ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ KAI H ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΤΩΤΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

1. Ἡ ἐκ τῆς παρακοῆς νοσήσασα ἀνθρώπινη φύση.

Πέραν τῆς καταγραφῆς καί τῆς παρουσιάσεως τῶν συνεπειῶν πού προέκυψαν ἀπό τήν διά τῆς παρακοῆς πτώση τοῦ ἀνθρώπου, καί οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν στήν μετά τήν πτώση ἀναδειχθεῖσα κατάσταση τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, προβαίνει ὁ Γρηγόριος καί σέ ἰδιαίτερη ἐπισήμανση καί σχετική πραγμάτευση τῶν ἐπιπτώσεων ἐκείνων τῆς «ἀρχαίας» παραβάσεως πού ἀφοροῦν εἰδικότερα στά ἀλλοιωθέντα χαρακτηριστικά τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου καί στήν ἀλλοιωθεῖσα λειτουργία τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς του. Θά πρέπει εἰσαγωγικῶς νά σημειωθεῖ ὅτι κατά τήν ἐπιχειρούμενη ἀπό τόν Γρηγόριο ἀπαρίθμηση καί διερεύνηση τῶν ἐπιπτώσεων ἐκείνων, πού προέκυψαν ὡς ἐπακόλουθα τῆς ἀστοχίας καί ἀποτυχίας τοῦ ἀνθρώπου ὡς πρός τήν ἀξιοποίηση καί προσοικείωση τῶν δοθέντων σέ αὐτόν ἀπό τόν Θεό ἀγαθῶν, καί τίς ὁποῖες ἔκτοτε τό ἀνθρώπινο γένος ὑφίσταται, γίνεται πραγμάτευση ἀπό τόν ἱερό πατέρα τῆς μετά τήν πτώση καταστάσεως τῶν ἰδιαιτέρων ἐκείνων στοιχείων τοῦ ἀνθρώπου πού ἀποτελοῦν διακριτικά γνωρίσματα καί χαρακτηριστικά τῆς πεπτωκυίας φύσεώς του. Σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης ὁ διά κτίσεως ἐλθών σέ ὕπαρξη ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος μετέχει τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ κατά τίς ἄκτιστες ἐνέργειές του καί ὄχι φυσικά κατά τήν ἄκτιστη οὐσία του1, ἀντάλλαξε διά τῆς παρακοῆς τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ τήν ἀπαστράπτουσα μέ τό κάλλος τῆς θείας εἰκόνας μορφή του μέ τήν ἀμαυρωμένη λόγῳ τῆς ἀναμείξεώς του μέ τήν κακία μορφή,2 καί κατέστη ἔτσι ἡ φύση του, ὡς φέρουσα τό μελανό κατά τήν ὄψη χρῶμα τῆς ἐκ μέρους της προσοικειώσεως τοῦ ἔργου τοῦ διαβόλου, δύσμορφη καί «ὁμοίωμα αἴσχους», καί περιέπεσε κατ' ὀδυνηρόν τρόπο σέ μία νοσηρή κατάσταση3.
Μέ τήν ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου ὡς κτίσματος μέσα στήν διαστηματική ἔννοια τοῦ «ροώδους» καί κυκλικοῦ χρόνου4 ὡς ἀπόρροιας τῆς πτώσεώς του, καί λόγῳ φυσικά τῆς ἀναγκαιότητας νά συμβαδίσει μέ τήν διάρκεια τοῦ χρόνου ἡ σταδιακή ἐπαναπόκτηση ἀπό αὐτόν τῆς τελειότητας μέ τήν ὁποία ἀρχικῶς πλάσθηκε5, ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου ὑπόκειται σέ ρευστότητα καί μεταβλητότητα καί παροδικότητα ὡς πρός τήν ἔννοια τοῦ χρόνου6, καθίσταται δέ ἐπιδεκτική φθορᾶς7 καί ὑποκείμενη στήν τρεπτότητα καί στήν ἀλλοίωση8. Τό γεγονός αὐτό ἔχει ὡς συνέπεια νά διακρίνεται ἡ ροπή τῆς ἀνθρώπινης φύσεως πρός τό κακό ἀπό εὐκολία καί ἔνταση9 καί νά ἐπιβάλλει στήν ἀνθρώπινη φύση, ἡ ὁποία ἐκλαμβάνεται ἀπό τόν ἱερό πατέρα ὡς συζευγμένη μετά τήν πτώση μέ τίς χαρακτηρίζουσες τήν φύση τῶν ἀλόγων ὄντων αἰσθήσεις10, νά καθίσταται ἐνδοτική στίς ἡδονικές ἀπολαύσεις11. Ὑποδεικνύεται, ἐξ ἄλλου, ἡ ἐκ φύσεως προσαρμοσμένη στόν ἄνθρωπο καί ἀποσκοποῦσα στήν ἔφεσή του γιά τό ἀγαθό διάθεση τῆς ὀρέξεως12 ὡς ὑπεύθυνη τῆς ἔντονης ἐπιθυμίας γιά τό κακό, ἀπό τήν ὁποία διακατέχεται μετά τήν πτώση του ὁ ἄνθρωπος13.
Πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι κατά τήν διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου Νύσσης ἐνδεικτικό στοιχεῖο τῆς νοσούσης μετά τήν παρακοή καί τήν πτώση φύσεως τοῦ ἀνθρώπου συνιστᾶ ἡ ἐπελθοῦσα ἀδυναμία τῆς διά τῆς μετοχῆς καί κοινωνίας τοῦ Θεοῦ κατανοήσεως αὐτοῦ ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου. Σύμφωνα μέ τήν σχετική διδασκαλία τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης ἰδιαίτερο σημεῖο, τό ὁποῖο συνιστᾶ γνώρισμα τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου καί στό ὁποῖο ἐντοπίζεται ἡ χαρακτηριστική διάκριση μεταξύ τῆς κτιστῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἄκτιστης φύσεως τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ ἀδυναμία διανοητικῆς προσεγγίσεως καί γνωστικῆς καταλήψεως ἀπό τόν κτιστό ἄνθρωπο τῆς ὑπάρχουσας ἄκτιστης φύσεως τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. καί τοῦτο, διότι κάθε ὄν πού λαμβάνει τήν ὕπαρξή του διά κτίσεως μπορεῖ νά κατανοήσει τήν φύση μόνο ἑνός ἄλλου ὄντος πού ἔχει συγγενῆ μέ αὐτό φύση, δηλαδή τό «ἐν τοῖς ἰδίοις ὅροις τῆς φύσεως μένον»14. Στήν θεολογική, δηλαδή, σκέψη τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης ἡ δυνατότητα γνωστικῆς ἀντιλήψεως τῆς ἄκτιστης φύσεως τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἐντός τῶν ὁρίων τοῦ χρόνου κινούμενο καί ἐνεργοῦντα ἄνθρωπο καθίσταται πράγμα ἀνέφικτο ἐξ αἰτίας τῆς ὑφιστάμενης μεταξύ τοῦ ἄκτιστου δημιουργοῦ καί τοῦ κτιστοῦ δημιουργήματος ὀντολογικῆς διαφορᾶς15. Κατά τήν πρό τῆς πτώσεως, ὅμως, ἀρχέγονη κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου ὑπῆρχε σέ αὐτόν, ὡς «κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωσιν Θεοῦ» δημιουργηθέντα, ἡ δυνατότητα κατανοήσεως καί θεάσεως τοῦ Θεοῦ, «κατὰ τὴν ἀναλογίαν» βεβαίως «τῆς δυνάμεως» αὐτοῦ καί «ὅσον χωρῆσαι ἠδύνατο», ἡ ὁποία συνίστατο στήν μετουσία καί μετοχή τῶν ἐνεργειῶν καί τῶν θεοπρεπῶν ἀγαθῶν τοῦ ἀιδίως καί ὄντως ὑπάρχοντος Τριαδικοῦ Θεοῦ16. Τήν δυνατότητα αὐτή διέθετε ὁ ἀρχέγονος ἄνθρωπος ὡς ἐκ φύσεως συνημμένη μέ αὐτόν κατά τήν δημιουργία του, τήν ὁποία ἀπώλεσε διά τῆς παρακοῆς καί τῆς εἰσόδου σέ αὐτόν τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ σωματικοῦ φρονήματος, ἀναγκαζόμενος ἔτσι πλέον νά χρησιμοποιεῖ ἀνεπιτυχῶς ὡς μέσον «καταλήψεως» τοῦ «ἀορίστου καί ἀπεριλήπτου τῆς θεότητος»17 τίς προσιδιάζουσες στό σῶμα καί προσηλωμένες στήν ὕλη αἰσθήσεις18.
