4. Ἡ εἴσοδος τοῦ θανάτου στήν ἀνθρώπινη φύση.


α΄. Ἡ ἔννοια τοῦ ἐπακολουθήσαντος μετά τήν παράβαση θανάτου.

Ἕνα ἀπό τά κυριότερα σημεῖα τῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου Νύσσης περί τῶν ἀποτελεσμάτων καί ἐπιπτώσεων στόν ἄνθρωπο τοῦ ἁμαρτήματος τῆς παρακοῆς τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ ἡ ἄποψή του περί τῆς εἰσόδου τοῦ θανάτου στήν ἀνθρώπινη φύση. Ἡ παράβαση ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου τῆς δοθείσης ἀπό τόν Θεό ἐντολῆς κατέστη ἡ αἰτία τῆς πραγματοποιήσεως τῆς ἀπευθυνθείσης ἀπειλῆς τῆς ἐλεύσεως σέ αὐτόν τοῦ θανάτου1 στήν περίπτωση πού διεπράττετο ἡ παρακοή τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ. Ἡ δυσμενής αὐτή γιά τόν ἄνθρωπο πραγματικότητα καί κατάσταση πλέον τοῦ θανάτου2 κληροδοτήθηκε διά τῆς ἀκολουθίας καί διαδοχῆς τῶν γενεῶν σέ ὅλους τούς ἀπογόνους τῶν προπατόρων, ἐφόσον εἰσῆλθε καί ἀναμείχθηκε ὁ θάνατος μέ τήν φύση τῶν προπατόρων3. Κατέστη, δηλαδή, ὁ θάνατος ἀπό ἐνδεχόμενο καί ἐν δυνάμει κατάσταση σέ ἐν ἐνεργείᾳ κατάσταση, ὅπως ἐγνώριζαν ἤδη οἱ προπάτορες ἀπό τήν προειδοποίηση τοῦ Θεοῦ γιά ἐμφάνιση τῶν συνεπειῶν ἀπό τήν βρώση τοῦ ἀπαγορευθέντος καρποῦ, σέ πραγματικότητα, ἔτσι ὅπως τό ἀνθρώπινο γένος βιώνει αὐτήν μετά τήν πτώση τῶν προπατόρων ὡς ἕνα παρά φύσιν καθεστώς, ὡς μία δηλαδή παρά φύσιν γιά τόν ἄνθρωπο κατάσταση πού ὑπάρχει καί λειτουργεῖ κατά «παρασιτικὸν» καί τραυματικό τρόπο στήν ἀλλοιωμένη πλέον φύση τοῦ ἀνθρώπου4.
Ἄς σημειωθεῖ ὅτι ἀπό τήν ἐξέταση τῶν σχετικῶν μέ τήν ἔννοια τοῦ θανάτου ἀπόψεων τοῦ Γρηγορίου καταδεικνύεται ὅτι ἡ θεώρηση ἀπό τόν Γρηγόριο τοῦ ἀνθρώπου ὡς ὄντος συγκείμενου ἀπό σῶμα καί ψυχή5 καθίσταται ἡ προϋπόθεση κατανοήσεως καί τοῦ θανάτου ὡς ἀφορῶντος στόν ἄνθρωπο «κατ’ ἄμφω»6, νοουμένου δηλαδή τόσο ὡς σωματικοῦ ὅσο καί ὡς πνευματικοῦ θανάτου. ὡς σωματικοῦ μέν, ἀφοῦ ἐνεργεῖ ἐπί τοῦ σώματος διά τῆς καταστολῆς καί νεκρώσεως τῆς λειτουργίας τῶν αἰσθήσεων καί διά τῆς ἀποσυνθέσεως αὐτοῦ «εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη» στοιχεῖα7. ὡς πνευματικοῦ δέ, ὁ ὁποῖος προηγήθηκε τοῦ σωματικοῦ, ὑπό τήν ἔννοια τῆς ἑκούσιας ἀπομακρύνσεως τῆς ψυχῆς ἀπό τήν μέθεξη τῆς χάριτος καί τῶν ἀγαθῶν καί τῶν δωρεῶν τοῦ ὑπάρχοντος ὡς «ὄντως ζωῆς» Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐπιτελέσθηκε διά τοῦ ἁμαρτήματος τῆς παρακοῆς καί τῆς ἀμαυρώσεως τοῦ «κατ' εἰκόνα» τοῦ ἀνθρώπου8.
Στό πλαίσιο τῆς ἀναδείξεως τῆς ἐπελεύσεως τοῦ θανάτου στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου ὡς ὀδυνηρῆς συνέπειας, πού προέκυψε ἀπό τήν παρακοή καί παράβαση τῶν προπατόρων, προβαίνει ὁ Γρηγόριος καί σέ εἰδικότερες ἐπιμέρους ἐπισημάνσεις περί τοῦ θανάτου, τόσο ὑπό τήν ὑλική καί σωματική ἔννοια, ὅσο καί, κυρίως καί πρωτίστως, ὑπό τήν πνευματική ἐννοιολογική διάσταση, οἱ ὁποῖες κρίνονται ὡς ἀρκετά ἐνδιαφέρουσες ἀπό ἀνθρωπολογικῆς πλευρᾶς. Ἔτσι, ἀπό τίς ἐκτιθέμενες ἀπόψεις τοῦ Γρηγορίου πού ἀφοροῦν στόν προσδιορισμό τῆς ἔννοιας τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος ἐπῆλθε στήν ζωή τοῦ πρώτου ἀνθρώπου ὡς συνέπεια τῆς διά τῆς παρακοῆς ἐκπτώσεώς του ἀπό τήν κοινωνία του μέ τόν Θεό, προκύπτει ἡ διαπίστωση ὅτι ἀποδίδεται στήν κατάσταση τοῦ θανάτου ἀπό τόν ἱερό πατέρα ὁ ἐννοιολογικός προσδιορισμός ἐν πρώτοις μέν τῆς διά τῆς φυσικῆς φθορᾶς λύσεως τῆς ἑνώσεως τῆς ἐκ ψυχῆς καί σώματος συνιστάμενης ἀτομικῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως9, κατά τήν ὁποία, ἐν τούτοις, ἡ ψυχή, ὡς οὐσία νοερά καί ἄυλη, δέν ὑπόκειται φυσικά στήν ἐνεργούμενη διάλυση καί φθορά τῆς ὕλης10, ἀκολούθως δέ, καί ἐν μεταφορικῇ ἐννοίᾳ, τῆς ἐξ ἰδίας βουλήσεως11 ἀπαλλαγῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό ἐπιφέρον τόν πνευματικό θάνατο «ἐμπαθὲς» φρόνημα τῆς σαρκός12.
Τό τελευταῖο αὐτό σημεῖο συνιστᾶ βασική καί θεμελιώδη ἀνθρωπολογική ἀντίληψη τοῦ Γρηγορίου, ἐφόσον κατά τήν διδασκαλία του ἡ ἐπέλευση τοῦ θανάτου, ὅταν ἀποσκοπεῖ στήν νέκρωση τῆς ἄθλιας καί ἀχρείας καταστάσεως τῆς ἁμαρτίας13, ἀπεργάζεται τήν μετάσταση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν κτηνώδη στήν ἀληθινή ζωή14. Πρόκειται, δηλαδή, περί μιᾶς νεκρώσεως, ἡ ὁποία, ὡς χαρακτηριζόμενη ἀπό τήν δυνατότητα ἐνεργοποιήσεως τῆς ἀλλοιωτικῆς δραστηριότητας τοῦ ἀνθρώπου πρός τό «κρεῖττον»15, ἀναδεικνύεται, ὡς πρός τήν φύση αὐτοῦ, κατάσταση πρόσφορη γιά τόν ἄνθρωπο16.
Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή ὅταν ἀναφέρεται ὁ ἱερός πατήρ στήν ἀποσύνδεση καί ἀπόρριψη τοῦ περικαλύμματος τῆς σαρκός καί τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος, ἡ ὁποία ἐπιφέρει τόν ἀποχωρισμό καί τήν ἀλλοτρίωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἁμαρτία17 καί ἀναλογεῖ στήν κατάσταση τῆς νεκρώσεως τῆς ἁμαρτίας, ὡς θανάτου ἔτσι νοουμένης, προσδιορίζει αὐτήν ὡς λειτουργία ἐνεργούμενη ἀφ’ ἑνός μέν διαδοχικῶς καί ἀτελευτήτως18, ἀφ’ ἑτέρου δέ διά πληγμάτων τά ὁποῖα προκαλοῦν τραύματα καί σημεῖα, πού ἀποφέρουν γλυκύτητα καί εὐφροσύνη στήν ψυχή, ἡ ὁποία τά φέρει19. Πρόκειται περί μιᾶς διεργασίας, ἡ ὁποία, ἐπειδή περιγράφεται μέ ἕνα προσφιλές στόν Γρηγόριο γλωσσικό ἰδίωμα, αὐτό δηλαδή τῆς συζεύξεως ὅρων πού ἑρμηνεύονται κατ’ ἀντιθετικόν ἐννοιολογικῶς τρόπο, ἐκφράζεται ἀπό αὐτόν διά τοῦ χαρακτηρισμοῦ τοῦ «τραύματος» καί τῆς «πληγῆς» ὡς καταστάσεων «ἀγαθῆς» καί «γλυκείας» ἀντιστοίχως20, πού δημιουργοῦν στόν φέροντα αὐτές ἕνα «πένθος» μακάριο καί σωτηριῶδες21.
Στό σημεῖο αὐτό κρίνεται ἀναγκαῖο νά ἐπισημανθοῦν ὁρισμένα στοιχεῖα πού ἀπαντοῦν στίς καταγραφόμενες ἀπό τόν Γρηγόριο ἀπόψεις περί τῆς ἔννοιας τοῦ θανάτου καί ἀφοροῦν στήν θέση πού λαμβάνει ὁ ἱερός πατήρ ὡς πρός τό ζήτημα τῆς ἀποδοχῆς ἤ ἀπορρίψεως τῆς θεωρίας περί μετεμψυχώσεως, ἀφοῦ τό συγκεκριμένο ζήτημα δίνει τήν ἐντύπωση ὅτι σχετίζεται μέ τό ὑπό ἐξέταση θέμα. Ἀπό τήν διερεύνηση, λοιπόν, τῶν ἐπί τοῦ προκειμένου ζητήματος ἀπόψεων τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης συνάγεται ὅτι ἡ ὑπάρχουσα σέ ὁρισμένα φιλοσοφικά συστήματα κατάφαση καί ἀποδοχή τῆς ἀπόψεως περί τῆς δυνατότητας διαδοχικῶν ἐνοικήσεων τῆς ψυχῆς σέ διαφορετικά σώματα22 οὐδόλως εὑρίσκει σύμφωνο τόν Γρηγόριο. Ἀπεναντίας, ἡ φιλοσοφική αὐτή δοξασία συνιστᾶ σημεῖο ἔντονης ἐπικρίσεως καί σαφοῦς ἀπορρίψεως ἀπό τόν Γρηγόριο, ἐφόσον ἡ ἀντίληψη αὐτή θεωρεῖται ἐκδήλως ὑλιστική23, καί διότι δέν συνιστᾶ διδασκαλία τῆς Γραφῆς καί ὡς ἐκ τούτου δέν συνάδει οὔτε ἁρμόζει στήν διακηρυγμένη ἀψευδῆ καί ἀπλανῆ διδασκαλία τῆς Γραφῆς24. Σύμφωνα μέ τήν θεολογική ἑρμηνευτική θεώρηση πού κάνει ὁ Γρηγόριος ἐπί τοῦ προκειμένου θέματος, καί ἡ ὁποία θεμελιώνεται διά τῆς ἐπικλήσεως ἁγιογραφικῶν μαρτυριῶν (=Λουκ. 16,19-31)25, μεταξύ τῆς νοερᾶς καί ἀδιαστάτου οὐσίας τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, τό ὁποῖο συνιστᾶ τό ἐξ ὑλικῆς ὑφῆς οἰκεῖο καί κατάλληλο ἐνδιαίτημά της26, ὑφίσταται ἀρραγής σύνδεσμος, κατά τρόπον ὥστε ὁ θάνατος, πού ἐκλαμβάνεται ὡς μετάβαση τῆς ψυχῆς πρός μία ἄνευ σωματικότητας καί ἐκτός τοπικῶν ὁρίων27 κατάσταση διαβιώσεως αὐτῆς28, νά μήν ἐπιφέρει φυσικά τήν διάσπαση τοῦ ἀναφερθέντος συνδέσμου29, ἔτσι ὥστε νά ἀναδεικνύεται μέ παραστατικό τρόπο ἡ θεολογική ἄποψη περί ἀθανασίας τῆς ψυχῆς.
