ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ Η ΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΟΗΣ ΠΤΩΣΗ ΑΥΤΟΥ

1. Ὁ πειρασμός τῶν προπατόρων καί ἡ παράβαση αὐτῶν.

α΄. Ἡ ἔννοια τοῦ ὑπό τοῦ διαβόλου πειρασμοῦ τῶν προπατόρων.

Ἡ ἀπαράμιλλη καί ἀσύγκριτη ἀξία τῆς δημιουργηθείσης φύσεως τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τῆς λοιπῆς κτιστῆς δημιουργίας, ἡ ὁποία ἐμφαίνεται κατά τήν δημιουργία αὐτοῦ ὡς κτισθέντος «κατ' εἰκόνα» τῆς ἀίδιας καί ἄκτιστης Τριαδικῆς θεότητας1, ἀναδεικνύεται κατά τήν ἀρχέγονη κατάστασή του ἀπό τό γεγονός τῆς ἐπιδόσεως ἀπό τόν Θεό σέ αὐτόν τῆς ἐντολῆς, πού διεσφάλιζε τήν παραμονή του ἐντός τῆς ζωῆς2 καί ἡ ὁποία ἐπέτασσε ἀφ’ ἑνός μέν τήν διά βρώσεως ἀπόλαυση κάθε φυόμενου ἐντός τῆς «φυτείας» τοῦ παραδείσου «ξύλου»(=Γεν.2,16)3, ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν ἀποφυγή τῆς γεύσεως τοῦ καρποῦ ἐκείνου ἀπό τό «ξύλον τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν»(=Γεν.2,17)4, ἀφοῦ ἡ γεύση του αὐτή θά ἐπέφερε τήν ἄρση τῆς ἐκ τῆς «μονοειδοῦς» διαβιώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπορρέουσας δυνατότητας ἀθανασίας του5.
Ἄς σημειωθεῖ εἰσαγωγικῶς ὅτι, ὅπως ἔχει κατά προσφυῆ τρόπο ἐπισημανθεῖ ἑρμηνευτικῶς ἀπό ὁρισμένους ἐρευνητές, ἡ δοθεῖσα αὐτή ὑπό τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο ἐντολή εἶχε τήν θεολογική ἔννοια μιᾶς «προκλήσεως τοῦ ἀνθρωπίνου αὐτεξουσίου», προκειμένου διά τῆς ὑπακοῆς νά ἐπέλθει ἡ ἐπίτευξη τῆς «σταδιακῆς καί κατά τάξιν πνευματικῆς ἀναπτύξεως»6 τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων. Ἡ πρόοδος αὐτή καί πνευματική ἀνάπτυξη συνιστοῦσε εὐλόγως μία κατά φύσιν κατάσταση τῆς ἀνθρωπότητας, ἡ ὁποία ἀπέρρεε μέν ἀπό τήν συμφυῆ μέ τόν ἄνθρωπο δυνατότητα τῆς διαρκοῦς αὐξήσεώς του στήν μέθεξη τῶν ἀγαθῶν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, κατεδείκνυε ὅμως τήν ὀντολογική διαφορά πού ὑφίσταται μεταξύ τῆς ἄκτιστης οὐσίας τοῦ τρισυπόστατου Θεοῦ καί τῆς ἐκ τοῦ μή ὄντος ἐλθούσης σέ ὕπαρξη διά τῆς δημιουργικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ οὐσίας τῶν κτιστῶν ὄντων7. Ἡ διαφορά αὐτή μεταξύ τοῦ διά τῆς ὑπό τοῦ Θεοῦ κτίσεως ἐλθόντος σέ ὕπαρξη ἀνθρώπου καί τοῦ ἀπρόσιτου καί ἀμέθεκτου κατά τήν ἄκτιστη οὐσία του Τριαδικοῦ Θεοῦ κατέστη κατά τήν ἑρμηνευόμενη σχετική θεολογική ἄποψη τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης τό σημεῖο ἐκμεταλλεύσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν ὑπό τήν μορφή τοῦ ὄφεως διάβολο, ἐφόσον διά τῆς παραβάσεως τῆς ὑπό τοῦ Θεοῦ δοθείσης ἐντολῆς ὁ ἄνθρωπος θά στρεφόταν πρός τό μή ὑπάρχον «κατ’ ἰδίαν ὑπόστασιν» κακό8.
Ἀπό μία εἰδικότερη διερεύνηση τῆς ἑρμηνευτικῆς προσεγγίσεως πού ἐπιτελεῖται ἀπό τόν Γρηγόριο καί ἀφορᾶ στήν κατ’ ἐντολήν τοῦ Θεοῦ νομοθέτηση τῆς ἐνδεδειγμένης συμπεριφορᾶς τοῦ διαβιοῦντος στόν παράδεισο προπτωτικοῦ ἀνθρώπου, συνάγεται ὅτι ὁ ὁρισθείς ἀπό τόν Θεό γιά τόν ἄνθρωπο πρός βρώση καρπός ἦταν ἀμιγής τοῦ κακοῦ καί ὡς ἐκ τούτου χαρακτηριζόταν ἀπό τήν σύγκλιση καί συμπερίληψη σέ αὐτόν τοῦ συνόλου τῶν ἀγαθῶν9.
Ἡ περιγραφεῖσα αὐτή προνομιοῦχος ἐκ μέρους τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μεταχείριση τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν προπτωτική του κατάσταση προκάλεσε σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ πατρός τήν ἐκδήλωση τοῦ πάθους τοῦ πρός τόν ἄνθρωπο φθόνου, πού χαρακτηρίζει τόν «ἐχθρὸν τῆς ζωῆς»10, τόν ὁδηγοῦντα αὐτόν στήν κατάσταση ἐκείνη κατά τήν ὁποία, ἐπιβουλευόμενος τόν φέροντα τήν θεία εἰκόνα ἄνθρωπο11, ἐπινοεῖ καί μηχανεύεται τήν ἀπόσπαση καί ἀπομάκρυνση αὐτοῦ ἀπό τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ καί ἀπό τήν κοινωνία του μέ αὐτόν12. Ὁ διάβολος, συνεπῶς, ὁ ὁποῖος ἐφεῦρε τήν κακία13 καί ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζεται ἀπό τόν Γρηγόριο, λόγῳ τῆς ὠθήσεως πού ἀσκεῖ πρός αὐτήν14, ὡς ἀντιτιθέμενος καί ἐναντιούμενος στό ἀγαθό15, ἀποπειρᾶται δι’ ἐξαπατήσεως16 τήν πραγματοποίηση τῆς προσβολῆς τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν προβαλλόμενο πειρασμό. Τήν προσβολή αὐτή μέ ἐπιδίωξη τήν παράβαση ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς σχετικῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ ἐπιχειρεῖ καί πραγματοποιεῖ ὁ ὑπό τήν μορφή τοῦ ὄφεως διάβολος μέ τήν ὑπόδειξη διαπράξεως τοῦ κακοῦ, πού συνιστοῦσε ἡ παρακοή καί παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, συνοδευόμενη ἀπό ἐπιτήδειο ἐξωραϊσμό καί δόλια ἀπόκρυψη καί ἐκμηδένιση τῶν συνεπειῶν τῆς παραβάσεως αὐτῆς17. Καί τοῦτο, διότι ἡ παρουσίαση καί ἀνάδειξη στόν ἄνθρωπο τόσο τῆς φύσεως τῆς ὑπ' αὐτοῦ ἐφευρεθείσης κακίας ὅσο καί τῶν συνεπειῶν τῆς παρακοῆς καί παραβάσεως τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ δέν θά ἀπέφερε φυσικά τό ἀναμενόμενο καί προσδοκώμενο ἀπό αὐτόν ἀποτέλεσμα18.
Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τήν ἐκτιθέμενη σχετική διδασκαλία τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης, ἡ ὑπόδειξη καί παρότρυνση τοῦ διαβόλου τῆς παραβάσεως ἐκ μέρους τῶν προπατόρων τοῦ θείου νόμου, ἡ ὁποία ἀποσκοποῦσε στήν διακοπή καί κατάργηση τῆς ἀπό τόν Τριαδικό Θεό παρεχόμενης στούς προπάτορες εὐλογίας19, δολίως καί παραπλανητικῶς ἐμφανίσθηκε ὡς προτροπή πού θά ἀπέφερε, ἀντί τῆς συνεπαγόμενης ἀπώλειας τῶν ἰδιωμάτων τοῦ «πατρικοῦ χαρακτῆρος» πού φέρει ὁ ἄνθρωπος20, τήν ἔξοδό τους ἀπό τά ὅρια τῆς φύσεώς τους καί τήν μετάβασή τους στόν χῶρο τῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ καί τήν συνακόλουθη κατάσταση ἰσοθεΐας21. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι ἡ «γνῶσις» αὐτή τοῦ Θεοῦ τήν ὁποία εὐαγγελιζόταν ὁ «ἀρχέκακος ὄφις» μέ τήν δόλια καί συκοφαντική καί παραπλανητική συμπεριφορά του γιά τούς προπάτορες, ἡ ὁποία ἐπρόκειτο νά ἐπέλθει κατ' αὐτόν διά τῆς διανοίξεως τῶν ὀφθαλμῶν τῶν προπατόρων, ἑρμηνεύεται ἀπό τόν Γρηγόριο ὄχι ὡς ἐπίγνωση τῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ, πού ἀπορρέει ἀπό μία διανοητική διεργασία, ἀλλά ὡς κατά βούλησιν ροπή τῆς διαθέσεως τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν θεία φύση.
Γίνεται, ἔτσι, σαφές γιά τόν Γρηγόριο ὅτι μέ τήν ἀπόδοση σέ αὐτήν τήν ἀπατηλῶς ἐπαγγελθεῖσα «γνῶσιν», πού θά ἀποκτᾶτο μέ τήν βρώση τοῦ καρποῦ τοῦ ἀπαγορευθέντος «ξύλου», τῆς ἔννοιας ὄχι προφανῶς τῆς «ἐπιστήμης» ἀλλά τῆς «διακρίσεως»22, ἀναδεικνύεται εὐκρινῶς ἡ ἐπιθυμητική διάθεση τῆς ψυχῆς ὡς τό ἐπίκεντρο τῆς στοχεύσεως τῆς προσβολῆς καί παραπλανήσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν διάβολο καί ἀναφαίνεται κατ' αὐτόν τόν τρόπο ἡ μεταστροφή καί ἀλλοίωση τῆς λειτουργίας της. Αὐτό κατά τόν ἐπίσκοπο Νύσσης συμβαίνει, διότι ἡ μετά τήν παρακοή καί παράβαση τῆς θείας ἐντολῆς ἀλλοιωθεῖσα λειτουργία τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀποσκοπεῖ πλέον ὄχι στήν ἀπόλαυση τῶν δωρεῶν καί τῆς χάριτος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται διά μιᾶς διαρκῶς αὐξανόμενης μεταβολῆς πρός τό «κρεῖττον»23, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας ἡ ἐν λόγῳ λειτουργία τέθηκε ἐξ ἀρχῆς στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά στήν ἐπιφέρουσα τήν ἀπώλεια τῆς πρώτης μακαριότητας κινητική δραστηριότητα «ἐπὶ τὰ μὴ δέοντα», πού ἐπῆλθε φυσικά ἀπό τήν δι' ἐξαπατήσεως παρότρυνση τῶν προπατόρων ἐκ μέρους τοῦ διαβόλου πρός βρώση τοῦ ἀπαγορευθέντος καρποῦ καί ἀπό τήν ἐπακολουθήσασα παράβαση ἀπό αὐτούς τῆς δοθείσης ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ24.

β΄. Τό «ξύλον» τῆς γνώσεως.

Κατ’ ἄμεση συνάφεια πρός τά παραπάνω ἐκτεθέντα περί τῆς ὑπό τοῦ Γρηγορίου ἑρμηνευτικῆς προσεγγίσεως τῆς δοθείσης ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο ἐντολῆς πρός ἀποφυγή τῆς βρώσεως τοῦ ἐπιφέροντος τόν θάνατο καρποῦ καί τῆς παρακινήσεως ἡ ὁποία ἔγινε ἀπό τόν διάβολο πρός παράβαση αὐτῆς τῆς ἐντολῆς, θεωρεῖται ἐπιβεβλημένη ἡ περαιτέρω διερεύνηση καί ἀνάδειξη τῶν προσδιοριστικῶν στοιχείων τῆς φύσεως τοῦ «ξύλου» ἐκείνου πού καρποφοροῦσε τήν περί τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ γνώση, τοῦ «ξύλου» δηλαδή «τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν», καί τοῦ ἐξ αὐτοῦ φυόμενου καρποῦ25, ἀφοῦ τά ἐν λόγῳ στοιχεῖα συνιστοῦν ὡς πρός τήν διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου τίς προϋποθέσεις ἑρμηνείας τῆς μετά τήν πτώση καταστάσεως τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Μέ τόν καθορισμό ἀπό τόν ἱερό πατέρα τῶν ἰδιοτήτων τῶν ὑποδειχθέντων πρός βρώση καρπῶν καί μέ τήν ἀνάδειξη αὐτῶν ὡς παρεχόντων τήν μετά διακρίσεως γνώση καί τήν διηνεκῆ παραμονή τῆς ἀνθρωπότητας στήν ζωή26 ἀφ’ ἑνός μέν ἐντοπίζεται καί προβάλλεται ὡς κεντρικό σημεῖο τῶν ἐντός τοῦ παραδείσου φυομένων ἡ ζωή27, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἀποκλείεται ἀπό τά ὑπό τοῦ Θεοῦ φυτευθέντα δένδρα ὁ θεωρούμενος «ἀφύτευτος» καί «ἄρριζος» θάνατος, ὡς μή ἔχων θέση μεταξύ αὐτῶν28. Μέ τήν ὑπόδειξη, ἐπιπροσθέτως, καί ἀναφορά τῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ ἀπαγορευμένου πρός βρώση καρποῦ ἀναδεικνύεται ἡ ἐξ ἀνακράσεως τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ ὑπάρχουσα φύση αὐτοῦ29, ἡ ὁποία, ἐν ἀντιθέσει πρός τήν ἁπλή καί «μονοειδῆ» φύση τῆς ὄντως ἀγαθῆς τρισυπόστατης θεότητας30, ὑπέκρυπτε ἐντός μιᾶς φαινομενικῆς γλυκύτητας καί εὐαρεστήσεως τήν ἐκ τῆς ἀνακράσεως τῆς γνώσεως καί ἐκ τῆς κακῆς ἐπιλογῆς καί παρακοῆς ἐπιθυμία τοῦ κακοῦ πού ἐπέφερε τήν πτώση καί τόν θάνατο τῶν προπατόρων31. Ἡ ἀνακεκραμένη γευστική ἐμπειρία αὐτοῦ τοῦ εἴδους τοῦ καρποῦ – σημειώνει ὁ Γρηγόριος Νύσσης – ἐπειδή εἶναι δυνατόν λόγῳ κακῆς ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου ἐπιλογῆς νά ἀνοίξει γιά τήν ἀνθρώπινη φύση τήν εἴσοδο στόν θάνατο32, ἐπιφέρει σέ αὐτήν τήν πεῖρα τῆς ἁμαρτίας, τό εἶδος τῆς ὁποίας διακρίνεται ἀπό τήν διά τῆς πρόσκαιρης καί ἐπίπλαστης εὐχαριστήσεως ἐπικάλυψη τῶν παθῶν, πού ἐπιφέρουν τήν πικρή γεύση τοῦ θανάτου33.
Ἀπό τά ὡς ἄνω ἐκτεθέντα στοιχεῖα διακρίνεται εὐκρινῶς ἡ ἀποτυπωμένη στήν διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου συνάρτηση καί ἀλληλουχία τῶν γεγονότων, τά ὁποῖα ὁδήγησαν τόν ἄνθρωπο στήν πτώση καί στίς ἐξ αὐτῆς ἀναδειχθεῖσες συνέπειες. Κατά τήν διατυπωμένη ἑρμηνευτική αὐτή ἄποψη, ἡ ἀποδοχή ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου τῆς προτροπῆς τοῦ ὑπό τήν μορφή τοῦ ὄφεως διαβόλου γιά τήν βρώση τοῦ καρποῦ, τοῦ ἐπιφέροντος τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό καί τόν συνακόλουθο θάνατο μέσῳ τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία κατέστη γεγονός διά τῆς παρακοῆς, συνεπάγεται, κατ’ ἀντιδιαστολήν πρός τήν ἐπιδιωκόμενη ἀκόρεστη ἀπόλαυση τῶν δωρεῶν τῆς Τριαδικῆς θεότητας34, τόν κορεσμό τοῦ ἀνθρώπου ὡς πρός τήν διά τῆς παρακοῆς διάπραξη τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία ἔχει ὡς ὀδυνηρή συνέπεια τήν ἀλλοτρίωση τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἐν μετουσίᾳ Θεοῦ διαβίωσή του καί τήν ἀντικατάσταση τῆς «θειοτέρας» ζωῆς μέ τήν «κτηνώδη» καί «ἄλογον»35.
