ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΥ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΑ ΑΥΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

TA XAΡΑΚΤΗΡIZONTA ΤΗΝ ΜΕΤΑΠΤΩΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΟΗΣ ΠΤΩΣΕΩΣ ΤΟΥ

1. Ἡ ἀπώλεια τῆς μακαριότητας καί ἡ ἀμαύρωση τοῦ «κατ' εἰκόνα» καί οἱ ἐπιπτώσεις αὐτῆς.

Ἡ φύση καί ἡ σοβαρότητα τῆς παραβάσεως τῶν προπατόρων διά τῆς παρακοῆς τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ ἐσήμαινε εὐλόγως γιά τόν Γρηγόριο Νύσσης τήν ἐμφάνιση ὀδυνηρῶν συνεπειῶν γιά τήν μετά τήν παράβαση αὐτήν δημιουργηθεῖσα γιά τόν ἄνθρωπο κατάσταση. Ἀναφερόμενος, ἔτσι, ὁ ἱερός πατήρ στήν κατάσταση πού προέκυψε μετά τήν διά τῆς παρακοῆς παράβαση τῶν προπατόρων, ὑπογραμμίζει ὅτι ἡ ἐκδηλωθεῖσα διάθεση γιά διάπραξη τῆς πρός τόν Θεό παρακοῆς, ἡ ὁποία προῆλθε ἀπό τήν ἀποδοχή ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν ἐλεύθερη βούλησή του τῆς παρακινήσεως ἀπό τόν διάβολο στήν παράβαση τῆς θείας ἐντολῆς, κατέστη ἀναμφιβόλως τό γεγονός τό ὁποῖο ἐπέφερε στόν ἄνθρωπο τήν ἔκπτωσή του ἀπό τήν παραδείσια «κληρουχίαν»1 καί τήν ἀπώλεια τῆς μακαριότητας πού ἐβίωνε, μέ τήν ἐκτροπή τῆς ἀνθρώπινης φύσεως στήν ἐπιλογή τῆς ἀντιτιθέμενης στό ἀγαθό καταστάσεως2, καί τό ὁποῖο ἔσυρε τό ἀνθρώπινο γένος σέ κατάσταση ἔνδειας ὡς πρός τά ἀγαθά πού κοσμοῦσαν τήν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλασθεῖσα φύση του3. Οἱ συνέπειες πού ἀκολούθησαν τήν ἀπώλεια τῆς ἀρχαίας μακαριότητας καί χαρακτηρίζουν ἔκτοτε τόν βίο τοῦ ἀνθρώπου καί ἀπορρέουν ἀπό τήν μεταστροφή τῆς διαθέσεως τῆς ψυχῆς του ἐξ αἰτίας τῆς ἐσφαλμένης καί πεπλανημένης χρήσεως ἀπό αὐτόν τοῦ «αὐτεξουσίου», χωρίς βεβαίως νά ἐπιφέρουν καί πλήρη ἀφανισμό τοῦ «κατ' εἰκόνα» τοῦ ἀνθρώπου4, ἀναπτύσσονται μέν ἀπό τόν ἱερό πατέρα διά μακρῶν στό πλούσιο συγγραφικό του ἔργο, συνιστοῦν δέ κατ’ αὐτόν προϋπόθεση ἀποτιμήσεως καί κατανοήσεως τῆς μετά τήν πτώση καταστάσεως διαβιώσεως τοῦ ἀνθρώπου5. Τό γεγονός, βεβαίως, τῆς αἰσιόδοξης6 θεωρήσεως ἐκ μέρους τοῦ Γρηγορίου τῶν ὀδυνηρῶν ἐπιπτώσεων τῆς ἀπείθειας τῶν προπατόρων, κατά τήν ὁποία θά πρέπει νά ἐκληφθοῦν αὐτές ὡς μή ἔχουσες ὁριστικό καί ἀφανιστικό καί ἀνεπανόρθωτο χαρακτήρα, ὀφείλεται στήν ἐπεξηγηματική ἐπισκόπηση τῶν συνεπειῶν τῆς πτώσεως ὡς ἑρμηνευτικοῦ ζητήματος ὄχι ὀντολογικοῦ ἀλλά ἀνθρωπολογικοῦ, καθόσον ἡ διάσπαση τῆς σχέσεως καί τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ὡς «αὐτοζωὴν» ὑπάρχοντα Τριαδικό Θεό ἐπέφερε σέ αὐτόν τήν κατάσταση τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τήν ζωηφόρο πηγή. Τό στοιχεῖο, ὅμως, τῆς «κατ' εἰκόνα» Θεοῦ δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου δέν ἐξέλιπε παντελῶς ἀπό τόν πεσόντα ἄνθρωπο, οὔτε ἀφανίσθηκε σέ αὐτόν, ἀλλά ἀχρειώθηκε7, ἀφοῦ τό πεπτωκός γένος τῶν ἀνθρώπων καλεῖται, διά τῆς «παλινδρομήσεως» καί ἐπιστροφῆς στήν ἀρχαία μακαριότητα καί διά τῆς ἐπανασυνδέσεώς του μέ τόν ὄντως ὄντα Τριαδικό Θεό8, νά ἐπανεύρει τήν ὕπαρξή του.
Ἀπό τήν διερεύνηση τῆς διδασκαλίας τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης περί τῆς φύσεως τῶν ἐπιπτώσεων πού ἐκπήγασαν ἀπό τό ὀλίσθημα τῆς παρακοῆς τοῦ ἀνθρώπου προκύπτει ἡ ἄποψη ἐκείνη τοῦ ἱεροῦ πατρός, κατά τήν ὁποία ἀναδείχθηκε γιά τόν ἄνθρωπο μετά τήν πτώση του ἡ μετάβαση ἀπό τόν «μονοειδῆ» βίο στόν χαρακτηριζόμενο ἀπό τήν συνδρομή ποικίλων καί ἀντιθέτων στοιχείων «πολυειδῆ» βίο του – ἀπό τήν ἑνότητα δηλαδή τῶν νοητῶν καί αἰσθητῶν στοιχείων καί λειτουργιῶν τοῦ ἀνθρώπου στήν διάσπαση αὐτῆς τῆς ἑνότητας καί στήν εἰσαγωγή ἐπιμεριστικῆς συνθέσεως αὐτῶν –, ἡ ὁποία ἐπιτελέσθηκε κατά τήν διά τῆς παρακοῆς ἀπομάκρυνσή του ἀπό τήν μέθεξη τοῦ «μονοειδοῦς» ἀγαθοῦ τῆς θεότητας9, καί θεωρεῖται ἀπό τόν Γρηγόριο σαφῶς ὡς τό σημεῖο ἐκεῖνο πού προσδιορίζει τήν μετά τήν πτώση κατάσταση ἐπιμερισμοῦ, διαιρέσεως καί συγχύσεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως10. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος διακρίνεται ἔκτοτε ἀπό τήν μεταστροφή τῆς ἐνασχολήσεώς του πρός τήν χαρακτηριζόμενη ἀπό ποικιλία καί σύνθεση λειτουργία τῶν ψυχικῶν δυνάμεών του καί αἰσθήσεων11, ἀπεμπολεῖ τά χαρακτηριστικά τῆς ἀγαθῆς μερίδας, πού κληρονόμησε ἀπό τόν οὐράνιο Πατέρα διά τῆς «κατ' εἰκόνα» αὐτοῦ δημιουργίας του12, καί αἴρεται κατ'αὐτόν τόν τρόπο ἀπό αὐτόν ἡ μοναδική ἀξία αὐτοῦ13, ἡ ὁποία ὀφείλεται κατά τόν Γρηγόριο στήν «κατ' εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργία του καί στήν ἐξ αὐτῆς ἀπορρέουσα «θεατικὴν» του ἱκανότητα πού ἐπιφέρει τήν μέθεξη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ14, καί τό σύμφυτο κατ' αὐτόν τόν τρόπο σέ αὐτόν χαρακτηριστικό τῆς «πτερώσεως»15. Ἀποσπασθείς ἔτσι ἀπό τήν, λόγῳ τῆς «κατ' εἰκόνα Θεοῦ» κτίσεώς του, συνάφεια καί συγγένεια μέ τόν πλάσαντα αὐτόν Θεό16 – ὑπογραμμίζει ὁ Γρηγόριος –, περιέπεσε σέ πνευματικό λιμό, διά τοῦ ὁποίου στερήθηκε τήν «παγκληρίαν» τῶν ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ17 καί ἐξέπεσε τοῦ θείου θελήματος18, ἀφοῦ ἔθεσε κατ’ αὐτόν τόν ὀδυνηρό τρόπο τόν ἑαυτό του ἐκτός τοῦ κύκλου τῶν δοξολογούντων τόν Θεό οὐρανίων δυνάμεων πού ἔχουν ταχθεῖ νά ὑπάρχουν καί νά διαβιώνουν κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ19.
Ἡ διά τῆς παρακοῆς εἴσοδος τοῦ κακοῦ στήν φύση καί στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀλλοίωση αὐτῆς20, τό ὁποῖο ἐπέφερε σέ αὐτόν κατά τήν διαδοχή τῶν ἐπερχομένων γενεῶν21 τό διακρινόμενο ἀπό τήν πρόσμιξη τῶν ἀντιθέτων στοιχείων εἶδος διαβιώσεως22, ὑποδεικνύεται ἀπό τόν Γρηγόριο ὡς τό αἴτιο πού ἀπεργάζεται τήν συγκάλυψη τῆς ἐλευθερίας διά τῆς αἰσχύνης23. Ἡ ἀμέσως μετά τήν παρακοή ἐκδηλωθεῖσα αὐτή ἀπό τόν ἄνθρωπο αἰσχύνη, ἡ ὁποία ἑρμηνεύεται ἀπό αὐτόν ὡς «ἐπιτεταμένη αἰδὼς»24 καί ἡ ὁποία ἐμφαίνεται μέ τήν πρόθεση καί τήν ἀνάγκη τῶν προπατόρων νά κρυφθοῦν μετά τήν ἄστοχη ἐπιλογή ἐκ μέρους τους τῆς παρακοῆς τῆς ὑπό τοῦ Θεοῦ δοθείσης ἐντολῆς(=Γεν.3,7-8)25, καθίσταται κατά τόν Γρηγόριο τό ἐνδεικτικό σημεῖο καί γνώρισμα τῆς ἀπώλειας τῆς «παρρησίας», ἡ ὁποία ὑποδηλώνει τήν ἐλευθερία πού ἀπολάμβανε ὁ ἄνθρωπος κατά τήν ἐν μακαριότητι ζωή του26. Ἡ διά τῆς παρακοῆς, λοιπόν – ὑπογραμμίζει ὁ Γρηγόριος – εἴσοδος τοῦ κακοῦ στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀλλοίωση αὐτῆς, πού ἐπέφερε τήν ἀλλοτρίωσή της27 ἀπό τήν συνάφεια μέ τόν Θεό, εἶχε ὡς ὀδυνηρή συνέπεια28 τήν θεώρηση πλέον τῆς καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου ὡς «ἐξαμβλώματος»29 μέ τήν ἔκπτωσή του30 ἀπό τήν πατρική περιουσία, πού ἔλαβε κληρονομικῶς ἀπό τόν Θεό31.
