6. Ἡ εἴσοδος τῆς ἁμαρτίας καί τῶν παθῶν στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου.

Παραλλήλως μέ τόν ἐννοιολογικό προσδιορισμό τῆς φύσεως τῆς κακίας, πού εἰσῆλθε στήν ὕπαρξη καί στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου μετά τήν παράβαση, ἀναπτύσσονται ἀπό τόν Γρηγόριο οἱ ἑρμηνευτικές του ἀπόψεις περί τῆς φύσεως τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία εἰσόρμησε μέ τήν παρακοή στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀλλοίωσή της καί ἀλλοτρίωσε αὐτήν ἀπό τήν σχέση καί τήν κοινωνία της μέ τόν Τριαδικό Θεό. Οἱ ἀπόψεις του αὐτές συμπίπτουν ἐν πολλοῖς μέ τίς περί τοῦ κακοῦ ἀντιλήψεις του, ἀφοῦ κατά τόν ἱερό πατέρα ἡ ἔννοια τῆς ἁμαρτίας προσομοιάζει μέ ἐκείνη τῆς κακίας1 καί ἐμφανίζει κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα μέ αὐτήν. Εἰδικότερα, ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία γίνεται συνώνυμη τῆς διά τῆς παραβάσεως πτώσεως2 τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἐκπτώσεώς του ἀπό τήν κατάσταση τῆς μακαριότητας καί τῆς ἀπολαύσεως τῶν παρά τοῦ Θεοῦ ἀγαθῶν καί δωρεῶν, χαρακτηρίζεται καί ἀποτιμᾶται ὡς καρπός τῆς πτώσεως πού εὐχαριστεῖ μέν καί τέρπει φαινομενικῶς τίς αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου, κρύβει ὅμως μέσα της ἀναμφισβητήτως τόν πνευματικό ὄλεθρο καί ἀπώλεια τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ κατάσταση τῆς ἁμαρτίας ἀποδίδεται κατά παραστατικόν τρόπο ἀπό τόν Γρηγόριο μέ τόν καρπό τοῦ «ἐπαμφοτερίζοντος ἐκείνου ξύλου» πού ὀνομάζει ἡ Γραφή «δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ πονηροῦ», ὁ ὁποῖος ἑρμηνεύεται ἀπό τόν ἱερό πατέρα ὡς «καλὸς» μέν ὑπό τήν ἔννοια τῆς ἀποκρύψεως τῆς ὀλέθριας φύσεως τῆς ἁμαρτίας μέ τήν δελεαστική προβολή τῆς γλυκύτητας καί τῆς τέρψεως, ὡς «πονηρὸς» δέ ὑπό τήν ἔννοια ὅτι τό νομιζόμενο ὡς «καλὸν», δηλαδή ἡ γεύση τῆς ἁμαρτίας, ἔχει ὡς κατάληξή του τό «πικρὸν πέρας»3.
Χωρίς νά ὑπεισέρχεται ὁ Γρηγόριος σέ ἐπιμέρους καί ἀναλυτικότερες ἑρμηνευτικές διασαφηνίσεις πού ἀφοροῦν τήν φύση τῆς εἰσελθούσης στήν ἀνθρωπότητα μέ τήν παρακοή ἁμαρτίας, καί χωρίς νά προβαίνει σέ λεπτομερῆ ἀπαρίθμηση καί περιγραφή ποικίλων ὄψεων καί μορφῶν ἁμαρτίας, σημειώνει ἐμφαντικῶς ὅτι ἡ ἁμαρτία δέν ἀποτελεῖ ἕνα χαρακτηριστικό γνώρισμα πού εἶναι σύμφυτο μέ τόν ἄνθρωπο4, ἀλλά συνιστᾶ μία «ἐμπαθῆ» κίνηση τῆς ἀλλοιωθείσης ἀπό τήν κακία φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, πού ὀφείλεται στήν κατά τήν ἄστοχη καί ἐσφαλμένη χρήση τοῦ «αὐτεξουσίου» του στροφή τῆς διαθέσεώς του πρός τό ἐναντιούμενο στό ἀγαθό κακό5. Ἐπιμέρους ἐκφάνσεις καί μορφές αὐτῆς τῆς ἔννοιας τῆς ἁμαρτίας, τῆς «ἐμπαθοῦς» δηλαδή αὐτῆς κινήσεως καί καταστάσεως, ἀποτελοῦν τά ὑπό τοῦ ἀνθρώπου ἐπιτελούμενα πολυειδῆ ἔργα κακίας, πού ἀφοροῦν τόσο τό σῶμα ὅσο καί τήν ψυχή του, σέ προφανῆ ἐναντίωση πρός τά ἐνδεικνυόμενα ἔργα ἀρετῆς, κατά τέτοιον μάλιστα τρόπο, ὥστε νά θεωρεῖται ὅτι ἔχει ἀναμειχθεῖ ἡ ἁμαρτία «πολυσχιδῶς» καί «πολυτρόπως» μέ τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου6. Ἡ διά τῆς κακῆς χρήσεως τοῦ «αὐτεξουσίου» του – ὑπογραμμίζει ὁ Γρηγόριος – μεταστροφή αὐτή τοῦ ἀνθρώπου πρός διάπραξη τῆς ἁμαρτίας εἰσήγαγε αὐτόν σέ μία δεινή διά βίου περιπέτεια καί ταλαιπωρία καί ἀχρειότητα7, ἀπόληξη τῶν ὁποίων καθίσταται ὁ θάνατος8.