Ἡ ἀποστέρηση τῆς δυνατότητας τῆς ἀθανασίας, ἡ ὁποία ἐπῆλθε μέ τήν εἴσοδο τοῦ θανάτου στήν φύση τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, κατέστη, σύμφωνα μέ τόν ἐπίσκοπο Νύσσης, διά τῆς ἐκτάσεως τῆς δυνάμεως τοῦ θανάτου ἐπί τῶν ἐπερχομένων γενεῶν, κληρονόμημα ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους36, τό ὁποῖο ἔκτοτε, διά τῆς γεύσεως τοῦ καρποῦ, πού ἔφερε τήν περιγραφεῖσα ἀνακεκραμένη γνώση – ἡ ὁποία ἑρμηνεύεται ἀπό τόν Γρηγόριο ὡς ἡ κατά τήν ἄσκηση τοῦ «αὐτεξουσίου» ἐπιλογή τοῦ ἀγαθοῦ ἤ τοῦ κακοῦ37 ‒, ἐπιδεικνύει βίο ἐκ «φωτός» καί «σκότους» ἀναμεμιγμένο καί κατευθυνόμενο εἴτε πρός τήν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς εἴτε πρός τήν διάπραξη τοῦ κακοῦ38.
Κατά τήν πραγμάτευση τοῦ θέματος τῆς φύσεως τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως ἀπό τόν Γρηγόριο διερευνᾶται ἀπό τόν ἴδιο καί τό συναφές ζήτημα τῆς ἀνάγκης νά γίνει κατανοητή ἡ δυνατότητα συνυπάρξεως στόν ἴδιο χῶρο τόσο τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως, τοῦ ἐπιφέροντος λόγῳ κακῆς ἐπιλογῆς καί παρακοῆς τόν θάνατο, ὅσο καί τοῦ παρέχοντος τήν ζωή στούς προπάτορες «ξύλου τῆς ζωῆς». καί τοῦτο, διότι, κατά τόν ἱερό πατέρα, παρόλον ὅτι ἕνας εἶναι ὁ παράδεισος καί νοεῖται ὡς κύκλος, τά δύο αὐτά δένδρα συνιστοῦν ἐξ αἰτίας τοῦ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετου εἴδους αὐτῶν κέντρα μή δυνάμενα ὡς ἐκ τῆς φύσεώς τους νά ταυτισθοῦν39. Τό σημεῖο, βεβαίως, αὐτό ἀναδεικνύει κατά τόν Γρηγόριο μία ἀντίθεση φαινομενική, ἀφοῦ ἡ ἑρμηνευτική κατανόηση πού πρέπει νά ἐπιτελεῖται κατά τόν Νύσσης, προκειμένου νά χειραγωγεῖται ἡ διάνοια ἐπί τά «θειότερα»40 ὑποδεικνύει τήν ἀντίληψη ὅτι ἡ ἀποστροφή ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου τῆς βρώσεως τοῦ καρποῦ τοῦ ζείδωρου δένδρου, τοῦ «ξύλου» δηλαδή τῆς ζωῆς, συνιστᾶ, διά τῆς ἀκολουθούσης βρώσεως τοῦ καρποῦ τοῦ «ξύλου» τῆς γνώσεως, ἀπαρχή εἰσόδου τοῦ θανάτου στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου41. Γίνεται, ἔτσι, σαφές γιά τόν ἐπίσκοπο Νύσσης ὅτι τό καρποφοροῦν τήν ἀνακεκραμένη γνώση παραδείσιο «ξύλον» τυγχάνει, ὅπως ἔχει ἤδη σημειωθεῖ, τό μέσον τῆς παιδευτικῆς ἐκγυμνάσεως τοῦ «αὐτεξουσίου» καί τῆς προαιρετικῆς διαθέσεως τοῦ ἀνθρώπου, προκειμένου αὐτός νά ἐπιτύχει τήν διά τῆς μεθέξεως τῶν ἀγαθῶν καί τῶν δωρεῶν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἀπόλαυση αὐτῶν, γεγονός στό ὁποῖο ἐξ ἀρχῆς ἀποσκοποῦσε ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπινου γένους ἀπό τόν Τριαδικό Θεό42.

γ'. Ὁ ὑπό τήν μορφή τοῦ ὄφεως καί διά τοῦ ψεύδους παραπλανήσας τούς προπάτορες διάβολος.

Κατά τήν ἔκθεση τῆς ἰδιαιτέρως ἐνδιαφέρουσας διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου Νύσσης περί τῶν αἰτίων καί τῆς φύσεως τῆς παρακοῆς τῶν προπατόρων καί περί τῆς συνακόλουθης ἀπώλειας ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς μακαριότητας πού ἀπολάμβανε κατά τήν πρώτη ζωή, ἀναπτύσσονται ἐκ παραλλήλου οἱ ἀπόψεις τοῦ ἱεροῦ πατρός τόσο περί τῆς φύσεως ὅσο καί περί τοῦ φθονεροῦ πρός τόν ἄνθρωπο διά τῆς παραπλανήσεώς του ἔργου τοῦ διαβόλου. Προβαίνοντας σέ ἑρμηνευτική ἐπισκόπηση τῆς διδασκαλίας τῆς Γραφῆς περί τῆς ὑπό τοῦ ὄφεως παραπλανήσεως τῶν προπατόρων τονίζει μέ ἔμφαση ὅτι ἐπρόκειτο σαφῶς περί τοῦ ἐμφανισθέντος μέ τήν μορφή ὄφεως «ἀρχεκάκου δαίμονος», ὁ ὁποῖος διά τῆς συκοφαντήσεως τοῦ Θεοῦ καί διά τοῦ ψεύδους μηχανεύθηκε κατά φθονερό τρόπο τήν παραπλάνηση τοῦ ἐπιβουλευόμενου ἀπό αὐτόν ἀνθρώπου. Ἡ διά τῆς παραπλανήσεως αὐτῆς ἀπομάκρυνση τῶν προπατόρων ἀπό τόν Θεό ἐπινοήθηκε κατ' αὐτόν τόν δόλιο καί φθονερό πρός τόν ἄνθρωπο τρόπο ἀπό τόν «ἀρχέκακον ὄφιν» ἤ «ἀρχέκακον δαίμονα», ἐπειδή ἡ παντοδύναμη εὐλογία τοῦ Θεοῦ ὑπερίσχυε φυσικά τῶν περιορισμένων δυνατοτήτων τοῦ διαβόλου43.
Ἀπό τήν προσδιοριστική αὐτή θεώρηση τῆς φύσεως καί τοῦ ἔργου τοῦ διαβόλου γίνεται εὐχερής ἡ ἀνάδειξη ἀπό τόν ἱερό πατέρα τῆς φύσεως αὐτοῦ ὡς ἐπίβουλης, πού ὀφείλεται στό ὅτι ἀπεστράφη μέ τήν βούλησή του τήν ἀγαθότητα καί ἐναντιώθηκε σέ αὐτήν44, καί δεδομένου ὅτι τό κακό ἔχει προσδιορισθεῖ ἀπό τόν Γρηγόριο ὡς μή ὑπάρχον ὀντολογικῶς ἀλλ' ὡς θεωρούμενο καί ἀναδεικνυόμενο ἀπό τήν στέρηση καί τήν ἀλλοτρίωση τοῦ ἀγαθοῦ καί τῆς ἀρετῆς45. Κατά τήν σχετική διερεύνηση τῆς φύσεως τῶν κτιστῶν ὄντων καί ἐπιλαμβανόμενος εἰδικότερα ὁ Γρηγόριος τοῦ προσδιορισμοῦ τῆς κτιστῆς φύσεως τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων, τονίζει ὅτι αὐτές ἦλθαν σέ ὕπαρξη ἀπό τόν Θεό πρό τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου καί ὑπογραμμίζει παραλλήλως ὅτι σκοπός τῆς ὑπό τοῦ Θεοῦ κτίσεως αὐτῶν ἦταν καί παραμένει ἡ τήρηση τῆς ἑνότητας τοῦ περιγείου τόπου καί ἡ διαφύλαξη αὐτοῦ46.
Ἀναφερόμενος ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης στήν κτιστή φύση τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων ἐπισημαίνει, πρῶτον, τήν ὕπαρξη τῆς σύμφυτης μέ αὐτήν ἰδιότητας τοῦ δοθέντος «αὐτεξουσίου»47, τοῦ ὁποίου ἡ ἐσφαλμένη, ἀλαζονική καί κακή χρήση ὑπό τοῦ ἀποστατήσαντος ἀπό τόν Θεό διαβόλου καί τῶν ἀκολουθησάντων αὐτόν προκάλεσε τήν ἔκπτωσή τους ἀπό τήν φύση καί τήν τάξη τῶν ἀγαθῶν ἀγγέλων καί τήν περιέλευσή τους στήν φύση καί στήν τάξη τῶν πονηρῶν δαιμόνων48. ἐπισημαίνει, δεύτερον, τήν ὕπαρξη στήν κτιστή φύση τῶν ἀγγέλων τῆς χαρακτηρίζουσας ὅλη τήν νοητή φύση ἀθανασίας, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας ὁ ἀποστατήσας καί ἐκπεσών διάβολος, ὁ τῆς «κακίας δαίμων», θά παραμείνει αἰωνίως ἀπομακρυσμένος49 ἀπό τόν «ἐν ἀγαθότητι» κτίσαντα αὐτόν Θεό50.
Ὁ ἀποστατήσας, λοιπόν, ἐξ ἰδίας βουλήσεως ἀπό τό ἀγαθό καί ἐκπεσών ἀπό τήν ἀγαθή ἀγγελική φύση καί τάξη διάβολος κατέστησε τόν ἑαυτό του γεννήτορα τῆς ἐκπορεύουσας τήν ἁμαρτία κακίας51, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία, μή δυνάμενος νά ἀνεχθεῖ τήν δημιουργία τοῦ πλασθέντος κατ' εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων52, εἰσήγαγε, διά τῆς ἑκούσιας ροπῆς τῆς ἀντιστρατευόμενης τό ἀγαθό διαθέσεώς του53, καί συντηρεῖ ἔκτοτε τήν καινοφανῆ κατάσταση τῆς ἐκδηλώσεως τοῦ φθόνου54. Ἡ ἐκδηλωθεῖσα καί παγιωθεῖσα διάθεσή του αὐτή κατέστη ἔκτοτε ἡ αἰτία πού σηματοδότησε τήν ἀρχή τῆς συσσωρεύσεως ὅλων τῶν δεινῶν55, στόν μέν διάβολο διά τῆς ἐξωθήσεως τῆς φύσεώς του στό ἀπώτατο σημεῖο ἔνδειας καί στερήσεως ὡς πρός τό ὄντως ἀγαθό56, στόν ἄνθρωπο δέ διά τῆς ἐκδιώξεώς του ἀπό τήν παραδείσια πρώτη οἰκία αὐτοῦ, συνέπεια ἡ ὁποία προῆλθε καί ἀναδείχθηκε ἀπό τήν ἀποτυχία διαφυλάξεως τῶν κοσμούντων τό γένος αὐτοῦ θεοπρεπῶν χαρακτηριστικῶν57.
Γίνεται, ὡς ἐκ τούτου, σαφές ὅτι, ὅπως συνάγεται ἀπό τίς ἀναπτυσσόμενες ἀπόψεις τοῦ Γρηγορίου, στό πάθος τοῦ φθόνου, στό ὁποῖο ἀποδίδονται οἱ προϋποθέσεις κατανοήσεως τῆς ὑπάρξεως τῆς κακίας, πού ὑφίσταται ἀπό τήν «ἀποστροφὴν τοῦ κρείττονος»58, ἀνάγεται ἡ αἰτία τῆς ἀποκλίσεως ἀπό τόν ἀρχικό σκοπό τῆς διανοητικῆς ἐνέργειας τοῦ διαβόλου, τήν ὁποία, ἐνῶ ὅλη ἡ φύση τῶν ἀγγέλων ἔλαβε ἀπό τόν Θεό ὡς δύναμη συμπράττουσα στήν μέθεξη τῆς μεγαλωσύνης καί τῆς παντοδυναμίας αὐτοῦ, τό ἐξ αἰτίας τῆς ἐπάρσεως καί τοῦ φθόνου καί τῆς κακίας ἐκπεσόν πνεῦμα τῆς διαστροφῆς59 μετέτρεψε σέ μέσο ἀπεργαζόμενο τήν ἐξαπάτηση τοῦ ἀνθρώπου καί τήν παράσυρσή του στήν διάπραξη τοῦ ἁμαρτήματος τῆς παρακοῆς τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ60.
Ἐνδεικτικό, ἐπίσης, στοιχεῖο τῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου συνιστᾶ τό σημεῖο ἐκεῖνο, κατά τό ὁποῖο ὁ ἀναφερόμενος ἀπό τήν Γραφή ὄφις, ὑπό τήν μορφή τοῦ ὁποίου παρουσιάστηκε ὁ διάβολος, τυγχάνει τῆς δέουσας ἑρμηνευτικῆς πραγματεύσεως ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης, κατά τρόπον ὥστε ἡ φυσιολογία τοῦ ἑρπετοῦ αὐτοῦ νά θεωρεῖται ἀφ' ἑνός μέν ὡς ὑποδεικνύουσα τά στοιχεῖα πού προσδιορίζουν τήν παρακινούμενη ἀπό δόλια πρόθεση συμπεριφορά αὐτοῦ61, ἀφ' ἑτέρου δέ ὡς ἐμφαίνουσα ‒καί ὑπό τήν ἔννοια βεβαίως τῆς ὑπό τήν μορφή του ἐμφανίσεως τοῦ διαβόλου ‒ τό γεγονός τῆς ἐγκαθιδρύσεως ἔκτοτε τῆς καταστάσεως κατοχῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό αὐτόν καί τῆς συναφοῦς θεωρήσεώς του ὡς ὑπηκόου σέ αὐτόν διά παραπλανήσεως62.
Μέ τήν ἑρμηνευτική ἀναφορά του ἀρχικῶς στήν περιγραφή τῆς φυσιολογίας τῆς κεφαλῆς καί τῶν φολίδων τοῦ ὄφεως προβαίνει ὁ Γρηγόριος σέ ἑρμηνευτικό συμβολισμό τοῦ ἀρχικοῦ πλήγματος πού ὑπέστη ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν διάβολο, τό ὁποῖο συντελέσθηκε διά τῆς ἐξαπατήσεως, καί τῶν πολυειδῶν κεφαλαίων τῆς ἡδονῆς ἀντιστοίχως, ἀφοῦ ὁ ὄφις ἐμφαίνει καί παριστᾶ τό «καθ’ ἡδονὴν» πάθος ἐν γένει63. Στήν μορφολογία καί λειτουργία, ἐξ ἄλλου, τῶν φολίδων τοῦ ὄφεως, οἱ ὁποῖες ἐκ φύσεως ἐξυπηρετοῦν τήν διευκόλυνση τῆς πρός τά ἐμπρός κινήσεως τοῦ ἑρπετοῦ, καί διά τῶν ὁποίων ἐν τούτοις καθίσταται δυσχερής ἡ πρός τά πίσω ἕλξη αὐτοῦ64, ἀναγνωρίζει ὁ ἱερός πατήρ διά συμβολισμοῦ τήν δυσμενῆ γιά τόν ἄνθρωπο συνέπεια τῆς μετά δυσκολίας ἀπεμπλοκῆς καί ἀπομακρύνσεως ἀπό τήν ἡδονή πού εἰσῆλθε ἅπαξ στόν βίο του διά τοῦ ὀλισθήματος τῆς παρακοῆς καί παραβάσεως τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ65.