Σέ συνάφεια μέ τά προηγούμενα καί στό πλαίσιο τῆς παρουσιάσεως τῶν στοιχείων ἐκείνων πού χαρακτηρίζουν τήν νοσηρή κατάσταση τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου μετά τήν διά τῆς παρακοῆς πτώση του, τονίζεται ἀπό τόν Γρηγόριο ὅτι ἡ ἀντίληψη τήν ὁποία σχηματίζει καί ἡ ἐντύπωση τήν ὁποία ἀποκομίζει ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου διά τῶν αἰσθήσεων τοῦ σώματος, τῶν ὁποίων ἡ διά τῶν ἡδονῶν ἱκανοποίηση προέρχεται ἀπό τήν κακία, θεωρεῖται φυσικά ἐπισφαλής19 καί συνεπῶς μάταιη καί ἀναποτελεσματική καί ἀνώφελη καί στεῖρα20, ἐφόσον στήν μετά τήν πτώση κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου δέν ἐξυπηρετεῖ τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο ἡ αἰσθητική δραστηριότητα τέθηκε ἐξ ἀρχῆς στόν ἄνθρωπο καί ὁ ὁποῖος δέν εἶναι ἀσφαλῶς ἄλλος ἀπό τήν κατά χάριν καί κατ' ἐνέργειαν μετοχή τοῦ Θεοῦ καί ἀπό τήν ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν καί δωρεῶν αὐτοῦ21. Ἡ περί τοῦ Θεοῦ, λοιπόν, ἀντίληψη καί κατανόηση τοῦ ἀνθρώπου, πού προέρχεται ἀποκλειστικῶς ἀπό τά ἐμπίπτοντα στίς αἰσθήσεις στοιχεῖα, ἔτσι ὅπως αὐτές οἱ αἰσθήσεις λειτουργοῦν μεταπτωτικῶς, δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι, ὡς ἀποκύημα μιᾶς ἀναληθοῦς καί ἀνακριβοῦς καί ἐπίπλαστης κατανοήσεως τῆς πραγματικότητας τῆς θεότητας22, ψευδής23. Γίνεται, ἔτσι, σαφές ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου ὅτι ὁ μετά τήν πτώση ἐπαναπροσδιορισμός τῆς λειτουργίας τῶν αἰσθήσεων, κατά τρόπον πού νά παρεμποδίζει καί νά ἐπηρεάζει τήν νοητική δύναμη τοῦ ἀνθρώπου καί πού νά ἀναλογεῖ συνεπῶς στήν ἄλογη φύση24, κατέστη τό σημεῖο ἐκεῖνο, διά τοῦ ὁποίου ὁ διάβολος ἀσκεῖ στόν ἄνθρωπο τήν σαγηνευτική ἐπίδραση τῶν ἡδονῶν25, καθιστώντας ἔτσι αὐτόν δέσμιο τῶν σαρκικῶν ἀπολαύσεων26. Αὐτό τό ὁποῖο θέλει νά ὑπογραμμίσει ἐπί τοῦ προκειμένου θέματος ὁ Γρηγόριος εἶναι ὅτι μέ τήν προσκόλληση στήν ἀπόλαυση τῆς ἡδονῆς καί μέ τήν συνακόλουθη ἄμβλυνση τῆς ἱκανότητας τῶν αἰσθήσεων τοῦ ἀνθρώπου νά ἀπολαμβάνουν τό ἀληθῶς καί ὄντως ἀγαθό ἀποστερεῖται πράγματι ἡ ἐκ φύσεως ὑπάρχουσα στόν ἄνθρωπο ἀντιληπτική του δύναμη τήν ἰδιότητά της καί τήν ἱκανότητά της κατανοήσεως τοῦ Θεοῦ27, μέ συνέπεια νά διανοίγεται πλέον γιά τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου ὁ δρόμος τῆς ἀπώλειας καί τοῦ θανάτου28.
Συναφής, ἐπίσης, πρός τήν ἀμέσως προηγούμενη περιγραφή τῆς μετά τήν πτώση δυσμενοῦς καί νοσούσης καταστάσεως τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου καθίσταται ἡ ἀναφορά ἀπό τόν Γρηγόριο τῆς ὑπάρξεως τοῦ αἰσθήματος τῆς λύπης καί τῆς θλίψεως στόν ἄνθρωπο29, ἀπό τό ὁποῖο αὐτός διακατέχεται λόγῳ τῆς βιώσεως τῶν συνεπειῶν τῆς προσβολῆς του ἀπό τήν ἁμαρτία30, καί τό ὁποῖο φυσικά ἐπιτείνεται ἀπό τήν ἐπίγνωση τῆς ἀπόλυτης ἔνδειας31 καί τῆς θλιβερῆς ματαιότητας32, στήν ὁποία μετά τήν παρακοή καί τήν πτώση του ἔχει περιέλθει, καί μέ τήν ὁποία πορεύεται ἔκτοτε ἡ ἀνθρωπότητα.