Ἡ ἀναγωγή τῆς αἰτίας τῆς λειτουργίας τῆς ἁμαρτίας στήν μεταστραφεῖσα διάθεση τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀναδεικνύει κατά τόν Γρηγόριο τήν ἁμαρτία νά ἐμφανίζει σύμπτωση γνωρισμάτων μέ τήν κακία, ἡ ὁποία ἐπίσης δέν ὑφίσταται ὀντολογικῶς. Ἡ ἄποψη αὐτή τοῦ ἱεροῦ πατρός συνιστᾶ προϋπόθεση τῆς ἑρμηνευτικῆς προσεγγίσεως καί κατανοήσεως τῆς διδασκαλίας του περί τοῦ καθ’ ὁλοκληρίαν ἀφανισμοῦ τῆς ἁμαρτίας9, ἡ ὁποία θεωρεῖται κατά τόν ἴδιο πρός τήν κακία τρόπο ὡς μία κατάσταση εὐμετάβλητη καί ἄστατη καί παροδική, πού ὡς μή ὑπάρχουσα ὀντολογικῶς, χαρακτηρίζεται ἀπό ἔλλειψη σταθερότητας καί ἀπό προσωρινότητα καί παροδικότητα10.
Ἐξ ἀφορμῆς τῆς διερευνήσεως καί ἀποτυπώσεως ἀπό τόν Γρηγόριο τῆς φύσεως τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία προσομοιάζει μέ τήν φύση τοῦ κακοῦ καί ἡ ὁποία ἐπῆλθε στόν ἄνθρωπο ὡς συνέπεια τῆς ὀλέθριας παρακοῆς του πού τόν ὁδήγησε σέ ἔξωση ἀπό τόν παράδεισο, γίνεται παρεμπιπτόντως καί πάλι ἀναφορά ἀπό τόν ἱερό πατέρα στήν ἐπίβουλη φύση τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος ὑποδεικνύεται καί χαρακτηρίζεται ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης ὡς ὁ ἐφευρέτης καί εἰσηγητής καί συντηρητής τῆς κακίας καί τῆς συνακόλουθής της ἁμαρτίας11. Κατά τόν προσδιορισμό καί τήν ἀποτίμηση τῶν συνεπειῶν τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν πρώτη του μακαριότητα τονίζεται ὅτι ὁ διαμένων στήν «ἄβυσσον» διάβολος12 κατά τήν μετά τήν πτώση ὑπάρχουσα κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου συνιστᾶ «δύναμιν», ἡ ὁποία ἀντίκειται στό ἀγαθό13 καί ἄρχει τοῦ ὑπό τοῦ σκότους διακατεχόμενου μεταπτωτικοῦ κόσμου14.
Ὑπογραμμίζεται, ἐπίσης, ἀπό τόν Γρηγόριο, ἐξ ἀφορμῆς τῶν περί τῆς ἁμαρτίας ἐκτιθεμένων ἀπόψεών του, ὅτι ἡ ἐκδήλωση τοῦ φθόνου γιά τόν «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» πλασθέντα ἄνθρωπο, ἡ ἐξωθήσασα τόν «ἀρχέκακον δαίμονα» στήν ἐναντίωσή του στόν ἐκ φύσεως ὑπάρχοντα ἀγαθό Τριαδικό Θεό, ἀποτελεῖ τήν αἰτία τῆς σφοδρῆς ἐπιθέσεώς του πού ἀποσκοπεῖ στόν ἀφανισμό τοῦ ἀνθρώπινου γένους15 καί πού ἔκτοτε δέχεται ἡ ἀνθρωπότητα ἀπό αὐτόν. Ὁ διάβολος ὑποδεικνύεται ἀπό τόν ἱερό πατέρα ὡς διαπνεόμενος ἀπό ἐχθρική διάθεση πρός τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ συνεχῶς ὑπονομεύει αὐτόν ἀποβλέποντας ὡς «κοσμοκράτωρ τοῦ σκότους» νά τόν καταστήσει ὑποτελῆ στήν δαιμονική ἐξουσία του16. Καθίσταται, δηλαδή, ὁ διάβολος μέσῳ τῶν διαδοχικῶν καί πολυειδῶν προσβολῶν του17 πρός τόν ἄνθρωπο ὁ ὑπονομευτής καί διαφθορέας τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων18, ὁ ἀπηνής διώκτης καί δυνάστης αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος, προκειμένου νά παρεμποδίσει τήν ἐπαναπόκτηση ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς δοθείσης ἀπό τόν Θεό πατρικῆς κληρονομίας, ἐνεργεῖ ἐπιτηδείως καί διά τῆς ἔντεχνης συγκαλύψεως τοῦ φθονεροῦ σκοποῦ του θέτει ἀρκετά προσκόμματα σέ αὐτόν ὠθώντας τον σέ διολίσθηση πρός τό κακό καί σέ διάπραξη τῶν διαφόρων βδελυρῶν μορφῶν τῆς ἁμαρτίας19. Πρόκειται κατά τόν Γρηγόριο περί ἑνός ἐχθροῦ ἐξαπολύοντος λυσσώδη καί ὀξεῖα ἐπίθεση20, ὁ ὁποῖος, παρακινούμενος ἀπό τήν ὀργίλη καί φθονερή διάθεσή του πρός τήν ἀνθρωπότητα21 καί ἐπωφελούμενος ἀπό τό μεταπτωτικό στοιχεῖο τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου νά εἶναι ἐπιρρεπής στήν ἁμαρτία22, ἐπιδιώκει νά καταστήσει αὐτήν «ἐπί κοιλίαν» ἕρπουσα καί νά ἐνασχολεῖται, ὅπως ἐξ ἄλλου συνέβη καί μέ αὐτόν23, μέ τά γήινα καί εὐτελῆ24.