Διά τοῦ εἴδους, ἐξ ἄλλου, καί τῆς μορφῆς τῆς κινήσεως τοῦ ὄφεως, ἡ ὁποία συνίσταται στό νά συστρέφεται καί νά ἕρπει «ἐπὶ τὸ στῆθος καὶ τὴν κοιλίαν», διερμηνεύεται ἀπό τόν Γρηγόριο ὁ πηλώδης καί εὐτελής χαρακτήρας τῆς ἡδύνουσας μέν τίς σωματικές αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου, ἐπιφέρουσας δέ σέ αὐτόν τόν πνευματικό ὄλεθρο καί θάνατο66 πικρότατης σιτίσεως67, ἡ ὁποία θεωρεῖται ὡς ἐξ ὁλοκλήρου ἀντιτιθέμενη στήν ἐμπεριέχουσα τό πλήρωμα τῶν ἀγαθῶν παραδείσια τροφή68 καί ἡ ὁποία, διά τῆς παρακινήσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν φθονήσαντα αὐτόν διάβολο69, προκειμένου νά παραβεῖ τήν ὑπό τοῦ Θεοῦ δοθεῖσα ἐντολή70, προβάλλεται σέ αὐτόν ὡς δελεαστική πρόταση71.
Ἀπό τά ἀνωτέρω ἐκτεθέντα στοιχεῖα τῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου Νύσσης συνάγεται σαφῶς ὅτι κατά τόν ἱερό πατέρα ἡ γένεση καί ἡ ἀρχή καί ἡ εἰσαγωγή στήν ἀνθρωπότητα τῆς ὀλέθριας κακίας ἀποδίδεται στόν πατέρα τοῦ ψεύδους καί διαφθορέα δι’ ἐξαπατήσεως τῆς φύσεως τῶν ἀνθρώπων72, στόν «ἀρχέκακον ὄφιν»73, ὁ ὁποῖος, ἄν καί κτίσθηκε ὡς «ἀδελφὸς» τόσο ὅλων τῶν νοητῶν ὄντων ὅσο καί τοῦ δημιουργηθέντος«κατ' εἰκόνα» καί «καθ' ὁμοίωσιν» Θεοῦ ἀνθρώπου74, κατέληξε, λόγῳ τῆς διά τῆς αὐτεξούσιας προαιρέσεώς του ἀλλοτριώσεώς του ἀπό τό ἀγαθό, τῆς ἐπάρσεώς του καί τῆς κατά τοῦ Θεοῦ ἀποστασίας, σέ ἔκπτωση ἀπό τίς ἀγγελικές τάξεις. Ἐπέφερε δέ, ἐξ ἄλλου, στόν ἄνθρωπο, διά τῆς παραπλανήσεώς του καί διά τῆς ἀλλοτριώσεώς του ἀπό τήν «μετουσίαν» τοῦ Θεοῦ, πού προῆλθε ἀπό τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τήν ἀπόλαυση τῶν δοθεισῶν σέ αὐτόν δωρεῶν75, τήν κατάσταση τῆς ἐκ τῆς παραβάσεως πτώσεώς του καί ἀμαυρώσεως τοῦ «κατ' εἰκόνα» πού χαρακτηρίζεται ἀπό τήν εἰσαγωγή τῆς ἁμαρτητικῆς διαθέσεως καί τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου76.

2. Ἡ φύση τοῦ ἁμαρτήματος τῆς παρακοῆς τῶν προπατόρων.

Τό ζήτημα τοῦ προσδιορισμοῦ τῆς φύσεως τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἀπασχολεῖ ἰδιαιτέρως τόν Γρηγόριο Νύσσης κατά τήν ἔκθεση τῆς περί τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλίας του καί συνιστᾶ βασικότατο στοιχεῖο αὐτῆς. Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τίς ἐκτιθέμενες ἐνδιαφέρουσες ἑρμηνευτικές ἀπόψεις του περί τῆς ἔννοιας τοῦ ἁμαρτήματος τῆς παρακοῆς καί παραβάσεως τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς διά τῆς πτώσεώς του προκληθείσης ἀπώλειας τῆς πρώτης μακαριότητας ἐπισημαίνει ὅτι ὡς προϋπόθεση αὐτῆς τῆς παρατηρούμενης δυσμενοῦς καταστάσεως διαβιώσεως τοῦ ἀνθρώπου, πού ἀκολούθησε τήν ἔκπτωσή του ἀπό τήν «ἀρχαίαν εὐκληρίαν», πρέπει νά θεωρηθεῖ ἡ συναίνεση αὐτοῦ στήν ὑπό τοῦ διαβόλου παρακίνησή του πρός ἀθέτηση τῆς ἀπό τόν Θεό δοθείσης ἐντολῆς, ἡ ὁποία ἐπέφερε τήν ἀλλοίωση καί μεταστροφή τῆς διαθέσεώς του πρός τήν διάπραξη τοῦ κακοῦ διά τοῦ ὀλισθήματος τῆς παρακοῆς. Ἡ «κατ' εἰκόνα» Θεοῦ δημιουργία τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τό χαρακτηριστικό τῆς κατά χάριν ἁγιότητας καί τοῦ«αὐτεξουσίου», πού συνίσταται στήν ἐλεύθερη μετοχή ἀπό αὐτόν τῶν δωρεῶν καί ἐνεργειῶν τοῦ κατά φύσιν ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ καί δεικνύει τό στοιχεῖο τῆς γνησιότητας τοῦ ἀνθρώπινου γένους, δέν συνεπάγεται βεβαίως καί τήν παγίωση αὐτοῦ στήν ἐν λόγῳ κατάσταση, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶχε ἐξ ἀρχῆς λόγῳ τοῦ «αὐτεξουσίου» τήν δυνατότητα τῆς ἐπιλογῆς νά ἀρνηθεῖ τό στοιχεῖο τῆς ἀρχέγονης καταστάσεως καί αὐθεντικότητάς του καί νά προσχωρήσει στήν ἀντιτιθέμενη στό ὄντως ἀγαθό κατάσταση77.
Εἶναι ἀναγκαῖο νά σημειωθεῖ εἰσαγωγικῶς ὅτι τό γεγονός τῆς ὀδυνηρῆς καί θλιβερῆς καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου «ἐπὶ τὴν γῆν»78 κατέστη, ὅπως εἶναι εὔλογο, τό ἀντικείμενο ἰδιαίτερης στοχαστικῆς ἐνασχολήσεως τῆς φιλοσοφικῆς σκέψεως, στήν ὁποία εἶναι δυνατόν νά ἀνιχνευθοῦν τά κατά τίς ἑκάστοτε διατυπωθεῖσες ἀπόψεις θεωρούμενα ὡς αἴτια τῆς πτώσεως τῆς ἐκ φύσεως «ἐπτερωμένης» τέλειας ψυχῆς79 στόν αἰσθητό καί ὑλικό κόσμο καί τοῦ ἐγκλεισμοῦ της στό σῶμα πού ἐθεωρεῖτο τό δεσμωτήριό της. Εἰδικότερα, κατά τήν πλατωνική φιλοσοφική σκέψη ὡς αἴτιο τῆς ἀποβολῆς τῶν πτερῶν τῆς ψυχῆς, πού πραγματοποιήθηκε διά βαρύνσεως καί πτώσεως, θεωρεῖται τό ἀτόπημα τῆς «λήθης» καί τῆς «κακίας»80, τό ὁποῖο ἀπορρέει ἀπό τήν ἀνάδειξη τῆς ψυχῆς ὡς ἀπαίδευτης ἀναφορικῶς μέ τήν ἀρετή81 καί προσδίδει στήν ἐπιθυμητική δύναμη τῆς ψυχῆς τήν δυνατότητα ὑπερισχύσεώς της ἔναντι τῆς δυνάμεως καί λειτουργίας τοῦ θυμοειδοῦς, γεγονός τό ὁποῖο ἐπέφερε τήν πτώση καί τήν εἴσοδο αὐτῆς στήν περιοχή τῆς «γενέσεως» καί τῆς ὕλης82.
Σύμφωνα, ἐξ ἄλλου, μέ τήν φιλοσοφική ἄποψη τοῦ Πλωτίνου ἡ ψυχή, πού συμπεριλαμβάνεται στήν ἐμπεριέχουσα τό «Ἕν» καί τόν «νοῦν» ἑνιζόμενη τριάδα αὐτῶν τῶν πλωτινικῶν ὑποστάσεων, ἁμαρτάνει, καθόσον, ἀντί τῆς ἐπιδιώξεώς της, ὡς προϊούσης ὑποστάσεως, νά παραμείνει δι’ ἐνατενίσεως πλησίον τῆς ὑποστάσεως τοῦ «νοῦ», ἐκ τῆς ὑπεραφθονίας τῆς ὁποίας διά μιᾶς αἰώνιας καί ἄχρονης γεννήσεως προῆλθε83, στρέφεται πρός τήν ἀντανάκλασή της καί θεωρεῖ ἑαυτήν ἀντί τῆς προσδίδουσας σέ αὐτήν τήν ὕπαρξη πρωτοτύπου «νοήσεως». Διά τοῦ γεγονότος τῆς προσελκύσεως τῆς ψυχῆς ἀπό τήν εἰκόνα της ἐπέρχεται κατά τόν Πλωτίνο σύγχυση, ἐπακόλουθο τῆς ὁποίας καθίσταται ἡ κάθοδος καί ἡ ὑποδούλωση τῆς ψυχῆς στίς μεταβολές τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου καί στίς σχετιζόμενες μέ τό σῶμα παντοειδεῖς ἀνησυχίες, οἱ ὁποῖες ἔκτοτε καταδυναστεύουν τόν ἄνθρωπο84. Κατά τήν φιλώνεια, ἐπίσης, θεώρηση τοῦ ἐξεταζόμενου θέματος ἡ πτώση καθίσταται τό ἐπακόλουθο τῆς ἐξαπατήσεως καί τῆς διαφθορᾶς τοῦ ἐκλαμβανόμενου ὡς γήινης διάνοιας Ἀδάμ, μέσῳ τῆς ὑποδηλώνουσας τήν αἴσθηση Εὔας, ἀπό τόν ὄφι πού προσδιορίζει ἑρμηνευτικῶς τήν δι’ ἡδονῆς τέρψη85.
Ἀπό τήν εἰδικότερη θεώρηση τῆς ἑρμηνευτικῆς πραγματεύσεως πού κάνει ὁ Γρηγόριος Νύσσης ὡς πρός τό γεγονός τῆς παρακοῆς καί παραβάσεως ἐκ μέρους τῶν προπατόρων τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀπώλειας τῆς ὄντως ζωῆς καί τῆς μακαριότητάς τους πού ἀκολούθησε, προκύπτει ὅτι ὡς αἴτιο τῆς διαταράξεως καί ἀλλοιώσεως τῆς ἰσορροπίας τῶν δυνάμεων86 τῆς ψυχῆς τῶν προπατόρων κατά τόν πειρασμό τους ἀπό τόν διάβολο θεωρεῖται ἡ ἐκ τῆς φιλαυτίας ὑπερίσχυση καί ἐπικράτηση τῆς ἐπιθυμίας γιά τήν διάπραξη τῆς παραβάσεως τῆς θείας ἐντολῆς καί τήν πραγμάτωση τῆς ἀπατηλῶς προβληθείσης ἰσοθεΐας, τήν ὁποία ὁ ἱερός πατήρ προσδιορίζει εὐκρινῶς καί χαρακτηριστικῶς ὡς μία ἀναδειχθεῖσα παρά φύσιν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου87. Καί τοῦτο, διότι κατά τήν ἑρμηνευτική ἀντίληψη τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης δι’ αὐτῆς ἀφ' ἑνός μέν ἐπῆλθε ἡ παρέκκλιση καί ἐκτροπή τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν «συνηγμένην» καί «ἀδιάχυτον» φυσική ἐνέργεια αὐτοῦ, πού ἀποσκοποῦσε στήν κατά χάριν συνάφεια τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Τριαδικό Θεό88, ἀφ' ἑτέρου δέ προκλήθηκε καί ἐπιβλήθηκε στήν ἐκδήλωση τῆς αὐτεξούσιας διαθέσεως τοῦ ἀνθρώπου ἡ ροπή πρός τήν «αἵρεσιν τῆς κακίας», ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπό τόν Γρηγόριο ὡς μή ἔχουσα ὀντολογικῶς ὑπόσταση89. Ὁ χαρακτηρισμός αὐτός τῆς κακίας ὡς ὀντολογικῶς ἀνυπόστατης90, πού ἀποτελεῖ οὐσιῶδες σημεῖο τῆς θεολογικῆς σκέψεως καί διδασκαλίας τοῦ ἱεροῦ πατρός, κατ' οὐσίαν ὁδηγεῖ τόν Καππαδόκη θεολόγο νά ὑπογραμμίσει ὅτι ἡ ἀνάδειξη τοῦ κακοῦ ὡς μιᾶς καταστάσεως, πού ἐπέφερε τήν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν κατά φύσιν ὑπάρχουσα ὡς ἀγαθή καί πηγή τῆς ἀγαθότητας Τριαδική θεότητα91 διά τῆς κατά τήν ἐλεύθερη βούλησή του ἐκτροπῆς καί μεταστροφῆς τῆς «διαθέσεώς» του92, καί ἡ ὁποία συνετέλεσε στήν παράβαση τοῦ ἀνθρώπου καί στήν πτώση του, κατ' οὐδένα φυσικά τρόπο πρέπει νά θεωρηθεῖ ὅτι ἀνάγει τήν αἰτία της στόν κατά φύσιν ἅγιο καί ἀγαθό Θεό93. Ἡ αἰτία αὐτῆς τῆς καταστάσεως κατά τόν Γρηγόριο εἶναι ἡ ἐκπεσοῦσα τῆς ἀγαθῆς ἀγγελικῆς φύσεως πονηρή φύση τοῦ «ἀρχεκάκου δαίμονος», καθώς καί ἡ ἐκτραπεῖσα ἀπό τήν κατάσταση τῆς ἀγαθότητας καί τῆς συνάφειας καί τῆς δοξολογικῆς σχέσεως πρός τόν Θεό διά τῆς ἐπιβουλῆς τοῦ διαβόλου καί διά τῆς ἐσφαλμένης καί κακῆς χρήσεως τοῦ «αὐτεξουσίου» φύση τοῦ ἀνθρώπου94.
Μέ τήν ἀποβλέπουσα, ἔτσι, στήν ἀπατηλή αὐτονόμηση τοῦ ἀνθρώπου καί στήν ἀποστασία του ἀπό τόν Θεό ὀλισθηρή καί ἄστοχη καί ἐπώδυνη αὐτή πράξη τῆς παρακοῆς ἐπῆλθε ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου95, πού συνιστᾶ ρήξη τῆς ἐν ἐνεργείᾳ δοξολογικῆς σχέσεως αὐτοῦ πρός τόν Τριαδικό Θεό, καί ἀκολούθησε ἡ μεταβίβαση τῆς παρά φύσιν αὐτῆς καταστάσεως τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου στούς ἀπογόνους τοῦ Ἀδάμ96. Αὐτοί, μέ τήν εἰσαχθεῖσα ἔτσι φθορά ὅλης τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, πού ἀπορρέει ἀπό τό διά τῆς παρακοῆς ἁμάρτημα τῶν προπατόρων, ἔρχονται ἀντιμέτωποι μέ τήν πραγματική κατάσταση τῆς ἁμαρτίας, πού προϋφίσταται κάθε ἄλλου ἁμαρτήματος ἤ σφάλματος προσωπικοῦ97. Λόγῳ, λοιπόν, τῆς ἰδιότητας τῆς ἀνθρώπινης φύσεως νά εἶναι κοινή, ὁλοκληρωμένη καί ἀμέριστη ποιοτικῶς σέ κάθε μετέχοντα σέ αὐτήν ἄνθρωπο98, καί ἐπειδή στά πρόσωπα τῶν προπατόρων ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος «ὑφίσταται φθοράν τῆς γνησιότητός του»99, τό προπατορικό ἁμάρτημα δέν ἐκλαμβάνεται ὡς παράπτωμα καθενός ἀνθρώπου κατά τρόπον μεμονωμένο, ἀλλά θεωρεῖται ὡς «δεδομένη φθορά τῆς ὅλης ἀνθρωπίνης φύσεως»100, τῆς ὁποίας καθεμία ξεχωριστή ἀνθρώπινη ὑπόσταση εἶναι ἐπί μέρους φορέας. Τό παραπάνω ἀναφερθέν ἑρμηνευτικό σημεῖο ἀποκλείει φυσικά τήν ἀποδοχή ἀπό τόν Γρηγόριο τῆς ἀντιλήψεως περί τῆς μεταβιβάσεως κληρονομικῶς τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος στούς ἀπογόνους τοῦ Ἀδάμ ὡς ἐνοχῆς101.