Κατά τήν διερεύνηση, τέλος, καί τήν περιγραφή ἀπό τόν Γρηγόριο τῶν στοιχείων ἐκείνων πού χαρακτηρίζουν τήν μεταπτωτική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου ἐκτίθενται ἀπό αὐτόν οἱ ἰδιότητες τῆς «ἀπαθείας» καί τῆς «παρρησίας», οἱ ὁποῖες, ἐξ αἰτίας τῆς ἀμαυρώσεως καί τῆς ἐπισκοτίσεως στόν ἄνθρωπο τῆς θείας εἰκόνας, πού ἐπῆλθε ὡς ἐπίπτωση τῆς διαπράξεως τῆς παρακοῆς, ἐπαναπροσδιορίσθηκαν ὡς πρός τά χαρακτηριστικά καί τήν λειτουργία τους κατά τρόπον πού νά ἀνταποκρίνονται στόν μεταπτωτικό πλέον τρόπο διαβιώσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Ἔτσι, ὑπό τό πρίσμα αὐτό ἡ κατάσταση τῆς «ἀπαθείας» ἀφ' ἑνός μέν ἐκλαμβάνεται ἀπό τόν Γρηγόριο ὡς «ἀρχὴ» καί «ὑπόθεσις» τῆς κατ' ἀρετήν ζωῆς, ἀφ' ἑτέρου δέ παραλληλίζεται μέ τήν ψυχική καθαρότητα33 καί συνάπτεται μέ τήν δυνατότητα πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος νά γίνεται κοινωνός κατά χάριν καί κατ' ἐνέργειαν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, καθιστάμενος ὅμοιος «πρὸς τὸν ἀρχηγὸν τῆς ἀπαθείας», «ὅς ἐστιν Χριστὸς»34. Συνδεδεμένη ἡ κατάσταση τῆς «ἀπαθείας» κατά τρόπον ἄρρηκτο μέ τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί πραγματοποιούμενη κατά τόν ἱερό πατέρα μέ τήν «διὰ τοῦ λουτροῦ κάθαρσιν»35, θεωρεῖται ἀπό αὐτόν ὡς ἡ ἀποκλειστική προϋπόθεση τῆς ἀντιληπτικῆς καί βιωματικῆς προσεγγίσεως ἀπό τόν ἄνθρωπο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τῆς κατά χάριν καί κατ΄ ἐνέργειαν μεθέξεως αὐτοῦ36, καθώς ἐπίσης καί τό μέσο τῆς πραγματοποιήσεως τοῦ σκοποῦ, γιά τόν ὁποῖο τό γένος τῶν ἀνθρώπων δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό, τῆς κατά χάριν δηλαδή ὁμοιώσεώς του μέ αὐτόν37. Γίνεται, ὡς ἐκ τούτου, σαφές ὅτι ἡ ἰδιότητα τῆς «ἀπαθείας» στήν διδασκαλία τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης στήν μεταπτωτική κατάσταση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως κατέχει θετικό χαρακτήρα, ἀφοῦ δέν περιορίζεται μόνο στήν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά πάθη καί στήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τίς ὑλικές καί σωματικές ἀπολαύσεις38, ἀλλά ἐκφράζει τόν συνεχῆ πόθο καί τήν ἐπιθυμία του γιά τήν διά τῆς κατά χάριν κοινωνίας καί μετοχῆς ἀπόλαυση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καθώς καί τήν ἀγωνία του μήπως, διά τῆς προσκολλήσεώς του στίς σαρκικές ἡδονές, παραμείνει «ἄγευστος τῆς θείας εὐφροσύνης»39.
Ὡς ἰδιάζον προσδιοριστικό στοιχεῖο καί χαρακτηριστικό γνώρισμα καί κορωνίδα τῆς «ἀπαθείας», ἔτσι ὅπως ὁ ἄνθρωπος δύναται μεταπτωτικῶς νά κατακτήσει αὐτήν κατά χάριν, καί διά τοῦ ὁποίου αὐτοῦ στοιχείου καί γνωρίσματος ἡ ἰδιότητα αὐτή τῆς «ἀπαθείας» καθίσταται εὐκρινής καί προσδιορίζεται, θεωρεῖται ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης τό ἀγαθό τῆς «παρρησίας», τό ὁποῖο, κατά τήν μετά τήν πτώση κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἑρμηνεύεται ἀπό τόν ἱερό πατέρα ὡς ἰδίωμα πού χαρακτηρίζει καί ἐκφράζει τήν ποιότητα τῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Τριαδικό Θεό, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἀποκτηθεῖσα ἀρετή τῆς «ἀπαθείας» κατορθώσει νά ἀποβάλει τά μεταπτωτικά συναισθήματα τοῦ φόβου καί τῆς αἰσχύνης, τά ὁποῖα ἔκαναν τήν ἐμφάνισή τους μέ τήν διάπραξη τῆς «ἀρχαίας» παρακοῆς40. Ὁ Γρηγόριος, πράγματι, συσχετίζει κατ' ἄμεσον καί σαφῆ τρόπο τήν ἀπώλεια τῆς ἐν λόγῳ ἰδιότητας μέ τό συναίσθημα τῆς «αἰσχύνης», τό ὁποῖο κατέλαβε τόν ψυχισμό τῶν προπατόρων ἀμέσως μόλις διέπραξαν τήν παρακοή καί τούς ὁδήγησε στήν ἐνοχική συμπεριφορά νά κρύψουν «τῇ σκιᾷ τῆς συκῆς ἑαυτοὺς»41. Τά «περιζώματα», ἐν προκειμένῳ, τῶν φύλλων συκῆς κατέχουν στήν ἑρμηνευτική προσέγγιση πού ὁ Γρηγόριος ἐφαρμόζει γιά τό ἰδίωμα τῆς «παρρησίας» πρωτεύουσα σημασία, ἀφοῦ τό «βαθύ τε καὶ δυσεξάλειπτον ἴχνος» τοῦ «κατ΄ αἰσχύνην πάθους», μέ τό ὁποῖο σημάδευσε τούς προπάτορες ἡ πράξη τῆς παρακοῆς, καθώς καί ἡ ἐνθύμηση ἔκτοτε τῆς ἐξαπατήσεως τῶν προπατόρων ἀπό τόν διάβολο καί τῆς διαψεύσεως τῆς ἐλπίδας τους νά κατακτήσουν τήν ἰσοθεΐα, ὠθοῦν τόν ἄνθρωπο στήν ἐκδήλωση τῆς ἐν λόγῳ συμπεριφορᾶς42.