Ἀπό τήν διδασκαλία ἐκείνη τοῦ Γρηγορίου πού ἐκθέτει ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἀναπτύξεως τῶν ἀπόψεών του γιά τήν προέλευση καί τήν φύση τῆς ἁμαρτίας ὡς συνέπειας τῆς «ἀρχαίας» παραβάσεως, καί ἡ ὁποία παρουσιάζει τό κατά τοῦ ἀνθρώπου στρεφόμενο ἔργο τοῦ «ἀρχεκάκου δαίμονος» πού ἐπιβουλεύεται τό γένος τῶν ἀνθρώπων διά τῶν πολλῶν καί ποικίλων πειρασμῶν25 καί κατέχει τό κράτος τοῦ θανάτου26, καθίσταται σαφές ὅτι ἡ ὡς ἄνω ἐκτεθεῖσα δραστηριότητα αὐτοῦ διακρίνεται γιά τόν ἐφήμερο καί πρόσκαιρο χαρακτήρα της, καθόσον τό φθοροποιό θέλημα τοῦ διαβόλου θά ἀναιρεθεῖ ἀπό τήν βούληση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ27 καί θά περιέλθει κατ' αὐτόν τόν τρόπο σέ ἀνυπαρξία28, ἀφοῦ ὁ «πονηρὸς δαίμων», ὁ «πικρὸς» αὐτός «δεσμοφύλαξ»29, θά ἔχει καταστεῖ παντελῶς ἀδύναμος καί ἀνίσχυρος καί θά ἔχει ἀφανισθεῖ.
Σέ συνάφεια μέ τίς προβαλλόμενες ἀπόψεις του περί ἁμαρτίας, καί στό πλαίσιο τῆς ἀναδείξεως τῶν βαρυτάτων καί ἐπαχθῶν γιά τόν ἄνθρωπο συνεπειῶν τῆς παρακοῆς τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ἐπιλαμβάνεται ἐκ παραλλήλου ὁ Γρηγόριος καί τοῦ ἐννοιολογικοῦ καθορισμοῦ τόσο τῆς προελεύσεως ὅσο καί τῆς φύσεως τῶν παθῶν πού ἐπισωρεύθηκαν στόν ἄνθρωπο μέ τήν εἴσοδο σέ αὐτόν μετά τήν προπατορική παράβαση τοῦ κακοῦ καί τῆς ἁμαρτίας. Σημειώνεται, ἔτσι, ἀπό τόν ἱερό πατέρα ὅτι ἡ μετά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου παρατηρούμενη «ἐμπαθὴς» κατάστασή του ἐκλαμβάνεται ὡς μία ἀλλοιωμένη «διάθεσις» τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου πού θεωρεῖται παρεπόμενο στοιχεῖο τῆς διά τῆς παρακοῆς εἰσελθούσης στήν ἀνθρώπινη φύση κακίας30. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή τά πάθη πού παρεισέφρησαν διά τῆς παραβάσεως στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἀναδειχθείσης κακίας καί ἁμαρτίας, θεωροῦνται ἀπό τόν Γρηγόριο ὡς μία κατάσταση πού συνιστᾶ οὐσιῶδες προσδιοριστικό γνώρισμα τῆς φύσεως τοῦ διαβόλου31. Τό γεγονός τῆς ἀποτυχίας καί ἀστοχίας τοῦ ἀνθρώπου νά ἐκπληρώσει τόν ὑψηλό σκοπό γιά τόν ὁποῖο πλάσθηκε, καί ὁ ὁποῖος ὑποδεικνύεται ἀπό τόν ἱερό πατέρα ὡς ἡ μετοχή καί ἡ ἀπόλαυση ἀπό αὐτόν τῶν ἀγαθῶν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ32, ἐπέφερε ἀφ' ἑνός μέν τήν στέρηση τοῦ θεόμορφου εἴδους, μέ τό ὁποῖο δημιουργήθηκε ἀρχικῶς τό ἀνθρώπινο γένος33, ἀφ' ἑτέρου δέ τήν ἐπικάλυψη τοῦ δοθέντος στόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό «κατ' εἰκόνα» αὐτοῦ κάλλους μέ τό ἀπεχθές προσωπεῖο πού διαμορφώθηκε μέ τά ψυχικά καί σωματικά πάθη34.
Ὑπογραμμίζεται, ἐπίσης, ἀπό τόν Γρηγόριο ὅτι ἡ διά τοῦ ὀλισθήματος τῆς παρακοῆς συγκατάθεση τοῦ ἀνθρώπου στήν παρακίνηση τοῦ διαβόλου νά ἀθετήσει τήν ὑπό τοῦ Θεοῦ δοθεῖσα ἐντολή ἐνέβαλε σέ αὐτόν τήν «ἐμπαθῆ» διάθεση καί κατάσταση, ἡ ὁποία ἐπισκοτίζει τήν ἱκανότητα ἄμεσης ἀντιλήψεως καί κοινωνίας αὐτοῦ μέ τήν Τριαδική θεότητα35, καθιστᾶ δέ τόν ἄνθρωπο σταθερά προσηλωμένο στήν ὕλη36 καί ἐξομοιώνει τήν ξεχωριστή καί διακεκριμένη ἀνθρώπινη φύση μέ τήν ἄλογη φύση τῶν ζώων37. Μέ τήν ἐπικράτηση, ἐξ ἄλλου, στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου τῶν διακρινομένων ἀπό ποικιλία παθῶν, τά ὁποῖα ἑρμηνεύονται ὡς μία νοσηρή κατάσταση γιά τόν ἄνθρωπο, καί τά ὁποῖα μέ αὐτήν τήν ἐπικράτησή τους καταλαμβάνουν τήν θέση τῆς ψυχῆς του38, ἐπέρχεται μεταβολή καί ἀλλοίωση τοῦ «χαρακτῆρος» καί τῆς διαθέσεως τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καί μεταβάλλεται πλέον ἡ φύση τῆς ψυχῆς του σέ λύπη καί ἡδονή καί θυμό καί φόβο καί δειλία καί θράσος. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή εἶναι σαφές ὅτι αἴρεται ἀπό τόν ἄνθρωπο ἡ προσιδιάζουσα στήν πρό τῆς πτώσεως κατάστασή του ἰδιότητα τῆς «μονοειδοῦς» διαθέσεως τῆς ψυχῆς του καί καταστάσεως τῆς «κατ' ἀρετὴν» ζωῆς του, καί ἐπέρχεται ἔτσι ὁ μερισμός τῆς λειτουργίας τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς του σέ ποικίλες «διαθέσεις», γεγονός πού καθίσταται τό γενεσιουργό αἴτιο τῆς συγχύσεως, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει μετά τήν παράβαση καί τήν πτώση τό ἀνθρώπινο γένος39.