Ἀπό τά ἀνωτέρω ἐκτεθέντα εἶναι δυνατόν νά ὑποστηριχθεῖ ὅτι καθίσταται σαφής ἡ κατηγορηματική καί κατ’ ἀπόλυτον τρόπο ἀπόρριψη ἐκ μέρους τοῦ Γρηγορίου τῆς περί μετεμψυχώσεως ἀλλότριας πρός τήν χριστιανική πίστη δοξασίας, ἀφοῦ ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς θεωρεῖται καί προβάλλεται ἀπό αὐτόν ὡς ἐκ φύσεως διατελοῦσα διά παντός συνημμένη μέ τά συστατικά μέρη τοῦ σώματος καί ὡς ἄνευ οὐδεμιᾶς μεταβολῆς ὑπάρχουσα κατά τήν ἐπακόλουθη τοῦ θανάτου διάλυση τῆς ὑλικῆς τους συστάσεως30.




β΄. Ἡ ὀντολογική θεώρηση τοῦ θανάτου.

Ἡ κατανόηση τῆς πραγματικότητας τοῦ θανάτου ὡς μεταπτωτικῆς καταστάσεως, πού ἀναδείχθηκε μετά τήν παράβαση τῶν προπατόρων καί τήν ὀδυνηρή πτώση αὐτῶν, ἀναγκάζει τόν Γρηγόριο νά ἐνδιατρίψει περισσότερο στήν ἀπό ὀντολογικῆς ἀπόψεως θεώρησή του. Στό πλαίσιο τῆς ἐνδιαφέρουσας αὐτῆς θεωρήσεως ὑποδεικνύεται ἀπό τόν Γρηγόριο τό χωρίο τῆς Γραφῆς περί τῆς πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό ὡς «καλοῦ λίαν» (=Γεν. 1,31) ὡς τό σημεῖο ἐκεῖνο πού παρέχει τίς προϋποθέσεις θεωρήσεως τοῦ θανάτου ὡς μιᾶς καταστάσεως ἡ ὁποία δέν ὑφίσταται κατ’ ὀντολογικήν ἔννοια κατά τήν πρώτη ζωή. καί τοῦτο, διότι ὁ χαρακτηρισμός τοῦ «κατ' εἰκόνα Θεοῦ» πλασθέντος ἀνθρώπου, ὡς «καλοῦ λίαν» δημιουργηθέντος ἀποκλείει τήν συμπερίληψη τοῦ θανάτου31, τοῦ διακρινόμενου ἀπό τόν ζόφο, στά χαρακτηριστικά ἐκεῖνα πού κοσμοῦν τό «κατ' εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ» δημιουργηθέν ἀνθρώπινο γένος32. Γίνεται, ὡς ἐκ τούτου, φανερό ὅτι ὡς αἰτία τῆς ἐπελεύσεως τοῦ θανάτου στήν ζωή τοῦ μετά τήν πτώση διαβιοῦντος ἀνθρώπου δέν εἶναι δυνατόν φυσικά νά ἐκληφθεῖ ὁ τά πάντα κατά τρόπον ἄριστο καί ἐπ' ἀγαθῷ ποιήσας Θεός33 ἀλλά ὁ ἐπιβουλευόμενος τήν ὕπαρξη καί τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου διάβολος, ὁ «ἀρχέκακος δαίμων», ὁ ὁποῖος ἐπενόησε καί ἐδημιούργησε τήν ἀρχή τῆς κακίας34 μέ τήν ἑκούσια πρόκληση τῆς εἰσόδου τοῦ ἐκ τῆς ἐπιβουλῆς του παραγόμενου πάθους τοῦ φθόνου στήν φύση αὐτοῦ35.
Τά ἀνωτέρω σημεῖα ὁδηγοῦν τόν Γρηγόριο στό συμπέρασμα ὅτι ἡ λειτουργία τοῦ θανάτου ἐντοπίζεται στήν ἀποστέρηση ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου τῆς ζωηφόρου μεθέξεως τῶν δωρεῶν καί τῶν ἀγαθῶν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ36, τοῦ ὑπάρχοντος καί θεωρούμενου ὡς ὄντως ζωῆς, καί προσδιορίζεται ἑρμηνευτικῶς ὡς ἀπουσία ἤ ὡς ἔλλειψη τῆς εὑρισκόμενης στόν ἀντίποδα αὐτοῦ ζωῆς, πού ἔχει δοθεῖ ἀπό τόν Θεό, καθόσον οἱ δύο αὐτές ἀντιτιθέμενες καταστάσεις δέν μποροῦν ἐξ ὁρισμοῦ νά συνυπάρξουν ἤ νά ταυτισθοῦν37. Ἔτσι, ἀφοῦ προῆλθε καί προέκυψε ὁ θάνατος ἀπό τήν στέρηση ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου τοῦ «μονοειδοῦς» ἀγαθοῦ τῆς Τριαδικῆς θεότητας, μέ τό ὁποῖο ἐκεῖνος κοσμήθηκε καί μέ τό ὁποῖο διασφαλίζεται ἡ ζωή καί ἡ ἀθανασία, ἀφ’ ἑνός μέν θεωρεῖται ὅτι κατέστη νόσος, ἡ ὁποία ἐμφυτεύθηκε καί ἑδραιώθηκε στόν ἄνθρωπο μέ τήν ἐπιφέρουσα τήν ἀλλοίωση τῆς φύσεώς του ἁμαρτία38, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἐκλαμβάνεται ὅτι συνιστᾶ τό στοιχεῖο ἐκεῖνο πού ἐπιβλήθηκε ἀπό τόν Θεό κατ’ οἰκονομίαν στήν ἀνθρώπινη φύση39, προκειμένου αὐτή, διά τῆς ἀποσυνθέσεως τοῦ περικαλύμματος τῆς σαρκός40, νά καταστεῖ ἐλεύθερη ἀπό τίς ἰδιότητες καί τά γνωρίσματα τῆς «ἐμπαθοῦς» διαθέσεως, ἡ ὁποία ἐκυρίευσε μετά τήν πτώση τόν ἄνθρωπο41.
Ἡ διάσταση, ἐξ ἄλλου, καί ἀπομάκρυνση τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν παχυλότητα τῆς ὕλης, ἡ ὁποία συντελεῖται μέ τήν ἀποσύνθεση τῆς σαρκός, πού ἕπεται τοῦ θανάτου42, καί ἡ ἐπερχόμενη ἀνάδειξη τῆς προτέρας αὐτοῦ μορφῆς, τῆς ἐξωραϊσμένης διά τῆς θείας εἰκόνας, προσδιορίζει μέν τόν θάνατο ὡς μία κατάσταση κατασταλτική τῆς ἐκ τῆς «ἐμπαθοῦς» διαθέσεως νοσηρῆς καταπτώσεως τῆς ἀνθρωπότητας43. ἀναδεικνύει δέ, πάλι, αὐτόν ὡς εὐεργεσία, ἐφόσον, διά τῆς ἀναστολῆς τῆς ροπῆς τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου πρός τό κακό44, ὁ θάνατος λειτουργεῖ ὡς ἀπαρχή καί μέσο τῆς μεταβάσεως τοῦ ἀνθρώπου στήν «κρείττονα» καί ὑπερέχουσα κατάσταση αὐτοῦ διά τῆς ἀναστάσεως45.
Ὑπό τό ἑρμηνευτικό αὐτό πρίσμα τῶν ὡς ἄνω σημειωθέντων πρέπει ὡσαύτως νά ἐκληφθεῖ καί ἡ θεώρηση καί κατανόηση ἀπό τόν Γρηγόριο τοῦ θανάτου ὡς «μεταστάσεως»46 τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἀδιέξοδη κατάσταση τῆς ἐκ τῶν παθῶν φθορᾶς πρός τήν ἀπόλαυση τῶν ὑπέρ πᾶσαν γνώση καί κατάληψη ἀγαθῶν τῆς Τριαδικῆς θεότητας47, καθώς ἐπίσης καί ἡ ἀπόδοση τοῦ αἰσθήματος τοῦ φόβου, πού διακατέχει τόν ἄνθρωπο, στήν ἄγνοια τῶν ἀγαθῶν τά ὁποῖα ὁ ἄνθρωπος ἐξασφαλίζει διά τοῦ θανάτου48 καί τά ὁποῖα καθιστοῦν τήν ἐπέλευση τοῦ θανάτου κατάσταση ἀποδεκτή καί ἀρεστή49 ἀπό τόν ἄνθρωπο.
Ὅπως, λοιπόν, συμπεραίνεται ἀπό τήν ἑρμηνευτική πραγμάτευση τῆς διδασκαλίας τοῦ ἱεροῦ πατρός, ἡ κατάσταση τοῦ θανάτου ἐκλαμβάνεται ὡς ὑπάρχουσα κατ’ ἄρρηκτον τρόπο συνδεδεμένη μέ τό γεγονός τῆς «ἐκ τοῦ μὴ εἶναι» δημιουργίας τῆς κτίσεως, τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ ἐγγενές χαρακτηριστικό πού προσιδιάζει στήν κτιστότητά της. Ἡ θεώρηση, βεβαίως, αὐτή ἀπό τόν Γρηγόριο τοῦ θανάτου ὡς μή ὑφιστάμενου ὀντολογικῶς, καθώς καί ἡ ἑρμηνευτική ἀπόδοση ἀπό αὐτόν τῆς ἔννοιας τοῦ «μὴ εἶναι», τοῦ ὀντολογικῶς ἀνύπαρκτου, μέ τίς φραστικές διατυπώσεις «μὴ γεννηθὲν» καί «τεθνηκὸς»50, ἔδωσε τήν ἀφορμή νά ἐπιχειρηθεῖ μία ἑρμηνευτική προσέγγιση τῆς ἀνωτέρω σκέψεως τοῦ Γρηγορίου, κατά τήν ὁποία ἐκλαμβάνεται ὁ θάνατος νά πλαισιώνει τήν κτίση, κατά τρόπον ὥστε νά θεωρεῖται ἀφ’ ἑνός μέν ὡς προϋπάρχων τῆς συστάσεως τῶν κτιστῶν ὄντων, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὡς ὑπάρχων μετά τήν διάλυση αὐτῶν51. Εἶναι δυνατόν νά λεχθεῖ ὅτι πρόκειται γιά μία ἐνδιαφέρουσα ἀλλά παρακινδυνευμένη, ὡς πρός τήν ἀκριβῆ ἀπόδοση τῆς ἀπόψεως αὐτῆς τοῦ Γρηγορίου, ἑρμηνευτική προσέγγιση τῆς ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ διδασκαλίας τοῦ ἱεροῦ πατρός52. Καί τοῦτο, διότι ὁ θάνατος ἐκλαμβάνεται μέν ἀπό αὐτόν κατά τά προαναφερθέντα ὡς κατάσταση μή ὑπάρχουσα ὀντολογικῶς οὔτε «προϋποκειμένη» ἤ προϋπάρχουσα, κατανοεῖται δέ ὡς ἐνδεχόμενο, πού ἑδράζεται στήν ἀπόλυτη ὀντολογική διαφορά τῶν αἰσθητῶν καί νοερῶν ὄντων ὡς κτιστῶν ἀπό τόν ἄκτιστο Τριαδικό Θεό, ἡ ὁποία καθιστᾶ αὐτά νά μήν μποροῦν ὡς ἐκ τῆς φύσεώς τους νά ὑπάρξουν ἀφ' ἑαυτῶν καί καθ’ ἑαυτά καί ὡς ἐκ τούτου προσδιορίζει αὐτά νά ὑπόκεινται σέ ἀπώλεια τοῦ «εἶναι» τους53. Ἡ ὕπαρξη, συνεπῶς, τῶν κτιστῶν δημιουργημάτων ὀφείλεται στήν κρατοῦσα καί συνέχουσα τά πάντα θεία δύναμη, καθώς καί στήν παραμονή τους σέ διαρκῆ σχέση κατά χάριν καί κατ' ἐνέργειαν κοινωνίας καί μετοχῆς μέ τόν ὄντως ὄντα Τριαδικό Θεό54.