Σέ συνάφεια μέ τά ἀνωτέρω λεχθέντα πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Γρηγόριος Νύσσης, στό πλαίσιο τοῦ προσδιορισμοῦ τῆς αἰτίας καί τῆς φύσεως τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, καθώς καί τῆς ἑρμηνείας πού δίνει στήν παραπλανητική προτροπή καί παρότρυνση ἐκ μέρους τοῦ διαβόλου στόν ἄνθρωπο γιά παρακοή πρός τόν Θεό καί ἀπομάκρυνση ἀπό αὐτόν, πράγμα τό ὁποῖο θά ἐσήμαινε ἀναμφιβόλως εἴσοδο τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου στήν φύση του102, ἀποδίδει τήν αἰτία αὐτῆς τῆς διά τῆς παρακοῆς ἀποστασίας καί ἀπομακρύνσεώς του ἀπό τόν Θεό, ἐκτός ἀπό τήν ἐπιβουλή καί τήν ἐπήρεια τοῦ «ἀρχεκάκου δαίμονος», καί στήν «διημαρτημένην» χρήση τοῦ ὑπό τοῦ Θεοῦ δοθέντος σέ αὐτόν «αὐτεξουσίου»103. Αὐτό εἶναι εὔλογο, δεδομένου ὅτι κατά τόν Γρηγόριο ἡ εὐθύνη τῆς ἐγκαταλείψεως τῆς βιώσεως τῆς «ἀρχαίας εὐκληρίας» βαρύνει ἐξ ὁλοκλήρου τόν ἐνεργοῦντα διά τῆς ἐλεύθερης βουλήσεώς του104 ἄνθρωπο105. Ὑπογραμμίζεται, ἔτσι, ἰδιαιτέρως ἀπό τόν Γρηγόριο ἡ προσωπική εὐθύνη τοῦ προπάτορος στό γεγονός τῆς ἀποπομπῆς του ἀπό τήν πατρική ἑστία, ἀφοῦ μέ τήν συναίνεσή του στήν ὑποκίνησή του ἀπό τόν διάβολο γιά τήν διάπραξη τῆς παρακοῆς ἐπέδειξε ὁμολογουμένως ἐσφαλμένη καί ἄστοχη κρίση κατά τήν διά τῆς χρήσεως τοῦ «αὐτεξουσίου» ἐπιλογή106 τῆς παραβάσεως τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ καί τῆς συνακόλουθης ἀπομακρύνσεως ἀπό αὐτόν.
Ἡ ἀποδιδόμενη, ὡς ἐκ τούτου, στήν «ἀβουλίαν» τοῦ προπάτορος107 καί ἐπιφέρουσα τήν πτώση του «ἀρχαία παράβασις»108 τῆς παρακοῆς109 συνετέλεσε ἀφ’ ἑνός μέν στήν ἀποποίηση ἐκ μέρους τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου τῆς κατά χάριν συγγένειας αὐτοῦ μέ τόν πλάσαντα αὐτόν καί προγινώσκοντα τήν «παρατροπὴν» Θεό110, ἀφ’ ἑτέρου δέ στήν λόγῳ αὐτῆς ἀναδειχθεῖσα ὁμοίωσή του καί «πονηρὰν συγγένειάν» του μέ τόν «ψευδώνυμον πατέρα», τόν πατέρα τῆς ἁμαρτίας, τόν διάβολο111. Καί ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος – σημειώνει ἐμφαντικῶς ὁ Γρηγόριος ‒ ὀφείλει τήν ὕπαρξή του ὡς προσώπου στήν κοινωνία του μέ τόν «γνωριζόμενον καὶ προσκυνούμενον ἐν τρισὶ τελείαις ὑποστάσεσι»112 Τριαδικό Θεό, ἡ ἀπομάκρυνσή του ἀπό αὐτόν συνιστᾶ οὐσιαστικῶς τήν ἀφορμή τῆς ἐξαχρειώσεως τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου καί τῆς ἀλλοτριώσεώς του καί καταλήξεώς του σέ «προσωπεῖον»113, δεδομένου ὅτι μέ τήν ἀπώλεια ἀφ' ἑνός μέν τῆς κοινωνίας του μέ τόν Θεό, ἀφ' ἑτέρου δέ τῆς ἀρχέγονης μακαριότητάς του καί αὐθεντικότητάς του ὡς ἐλεύθερου ἔλλογου δημιουργήματος καί προσώπου ὁ ἄνθρωπος περιέρχεται στό «μὴ εἶναι»114. Πρόκειται, δηλαδή, ὅπως ἔχει προσφυῶς χαρακτηρισθεῖ, γιά μία «ὕβρη» ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία, διά τῆς ρήξεως τῆς σχέσεώς του ὡς δημιουργήματος μέ τόν Τριαδικό Θεό, συνιστᾶ πράγματι μία «ὀντολογική παραχάραξη»115, καθόσον ἐπέφερε τήν ἐκτροπή καί ἀλλαγή τῆς κατά φύσιν πορείας τοῦ ἀνθρώπου πρός μέθεξη τῆς χάριτος καί τῶν δωρεῶν καί τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, πού ἐξ ἀρχῆς τέθηκε ὡς ἀποτέλεσμα μιᾶς δοξολογικῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Τριαδικό Θεό, σέ ἄλλη, ἀντίθετη δηλαδή, κατεύθυνση. Ἑρμηνεύεται, ἐξ ἄλλου, ὡς ἀποστέρηση τοῦ ἀνθρώπου τῆς «ὑπάρξεώς» του, ἀφοῦ ἡ ἀνθρώπινη ὀντότητα περισώζεται ἀποκλειστικῶς διά τῆς κοινωνίας της μέ τόν ἀιδίως καί ὄντως ὑπάρχοντα Τριαδικό Θεό116. Ὡς τέτοιου εἴδους τό ἁμάρτημα τῶν προπατόρων δέν συνιστᾶ ἁπλῶς μία ἀποτυχημένη προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά καταστεῖ ἰσόθεος (=Γεν. 3,5), ἀλλά καθίσταται κατ' οὐσίαν ἡ γενεσιουργός αἰτία τῆς ἐξαχρειώσεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ἀφοῦ μέ τήν ἀπώλεια τῆς κοινωνίας της μέ τόν Τριαδικό Θεό ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου χάνει τήν ὑπόστασή της καί ἐκφαυλίζεται καί ἐξαχρειώνεται καί καθίσταται πλέον «παρὰ φύσιν»117. Γίνεται, λοιπόν, προφανές ἀπό τήν ἑρμηνευτική θεώρηση τῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου Νύσσης περί τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ὅτι ἡ ὀδυνηρή αὐτή ἀπώλεια τῆς σχέσεως καί τῆς κοινωνίας τοῦ πεπτωκότος διά τῆς παρακοῆς ἀνθρώπου μέ τόν Τριαδικό Θεό – πού προαιωνίως ὑπάρχει ὡς ἡ ὄντως καί ἀληθῶς ζωή –, ἡ ὁποία στερεῖ οὐσιαστικῶς ἀπό τόν ἄνθρωπο τήν κατά Θεόν ὕπαρξη καί ζωή, δέν συνιστᾶ βεβαίως κενό λόγο ἤ φιλοσοφικό στοχασμό, ἀλλά εἶναι, ὅπως προσφυῶς ἔχει παρατηρηθεῖ, «ἀποκλειστικῶς θεολογική κατηγορία»118, μία δηλαδή πραγματικότητα, τήν ὁποία τό ἀνθρώπινο γένος βιώνει ἔκτοτε συνεχῶς.










1 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 25,11-18 (=PG 45, 29Β). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 347,19-348,2. 348,7-9 (=PG 44, 1020C).
2 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 348,9-11 (=PG 44, 1020C).
3 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 196D. Πρβλ. καί Εἰς τὸν ὅσιον πατέρα ἡμῶν Ἐφραίμ, PG 44, 841D. Στό σημεῖο αὐτό ἄξια ἀναφορᾶς θεωρεῖται ἡ ἑρμηνεία, πού δίνει ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός στό «ξύλον τῆς ζωῆς» , σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὡς «ξύλον τῆς ζωῆς» θά πρέπει νά ἐκληφθεῖ ὡς ἡ «ἐκ πάντων τῶν αἰσθητῶν ἐγγινομένη θειοτέρα ἔννοια καὶ ἡ δι' αὐτῶν ἐπὶ τὸν ἁπάντων γενεσιουργόν τε καὶ δημιουργὸν καὶ αἴτιον ἀναγωγὴ» (Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 74,72-74 [=PG 94, 917Β]). Βλ., σχετικῶς, Ν. Ἰ. Ν ι κ ο λ α ΐ δ η, Θέματα πατερικῆς Θεολογίας,260-261.
4 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 197ΑΒ. 200Α. Πρβλ. καί Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 107,10-15 (=PG 44, 396CD).
5 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 81B. Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W.Jaeger, GNO, τ.2, 385,17-18 (=PG 45, 545Β). Πρβλ. καί Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 55,8 (=PG 46, 524C). Πρὸς τοὺς βραδύνοντας εἰς τὸ Βάπτισμα, PG 46, 421Α. Ὁ Π. Τρεμπέλας ἑρμηνεύοντας τήν ὑπό τοῦ Θεοῦ ἐπίδοση τῆς ἐντολῆς αὐτῆς στόν ἄνθρωπο τονίζει ὅτι θά «ἠδύνατο ὁ Θεός νά δημιουργήσῃ ἐξ ἀρχῆς τόν ἄνθρωπον εἰς κατάστασιν ἀτρέπτου ἀναμαρτησίας», ἀλλά στήν περίπτωση αὐτή θά ἀναδεικνυόταν εὐλόγως ἡ διαπίστωση ὅτι ὁ ἄνθρωπος «θα παρουσίαζε τήν ἀθωότητα νηπίου καί αὐτομάτου τινός ἀριστοτεχνήματος τῆς θείας δεξιᾶς», πράγμα τό ὁποῖο θά ἐσήμαινε ὅτι «μηδεμίαν ἠθικήν ἀξίαν ἐξ ἑαυτοῦ» θά εἶχε ὁ ἄνθρωπος (Δογματική, τ.1, 514). Ἐξαιρετικῶς ἐνδιαφέρουσα θεωρεῖται, ἐξ ἄλλου, ἡ σχετική μέ τό θέμα αὐτό ἑρμηνευτική προσέγγιση τοῦ Ἰ. Καραβιδοπούλου, κατά τήν ὁποία ὡς ἑρμηνευτική προϋπόθεση τῆς κατανοήσεως τῆς ἀπαγορεύσεως ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ τῆς βρώσεως ἀπό τόν ἄνθρωπο τοῦ καρποῦ ἐκείνου, τοῦ ἐπιφέροντος τήν γνώση τοῦ καλοῦ καί τοῦ πονηροῦ, δύναται νά τεθεῖ καί νά θεωρηθεῖ τό φιλολογικό σχῆμα τῆς χρησιμοποιήσεως ἑνός ζεύγους ἀντίθετων ὅρων, προκειμένου νά δηλωθεῖ ἡ ὁλότητα. Ὑπ’ αὐτό τό ἑρμηνευτικό πρίσμα ὁ ἐν λόγῳ καρπός ἐμφαίνει τήν παγγνωσία, ὄχι ὡς θεωρητική ἔννοια ἀλλά ὡς πρακτική δυνατότητα γνώσεως καί πραγματοποιήσεως τῶν πάντων, ἡ ὁποία ἐν τούτοις ἀνήκει ἀποκλειστικῶς στόν Τριαδικό Θεό («Ἡ γνῶσις τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ», Γρηγόριος Παλαμᾶς 44[1961], 332-334).
6 Ν. Γ. Ξ ε ξ ά κ η, Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 200. Κ. Ε. Π α π α π έ τ ρ ο υ, «Προπατορικόν ἁμάρτημα», ΘΗΕ 10(1967), 636. Ν. Ἰ. Ν ι κ ο λ α ΐ δ η, Θέματα πατερικῆς Θεολογίας, 249-250. Βλ., ἐπίσης, Ἀ θ α ν α σ ί ο υ, Περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, Ch.Kannengiesser, SC, τ.199, 272,28-274,39 (=PG 25, 101Β). Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ(;), Κατὰ Ἀπολιναρίου, Λόγος 1, PG 26, 1104C. 1120B. Β α σ ι λ ε ί ο υ, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, PG 31, 344Β. Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Θ ε ο λ ό γ ο υ, Εἰς τά Θεοφάνεια, Λόγος 38, P.Gallay-C.Moreschini, SC, τ.358, 128,7-8 (=PG 36, 324Β). Ἰ ω ά ν ν ο υ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ, Ὁμιλίαι εἰς τήν Γένεσιν, Λόγος 16, PG53,130. 133. Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 77,37-43 (=PG 94, 924AB). Περί τῆς θεωρήσεως, ἐπίσης, ἀπό τόν Ἀνδρέα ἐπίσκοπο Κρήτης τῆς ὑπό τοῦ Θεοῦ δοθείσης ἐντολῆς στόν πρῶτο ἄνθρωπο ὡς «οἱονεὶ γυμνασίου αὐτῷ προτεθέντος πρὸς τὴν δι' ἀρετῆς εἰς ὑπακοὴν πίστεως τελειότητα», διά τῆς τηρήσεως τῆς ὁποίας «τῆς εἰκόνος τὸ θεοειδὲς ἀλώβητον διασώζοιτ' ἄν, καὶ τῆς πρὸς τὸ ἀρχαῖον κάλλος ἀποτυπώσεως ἐν ταὐτῷ μένοι τὸ ἀφομοίωμα, τῆς οἰκείας οὐκ ἐξιστάμενον μονιμότητος», βλ. Ε. Κ. Π ρ ι γ κ ι π ά κ η, Ἡ Θεοτόκος (Διδακτορική Διατριβή), 162.
7 Βλ. Μ α ξ ί μ ο υ Ὁ μ ο λ ο γ η τ ο ῦ, Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε καί οἰκονομικά, PG 90, 1180Β. Ὁ Ν. Ματσούκας σημειώνει σχετικῶς ὅτι ἐνδιαμέσως τοῦ Θεοῦ καί τῆς κτίσεως ὑφίσταται «μεγάλη ἀπόσταση καί ριζική ἑτερότητα» (Κόσμος, 51).
8 Βλ. Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 299,12-16 (=PG 46, 372Α). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 7, P.Alexander, GNO, τ.5, 407,8-9 (=PG 44, 725Β). Βλ.,ἐπίσης, Μ α ξ ί- μ ο υ Ὁ μ ο λ ο γ η τ ο ῦ, Πρὸς Θαλάσσιον, PG 90, 644BC. Κατὰ τόν ἱερό πατέρα ἡ διά τῆς παραβάσεως τῆς θείας ἐντολῆς ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ζωογόνο ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἐπέφερε τήν «ἀπογένεσιν εἰς τὸ μὴ ὄν». Ψ ε υ δ ο-Δ ι ο ν υ σ ί ο υ Ἀ ρ ε ο π α γ ί- τ ο υ , Περὶ θείων ὀνομάτων, B.R.Suchla, Corpus Dionysiacum. I, 206,12. (=PG 3, 897Β), ὅπου γίνεται ἀναφορά στό «τὰ ὄντως ὄντα πρὸς τὸ μὴ εἶναι διαπεσεῖν».
9 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 58,5-6 (=PG 44, 473Α). Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 196D-197Α. Πρβλ. καί Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 46,5 (=PG 44, 1161D).
10 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 53,21 (=PG 46, 521D).
11Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 29ΑC. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 10, W.Jaeger, GNO, τ.2, 293,1-2 (=PG 45, 888D). Πρβλ. καί Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 122,5-13 (=PG 44, 409ΒC). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 51,11-13 (=PG 44, 793Β).
12 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 25,21-24. 26,3-6 (=PG 45, 29C). Στό σημεῖο αὐτό θεωρεῖται σκόπιμη ἡ ἀναφορά μιᾶς διατυπωμένης ἀπό τόν ἱερό Χρυσόστομο ὑποθέσεως, κατά τήν ὁποία, «καὶ διαβόλου οὐκ ὄντος», τό ζεῦγος τῶν προπατόρων θά ἁμάρτανε, καθόσον «ὁ ὑπὸ τῆς γυναικὸς οὕτως εὐκόλως ἀναπεισθεὶς Ἀδὰμ... ταχέως ἄν ἀφ’ ἑαυτοῦ πρὸς τὴν ἁμαρτίαν κατέπεσεν, ὅ καὶ μείζω ἄν αὐτῷ τὴν τιμωρίαν ἐποίησε» (Λόγος παραινετικὸς 1 πρὸς Σταγείριον, PG 47, 435). Ἑρμηνεύοντας τήν ἄποψη αὐτή τοῦ ἱεροῦ πατρός ὁ Π. Τρεμπέλας ἐκλαμβάνει αὐτή ὡς «ἐξ ὁλοκλήρου ἀληθῆ» προκειμένου περί τῶν ἐπιγόνων ἐκείνων τοῦ πρώτου ζεύγους, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδή ἐμμένουν στό κακό μή ἀποδεχόμενοι τό σωτήριο ἔργο τῆς ἐν Χριστῷ θείας οἰκονομίας, «κἄν ἔτι δέν ἐλάμβανε χώραν ἡ παράβασις τοῦ Ἀδάμ, ἐν αὐτῷ τῷ Παραδείσῳ γεννώμενοι καί ὑπ' οὐδενός πειρασμοῦ ἐρεθιζόμενοι, ἀσφαλῶς θά ἔπιπτον, καθάπερ καί οἱ ἀπ’ αὐτοῦ τοῦ ἐπουρανίου κόσμου πεπτωκότες ἄγγελοι» (Δογματική, τ.1, 518).