Σέ ἐννοιολογική συνάφεια μέ τά ἀνωτέρω σημειωθέντα, καί στό πλαίσιο τῆς ἐπιτελούμενης διασαφηνίσεως τῆς «ἐμπαθοῦς» καταστάσεως τοῦ μετά τήν πτώση ἀνθρώπου, τονίζεται ἀπό τόν Γρηγόριο ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος διά τῆς «κατ' εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργίας του τάχθηκε νά βλέπει «δι' ἑνὸς τοῦ τῆς ψυχῆς ὀφθαλμοῦ» μόνο τόν Θεό καί τό παρεχόμενο ὑπ' αὐτοῦ ἀγαθό, ὅταν ὑφίσταται τήν ἀλλοιωτική ἐπίδραση τῶν διαφόρων παθῶν καί τῶν ἐξ αὐτῶν προερχομένων «ὑλικῶν φαντασιῶν», ἐπιδίδεται στήν ἐνασχόληση τῶν ματαίων πραγμάτων καί ἐπιθυμιῶν, καθιστάμενος ἔτσι «ἀνάξιος τῆς τῶν ἀγγέλων εὐφημίας»40. Ἡ εἰκόνα τῆς «ἐμπαθοῦς» αὐτῆς καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀποτυπώνει κατά τόν ἐπίσκοπο Νύσσης τήν ἄποψη ὅτι διακατέχεται ὁ ἄνθρωπος μετά τήν παράβαση καί τήν πτώση του ἀπό τά ἐκ τῆς ἀλλοιώσεως τῆς φύσεώς του παρεισφρήσαντα καί ἐπισωρευθέντα πάθη τῶν ζώων41, καί ὅτι παρομοιάζεται αὐτή ἡ ὑπό τῶν ψυχικῶν καί σωματικῶν παθῶν καταδυναστευόμενη ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν πονηρή φύση τῶν δαιμόνων42.
Ἡ διατυπωθεῖσα αὐτή διδασκαλία ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης περί τῶν παθῶν, τά ὁποῖα προσδίδουν στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου τήν πνευματική κατάπτωση καί τήν πρός τά γήινα ὁρμή καί φορά43, ἀναδεικνύει τήν ἀντίληψη περί τῆς ἀλλοτριώσεως καί ἀπομακρύνσεως αὐτοῦ ἀπό τόν «ἀπαθῆ» Τριαδικό Θεό, καθώς καί περί τῆς ἀπώλειας τῆς ἄμεσης σχέσεως καί κοινωνίας μέ αὐτόν, τά ὁποῖα ὑπέστη κατ' ὀδυνηρόν τρόπο ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς «ἐμπαθοῦς διαθέσεώς» της44. Ἡ «ἐμπαθὴς» αὐτή διάθεση καί κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου μετά τήν ἐκ τῆς παρακοῆς πτώση του συνιστᾶ κατά τόν Γρηγόριο μία δυσμενῆ καί ἐμπαθῆ γιά τόν ἄνθρωπο πραγματικότητα, ἡ εἰσαγωγή τῆς ὁποίας σχετίζεται κατ' ἄμεσον τρόπο μέ τήν διά τῆς ἀναπροσαρμοσθείσης μετά τήν πτώση λειτουργίας τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀναπαραγωγική ἱκανότητά του πρός διαιώνιση τοῦ ἀνθρώπινου γένους λόγῳ τῆς ἐπελεύσεως τοῦ θανάτου. Αὐτό τό ὁποῖο θέλει νά τονίσει ὁ Γρηγόριος εἶναι ὅτι ἡ σχετιζόμενη μέ τόν τρόπο τῆς κατά διαδοχήν πληθύνσεως τοῦ ἀνθρώπου διαφορά αὐτοῦ κατά τό ἄρρεν καί τό θῆλυ, ἡ ὁποία ἁρμόζει καί ἔχει ἀποκτηθεῖ ἀπό τήν ἄλογη φύση πού διέπεται καί κυριαρχεῖται ἀπό τά πάθη, καί ἡ ὁποία συντελέσθηκε κατόπιν τῆς προγνώσεως ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου45, ὑπῆρξε ἕνα ἀπό τά στοιχεῖα ἐκεῖνα τά ὁποῖα, προσιδιάζοντα στήν ζωώδη φύση καί ἀπαρτίζοντα τήν «ἄλογον» ζωή, μεταφέρθηκαν καί εἰσήχθησαν στόν βίο τοῦ ἀνθρώπου καί κατέστησαν πάθη του46.