Ἀπό τήν διερεύνηση τῶν στοιχείων ἐκείνων τῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου, μέ τά ὁποῖα προσδιορίζεται ἀπό αὐτόν ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου ὡς συνέπεια τῆς παραβάσεως τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, καταφαίνεται ὅτι ἡ ὕπαρξη τοῦ θανάτου σχετίζεται καί συναρτᾶται κατ' ἄμεσον τρόπο μέ τό χαρακτηριζόμενο ἀπό τήν ἀσταθῆ καί ρέουσα παροδικότητα κτιστό μέγεθος τοῦ χρόνου55. Ἀναδεικνύεται, ἐξ ἄλλου, ἡ θεώρηση τοῦ θανάτου ὡς μέσου παιδαγωγήσεως τοῦ ἀνθρώπινου γένους, πού ἐμφαίνει τήν πρόνοια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου56. Ἐπισημαίνεται, ἐπίσης, ἡ κατά παραχώρηση τοῦ Θεοῦ ὕπαρξη τοῦ θανάτου ὡς εὐεργεσίας πρός τόν ἄνθρωπο καί ὁ ὑπό τήν ἔννοια αὐτή θετικός, θά ἦταν δυνατόν νά λεχθεῖ, χαρακτήρας τῆς καταστάσεως αὐτῆς τοῦ θανάτου, καθόσον διά τῆς πικρῆς γεύσεως αὐτοῦ ἀποτρέπεται ἡ διαιώνιση στόν ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας57. Πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ θεμελιώδης αὐτή μετατροπή τοῦ ἐννοιολογικοῦ προσδιορισμοῦ τοῦ θανάτου ἀπό τιμωρία σέ εὐεργεσία γιά τόν ἄνθρωπο γίνεται βεβαίως πληρέστερα ἀντιληπτή κατά τήν γνώμη τοῦ Γρηγορίου διά τῆς ἐν πίστει κατανοήσεως τοῦ ὑπερφυοῦς μυστηρίου τῆς κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ58, διά τοῦ κατά σάρκα θανάτου καί τῆς ἀναστάσεως τοῦ ὁποίου ὁ μεταπτωτικός ἄνθρωπος ἀποκαθίσταται στήν πρό τῆς πτώσεως κατάστασή του59, ἡ ὁποία διακρίνεται γιά τήν διά τῆς καταργήσεως πλέον τοῦ θανάτου καί τῆς περιελεύσεώς του σέ ἀνυπαρξία ἐπαναφορά τοῦ ἀνθρώπου στήν ὑπό τοῦ Θεοῦ δοθεῖσα ἐν χάριτι ἀθανασία.

5. Ἡ ὑπό τοῦ ἀνθρώπου ἐπιθυμία καί διάπραξη τοῦ κακοῦ ὡς ἀπουσίας καί στερήσεως τοῦ ἀγαθοῦ.

Μέ τό ζήτημα τοῦ προσδιορισμοῦ τῆς ἔννοιας τοῦ θανάτου, πού εἰσῆλθε ὡς συνέπεια τῆς πτώσεως στήν ὕπαρξη καί ζωή τοῦ ἀνθρώπου, συναρτᾶται ἀπό τόν Γρηγόριο καί συνάπτεται καί τό θέμα τοῦ ἑρμηνευτικοῦ προσδιορισμοῦ τοῦ εἰσελθόντος στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου κακοῦ, στήν διάπραξη τοῦ ὁποίου κινεῖται διά τῆς ἀσκήσεως τοῦ «αὐτεξουσίου» του ὁ ἄνθρωπος μετά τήν «ἀρχαίαν» παράβαση, καί τό ὁποῖο ἐπιφέρει τόσα δεινά στό ἀνθρώπινο γένος. Ἔτσι, στήν ἀποτυπούμενη στά ἔργα τοῦ ἱεροῦ πατρός διδασκαλία του περί τοῦ κακοῦ γίνεται εἰδικότερος λόγος γιά τήν φύση τοῦ εἰσαχθέντος στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου κακοῦ καί τῶν ἐπιπτώσεών του σέ αὐτήν. Συγκεκριμένως, τονίζεται ὅτι ἡ ἐκ τοῦ ὀλισθήματος τῆς παρακοῆς προελθοῦσα μεταστροφή τῆς διαθέσεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως πρός τήν διάπραξη τοῦ κακοῦ θεωρεῖται ἀναμφιβόλως ὡς μία κατάσταση πού κληροδοτήθηκε ἀπό τήν ἀβουλία τῶν προπατόρων60, ἡ ὁποία διεστρέβλωσε τό θεόμορφο εἶδος τῆς ψυχῆς πρός τήν ἐπαίσχυντη δυσμορφία τῆς ἁμαρτίας61. Ὅπως ἦταν φυσικό, ἡ ἀναζήτηση καί ὁ προσδιορισμός τῆς ἔννοιας καί τῆς φύσεως τοῦ κακοῦ, ἡ ἐκδήλωση τοῦ ὁποίου παρατηρεῖται κατά τόν Γρηγόριο στήν ζωή τῆς ἀνθρωπότητας, ἀπετέλεσε οὐσιῶδες σημεῖο τῆς θεολογικῆς ἑρμηνευτικῆς ἐνασχολήσεως τοῦ ἱεροῦ πατρός. Ὑπογραμμίζεται, λοιπόν, ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης ὅτι τό κακό δέν ὑφίσταται κατ' ὀντολογικήν ἔννοια καί ὅτι ἡ ἀναφαινόμενη ἔννοιά του συναρτᾶται πράγματι καί ταυτίζεται μέ τήν ἔννοια τῆς ἀπουσίας ἤ τῆς στερήσεως τοῦ ἀγαθοῦ. Ἡ θεολογική αὐτή διαπίστωση σημαίνει γιά τόν Γρηγόριο ὅτι ἡ κατανόηση καί ὁ προσδιορισμός τῆς φύσεως τοῦ κακοῦ ὡς μή ὑπάρχουσας μέν ὀντολογικῶς «κατ’ ἰδίαν ὑπόστασιν»62, ἀναφυόμενης δέ καί ἐκδηλούμενης κατά τήν ἀπουσία τοῦ ἀγαθοῦ, τό ὁποῖο ἐπιδαψιλεύει στόν ἄνθρωπο ἡ κατά τήν χάριν καί τίς ἐνέργειες μετουσία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἀπό αὐτόν63, ὑποδεικνύει κατά τόν Γρηγόριο ὡς γενεσιουργό αἰτία τοῦ κακοῦ64 τήν κατά τό «αὐτεξούσιον» καί κατά τήν ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου ἔκφραση τῆς «πρός τι» διαθέσεως αὐτοῦ65.
Στό σημεῖο αὐτό, καί στό πλαίσιο τῆς διερευνήσεως καί ἀποτυπώσεως τῶν ἀπόψεων τοῦ Γρηγορίου πού σχετίζονται μέ τήν θεώρηση τῆς εἰσόδου τοῦ κακοῦ στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου ὡς συνέπειας τῆς προπατορικῆς παρακοῆς, κρίνεται ἀναγκαῖο νά ὑπογραμμισθεῖ ὅτι τό ζήτημα πού ἀφορᾶ στόν προσδιορισμό τῆς φύσεως τοῦ κακοῦ ἀπασχόλησε, ὅπως ἦταν ἐξ ἄλλου φυσικό, καί τήν ἀρχαία φιλοσοφική σκέψη, ἡ ὁποία, ἐκλαμβάνουσα τό κακό ὡς ἐπακόλουθο τῆς ὑπάρξεως τῆς ὕλης, ἀπέδωσε στήν συνάφεια πρός αὐτό τῆς ψυχῆς τήν αἰτία τοῦ ἐπηρεασμοῦ της ἀπό αὐτό καί τῆς πτώσεώς της. Στό νεοπλατωνικό φιλοσοφικό σύστημα, εἰδικότερα, ἡ ἰδιότητα τῆς ὀντότητας τῆς ὑφιστάμενης ὕλης τῆς τριάδας τῶν πλωτινικῶν θείων ὑποστάσεων νά παραμένει ἀπροσδιόριστη καί ἐκτός περιοριστικῶν ὁρίων, κατά τρόπον ὥστε, ἀδυνατοῦσα νά λάβει μορφή καί τάξη, νά καθιστᾶ τό αἰσθητό μία παροδική ἀντανάκλαση τῆς μορφῆς ἐντός αὐτῆς66, συνιστᾶ τήν οὐσία μέν τοῦ «ἐν στερήσει» θεωρούμενου κακοῦ67, ἀλλά καί τήν γενεσιουργό αἰτία ὅλων τῶν κακῶν πού ὑπάρχουν στόν αἰσθητό κόσμο, καί τῶν παθῶν, τά ὁποῖα καταδεικνύουν τήν ἀδυναμία τῆς ψυχῆς68. Τό κακό, ὡς ἐκ τούτου, ἀφ’ ἑνός μέν τοποθετεῖται ἀπό τόν Πλωτίνο στήν περιοχή τοῦ μή ὄντος, ὑπό τήν ἔννοια ὅμως ὄχι τῆς ἀνυπαρξίας ἀλλά τῆς ἑτερότητας ὡς πρός τό ὄν, ἀφ’ ἑτέρου δέ σχετίζεται κατ' ἄμεσον τρόπο μέ τόν κόσμο τῶν αἰσθήσεων καί μέ τήν ἐκτός μορφῆς καί σχήματος ὑφιστάμενη φύση τῆς ὕλης69. Ἡ οὐσία, ἐξ ἄλλου, αὐτοῦ διακρίνεται καί διαχωρίζεται σέ ἀπόλυτη καί σέ ἐπί μέρους, ἀπό τίς ὁποῖες ἡ μέν ὡς προϋφιστάμενη προηγεῖται, ἡ δέ ὡς ἐπιγινόμενη ἀκολουθεῖ70.