Τονίζεται, ὡσαύτως, ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης, σέ συνάφεια μέ τά ἀνωτέρω λεχθέντα, ὅτι, μετά τήν εἴσοδο καί ἐμφώλευση τοῦ κακοῦ στήν ἀνθρωπότητα32, πού συναρτᾶται μέ τήν συμφυῆ μέ αὐτήν ἰδιότητα τῆς ἀλλοιώσεως καί μεταβλητότητας33, ἀκολούθησε ἡ εἴσοδος καί ἡ ἐγκαθίδρυση σέ αὐτήν τῶν παθῶν, τά ὁποῖα, μολονότι ἐπ' οὐδενί εἶναι δυνατόν φυσικά νά θεωρηθοῦν ὡς ὑπάρχοντα ἐκ φύσεως στόν ἄνθρωπο34, παρά ταῦτα, λόγῳ τῆς ἐκ τῆς παρακοῆς ἀλλοιώσεως τῆς φύσεώς του, καταδυναστεύουν ἔκτοτε αὐτόν35. Σημειώνεται, ἐπίσης, ἀπό τόν Γρηγόριο, σέ συνάρτηση μέ τά μόλις προηγουμένως διατυπωθέντα, ὅτι λόγῳ τῆς εἰσαγωγῆς τῶν ἀνωτέρω στοιχείων στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου μετά τήν ἐκ τῆς παρακοῆς πτώση του, πού συνιστοῦν τήν ἀμαύρωση τοῦ «κατ' εἰκόνα» αὐτοῦ καί τόν σκοτισμό τοῦ νοῦ του, ἡ ἠθελημένη πλέον ὑποταγή τοῦ ἀνθρώπου στά πάθη αὐτά ἀφαίρεσε ἀπό αὐτόν τήν ἰδιότητα τοῦ «διανοητικοῦ» καί τοῦ «θεοειδοῦς»36 μέ τήν ὁποία πλάσθηκε. Ὑπογραμμίζεται, ἐξ ἄλλου, ὅτι ὡς ἀπόρροια ἀλλά καί ἀπόληξη τῆς πράξεως τῆς παρακοῆς θεωρεῖται ἡ ἀπέκδυση τῆς φωτεινῆς καί λάμπουσας καί «διακεκριμένης» περιβολῆς, πού συγκροτεῖται ἀπό τά ἰδιάζοντα χαρακτηριστικά τῆς θείας εἰκόνας37, καί ἡ ἐπιβολή ἀπό τόν Θεό στόν μεταπτωτικό ἄνθρωπο τῶν ἀνάλογων πρός τήν ἁμαρτία καί τό σαρκικό φρόνημα σαρκικῶν ἐπικαλυμμάτων38, καθώς καί ἡ ἀναπόφευκτη ἔλευση γι' αὐτόν τῆς καταστάσεως τοῦ φυσικοῦ θανάτου39.
Πρέπει στό σημεῖο αὐτό νά παρατηρηθεῑ ὅτι στό πλαίσιο τῆς παρουσιάσεως τῶν συνεπειῶν πού ἀκολούθησαν τό ἁμάρτημα τῆς παρακοῆς προβάλλεται ἀπό τόν Γρηγόριο καί ἡ κατάσταση ἐκείνη κατά τήν ὁποία ὁ ἐκπεσών ἄνθρωπος ἐκφράζει τήν ἄφατη ὀδύνη του καί τό πένθος του γιά τήν ἀπώλεια τῆς μακαριότητας πού εἶχε. Ἡ κατάσταση αὐτή ἀποτυπώνεται κατά τόν Γρηγόριο σέ θρηνώδεις ἐκφράσεις40 καί ὀδυρμούς ἀπό τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο καί ἐπιτείνεται φυσικά διά τῆς ἐπιγνώσεως καί διαπιστώσεως ἀπό αὐτόν τῆς ἀβυσσαλέας διαφορᾶς πού ὑπάρχει μεταξύ τῆς ἐπισκοτισμένης καί νοσηρῆς παρούσης καταστάσεώς του, πού ἀπέρρευσε ἀπό τήν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν «μετουσίαν» τοῦ ὄντως ἀγαθοῦ41, καί τῆς «εὐκλήρου» ἀρχαίας μακαριότητας αὐτοῦ42.
2. Ἡ περιένδυση τῶν προπατόρων διά τῶν «δερματίνων χιτώνων».

Ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, ἡ ὁποία ἐπιτελέσθηκε μέ τήν πράξη τῆς ἀπείθειάς του πρός αὐτόν, ἐπέφερε κατά τόν ἐπίσκοπο Νύσσης ἀφ’ ἑνός μέν, ὅπως ἔχει ἀναφερθεῖ, τήν διά τῆς πτώσεώς του συντελεσθεῖσα διακοπή τῆς δοξολογικῆς σχέσεώς του πρός τόν Θεό, καθώς καί τήν ἀδυναμία του πλέον δοξολογήσεως τοῦ Θεοῦ διά τῆς ἑνωμένης καί ἀδιάσπαστης καί ἁρμονικῆς λειτουργίας τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς καί τῶν αἰσθήσεών του43 πού διασπάσθηκε μέ τήν παρακοή του καί τήν ἐπελθοῦσα πτώση του, ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν μετάβασή του ἀπό τήν κατάσταση ἐκείνη πού προσιδίαζε καί ἦταν πρόσφορη γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ προαναφερθέντος σκοποῦ στήν πρόσληψη τοῦ περιβλήματος τῆς σαρκός, ὡς εἰκόνας, ἡ ὁποία προσιδιάζει πλέον στήν μεταπτωτική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου44. Αὐτό τό ὁποῖο θέλει νά τονίσει ὁ Γρηγόριος εἶναι ὅτι τό γεγονός τῆς πτώσεως ἀφαίρεσε τήν ἐκ φύσεως προσαρμοσμένη στήν ἀνθρωπότητα περιλάμπουσα ἀμφίεση, τήν φέρουσα τά χαρακτηριστικά τοῦ θείου κάλλους45, καί προξένησε στόν πεσόντα ἄνθρωπο τήν «μετένδυσιν» τῆς ἐξ ὁλοκλήρου σαρκικῆς καί ζωώδους περιβολῆς, μέ τήν ὁποία ὑπονοεῖται καί ὑποδηλώνεται κατά τήν ἑρμηνευτική ἀντίληψη τοῦ Γρηγορίου ἡ μεταπτωτική φυσιοκρατική λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου μέ τά βιολογικά σαρκικά της προσδιοριστικά στοιχεῖα46.
Θά πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ σώματος ὡς φύσεως ἐπαίσχυντης, ἐπειδή ὑποδηλώνεται δι' αὐτοῦ ἡ ἀπομάκρυνση τῆς ψυχῆς ἀπό τόν αἰώνιο κόσμο τῶν ἰδεῶν47 καί ὁ ἐγκλεισμός της σέ αὐτό, καθώς καί ἡ ἀπόδοση τῆς ἑνώσεως αὐτοῦ «κατὰ συμβεβηκὸς» μέ τήν ψυχή στό γεγονός τῆς διαπράξεως ἀπό αὐτήν ἁμαρτίας, ἀποτελεῖ βασικό σημεῖο τῆς ἀνθρωπολογικῆς διδασκαλίας διαφόρων ἀρχαίων φιλοσοφικῶν συστημάτων. Εἰδικότερα, ἡ ἐκδηλούμενη ἀποστροφή πρός τό σῶμα, πού συνίσταται ἀπό τήν δημιουργοῦσα τό κακό ὕλη48, παρατηρεῖται τόσο στίς δυιστικές ἀπόψεις τοῦ Πλάτωνος περί σώματος καί ψυχῆς49, ὅσο καί στήν ἐκφραζόμενη ἐπιθυμία ἐν προκειμένῳ τοῦ Πλωτίνου νά ἀπαλλαγεῖ ἡ ψυχή ἀπό τά ὑλικά δεσμά, προκειμένου νά καταστεῖ ἱκανή γιά τήν θέαση τῆς «ἀρίστης θέας»50. Ἡ ἄποψη αὐτή ἀνιχνεύεται ἐξ ἄλλου καί στήν διδασκαλία τοῦ Ἀριστοτέλους περί τῶν καθαρῶν «εἰδῶν», κατά τήν ὁποία ἡ ἐπίτευξη τῆς καταστάσεως τῆς πλήρους ἀκινησίας καθίσταται δυνατή μέ τήν ἀπομάκρυνση τῶν ὀντολογικῶν ἀρχῶν τῶν «εἰδῶν» ἀπό τήν ὕλη, ἡ ὁποία διέπεται καί χαρακτηρίζεται ἀπό τήν δυνατότητα κινήσεως καί ἀλλαγῆς51.