Στό σημεῖο αὐτό κρίνεται ἀναγκαῖο νά τονισθεῖ ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης, ἀναφερόμενος στόν προσδιορισμό τοῦ πάθους, καί ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἀποσαφηνίσεως τῆς ἔννοιας τῆς προσλήψεως τῶν «φυσικῶν» καί «ἀδιαβλήτων» παθῶν ἀπό τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό Λόγο, προβαίνει σέ ἀναγκαία ἑρμηνευτική διασαφήνιση τῆς ἔννοιας τοῦ πάθους. Ἔτσι, τονίζεται ἀπό τόν Γρηγόριο ὅτι τό πάθος πρέπει νά ἐκλαμβάνεται ἀφ' ἑνός μέν «κυρίως», δηλαδή ὑπό τήν κυριολεκτική καί ἀκριβῆ ἔννοια, ἀφ' ἑτέρου δέ «ἐκ καταχρήσεως», ἤτοι ὄχι κυριολεκτικῶς ἀλλ' ἐν καταχρηστικῇ καί εὐρυτέρᾳ ἐννοίᾳ47. Ἐξειδικεύοντας τίς δύο αὐτές σημασιολογικές ἐκδοχές τοῦ πάθους ὑπογραμμίζει ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης ὅτι ὑπό τήν καταχρηστική ἔννοιά του ὁ ὅρος «πάθος» ἑρμηνεύεται ὡς μία κατά φύσιν συνιστάμενη ἤ παρατηρούμενη κατάσταση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου πού ἀφορᾶ τήν βιολογική πορεία του, ὅπως εἶναι ἡ γέννησή του, ἡ αὔξηση αὐτοῦ, «ἡ τῶν στοιχείων περὶ τό σῶμα συνδρομὴ» καί «ἡ διάλυσις» αὐτοῦ «καὶ πρὸς τὰ συγγενῆ μεταχώρησις»48. Ὑπό τήν κυριολεκτική του ἔννοια ὁ ὅρος αὐτός ὑποδεικνύει ἐκεῖνο τό ὁποῖο, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἐκδηλώσεως τῆς προαιρέσεως καί τῆς ἀσκήσεως τοῦ «αὐτεξουσίου» τοῦ ἀνθρώπου, συνιστᾶ μεταστροφή του ἀπό τήν ἀρετή στήν κακία καί ὑπάρχει πράγματι καί θεωρεῖται ὡς «ἀληθῶς πάθος»49.
Μέ τήν ἀποτυπωμένη αὐτή κυριολεκτική ἑρμηνευτική ἀπόδοση τοῦ ὅρου «πάθος», πού ἀφορᾶ τήν λόγῳ τῆς χρήσεως τοῦ «αὐτεξουσίου» μεταστροφή τῆς διαθέσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἀρετή στήν κακία, καθίσταται προφανές, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, ὅτι δέν ὑφίσταται φυσικά σχέση καί συνάφεια μεταξύ τῆς ταλανίζουσας τόν ἄνθρωπο50 «ἐμπαθοῦς» διαθέσεως καί τῆς βουλήσεως τοῦ Θεοῦ51. Ὁ ἄνθρωπος μέ τήν στροφή του μέσῳ τῆς ἐκδηλώσεως τῶν παθῶν πρός τόν πρωταίτιο τῆς κακίας διάβολο52 καί μέ τήν διά τῆς αὐτεξούσιας ἐπιλογῆς του ὑποταγή του στά καταδυναστεύοντα αὐτόν πάθη53, ἀδυνατεῖ πλέον νά ἀπευθύνεται πρός τόν Θεό διά τῆς προσηγορίας «πάτερ», καθόσον «τῆς πονηρᾶς πράξεως, ὁ ἀγαθὸς κατὰ τὴν οὐσίαν, πατὴρ γενέσθαι φύσιν οὐκ ἔχει»54, καί ἐφόσον, ἐπιπροσθέτως, ἡ ὑφιστάμενη καί παρατηρούμενη μεταξύ προσώπων ἤ καταστάσεων ταυτότητα τῶν προσδιοριστικῶν τους γνωρισμάτων καί ἰδιωμάτων προσδιορίζει καί ἐμφαίνει καί τήν σχέση καί συνάφεια αὐτῶν55. Γίνεται, λοιπόν, σαφές ἀπό τήν ἐκτεθεῖσα σχετική διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἐμφορούμενος ἀπό τά πάθη καί ὑποτασσόμενος σέ αὐτά, καθίσταται ἀπόκληρος τῆς «πατρικῆς περιουσίας» καί καταποντίζεται διά τῶν «κυμάτων» τῶν παθῶν αὐτῶν στήν «ἄβυσσον» πού ἀποτελεῖ τόν τόπο διαβιώσεως τῶν δαιμόνων56. Παρατηρώντας, ὡς ἐκ τούτου, ὁ Γρηγόριος τήν εἰκόνα τῆς «ἐμπαθοῦς» αὐτῆς διαθέσεως καί καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου, καί ἀναλογιζόμενος τό μέγεθος τῆς ἐπώδυνης καί ὀλέθριας ταλαιπωρίας πού ὑφίσταται τό ἀνθρώπινο γένος ἐξ αἰτίας τῆς εἰσόδου τῶν παθῶν στήν φύση του, θεωρεῖ ὡς τήν μόνη ἐνδεικνυόμενη καί ἐπιβαλλόμενη λύση γιά τόν ἄνθρωπο ὡς πρός τό ζήτημα αὐτό νά ἐπιδείξει ὁ πληττόμενος ἀπό τά πάθη ἄνθρωπος ἐχθρότητα πρός τήν ἐπιφέρουσα τά πάθη κακία καί πρός τόν ἐπινοητή καί δημιουργό αὐτῆς διάβολο57.