Κατά τήν ἀναφορά στήν διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου περί τῆς ἔννοιας τοῦ κακοῦ εἶναι δυνατόν, ἐπί τῇ βάσει τῶν διατυπωμένων σχετικῶν ἀπόψεών του, νά λεχθεῖ ὅτι τό κακό περιέρχεται σέ κατάσταση «οὐσιώσεως» κατά τήν ἑκούσια ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου ἐγκατάλειψη τῆς συνάφειας αὐτοῦ πρός τόν ἐκ φύσεως ὄντα ἀγαθό Τριαδικό Θεό71, πού συντελέσθηκε διά τῆς παρακοῆς του πρός τόν Θεό. Εἶναι προφανές κατά τήν διδασκαλία τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης ὅτι ἡ ἐκδηλούμενη αὐτή ὑπόσταση τοῦ κακοῦ ἀνάγει τήν αἰτία της στήν ὑπό τοῦ ἀνθρώπου κακή χρήση τοῦ «αὐτεξουσίου» καί στήν παρεκτραπεῖσα προαίρεση αὐτοῦ72 καί ὄχι φυσικά στό καθιστάμενο «μέτρον τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ»73 θέλημα αὐτοῦ74, τό ὁποῖο ἐνεργεῖ καί φέρει σέ ὕπαρξη κάθε δημιούργημα ἐξαίρετο κατά τό εἶδος του75. αὐτό κατά τόν Γρηγόριο θεωρεῖται εὔλογο, ἐφόσον ἡ θεία βούληση, ἡ ὁποία ἐμφαίνεται διά τῆς θείας δυνάμεως, πού ἐνεργεῖ τήν σύσταση καί συντήρηση καί διεύθυνση τοῦ παντός, ἐπ' οὐδενί λόγῳ μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ποιητική αἰτία τοῦ κακοῦ, τό ὁποῖο προσδιορίζεται μέν ὡς ὀντολογικῶς ἀνύπαρκτο76, λαμβάνει ὅμως τήν ὑπόσταση διά τῆς ἀποστροφῆς καί ἐγκαταλείψεως τοῦ ἀγαθοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο77.
Ὅπως διαπιστώνεται, στό σημεῖο αὐτό ἐντοπίζεται ἡ οὐσιώδης διαφοροποίηση πού παρατηρεῖται στό περιεχόμενο τῆς περί τοῦ κακοῦ διδασκαλίας τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης σέ σχέση μέ τήν ἀντίληψη τοῦ Πλωτίνου γιά τό ἴδιο θέμα. Παρά τήν ὕπαρξη, δηλαδή, μερικῶν κοινῶν σημείων, τά ὁποῖα παρατηροῦνται ὡς πρός τήν, κατ' ἀποφατικόν τρόπο, μή ἀπόδοση στό κακό τῶν περί τοῦ ὄντος θεμελιωδῶν καί ἰδιωματικῶν ἐννοιῶν78, καί ὡς πρός τήν ἐνίοτε χρησιμοποιούμενη καί ἀπό τούς δύο συγγραφεῖς ὁρολογία καί τήν διατυπούμενη κοινή πεποίθηση γιά τήν ἄρνηση κάθε ὀντολογικῆς σχέσεως τοῦ κακοῦ πρός τό ἀγαθό79, οἱ ὁμοιότητες αὐτές παρά ταῦτα, πού εἶναι δυνατόν νά ἀνευρεθοῦν στίς ἐκτιθέμενες ἀπό τούς δύο συγγραφεῖς σχετικές ἀντιλήψεις, ἐπ’ οὐδενί ἀφοροῦν στό περιεχόμενο, ἀλλά ἐντοπίζονται στήν λεκτική καί ἐκφραστική μόνο ἀποτύπωση τῶν περί τοῦ κακοῦ ἀπόψεών τους80. Ἐνδείκνυται νά τονισθεῖ, σχετικῶς μέ τήν ἀνωτέρω διαπίστωση, ὅτι ἡ θεώρηση ἀπό τόν ἱερό πατέρα τοῦ κακοῦ ὡς παρά φύσιν καταστάσεως καί ἡ ἀπόδοση τοῦ γενεσιουργοῦ αἰτίου του στήν ἄστοχη καί κακή χρήση ἀπό τούς προπάτορες τῆς ἐλεύθερης βουλήσεώς τους καί ὄχι στήν ὑπό τοῦ Θεοῦ δημιουργηθεῖσα ὡς «καλήν λίαν» ὕλη τῆς κτιστῆς φύσεως (=Γεν. 1,31)81, δηλώνουν σαφῶς τήν αὐτονομία καί διαφοροποίηση τῆς θεολογικῆς σκέψεως τοῦ Γρηγορίου στό συγκεκριμένο θέμα ἀπό τήν περί τοῦ ζητήματος αὐτοῦ διατυπωμένη φιλοσοφική σκέψη καί τήν αὐθεντικότητα τῆς διδασκαλίας του σέ σχέση μέ αὐτήν. Ἡ παρατηρούμενη, ἐξ ἄλλου, ἐξάρτηση τοῦ κακοῦ ἀπό τήν ὕπαρξη τοῦ ἀγαθοῦ, ἔτσι ὅπως συνάγεται ἀπό τήν ἀποδοχή στήν νεοπλατωνική φιλοσοφία τῆς ἀπόψεως περί τῆς «ἐκ τοῦ νοῦ καί ἀνάγκης» σύμμικτης φύσεως τοῦ κόσμου82, καθώς ἐπίσης τό στοιχεῖο τῆς ἀναγκαιότητας τοῦ ἔσχατου σημείου τοῦ κακοῦ, πού ἐντοπίζεται στήν σχετική φιλοσοφική σκέψη τοῦ Πλωτίνου83, δέν ἀφήνουν κανένα περιθώριο ἀποδοχῆς τῆς ἀντιλήψεως γιά συνάφεια ἤ ἐξάρτηση τῆς περί τοῦ κακοῦ διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου ἀπό τήν ἀντίστοιχη τοῦ Πλωτίνου.
Θά πρέπει νά σημειωθεῖ, σέ ἄμεση συνάρτηση μέ τά μόλις προηγουμένως λεχθέντα, ὅτι μέ τήν διαπίστωση πού κάνει ὁ Γρηγόριος περί τῆς φύσεως τῆς κακίας, ὅτι «ἔξω ἄρα τοῦ Θεοῦ ἡ κακία, ἧς ἡ φύσις οὐκ ἐν τῷ αὐτήν εἶναι, ἀλλὰ ἐν τῷ ἀγαθὸν μὴ εἶναι καταλαμβάνεται»84, δέν ἀπορρίπτει τήν ἐκδηλωθεῖσα μέ τήν παράβαση τοῦ πρώτου ἀνθρώπου πραγματικότητα τοῦ κακοῦ ἀλλά τήν θεώρηση τοῦ κακοῦ ὡς αὐθύπαρκτου καί αὐθυπόστατου ὄντος, ἀφοῦ τό κακό ἀντίκειται, ὡς ἀπουσία καί στέρηση τοῦ ἀγαθοῦ, στήν «αὐτοαγαθότητα» πού εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός, ὁ συνιστῶν τό ὄντως ὄν85. Ἡ κατανόηση, ἐξ ἄλλου, τῆς φύσεως τοῦ κακοῦ ὡς συνιστάμενης ἐξ ἀντιθέτων στοιχείων86 ἀναδεικνύει τήν ἀντίληψη ὅτι τυγχάνει παντελῶς ἀδύνατον νά θεωρεῖται ὡς αἰτία τῆς γενέσεως τοῦ κακοῦ ἡ ἐκ φύσεως ὑπάρχουσα «ἁπλῆ» καί «μονοειδὴς» Τριαδική θεότητα87.
Πέραν τοῦ ἐννοιολογικοῦ προσδιορισμοῦ τοῦ κακοῦ προχωρεῖ ὁ Γρηγόριος σέ θεολογική θεώρηση τῆς σχέσεως τοῦ κακοῦ μέ τήν φύση τοῦ ἀνθρώπου πού προέκυψε ἀπό τήν παρακοή ἐκ μέρους του τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ. Τονίζεται, λοιπόν, ὅτι ἡ κακία πού κατέστη ἐπακόλουθο τῆς παραβάσεως τοῦ πρώτου ἀνθρώπου καί εἰσῆλθε στήν ἤδη ὑπάρχουσα φύση τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ἐπιγενέστερη αὐτῆς88, χωρίς νά συνιστᾶ ἀσφαλῶς φυσικό της ἰδίωμα89, ἀναμείχθηκε μέ αὐτήν κατά τρόπον ὥστε, διά τῆς οἰκειοποιήσεώς της ἀπό τήν «κατ' εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ» πλασθεῖσα ἀνθρώπινη φύση90 καί ἐκπεσοῦσα διά τῆς παρακοῆς ἀπό τήν ἀρχαία μακαριότητά της, νά συμπαρασύρει αὐτήν στήν διολίσθηση πρός τήν ἁμαρτία καί τήν ἀθλιότητα, πού ἀπορρέει ἀπό τό σύμφυτο μέ αὐτήν ἰδίωμα τῆς «κατωφέρειας»91. Μέ τόν ἐπιτελούμενο ἀπό τόν Γρηγόριο ἐννοιολογικό προσδιορισμό τῆς φύσεως τοῦ κακοῦ ἤ τῆς κακίας ὄχι ὡς ἑνός αὐθύπαρκτου ὄντος, ἤ ὡς μιᾶς αὐθυπόστατης ὑπάρξεως92, ἀλλά ὡς πραγματικότητας, ἡ ὁποία ἀφ’ ἑνός μέν προσδιορίζεται κατ’ ἀντιπαράθεσιν πρός τό ἀγαθό καί τήν ἀρετή, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὑφίσταται κατά τήν ἀπουσία αὐτῶν93, ὑποδεικνύεται μέ ἐναργῆ τρόπο ἡ ὑπάρχουσα ἔκδηλη διαφορά καί ἐκ διαμέτρου ἀντίθεση αὐτῶν. αὐτό συνίσταται κατά τόν ἱερό πατέρα στήν ἀδυναμία συνυπάρξεως τῶν δύο αὐτῶν καταστάσεων94, πράγμα τό ὁποῖο παρατηρεῖται ἐνδεικτικῶς στήν περίπτωση ἐκείνη, κατά τήν ὁποία, ὅταν στρέφεται ὁ ἄνθρωπος πρός τό ἀγαθό καί πρός τόν ὑπάρχοντα ὡς ὄντως ἀγαθόν καί πηγή τῆς ἀγαθότητας Τριαδικό Θεό, παύει νά ὑφίσταται ἤ νά ἐκδηλώνεται τό κακό95.
Ἐπιπροσθέτως αὐτῶν πού ἔχουν σημειωθεῖ γιά τήν ἐκ μέρους τοῦ Γρηγορίου θεώρηση τῆς φύσεως τοῦ κακοῦ, τό ὁποῖο εἰσῆλθε μετά τήν παράβαση τῶν προπατόρων στήν φύση καί στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων ὡς στέρηση καί ἀπουσία τοῦ ἀγαθοῦ, θά πρέπει νά τονισθεῖ ὅτι ὁ προσδιορισμός ἀπό τόν Γρηγόριο τοῦ κακοῦ ὡς μή ὑπάρχοντος ὀντολογικῶς, ἀπό τήν καταδυνάστευση καί τίς συνέπειες τοῦ ὁποίου μπορεῖ βεβαίως ὁ ἄνθρωπος νά ἀπαλλαγεῖ μέ τήν ἀποστροφή του πρός αὐτό καί μέ τήν ἀλλοτρίωσή του ἀπό αὐτό96, ἐνισχύεται ἐπιπλέον μέ τήν διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ πατρός περί τῆς «μεταχωρήσεως» τοῦ κακοῦ πρός τήν κατάσταση τῆς ἀνυπαρξίας μέ τήν ὁλοσχερῆ ἐξάλειψη αὐτοῦ διά τῆς προόδου στό ἀγαθό97, κατά τήν ὁποία θά πραγματοποιηθεῖ ἐπίσης ἡ κατάργηση τῆς ἰσχύος καί τῆς κυριαρχίας τοῦ θανάτου98.