Εἶναι ἀναγκαῖο νά τονισθεῖ ὅτι ἡ ἐπαναπόκτηση ἀπό τόν ἄνθρωπο τοῦ στοιχείου τῆς «παρρησίας» κατά τήν μεταπτωτική κατάστασή του συνδέεται ἐμφανῶς στήν διδασκαλία τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης μέ τήν «συνείδησιν», στήν κάθαρση καί στόν ἐξαγνισμό τῆς ὁποίας ὁ Γρηγόριος διαβλέπει τήν μοναδική δυνατότητα τῆς ἀπορρίψεως τῶν φύλλων τῶν προκαλυμμάτων καί τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Τριαδικό Θεό, τῆς ἐπαναφορᾶς δηλαδή τῆς δυνατότητας τῆς ἐπικλήσεως ἀπό τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ μέ τήν προσηγορία τοῦ «Πατρὸς»43. Ἡ ἐπάνοδος αὐτή τοῦ ἀνθρώπου, διά τοῦ ἐπαναπροσδιορισμοῦ τῆς υἱικῆς σχέσεώς του μέ τόν Θεό, στήν κατάσταση τῆς κατά χάριν καί κατ' ἐνέργειαν κοινωνίας του καί ἐπικοινωνίας του μέ αὐτόν μέσῳ τῆς προσευχῆς συνιστᾶ μία ἀπό τίς οὐσιώδεις ὄψεις τῆς ἰδιότητας τῆς «παρρησίας» στήν μεταπτωτική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου44. Αὐτή ἡ «ὁμιλία Θεοῦ», στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἐπιδίδεται ἐλεύθερα, ἀφοῦ ἔχει ἤδη κατακτήσει κατά χάριν τήν ἐξαιρετική κατάσταση τῆς καθαρότητας καί τῆς «ἀπαθείας»45, ἐπιβεβαιώνει τήν ποιότητα τῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Τριαδικό Θεό, ἐφόσον πλέον αὐτή, ὅπως ἐπίσης συμβαίνει καί μέ τό ἀγαθό τῆς «παρρησίας», δέν χαρακτηρίζεται ἀπό δουλοπρέπεια, οὔτε στηρίζεται στό συναίσθημα τοῦ φόβου46, ἀλλά ἐπιφέρει τήν κατ' ἐνέργειαν καί κατά χάριν μετοχή τῆς ἀνθρώπινης φύσεως στά ἀγαθά καί τίς δωρεές τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ47.
Κατά τήν ἀναπτυσσόμενη, συνεπῶς, διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου, τήν σχετική μέ τά χαρακτηριστικά καί τήν λειτουργία τῆς μεταπτωτικῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, τό στοιχεῖο τῆς «παρρησίας», πού σχετίζεται κατά τρόπον ἄμεσο καί εὐθύ μέ τήν ἰδιότητα τῆς «ἀπαθείας», ἄν καί συνδέεται μέ τά πρῶτα στάδια τῆς πνευματικῆς ἀναβάσεως τοῦ ἀνθρώπου κατά τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, ὅπου ὁ ἄνθρωπος ἐκδύεται τήν «ἀσχήμονα σκέπην» τῶν φύλλων τῆς συκῆς48, ἀντιστοιχεῖ στίς ὑψηλότερες βαθμίδες τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν ἀποκατάσταση τῆς σχέσεώς του μέ τόν Θεό49 καί καθίσταται σημεῖο ἐμφαῖνον καί προσδιορίζον τήν ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου στήν πρό τῆς πτώσεως «ἀρχαίαν δόξαν» καί τό «πρότερον κάλλος».