1 Βλ. Ἐπιστολὴ 4, G.Pasquali, GNO, τ.8,2, 29,22-24 (=PG 46, 1028Β) : «ὅτι συγγενῶς ἔχει πρὸς τὴν ἁμαρτίαν τὸ σκότος καὶ οὕτω τὸ κακὸν παρὰ τῆς Γραφῆς ὀνομάζεται».
2 Βλ. Ἐπιστολὴ Κανονικὴ PG 45, 221Β : «πτῶσις δέ ἐστιν ἡ ἁμαρτία».
3 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 138,18-139,10 (=PG 44, 568ΒC). Στό παράθεμα αὐτό ὁ Γρηγόριος ἀναφέρει ἐπιπροσθέτως ὅτι ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία ὑφίσταται ὡς καρπός τοῦ «ἐπαμφοτερίζοντος ἐκείνου ξύλου», «ὅν καλὸν καὶ πονηρὸν ὀνομάζει ὁ λόγος», ὑποδηλώνεται μέ τήν «ἐπαμφοτερίζουσαν φύσιν» τῶν ἡμιόνων. Πρβλ., ἐπίσης, Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 200D. Βλ., παρεμφερῶς, K. Ἰ. Κ ο ρ ν α- ρ ά κ η, «Ὁ βιωματικός χαρακτήρας τοῦ δόγματος», 679, ὑποσ. 33.
4 Βλ. Ἐπιστολὴ 3, G.Pasquali, GNO, τ.8,2, 24,19-24 (=PG 46, 1020D-1021A). Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 269,25 (=PG 45,961Α).
5 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 8, P.Alexander, GNO, τ.5, 426,8-15 (=PG 44, 741Β). Ὅπ.π., Λόγος 2, 301,20-22 (=PG 44, 637D-640A).
6 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 1, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 7,22-26 (=PG 44, 1121ΒC).
7 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 163,14-164,1 (=PG 44, 593CD). Ὅπ.π., 134,28-135,5 (=PG 44, 564ΑΒ). Ὅπ.π., 170,22-23 (=PG 44, 601C). Πρὸς τοὺς βραδύνοντας εἰς τὸ Βάπτισμα, PG 46, 417C. Ὅπ.π., PG 46, 420D-421A. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 1, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 16,1-5 (=PG 44, 1132BC).
8 Βλ. Εἰς τὸ, ὅταν ὑποταγῇ αὐτῷ τά πάντα, J.K.Downing, GNO, τ.3,2, 16,6-8 (=PG 44, 1316Α). Ὅπ.π., 26,19-21 (=PG 44, 1324D-1325Α).
9 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 143,5-10 (=PG 44, 572D). Ὅπ.π.,174,22-175,2 (=PG 44, 605D).
10 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 155,2-5 (=PG 44, 585Α).
11 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 2, W. Jaeger, GNO, τ.2, 65,2-4 (=PG 45, 632Β). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 25,6-11 (=PG 45, 29ΑΒ).
12 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 59,26-27 (=PG 44, 476Α). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 72Β.
13 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 127,22-25 (=PG 44, 556Β).
14 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 132,23 (=PG 44, 561Α). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 1, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 47,15 (=PG 44, 792Α). Ὅπ.π., Λόγος 5, 165,12 (=PG 44, 880D). Ὅπ.π., Λόγος 13, 392,12 (=PG 44, 1056D). Ὅπ.π., Λόγος 14, 421,7-8 (=PG 44, 1080D). Εἰς τὸν ὅσιον πατέρα ἡμῶν Ἐφραίμ, PG 46, 836D.
15 Βλ. Ἐπιστολὴ 17, G.Pasquali, GNO, τ.8,2, 52,10-12 (=PG 46, 1060AΒ): «ᾧ (=τῷ διαβόλῳ) βούλημα καὶ ἔργον ἐστὶν ἐξ ἐναντίου τῷ θείῳ θελήματι, τὸ μηδένα σωθῆναι, μηδὲ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 72ΑΒ.
16 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 3, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 77,4 (=PG 44, 813Β). Ὅπ.π., Λόγος 8, 255,22 (=PG 44, 949Α). Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 34,15. 34,19. 34,22. 34,25 καί 35,5 (=PG 44, 328CD). Ὅπ.π., 49,12-13,17 (=PG 44, 341C). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 59,11-12 (=PG 44, 473D). Ὅπ.π., 96,9-11 (=PG 44, 520D). Ὅπ.π., 122,2-3,7 (=PG 44, 549AB). Ὅπ.π., 133,3,17-22 (=PG 44, 561AB). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 7, P.Alexander, GNO, τ.5, 390,12 (=PG 44, 712Β). Ὅπ.π., 396,15,19 (=PG 44, 716D). Ὅπ.π., 397,3 (=PG 44, 717Α). Ὅπ.π., 402,7 (=PG 44, 721Α). Ὅπ.π., 405,12,17-22 (=PG 44, 724CD). Ὅπ.π., Λόγος 8, 439,15-17 (=PG 44, 744D-745Α). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 1, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 8,12-13. 8,17-18 (=PG 44, 1124Α). Ὅπ.π., 15,20-22. 15,25-26 (=PG 44, 1132Β). Ὅπ.π., Λόγος 3, 39,4-14 (=PG 44, 1157Β). Ὅπ.π., Λόγος 4, 56,6-7 (=PG 44, 1173C). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 2, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 93,19-94,15 (=PG 44, 1212D-1213A). Ὅπ.π., Λόγος 3, 116,5. 116,9-10. (=PG 44, 1240Β). Ὅπ.π., Λόγος 6, 148,5 (=PG 44, 1276C). Ὅπ.π., Λόγος 7, 155,6-156,27 (=PG 44, 1284D-1285D). Ἐπιστολὴ 3, G.Pasquali, GNO, τ.8,2, 21,26-27 (=PG 46, 1017Β). Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 213,8-10 (=PG 46, 285Β). Ἐγκώμιον εἰς τὸν ἅγιον πρωτομάρτυρα Στέφανον, O.Lendle, GNO, τ.10,1, 76,13-16 (=PG 46, 704Β). Εἰς τὸν ἅγιον μεγαλομάρτυρα Θεόδωρον, J.P.Cavarnos, GNO, τ.10,1, 70,23-24 (=PG 46, 748A).