Γίνεται, λοιπόν, σαφές ἀπό τήν ὅλη θεώρηση πού ἔχει κάνει ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης περί τοῦ κακοῦ, τό ὁποῖο κατανοεῖται ἀπό αὐτόν ὡς ὀδυνηρή συνέπεια τῆς παραβάσεως τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, ὅτι τό κακό δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὅτι ἔχει προαιώνιο χαρακτήρα καί ὅτι μπορεῖ νά ἐκταθεῖ αἰωνίως, ἐφόσον οὔτε νοεῖται ὡς προϋπάρχουσα τῆς κτιστῆς φύσεως κατάσταση99, ἤ ὡς δημιουργηθέν μέ τήν κτίση, οὔτε πάλι λογίζεται ὅτι θά ὑφίσταται «εἰς ἀεὶ», ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε αἰωνίως100 καί θά ἐπανέλθει φυσικά σέ ὀντολογική ἀνυπαρξία101 καί θά ἀφανισθεῖ διά τῆς ὑπερισχύσεως τοῦ ἀγαθοῦ καί δι' ὅλων «τῶν πρὸς τὴν ἀγαθὴν ἡμῖν συντελούντων ζωὴν», τά ὁποῖα ἔχουν δοθεῖ ἀπό τόν Θεό, τόν ἀιδίως ὑπάρχοντα ὡς αὐτοαγαθότητα καί πηγή τῆς ἀγαθότητας καί «γινόμενον τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσιν»102.










1 Βλ. Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.1, 385,17-18 (=PG 45, 545Β): «ἐν ᾗ ἄν ἡμέρᾳ τῶν ἀπηγορευμένων ἅψωνται, ἀνυπερθέτως συναφθήσεται τῇ βρώσει ὁ θάνατος». Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 160,27-28 (=PG 44, 1165Β). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 46,3-4 (=PG 44, 1161D). Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 254,4-6 (=PG 46, 661C). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 81C. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 150,24-26 (=PG 44, 581Α). Πρβλ. καί Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 227,17-20 (=PG 46, 604C). Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 52,6-8 (=PG 46, 521Α). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 6, P.Alexander, GNO, τ.5, 386,9 (=PG 44, 708C).
2 Βλ. Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 280,6-13 (=PG 46, 605C). Ὅπ.π., 285,21-23 (=PG 46, 609D).
3 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 48,21-24 (=PG 45, 52C). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 351,2-6 (=PG 44, 1021D). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 6, P.Alexander, GNO, τ.5, 378,20-379,1 (=PG 44, 701Β). Πρβλ. καί Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 52,13-16 (=PG 46,521B). Βλ., ἐπίσης, Ἀ θ α- ν α σ ί ο υ, Κατὰ Ἀρειανῶν, Λόγος 1, Μ. Tetz, Athanasius Werke, τ.1,Ι, 161,9-14 (=PG 26,117C). Μ α ξ ί μ ο υ Ὁ μ ο λ ο γ η τ ο ῦ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, PG 91, 1156C-1157A.
4 Βλ. Κ. Ε. Π α π α π έ τ ρ ο υ, «Προπατορικόν ἁμάρτημα», ΘΗΕ 10(1967), 637. Βλ. καί N. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τ.3, 208. Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Ἱστορία Δογμάτων, τ.2, 457.
5 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 88,5-8 (=PG 44, 509Β). Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 111,5-9 (=PG 44, 400B).
6 Βλ. Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.1, 385,19-21 (=PG 45, 545Β). Πρβλ. Ἀ θ α ν α σ ί ο υ, Περὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, Λόγος 3, Ch.Kannengiesser, SC, τ.199, 274,46 (=PG 25, 101D), ὅπου σημειώνεται, ἐκτός τοῦ σωματικοῦ θανάτου, τό «ἐν τῇ τοῦ θανάτου φθορᾷ διαμένειν».
7 Βλ. Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 236,24-28 (=PG 46, 673Β). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 9, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 262,6-10 (=PG 44, 953Β). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.1, 21-23 (=PG 45, 545Β). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 213,8-12 (=PG 45, 797C). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 30,20-23 (=PG 45, 33D). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 178,20-21 (=PG 44, 1189C). Πρβλ. καί Πρὸς τοὺς βραδύνοντας εἰς τὸ Βάπτισμα, PG 46, 417D-420Α. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 20Β.
8 Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.1, 385,19-386,3 (=PG 45, 545ΒC). Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 292,2-6 (=PG 46, 616BC). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 213,24-29 (=PG 45, 800A). Βλ., ἐπίσης, Π. Ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 527. Πρέπει, παρά ταῦτα, νά ἐπισημανθεῖ ἡ διαπίστωση καί ἡ ἑρμηνευτική ἐκδοχή πού δίδεται ἀπό τόν Ν. Βαφείδη ὡς πρός τόν ἀκολουθήσαντα τήν παρακοή θάνατο, κατά τήν ὁποία ὁ θάνατος πρέπει νά θεωρηθεῖ ὡς ἀφορῶν ἀποκλειστικῶς στόν «αἰώνιον, πνευματικόν θάνατον τῆς ἀθανάτου ψυχῆς», ἐφόσον μετά τήν παρακοή δέν ἀκολούθησε ἀμέσως ὁ κατά τά προαναγγελθέντα σωματικός θάνατος (Ν. Β α φ ε ί δ ο υ, «Σῶμα ἤ ψυχή», Γρηγόριος Παλαμᾶς 38[1955], 372. 374). Περί τοῦ θανάτου, ἀντιθέτως, θεωρουμένου κατά τριμερῆ τρόπο, ὡς πρός τό πνεῦμα δηλαδή, τήν ψυχή καί τό σῶμα, βλ. Ν. Μ η τ σ ο π ο ύ λ ο υ, Θέματα Δογματικῆς, 200-202. Δεδομένης, ὅμως, τῆς ἀπορρίψεως ἀπό τήν πατερική παράδοση τῆς πλατωνίζουσας ἀπόψεως γιά τήν τριχοτόμηση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως (Βλ., ἐνδεικτικῶς, Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Ν ύ σ σ η ς, Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 1, P.Alexander, GNO, τ.5, 284,1-2 [=PG 44, 621D]. Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 78,71-77 [=PG 94, 920Β]. Ἰ ω ά ν ν ο υ Χ ρ υ σ ο σ τ ό- μ ο υ, Εἰς τὴν ἀσάφειαν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, PG 56, 182. Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Θ ε ο λ ό γ ο υ, Εἰς Καισάριον ἐπιτάφιος, Λόγος 7, M.-Α.Calvet-Sebasti, SC, τ.405, 240,9-10 (=PG 35, 785Β) καί ἐπί τῇ βάσει τοῦ ἐνδεικτικῶς ληφθέντος ἁγιογραφικοῦ χωρίου Ματθ. 10,28, ἡ ἐν λόγῳ θέση εἶναι δυνατόν νά θεωρηθεῖ ὡς ὀρθή ὑπό τήν προϋπόθεση τῆς θεωρήσεως τοῦ πνεύματος καί τῆς ψυχῆς ὡς τοῦ ἐκφράζοντος τήν λογική ψυχή νοεροῦ συστατικοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Πρβλ. Ν. Γ. Ξ ε ξ ά κ η, Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 142-143. Π. Ν. Τ ρ ε μ π έ- λ α, Δογματική, τ.1, 473-476.
Περὶ τῆς θεωρήσεως τοῦ θανάτου τῆς ψυχῆς κατά τρόπον διττό ἀπό τόν Πλωτίνο βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες Ι 8,13, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.1, 21-25. Ἐν προκειμένῳ, βεβαίως, πρόκειται ἀφ’ ἑνός μέν περί τοῦ θανάτου, πού ἐπιφέρει κατά τήν φιλοσοφική θεώρηση τοῦ Πλωτίνου στήν ψυχή ἡ ἐπαφή της μέ τό σῶμα, ἀφ’ ἑτέρου δέ περί τῆς καταστάσεως στήν ὁποία κατά τήν ἴδια θεώρηση μεταβαίνει ἡ ψυχή μετά τόν φυσικό θάνατο.
9 Βλ. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 153,4-5 (=PG 45, 1153D). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 49,10-11 (=PG 45, 52D). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 345,11-17 (=PG 44, 1017C). Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 34,14-18 (=PG 46, 504B). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 213,8-12 (=PG 45, 797C). Πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι καί ὁ Πλάτων προσδιορίζει τόν θάνατο ὡς κατάσταση πού ἐπιφέρει «λύσιν καὶ χωρισμὸν ψυχῆς ἀπὸ σώματος» (Φαίδων, I.Burnet, SCBΟ, τ.1, 67d,4-5,9-10. Βλ., ἐπίσης, Γοργίας, I.Burnet, SCBΟ, τ.3, 542b,3-4).
10 Βλ. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 218,25-29. (=PG 45, 1248Β). Ὅπ.π., 178,27-179,7. (=PG 45, 1189CD). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 32,4-7. (=PG 45, 36C).
11 Βλ. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 226,29-31 (=PG 45, 1260Β): «ἀλλ’ ἐπειδὴ τῷ ἑκουσίως ἀποθανόντι συναποθνήσκειν χρὴ θέλοντας, προσήκει τὸν ἐκ προαιρέσεως αὐτοῖς ἐπινοῆσαι θάνατον».
12 Βλ. Εἰς τὸ, ὅταν ὑποταγῇ αὐτῷ τὰ πάντα, J.K.Downing, GNO, τ.3,2, 26,19-21 (=PG 44, 1324D). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 342,15-16. 343,10. 344,2-3. 344,7-11. 345,1-3 (=PG 44, 1016CD. 1017AB). Ἐπιτάφιος εἰς Πλακίλλαν βασίλισσαν, A.Spira, GNO, τ.9, 484,1-2 (=PG 46, 888Α). Ἐπιτάφιος εἰς Μελέτιον ἐπίσκοπον Ἀντιοχείας, A.Spira, GNO, τ.9, 454,13-455,6 (=PG 46, 861ΒC). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 213,12-14 (=PG 45, 797D). Πρβλ. καί Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 9, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 290,6-7 (=PG 44, 976C).
13 Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 96,18-97,5 (=PG 44, 385CD). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 88,3-4 (=PG 44, 509C).
14 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 351,9-10 (=PG 44, 1021D-1024A). Πρβλ. καί Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 60,11-13 (=PG 44, 1177D).
15 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 52,26-53,3 (=PG 46, 521C). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 14, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 405,5-10 (=PG 44, 1068AΒ). Πρβλ. καί Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 308,22-309,19 (=PG 46, 380D-381B).
16 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 6, P.Alexander, GNO, τ.5, 381,1-18 (=PG 44, 704ΒC). Ἐγκώμιον εἰς τὸν ὅσιον πατέρα ἡμῶν Ἐφραίμ(ψευδ.), PG 46, 844Β. Ὅπ.π., PG 46, 836D. Πρβλ. καί Ἐγκώμιον εἰς τὸν μέγαν Βασίλειον, O.Lendle, GNO, τ.10,1, 116,8-10 (=PG 46, 797Α). Ὅπ.π., 126,18-22 (=PG 46, 809Β).
17 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 213,26-29 (=PG 45, 800A): «ὡς γὰρ ἐνταῦθα τῶν τῆς φύσεως ἐνεργημάτων ἡ σβέσις θάνατος κέκληται, οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς νοερᾶς οὐσίας, ἡ πρὸς τὸ ἀγαθὸν ἀκινησία θάνατός ἐστι». Πρβλ. καί Κ. Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, «“Σύμμετρον” καί “Εὔκαιρον”», 92. 93.