13 Βλ. Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 285,7-8,13 (=PG 46, 609C). Ἐγκώμιον εἰς τὸν μέγαν Βασίλειον, O.Lendle, GNO, τ.10,1, 114,24-115,2 (=PG 46, 796Β). Πρβλ. καί Εἰς τὸ ἅγιον καὶ σωτήριον Πάσχα, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 311,14-15 (=PG 46, 684C). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 8, P.Alexander, GNO, τ.5, 425,8-9 (=PG 44, 740D). Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 209,2 (=PG 46, 281B).
14 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 56,21-22 (=PG 45, 60C). Πρβλ. Εἰς τοὺς ἁγίους τεσσαράκοντα μάρτυρας, O.Lendle, GNO, τ.10,1, 163,24-164,1 (=PG 46, 780D).
15 Ἀπό τό πλῆθος τῶν σχετικῶν χωρίων βλ., ἐνδεικτικῶς, Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 57,21-22 (=PG 46, 525D). Εἰς τὸ ἅγιον καὶ σωτήριον Πάσχα, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 311,8-11 (=PG 46, 684Β). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 14, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 422,3-5 (=PG 44, 1081ΑΒ). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 6, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 148,11-14 (=PG 44, 1276D). Ἐγκώμιον εἰς τὸν ἅγιον πρωτομάρτυρα Στέφανον, O.Lendle, GNO, τ.10,1 81,1-2 (=PG 44, 708Β). Εἰς τὸν βίον τῆς ὁσίας Μακρίνης, V.W.Callahan, GNO, τ.8,1, 379,23 (=PG 46, 968C).
16 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 51,13-14 (=PG 44, 793Β). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 8, P.Alexander, GNO, τ.5, 438,10-12 (=PG 44, 752Β). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 37,22-24 (=PG 44, 1156C). Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 53,21-23 (=PG 46, 521D). Ὅπ.π., 57,21-22 (=PG 46, 525D). Ἐγκώμιον εἰς τὸν μέγαν Βασίλειον, O.Lendle, GNO,τ. 10,1, 115,1-4 (=PG 46, 796Β). Εἰς Πουλχερίαν παραμυθητικὸς λόγος, A.Spira, τ.9, 472,4-6 (=PG 46, 877A). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 302,15-16 (=PG 46, 373D). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 56,22-57,1 (=PG 45, 60C). Πρβλ. καί Μ. Κ ω ν σ τ α ν τ ί ν ο υ, «Ἡ πτώση», Γρηγόριος Παλαμᾶς, 72(1989), 551-552, ἀπό τόν ὁποῖο χαρακτηριστικῶς σημειώνεται ὡς ἐπιδίωξη τοῦ διαβόλου στήν φάση αὐτή ὁ διάλογος, προκειμένου, διά τῆς προκλήσεως ἀπό αὐτόν στόν ἄνθρωπο τῆς περί τοῦ ζητήματος αὐτοῦ σκέψεως, νά ἐπανέλθει «μέ πιό ἐκλεπτυσμένο τρόπο, ὥστε ἡ σχεδιαζόμενη ἐνέργεια νά ἀποκτήσει ἰδεολογικό ἔρεισμα».
17 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 200CD. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 29,15-16 (=PG 45, 33Β). Πρβλ. καί Εἰς τοὺς ἁγίους τεσσαράκοντα μάρτυρας, O.Lendle, GNO, τ.10,1, 164,18-165,1 (=PG 46, 781Β). Πρβλ., ἐπίσης, Ν. Γ. Ξε ξ ά κ η, «Ἡ χριστιανική τελειότης», ΕΠΕΘΧ 4 (1997), 514-515.
18Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 200C. Εἰς τοὺς ἁγίους τεσσαράκοντα μάρτυρας, O.Lendle, GNO, τ.10,1, 163,24-164,1 (=PG 46, 780D). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 5, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 125,14-16 (=PG 44, 1249C).
19 Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 122,10-13 (=PG 44, 409ΒC). Πρβλ. καί Πρὸς τοὺς βραδύνοντας εἰς τὸ Βάπτισμα, PG 46, 421Α.
20 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 10, W. Jaeger, GNO, τ.2, 293,1-4 (=PG 45, 888D).
21 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 59,9-10 (=PG 45, 284C).
22 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 197C-200Α. Βλ. καί Μ. Κ ω ν σ τ α ν τ ί ν ο υ, «Ἡ πτώση», Γρηγόριος Παλαμᾶς, 72(1989), 550.
23 Βλ. Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 213,3-4 (=PG 46, 285C).
24 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 45,19-24 (=PG 44, 1161D). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 13, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 378,6-11 (=PG 44, 1044C). Πρβλ. καί ὅπ.π., Λόγος 12, 350,9-14 (=PG 44, 1021C). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 302,20-24 (=PG 46, 373D-376A). Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 351,2-6 (=PG 45, 1053AB). Πρβλ. καί Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 8, P.Alexander, GNO, τ.5, 425,10-12 (=PG 44, 740D). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 54,10-12 (=PG 44, 1172C). Εἰς τὴν ἡμέραν τῶν Φώτων, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 240,8-9 (=PG 44, 597C).
25 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 200D. Τίθεται, βεβαίως, ἀπό ὁρισμένους ἐρευνητές τό ἐρώτημα περί τῆς ἀποτελεσματικότητας τῆς ὑπό τοῦ Θεοῦ δοθείσης ἐντολῆς, στήν περίπτωση κατά τήν ὁποία ὁ προπτωτικός ἄνθρωπος εἶχε πλήρη ἄγνοια τῆς ἔννοιας τῆς παραβατικότητας καί συνεπῶς τῶν ἐπακολούθων αὐτῆς. Ὁ καθορισμός, ὡς ἐκ τούτου, τοῦ ἐν λόγῳ παραδείσιου φυτοῦ ὡς δένδρου φέροντος τήν μετά διακρίσεως γνώση τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ δέν συνεπάγεται κατά τήν ἀνωτέρω ἑρμηνευτική ἀντίληψη τήν ἀπόκτηση ἀπό τούς γεννήτορες τῶν ἀνθρώπων τῆς γνώσεως ὡς ἐπακολούθου τῆς βρώσεως τοῦ σχετικοῦ καρποῦ. Ὅπως, ἐξ ἄλλου, ἐπισημαίνεται, ἡ γνωστική ἱκανότητα τῶν προπατόρων ἐπιβεβαιώνεται ἀφ’ ἑνός μέν ἀπό τήν ἐξουσία τῆς ὀνοματοδοσίας τῶν ἄλογων ζώων, πού εἶχε ὁ Ἀδάμ, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἀπό τήν δυνατότητα ἐπιγνώσεως τήν ὁποία ἐπέδειξε ὁ Ἀδάμ ὅταν ἀντίκρισε τήν Εὔα. Περί τῶν σχετικῶν αὐτῶν ἑρμηνευτικῶν ἀπόψεων βλ., Ν. Γ. Ξ ε ξ ά κ η, Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 198, ὑπ.284. Ἰ. Κ α ρ α β ι δ ο π ο ύ λ ο υ, «Ἡ γνῶσις τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ», Γρηγόριος Παλαμᾶς 44 (1961), 331-332. Μ. Κ ω ν σ τ α ν τ ί ν ο υ, «Ἡ πτώση», Γρηγόριος Παλαμᾶς 72 (1989), 547-548. Βλ., ὡσαύτως, Ἰ ω ά ν ν ο υ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ, Ὁμιλίαι εἰς τήν Γένεσιν, Λόγος 16, PG53, 132-133. Β α σ ι λ ε ί ο υ, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, PG 31, 348D. Στό συγκεκριμένο χωρίο ἐπισημαίνεται ὡς ἐπακόλουθο τῆς παρακοῆς ἡ «ἐπίγνωσις».
Ἄξια ἀναφορᾶς, σύν τοῖς ἄλλοις, θεωρεῖται ἡ ἄποψη τοῦ Ἰ. Ρωμανίδου περί τῆς ὑπό τοῦ Θεοῦ ἐπιδόσεως τῆς ἐντολῆς, προκειμένου νά ἀποφύγουν οἱ προπάτορες τήν «ἐπικίνδυνον καί πρόωρον χρῆσιν τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως», ἐφόσον «διά τῆς πρός τήν τελείωσιν ἀσκήσεως» ἐπρόκειτο νά καταστοῦν σέ μέλλοντα χρόνο «ὥριμοι» γιά τήν κατοχή αὐτῆς (Τό προπατορικόν ἁμάρτημα, 156). Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει, ὡσαύτως, ἡ σχετική μέ τό θέμα τοῦ προσδιορισμοῦ τῆς γνώσεως ἑρμηνευτική ἐκείνη ἐκδοχή, ἡ ὁποία στηρίζεται στό πολυθεϊστικό περιβάλλον τοῦ Ἰσραήλ καί ἐντάσσεται σέ ἕνα γενικότερο πλαίσιο μυθοπλασίας, σχετιζόμενης μέ τήν σύγκρουση θνητῶν καί ἀθανάτων πρός ἀπόκτηση τῆς ἀθανασίας (Βλ., ἐνδεικτικῶς, Σ. Ἀ γ ο υ ρ ί δ η, Μῦθος, ἱστορία, θεολογία, 50. G. L a m b e r t, «Le drame», NRTh 76[1954], 920-925). Oἱ διαφορές, ὅμως, πού προκύπτουν ἀπό τήν σύγκριση τῶν κειμένων ὡς πρός τό περιεχόμενο καί ὡς πρός τόν σκοπό συγγραφῆς τους καθιστοῦν τήν ἐν λόγῳ ἑρμηνευτική προσέγγιση ὡς μή ἀποδίδουσα πειστικῶς τήν ζητούμενη θεολογική ἀλήθεια. Βλ., σχετικῶς, Μ. Κ ω ν σ τ α- ν τ ί ν ο υ, «Ἡ πτώση», Γρηγόριος Παλαμᾶς 72 (1989), 550.
26Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 18,11-16 (=PG 45, 24Α).
27Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 349,19-20 (=PG 44, 1021Β).
28 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 349,20-21 (=PG 44, 1021Β). Βλ., σχετικῶς μέ τήν ἀντίληψη αὐτή, Κ. Ν. Β α τ σ ι κ ο ύ ρ α, Ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου, 99.
29 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 200Α.
30 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 200C.
31 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 200ΑC.
32 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 197ΑΒ.
33 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 350,7-19 (=PG 44, 1021ΒC). Βλ., ἐπίσης, Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 138,23-139,10 (=PG 44, 568ΒC), ὅπου ἡ σύμμικτη φύση τῆς ἁμαρτίας παρομοιάζεται μέ τήν «ἐπαμφοτερίζουσαν τῶν ἡμιόνων φύσιν». Πρβλ. καί Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 8, P.Alexander, GNO, τ.5, 430,12-13 (=PG 44, 744D).
34 Βλ., ἐνδεικτικῶς, Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 8, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 248, 12-14 (=PG 44, 944A). Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H. Musurillo, GNO, τ. 7,1, 113, 4-9. 113,25-114,5 καί 114,18-19. 115,12-14. (=PG 44, 401BD. 404ΑB). Βλ., ἐπίσης, R. E. H e i n, Perfection, 81-83. H. U. von B a l t h a s a r, Présence et pensée, 70. M. C a n é v e t, «Grégoire de Nysse», DSp 6 (1967), 992-993.
35 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 350,19-351,2 (=PG 44, 1021CD).
36 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 351,2-6 (=PG 44, 1021D).
37 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 197C. 200D. Σχετικῶς μέ τήν ἑρμηνευτική προσέγγιση τοῦ εἴδους τῆς γνώσεως αὐτῆς στήν πατερική θεολογία, βλ. Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α- μ α σ κ η ν ο ῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 71,14-72,20 (=PG 94, 913ΑΒ), κατά τόν ὁποῖο «τὸ ξύλον τοῦ γιγνώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν» ὀνομάζεται ἔτσι, διότι «δύναμιν ἐδίδου γνωστικὴν τοῖς μεταλαμβάνουσι τῆς οἰκείας φύσεως, ὅπερ καλὸν μὲν τοῖς τελείοις, κακὸν δὲ τοῖς ἀτελεστέροις».
Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ ἄποψη τοῦ L. Thunberg περί τῆς ταυτίσεως στήν σκέψη τοῦ Γρηγορίου τοῦ καρποῦ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ μέ τόν ὑλικό κόσμο, τόν καθιστάμενο ἀντιληπτό διά τῶν αἰσθήσεων (Βλ., σχετικῶς, L. T h u n b e r g, Microcosm and Mediator, 175). Ἡ ἑρμηνευτική, ὅμως, αὐτή προσέγγιση τῆς συγκεκριμένης διδασκαλίας τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης εἶναι δυνατόν νά θεωρηθεῖ ὡς παρακινδυνευμένη, ἐφόσον, ὅπως ἔχει ἤδη ἀναφερθεῖ, ἀπό τῆς συστάσεώς του τό ἀνθρώπινο γένος ἔφερε κατά τρόπον ἐναρμονισμένο τό νοητό καί τό αἰσθητό στοιχεῖο, προκειμένου ὅλη ἡ κτίση νά ἀναπέμπει δοξολογικό ὕμνο πρός τόν δημιουργό της Τριαδικό Θεό (Βλ., ἐνδεικτικῶς, Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 157,19-22. [=PG 44, 588C]). Κατά τόν Ἰ. Καραβιδόπουλο, ἐξ ἄλλου, ἡ ἐκ τοῦ ἐν λόγῳ καρποῦ ἀποκτηθεῖσα γνώση εἶναι «ἡ γνῶσις τῶν πάντων». Πρόκειται, δηλαδή, περί ἑνός εἴδους «παγγνωσίας» ὑπό τήν ἔννοια τῆς «παντοδυναμίας», τῆς δυνατότητας δηλαδή τῆς πραγματοποιήσεως τῶν πάντων («Ἡ γνῶσις τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ», Γρηγόριος Παλαμᾶς 44 [1961], 334). Βλ., ἐπίσης, σχετικῶς μέ τό θέμα αὐτό, Μ. Κ ω ν σ τ α ν τ ί ν ο υ, «Ἡ πτώση», Γρηγόριος Παλαμᾶς, 72 (1989), 550, κατά τόν ὁποῖο ἡ γνώση τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ ἐντοπίζεται στήν «ἀπόκτηση τῆς δυνατότητας νά ἀποφασίζει ὁ ἄνθρωπος μόνος του» γιά τό καλό καί γιά τό κακό καί νά προσαρμόζει ἀναλόγως τήν συμπεριφορά του, ἐφαρμόζοντας ἔτσι μία «ἠθική αὐτονομία, πού σημαίνει ἄρνηση τῆς ἐξάρτησης» τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό. Βλ., ὡσαύτως, καί Σ. Ἀ γ ο υ ρ ί δ η, Μῦθος, ἱστορία, θεολογία, 40-41, ἀπό τόν ὁποῖο γίνεται ἀναφορά στίς διάφορες διατυπωθεῖσες ἑρμηνείες, μέ τίς ὁποῖες προσεγγίζεται ἐννοιολογικῶς ἡ παρεχόμενη ἐκ τῆς βρώσεως τοῦ συγκεκριμένου καρποῦ γνώση τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Βλ., ἐπίσης, Κ ο ρ ν α ρ ά κ η Ἰ., «Ψυχολογική θεώρηση», 400.
38 Βλ. Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 180,9-16. 18-20 (=PG 46, 257BC).
39 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Προοίμιον, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 10,12-11,7 (=PG 44, 761ΑC). Ὅπ.π., Λόγος 12, 348,12-349,16 (=PG 44, 1020D-1021Α).
40 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Προοίμιον, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 9,18-10,4 (=PG 44, 760D-761Α). Ὅπ.π., 12,20-13,3 (=PG 44,764Α). Ὅπ.π., Λόγος 2, 56,6-10 (=PG 44, 797Α).