17 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 4, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 109,16-17 (=PG 44, 837Β). Πρβλ., ὅπ.π., Λόγος 5, 141,15. 143,1-6 (=PG 44, 861Β-864A). Εἰς τούς τεσσαράκοντα μάρτυρας, O.Lendle, GNO, τ.10,1, 163,6-8 (=PG 46, 780Β).
18 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 5, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 165,7-166,7 (=PG 44, 880D-881A). Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 46,2-5 (=PG 44, 337D-340A). Ὅπ.π., 50,3-6 (=PG 44, 341D). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 7, P.Alexander, GNO, τ.5, 404,14-15 (=PG 44, 724Α). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 1, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 16,1-5 (=PG 44, 1132ΒC).
19 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 134,5-9 (=PG 44, 561CD). Ὅπ.π., 140,6-10 (=PG 44, 569Α). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 7, P.Alexander, GNO, τ.5, 404,10-12 (=PG 44, 724Α). Εἰς τούς τεσσαράκοντα μάρτυρας, O.Lendle, GNO, τ.10,1, 164,18-165,1 (=PG 46, 781Β).
20 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 164,1-7 (=PG 44, 593D-596Α). Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 103,8-9 (=PG 44, 392C). Ὅπ.π., 51,7-14 (=PG 44, 344ΒC). Προκειμένου νά παραστήσει ὁ Γρηγόριος ἐναργέστερα τόν διεξαγόμενο ἀπό τόν διάβολο ἀγώνα εἰσαγωγῆς τῶν διαφόρων παθῶν στόν ἄνθρωπο χρησιμοποιεῖ τά εἰκονιστικά σχήματα τῆς ἀκολουθούμενης ἀπό τόν διάβολο «στρατηγίας» καί τῶν ὑπ' αὐτοῦ ἀποστελομένων «κατασκόπων» καί τῶν κατασκευαζομένων «μηχανημάτων» ὡς προσφόρων γιά τόν ἀρχέκακο δαίμονα μέσων γιά τήν κατακυρίευση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά πάθη. Βλ., σχετικῶς, Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος8, P.Alexander, GNO, τ.5, 429,1-17 (=PG 44, 744ΒC). Ὅπ.π., 430,13-17 (=PG 44, 744D-745Α). Ὅπ.π., 432,4-5 (=PG 44, 743C). Βλ., ἐπίσης, K. Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, «Ὁ βιωματικός χαρακτήρας τοῦ δόγματος», 679.
21 Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 49,12-14 (=PG 44, 341C). Εἰς τὴν ἡμέραν τῶν Φώτων, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 239,20-240,1 (=PG 46, 597Β).
22 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 118,11-14 (=PG 44, 545Β) : «οὐ γὰρ ἑτέρωθεν τὴν ἰσχὺν ἔχει καθ’ ἡμῶν ὁ πολέμιος οὐδὲ παρ’ ἄλλου τινὸς ἀπὸ τοῦ ἀξιώματος ἐκβαλλόμεθα, εἰ μὴ αὐτοὶ πατέρες τοῦ κακοῦ γεννήματος διὰ τῆς πονηρᾶς ὠδῖνος γενοίμεθα». Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 46,20-23 (=PG 44, 1164Β).
23 Βλ. Εἰς τήν ἡμέραν τῶν Φώτων, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 223,20-24 (=PG 46, 580Β). Πρβλ. καί Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 109,6-9 (=PG 45, 337Α).
24 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 65,20-66,3 (=PG 44, 1184CD).
25 Βλ. Εἰς τήν ἡμέραν τῶν Φώτων, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 223,18-19 (=PG 46, 580Β). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 73,1-12 (=PG 44, 1192C). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 2, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 92,13-16 (=PG 44, 1212A). Ὅπ.π., Λόγος 4, 114,8 (=PG 44, 1237A).
26 Βλ. Εἰς τοὺς ἁγίους τεσσαράκοντα μάρτυρας, O.Lendle, GNO, τ.10,1, 149,18-19 (=PG 46, 761D).
27 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 47,10-15 (=PG 44, 1164C). Πρβλ. καί Εἰς τὴν ἡμέραν τῶν Φώτων, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 232,19-22. 233,11-14 (=PG 44, 589CD). Εἰς τοὺς ἁγίους τεσσαράκοντα μάρτυρας, O.Lendle, GNO, τ.10,1, 149,25-150,5 (=PG 46, 764Α).
28 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 67,2-6 (=PG 44, 484C). Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 283,6-9 (=PG 46, 608C). Εἰς τὸ ἅγιον καὶ σωτήριον Πάσχα, E.Gebhardt, τ.9, 311,8-16 (=PG 46, 684Β).
29 Βλ. Πρὸς τοὺς βραδύνοντας εἰς τὸ Βάπτισμα, PG 46, 417C.
30 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 148Β. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 58,11-13. 58,17-20 (=PG 44, 797D. 800A). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 6, P.Alexander, GNO, τ.5, 384,20-385,4 (=PG 44, 708Α). Ὅπ.π., Λόγος 8, 432,3-433,5 (=PG 44, 745CD).