18 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 360,5-14 (=PG 44, 1029ΒC).
19 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 361,6-9 (=PG 44, 1029D). Ὅπ.π., 362,6-9 (=PG 44, 1032Β). Βλ., ἐπίσης, G. H o r n, “L’ amour”, RAM 6(1925), 386. H. U. von B a l t h a s a r, Présence et pensée, 91. J. D a n i é l o u, Platonisme, 288.
20 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 362,14-17 (=PG 44, 1032C). Ὅπ.π., 366,7-9 (=PG 44, 1033D). Ὅπ.π., 369,8-13 (=PG 44, 1037Α).
21 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 67,5-12 (=PG 46,536D). Ὅπ.π., 67,19-27 (=PG 46, 537ΑΒ).
22 Βλ. Π λ ά τ ω ν ο ς, Φαῖδρος, I. Burnet, SCBO, τ.1, 284e,3-5. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Φαίδων, I. Burnet, SCBO, τ.1, 81d,9-e,3. Κατά τόν Ἀριστοτέλη, ἐν τούτοις, ἡ ψυχή συνδέεται ἀδιαστάτως πρός τό σῶμα, κατά τρόπον μάλιστα ἀνάλογο μέ τήν συμφυΐα τῆς ὁράσεως μέ τόν ὀφθαλμό (Βλ. Ἀ ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς, Περὶ ψυχῆς, W. D. Ross, SCBO, 412b 11-19. Πρβλ. E. B r é h i e r, Παγκόσμιος ἱστορία τῆς φιλοσοφίας, 172).
23 Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 87,14-17 (=PG 44, 377ΑΒ).
24 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 116Β. Ὅπ.π., PG 46, 113Α.
25 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 84BD. Ὅπ.π., PG 46, 85Β. Ὅπ.π., PG 46, 72ΑC.
26 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 237Β.
27 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 69Β.
28 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 68Β.
29 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 44D-45A. Ὅπ.π., PG 46, 48AC. Ὅπ.π., PG 46, 76D-77A.
30 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 45C.
31 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 87,12-14 (=PG 45, 88Β).
32 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 348,2-6 (=PG 44, 1020C).
33 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 1, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 17,13-15 (=PG 44, 1133Α). Πρβλ. καί Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO τ.3,4, 10,18-19 (=PG 45, 16Α). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 298,19-21 (=PG 46, 369C).
34 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 170,14-17 (=PG 44, 601C). Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 122,6-7 (=PG 44, 409Β). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 213,14-17 (=PG 45, 797D). Πρβλ. καί Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Ἱστορία Δογμάτων, τ.2, 458.
35 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO τ.3,4, 24,21-25,6 καί 18-19 (=PG 45, 29ΑΒ).
36 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 349,20-350,4 (=PG 44, 1021Β). Εἰς τὸ, ὅταν ὑποταγῇ αὐτῷ τὰ πάντα, J.K.Downing, GNO, τ.3,2, 16,6-8 (=PG 44, 1316A). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 213,23-25 (=PG 45, 800A). Ἡ ἀλλοτρίωση αὐτή καί ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν δημιουργό του ἐμφαίνεται ἀπό τήν ἔξωση τοῦ ζεύγους τῶν προπατόρων ἀπό τήν πατρώα ἑστία τοῦ παραδείσου. Βλ., σχετικῶς περί τῆς ἀπόψεως αὐτῆς, Ν. Γ. Ξ ε ξ ά κ η, Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 220.
37 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 60,11-13 (=PG 44, 1177D). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 351,10-13. 351,16-352,1 (=PG 44, 1024Α). Βλ. καί N. A. N i s s i o t i s, «L’ homme image de Dieu», ΕΕΘΣΠΑ 25(1981), 344.
38 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 350,20-351,6 (=PG 44, 1021CD). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 58,6-8 (=PG 44, 473A). Εἰς τὸ, ὅταν ὑποταγῇ αὐτῷ τά πάντα, J.K.Downing, GNO, τ.3,2, 26,19-21 (=PG 44, 1324D). Πρβλ. Ὅπ.π., 27,8-12 (=PG 44, 1325Α).
39 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO τ.3,4, 30,16-20 (=PG 45, 33CD). Ὅπ.π., 88,13-14 (=PG 45, 88D).
40 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 52,17-24 (=PG 46,521Β). Ὅπ.π., 60,21-61,1 (=PG 46, 529C).
41 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 156Α-157A. Εἰς Πουλχερίαν παραμυθητικὸς λόγος, A.Spira, GNO, τ.9, 472,6-10 (=PG 46, 877Α). .Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 39,17-22 (=PG 46, 508C). Βλ., ὡσαύτως, Ν. Ἰ. Ν ι κ ο λ α ΐ δ η, Θέματα Πατερικῆς Θεολογίας, 252-253.
42 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 42,16-21. (=PG 46, 512Α). Ὅπ.π., 61,2-4. (=PG 46, 529C). Ὅπ.π., 59,23-60,2. (=PG 46, 529Α). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 29,16-19. (=PG 45, 33Β).
43 Βλ. Εἰς τὴν ἡμέραν τῶν Φώτων, E. Gebhardt, GNO, τ.9, 228,17-19 (=PG 46, 585Β): «αὕτη(=ἡ γῆ) γὰρ τοῦ νεκρωθέντος παντελῶς σώματος γίνεται σκέπη, τὴν ἀσθένειαν καὶ φθορὰν τῆς φύσεως ἡμῶν περιστέλλουσα». Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 138,11-13 (=PG 44, 424D).
44 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 30,12-13 (=PG 45, 33C). Ὅπ.π., 48,21-24 (=PG 45, 52C).
45 Βλ. Εἰς Πουλχερίαν παραμυθητικὸς λόγος, A.Spira, GNO, τ.9, 472,14-15 (=PG 46, 877Α): «ἀγαθὸν ἄν εἴη ὁ θάνατος, ἀρχὴ καὶ ὁδὸς τῆς πρὸς τὸ κρεῖττον μεταβολῆς ἡμῖν γενόμενος». Ὅπ.π., 472,1-2 (=PG 46, 876D). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 88,12-18 (=PG 45, 88D-89A). Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 61,13-18 (=PG 46, 529D-532Α). Ὅπ.π., 47,1-5 (=PG 45, 516C). Πρβλ. Ἰ ω ά ν ν ο υ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ, Λόγος παραινετικὸς 1 πρὸς Σταγείριον, PG 47, 429. Ὁ ἱερός πατήρ στό χωρίο αὐτό ἐπισημαίνει ἐκτός τῶν ἄλλων καί τόν εὐεργετικό χαρακτήρα τοῦ θανάτου γιά τό ἀνθρώπινο γένος, ἐφόσον, τοῦ θανάτου μή ἐπιβληθέντος, «ἀθάνατα ἄν διετέλεσεν ἁμαρτάνων τοῦ λοιποῦ». Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Ὁμιλίαι εἰς τὴν Γένεσιν, Λόγος 18, PG 53, 151. Ἀ- θ α ν α σ ί ο υ, Περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, Ch.Kannengiesser, SC, τ.199, 270,24-272,28. 284,17-31 (=PG 25, 101Β.108AC). Β α σ ι λ ε ί ο υ, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, PG 31, 315Α, ὅπου ἀφ’ ἑνός μέν ἀναγνωρίζεται ὡς ρίζα τοῦ θανάτου ἡ ἐκ τοῦ ἀνθρώπου προερχόμενη «πονηρά γνώμη», ἀφ’ ἑτέρου δέ ὑποδεικνύεται ὡς θετικό στοιχεῖο αὐτοῦ τό νά μήν παραμένει «ἀθάνατος ἡμῖν ἡ ἀρρωστία». Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Θ ε ο- λ ό γ ο υ, Εἰς τά Θεοφάνεια, Λόγος 38, P.Gallay-C.Moreschini, SC, τ.358, 130,27-26 (=PG 36, 324D), ὅπου ἡ κατάσταση τοῦ θανάτου χαρακτηρίζεται ὡς κέρδος, ἐφόσον ἐπέφερε τό «διακοπῆναι τὴν ἁμαρτίαν». Περί τῆς ἑρμηνευτικῆς αὐτῆς ἀπόψεως βλ. Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ- κ α, Κόσμος, 80. Μ. Κ ω ν σ τ α ν τ ί ν ο υ, «Ἡ πτώση», Γρηγόριος Παλαμᾶς 72(1989), 556. Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Ἡ Σάρκωσις, 91. Ε. Κ. Π ρ ι γ κ ι π ά κ η, Ἡ Θεοτόκος (Διδακτορική Διατριβή), 169-170.
46 Βλ. Εἰς τὸν βίον καί τὰ θαύματα τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ θαυματουργοῦ, G.Heil, GNO, τ.10,1, 53,18-19 (=PG 46, 953D). Εἰς τὸν βίον τῆς ὁσίας Μακρίνης, V.W.Callahan, GNO, τ.8,1, 395,21-23 (=PG 46, 981D). Εἰς τὸν ὅσιον πατέρα ἡμῶν Ἐφραίμ, PG 46, 848D. Ἀξιοσημείωτος θεωρεῖται, σύν τοῖς ἄλλοις, ὁ χαρακτηρισμός ἀπό τόν Γρηγόριο τοῦ φυσικοῦ θανάτου ὡς μετοικήσεως (Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 1, P.Alexander, GNO, τ.5, 291,5-6 [=PG 44, 629A]), ὡς «τόκου» (Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 47,23-24 [=PG 46, 516D]) καί ὡς «γλυκέος καί μακαρίου ὕπνου» (Ἐγκώμιον εἰς τὸν ἅγιον πρωτομάρτυρα Στέφανον, O.Lendle, GNO, τ. 10,1, 84,20 [=PG 46, 712Α]).
47 Βλ. Εἰς Πουλχερίαν παραμυθητικὸς λόγος, A.Spira, GNO, τ.9, 469,13-16 (=PG 46, 873Β). Ὅπ.π., 467,10-12 (=PG 46, 872Α). Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 62,6-13 (=PG 46, 532Β). Ὅπ.π., 47, 10-14 (=PG 46, 516C). Πρβλ. καί Ἐπιτάφιος εἰς Πλακίλλαν βασίλισσαν, A.Spira, GNO, τ.9, 485,12-485,13 (=PG 46, 888BD). Εἰς τὸν ὅσιον πατέρα ἡμῶν Ἐφραίμ, PG 46, 848Β.
48 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 45,3-5 καί18-20 (=PG 46, 513CD).
49 Βλ. Ἐγκώμιον εἰς τὸν μέγαν Βασίλειον, O.Lendle, GNO, τ. 10,1, 119,10-15 (=PG 46, 801Α).
50 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 7, W. Jaeger, GNO, τ.2, 231,27-232,28 (=PG 45, 820ΑC): «...τὸ γὰρ μὴ εἶναι τοῦ τε μὴ γεννηθέντος καὶ τοῦ τεθνηκότος πλὴν τῆς διαφορᾶς τῶν ὀνομάτων ἴσον ἐστὶν ὑπεξῃρημένου τοῦ κατὰ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως λόγου». Βλ., ἐπίσης, Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 295,9-11 (=PG 45, 1104D).
51 Βλ., σχετικῶς, Κ. Β α τ σ ι κ ο ύ ρ α, Ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου, 46. J. D a n i é l o u, «Akolouthia», RevSR 27(1953), 220-240.