Ἡ περιένδυση τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἀποτελούμενη ἐξ ὕλης καί σαρκός περιβολή τῶν «δερματίνων χιτώνων» συνιστᾶ ἐπίσης στοιχεῖο πού προσδίδει ἰδιαίτερη χροιά στήν περί ἀνθρώπου διδασκαλία τῶν Πατέρων καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Στήν διατυπωμένη αὐτή διδασκαλία παρατηρεῖται ἐνίοτε ἡ τάση τῆς ἀποδόσεως στούς «δερματίνους χιτώνας» τῆς ἔννοιας τοῦ σώματος καί τῆς θεωρήσεως αὐτοῦ ὡς στοιχείου ἀλλότριου τῆς πρό τῆς πτώσεως γνήσιας φύσεως τοῦ «κατ' εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργηθέντος ἀνθρώπου52. Τήν ἑρμηνευτική αὐτή ἐκδοχή ἀπορρίπτει ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης, ἀφοῦ διαχωρίζει ρητῶς καί εὐκρινῶς τήν ἐπιβληθεῖσα «ἔξωθεν» «πρὸς καιρὸν» σαρκική περιβολή ἀπό τό συμφυές μέ τήν ἀνθρώπινη φύση σῶμα αὐτοῦ53, τοῦ ὁποίου οἱ λειτουργίες προπτωτικῶς ἀποσκοποῦσαν στήν συμμετοχή τοῦ ἀνθρώπου καί κατά τό ὑλικό καί αἰσθητό του μέρος στήν δοξολόγηση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ θεώρηση τῶν «δερματίνων χιτώνων» ὡς φυσικοῦ ἐπακόλουθου τῆς ἀλλοιώσεως πού ὑπέστη ὁ ἄνθρωπος κατά τήν φύση του μέ τήν διά τῆς παρακοῆς ἔκπτωσή του ἀπό τήν πατρική ἑστία ἀπαντᾶ εὐρέως στήν πατερική σκέψη54. Πραγματευόμενος ὁ Γρηγόριος περί τῆς φύσεως καί τῆς ἔννοιας τῶν «δερματίνων χιτώνων» ὡς συνέπειας τῆς διαπράξεως τοῦ ἁμαρτήματος τῆς παρακοῆς ἐκ μέρους τῶν προπατόρων, ἀναφέρεται μέ ἔμφαση στό γεγονός τῆς ἀπογυμνώσεως τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, τήν ὁποία κοσμοῦσε ἡ βασιλική ἐσθήτα τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ55, καί τῆς ἐπιβολῆς σέ αὐτήν τοῦ ἐκφράζοντος τό «ἄλογον» σαρκικό φρόνημα ἐπικαλύμματος τῆς σαρκός, τό ὁποῖο ὑπόκειται στήν διαδικασία τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου καί χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἔκφραση πρός αὐτό ἔντονης ἀπαρέσκειας56. Ἡ ἀνωτέρω, ὅμως, ἐκτεθεῖσα ἑρμηνεία τοῦ ἱεροῦ πατρός περί τῆς ὑλόφρονος καταστάσεως τοῦ σώματος, πού δέν προσιδιάζει στήν ἀσώματη φύση57, δέν ὑποδεικνύει φυσικά ἐξάρτηση τῆς σχετικῆς αὐτῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου ἀπό τίς περί τοῦ θέματος αὐτοῦ ἀποτυπωμένες φιλοσοφικές ἀντιλήψεις. Καί αὐτό συνάγεται ἀπό τήν διατύπωση πού κάνει ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης ὅτι, ἀφοῦ τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου θεωρεῖται ὡς μέσο ἐκφράσεως τῆς διαθέσεως τῆς προαιρέσεως τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν πραγματοποίηση τῆς «ἀρετῆς» ἤ τῆς «κακίας»58, τό στοιχεῖο ἐκεῖνο πού συνιστᾶ τήν αἰτία τῆς διαπράξεως τῆς «κακίας» δέν ἀφορᾶ ἀσφαλῶς στήν φύση τῆς ὑλικῆς συνθέσεως τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά στήν κατά τήν ἄσκηση τοῦ «αὐτεξουσίου» μεταστροφή τῆς βουλήσεως τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν ὕλη καί πρός τό ὑλικό καί σαρκικό φρόνημα59.
Τό φρόνημα, συνεπῶς, τῆς σαρκός60 καθίσταται τό στοιχεῖο ἐκεῖνο πού προσδιορίζει τήν θεολογική ἑρμηνευτική θέση τοῦ Γρηγορίου περί τοῦ σώματος, τό ὁποῖο συνίσταται ἀπό ὕλη καί περιβάλλει τήν νοερά ψυχή γιά συγκεκριμένο χρονικό διάστημα61, καί τοῦ ὁποίου οἱ ὁρμέμφυτες διαθέσεις, πού ἀναδείχθηκαν ὡς ἐπακόλουθο τῆς πτώσεως62, παρέχουν δίοδο μέσῳ τῶν αἰσθήσεων63 στά καταδυναστεύοντα ἔκτοτε τόν ἄνθρωπο πάθη64. Εἶναι, ἔτσι, δυνατόν νά ὑποστηριχθεῖ, καί σύμφωνα βεβαίως μέ τήν ἐκτιθέμενη διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου, ὅτι ἡ κατά τό «αὐτεξούσιον» ἐκδηλούμενη διάθεση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία, ὅπως ἔχει προαναφερθεῖ, στρέφεται κατά προαίρεσιν πρός τήν ὕλη καί τό ὑλικό φρόνημα65 διά τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τό θεῖο θέλημα καί ἀπό τήν ἐπιτέλεση τοῦ ἀγαθοῦ, καθίσταται ἡ προϋπόθεση ὀρθῆς ἑρμηνείας τῶν ἐκφράσεων τῶν σχετικῶν μέ τό σῶμα, πού χρησιμοποιοῦνται ἀπό τόν Γρηγόριο κατά τήν περιγραφή τῆς μετά τήν παρακοή καί τήν πτώση ἀναδειχθείσης καταστάσεως αὐτοῦ66.
Μέ μία εἰδικότερη ἀναφορά πού κάνει ὁ Γρηγόριος στήν ἔκφραση τῆς ἔννοιας τῶν «δερματίνων χιτώνων» ἐπισημαίνει ὅτι κατά τήν διάπραξη τοῦ ἁμαρτήματος τῆς παρακοῆς ἐκ μέρους τῶν προπατόρων ἡ ἡδονή, ἡ ὁποία εἰσῆλθε στόν βίο τοῦ ἀνθρώπου καί ἀναμίχθηκε μέ αὐτόν διά τῆς μεταστροφῆς τῆς λειτουργίας τῆς ἐπιθυμητικῆς διαθέσεως τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν ἄσκηση τοῦ «αὐτεξουσίου», θεωρεῖται ὡς μία μεταπτωτική κατάσταση ἀποδίδουσα ἐννοιολογικῶς τόν «ρύπον», πού προσδίδει στό ἐξ ὕλης καί τῆς παχύτητας τῆς σαρκός67 συνιστάμενο σῶμα τό χαρακτηριστικό τοῦ εὐτελοῦς καί ζωώδους στοιχείου68. Ἡ ὑπ' αὐτήν τήν ἔννοια πλέον νοούμενη καί ὑπάρχουσα σάρκα τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία διακρίνεται ἀπό τήν ὑλική παχύτητα69 καί ὡς σύνθετη ὑπόκειται στήν φθορά70 καί στήν φυσική διάλυση καί στόν θάνατο71, προσδίδει ἔκτοτε στήν ἀνθρώπινη φύση τά προσδιοριστικά της αὐτά χαρακτηριστικά καί καθίσταται τό ἐπίθεμα72 πού περικαλύπτει τόν «κεκρυμμένον» ἄνθρωπο73, τό «ἐμπαθὲς» δηλαδή καί «γεῶδες» ἔνδυμα τῆς σαρκός πού περιβάλλει αὐτόν74.
Γίνεται, ἔτσι, σαφές ἀπό τήν ἑρμηνευτική αὐτή θεώρηση τοῦ Γρηγορίου Νύσσης ὅτι ἡ περιένδυση τῶν προπατόρων μέ τούς «δερματίνους χιτώνας» συνιστᾶ τό θλιβερό ἀποτέλεσμα τῆς ἐσφαλμένης καί ἀποτυχημένης καί μάταιας ἐπιλογῆς τους νά ἀποκτήσουν τήν ἰσοθεΐα, τῆς ἀποτυχίας τους δηλαδή νά διασφαλίσουν τήν γνησιότητά τους ὡς «κατ' εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργηθέντων καί ἐν μακαριότητι ζώντων καί διατελούντων σέ δοξολογική σχέση πρός τόν Τριαδικό Θεό, ἀφοῦ ἡ ἄστοχη αὐτή ἐπιλογή τους ἐπέφερε διά τῆς ἀπομακρύνσεώς τους ἀπό τόν Θεό τήν ἀλλοίωση καί μεταβολή τῶν λειτουργιῶν τῆς φύσεώς τους καί τήν μεταστροφή τους σέ «ἐμπαθεῖς» λειτουργίες, πού προσδιορίζουν τήν «ἄλογον» φύση75 καί οἱ ὁποῖες συνιστοῦν τήν φύση τῶν «δερματίνων χιτώνων» μέ τούς ὁποίους περιενδύθηκαν.
Καθίσταται, ὅμως, ἐπίσης προφανές – ὑπογραμμίζει ὁ Γρηγόριος – ὅτι ἡ ἐπιβολή ἀπό τόν Θεό στούς προπάτορες αὐτοῦ τοῦ ὑπό τήν μορφή τῶν «δερματίνων χιτώνων» ἐνδύματος τῆς «ἐμπαθοῦς» καί «ἀλόγου» καί θνητῆς σαρκός, πού φέρει τά προσδιοριστικά στοιχεῖα καί γνωρίσματα τῆς διά τῆς παρακοῆς ἁμαρτίας καί τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, συνιστᾶ βεβαίως ἐνδεικτικό σημεῖο καί στοιχεῖο τῆς ἀμαυρώσεως τοῦ «κατ' εἰκόνα» τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν προσδιοριστικῶν γνωρισμάτων τῆς «κατ' εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργηθείσης φύσεώς του. Ἀποτελεῖ, παρά ταῦτα – τονίζει ὁ ἱερός πατήρ –, καί ἔκφραση τῆς πρός τόν πεσόντα ἄνθρωπο ἐκδηλώσεως τῆς φιλάνθρωπης «οἰκονομίας» τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ αὐτή ἡ περιένδυση τῶν προπατόρων διά τῶν «δερματίνων χιτώνων» «κατά τό αἰσθητὸν μέρος» αὐτῶν συνιστᾶ καί διαπαιδαγώγηση, προκειμένου διά τῆς ἐπιγνώσεως τῆς ἐπώδυνης καταστάσεώς τους νά ἐπωφεληθοῦν οἱ ἄνθρωποι τῆς παρεχόμενης ἀπό τόν φιλεύσπλαγχνο Θεό δυνατότητας νά ἐπανέλθουν στό «ἀρχαῖον κάλλος»76. Τό ἀποτελούμενο, λοιπόν, ἀπό τήν θνητή αὐτή καί «ἐμπαθῆ» καί «ἄλογον» ὕλη καί ὑποκείμενο στήν φθορά καί στόν θάνατο περίβλημα αὐτό τῆς σαρκός καθίσταται γιά τόν ἄνθρωπο χῶρος ἀσκήσεως τῆς ἀρετῆς, προκειμένου ἔτσι αὐτός νά ἐπανεύρει τό πλασθέν ἀπό τόν Τριαδικό Θεό «καλὸν λίαν» αὐθεντικό σῶμα, τό «ἀνωφερὲς», αὐτό δηλαδή πού ἔφερε ὁ ἄνθρωπος πρό τῆς πτώσεώς του καί τό ὁποῖο θά ἔχει μετά τήν κοινή ἀνάσταση77.

3. Ἡ κατά τήν διάκριση τῶν φύλων ἀναπροσαρμογή τῆς λειτουργίας τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου.

Πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι σέ ἄμεση συνάφεια καί συνάρτηση μέ τό ἑρμηνευτικό ζήτημα τοῦ προσδιορισμοῦ τῆς φύσεως καί λειτουργίας τῶν «δερματίνων χιτώνων», μέ τούς ὁποίους περιένδυσε ὁ Θεός τούς προπάτορες, ἐξετάζεται ἀπό τόν Γρηγόριο μέ ἐπισταμένη καί προσεκτική ἑρμηνευτική πραγμάτευση τό ζήτημα τοῦ ἑρμηνευτικοῦ προσδιορισμοῦ τοῦ μετά τήν παρακοή πλέον καί τήν πτώση τοῦ πρώτου ἀνθρώπου ἀναδειχθέντος τρόπου καί εἴδους τῆς κατά τήν διάκριση τῶν φύλων ὑπάρξεως καί διαβιώσεώς του καί τῆς ἐξ αὐτοῦ προελεύσεως ἀπογόνων διά τῆς φυσιοκρατικῆς λειτουργίας τῆς μεταπτωτικῆς του φύσεως. Αὐτή ἡ ἑρμηνευτική διερεύνηση καί ἀποτύπωση κρίνεται κατά τόν Γρηγόριο ἀναγκαία, καθόσον, ὅπως ὑπογραμμίζεται ἀπό τόν ἴδιο, στήν ἀίδια καί «μακαρίαν» φύση καί ζωή τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, «κατ' εἰκόνα» τοῦ ὁποίου δημιουργήθηκε ὁ ἄνθρωπος, δέν εἶναι δυνατόν βεβαίως οὔτε νά θεωρηθεῖ οὔτε νά ὑπονοηθεῖ – θά συνιστοῦσε ἀπεναντίας βαρύτατο θεολογικό ἀτόπημα καί ἀνήκουστη βλασφημία ἐνδεχόμενη διατύπωση μιᾶς τέτοιας θέσεως – ὅτι ὑφίσταται ἡ κατά τό ἄρσεν καί θῆλυ διάκριση78.
Ἀπό τήν ἑρμηνευτική αὐτή ἐπισκόπηση πού πραγματοποιεῖ ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης – καί ἡ ὁποία μπορεῖ νά ἐκληφθεῖ ὡς ἕνας προσωπικός θεολογικός στοχασμός ἤ ὡς ἕνα γύμνασμα τοῦ νοῦ, ὅπως ὁ ἴδιος ἄλλωστε ἀφήνει ὑπαινικτικῶς νά διαφανεῖ ὡς πρός αὐτό – προκύπτει ἡ διαπίστωση πού κάνει ὁ ἴδιος ὅτι ἀναφαίνεται ἡ ὕπαρξη ἐμφανοῦς καί οὐσιαστικῆς διαφορᾶς μεταξύ τῆς πρό τῆς πτώσεως διατελεσάσης φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, τῆς δημιουργηθείσης «κατ' εἰκόνα Θεοῦ», πού ἔφερε τά χαρακτηριστικά τῆς θείας εἰκόνας, καί τῆς μετά τήν πτώση ὑπάρχουσας φύσεως αὐτοῦ, πού ἀμαυρώθηκε καί εὑρίσκεται ἐν ταλαιπωρίᾳ καί διακρίνεται ἐκτός τῶν ἄλλων καί γιά τόν πολυώδυνο καί καθ' ὁμοιότητα πρός τόν ζωώδη βίο λειτουργοῦντα τρόπο καί εἶδος ἀναπαραγωγῆς τῶν ἀπογόνων τοῦ πρώτου ἀνθρώπου79 πού ὡς προσδιοριστικό γνώρισμα προσιδιάζει ἀσφαλῶς στήν «ἄλογον» φύση80.
Ὁ Γρηγόριος Νύσσης λαμβάνει ἀφορμή ἀπό τήν ἀνωτέρω ἐξαγόμενη διατύπωση καί προσπαθεῖ μέ ἐπισταμένη θεολογική ἐπιχειρηματολογία νά ἀνεύρει τήν αἰτία τῆς ἀναφερθείσης διαφορᾶς, καθώς καί τήν αἰτία τῆς διακρίσεως τῶν δύο φύλων, στήν ἀνθρωπότητα. Διατυπώνει, ἔτσι, ἔστω καί κατ' ἔμμεσον τρόπο, τήν ἑρμηνευτική ἄποψη ὅτι, ἐπειδή ἐγνώριζε ὁ «εἰδὼς τὰ πάντα πρὶν γενέσεως αὐτῶν» Θεός ὅτι θά παρεξέκλινε ὁ ἄνθρωπος κατά τήν ἄσκηση τοῦ «αὐτεξουσίου» του τοῦ θείου θελήματος καί θά ἐπέλεγε, λόγῳ τῆς κατά τήν κτιστή του φύση τρεπτότητάς του81 καί τοῦ «αὐτεξουσίου» του, τήν ἐκτροπή του ἀπό τήν κατάσταση ἐκείνη πού τόν καθιστοῦσε ὁμότιμο πρός τούς ἀγγέλους82 καί τήν διάπραξη τοῦ «κακοῦ» καί τῆς παραβάσεως τῆς θείας ἐντολῆς, πράγμα πού θά συνεπαγόταν τήν εἴσοδο σέ αὐτόν τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, ἐπρονόησε νά δοθεῖ στό ἀνθρώπινο γένος κατά τήν πλάση του, διά τῆς διακρίσεως τῶν δύο φύλων, ἡ δυνατότητα τῆς διά γεννήσεως αὐξήσεως καί πληθύνσεώς του μετά τήν παράβαση καί τίς συνέπειές της, προκειμένου νά μήν ἀφανισθεῖ ἀπό τόν θάνατο.
Καθίσταται προφανές ὅτι ἡ ἐκ προγνώσεως δοθεῖσα αὐτή ἀπό τόν Θεό δυνατότητα τῆς διά γεννήσεως αὐξήσεως καί πληθύνσεως τοῦ ἀνθρώπινου γένους, μέσῳ τῆς συνάφειας τῶν διακρινομένων φύλων83, προκειμένου νά ἀποφευχθεῖ ὁ διά θανάτου ἀφανισμός του, χωρίς ἀσφαλῶς νά συμπεριλαμβάνεται στά προσδιοριστικά γνωρίσματα τῆς «κατ' εἰκόνα Θεοῦ» πλασθείσης φύσεως τοῦ ἀνθρώπου πού ἐκοσμεῖτο μέ τά χαρακτηριστικά τῆς θείας εἰκόνας84, ἐνδείκνυται νά ἑρμηνευθεῖ κατά τόν ἐπίσκοπο Νύσσης ὡς ἐπαναπροσδιορισμός τῆς λειτουργίας τῆς φύσεως τοῦ μετά τήν πτώση διαβιοῦντος ἀνθρώπου85.
Γίνεται, ἔτσι, σαφές ὅτι ὁ Γρηγόριος, ἐπί τῇ βάσει τῆς διατυπωθείσης αὐτῆς ἀπόψεως, καί ὑπό τό ἑρμηνευτικό βεβαίως πρίσμα τῆς διδασκαλίας του περί τῶν μετά τήν παρακοή τοῦ ἀνθρώπου ἀναδειχθέντων φυσιοκρατικῶν σαρκικῶν γνωρισμάτων τῆς φύσεώς του, φαίνεται νά δέχεται τήν ἑρμηνευτική ἀντίληψη γιά τήν ὕπαρξη μιᾶς ἀναπροσαρμογῆς ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ τῆς λειτουργίας τῆς μεταπτωτικῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου86 πού ἀποσκοποῦσε στήν ἀπόκτηση ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς ἱκανότητας τῆς «παιδοποιΐας», ἀναγκαίας γιά τήν διαιώνιση τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους καί γιά τήν διάσωσή του ἀπό τόν θάνατο.
Ὅπως, συνεπῶς, συνάγεται ἀπό τήν μόλις ἐκτεθεῖσα ἑρμηνευτική ἀντίληψη τοῦ Γρηγορίου – ἡ ὁποία, ὅπως ἔχει προαναφερθεῖ, ἀφήνεται ἀπό τόν ἴδιο ἐμμέσως νά θεωρηθεῖ ὅτι εἶναι ἕνας προσωπικός στοχασμός–, ἡ ἐκ τῆς παρακοῆς ἀλλοίωση τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου διά τῆς ἀπομακρύνσεώς της ἀπό τόν Θεό, τῆς ἐκτροπῆς της πρός τό κακό καί τῆς ἀμαυρώσεως τοῦ «κατ' εἰκόνα», ἐπέφερε ὡς ἄμεση συνέπεια τήν εἴσοδο τῆς ἁμαρτίας καί τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου, στήν ὁποία μετά τήν πτώση του συνυπάρχουν τό «λογικὸν» στοιχεῖο, πού δέν ἐπιδέχεται τήν διάκριση καί διαφορά τῶν φύλων, καί τό προσδιορίζον τήν «ἄλογον» καί «ἐμπαθῆ» φύση γνώρισμα τῆς διακρίσεως σέ φύλα87. Ἦταν, λοιπόν, ἀναγκαῖο, λόγῳ τῆς ἐκ τῆς πτώσεως ἀλλοιώσεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καί τοῦ ὑπάρχοντος κινδύνου ἀφανισμοῦ αὐτῆς ἀπό τόν θάνατο, νά ὑπάρξει ἀναπροσαρμογή ἀπό τόν Θεό τῆς λειτουργίας τῆς μεταπτωτικῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου πού ἀφοροῦσε καί ἀποσκοποῦσε στήν διά γεννήσεως πλήθυνση τοῦ ἀνθρώπινου γένους.
Ὁ τρόπος αὐτός τῆς διαδοχικῆς πληθύνσεως τοῦ ἀνθρώπινου γένους διά τῆς συνάφειας καί συζεύξεως τῶν δύο φύλων88, ὁ ὁποῖος ἐκλαμβάνεται ἀπό τόν Γρηγόριο ὡς συνέπεια τῆς διαπράξεως τῆς παρακοῆς καί τῆς εἰσόδου τῆς ἁμαρτίας89 στήν ἀνθρώπινη φύση, καθίσταται σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία του τό μέσον τῆς διασώσεως τοῦ ἀνθρώπινου γένους ὡς εἴδους ἀπό τόν θάνατο90 πού ἐπῆλθε μετά τήν παρακοή καί τήν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ ἀπό τούς προπάτορες.










1 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 57,11-13 καί 58,10-13 (=PG 44, 797CD). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 1, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 10,23-26 (=PG 44, 1125Β). Ὅπ.π., Λόγος 2. 26,26-27 (=PG 44, 1144C). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 302,17-18 (=PG 46, 373D).
2Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 8, P.Alexander, GNO, τ.5, 438,11-14 (=PG 44, 752Β). Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 39,15-17 (=PG 46, 508C).
3 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 2, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 26,26-27,3 (=PG 44, 1144C). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 175,17-19 (=PG 44, 608ΑΒ). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 299,24-300,2 (=PG 46, 372ΒC). Ἐγκώμιον εἰς τὸν μέγαν Βασίλειον, O.Lendle, GNO, τ.10,1, 116,7-8 (=PG 46, 797Α). Εἰς τὸν βίον καὶ τὰ θαύματα τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ θαυματουργοῦ, G.Heil, GNO, τ.10,1, 5,20-24 (=PG 46, 896D). Πρβλ. καί Εἰς τὴν ἡμέραν τῶν Φώτων, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 241,5-14 (=PG 46, 600Α). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 2, W. Jaeger, GNO, τ.2, 68,24-25 (=PG 45, 636Β).
4 Βλ., σχετικῶς, Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 29,18-21 (=PG 45, 33Β). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 301,7-10 (=PG 46, 373Α). Ὅπ.π., 299,20-21 (=PG 46, 372Β). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 1, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 10,21-23 (=PG 44, 1125Β). Ἡ συναντώμενη σέ ἕνα μόνο σημεῖο τοῦ συγγραφικοῦ ἔργου τοῦ Γρηγορίου ἀναφορά στήν ἀπώλεια ἀπό τόν ἄνθρωπο τοῦ στοιχείου τοῦ «κατ’ εἰκόνα» ὑπό τήν ἔννοια τοῦ ἀφανισμοῦ αὐτοῦ (Βλ. ὅπ.π., Λόγος 5, 63,10-17 [=PG 44, 1181Β]) πρέπει νά ἐξηγηθεῖ ἀπό τήν ἐπιτελούμενη στό παράθεμα αὐτό ἀπόδοση στήν «εἰκόνα» τῆς ἔννοιας τῆς προπτωτικῆς καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου, κατά τήν ὁποία αὐτός ἀπολάμβανε σύν τοῖς ἄλλοις καί τίς δοθεῖσες ἀπό τόν Θεό δωρεές τῆς ἀφθαρσίας καί τῆς μακαριότητας. Περί τῆς πατερικῆς διδασκαλίας γιά τήν μή ὁριστική ἀπώλεια καί γιά τόν μή ἀφανισμό τοῦ «κατ' εἰκόνα» στόν ἄνθρωπο βλ., ἐνδεικτικῶς, Ἰ ω ά ν ν ο υ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ, Ὁμιλίαι εἰς τὴν Γένεσιν, Λόγος 18, PG 53, 151. (Στό χωρίο αὐτό ἡ ἐκδίωξη τῶν προπατόρων χαρακτηρίζεται ὡς δεῖγμα «κηδεμονίας μᾶλλον ἤ ἀγανακτἡσεως» ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, ἐφόσον κατά τόν ἱερό πατέρα ἀποσκοποῦσε μέν στήν ἀποφυγή τῆς καταστάσεως ἐκείνης γιά τόν ἄνθρωπο νά εὑρίσκεται ὑπό τήν ἁμαρτία αἰωνίως, ἐπεβλήθη δέ σέ αὐτόν «ἕνεκεν νουθεσίας»). Βλ., ἐπίσης, Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Θ ε ο λ ό γ ο υ, Εἰς τὰ Θεοφάνεια, Λόγος 38, P.Gallay-C.Moreschini, SC, τ.358, 130,27-30 (=PG 36, 324D), ὅπου ἡ «τιμωρία» ταυτίζεται μέ τήν ὑπό τοῦ Θεοῦ ἐπιδειχθεῖσα «φιλανθρωπίαν». Βλ., ὡσαύτως, περί τοῦ θέματος αὐτοῦ, Ν. Γ. Ξ ε ξ ά κ η, Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 206-207. Π. Ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 527. Ν. Μ η τ σ ο π ο ύ λ ο υ, Θέματα Δογματικῆς, 199. B. Z e n k o w s k y, Das Bild vom Menschen, 18. Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, «Θεολογία καί ἀνθρωπολογία», Τόμος ἑόρτιος Μεγάλου Άθανασίου (1974), 81-82. Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Συνέπειαι τῆς πτώσεως, 48-49. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Ἱστορία Δογμάτων, τ.2, 456. Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Ἡ Σάρκωσις, 84-85. Κ. Ε. Π α π α π έ τ ρ ο υ, «Προπατορικόν ἁμάρτημα», ΘΗΕ 10(1967), 638. Βλ., ἐπίσης, Ν. Χ. Ἰ- ω α ν ν ί δ η, Ὁ Ἰωσήφ Βρυέννιος, 267, ἀπό τόν ὁποῖο καταγράφεται ἡ ἐξαιρετικῶς ἐνδιαφέρουσα ἄποψη τοῦ Ἰωσήφ Βρυεννίου ὅτι μετά τό γεγονός τῆς πτώσεως ἡ παραμονή τοῦ ἀνθρώπου στήν ἁμαρτία «συνετέλεσε στήν σταδιακή ἀπανθρωποίησή του(“καὶ τὸ ἄνθρωπος εἶναι ἀπώλεσα”) καί στήν διαβολοποίησή του(“καὶ τοῖς δαίμοσιν ἐδουλώθην”)». Ε. Κ. Π ρ ι γ κ ι π ά κ η, Ἡ Θεοτόκος (Διδακτορική Διατριβή), 166.
5 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 67,12-16 (=PG 46, 537Α).
6 Τό συναίσθημα τῆς αἰσιοδοξίας ἀποτελεῖ κοινό διακριτικό γνώρισμα τῆς θεολογικῆς σκέψεως τῶν Πατέρων κατά τήν ἔκφραση τῆς διδασκαλίας αὐτῶν περί τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Βλ., σχετικῶς, Δ. Γ. Τ σ ά μ η, «Ἡ διαλεκτική φύσις», ΑΒ 1(1969), 129. Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Συνέπειαι τῆς πτώσεως, 48.
7 Βλ. Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Συνέπειαι τῆς πτώσεως, 58-59. Ἀ. Θ ε ο δ ώ ρ ο υ, «Εἰκών καί ὁμοίωσις», ΘΗΕ 5(1964), 419. Ν. Ἀ. Ν η σ ι ώ τ η, Προλεγόμενα,131-132. Ἰ. Κ α ρ μ ί ρ η, Σύνοψις τῆς δογματικῆς διδασκαλίας, 35.
8 Βλ.Περὶ τοῦ τί τὸ τοῦ Χριστιανοῦ ἐπάγγελμα, W. Jaeger, GNO, τ.8,1, 136,13-19 (=PG 46, 24CD). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 302,18-20 (=PG 46, 373D). Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 54,15-16 (=PG 46,524B).
9 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46,81B. Πρβλ. καί Εἰς τὸ, ὅταν ὑποταγῇ αὐτῷ τὰ πάντα, J.K.Downing, GNO, τ.3,2, 27,21-25 (=PG 46, 1325Β).
10 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 66,23-67,3 (=PG 44, 1185ΑΒ). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 81B. Ἀρκετά ἐνδιαφέρουσα στό σημεῖο αὐτό θεωρεῖται ἡ παρατήρηση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου περί τῆς διαταραχῆς στήν ἁρμονική σχέση τῶν ἀνθρώπων «τόσο μεταξύ τους ὅσο καί μέ τό περιβάλλον τους», ἡ ὁποία ἀρχικῶς καθίσταται ἐμφανής «μέ τήν προσπάθεια περιχαράκωσης (κατασκευή ἐνδυμάτων), διευρύνεται μέ τήν ἀνάπτυξη ἀνταγωνιστικῶν σχέσεων (ὁ ἄνδρας κατηγορεῖ τήν γυναίκα) καί ὁλοκληρώνεται μέ τήν ὑποταγή τῆς γυναίκας στόν ἄνδρα (ὀνοματοδοσία αὐτῆς ἀπό τόν ἄνδρα)» (Βλ., σχετικῶς, «Ἡ πτώση», Γρηγόριος Παλαμᾶς 72[1989], 552. 555).
11 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 67,10-15 (=PG 44, 1185C). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 157ΑB. Πρβλ. καί Πρὸς τόν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 258,8-23 (=PG 45, 945D-948Β). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 303,19-304,1 (=PG 46, 376Β).
12 Ἀπό τό πλῆθος τῶν σχετικῶν χωρίων βλ., ἐνδεικτικῶς, Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 54,6-9 (=PG 44, 796Β). Ὅπ.π., Λόγος 4, 102,1-3 (=PG 44, 832D). Ὅπ.π., Λόγος 7, 208,9-13 (=PG 44, 912C). Ὅπ.π., Λόγος 8, 251,1-7 (=PG 44, 944D-945A). Ὅπ.π., Λόγος 11, 323,15-16 (=PG 44, 1001A). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 83,4-5 (=PG 44, 504Β). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 1, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 10,21-23 (=PG 44, 1125B). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 1, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 80,9-11 (=PG 44, 1197C). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 10, W. Jaeger, GNO, τ.2, 293,1-6 (=PG 45, 888D). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 26,3-5 (=PG 45, 29C). Πρβλ., ἐπίσης, Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 157Α. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 47,7-10 (=PG 44, 789D). Ὅπ.π., 58,4-6 (=PG 44, 797D). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 159,21-28 (=PG 44, 589CD).
13 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 5, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 153,2-9 (=PG 44, 869CD). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 10, W. Jaeger, GNO, τ.2, 293,7-16 (=PG 45, 889A). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 63,5-17 (=PG 44, 1181ΒC).
14 Βλ. Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, H.Hörner, GNO,τ.3,2, 80,1-2 (=PG 46, 176Α). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 289,1-3 (=PG 46, 360C). Περί τῆς διασαλεύσεως τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό πού ἐπῆλθε ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα στόν ἄνθρωπο ὡς «διαταραχή, δυσαρμονία καί δυσλειτουργία», βλ. Ν. Γ. Ξ ε- ξ ά κ η, Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 209. Ν. Μ η τ σ ο π ο ύ λ ο υ, Θέματα Δογματικῆς, 199. Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Ἱστορία Δογμάτων, τ.2, 455.
15 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 15, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 448,10-13 (=PG 44, 1101Α).
16 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 45,20-21. (=PG 44, 457C). Ὅπ.π., 102,20-22. (=PG 44, 528C). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 153,2-9. (=PG 44, 1021CD).
17 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 175,16-19 (=PG 44, 608ΑΒ). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 105,7-9 (=PG 44, 1225D).
18 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 50,9-11 (=PG 44, 1168Β): «ἡ δὲ καθ’ ἡμᾶς ζωὴ τῆς τῶν ἀγαθῶν μετουσίας ἐκπεπτωκυῖα, συνεκπέπτωκε καὶ τοῦ θείου θελήματος».