31 Βλ. Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 211,23-212,4 (=PG 46, 284C). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 7, P.Alexander, GNO, τ.5, 401,15-21 (=PG 44, 720D-721Α). Πρβλ. καί Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 135,1-5 (=PG 44, 564ΑΒ).
32 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 19,15-19 (=PG 45, 24C). Ὅπ.π., 17,4-7 (=PG 45, 21Β).
33 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 156,20-25 (=PG 44, 588Α). Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 192ΑΒ.
34 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 193CD: «διὰ τοῦτο πολλάκις ἀγνοεῖσθαι ποιεῖ τὸ θεῖον δῶρον ἡ περὶ ἡμᾶς ἀθλιότης, οἷον προσωπεῖον εἰδεχθὲς τῷ κατὰ τὴν εἰκόνα κάλλει τὰ πάθη τῆς σαρκός ἐπιπλάσσουσα».
35 Βλ. Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 288,18-20. 289,1-3 (=PG 46, 360C).
36 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 97Β. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 4, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 116,5-9 (=PG 44, 841D). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 2, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 95,14-17 (=PG 44, 1213D-1216A). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 53,21-24. 54,7-12 (=PG 44, 1172BC).
37 Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 53,7-14 (=PG 44, 345ΒC). Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 192D. Πρβλ. καί Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 64D-65A. Ὅπ.π., PG 46, 88C-89Α. Τήν ἴδια ἑρμηνευτική προσέγγιση τῆς ἔννοιας τῶν παθῶν ἐφαρμόζει ἐπίσης ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, βασιζόμενος μάλιστα στήν «παρὰ τοῦ Νυσσαέων μεγάλου Γρηγορίου» διδασκαλία (Βλ., σχετικῶς μέ τό θέμα αὐτό, Μ α ξ ί μ ο υ Ὁ μ ο λ ο γ η τ ο ῦ, Πρὸς Θαλάσσιον, C. Laga-C. Steel, CCSG, τ.7, 47,7-13 [=PG 90, 268A]).
38 Βλ. Ἐπιστολὴ Κανονικὴ, PG 45, 224Α: «πολλῆς οὔσης καὶ ἐν τῇ ψυχικῇ νόσῳ τῆς τῶν παθῶν ποικιλίας, ἀναγκαίως πολυειδὴς γενήσεται ἡ θεραπευτικὴ ἐπιμέλεια». Βλ., ἐπίσης, Εἰς τὸν ἕκτον Ψαλμὸν περὶ τῆς ὀγδόης, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 191,30-192,9 (=PG 44, 613Β). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 3, P.Alexander, GNO, τ.5, 328,18-330,17 (=PG 44, 660ΑD). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 7, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 156,28-157,8 (=PG 44, 1285D-1289A). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 270,4-13 (=PG 46, 340CD). Ὅπ.π., 272,23-273,22 (=PG 46, 344ΑC). Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 72,10-15 (=PG 44, 364Α). Ὅπ.π., 71,3-15 (=PG 44, 361C).
39 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 8, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 259,6-260,1 (=PG 44, 952ΒC).
40 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 8, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 258,17-18 (=PG 44, 952Α). Πρβλ. ὅπ.π., Λόγος 4, 106,1-7 (=PG 44, 836Α).
41 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 53Α. Ὅπ.π., PG 46, 56Α. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 2, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 96,16-97,12 (=PG 44, 1216C-1217A).
42 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 7, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 155,6-156,25 (=PG 44, 1284D-1285D).
43 Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 130,5-9 (=PG 44, 417Α).
44 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 1, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 16,16-20 (=PG 44, 1132D). Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 198,5-11 (=PG 46, 273Α).
45 Bλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 185ΑC. 189CD. 205Α.
46 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 192ΒC. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 41,9-10. 41,14-15 (=PG 45, 45Α). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 2, W.Jaeger, GNO, τ.2, 53,8-55,20 (=PG 45, 617C-621Α).
47 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 46,3-4 (=PG 45, 49Β).
48 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 46,6-12 (=PG 45, 49ΒC). Ὅπ.π, 47,11-48,2 (=PG 45, 52Α).
49 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 46,4-6. 47,4-7 (=PG 45, 49ΒD). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 4, W.Jaeger, GNO, τ.2, 144,22-28. 145,1-2 (=PG 45, 721C). Πρβλ. καί Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 92ΑΒ.
50 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 1, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 16,16-20 (=PG 44, 1132D). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 6, P.Alexander, GNO, τ.5, 383,20-384,1 (=PG 44, 705C). Πρβλ. ὅπ.π., Λόγος 8, 434,9-18 (=PG 44, 748ΒC).
51 Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 55,8-9. 55,15-16. 55,20-23 (=PG 44, 348BC). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 1, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 49,20-25. 50,9-11 (=PG 44, 1168ΑΒ).
52 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 2, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 24,23-25,6 (=PG 44, 1141ΒC).
53 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 3, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 106,7-18 (=PG 44, 1228ΒC). Πρβλ. ὅπ.π., Λόγος 5, 132,20-133,4 (=PG 44, 1257D-1260Α). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 56ΒC.
54 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 2, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 23,21-24,12 (=PG 44, 1140D-1141Α). Ὅπ.π., 26,4-13 (=PG 44, 1144Α).
55 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 2, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 24,12-20 (=PG 44, 1141ΑΒ). Ὅπ.π., 26,13-17 (=PG 44, 1144ΑΒ).
56 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 59,23-27 (=PG 44, 476Α).
57 Βλ. Ἐπιστολὴ 3, G.Pasquali, GNO, τ.8,2, 21,15-18 καί 27-28 (=PG 46, 1017AΒ).