41 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 349,21-350,7 (=PG 44, 1021Β). Ὅπ.π., 351,14-352,1 (=PG 44, 1024Α). Πρβλ. καί Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 58,7-8 (=PG 44, 473Α).
42 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 17,4-7 (=PG 45, 21Β). Τήν ἴδια ἄποψη περί τῆς θεωρήσεως τοῦ «ξύλου τῆς γνώσεως» ὡς «ἀποπείρας τινὸς καὶ δοκιμῆς καὶ γυμνασίου τῆς τοῦ ἀνθρώπου ὑπακοῆς καὶ παρακοῆς» ἐκφράζει ἐπίσης ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 71,15-16 καί 105,57-59 [=PG 94, 913Α. 977C]. Βλ., ἐπίσης, τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Λόγος εἰς τὸ ἅγιον Σάββατον, PG 96, 609C). Ὁ Μέγας Βασίλειος, ἐξ ἄλλου, ἀναγνωρίζει στό «ἐφ’ ἡμῖν αὐτεξούσιον» τήν «ἀρχὴν καὶ ρίζαν τῆς ἁμαρτίας» (Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, PG 31, 332C). Βλ., σχετικῶς μέ τό ζήτημα αὐτό, καί N. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Δογματική καί συμβολική θεολογία, τ.2, 205. Ν. Γ. Ξ ε ξ ά κ η, Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 198. Ἄκρως ἐνδιαφέρουσα θεωρεῖται ὡσαύτως ἡ ἐπιχειρούμενη ἀπό τόν Μάξιμο τόν Ὁμολογητή θετική ἑρμηνευτική προσέγγιση καί ἀποτίμηση τοῦ ἐν λόγῳ δένδρου, κατά τήν ὁποία ἡ ὑπό τοῦ Θεοῦ ἀπαγόρευση τῆς βρώσεως τοῦ ἐξ αὐτοῦ φυόμενου καρποῦ ἀποσκοποῦσε στήν πραγμάτωση προηγουμένως ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς «ἐν χάριτι μετοχῆς» στήν θεότητα καί στήν ἀπόκτηση ἀπό αὐτόν τῆς «δοθείσης κατὰ χάριν ἀθανασίας», προκειμένου ἔτσι αὐτός, διά τῆς ἐπακόλουθης βρώσεως τοῦ καρποῦ, «ἀβλαβῶς ἐπ’ ἀδείας μετὰ Θεοῦ τὰ τοῦ Θεοῦ διασκέψηται κτίσματα» (Πρὸς Θαλάσσιον, C. Laga-C. Steel, CCSG, τ.7, 37, 340-345 [=PG 90, 257D-260A]). Βλ., σχετικῶς μέ τήν προηγούμενη ἄποψη, Ἀ. Β. Β λ έ τ σ η, Τό προπατορικό ἁμάρτημα, 242-243. Μ. Κ ω ν σ τ α ν τ ί ν ο υ, «Ἡ πτώση», Γρηγόριος Παλαμᾶς 72 (1989), 557. Ν. Ἰ. Ν ι κ ο λ α ΐ δ η, Θέματα πατερικῆς Θεολογίας, 250-251.
43 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 25,19-24 (=PG 45, 29ΒC). Πρβλ. καί Ε. Κ. Π ρ ι γ κ ι π ά κ η, Ἡ Θεοτόκος (Διδακτορική Διατριβή), 163-164.
44 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 25,1-2 (=PG 45, 29Α). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 56,6-10 (=PG 44, 797Α). Βλ., ὡσαύτως, Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Κατὰ Μανιχαίων, B. Kotter, SJD, τ.4, 389,1-2 (=PG 94, 1569Β). Ὅπ.π., 371,10-11 (=PG 94, 1540Β).
45 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 23,13-21 (=PG 45, 28C). Βλ., ἐπίσης, Δ. B. M π α λ τ ᾶ, «Λογική καί ὀντολογία», Ἑῷα καὶ Ἑσπέρια 6(2004-2006), 207-208.
46 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 22,18-23,2 (=PG 45, 28Α).
47 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 24,4-7 (=PG 45, 28D).
48 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 109,5-9 (=PG 45, 336D-337A). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 24,21-25,6 (=PG 45, 29Α). Εἰς τήν ἡμέραν τῶν Φώτων, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 239,22-23 (=PG 45, 597B). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 55,9-11 (=PG 44, 796D). Βλ., ἐπίσης, Ἰ ω ά ν- ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Κατὰ Μανιχαίων, B. Kotter, SJD, τ.4, 371, 2-6 (=PG 94, 1537D).
49 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 384,12-15 (=PG 45, 1092Β).
50 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 23,8-11 (=PG 45, 28Β).
51 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 2, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 24,23-25,2 (=PG 44, 1141Β). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 2, W. Jaeger, GNO, τ.2, 65,1-4 (=PG 45, 632Β). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 141,19-20 (=PG 45, 1137C). Περὶ τελειότητος, W. Jaeger, GNO, τ.8,1, 208,7-9 (=PG 46, 281Α). Περὶ τοῦ τί τὸ τοῦ Χριστιανοῦ ἐπάγγελμα, W. Jaeger, GNO, τ.8,1, 139,19 (=PG 46, 248Β). Πρβλ. καί Ἐγκώμιον εἰς τὸν ἅγιον πρωτομάρτυρα Στέφανον, O.Lendle, τ.10,1, 79,14-15 (=PG 46, 705D). Ἐγκώμιον εἰς τὸν μέγαν Βασίλειον, O.Lendle, τ.10,1, 114,24-115,2 (=PG 46, 796Β).
52 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 23,3-5 (=PG 45, 28ΑΒ). Ὅπ.π., 25,18-19 (=PG 45, 29Β).
53 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 72B. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 55,11-16 (=PG 44, 796D). Πρβλ. καί Εἰς τήν ἡμέραν τῶν Φώτων, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 223,20-24 (=PG 45, 580C).
54 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 24,17-21 (=PG 45, 29Α). Βλ., ἐπίσης, Β α σ ι λ ε ί ο υ, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, PG 31, 348ΑΒ. Ἰ ω ά ν ν ο υ Χ ρ υ- σ ο σ τ ό μ ο υ, Ὁμιλίαι εἰς τήν Γένεσιν, Λόγος 16, PG 53, 126. Πρβλ. Ν. Ἰ. Ν ι κ ο λ α ΐ δ η, Θέματα πατερικῆς Θεολογίας, 251. B. O t i s, «Gregory of Nyssa and the Cappadocian Conception of Time», StPatr 14(1976), 352.
55 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 25,2-4 (=PG 45, 29Α).
56 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 25,5-6 (=PG 45, 29Α).
57 Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H. Musurillo, GNO, τ. 7,1, 122,6-13 (=PG 44, 409BC).
58 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 24,7-12. (=PG 45, 28D).
59 Βλ. Περὶ εὐποιΐας, Λόγος 1, A.Heck, GNO, τ.9, 94,19-20 (=PG 46, 456A).
60 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 25,6-11 (=PG 45, 29ΑΒ). Ἐγκώμιον εἰς τὸν μέγαν Βασίλειον, O.Lendle, τ.10,1, 114,22-115,4 (=PG 46,796Β). Πρβλ. καί Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 141,15-22 (=PG 45, 1137C). Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 282,4-6 καί 283,4-5 (=PG 46, 608BC).
61 Βλ. Εἰς τήν ἡμέραν τῶν Φώτων, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 223,20-24 (=PG 45, 580C).
62 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 57,10-14 (=PG 45, 60D). Ἄξια ἐπισημάνσεως στό σημεῖο αὐτό θεωρεῖται ἡ παρατήρηση, ἡ ὁποία ἀπαντᾶ σέ ἕνα μέρος τῆς πατερικῆς ἑρμηνευτικῆς γραμματείας σχετικῶς μέ τήν οἰκειότητα πού πρό τῆς πτώσεως ὑπῆρχε καί ἐκδηλωνόταν μεταξύ τῶν προπατόρων καί τῶν ὑπό ἄλλες συνθῆκες προκαλούντων αἰσθήματα φόβου θηρίων, ἐφόσον ὁ ὄφις ἐμφανίζεται στίς σχετικές αὐτές πατερικές ἑρμηνευτικές μαρτυρίες «προσερχόμενος» στούς προπάτορες καί «τερπνοῖς προσομιλῶν τοῖς κινήμασι». Τό γεγονός αὐτό καθιστᾶ κατά τίς πατερικές αὐτές ἀπόψεις προφανῆ τήν ἐπίγνωση ἐκ μέρους τοῦ συνόλου τῶν ἄλογων ζώων τῆς «ὑποταγῆς» πού εἶχαν στόν ἄνθρωπο καί τῆς «δεσποτείας» τους ἀπό αὐτόν (Βλ., ἐνδεικτικῶς, Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 68,38-41 [=PG 94, 909Α]. Ἰ ω ά ν ν ο υ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ, Ὁμιλίαι εἰς τήν Γένεσιν, Λόγος 16, PG 53, 127. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Λόγοι ἐννέα εἰς τήν Γένεσιν, Λόγος 3, PG 54, 592).
63 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 53,20-27 (=PG 44, 1172Β).
64 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 53,4-12 (=PG 44, 1172Α).
65 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 53,12-16 (=PG 44, 1172ΑΒ). Ὅπ.π., 47,17-20 (=PG 44, 1164D). Βλ., ἐπίσης, Μ. Κ ω ν σ τ α ν τ ί ν ο υ, «Ἡ πτώση», Γρηγόριος Παλαμᾶς 72 (1989), 551, ὅπου ἐκτίθενται ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα σχετικῶς μέ τήν σημειολογία τῶν ἑρπετῶν στήν μυθολογία τοῦ περιβάλλοντος τό ἀρχαῖο Ἰσραήλ χώρου.
66 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 54,7-12 (=PG 44, 1172C).
67 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 2, P.Alexander, GNO, τ.5, 300,6-11 (=PG 44, 637ΑΒ). Περὶ τοῦ τί τὸ τοῦ Χριστιανοῦ ἐπάγγελμα, W. Jaeger, GNO, τ.8,1, 139,15-140,2 (=PG 46, 248ΒC).
68 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 58,5-6 (=PG 44, 473Α). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 46,5-6 (=PG 44, 1161D).
69 Βλ. Ἐγκώμιον εἰς τὸν ὅσιον πατέρα ἡμῶν Ἐφραίμ(ψευδ.), PG 46, 844Α.
70 Βλ. Πρὸς τοὺς βραδύνοντας εἰς τὸ Βάπτισμα, PG 46, 421Α.
71 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 65,20-66,3 (=PG 44, 1184CD). Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H. Musurillo, GNO, τ.7,1, 107,10-15 (=PG 44, 396BC). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 122,24-28 (=PG 44, 549C). Ἐνδιαφέρον, ἐν προκειμένῳ, παρουσιάζει ἡ ἄποψη ἐκείνη τοῦ Σ. Ἀγουρίδη, σύμφωνα μέ τήν ὁποία «τό ἴδιο τό κείμενο δέν ἐπιτρέπει νά δοῦμε πίσω ἀπό τόν ὄφι κάποια μεταφυσική προσωπική προέκταση στόν κόσμο τοῦ κακοῦ καί τοῦ Σατανᾶ», ἐφόσον, κατά τά ἀναφερόμενα στό σχετικό ἐδάφιο τῆς Γραφῆς, τό ἐν λόγῳ ἑρπετό «δημιουργήθηκε μαζί μέ τά ἄλλα ἄγρια θηρία ἀπό τό Θεό καί τιμωρεῖται» ἀπό αὐτόν (Μῦθος, ἱστορία, θεολογία, 61-62). Ἡ ἄποψη, βεβαίως, αὐτή εἶναι προφανές ὅτι ἀφίσταται σαφῶς τῆς ὑπάρχουσας σχετικῶς μέ τό θέμα αὐτό πατερικῆς ἑρμηνείας, ἡ ὁποία ὡς πρός τό ὑπ' ὄψη ἐδάφιο τῆς Γενέσεως ὑποδεικνύει τόν διάβολο ὑπό τήν μορφή τοῦ ὄφεως νά ὁμιλεῖ στήν Εὔα. Εἶναι δέ δυνατόν ἡ ἄποψη αὐτή νά θεωρηθεῖ ὡς ἐντασσόμενη σέ μία γενικότερη ἑρμηνευτική τάση ἀποδοχῆς «ποικίλων μυθολογικῶν παραστάσεων», προκειμένου νά θεωρεῖται ὅτι ἐκφράζεται ἀπό τόν συγγραφέα ἑνός βιβλίου τῆς Γραφῆς ἡ ἑκάστοτε ζητούμενη «κεντρική ἰδέα».
72 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 8, P.Alexander, GNO, τ.5, 425,16-426,7 (=PG 44, 741Α). Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H. Musurillo, GNO, τ. 7,1, 46,3 (=PG 44, 337D). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 5, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 165,7-8,11 (=PG 44, 880D). Ἐγκώμιον εἰς τὸν ἅγιον πρωτομάρτυρα Στέφανον, O.Lendle, τ.10,1, 79,15 (=PG 46, 705D).
73 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 213,14-17 (=PG 45, 797D). Πρβλ.καί Περὶ θεότητος Υἱοῦ καὶ Πνεύματος, PG 46, 573C.
74 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 56,3-6 (=PG 44, 797Α). Ὅπ.π., 55,12 (=PG 44, 796D). Βλ., ὁμοίως, Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Κατὰ Μανιχαίων, B. Kotter, SJD, τ.4, 372,2-3 (=PG 94, 1540C), ὅπου ἀναφέρεται ὅτι «δι' ὑπερβολὴν ἀγαθότητος ἐποίησεν(=ὁ Θεὸς) αὐτὸν(=τὸν διάβολον)». Ὅπ.π., 372,8-16 (=PG 94, 1541ΑΒ).
75 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 26,3-5 (=PG 45, 29C).
76 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 26,7-12 (=PG 45, 29C). Ὅπ.π. 27,1-2 (=PG 45, 32Α). Ὅπ.π., 56,21-22 (=PG 45, 60C). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 6, P.Alexander, GNO, τ.5, 382,15-18 (=PG 44, 705Α).
77 Βλ. Κ. Ε. Π α π α π έ τ ρ ο υ, «Προπατορικόν ἁμάρτημα», ΘΗΕ 10(1967), 636. Ἰ. Ν. Κ α ρ- μ ί ρ η, Σύνοψις Δογματικῆς Διδασκαλίας, 31-33. Κ. Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, «“Σύμμετρον” καί “Εὔκαιρον”», 84, κατά τήν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ ὁποίου ἡ διαστροφή τῆς «προαιρέσεως» τοῦ ἀνθρώπου ἔλαβε χώρα ὅταν αὐτός «ὑπετάγη στήν πρόκληση τῆς ἰδιοτελοῦς ἐκμεταλλεύσεως τῆς κοσμικῆς τάξεως, μέ ἀποτέλεσμα τή σύγκρουση ἀνθρώπου-κτίσεως». Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ ἐκδοχή τοῦ Πλωτίνου περί πτώσεως, σύμφωνα μέ τήν ὁποία τό ἐν λόγῳ γεγονός συντελεῖται διά τῆς εἰσόδου τῆς ψυχῆς στήν περιοχή τῆς ὕλης, ἀπό τήν ὁποία εἴσοδο ἐκπορεύεται ἡ ἀσθένεια τῆς κακίας (Βλ., σχετικῶς, Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες Ι 8,14, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.1, 44-49).
78 Βλ. Π λ ά τ ω ν ο ς, Φαῖδρος, I. Burnet, SCBO, τ.2, 247b,5-6, 248c,8.
79 Βλ. Π λ ά τ ω ν ο ς, Φαῖδρος, I. Burnet, SCBO, τ.2, 246d,6-7. Πρβλ. τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Φαίδων, I. Burnet, SCBO, τ.1, 80d,5-81a,6. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Πολιτεία, I.Burnet, CBO, τ.4, 619d,6-7. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες ΙV 8,2, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.2, 19-21. Ὅπ.π., 3,7,16-20.
80 Βλ. Π λ ά τ ω ν ο ς, Φαῖδρος, I. Burnet, SCBO, τ.2, 248c,7-8.
81 Βλ. Π λ ά τ ω ν ο ς, Φαῖδρος, I. Burnet, SCBO, τ.2, 247b,3-5.
82 Βλ. Π λ ά τ ω ν ο ς, Φαῖδρος, I. Burnet, SCBO, τ.2, 248a,6-b,5. Βλ., ἐπίσης, σχετικῶς μέ τήν ἄποψη αὐτή, Κ. Δ. Γ ε ω ρ γ ο ύ λ η, Ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, 221. Κ. Γ. Ν ι ά ρ χ ο υ, Εἰσαγωγικά μαθήματα στή φιλοσοφία, 183. E. B r é h i e r, Παγκόσμιος Ἱστορία τῆς Φιλοσοφίας, 90.