19 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 86,21-22 (=PG 44, 508Β). Ὅπ.π., 149,22-23 (=PG 44, 580Β). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 2, P.Alexander, GNO, τ.5, 304,23-305,9 (=PG 44, 641Β). Πρὸς τόν Εὐνομίου δεύτερoν λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 293,16-23 (=PG 45, 889ΑΒ). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 7, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 208,6-13 (=PG 44, 912C).
20 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 88,23-27 (=PG 44, 509D-512A). Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H. Musurillo, GNO, τ.7,1, 108,18-19 (=PG 44, 397B).
21 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 63,13-19 (=PG 44, 480Β). Εἰς τὸ, ὅταν ὑποταγῇ αὐτῷ τὰ πάντα, J.K.Downing, GNO, τ.3,2, 11,10-14 (=PG 46, 1312Α). Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως, Λόγος 1, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 283,16-22 (=PG 44, 608D-609Α). Πρβλ. καί Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 66,8-12 (=PG 44, 1184D). Πρὸς τοὺς βραδύνοντας εἰς τὸ Βάπτισμα, PG 46, 417C.
22 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 26,7-12 (=PG 45, 29C).
23 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 101C: «ἡ δ’ ἐλευθερία ἐστὶν ἡ πρὸς τὸ ἀδέσποτόν τε καὶ αὐτοκρατὲς ἐξομοίωσις, ἡ κατ’ ἀρχὰς μὲν ἡμῖν παρὰ Θεοῦ δεδωρημένη, συγκαλυφθεῖσα τῇ τῶν ὀφλημάτων αἰσχύνῃ». Βλ., ἐπίσης, Ἰ ω ά ν ν ο υ Χ ρ υ σ ο σ τ ό- μ ο υ, Ὁμιλίαι εἰς τὴν Γένεσιν, Λόγος 17, PG53, 135, ἀπό τόν ὁποῖο ἐπισημαίνεται ἡ διάρρηξη τῆς διά τοῦ «συνειδότος» ἐμφαινόμενης σχέσεως καί κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, πού καθίσταται πρόδηλη μέ τήν συναίσθηση ἀπό τούς προπάτορες τῆς «αἰσχύνης».
24 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 3, P.Alexander, GNO, τ.5, 304,23-305,9 (=PG 44, 649D-652A): «καὶ ἔστιν...αἰσχύνη μὲν ἐπιτεταμένη αἰδὼς· αἰδὼς δὲ τὸ ἔμπαλιν ὑφειμένη αἰσχύνη». Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 145,3-6 (=PG 45, 1144ΑC): «ἡ ἐπὶ τοῖς πεπραγμένοις αἰσχύνη...πάντα ταῦτα τῆς κατὰ τὸν νοῦν ἐνεργείας ἀπόδειξις γίνεται».
25 Βλ. Περὶ παρθενίας, J.P. Cavarnos GNO, τ.8,1, 302,20-24 (=PG 46, 373D-376A):«ἡδονὴ τότε δι’ ἀπάτης ἐγγινομένη τῆς ἐκπτώσεως ἤρξατο. Εἶτα αἰσχύνη καὶ φόβος τῷ πάθει τῆς ἡδονῆς ἐπηκολούθησε καὶ τὸ μηκέτι λοιπὸν ἐν ὀφθαλμοῖς τολμᾷ εἶναι τοῦ κτίσαντος, ἀλλὰ φύλλοις καὶ σκιαῖς ὑποκρύπτεσθαι». Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 36,9-12 (=PG 44, 448A). Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, Η. Musurillo, GNO, τ.7,1, 122,11-13 (=PG 44, 409C). Πρβλ. καί Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4 29,14-18 καί 26,7-9 (=PG 45, 29ΒD). Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως, Λόγος 1, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 310,12-26 (=PG 44, 681D-684Α). Σχετικῶς μέ τό θέμα αὐτό, βλ., P. M i q u e l, «Parrhésia», DSp121 (1983), 262. J. R o b e r t, «Deux thèmes», Byz 36(1996), 127. Π α γ κ ρ. Μ π ρ ο ύ σ α λ η, Μυστική Θεολογία, 33. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η Ἰ., «Ψυχολογική θεώρηση», 404-405.
26 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 150,26-151,3 (=PG 44, 581A).
27 Βλ. Περὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, PG 46, 640C.
28 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 104,14-15 (=PG 44, 529C).
29 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 164,10-22 (=PG 44, 596ΑΒ). Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 205,22-206,1 (=PG 46, 280Α).
30 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 2, GNO, τ.2, 69,24-28 (=PG 45, 637Α).
31 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 253D.
32 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 57,23-58,1 (=PG 44, 472D-473Α). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 288,18-20 (=PG 46, 360C).
33 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO τ.3,4, 35,20-23 (=PG 45, 40Β).
34 Βλ. Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 299,20-23 (=PG 46, 372Β).
35 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 45,20-22 (=PG 44, 457C). Ὅπ.π., 58,25-59,4 (=PG 44, 473ΒC). Ὅπ.π., 131,21-22 (=PG 44, 560C). Ὅπ.π., 149,22-26 (=PG 44, 580Β). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 62,25-63,6 (=PG 44, 1181Β). Ὅπ.π., 66,1-3 (=PG 44, 1184D). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 273,22-24 (=PG 46, 344D). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 5, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 131,25-133,4 (=PG 44, 1257C-1260A). Ὅπ.π., Λόγος 6, 144,26-145,13 (=PG 44, 1273ΑΒ). Ὅπ.π., Λόγος 7, 155,1-5 (=PG 44, 1284CD). Πρβλ. καί ὅπ.π., Λόγος 1, 17,4-8 (=PG 44, 1133Α). Ὅπ.π., Λόγος 4, 116,5-19 (=PG 44, 1240Β). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 156Α. Ὅπ.π., PG 46, 148Α. Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 202,5-6 (=PG 46, 276C).
36 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 61C-64Α. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 53,21-22 (=PG 46, 521D).
37 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 65,2-10 (=PG 44, 1184Β).
38 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 30,4-6 (=PG 45, 33C). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 11, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 327,14-15 (=PG 44, 1004D). Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, Η. Musurillo, GNO, τ.7,1, 39,24-40,1 (=PG 44, 333A). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 6, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 143,9-11 (=PG 44, 1272A). Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 55,13-18 (=PG 46, 524D). Πρβλ. καί Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 10, W. Jaeger, GNO, τ.2, 294,17-18 (=PG 45, 889D).
39 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 87,12-14 (=PG 45, 88Β). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 81C. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 56,9-12 (=PG 44, 472Α). Ὅπ.π., 159,21-28 (=PG 46, 589CD). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 385,17. 386,3 (=PG 45, 545ΒC). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 3, W. Jaeger, GNO, τ.2, 126,2-4 (=PG 45, 700D). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 5, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 153,2-4 (=PG 44, 869C). Ὅπ.π., Λόγος 12, 351,2-6 (=PG 44, 1021D). Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 254,4-6 (=PG 46, 661C). Πρβλ., ἐπίσης, ὅπ.π., Λόγος 13, 389,6-7 (=PG 44, 1053Β). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 37,22-38,4 (=PG 44, 1156C).
40 Βλ., σχετικῶς, Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 162,14-20 (=PG 44, 593ΑΒ). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 6, P.Alexander, GNO, τ.5, 386,6-10 (=PG 44, 708C). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 3, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 105,24-106,7. 106,22-107,2 (=PG 44, 1228AD).
41 Βλ. Εἰς τὴν ἡμέραν τῶν Φώτων, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 224,11-12 (=PG 46, 580D). Τήν ἐπίγνωση αὐτή τῆς ἀπώλειας τῆς πρώτης μακαριότητας, ἡ ὁποία ἐπέφερε στόν κατοικήσαντα ἀπέναντι τοῦ παραδείσου ἄνθρωπο(=Γεν. 3,24) «ἀδιάλειπτον ὀδύνην», ἐπισημαίνει ἐπίσης ὁ ἱερός Χρυσόστομος (Βλ. Ὁμιλίαι εἰς τήν Γένεσιν, Λόγος 18, PG 53, 152).
42 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 3, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 104,8-26. 105,5-9 (=PG 44, 1225AD). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 288,18-20 (=PG 46, 360C). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 7, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 208,9-16 (=PG 44, 912C). Βλ., ἐπίσης, Ἰ ω ά ν ν ο υ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ, Ὁμιλίαι εἰς τὴν Γένεσιν, Λόγος 9, PG 53, 79. Στήν τελευταία αὐτή ἑρμηνευτική μαρτυρία ὁ ἱερός πατήρ ἐπισημαίνει τήν μερική ἀνατροπή καί τόν περιορισμό τῆς «δεσποτείας» ἐπί τῶν ἄλλων κτισμάτων, τήν ὁποία κατεῖχε προπτωτικῶς ὁ ἄνθρωπος ὡς κατά μέθεξιν κοινωνός τοῦ βασιλικοῦ ἀξιώματος τοῦ Θεοῦ, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς «ἀνατροπῆς» ἀπό τόν Ἀδάμ τῆς ἐντολῆς καί τῆς παραβάσεως ἀπό αὐτόν τοῦ νόμου. Πρβλ., ἐπίσης, τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Λόγοι ἐννέα εἰς τὴν Γένεσιν, Λόγος 4, PG54, 593. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ ἄποψη τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ὅτι «κηδόμενος ἡμῶν καὶ φροντίζων ὁ Θεὸς, ἐξέβαλεν ἡμᾶς τῆς ἀρχῆς», καθώς καί ὅτι «οὐδὲ πάσης ἐξέβαλεν αὐτὸν(=τόν Ἀδάμ) τῆς ἐξουσίας», ἐφόσον τά «ἀναγκαῖα καὶ χρήσιμα καὶ πολλὴν εἰσφέροντα λειτουργίαν εἰς τὴν ζωὴν τὴν ἡμετέραν(=τά ζῶα), ταῦτα εἴασε μένειν τῇ δουλείᾳ» (ὅπ.π., Λόγος 3, PG 54, 592). Βλ., ὡσαύτως, Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 69,42-49 (=PG 94, 909A). Πρβλ. Π. Ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 527. Σχετικῶς μέ τό θέμα αὐτό ὁ Ν. Ξεξάκης σημειώνει ὅτι τό κυριαρχικό ἀξίωμα ἀναφέρεται «ὄχι μόνον εἰς τὸν ἔξω, ἀλλά καί κυρίως εἰς τὸν ἔσω ἄνθρωπον», ἐφόσον οἱ κατέχοντες τό ἡγεμονικό χάρισμα προπάτορες ὤφειλαν νά δεσπόζουν καί νά κατευθύνουν «τάς σκέψεις καί τάς πράξεις αὐτῶν συμφώνως πρὸς τὸ θεῖον θέλημα» (Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 211-212).