1 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 6, W.Jaeger, GNO, τ.2, 209,19-26 (=PG 45, 793C).
2 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 4, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 100,16-18 (=PG 44, 832Α).
3 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 46,11 καί 47,7-10 (=PG 44, 789CD). Ὅπ.π., Λόγος 4, 100,18-21 (=PG 44, 832ΑΒ). Βλ. καί Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 3, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 105,27-106,7 (=PG 44, 1228ΑΒ).
4 Βλ. Πρὸς τόν Ευνομίου δεύτερον λόγον, W.Jaeger, GNO, τ.1, 360,17-21 (=PG 45, 1064C).
5 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 15, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 458,14-17 καί 458,17-459,1 (=PG 44, 1109BC).
6 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 51,5-6 (=PG 44, 1168D): «ῥοώδης καὶ παροδικὴ τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς ἐστιν ἡ σύστασις».
7Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 9,1-3 (=PG 45, 13Β).
8 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 79,12-14 (=PG 44, 500Β).
9 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 2, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 94,16-22 (=PG 44, 1213ΒC).
10 Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 84,13-19 (=PG 44, 373D).
11 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 40,8-12 (=PG 45, 265Α). Πρβλ. καί Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 2, P.Alexander, GNO, τ.5, 306,3-5 (=PG 44, 641D).
12 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 5, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 125,9-14 (=PG 44, 1249C). Πρβλ. καί ὅπ.π., Λόγος 4, 113,2-7 (=PG 44, 1236Β).
13 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 5, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 129,16-20 (=PG 44, 1256ΑΒ). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 47,17-20. 48,3-7 (=PG 44, 1164D.1165A). Ὅπ.π., 49,27-50,4 (=PG 44, 1168A).
14 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 7, P.Alexander, GNO, τ.5, 411,14-15. 411,19-21 καί 412,5-10 (=PG 44, 729ΑΒ).
15 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 135,23-136,7 (=PG 45, 365CD).
16 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 8, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 246,1-5 (=PG 44, 941Α).
17 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 8, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 246,8-10 (=PG 44, 941Α).
18 Βλ. Κατὰ Εύνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 6, GNO, τ.2, 190,8-11 (=PG 45, 773Α). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 302,9-12 (=PG 46, 373C). Ὅπ.π., 278,24-279,27 (=PG 46, 349ΒC). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 5, P.Alexander, GNO, τ.5, 359,9-17 (=PG 44, 684D-685Α). Πρβλ. καί Πρὸς τὸν Ευνομίου δεύτερον λόγον, W.Jaeger, GNO, τ.1, 252,24-253,1 (=PG 45, 940D). Πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι κατά τήν ἀντίληψη τοῦ Πλάτωνος ἡ ψυχή ὀφείλει νά ἕλξει ἑαυτήν ἀπό τίς αἰσθητικές ἀντιλήψεις, ἐφόσον ὁ αἰσθητός κόσμος, ὑφιστάμενος ὡς εἰκόνα καί ἀνταύγεια τοῦ νοητοῦ, ἀδυνατεῖ νά προσφέρει γνώση καί εὐτυχία (Βλ., ἐνδεικτικῶς, Π λ ά τ ω ν ο ς, Θεαίτητος, I. Burnet, SCBO, τ.1, 179c,2-5 καί 184d,1-5). Βλ., ἐπίσης, J. D e n n i n g – B o l l e, «The soul», GOTR 34(1989), 105. E. von I v a n k a, «Vom Platonismus», Schol 11(1936), 190. Β. Ν. Τ ατ ά κ η, Μελετήματα, 144-145.
19 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 27,15-17 (=PG 44, 436C). Πρβλ. καί Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 1, P.Alexander, GNO, τ.5 280,2-6 (=PG 44, 620Β). Ὅπ.π., 285,4-6 (=PG 44, 624C). Ὅπ.π., 293,3-6 (=PG 44, 632Α).
20 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 2, P.Alexander, GNO, τ.5, 312,19-313,8 (=PG 44, 648CD). Ὅπ.π., Λόγος 4, 352,1-4 (=PG 44, 677C).
21 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 11, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 336,3-12 (=PG 44, 1009D-1012A). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 4, P.Alexander, GNO, τ.5, 352,8-11 (=PG 44, 677CD). Ὅπ.π., Λόγος 8, 441,12-442,2 (=PG 44, 753CD).
22 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 5, P.Alexander, GNO, τ.5, 354,16-23 (=PG 44, 680CD). Ὅπ.π., Λόγος 8, 418,10-15 (=PG 44, 733CD).
23 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 15, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 451,19-21 (=PG 44, 1104C). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 8, P.Alexander, GNO, τ.5, 422,4-8 (=PG 44, 737ΒC).
24Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 8, P.Alexander, GNO, τ.5, 419,9-13 καί 16-23 (=PG 44, 736ΑC).
