=PG 44, 353D). Πρβλ. καί Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 3, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 106,7-18 (=PG 44, 1228BC).
55 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 61,28-62,7 (=PG 44, 477ΒC). Ἐπιστολὴ Κανονικὴ, PG 45, 224ΑΒ.
56 Βλ. Ἐπιστολὴ Κανονικὴ, PG 45, 225ΑΒ. Βλ., ἐπίσης, Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 157ΒC. Πρβλ. καί Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 56Α.
57 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 92C.
58 Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 50,16-20 (=PG 44, 344Α). Βλ., ὡσαύτως, Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 89ΒC. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι στό σημεῖο αὐτό εἶναι δυνατόν ἐκ πρώτης ὄψεως νά διαφανεῖ ἡ ὕπαρξη μιᾶς μικρῆς ἀντιθέσεως ἤ καί ἀντιφάσεως μεταξύ τῆς ἀπόψεως τοῦ Γρηγορίου γιά τήν αἴσθηση τῆς ἱκανοποιήσεως τῆς ἐπιθυμίας, τήν ὁποία ἐπιφέρει κατ' αὐτόν ἡ εὕρεση καί ἡ «ἀπόλαυσις» τοῦ ζητουμένου, καί τῆς διδασκαλίας του περί τῆς ἀκορέστου ἀπολαύσεως τῆς θεότητας, κατά τήν ὁποία, ἐπειδή ἡ ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν θέαση καί ἀπόλαυση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ παραμένει πάντοτε «ἀπλήρωτος», ἡ ἐμπειρία πού λαμβάνει ὁ ἄνθρωπος ἀπό αὐτόν συνιστᾶ «γεῦσιν» πού ἐπιφέρει συνεχῶς «προτροπὴν πρὸς τὴν τοῦ πλείονος μετουσίαν» (Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 8, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 248,9-12 [=PG 44, 944Α] Βλ., ἐπίσης, Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 115,12-16 [=PG 44, 404Β]). Παρά ταῦτα, ἡ ἀντίθεση ἤ ἀντίφαση αὐτή εἶναι φαινομενική, ἐφόσον στό συγκεκριμένο χωρίο ἡ ἐπακόλουθη τῆς ἀπολαύσεως σβέση τῆς ἐπιθυμίας ἀφορᾶ στήν κίνηση τῆς ψυχῆς πρός τό κακό. Πρβλ. ὅπ.π., 115,16-116,2 (=PG 44, 404Β).
59 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 5, P.Alexander, GNO, τ.5, 354,19-23 (=PG 44, 680CD). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 293,16-294,3 (=PG 46, 365AB). Πρβλ. καί Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 32,25-33,2 (=PG 44, 1149D).
60 Βλ. Ἐπιστολὴ Κανονικὴ, PG 45, 224D-225Α. Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 296,9-15 (=PG 46, 368C). Ἡ χρησιμοποιούμενη ἐρωτική ὁρολογία συνιστᾶ χαρακτηριστικό ἐκφραστικό μέσον τῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου, πού ἀναφέρεται στήν ἐπιδιωκόμενη μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στήν θεότητα. Ἄν καί αὐτή ἡ ὁρολογία ἀπαντᾶ καί σέ ἀποτυπωμένες πλατωνικές φιλοσοφικές ἀντιλήψεις (Βλ., ἐνδεικτικῶς, Π λ ά τ ω ν ο ς, Συμπόσιον, I.Burnet, SCBO, τ.2, 202e,3-5 καί 210a, 211c,3. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Πολιτεία Ε΄,Στ΄, I.Burnet, SCBO, τ.4, 475e,4 καί 490b,2-4), πρέπει νά ὑπογραμμισθεῖ ὅτι στήν θεολογική θεώρηση τοῦ ἱεροῦ πατρός παρουσιάζει θεμελιώδεις διαφορές ὡς πρός τό περιεχόμενο.
61 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 61,14-22 (=PG 46, 529D-532Α). Εἰς τὸν ὅσιον πατέρα ἡμῶν Ἐφραίμ, PG 46, 829Α. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 13, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 380,2-6 (=PG 44, 1045Β). Ὅπ.π., Λόγος 1, 31,5-8 (=PG 44, 777Β). Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 114,5-9 (=PG 44, 353D). Ὅπ.π., 114,2-12 (=PG 44, 401D).
62 Βλ. Ἐπιστολὴ Κανονικὴ, PG 45, 228CD.
63 Βλ. Ἐπιστολὴ Κανονικὴ, PG 45, 224D. 225Α-232D, ὅπου ὁ ἱερός πατήρ ἐκθέτει τά πηγάζοντα ἐκ τοῦ λογιστικοῦ, τοῦ ἐπιθυμητικοῦ καί τοῦ θυμοειδοῦς μέρους τῆς ψυχῆς ἁμαρτήματα. Χαρακτηριστικό, ἐν τούτοις, καθίσταται τό γεγονός τῆς θεωρήσεως ἀπό τόν Γρηγόριο τοῦ πάθους τῆς πλεονεξίας ὡς ἀφορῶντος καί στίς τρεῖς αὐτές «κινήσεις» τῆς ψυχῆς (Βλ., σχετικῶς, ὅπ.π., PG 45, 232D-233Α). Βλ., ἐπίσης, Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 64D-65Β. Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 286,11-15. 287,6-16 (=PG 46, 357BD).
64 Βλ. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 198,4-5 (=PG 45, 1217C). Ὅπ.π., 213,1 (=PG 45, 1240Β). Πρβλ. καί Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 301,15-302,4 (=PG 46, 373ΒC).
65 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 61Α:«ἀλλὰ τῇ ποιᾷ χρήσει τῆς προαιρέσεως, ἤ ἀρετῆς, ἤ κακίας ὄργανα τὰ τοιαῦτα τῆς ψυχῆς κινήματα γίνεται». Ὅπ.π., PG 46, 65C-68A. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 4, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 102,8-103,12 (=PG 44, 832D-833Α). Πρβλ. καί Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 193Β. Περὶ τοῦ τί τὸ τοῦ Χριστιανοῦ ἐπάγγελμα, W. Jaeger, GNO, τ.8,1, 140,6-14 (=PG 46, 248CD).