52 Βλ., ἐνδεικτικῶς, Κ. Β α τ σ ι κ ο ύ ρ α, Ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου, 48: «Ὁ θάνατος προϋπάρχει τοῦ ὑπάρχειν τῆς δημιουργίας καί ἀποτελεῖ τή δυνατότητα ἐπιστροφῆς τοῦ ὑπάρχειν τῆς δημιουργίας στό μή ὑπάρχειν». Ὅπ.π., 62: «Αὐτή ἡ ἀφετηριακή μετάβαση, πού γνωρίζουμε ὡς γέννηση, μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ καθ’ ἑαυτήν καί ὡς θάνατος. Ἡ πράξη δηλαδή τῆς δημιουργίας περιορίζεται στίς δύο πλευρές της ἀπό τήν πράξη τοῦ θανάτου ἐξ αἰτίας τοῦ τρόπου τοῦ γίγνεσθαί της, πού τῆς προσδίδει ὄχι μόνο ἀρχή καί τέλος, ἀλλά καί περιορισμό ἀπό τήν ἀνυπαρξία». Πρβλ. Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Τό πρόβλημα τοῦ κακοῦ, 27, ὅπου ἡ ὡς ἄνω ἐκτεθεῖσα ἄποψη θεωρεῖται ὑπό τό πρίσμα τοῦ μονισμοῦ, τοῦ ἐκφράζοντος τήν πραγματικότητα ὡς ἀέναη κυκλική ἐπανάληψη τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου.
53 Βλ., παρεμφερῶς πρός τό σημεῖο αὐτό, G. S k a l t s a s, L’ Acte créateur de Dieu, 4. H. U. von B a l t h a s a r, Présence et pensée, 52. V. R a d u c a, ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΙΣ, 26.
54 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 7, P.Alexander, GNO, τ.5, 406,16-17 (=PG 44, 725A). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 155,5-8 (=PG 44, 585Β). Βλ., ἐπίσης, ἐνδεικτικῶς, Μ α ξ ί μ ο υ Ὁ μ ο λ ο γ η τ ο ῦ, Μυσταγωγία, Χ. Γ. Σωτηροπούλου, Ἡ Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, 244, 50-245,54 (=PG 91, 704D). Ἰ ω ά ν- ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Κατὰ Μανιχαίων, B. Kotter, SJD, τ.4, 383,1-10 (=PG 94, 1560Α). Βλ., ὡσαύτως, σχετικῶς μέ τήν ἄποψη αὐτή, Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Κόσμος, 106. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τ.3, 216-217. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Τό πρόβλημα τοῦ κακοῦ, 26. Π. Ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 332-333. G. F l o r o v s k y, Concept of Creation, 49.
55 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 52,7-13 (=PG 46, 521ΑΒ): «συμπέφυκε διὰ τοῦ χρόνου προϊούσῃ τῇ ζωῇ πάντως ὁ θάνατος. Πρὸς γὰρ τὸ μέλλον ἐκ τοῦ παρῳχηκότος τῆς ζωῆς πάντοτε κινουμένης καὶ οὐδέποτε πρὸς τὸ κατόπιν ἀναλυούσης θάνατός ἐστι τὸ πάντοτε τῇ ζωτικῇ ἐνεργείᾳ συνημμένως ἑπόμενον. ἐν γὰρ τῷ παρῳχηκότι τοῦ χρόνου παύεται πάντως πᾶσα κίνησις ζωτικὴ καὶ ἐνέργεια».
56 Βλ. Εἰς Πουλχερίαν παραμυθητικὸς λόγος, A. Spira, GNO, τ.9, 472, 6-10 (=PG 46, 877Α). Πρβλ. Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Συνέπειαι τῆς πτώσεως, 82. Δ. Γ. Τ σ ά μ η, «Ἡ διαλεκτική φύσις», ΑΒ 1(1969), 134, ὅπου πραγματοποιεῖται μία συγκριτική ἀναφορά στήν περί ἁμαρτίας διδασκαλία τοῦ Ὠριγένους καί τῶν Καππαδοκῶν πατέρων, κατά τήν ὁποία ἡ ἁμαρτία, ἐνῶ κατά τόν Ἀλεξανδρινό θεολόγο ἀποτελεῖ «αἰώνιον δυνατότητα διὰ τὸν ἄνθρωπον», κατά τοὺς Καππαδόκες πατέρες περιορίζεται «ἐντός τῶν ὁρίων τῆς σωματικῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου».
57 Βλ. Εἰς Πουλχερίαν παραμυθητικὸς λόγος, A. Spira, GNO, τ.9, 472, 1-2 (=PG 46, 876D), ὅπου ὁ θάνατος χαρακτηρίζεται ὡς «κακίας καθάρσιον». Βλ., ἐπίσης, Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 61,11-18 (=PG 46, 529D-532A).
58 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 170,17-19 (=PG 44, 601C): «ἐβασίλευσε δὲ ὁ θάνατος ἀπὸ Ἀδάμ καὶ ἕως τοῦ νόμου, ὅν βούλεται μηκέτι βασιλεύειν ἐν ἡμῖν ὁ ἀπόστολος ἐν τῷ θνητῷ ἡμῶν σώματι».
59 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 78,3-17 (=PG 45, 80ΒC). Περί τῆς θεωρήσεως ἀπό τόν Γρηγόριο τοῦ γεγονότος τῆς ζωηφόρου ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς προϋποθέσεως προσεγγίσεως καί κατανοήσεως τῆς καταστάσεως τοῦ θανάτου, βλ. J. D a n i é l o u, L’ être et le temps, 174. E. J ü n g e l, Tod, 51-53. Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ- ρ η, Συνέπειαι τῆς πτώσεως, 83. Ἀ. Γ. Μ α ρ ᾶ, Ἡ ἐσχατολογία, 277-278.
60 Βλ. Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 285,7-16 (=PG 46, 609C). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 20,24-25 (=PG 45, 25Α). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 2, P.Alexander, GNO, τ.5, 302,5-8 (=PG 44, 640Α).
61 Βλ. Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 299,16-23 (=PG 46, 372ΑΒ). Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 253D. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 174,2-5 (=PG 44, 605Β).
62 Βλ. Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 299,12-16 (=PG 46, 372Α). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 7, P.Alexander, GNO, τ.5, 407,8-9 (=PG 44, 725Β). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 56,6-8 (=PG 44, 797Α). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 93Β. Ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ Γρηγορίου ἔρχεται, βεβαίως, σέ ἀντίθεση πρός τήν περί μή ὄντος ἀντίληψη τοῦ Πλάτωνος, κατά τήν ὁποία τό μή ὄν θεωρεῖται ὄχι ἀπολύτως ἀλλά ὡς ἱστάμενο παραπλεύρως τοῦ ὄντος καί ἑρμηνευόμενο διά τῆς ἀρχῆς τῆς διαφορᾶς καί ἑτερότητας (Βλ., σχετικῶς, Π λ ά τ ω ν ο ς, Σοφιστής, I. Burnet, SCBO, τ.1, 257b,3-4). Βλ., ἐπίσης, Κ. Δ. Γ ε ω ρ γ ο ύ λ η, Ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας, 191. Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Κόσμος, 51-52. Δ. B. M π α λ τ ᾶ, «Λογική καί ὀντολογία», Ἑῷα καὶ Ἑσπέρια 6(2004-2006), 206.
63 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 93Β. Πρβλ. καί Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 323,9-15 (=PG 45, 477CD). Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, H.Hörner, GNO, τ.3,2, 80,21-24. 81,17-22 (=PG 46,176Β.177Α).
64 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 20,10-12 (=PG 45, 24D). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 299,6-12 (=PG 46, 372Α).
65 Βλ. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 198,4-5 (=PG 45, 1217C). Ὅπ.π., 213,1 (=PG 45, 1240Β).
66 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες ΙΙ 4,16, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.1, 21-27. Ὅπ.π., 5,4, 3-18.
67 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες Ι 8,11, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.1, 1-4.
68 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες Ι 8,14, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.1, 49-53. Βλ., ὡσαύτως, Κ. Γ. Ν ι ά ρ χ ο υ, Εἰσαγωγικά μαθήματα στή Φιλοσοφία, 210. E. B r é h i e r, Παγκόσμιος Ἱστορία τῆς Φιλοσοφίας, 337-338. Ἀ. Θ ε ο δ ώ ρ ο υ, «Ὄψεις τινές περί κακοῦ», Θεολογία 43(1972), 60-66.
69 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες Ι 8,3, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.1, 3-12,35-40, 5,5-9 8,11-13 καί 15,3-6.
70 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες Ι 8,3, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.1, 22-24, 31-34 καί 8,37-34. Περί τῆς διδασκαλίας τοῦ Πλωτίνου, τῆς σχετικῆς μέ τήν θεώρηση τῆς ὕλης ὡς φορέα τοῦ κακοῦ, βλ. Θ. Ἀ. Ἀ λ ε ξ ο π ο ύ λ ο υ, «Τό εἶναι», 57-66.
71 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 10,14-15 (=PG 45,16Α): «ἀλλοτρία γὰρ τῆς θείας φύσεως ἡ πρὸς κακίαν ὁρμὴ». Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 120C. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 7, P.Alexander, GNO, τ.5, 407,9-11 (=PG 44, 725Β). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 56,8-10 (=PG 44, 797Α). Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 161D. 164Α.
72 Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 28,7-9 (=PG 45, 32C): «κακὸν γὰρ οὐδὲν ἔξω προαιρέσεως ἐφ’ ἑαυτοῦ κεῖται, ἀλλὰ τῷ μὴ εἶναι τὸ ἀγαθὸν οὕτω κατονομάζεται». Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 50,6-9 (=PG 44, 792D). Ὅπ.π., 56,5-6 (=PG 44, 797Α). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 2, P.Alexander, GNO, τ.5, 301,20-22 (=PG 44, 637D-640A). Ὅπ.π., 407,14-15 (=PG 44, 725Β). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 5, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 129,21-24 (=PG 44, 1256Β). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 164,27-28 (=PG 44, 1172Α). Πρβλ. καί Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 298,14-19 (=PG 46, 369C). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 120D-121A.
73 Βλ. Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς Ἑξαημέρου, PG 44, 69A. Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 331,11-20 (=PG 45, 488ΑΒ). Ὅπ.π., 341,3-6 (=PG 45, 497Β). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 121Β.
74 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO τ.3,4, 28,10-15 (=PG 45, 32CD). Ὅπ.π., 20,8-10 (=PG 45, 24D). Ὅπ.π., 24,17-21 (=PG 45, 29Α). Ὅπ.π., 71,3-5 (=PG 45, 73Α). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 2, P.Alexander, GNO, τ.5, 303,7-8 (=PG 44, 640C). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 298,21-299,6 (=PG 46, 369D-372Α). Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 55,20-23 (=PG 44, 348C). Βλ., ἐπίσης, Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 134,9-28 (=PG 44, 561D-564A).
75 Βλ. Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 299,14-16 (=PG 46, 372Α). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 8, P.Alexander, GNO, τ.5, 439,19-440,9 (=PG 44, 752D). Ὅπ.π., Λόγος 2, 301,11-20 (=PG 44, 637D). Ὅπ.π., Λόγος 6, 382,5-6 (=PG 44, 704D).