25 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 53,12-16 (=PG 44, 1172Α).
26 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 66,23-67,3 (=PG 44, 1185ΑΒ). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 8, P.Alexander, GNO, τ.5, 418,15-419,1 (=PG 44, 733D-736Α). Ὅπ.π., Λόγος 5, 358,16-359,7 (=PG 44, 684CD).
27 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 8, P.Alexander, GNO, τ.5, 419,23-420,7 (=PG 44, 736C).
28 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 67,10-68,8 (=PG 44, 1185CD).
29 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 106,18-107,2 (=PG 44, 1228CD). Ὅπ.π., 100,2-8 (=PG 44, 1220CD).
30 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 48,8-9 (=PG 44, 1165Α). Πρβλ. καί Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 1, P.Alexander, GNO, τ.5, 295,10-12 (=PG 44, 633ΑΒ).
31 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 337,1-338,2 (=PG 44, 1012ΒC).
32 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 1, P.Alexander, GNO, τ.5, 290,7-13 (=PG 44, 628D). Κατὰ Μακεδονιανῶν τῶν Πνευματομάχων, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 107,29-108,17 (=PG 45, 1328ΒC). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 258,18-26 (=PG 46, 328C). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 7, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 149,23-150,3 (=PG 44, 1277CD).
33 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 24,17-19 (=PG 45, 29Α). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 15, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 467,21-468,4 (=PG 44, 1117Β). Ὅπ.π., Λόγος 1, 60,5-6 (=PG 44, 800C). Ὅπ.π., Λόγος 7, 198,10-17 (=PG 44, 905Β). Βλ., ἐπίσης, Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Ἡ Σάρκωσις, 204.
34 Βλ. Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 212,4-12 (=PG 46, 284D). Ὅπ.π., 208,1-6 (=PG 46, 281Α). Ὅπ.π., 207,10-13 (=PG 46, 280D). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 3, P.Alexander, GNO, τ.5, 325,1-5 (=PG 44, 657Β). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 2, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 95,17-20 (=PG 44, 1216Α).
35 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 91,15-18 (=PG 45, 92Β): «ἐφ΄ ὧν γὰρ κατὰ τὸν βίον τοῦτον ἡ διὰ τοῦ λουτροῦ προκαθηγήσατο κάθαρσις, πρὸς τὸ συγγενὲς τούτοις ἀναχώρησις ἔσται. τῷ δὲ καθαρῷ τὸ ἀπαθὲς προσῳκείωται».
36 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 3, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 90,12-16 (=PG 44, 824C): «αἱ γὰρ τῆς ἀληθινῆς ἐκείνης καὶ θείας ἀρετῆς ἀκτῖνες τῷ κεκαθαρμένῳ βίῳ διὰ τῆς ἀπορρεούσης αὐτῶν ἀπαθείας ἐκλάμπουσαι ὁρατὸν ποιοῦσιν ἡμῖν τὸ ἀόρατον καὶ ληπτὸν τὸ ἀπρόσιτον τῷ ἡμετέρῳ κατόπτρῳ ἐνζωγραφοῦσαι τὸν ἥλιον». Ὅπ.π., Λόγος 1, 14,13-15,2 (=PG 44, 764D).
37 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 137Β: «ἀλλ΄ ἀντὶ τούτων καθαρότης, ἀπάθεια, μακαριότης, κακοῦ παντὸς ἀλλοτρίωσις, καὶ ὅσα τοῦ τοιούτου γένους ἐστὶ, δι΄ ὧν μορφοῦται τοῖς ἀνθρώποις ἡ πρὸς τὸ θεῖον ὁμοίωσις». Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 206,9-14 (=PG 46, 280Β). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 15, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 468,1-5 (=PG 44, 1117Β). Βλ., ἐπίσης, σχετικῶς, Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ- λ α, Ἡ Σάρκωσις, 205. Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Συνέπειαι τῆς πτώσεως, 182-183. J. D a n i é- l o u, Platonisme, 97.