83 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες V 1,6, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.3, 37-53. Ὅπ.π., 2,1,1-21. Ὅπ.π., 3,16,8-16. Ὅπ.π., 4,1,1-4.
84 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες ΙV 8,4, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.3, 14-27. Ὅπ.π., 9,5, 26-28. Πρβλ. καί E. B r é h i e r, Παγκόσμιος Ἱστορία τῆς Φιλοσοφίας, 339.
85 Βλ. Φ ί λ ω ν ο ς, Νόμων ἱερῶν ἀλληγορίας τῶν μετὰ τήν ἑξαήμερον τὸ πρῶτον, R.Arnaldez-J.Pouilloux-C.Mondésert, OePhAl, τ.2, 90. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Νόμων ἱερῶν ἀλληγορίας τῶν μετὰ τήν ἑξαήμερον τὸ δεύτερον, R.Arnaldez-J.Pouilloux-C.Mondésert, OePhAl, τ.2, 106. 112. 124. 142.
86 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 45,17-19 (=PG 44, 1161C).
87 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 4, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 114,8-26 (=PG 44, 1237ΑΒ).
88 Βλ. Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 280,24-281,3 (=PG 46, 352Β). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 8, P.Alexander, GNO, τ.5, 438,7-10 (=PG 44, 752Α). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 7, W. Jaeger, GNO, τ.2, 233,5-6 (=PG 45, 820C). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 145,2-6 (=PG 45, 1144B). Πρβλ. καί Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 25,6-8 (=PG 45, 29Α).
89 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 56,19-21 (=PG 45, 60C). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 2, P.Alexander, GNO, τ.5, 301,22-302,5 καί 303,1-2 (=PG 44, 640ΑΒ). Ὅπ.π., Λόγος 8, 438,10-14 (=PG 44, 752Β). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 37,22-38,1 (=PG 44, 1156C). Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 54,5-7 (=PG 46, 524Α). Πρβλ. καί Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 150,26-151,3 (=PG 44, 581Α). Ὅπ.π., 175,16-19 (=PG 44, 608ΑΒ). Βλ., ἐπίσης, Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Συνέπειαι τῆς πτώσεως, 44-45, ὅπου ἐπισημαίνεται ἡ σύνδεση ἀπό τόν Γρηγόριο τοῦ γεγονότος τῆς πτώσεως μέ τήν «ἀνυπαρξίαν».
90 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 93B. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 56,6-10 (=PG 44, 797Α).
91 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 93B. Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, E.Gebhardt, τ.9, 285,6-7,12-13 (=PG 46, 609C).
92 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 29,23-24 (=PG 45, 33Β).
93 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 28,7-15 (=PG 45, 32CD). Βλ., σχετικῶς, Κ. Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, «“Σύμμετρον” καί “Εὔκαιρον”», 89.
94Βλ. Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 285,8-10,13-16 (=PG 46, 609CD). Βλ., ἐπίσης, Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 304,21-305,3 (=PG 46, 625D), ὅπου τό γεγονός τῆς διαδόσεως τῆς ἀναστάσιμης εἰδήσεως ἀπό τίς μυροφόρες ἑρμηνεύεται ἀπό τόν Γρηγόριο ὡς ἐπανόρθωση τῆς παραβάσεως τῆς παρακοῆς τῆς «ἀναξιοπίστου» γυναίκας. Βλ., ὡσαύτως, Περὶ θεότητος Υἱοῦ καί Πνεύματος λόγος, PG 46, 569Α. Περὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, PG 46, 632D. Ὅπ.π., PG 46, 637D. Εἰς Πουλχερίαν παραμυθητικὸς λόγος, A.Spira, GNO, τ.9, 468,19-20 (=PG 46, 872D). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 10, W.Jaeger, GNO, τ.2, 295,7-20 (=PG 45, 892ΑΒ). Πρβλ. καί Ἰ. Σ. Ρ ω μ α ν ί δ ο υ, Τό προπατορικόν ἁμάρτημα, 158. Ε. Κ. Π ρ ι γ κ ι π ά κ η, Ἡ Θεοτόκος (Διδακτορική Διατριβή), 163.
95 Ἄς σημειωθεῖ ὅτι ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἐκτός τῶν ἄλλων τό σχετιζόμενο μέ τό προπατορικό ἁμάρτημα σημεῖο ἐκεῖνο τῆς διδασκαλίας τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, κατά τό ὁποῖο «ἅμα τῷ γενέσθαι τῇ αἰσθήσει δοὺς ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πρὸς τὰ αἰσθητὰ κατ’ αὐτὴν τὴν πρώτην κίνησιν διὰ μέσης αἰσθήσεως ἔσχε παρὰ φύσιν ἐνεργουμένην τὴν ἡδονὴν» (Πρὸς Θαλάσσιον, PG 90, 628ΑΒ. Bλ, ἐπίσης, ὅπ.π.,PG 90, 613ΒC. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, PG 91, 1321Β). Πρόκειται περί μιᾶς ξεχωριστῆς καί μοναδικῆς ἑρμηνευτικῆς προσεγγίσεως τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, κατά τήν ὁποία ἡ πτώση θεωρεῖται ὅτι συμβαίνει κατά τήν ἴδια χρονική στιγμή μέ τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Ὡς προϋπόθεση κατανοήσεως τῆς ἑρμηνευτικῆς αὐτῆς ἐκδοχῆς θεωρεῖται ἡ χρησιμοποίηση ἀπό τόν ἅγιο Μάξιμο τοῦ χρονικοῦ συνδέσμου «ἅμα», ὁ ὁποῖος τίθεται ἐπίσης ἀπό τόν ἱερό πατέρα σέ χρήση σέ περιπτώσεις λεκτικῆς διατυπώσεως εἴτε τῆς ἀπουσίας χρονικοῦ διαστήματος ἀφ’ ἑνός μέν μεταξύ τοῦ θείου θελήματος καί τῆς δημιουργικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ (Βλ. τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Πρὸς Θαλάσσιον, C. Laga-C. Steel, CCSG, τ.7, 267,4-5 [=PG 90,396Α]), ἀφ’ ἑτέρου δέ κατά τήν δημιουργία τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος (Βλ. τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, PG 91, 1342CD. 1352C), εἴτε τῆς καταδείξεως τῆς ταυτότητας καί ἑνότητας τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τῆς ἀναδείξεως τῆς διά τοῦ ἀνερμήνευτου τρόπου τῆς προαιώνιας ὑπάρξεως τῶν θείων ὑποστάσεων ἐμφαινόμενης ἀίδιας συνυπάρξεως αὐτῶν (ὅπ.π., PG 91, 1261D-1264Β). Σχετικῶς μέ τό ζήτημα τῆς ἑρμηνείας τῆς συγκεκριμένης ἀπόψεως τοῦ ἁγίου Μαξίμου, βλ. Ἀ. Β. Β λ έ τ σ η, Τό προπατορικό ἁμάρτημα, 244-255. 289, ἀπό τόν ὁποῖο ἐντοπίζεται ὡς αἰτία τῆς διατυπώσεως τῆς διδασκαλίας αὐτῆς τοῦ ἁγίου Μαξίμου περί τῆς «ἅμα τῷ γενέσθαι» πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἄρνηση ἀπό αὐτόν τῆς ἀντιλήψεως σχετικῶς μέ τήν ὠριγενιστική θεωρία περί τῆς διπλῆς δημιουργίας. Τό ἐνδεχόμενο μιᾶς θετικῆς τοποθετήσεως τοῦ ἱεροῦ πατρός σέ μία ἄποψη περί διπλῆς δημιουργίας θά μποροῦσε νά κατανοηθεῖ κατά τόν Ἀ. Βλέτση ἀποκλειστικῶς ὑπό τό πρίσμα τῆς ἐσχατολογικῆς προοπτικῆς τῆς ἀναδημιουργίας τοῦ κόσμου, πού ἔχει τήν ἀφετηρία της στό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου (ὅπ.π., 298). Βλ., ὡσαύτως, W. V ö l k e r, Maximus Confessor, 103. H. U. von B a l t h a s a r, Kosmische Liturgie, 184, ὁ ὁποῖος ἐπίσης θεωρεῖ τήν διδασκαλία τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ περί τῆς ἐκδηλώσεως ταυτοχρόνως τῆς δημιουργίας καί τῆς πτώσεως ὡς ἀποτέλεσμα τῆς προσπάθειας τοῦ ἱεροῦ πατρός νά ἀποφύγει τίς συνέπειες πού ἀναδεικνύονται ἀπό τήν διδασκαλία περί διπλῆς δημιουργίας. Βλ., ἐπίσης, P. S h e r w o o d, Maximus and Origenism, 18-19, κατά τόν ὁποῖο ἡ ἐν λόγῳ ἐκδοχή ἀποτελεῖ καινοτομία τοῦ ἁγίου Μαξίμου, τήν ὁποία βεβαίως ὁ ἱερός πατήρ δέν ἀναπτύσσει διεξοδικῶς ἀπό σεβασμό στόν κατά τήν ἄποψή του – ὅπως βεβαίως αὐτή διερμηνεύεται ἀπό τόν μνημονευόμενο ἐρευνητή – ἐκφραστή τῆς θεωρίας περί διπλῆς δημιουργίας στήν πατερική γραμματεία Γρηγόριο Νύσσης.
96 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 351,2-5 (=PG 44, 1021D).
97 Βλ. Κ. Ε. Π α π α π έ τ ρ ο υ, «Προπατορικόν ἁμάρτημα», ΘΗΕ 10(1967), 637. Χ. Ἀ ν- δ ρ ο ύτ σ ο υ, Δογματική, 145.
98 Βλ. Περὶ τοῦ μὴ οἴεσθαι λέγειν τρεῖς θεοὺς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 40,19-41,7 (=PG 45, 120AB). Βλ., ἐπίσης, ὅπ.π., 53,6-9 καί 54,2-9. 54,20-24 (=PG 45, 129D-132D).
99 Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Συνέπειαι τῆς πτώσεως, 48.
100 Κ. Ε. Π α π α π έ τ ρ ο υ, Ἡ Ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ, 637. Βλ. καί Ν. Ἰ. Ν ι κ ο λ α ΐ δ η, Θέματα πατερικῆς Θεολογίας,264-265.
101 Τήν μεταβίβαση κληρονομικῶς τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, ὡς συνεπειῶν τῆς «ἀρχαίας» παραβάσεως, στούς ἀπογόνους τῶν προπατόρων λόγῳ τῆς κοινῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπινου γένους (Βλ., περί τῆς ἀπόψεως αὐτῆς, ἐνδεικτικῶς, Πρὸς τοὺς Ἕλληνας ἀπὸ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, Fr. Mueller, GNO, τ.3,1, 25,20-24 [=PG 45, 180D]. Ὅπ.π., 31,24-32,1 καί 32,17-21 [=PG 45, 185BC]. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 185ΒD) καί ὄχι τῆς ἐνοχῆς, ἡ ὁποία ἐπιρρίπτεται ἀποκλειστικῶς στό διαπράξαν τήν ἀπείθεια καί ὡς ἐκ τούτου φέρον τήν εὐθύνη τῆς παρακοῆς ζεῦγος τῶν προπατόρων, τονίζει ἐπίσης ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἐπισημαίνοντας ὅτι «ἁμαρτωλοὶ κατεστάθησαν οἱ πολλοὶ, οὐχ ὡς τῷ Ἀδάμ συμπαραβεβηκότες, οὐ γὰρ ἦσαν πώποτε, ἀλλ’ ὡς τῆς ἐκείνου φύσεως ὄντες... ὥσπερ τοίνυν ἠρρώστησεν ἡ ἀνθρώπου φύσις ἐν Ἀδάμ διὰ τῆς παρακοῆς τὴν φθορὰν, εἰσέδυ τε οὕτως αὐτὴν τὰ πάθη...» (Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολὴν, PG 74, 789ΑΒ). Πρβλ. καί Δευτ. 24,16. Ρωμ. 5,14-18. Στήν ἴδια ἑρμηνευτική κατεύθυνση κινοῦνται ἐπίσης ὁ ἱερός Χρυσόστομος, κατά τόν ὁποῖο «ἐκείνου(=τοῦ Ἀδάμ) πεσόντος καὶ οἱ μὴ φαγόντες ἀπὸ τοῦ ξύλου γεγόνασιν ἐξ ἐκείνου πάντες θνητοὶ» (Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολὴν, PG 60, 474. 475) καί ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 104,28-33. 192,36-37 [=PG 94, 977Β. 1137C]). Βλ., ἐπίσης, Β α σ ι λ ε ί ο υ, Ὁμιλία ἐν λιμῷ καί αὐχμῷ, PG 31, 324C, ὅπου τονίζεται ὅτι ἡ «πρωτότυπος ἁμαρτία» τοῦ Ἀδάμ «τὴν ἁμαρτίαν παρέπεμψε» στό ἀνθρώπινο γένος. Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Θ ε ο λ ό γ ο υ, Εἰς τὸν ἐξισωτὴν Ἰουλιανὸν, Λόγος 19, PG 35, 1060Β. Ὁ ἱερός πατήρ σέ αὐτό τό ἐδάφιο κάνει λόγο περί τοῦ «ζυγοῦ» καί τοῦ «ἐπιτιμίου» τῆς «πρώτης ἁμαρτίας». Μ α ξ ί μ ο υ Ὁ μ ο λ ο γ η τ ο ῦ, Πρὸς Θαλάσσιον, C.Laga-C.Steel, CCSG, τ.7, 127,19-27 (=PG 90, 313ΑΒ). Ἄς σημειωθεῖ ὅτι ἀντίθετη ἄποψη ἀνέπτυξε ὁ αἱρετικός Πελάγιος, ἀποδίδοντας τήν ἐφάμαρτη ροπή τῆς ἀνθρωπότητας στήν μίμηση τοῦ κακοῦ παραδείγματος τῶν γεναρχῶν (Βλ.,σχετικῶς, Ν. Γ. Ξ ε ξ ά κ η, Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 221, ὑπ.361. N. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Δογματική καί συμβολική θεολογία, τ.2, 268-269. Γ. Μ ε- τ α λ λ η ν ο ῦ, «Πελάγιος», ΘΗΕ 10[1966], 257. Π. Ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 530. 553. Ν. Μ η τ σ ο π ο ύ λ ο υ, Θέματα Δογματικῆς, 203), ὅπως ἐπίσης καί ὁ ἱερός Αὐγουστίνος, ὁ ὁποῖος ἀποδεχόταν μέν τήν κατά κληρονομίαν μεταβίβαση τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος στούς ἀπογόνους τοῦ Ἀδάμ, ἐξελάμβανε ὅμως τήν «ἐπιθυμίαν ταύτην (=τῆς σαρκός) κατὰ τὴν ἐκδήλωσιν αὐτῆς ἐν τῇ γενετησίῳ λειτουργίᾳ» ὡς τό μέσο μεταβιβάσεώς του στίς ἐπερχόμενες γενεές. Θεωροῦσε, ἐπίσης, ὅτι τό σύνολο τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων ὑπῆρχε «ἐνεργείᾳ ἐν τῷ Ἀδάμ» κατά τήν παράβαση καί ἐνεργοῦσε μαζί μέ αὐτόν (Βλ. Π. Ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 546,551. Ἀ. Β. Β λ έ τ σ η, Τό προπατορικό ἁμάρτημα, 333-334). Περί τῆς μεταβιβάσεως τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ὡς κληρονομήσεως τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου βλ. N. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τ.2, 206. 210. τ.3, 206. 212, ὅπου ἀναφέρεται ὅτι «σέ μία ἄρρηκτη ἱστορική συνέχεια προπατορικό καί μεταπατορικά ἁμαρτήματα ἔχουν ἁλυσιδωτή σχέση». Βλ., ὡσαύτως, Ἰ. Σ. Ρ ω μ α ν ί δ ο υ, Τό προπατορικόν ἁμάρτημα, 21. Π. Ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, Ὑπόμνημα, 92. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Δογματική, τ.1, 529.535-540. Ἀ. Θ ε ο δ ώ ρ ο υ, Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, 48. Ἰ. Ν. Κ α ρ μ ί ρ η, Σύνοψις Δογματικῆς Διδασκαλίας, 38. Χ. Ἀ ν δ ρ ο ύ τ σ ο υ, Δογματική, 156-162. Ν. Γ. Ξ ε ξ ά κ η, Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 222-223. Π. Ἰ. Μ π ρ α τ σ ι ώ τ ο υ, «Ὁ ἄνθρωπος ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ», ΕΕΘΣΠΑ 10(1954-55), 92. Ἰ. Κ α ρ α β ι δ ο π ο ύ λ ο υ, Ἡ ἁμαρτία κατὰ τόν Ἀπόστολον Παῦλον, 90. Κ. Ε. Π α π α π έ τ ρ ο υ, «Προπατορικόν ἁμάρτημα», ΘΗΕ 10(1967), 637. Πρβλ. καί Κ. Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, «Ἡ ἔκφραση νηπτικῆς θεολογίας», 638, ἀπό τόν ὁποῖο, κατά τήν καταγραφή τῆς διδασκαλίας τοῦ Παχωμίου Ρουσάνου γιά τήν εὐθύνη τῆς προαιρέσεως στίς «ἐπιλογές» τοῦ ἀνθρώπου, ἐπισημαίνει ὅτι «κανενός τύπου αἰτιοκρατία δέν καθορίζει τήν πνευματική πορεία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἀντιθέτως, ὁ ἴδιος διά τοῦ αὐτεξουσίου του εἶναι ὁ κυρίως ὑπεύθυνος, “ἵν' ὅπερ ἕλοιτο, τοῦτο καὶ προσκτήσαιτο”».