76 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 56,1-2 (=PG 45, 60Α). Ὅπ.π., 28,9-10 (=PG 45, 32C). Ὅπ.π., 71,5-9 (=PG 45, 73Α). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 2, P.Alexander, GNO, τ.5, 300,20-301,2 (=PG 44, 637C). Πρβλ. καί Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 40,13-17 (=PG 44, 333Β). Γιά τό θέμα τῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου περί τοῦ ἀνυπόστατου χαρακτήρα τοῦ κακοῦ, βλ., ἐνδεικτικῶς, J. D a n i é l o u, L’être, 156. 157. M. L o t–B o r o d i n e, «La doctrine», RHR 53 (1932), 536, ὑποσ. 2. Χ. Γ. Σ ω τ η ρ ο- π ο ύ λ ο υ, Θέματα ἀσκητικῆς ζωῆς, 100. Ἰ. Κ α π ε ν έ κ α, «Εἰσήγησις», Νέα Σιών 50 (1955), 187. 396-397. Μ. C a n é v e t, “Nature du mal”, RSR 56 (1968), 89-93. Σ. Π α π α- δ ο π ο ύ λ ο υ, Πατρολογία Β΄, 606-607. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ «Γρηγόριος Νύσσης», ΕΕΘΣΠΑ 26 (1984) 209. Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Γρηγόριος Νύσσης, 392. Π α γ κ ρ. Μ π ρ ο ύ- σ α λ η, Εἰς τὸν βίον τοῦ Μωϋσέως, 349, ὐποσ. 76. Ἰ. Ἀ. Δ η μ η τ ρ α κ ο π ο ύ λ ο υ, «Ἡ κατηγορία τῆς σχέσεως», Παρνασσός43(2001), 212-213. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, «Ἡ γραμματική καί λογική κατηγορία», Βυζαντιακά 21(2001), 48-49. Δ. B. M π α λ τ ᾶ, «Λογική καί ὀντολογία», Ἑῷα καὶ Ἑσπέρια 6(2004-2006), 207. Ἀ. Γ. Μ α ρ ᾶ, Ἡ ἐσχατολογία, 237-238.
77 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 7, P.Alexander, GNO, τ.5, 406,16-407,3 καί 407,9-11 (=PG 44, 725ΑΒ). Ὅπ.π., Λόγος 8, 440,9-19 (=PG 44, 752D-753Α). Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 164Α. Ἐπιστολὴ 3, G.Pasquali, GNO τ.8,2, 24,21-24 (=PG 46, 1021Α). Πρβλ., ὡσαύτως, Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 38,23-39,2 (=PG 44, 1157Α).
78 Βλ., ἐνδεικτικῶς, Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες Ι 8,3, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.1, 1-3: «εἰ δὴ ταῦτά ἐστι τὰ ὄντα καὶ τὸ ἐπέκεινα τῶν ὄντων, οὐκ ἄν ἐν τοῖς οὖσι τὸ κακὸν ἐνείη, οὐδὲ ἐν τῷ ἐπέκεινα τῶν ὄντων». Ὅπ.π., 3,2-6.
79 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες Ι 8,6, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.1, 2-8 καί 5,10-13.
80 Σχετικῶς μέ τίς θέσεις τῶν ἐρευνητῶν περί τῆς ἐνδεχόμενης ἐπιδράσεως τοῦ Πλωτίνου ἐπί τοῦ Γρηγορίου Νύσσης βλ., ἐνδεικτικῶς, H. F. C h e r n i s s, «The platonism of Gregory of Nyssa», UCPCP 11(1930), 49-54. J. D a n i é l o u, L’ être, 133. 139. 153. W. V ö l- k e r, Gregor von Nyssa als Mystiker, 90. Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Συνέπειαι τῆς πτώσεως, 49-51.
81 Βλ. Ἀ. Θ ε ο δ ώ ρ ο υ, «Ὄψεις τινές περί κακοῦ», Θεολογία 43(1972), 84-85, ὅπου ὑπογραμμίζεται ὅτι ἡ ἀποδοχή τῆς ἀντιλήψεως περί ταυτίσεως τοῦ κακοῦ μέ τήν ὕλη ὁδηγεῖ κατ' ἀναπόφευκτον τρόπο στόν δυισμό, ἐφόσον ἔτσι ἡ ὕλη ἐκλαμβάνεται ὡς ἄλλη ἀρχή ἀντιτιθέμενη στό ἀγαθό. Περί τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων γιά τόν ἐννοιολογικό προσδιορισμό τῆς φύσεως τοῦ κακοῦ βλ., ἐνδεικτικῶς, Ψ ε υ δ ο-Δ ι ο ν υ σ ί ο υ Ἀ ρ ε ο- π α γ ί τ ο υ, Περὶ θείων ὀνομάτων, B.R.Suchla, Corpus Dionysiacum. I, 163,9-19. (=PG 3, 716ΒC). Β α σ ι λ ε ί ο υ, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, PG 31, 345D. Ἰ ω- ά ν ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Κατὰ Μανιχαίων, B. Kotter, SJD, τ.4, 359,27-38 (=PG 94, 1517C-1520B). Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 49,9-14 καί 103,14-104,16 (=PG 94, 876Α. 973Α-976Α). Περί τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀνδρέου ἐπισκόπου Κρήτης γιά τό κακό, τοῦ ὁποίου «οὐκ ἔστι παραίτιος» ὁ Θεός ἀλλά ἡ «ἀδοξία» τῶν προπατόρων καί ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος «τοῦ γενάρχου οὐ γὰρ ἔφερε τὴν εὐδοξίαν» καί «ἐκεῖθεν δὲ δεύτερον κακίας αἴτιον καὶ αὐτὸς ἐγένετο», βλ. Ε. Κ. Π ρ ι γ κ ι π ά κ η, Ἡ Θεοτόκος (Διδακτορική Διατριβή), 165-166.
82 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες Ι 8,7, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.1, 1-7.
83 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες Ι 8,7, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.1, 16-23.
84 Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 7, P.Alexander, GNO, τ.5, 407,1-3 (=PG 44, 725Α).
85 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 7, P.Alexander, GNO, τ.5, 406,7 (=PG 44, 724D-725Α). Ὅπ.π., Λόγος 5, 356,15 (=PG 44, 681C). Bλ., σχετικῶς, Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Συνέπειαι τῆς πτώσεως, 46. Χ. Μ π ο ύ κ η, Ἡ Γλῶσσα, 49-51. Βλ., ἐπίσης, Β α σ ι λ ε ί ο υ, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, PG 31, 341Β. Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Κατὰ Μανιχαίων, B. Kotter, SJD, τ.4, 378 (=PG 94, 1552C).
86 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 200ΑC. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 6, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 146,14-15 (=PG 44, 1273D). Πρβλ. καί Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 5, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 56,8-10 (=PG 44, 869Α).
87 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 200C. Πρβλ. καί Ἰ. Σ. Ρ ω μ α ν ί δ ο υ, Τό προπατορικόν ἁμάρτημα, 17-19. Βλ., ἐπίσης, Β α σ ι λ ε ί ο υ, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, PG 31, 341C-344A.
88 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 120ΒC: «ἄρα διὰ τούτων σαφῶς ἀποδείκνυται τὸ μὴ πρεσβυτέραν εἶναι τῆς ζωῆς τὴν κακίαν, μήτ’ ἐκεῖθεν τὰς πρώτας ἀρχάς ἐσχηκέναι τὴν φύσιν».
89 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 1, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 15,23-24 (=PG 44, 1132Β). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 33,10-17 (=PG 45, 37Α). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 386,11-14 (=PG 45, 545D).
90 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 33,17-34,2 (=PG 45, 37ΑΒ).
91 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 57,23-58,1 (=PG 44, 472D-473A). Πρβλ. καί Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 5, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 170,19-171,3 (=PG 44, 884CD). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 197,18-19 (=PG 44, 1217B). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 148Α.
92 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 20,18-19 (=PG 45,25Α). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 5, P.Alexander, GNO, τ.5, 356,6-11 (=PG 44, 681Β).
93 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 24,1-3 (=PG 45, 28C). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 56,8-10 (=PG 44, 797Α). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 63,2-6 (=PG 44, 472D-480A). Bλ., ὡσαύτως, Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Κατὰ Μανιχαίων, B. Kotter, SJD, τ.4, 364,12-21 (=PG 94, 1528C). Πρβλ. καί Δ. B. M π α λ τ ᾶ, «Λογική καί ὀντολογία», Ἑῷα καὶ Ἑσπέρια 6(2004-2006), 207.
94 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 7, W. Jaeger, GNO, τ.2, 234,15-23 (=PG 45, 821BC). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 10, W. Jaeger, GNO, τ.2, 210,9-12 (=PG 45, 908BC). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 10, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 297,19-298,5 (=PG 44, 981Β). Πρβλ. Β΄ Κορ.6,14.
95 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 37,23-38,2 (=PG 44, 449A). Ὅπ.π., 113,14-17 καί 114,2-4 (=PG 44, 540CD). Ὅπ.π., 141,18-24 (=PG 44, 569D-572Α). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 5, P.Alexander, GNO, τ.5, 356,10-15 (=PG 44, 681C). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 7, W. Jaeger, GNO, τ.2, 236,10-14 (=PG 45, 824C). Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 309,27-310,9 (=PG 45, 908Β). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO τ.3,4, 20,13-20 (=PG 45, 24D-25A). Ἐπιστολὴ 4, G.Pasquali, GNO τ.8,2, 30,3-7 (=PG 46, 1028C). Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 210,17-211,8 (=PG 46, 284ΑΒ).
96 Βλ. Εἰς τὸ, ὅταν ὑποταγῇ αὐτῷ τά πάντα, J.K.Downing, GNO, τ.3,2, 25,1-2 (=PG 44, 1324Α): «τὸ δὲ ἀκρότατον τῶν ἀγαθῶν πάντων ἡ σωτηρία, ἡ διὰ τῆς τοῦ κακοῦ ἀλλοτριώσεως ἡμῖν γινομένη». Βλ., ἐπίσης, Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 148Β.
97 Βλ. Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1,181,6-8 (=PG 46, 257CD): «καὶ οὕτως ἡ ἀρετή κατὰ τῆς κακίας ἕξει τὰ νικητήρια, ὅταν πᾶν τὸ πολέμιον αὐτῇ διὰ τῆς τῶν λογισμῶν συμμαχίας μεταχωρήσῃ πρὸς τὸ ἀνύπαρκτον». Βλ., ἐπίσης, Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 72Β. Ὅπ.π., PG 46, 104Β. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 7, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 209,6-13 (=PG 44, 912D). Ὅπ.π., Λόγος 14, 421,13-14 (=PG 44, 1081Α). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 67,3-4 (=PG 44, 484C). Πρβλ. ὅπ.π., 113,14-16 (=PG 44, 540C). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 89,5-7 (=PG 45, 89Β).
98 Βλ. Εἰς τὸ, ὅταν ὑποταγῇ αὐτῷ τά πάντα, J.K.Downing, GNO, τ.3,2, 16,6-7 (=PG 44, 1316Α): «ἐξαφανίσαι καθόλου ἐκ τῶν ὄντων τὸν θάνατον». Βλ., ἐπίσης, Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως, E.Gebhardt, GNO τ.9, 227,21-22 (=PG 46, 604C).
99 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 100,25-26 (=PG 44, 525C): «τὸ μὴ ἐξ ἀϊδίου εἶναι τὸ κακὸν δογματίζων».
100 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 101,1-4 (=PG 44, 525C). Πρβλ. J. D a n i é l o u, L’ être, 198.
101 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 57,25-28 (=PG 46, 528Α). Ὅπ.π. 65,24-66,2 (=PG 46, 536Β). Εἰς τὸ ἅγιον καὶ σωτήριον Πάσχα, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 311,13-16 (=PG 46, 684Β). Πρβλ. καί Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 7, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 159,16-21 (=PG 44, 1289Β). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 7, P.Alexander, GNO, τ.5, 407,15-408,2 (=PG 44, 725ΒC).
102 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 104ΑΒ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 201C. Πρβλ. καί Περὶ τοῦ τί τὸ τοῦ Χριστιανοῦ ἐπάγγελμα, W. Jaeger, GNO, τ.8,1, 140,14-19 (=PG 45, 284D).