3. Τό «ἡγεμονικὸν» τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου.

α΄. Τό «λογιστικὸν» τῆς ψυχῆς ὡς φυσική δύναμη τοῦ ἀνθρώπου.

Κατά τήν ἀνάπτυξη καί διατύπωση τῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου περί τοῦ ἀνθρώπου ὡς δημιουργηθέντος ὑπό τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ «κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωσιν» αὐτοῦ ἐξέχουσα θέση καταλαμβάνει ἡ ἀνάδειξη τῆς ἀντιλήψεως περί τῆς «λογικῆς» δυνάμεως τῆς ψυχῆς ὡς τοῦ ἰδιαίτερου ἐκείνου ἀνθρώπινου χαρακτηριστικοῦ γνωρίσματος, τό ὁποῖο ἐμφαίνει κατά παραστατικόν τρόπο τήν ὁμοιότητα τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ὑπάρχοντα ὡς ὄντως «νοῦν» καί «λόγον» Τριαδικό Θεό1.
Ἡ θεώρηση τοῦ «λογιστικοῦ» ὡς στοιχείου χαρακτηρίζοντος τήν ψυχή συνιστᾶ ἐπίσης σημεῖο καί τῆς φιλοσοφικῆς διανοήσεως, στήν ὁποία ἐξέχουσα θέση κατέχει ἀφ’ ἑνός μέν ἡ διδασκαλία τῶν Στωικῶν περί τοῦ «καθολικοῦ λόγου», ὁ ὁποῖος προσλαμβάνει τήν σημασία τοῦ συγγενοῦς πρός τόν λόγο τοῦ ἀνθρώπου Θεοῦ καί ἀποτελεῖ τήν καθοδηγητική ἀρχή τῶν πάντων2, ἀφ’ ἑτέρου δέ οἱ σχετιζόμενες μέ τό θέμα αὐτό φιλοσοφικές ἀντιλήψεις τοῦ Πλάτωνος, τοῦ Ἀριστοτέλους, καθώς καί τῶν Νεοπλατωνικῶν. Κατά τήν σχετική μέ τό θέμα διδασκαλία τοῦ Πλάτωνος τό «ἡγεμονικὸν» ἐκλαμβάνεται ὡς τό μόνο ἀπό τά στοιχεῖα τῆς ψυχῆς, τό ὁποῖο τυγχάνει ἀθάνατο καί στό ὁποῖο, ἐξ αἰτίας τῆς σύμφυτης μέ αὐτό ἱκανότητας παραγωγῆς τῆς σκέψεως, ἀποδίδεται κυρίαρχη καί ὁδηγητική ἀποστολή. Ἐπιδίωξη, συνεπῶς, τοῦ νοῦ θεωρεῖται ἀπό τόν Πλάτωνα ἡ θέαση τῶν ἰδεῶν, πού πραγματοποιεῖται διά τῆς ἐπαναφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου στόν κόσμο αὐτῶν3 καί πού θέτει στόν ἀντίποδα τοῦ νοῦ τό διακρινόμενο ἀπό τήν ροπή αὐτοῦ πρός τά φυσικά καί γήινα πράγματα σῶμα. Ὡς παράγων, ἐν τούτοις, ὁ ὁποῖος ἐξισορροπεῖ τίς ἀντίθετες αὐτές τάσεις θεωρεῖται ἡ ψυχή, ἡ ὁποία παριστᾶται ἀπό τόν Πλάτωνα ὡς ἡνίοχος πού καθοδηγεῖ ὄχημα δύο ἵππων ἀντιπροσωπευόντων τίς ἀντίρροπες δυνάμεις τοῦ θυμικοῦ καί τοῦ ἐπιθυμητικοῦ, οἱ ὁποῖες ὑπάρχουν στόν ἄνθρωπο καί χρήζουν καθοδηγήσεως4.