43 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 157,19-22 (=PG 44, 588C).
44 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 55,18-21 (=PG 46, 524D). Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 39,24-40,1 (=PG 44, 333Α). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 300,3-6 (=PG 46, 372C).
45 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 53,13-21 (=PG 46, 521D): «εἰ μέν γὰρ ἦμεν ὅπερ ἐξ ἀρχῆς ἐγενόμεθα, οὐκ ἄν πάντως τοῦ δερματίνου χιτῶνος προσεδεήθημεν ἐπιλαμπούσης ἡμῖν τῆς πρὸς τὸ θεῖον ὁμοιώσεως· ὁ δὲ θεῖος χαρακτὴρ ὁ ἐπιφαινόμενος ἡμῖν τὸ κατ’ ἀρχὰς οὐ ποιοῦ σχήματός τινος ἤ χρώματος ἦν ἰδιότης, ἀλλ’ οἷς τὸ θεῖον θεωρεῖται κάλλος τοιούτοις ἐκαλλωπίζετο καὶ ὁ ἄνθρωπος δι’ ἀπαθείας τε καὶ μακαριότητος καὶ ἀφθαρσίας τὴν ἐν τῷ ἀρχετύπῳ χάριν ἀπομιμούμενος».
46 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 65,2-9 (=PG 44, 1184Β). Βλ., ἐπίσης, J. D a n i é l o u, Platonisme, 55.
47 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες ΙΙΙ 6,3, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.1, 11-15. Ὅπ.π., Ι 6,5, 48-53. Βλ. Π λ ά τ ω ν ο ς, Φαίδων, I. Burnet, SCBO, τ.1, 62b,3-6.
48 Βλ. Π λ ά τ ω ν ο ς, Θεαίτητος, I. Burnet, SCBO, τ.1, 176a,5-8. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες Ι 6,5, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.1, 31-48 καί 54-57. Βλ., περί τοῦ σημείου αὐτοῦ, Κ. Γ. Ν ι ά ρ χ ο υ, Εἰσαγωγικά μαθήματα στή Φιλοσοφία, 211. Κ. Δ. Γ ε ω ρ γ ο ύ λ η, Ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας, 222.
49 Ἀπό τήν σχετική μέ τήν περί σώματος καί ψυχῆς πλατωνική διδασκαλία βιβλιογραφία βλ., ἐνδεικτικῶς, E.von I v a n k a, «Vom Platonismus», Schol 11(1936), 170-175. E. Δ. Θ ε- ο δ ώ ρ ο υ, Περὶ θεώσεως, 11-13. Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Ἡ Σάρκωσις, 16. Χ. Γ. Σ ω- τ η ρ ο π ο ύ λ ο υ, Θέματα ἀσκητικῆς ζωῆς, 32 ὑποσ.1. Ἀ. Ε. Μ π ι τ σ ά κ η, «Ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς κατά τόν Πλάτωνα», Θεολογία 66 (1965), 150-170. Γ. Π α τ ρ ώ- ν ο υ, Ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, 24.
50 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες Ι 4,13, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.1, 8-14,4. Ὅπ.π., Ι 6,7 30-39 καί 8,1-6. Ὅπ.π., 8,9,15-25. Βλ., ἐπίσης, περί τῆς ἀπόψεως αὐτῆς, Κ. Γ. Ν ι ά ρ χ ο υ, Εἰσαγωγικά μαθήματα στή Φιλοσοφία, 79-80. E. B r é h i e r, Παγκόσμιος Ἱστορία τῆς Φιλοσοφίας, 338.
51 Περί τῆς ἀντιλήψεως αὐτῆς βλ., ἐνδεικτικῶς, Κ. Γ. Ν ι ά ρ χ ο υ, Εἰσαγωγικά μαθήματα στή Φιλοσοφία, 85. Κ. Δ. Γ ε ω ρ γ ο ύ λ η, Ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας, 284.
52 Βλ., ἐνδεικτικῶς, Ὠ ρ ι γ έ ν ο υ ς, Ἐκλογαί εἰς τήν Γένεσιν, PG 12, 101ΑΒ. Τήν ἑρμηνευτική αὐτή ἐκδοχή τοῦ Ὠριγένους ἐπιβεβαιώνει ὁ Ἐπιφάνιος Κύπρου (Κατὰ αἱρέσεων, τὸ ἐπικληθὲν πανάριον εἴτουν κιβώτιον, K. Holl, GCS, τ.31, 412,11-15 [=PG 41, 1077Β]), ὁ ὁποῖος τήν χαρακτηρίζει ὡς «χλεύην». Κατὰ τόν Κ. Σκουτέρη, μέ τήν ἄποψη τοῦ Ὠριγένη φαίνεται νά συντάσσεται καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (Εἰς τά Θεοφάνεια, Λόγος 38, P.Gallay-C.Moreschini, SC, τ.358, 130,24-27 [=PG 36,324C]), ὅπου ὅμως κατά τόν χαρακτηρισμό τῆς «σαρκὸς» ὡς «παχυτέρας, θνητῆς καὶ ἀντιτύπου» προσδιορίζεται σέ ὅ,τι ἐπεσώρευσε στό γένος τῶν ἀνθρώπων τό γεγονός τῆς πτώσεως.Βλ., ἐπίσης, τ ο ῦ ἰ- δ ί ο υ, Εἰς τό ἅγιον Πάσχα, Λόγος 45, PG 36, 633Α. Σχετικῶς μέ τό θέμα αὐτό βλ. Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Συνέπειαι τῆς πτώσεως, 61-62. J. D a n i é l o u, «Les tuniques de peau chez Grégoire de Nysse», Glaube, Geist. Geschichte (1967), 355.
53 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 30,14-16 (=PG 45, 33C): «ὁ γὰρ χιτὼν τῶν ἔξωθεν ἡμῖν ἐπιβαλλομένων ἐστὶ, πρὸς καιρὸν τὴν ἑαυτοῦ χρῆσιν παρέχων τῷ σώματι, οὐ συμπεφυκὼς τῇ φύσει». Ἀς σημειωθεῖ ὅτι στό συγκεκριμένο χωρίο ὁ Γρηγόριος Νύσσης ὑπονοεῖ ὅτι ὁ «χιτὼν» μετά τήν «πρὸς καιρὸν χρῆσιν» αὐτοῦ παύει νά ἔχει λόγο ὑπάρξεως. Βλ., ἐπίσης, Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 108Α. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 62,18-63,3 (=PG 46, 532CD).
54 Βλ., ἐνδεικτικῶς, Ἀ θ α ν α σ ί ο υ, Εἰς τὸ πάθος τοῦ Κυρίου καί εἰς τὸν Σταυρόν, PG 28, 205D. 221A. Ἰ ω ά ν ν ο υ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ, Ὁμιλίαι εἰς τὴν Γένεσιν, Λόγος 18, PG 53, 149, ὅπου ὁ ἱερός πατήρ συνδέει τήν περιένδυση τῶν προπατόρων μέ τά «εὐτελῆ» ἐκ δέρματος συνιστάμενα ἐνδύματα μέ τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ Θεοῦ ὡς «φιλανθρώπου» καί «κηδεμόνος τῶν ἡμετέρων ψυχῶν», ἐφόσον ὁ φιλάνθρωπος Θεός ἀφ’ ἑνός μέν προφυλάσσει αὐτούς ἀπό τό «γυμνοὺς εἶναι καὶ ἐνασχημονεῖν», ἀφ’ ἑτέρου δέ καθιστᾶ τούς «δερματίνους χιτώνας» «ὑπόμνησιν διηνεκῆ τῆς τῶν ἀγαθῶν ἐκπτώσεως, καὶ τῆς τιμωρίας διδασκαλίαν» (Ὅπ.π., PG 53, 150). Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α- σ κ η ν ο ῦ, Τὰ ἱερὰ παράλληλα, PG 96, 64ΒC. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Λόγος εἰς τὴν ξηρανθεῖσαν συκῆν, PG 96, 581Β. Β α σ ι λ ε ί ο υ, Κεφάλαια τῶν κατὰ πλάτος ὅρων, PG 31, 977CD. Βλ., σέ συνάφεια μέ τό ζήτημα αὐτό, καί Π. Χ ρ ή σ τ ο υ, «Τό ἀνθρώπινον πλήρωμα», Κληρονομία 4(1972), 48, κατά τόν ὁποῖο, σύμφωνα μέ τήν ἄποψη τῆς κατά τό διφυές πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου, οἱ δερμάτινοι χιτῶνες συνιστοῦν «τό σχῆμα τῆς ἀλόγου φύσεως, τό ὁποῖον συνακολουθεῖται ἀπό τήν μῖξιν, τήν σύλληψιν, τόν τόκον, τήν τροφήν, τήν αὔξησιν, τό γῆρας, τόν θάνατον, ὄχι ὅμως καί ἀπό τό σῶμα ἐν συνόλῳ». Ν. Γ. Ξ ε ξ ά κ η, Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 218. Δ. Τ σ ά μ η, Εἰσαγωγή στή σκέψη τῶν Πατέρων, 200. Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Ἱστορία Δογμάτων, τ.2, 456-457.
55 Βλ. Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 299,24-300,2 (=PG 46, 372ΒC). Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 53,13-16 (=PG 46, 521D).
56 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 148C. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 41,3-4. 41,5. 41,8-10 (=PG 44, 333C). Ὅπ.π., 103,8-9 (=PG 44, 392D). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 1, P.Alexander, GNO, τ.5, 284,2-6 (=PG 44, 621D-624A). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 336,14-16 (=PG 44, 1012A). Πρὸς τοὺς βραδύνοντας εἰς τὸ Βάπτισμα, PG 46, 429Α. Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 304,23-305,6 (=PG 46, 377Α). Πρβλ. καί Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 1, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 86,13-88,10 (=PG 44, 1204C-1205D).
57 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 42,27-43,3 (=PG 46, 512Β). Πρβλ. Ἰ ω- ά ν ν ο υ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ, Περὶ ἀκαταλήπτου, Λόγος 2, R. Flacelière, SC, τ.28, 128 (=PG 48, 712).
58 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 55,18-23 (=PG 46, 524D). Ὅπ.π., 56,8-10 (=PG 46, 525Β). Πρβλ. Ἰ ω ά ν ν ο υ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ, Περὶ παρθενίας, H. Musurillo-B. Grillet, SC, τ.125, 104,14-16 (=PG 48, 536).
59 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 59,19-22 (=PG 46, 529Α). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 303,12-16 (=PG 46, 376ΑΒ). Ὅπ.π., 277,13-21 (=PG 46, 348C). Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 187,1-12 (=PG 46, 264ΒC). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 9, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 262,7-8. 262,13 (=PG 44, 953B). Πρβλ. καί Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 128,4-5 (=PG 44, 416Α).