38 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 1, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 25,8-10 (=PG 44, 772D-773Α). Ὅπ.π., Λόγος 7, 222,10-13 (=PG 44, 924Α). Ὅπ.π., Λόγος 15, 454,2-5 (=PG 44, 1105C). Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ὡς σύμβολο τῆς περιφρονήσεως καί τῆς ἀπομακρύνσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν προσκολλημένη στήν ὕλη καί στίς ἀπολαύσεις της ζωή, καθώς καί ὡς ἀπόδειξη τῆς ἀρετῆς τῆς «ἀπαθείας» καί τῆς τρυφῆς τῆς πνευματικῆς εὐδαιμονίας, πού προέρχεται ἀπό τήν νέκρωση «τῶν ἐπιγείων μελῶν», θεωρεῖται ἀπό τόν Γρηγόριο «τὸ ὄνομα τῆς σμύρνης»(Βλ., ἐνδεικτικῶς, Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 14, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 404,19-24 [=PG 44, 1065D-1068Α]. Ὅπ.π., Λόγος 10, 306,11-15 [=PG 44, 988D]). Ὡς πρότυπα, ἐξ ἄλλου, δένδρων σμυρνοφόρων καί ὡς παραδείγματα ἀνθρώπων «εὐπνοούντων», «ἀρωματιζόντων ἑαυτούς διὰ καθαρότητος καὶ ἀπαθείας» , θεωροῦνται ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης οἱ ἀπόστολοι Πέτρος καί Παῦλος καθώς καί ἡ ἁγία Θέκλα(Βλ., σχετικῶς, ὅπ.π., Λόγος 10, 307,9-308,4 [=PG 44, 989Α]. Ὅπ.π., Λόγος 14, 405,1-406,1 [=PG 44, 1068ΑΒ]. Ὅπ.π., Λόγος 9, 267,7-11 [=PG 44, 957ΑΒ]. Πρβλ. καί Κολ. 2,11).
39 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 10, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 313,20-24 (=PG 44, 993C).
40 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 26,7-9. 29,14-18 (=PG 45, 29ΒD). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 302,20-24 (=PG 46, 373D-374A).
41 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 150,26-151,3 (=PG 44, 581Α). Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H. Musurillo, GNO, τ.7,1, 122,11-13 (=PG 44, 409C). Βλ., ἐπίσης, Γεν. 3,7-8.
42 Βλ., σχετικῶς, Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 36,9-12 (=PG 44, 448Α). Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H. Musurillo, GNO, τ.7,1, 56,13-16 (=PG 44, 349Α). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 92ΑΒ. Περί τῆς ὑπάρχουσας σχέσεως τῶν «περιζωμάτων» μέ τήν ἔννοια τῆς «παρρησίας» στήν διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, βλ., ἐνδεικτικῶς, Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Γρηγόριος Νύσσης, 399. Κ. Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, «Νηπτική θεώρηση», ΕΕΘΣΠΑ 33 (1998), 679. Ἰ. Κ α π ε ν έ κ α, «Εἰσήγησις», Νέα Σιών 50 (1955), 397. Β. Τ α τ ά κ η, La Contribution, 264.
43 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 2, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 23,6-12. 25,17-19 (=PG 44, 1140C. 1141D). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 101C. Πρβλ. καί J. D a n i é l o u, Platonisme, 107. J. R o b e r t, «Deux thèmes», Byz 36 (1966), 132. J. G a ï t h, La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, 65.
44 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 77,3-5. 78,15-17 (=PG 44, 496C. 497C): «...εἰ κατ΄ ἐκεῖνον(=τὸν Δαυῒδ) γενοίμεθα, τότε καὶ ἡμεῖς τὴν τοῦ αἰνεῖν τὸν Θεὸν παρρησίαν ληψόμεθα». «...καὶ τὸν ἡμέτερον βίον κατὰ τὸν ἐκείνου(=τοῦ Δαυῒδ) σπουδάζειν εἶναι, ἵνα τοῦ προσεύχεσθαι τὴν παρρησίαν κτησώμεθα». Ἐγκώμιον εἰς τὸν ἅγιον πρωτομάρτυρα Στέφανον, O.Lendle, GNO, τ.10,1, 103,12-15 (=PG 46, 732Α). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 2, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 21,22-26 (=PG 44, 1137D).
45 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 1, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 8,16-17. 8,30-9,1 (=PG 44, 1124ΑΒ). Ὅπ.π., Λόγος 2, 29,5-9 (=PG 44, 1145D). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 10, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 369,10-13 (=PG 44, 1037Α). Πρβλ. καί J. R o b e r t, «Deux thèmes», Byz 36 (1966), 131. Χ. Γ. Σ ω τ η ρ ο π ο ύ λ ο υ, Θέματα ἀσκητικῆς ζωῆς, 204.
46 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 60,21-25 (=PG 44, 1180Α). Πρβλ. καί P. M i q u e l, «Parrhésia», Dsp 121 (1983), 262.
47 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 33,7-17 (=PG 44, 1149D-1152Α).
48 Βλ. Εἰς τὴν ἡμέραν τῶν Φώτων, E.Gebhardt, GNO, τ,9, 241,6-10. (PG 46, 600Α).
49 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 151,4-6 (=PG 44, 581Α ): «ἀπολαβὼν οὖν πάλιν τὴν παρρησίαν ἀποκαθίσταται τῷ φωτὶ τῷ ζῶντι. Εὐρεστήσω γάρ, φησι, κυρίῳ ἐν φωτὶ ζώντων, ὅθεν κατ΄ ἀρχὰς διὰ τῆς ἁμαρτίας ἀπηξιώθη».