Κατά τόν Ἀριστοτέλη, ἐν συνεχείᾳ, ἀντικείμενο τῆς λογικῆς ἐπιθυμίας τῶν κατεχόντων λόγο ὄντων καθίσταται ἡ ἔννοια καί ἡ αἴσθηση τοῦ πρώτου κινοῦντος ἀγαθοῦ5 ἐν ἀντιθέσει πρός τήν ἄλογη φύση, ἡ ὁποία μιμεῖται τήν κίνηση τῶν οὐρανίων σωμάτων, τήν ἐκφραζόμενη διά τῆς σταθερῆς μεταβατικῆς δραστηριότητας τῶν φυσικῶν στοιχείων6. Ἡ ἔννοια, κατά ταῦτα, τῆς νοήσεως προσλαμβάνει τήν σημασία τῆς ἐνέργειας, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει πρωτίστως τό πρῶτο κινοῦν ἀκίνητο, ἐμπερικλείει δέ τήν μετάβαση ἀπό τό «δυνάμει» στό «ἐνεργείᾳ»7 καί ὡς ἐκ τούτου προσδιορίζεται κατ’ ἀποκλειστικόν τρόπο ἀπό τήν ἀθανασία8. Κατά τήν διερεύνηση τῆς διδασκαλίας τοῦ Σταγειρίτη φιλοσόφου, τῆς σχετικῆς μέ τό ὑπάρχον ὡς τό «τιμιώτερον» γνώρισμα τῶν ἀνθρώπων «διανοητικόν»9, καθίσταται ἐπίσης προφανής ἡ διάκριση τοῦ νοῦ στίς ἐπί μέρους κατηγορίες τοῦ «παθητικοῦ» καί τοῦ «ποιητικοῦ»10, κατά τήν ὁποία τό πρῶτο εἶδος, ὡς προβάλλον τά ἀπεικονίσματα τῶν ἐξωτερικῶν ἐρεθισμάτων πού λαμβάνονται ἀπό τίς αἰσθήσεις, ἑρμηνεύεται ὡς δύναμη, ἀπό τήν ὁποία ὁ «ποιητικός» νοῦς ἀφορμᾶται, προκειμένου νά ἀναχθεῖ στήν κατανόηση τῶν νοητῶν ἰδεῶν, καί ὡς ἐκ τούτου ἐκλαμβάνεται ὡς προοδευτικῶς πραγματοποιούμενη δυνατότητα. Ἔτσι, ἡ ἐνεργητική αὐτή δύναμη ἀφ’ ἑνός μέν θεωρεῖται ὡς ὑπάρχουσα ἐν δυνάμει στόν νοῦ, ἀφ’ ἑτέρου δέ καθίσταται πραγματικότητα ἐντός τῶν ὁρίων τῆς ἐμπειρίας καί τῆς λογικῆς11. Κατά τήν διασαφήνιση, ἑπομένως, τῆς ἔννοιας τοῦ «ποιητικοῦ» νοῦ εἶναι δυνατόν νά ἀνιχνευθεῖ ὁ συμβολισμός τῆς ἰδέας τοῦ Θεοῦ12.
Σύμφωνα, ἐξ ἄλλου, μέ τήν νεοπλατωνική σκέψη, ἡ νόηση, πού ταυτίζεται μέ τήν «οὐσίαν» καί τήν «ἐνέργειαν»13, γεννᾶται αἰωνίως καί ἀχρόνως κατά τήν δραστηριότητα τῆς μεταστροφῆς, διά τῆς ὁποίας ἡ ὑπόσταση τῆς νοήσεως παράγεται ἐκ τοῦ Ἑνός ἀσυνειδήτως, ἀκουσίως καί ἐξ αἰτίας τῆς ὑπεραφθονίας αὐτοῦ, καί, ἐπειδή ἀποσκοπεῖ στήν κατά τό δυνατόν παραμονή της πλησίον τοῦ παρέχοντος σέ αὐτήν τήν ὕπαρξη θείου, στρέφεται πρός ἐνατένισή του14. Ἡ νόηση, συνεπῶς, ὡς πρῶτο γέννημα τοῦ θείου, συνιστᾶ μία δεύτερη ὑπόσταση15, ἡ ὁποία, ἐν ἀντιθέσει πρός τήν ὑπεράνω τοῦ ὄντος ὑπάρχουσα πρώτη ὑπόσταση τοῦ Ἑνός16, ὑφίσταται ὀντολογικῶς17 καί, ὡς «μίμημα» καί «εἴδωλον» αὐτοῦ18, διακρίνεται προσδιοριστικῶς ἀπό μία φυσική συγγένεια πρός αὐτό19, ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπό τήν ἰδιότητα τοῦ «ὁμοουσίου»20. Πρόκειται, δηλαδή, γιά μία διαβαθμιζόμενη ἀπόρροια τῆς ἀπόλυτης καί μοναδικῆς οὐσίας τοῦ Ἑνός, πού μαζί μέ τήν ψυχή δέν συνιστοῦν ἑτερότητες αὐτοῦ, ἐφόσον ἡ ἑτερότητα καθίσταται τό διακριτικό σημεῖο τῆς αἰσθητῆς πραγματικότητας21. Στήν διδασκαλία, λοιπόν, τοῦ Πλωτίνου ἡ νόηση, χωρίς νά εἶναι τό ὄντως ἀγαθό22, ἀποκτᾶ τό ἰδίωμα τῆς ἀγαθότητας ἀπό τήν σχέση της μέ τό «κρεῖττον»23, ἀφοῦ ὁ νοῦς, ὁ ὁποῖος ἔχει ὀντολογικῶς τήν ἀνάγκη τοῦ ἀγαθοῦ24, κατέχει ἐκ φύσεως τήν «ἔφεσιν» πρός αὐτό25.