60 Βλ. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 141,32-142,2 (=PG 44, 1140Α).
61 Βλ. Περὶ εὐποιΐας, Λόγος 2, A.Heck, GNO, τ.9, 120,17-20 (=PG 46, 481C). Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 60,21-24 (=PG 46, 529C). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 29Α.
62 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 58,8-24 (=PG 46, 528ΒC).
63 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 8, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 166,15-26 (=PG 44, 1297A). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 29ΑΒ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 88,3-15 (=PG 44, 509ΒC). Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 252,1-9 (=PG 45, 940Β).
64 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 58,24-59,2 (=PG 46, 528C). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 9, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 191,13-16 (=PG 44, 900C). Πρβλ. καί Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 7, P.Alexander, GNO, τ.5, 401,13-402,1 (=PG 44, 720D-721A).
65 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 45,20-22 (=PG 44, 457C).
66 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 148C-149Α. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 11, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 327,14-15 (=PG 44, 1004D).
67 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 62,18-20 (=PG 46, 532C): «νῦν μὲν γὰρ πᾶν τὸ παχὺ καὶ στερέμνιον ἐκ φύσεως ἔχει τὴν ἐπὶ τὸ κάτω φορὰν». Πρβλ. καί Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 1, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 89,5-9 (=PG 44, 1208Β). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 1, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 23,6 (=PG 44, 772Α).
68 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 45,13 (=PG 44, 457C). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 68,16-21 (=PG 44, 1188Α). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 272,15-23 (=PG 46, 344Α). Ὅπ.π., 294,17-21. 295,7-8. 295,18-19 (=PG 46, 365C-368A). Πρὸς τοὺς βραδύνοντας εἰς τὸ Βάπτισμα, PG 46, 420C. Πρβλ. καί Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 1, W. Jaeger, GNO, τ.2, 24,7-9 (=PG 45, 585C). Ἐγκώμιον εἰς τὸν μέγαν Βασίλειον, O.Lendle, GNO, τ.10,1, 113,27-114,2 (=PG 46, 793CD).
69 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 28C. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 42,17-19 (=PG 46, 512Α). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 9, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 277,2-3 (=PG 44, 965Β).
70 Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 111,5-9 (=PG 44, 400Β).
71 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 1, P.Alexander, GNO, τ.5, 284,4-7 (=PG 44, 624A). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 11, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 328,9. 329,18. 330,2 καί 10 (=PG 44, 1005ΑD). Ὅπ.π., 330,16-17. 332,10-11. 332,20-22 (=PG 44, 1008ΑD). Πρβλ. καί ὅπ.π., Λόγος 1, 25,3-6 (=PG 44,772D), ὅπου ὁ Γρηγόριος ἀναφέρεται στήν κατά γράμμα ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς. Σχετικῶς μέ τό θέμα αὐτό βλ., ὅπ.π., προοίμιον, 4,6-10 (=PG 44, 756ΑΒ). Ὅπ.π., 6,12-7,1 (=PG 44, 757CD). Ὅπ.π., Λόγος 6,190,16-18 (=PG 44, 900ΑΒ).
72Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 11, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 333,2-4 (=PG 44, 1009Α).
73 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 157,19-22 (=PG 44, 588C).
74 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 324,15-16 (=PG 44, 1016C). Ὅπ.π., 360,6. 360,13. 360,19 καί 361,7 (=PG 44, 1029BD). Ὅπ.π.,366,8 (=PG 44, 1033D).
75 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 55,15-21 (=PG 46, 524D): «τῆς ἀλόγου φύσεως ἐπεμίχθη τῷ ἀνθρώπῳ τὰ ἰδιώματα...πάντα γὰρ φέρει ἐν ἑαυτῷ τὰ ἰδιώματα ὁ δερμάτινος ἐκεῖνος χιτὼν ὅσα εἶχε περιέχων τὴν ἄλογον φύσιν, ἡδονήν τε καὶ θυμὸν καὶ γαστριμαργίαν καὶ ἀπληστίαν καὶ τὰ ὅμοια». Βλ. J. D a n i é l o u, «Les tuniques de peau chez Grégoire de Nysse», Glaube, Geist. Geschichte (1967), 365, ὅπου οἱ δερμάτινοι χιτῶνες χαρακτηρίζονται ὡς στοιχεῖο ἀλλότριο τῆς «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» πλασθείσης ἀνθρώπινης φύσεως, τό ὁποῖο προέκυψε κατόπιν τροποποιήσεως τοῦ σώματος πού κατεῖχε ὁ ἄνθρωπος πρίν ἀπό τήν πτώση. Πρβλ. καί R. L e y s, L’ image de Dieu, 109.
76 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 30,16-20 (=PG 45, 33CD): «οὐκοῦν ἐκ τῆς τῶν ἀλόγων φύσεως ἡ νεκρότης οἰκονομικῶς περιετέθη τῇ εἰς ἀθανασίαν κτισθείσῃ φύσει τὸ ἔξωθεν αὐτῆς περικαλύπτουσα, οὐ τὸ ἔσωθεν, τὸ αἰσθητὸν τοῦ ἀνθρώπου μέρος διαλαμβάνουσα». Πρβλ., περί τοῦ θέματος αὐτοῦ, καί Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Συνέπειαι τῆς πτώσεως, 66-67. Χ. Μ π ο ύ κ η, Ἡ Γλῶσσα, 41-42.
77 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46,108Α. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 62,18-63,3 (=PG 46,533Α). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 6, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 143,9-20 (=PG 44, 1272AB). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 302,17-20 (=PG 46, 373D).
78 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 205Α. Ὅπ.π., PG 44, 181ΑC. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 7, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 213,1-2. 213,8-9 (=PG 44,916Β). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 302,11-17 (=PG 46, 373CD). Βλ., ἐπίσης, Ν. Ἰ. Ν ι- κ ο λ α ΐ δ η, Θέματα Πατερικῆς Θεολογίας, 233.
79 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 181A. Ὅπ.π., PG 44, 205Α.
80 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 205Β. Ὅπ.π., PG 44, 192Β. Ὅπ.π., PG 44, 181C. Ὅπ.π., PG 44, 185Α. Πρβλ. καί Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 148C. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 161,16-20 (=PG 45, 393D). Τήν ἑρμηνευτική ἀντίληψη περί τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν πρώτη ζωή του ἀφ’ ἑνός μέν ὡς «κατ' εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργηθέντος, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὡς φέροντος τήν κατά τά φύλα διάκριση ἐπιχειρεῖ νά παρουσιάσει ὁ F. Floëri διά τῆς θεωρήσεως τοῦ σεξουαλικοῦ ἐνστίκτου ὡς μή ὑπάρχοντος, ἔτσι ὥστε ἡ ἀναπαραγωγικότητα μέν νά συνυπάρχει μέ τήν «ἀπάθεια», ἡ διάκριση δέ τῶν φύλων νά μή σχετίζεται μέ τόν θάνατο. Τόν ἐφάμαρτο τρόπο πολλαπλασιασμοῦ τοῦ ἀνθρώπινου γένους, καθώς καί τήν συνάρτηση τῆς κατά τήν διάκριση τῶν φύλων ἀναπροσαρμοσμένης λειτουργίας τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν κατάσταση τοῦ θανάτου ὁ F. Floëri συνδέει μέ τήν μεταπτωτική προσθήκη τῶν «δερματίνων χιτώνων» στό ζεῦγος τῶν γεννητόρων (Βλ. «Le sens de la “division de sexes”», RevSR 27[1953], 107-110). Πρβλ. Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Ἡ Σάρκωσις, 73. Κ. Ν. Β α- τ σ ι κ ο ύ ρ α, Ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου, 130. Ε. Κ. Π ρ ι γ κ ι π ά κ η, Ἡ Θεοτόκος (Διδακτορική Διατριβή), 167.
81 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 184D-185Α.
82 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 204D-205C. Ὅπ.π., PG 44, 188CD. Πρβλ. Ματθ. 22,30. Μάρκ. 12,25.
83 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 63,15-17 (=PG 46, 533Α): «εἰς οὐδὲν ἕτερον τῆς κατὰ τὸ ἄρρεν καὶ θῆλυ διαφορᾶς συνεργούσης τῇ φύσει πλὴν τῆς παιδοποιΐας». Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO τ.3,4, 71,24-72,2 (=PG 45, 73C).
84 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 185Β. Ὅπ.π., PG 44, 204CD.
85 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 205Α. Ὅπ.π., PG 44, 181C. Πρβλ. καί Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 303,9-12 (=PG 46, 376Α).
86 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 181BD. Ὅπ.π., PG 44, 185Α. Βλ., ἐπίσης, Κ. Ν. Β α τ σ ι κ ο ύ ρ α, Ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου, 125-126. Π. Χ ρ ή σ τ ο υ, Ἑλληνική Πατρολογία, τ, 4, 188-189.
87 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 181ΒC. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 161,15-20 (=PG 45, 393D).
88 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 8, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 389,2-7 (=PG 44, 1053Β).
89 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 6, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 145,6-13 (=PG 44, 1273AΒ).
90 Βλ. Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 302,17-27 (=PG 46, 373D-376Α). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO τ.3,4, 72,8-12 (=PG 45, 73C). Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 188ΑΒ. 189CD. Ἡ «ἐπινόηση» τοῦ γάμου καί ἡ δι’ αὐτοῦ «παιδοποιία» ἑρμηνεύεται καί ἀπό ἄλλους Πατέρες ὡς μέσον διασώσεως τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων ἀπό τόν θάνατο (Βλ., ἐνδεικτικῶς, περί τῆς προβαλλόμενης αὐτῆς ἀπόψεως, Μ α ξ ί μ ο υ Ὁ μ ο- λ ο γ η τ ο ῦ, Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε καί οἰκονομικά, PG 90, 132Β. Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 227,6-228,23 [=PG 94, 1208Α]. Ἰ ω ἀ ν ν ο υ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ, Ὁμιλίαι εἰς τὴν Γένεσιν, Λόγος 18, PG 53, 154. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Περὶ παρθενίας, H. Musurillo-B. Grillet, SC, τ.125, 142,68-71 (=PG 48, 544). Βλ., ἐπίσης, N. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τ.3, 208. G. F l o r o v s k y, Eastern Fathers, 188-189, ἀπό τόν ὁποῖο στό σημεῖο αὐτό ἐπισημαίνεται ἐπιρροή τοῦ Γρηγορίου ἀπό τόν Ὠριγένη. Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Ἡ Σάρκωσις, 90. Ν. Ἰ. Ν ι κ ο λ α ΐ δ η, Θέματα Πατερικῆς Θεολογίας, 246-247.