Σχετικῶς μέ τήν ἐπικρατοῦσα στήν θεολογία τῆς Δύσεως ἀντίληψη γιά τήν κληρονομική μετάδοση τῆς ἐνοχῆς τοῦ πρώτου ἀνθρώπου στούς ἀπογόνους του, ἡ ὁποία στηρίζεται σέ ἐπιφανειακή ἑρμηνεία τοῦ χωρίου Ρωμ. 5,12 καί ἡ ὁποία ἀφ’ ἑνός μέν προσεγγίζει ἑρμηνευτικῶς τό προπατορικό ἁμάρτημα, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἐμφαίνει τόν δικανικό τρόπο θεολογικῆς θεωρήσεως καί προσεγγίσεως τοῦ γεγονότος τῆς πτώσεως καί τῶν συνεπειῶν της ἀπό τήν δυτική θεολογική σκέψη, βλ. Ἰ. Σ. Ρ ω μ α ν ί δ ο υ, Τό προπατορικόν ἁμάρτημα, 16-17.19. N. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τ. 3, 210-211. 215. W. W a l k e r, A History of the Christian Church, 265. Ν. Μ η τ σ ο- π ο ύ λ ο υ, Θέματα Δογματικῆς, 204. Ν. Γ. Ξ ε ξ ά κ η, Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 198. Π. Χ. Δ η μ η τ ρ ο π ο ύ λ ο υ, Ἡ Ἀνθρωπολογία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, 95. Π. Ν. Τ ρ ε μ π έ- λ α, Δογματική, τ.1, 553. Ἀντίθετη, ἐν τούτοις, ἄποψη ἐκφράζεται ἀπό ὁρισμένους ἐρευνητές, οἱ ὁποῖοι, κατά τήν ἑρμηνεία τοῦ ἀποσπάσματος Ρωμ. 5,12-19, ἀμφισβητοῦν τήν κληρονομικότητα τόσο τῆς ἁμαρτητικῆς ροπῆς ὅσο καί τῆς ἐνοχῆς καί προβάλλουν τήν ἁμαρτία ὡς προσωπική ἐνέργεια καί εὐθύνη τοῦ καθενός ἀνθρώπου ὡς ἀπογόνου τοῦ Ἀδάμ (Βλ., ἐνδεικτικῶς, C. K. B a r r e t t, From First Adam to Last, 20. N. P. W i l l i a m s, The original sin, 131. W. G. K ü m m e l, The Theology of the New Testament, 179-181).
102 Βλ. Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 385,28-386,3 (=PG 45, 545C). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 160,27-28 (=PG 45, 1165B). Πρβλ. καί Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων Λόγος 2, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 51,7-10 καί 51,19-52,6 (=PG 44, 793BC). Ὅπ.π., 53,4-9 (=PG 44, 796Α).
103 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 2, P.Alexander, GNO, τ.5, 301,20-22 (=PG 44, 640Α). Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 39,16-17 (=PG 46, 508C). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 164,19-22 (=PG 44, 596Β).
104 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 57,22-24 (=PG 46, 525D). Ὅπ.π., 53,21-23 (=PG 46, 521D).
105 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 81B. Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 385,11-13 (=PG 45, 545ΑΒ). Βλ., ἐπίσης, Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 25,10-11 (=PG 45, 29Β), ὅπου ὁ ἄνθρωπος χαρακτηρίζεται «φονεὺς» τοῦ ἑαυτοῦ του καί «αὐτόχειρ».
106 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 64C: «ἐπειδὴ δὲ παρενεσπάρη τούτοις ἡ περὶ τὴν τοῦ καλοῦ κρίσιν διαμαρτυρία καὶ τὸ ὄντως καὶ μόνον κατὰ τὴν ἰδίαν φύσιν καλὸν, διὰ τοῦ συναναφυέντος βλαστοῦ τῆς ἀπάτης ἐπεσκοτίσθη». Βλ., ἐπίσης, Ἠ. Δ. Μ ο υ- τ σ ο ύ λ α, Ἡ Σάρκωσις, 81.
107 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 3, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 108,20-22 (=PG 44, 1229D): «ἔοικε γὰρ, ἐπειδὴ τῆς ἀγαθῆς τοῦ Θεοῦ περὶ τὸν ἄνθρωπον οἰκονομίας ἀπέστησεν ἡμᾶς ἡ ἀβουλία, μᾶλλον δὲ ἡ κακοβουλία...». Βλ., ὡσαύτως, Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 386,11-13 (=PG 45, 545D). Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 92,1-2 (=PG 44, 381Β). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 2, P.Alexander, GNO, τ.5, 302,7-8 (=PG 44, 640Α). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO τ.5, 58,25-27 (=PG 44, 473Β).
108 Βλ. Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως, E.Gebhardt, GNO, τ,9, 315,19 (=PG 46, 685Α).
109 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 2, W. Jaeger, GNO, τ.2, 69,24-26 (=PG 45, 637A). Ἡ προβολή τῆς πράξεως τῆς παρακοῆς ἐκ μέρους τῶν προπατόρων στήν θεία ἐντολή ὡς ἑρμηνευτικοῦ προσδιορισμοῦ τῆς φύσεως τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἀπαντᾶ στό σύνολο τῆς πατερικῆς ἑρμηνευτικῆς γραμματείας. Βλ., ἐνδεικτικῶς περί αὐτοῦ, Κ υ ρ ί λ λ ο υ Ἀ λ ε ξ α ν δ ρ ε ί α ς, Περὶ τῆς ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καὶ λατρείας, Λόγος 11, PG 68, 760Α. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Εἰς τήν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολὴν, PG 74, 798Α. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Ἐξήγησις εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, PG 72, 496C. Ἀ θ α ν α σ ί ο υ, Κατὰ Ἀρειανῶν, Λόγος 1, M. Tetz, Athanasius Werke, τ.1,Ι, 169,15-170,20 (=PG 26, 136Β) . Β α σ ι λ ε ί ο υ, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, PG 31, 348D. Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Θ ε ο λ ό γ ο υ, Πρὸς τοὺς πολιτευομένους Ναζιανζοῦ, Λόγος 17, PG 35, 976C. T o ῦ ἰ δ ί ο υ, Εἰρηνικός Γ΄, Λόγος 22, J. Mossay, SC, τ.270, 248,14-15 (=PG 35, 1145C). Ἰ ω ά ν ν ο υ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολὴν, Λόγος 10, PG 60, 475, κατά τόν ὁποῖο ἡ ἁμαρτία «ἡ τῆς τοῦ Ἀδάμ παρακοῆς αὕτη ἦν ἡ τὰ πάντα λυμαινομένη». Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 108,52. 175,17-19 (=PG 94, 984C.1108Β). Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Τὰ ἱερὰ παράλληλα, PG 95, 1112C. 1242D. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Λόγος εἰς τὸ ἅγιον Σάββατον, PG 96, 609C. Τ ο ῦ ἰ δ ί- ο υ, Ἐγκώμιον εἰς τὴν ἁγίαν Βαρβάραν, PG 96, 801D.
110Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 34,8-13 (=PG 45, 37ΒC). Ὅπ.π., 26,13-15 (=PG 45, 29D). Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 55,5-8 (=PG 46, 524C). Ἐγκώμιον εἰς τὸν μέγαν Βασίλειον, O.Lendle, GNO, τ.10,1, 111,17-21 (=PG 46, 792B). Πρβλ. Ι. Σ. Ρ ω μ α ν ί δ ο υ, Τό προπατορικόν ἁμάρτημα, 21.
111 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 10, W. Jaeger, GNO, τ.2, 293,5-15 (=PG 45, 888D-889Α). Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 201Α. Βλ., ἐπίσης, Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 53,21-23 (=PG 46, 521D). Πρβλ., ὡσαύτως, Ἐπιστολὴ κανονικὴ, PG 45, 221Β. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 164,16-17 (=PG 44, 596B). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 55,14 (=PG 44, 796D). Βλ., ἐπίσης, Κ. Ε. Π α π α π έ τ ρ ο υ, «Προπατορικόν ἁμάρτημα», ΘΗΕ 10(1967), 636, ἀπό τόν ὁποῖο ἀποδίδεται στό προπατορικό ἁμάρτημα ὁ ἐξαιρετικός χαρακτηρισμός τῆς «πραγματοποιήσεως τῆς ἐν τῇ φύσει του (=ἀνθρώπου) δεδομένης καθαρᾶς δυνατότητος διά τό κακόν (μή οὔσης καθ’ ἑαυτήν ἁμαρτίας)».
112 Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 19,23-24 (=PG 94, 809A).
113 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 193C: «οἷον προσωπεῖον εἰδεχθὲς τῷ κατὰ τὴν εἰκόνα κάλλει τὰ πάθη τῆς σαρκός ἐπιπλάσσουσα(=ἡ περὶ ἡμᾶς ἀθλιότης)».
114 Βλ. Κ. Ε. Π α π α π έ τ ρ ο υ, «Προπατορικόν ἁμάρτημα», ΘΗΕ 10(1967), 637.
115 Βλ. Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τ.2, 206. τ.3, 206. Τό προπατορικό ἁμάρτημα χαρακτηρίζεται ἀπό τόν ἴδιο συγγραφέα καί ὡς «λήθη τοῦ Θεοῦ», «διάσπαση αἰσθητῶν καί νοητῶν πραγμάτων», «ἀνταρσία πρός τό ζωοδότη Θεό» (ὅπ.π., τ.3, 211). Γίνεται, ἐπίσης, ἀναφορά ἀπό τόν ἴδιο συγγραφέα στήν θεώρηση ἐκ μέρους ὁρισμένων ἑρμηνευτῶν τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ὡς «σεξουαλικοῦ κρίματος». Ἡ ἑρμηνεία αὐτή κρίνεται ἀπό τόν Ν. Ματσούκα, ὡς μή δυνάμενη νά στηριχθεῖ σέ ἁγιογραφικές καί πατερικές μαρτυρίες, ὡς ἐντελῶς ἐσφαλμένη (ὅπ.π., τ.3, 202. 209). Βλ., ἐπίσης, Σ. Ἀ γ ο υ ρ ί δ η, Μῦθος, ἱστορία, θεολογία, 54. 59, ἀπό τόν ὁποῖο σημειώνεται ὅτι ἡ βρώση τοῦ ἀπαγορευμένου καρποῦ συνδέεται μέ τήν ἱκανότητα τῶν προπατόρων δημιουργίας νέας ζωῆς μέσῳ τῆς σειρᾶς τῶν ἀπογόνων, «κάνοντας ἔτσι τούς ἑαυτούς των μέ τή δική τους δύναμη ἴσους μέ τό Θεό». Ὅπ.π., 61, ὅπου ἡ ἐκδοχή τῆς συνάφειας τῆς σχετικῆς ἁγιογραφικῆς διηγήσεως μέ τήν σεξουαλική συνεύρεση τῶν προπατόρων στηρίζεται στήν ἀποδοχή τῆς θεωρήσεως τοῦ ὄφεως ὡς συμβόλου τῆς γονιμότητας. Βλ., ἐπίσης, Ἀ. B. B λ έ τ σ η, Τό προπατορικό ἁμάρτημα, 312. Ν. Ἰ. Ν ι κ ο λ α- ΐ δ η, Θέματα πατερικῆς Θεολογίας, 256. 262. Μ. Κ ω ν σ τ α ν τ ί ν ο υ, «Ἡ πτώση», Γρηγόριος Παλαμᾶς 72(1989), 548. Τήν ἀπόρριψη τῆς ἑρμηνείας τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ὡς «σεξουαλικῆς σχέσεως» ἀποδέχεται καί ὁ Ἰ. Καραβιδόπουλος («Ἡ γνῶσις τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ», Γρηγόριος Παλαμᾶς 44[1961], 331).
Περί τῆς ἑρμηνευτικῆς προσεγγίσεως καί θεωρήσεως τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος βλ., ἐπίσης, Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Τό πρόβλημα τοῦ κακοῦ, 173-174. Ἀ. Θ ε ο- δ ώ ρ ο υ, «Ἀρχέγονος κατάστασις», ΕΕΘΣΠΑ 6(1968), 739. 755, ὅπου ἀναφέρεται ἡ διά «τῆς διαστρόφου ἐξυψώσεως τοῦ ἐγώ τοῦ Ἀδάμ ἔναντι τοῦ Θεοῦ» ἐκδήλωση τῆς ἐγωιστικῆς συμπεριφορᾶς τῶν προπατόρων ὡς ἀποτελοῦσα τήν «ἀρχήν καί τήν βαθυτέραν οὐσίαν τῆς πρώτης ἁμαρτίας». Πρβλ., ὡσαύτως, Μ α ξ ί μ ο υ Ὁ μ ο λ ο γ η- τ ο ῦ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, PG 91, 1156C, ὅπου τονίζεται ἡ ἐσφαλμένη καί ἄστοχη ἀπόπειρα τοῦ πρώτου ἀνθρώπου νά ὁμοιωθεῖ μέ τόν Θεό «ὡς οὐκ ἔδει», δηλαδή «δίχα Θεοῦ, καὶ πρὸ Θεοῦ, καὶ οὐ κατὰ Θεὸν... ὅπερ ἀμήχανον ἦν, τὰ τοῦ Θεοῦ ἔχειν ἐπιτηδεύσας». Τό προπατορικό ἁμάρτημα παρουσιάζεται ἐπίσης ὡς ἡ στέρηση τῆς ἠθικῆς τελειώσεως πού ἀπορρέει ἀπό τήν ἀπώλεια ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου τῆς ὄντως ἀθανασίας (Βλ. Ἰ. Σ. Ρ ω μ α ν ί δ ο υ, Τό προπατορικόν ἁμάρτημα, 158). Βλ., ἐπίσης, Ἀ θ α- ν α σ ί ο υ, Περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, Λόγος 7, Ch.Kannengiesser, SC, τ.199, 286,5-18 (=PG 25, 108CD), κατά τόν ὁποῖο ἡ ἐκ τῆς παραβάσεως προελθοῦσα κατάσταση τῆς φθορᾶς καθίσταται πλέον «κατὰ φύσιν» κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου.
116 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 351,2-5 (=PG 44, 1021D): «καὶ καταμιχθέντος ἅπαξ τοῦ θανάτου τῇ φύσει συνδιεξῆλθε ταῖς τῶν τικτομένων διαδοχαῖς ἡ νεκρότης. ὅθεν νεκρὸς ἡμᾶς διεδέξατο βίος, αὐτῆς τρόπον τινὰ τῆς ζωῆς ἡμῶν ἀποθανούσης». Βλ., ἐπίσης, Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Συνέπειαι τῆς πτώσεως, 45.
117 Βλ. Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Συνέπειαι τῆς πτώσεως, 48. Μ. Κ ω ν σ τ α ν τ ί ν ο υ, «Ἡ πτώση», Γρηγόριος Παλαμᾶς 72(1989), 557, κατά τήν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ ὁποίου «ἡ ἱστορία τῆς πτώσης δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ ἐξιστόρηση μιᾶς ἀποτυχίας». Βλ., ἐπίσης, Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 1, P.Alexander, GNO, τ.5, 284,9-11 (=PG 44,624Α): «ἥτις(=ἡ θνητή καί αἰσθητή ζωή) συγκρινομένη τῇ ὄντως ζωῇ ἀνύπαρκτός τις καὶ ἀνυπόστατός ἐστιν».
118 Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Συνέπειαι τῆς πτώσεως, 51. Βλ., ἐπίσης, τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, «Μετεωροπορεῖν», Θεολογία 39(1968), 430. X. M π ο ύ κ η, Ἡ Γλῶσσα, 58. W. V ö l k e r, Gregor von Nyssa als Mystiker, 80.