Ἡ ἀποτυπωμένη ἑρμηνευτική ἀντίληψη τοῦ Γρηγορίου Νύσσης περί τῆς ὑπάρξεως τῆς «λογιστικῆς» ἤ νοητικῆς δυνάμεως τῆς ψυχῆς ἑδράζεται ἀπό τόν ἴδιο στήν διδασκαλία τῆς Γραφῆς περί τῆς καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου26, κατά τήν ὁποία τό «λογικὸν», ὡς κατ' ἐξοχήν χαρακτηριστικό τῆς «ἀρχετύπου» θεότητας27, συνεφύη μέ τό ἀνθρώπινο γένος28 καί κατέστη τό «ἰδιάζον» ἐκεῖνο καί «κυριώτατον» γνώρισμα29, κατά τήν ἐκδήλωση τοῦ ὁποίου ἀφ’ ἑνός μέν καταδεικνύεται ἡ κατάσταση τῆς κατά χάριν συγγένειας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν πλάσαντα αὐτόν Τριαδικό Θεό30, ἀφ’ ἑτέρου δέ διασαφηνίζεται ἡ ἐκ φύσεως προσαρμοσμένη στόν ἄνθρωπο ἰδιότητά του ὡς «ἡγεμόνος» ὅλης τῆς κτίσεως31.
Ἡ νοητική δύναμη τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία προσδίδει στήν ζωή του τόν χαρακτηρισμό της ὡς «τελείας»32, ἐκλαμβάνεται ἀπό τόν ἱερό πατέρα ὡς οὐσία νοερά καί ἀφανής33 καί ἀσώματη34, ἡ ὁποία δέν ὑπόκειται σέ φθορά καί ἀλλοίωση35, ὑπάρχει ἐπιπροσθέτως ἐκτός κάθε τοπικοῦ περιορισμοῦ36 καί ὡς ἐκ τούτου διαφεύγει τήν δυνατότητα πρός ἀντίληψή της καί προσμέτρησή της διά τῶν αἰσθήσεων37. Ὡς τέτοιου εἴδους ὁ νοῦς κατέχει κατά τρόπον «ἀμήχανον» καί «ἀκατανόητον» τήν δυνατότητα τῆς «ὁμοτίμου» συνάφειας πρός τό σύνολο τῶν μορίων τοῦ σώματος δι’ ἀνακράσεως38, χωρίς νά «ἐγκρατεῖται» ἀπό αὐτά ἤ νά περιβάλλει αὐτά39. Διά τῆς δυνάμεως καί κινήσεώς του ὁ νοῦς παρέχει στήν ψυχή, πού θεωρεῖται «ἐν τῇ τῆς διανοίας ὁρμῇ»40, τήν ἱκανότητα τῆς «ἐφαπλώσεώς» της σέ ὅλη τήν κτίση41.
Κατά τήν ἀνάπτυξη τῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου περί τῆς ἔννοιας καί τῆς λειτουργίας τοῦ «ἡγεμονικοῦ» τῆς ψυχῆς, πού δόθηκε ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο42, ἀναδεικνύεται ἐπιπροσθέτως ὁ προσδιορισμὀς αὐτοῦ ὡς «κεφαλῆς» τῆς ψυχῆς43, πού ἔχει ἐκ φύσεως ταχθεῖ σέ μία συνεχῆ καί ἐπεκτεινόμενη κίνηση πρός τόν Τριαδικό Θεό, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται διαρκῶς ἐκτός καί πέραν τῆς καταληπτικῆς δυνατότητας τοῦ ἀνθρώπου44. Ἡ ἄποψη πού ἐκθέτει ὁ Γρηγόριος σχετικῶς μέ τήν φυσική ροπή τοῦ «λογιστικοῦ» τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό προσδιορίζει ἑρμηνευτικῶς τήν κινητική αὐτή ἐνέργεια τοῦ νοῦ ἀφ’ ἑνός μέν ὡς ὑπάρχουσα καί ἀπορρέουσα ἀπό τήν ἔνταξη τῆς ἀνθρώπινης νοήσεως ὡς κτιστῆς λειτουργίας ἐντός τοῦ διαστήματος τοῦ χρόνου, ὁ ὁποῖος ἐμπεριέχει ὅλη τήν κτίση45, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὡς ὠθούμενη ἀπό τήν ψυχική κίνηση τῆς ὀρέξεως καί τῆς ἐπιθυμίας, ἡ ὁποία θεωρεῖται σύμφυτη μέ τήν ἀνθρωπότητα46. Ἡ ἀνοδική αὐτή φορά, πού καταδεικνύει τήν σύμφυτη καί συνημμένη μέ τήν φύση τοῦ ἀνθρώπου συνεχῆ κινητική δραστηριότητα, ἐντοπίζεται ἀπό τόν Γρηγόριο κατά τό διάστημα τῆς διαβιώσεως τοῦ ἀνθρώπου στήν τέλεια κατάσταση τῆς πρώτης μακαριότητας, ὅπου ὁ νοῦς, ἐπειδή ὑφίστατο κατά τρόπον «συνηγμένον» καί «ἀδιάχυτον»47, ἀποσκοποῦσε στήν συνάφειά του μέ τόν ἀιδίως ὑπάρχοντα κατά τρόπον ἁπλό καί «μονοειδῆ» καί ἀσύνθετο Τριαδικό Θεό48.
Ἡ «μονοειδὴς», συνεπῶς, νοητική ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου49 ἐκλαμβάνεται ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης ὡς δύναμη ἐνεργοῦσα καί ἐπιδιώκουσα ἀφ’ ἑνός μέν τήν διάκριση καί ἐπίγνωση ἀπό αὐτόν τῆς θεότητας, ἡ ὁποία ἐδημιούργησε τά πάντα «ἐπ’ ἀγαθῷ», ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν μέθεξη τοῦ ἀνθρώπου στίς ἄκτιστες ἐνέργειες αὐτῆς50. Πρόκειται περί μιᾶς σχέσεως ἡ ὁποία προσδιορίζεται ἀπό τήν σφραγίδα ἡ ὁποία φέρει τόν χαρακτήρα τῆς ὄντως «ἀληθείας»51 καί διά τῆς ὁποίας χαρακτηρίζεται ἡ διανοητική δύναμη τῆς ψυχῆς κατά τήν θέαση ὑπ’ αὐτῆς τῆς μεγαλειότητας καί τῆς δόξας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ52.
Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι κατά τήν ἀναπτυσσόμενη διδασκαλία του περί τοῦ «ἡγεμονικοῦ» τῆς ψυχῆς θεωρεῖ ἀναγκαῖο ὁ Γρηγόριος Νύσσης νά προβεῖ γιά ἄλλη μία φορά σέ ἐπισήμανση τῆς ὀντολογικῆς διαφορᾶς, πού ὑπάρχει μεταξύ τοῦ Θεοῦ ὡς δημιουργοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου ὡς δημιουργήματος53, ἡ ὁποία ἀφ’ ἑνός μέν τοποθετεῖ τήν ὕπαρξη τῆς Τριαδικῆς θεότητας ἐκτός κάθε γνωστικῆς ἀντιλήψεως καί καταλήψεως κατά τρόπον «ἀνέπαφον» καί «ἀκατανόητον»54, ἀφ’ ἑτέρου δέ καθιστᾶ τήν γνώση τῆς θείας οὐσίας ἐκ μέρους τοῦ διά τῆς νοήσεως ἔχοντος τήν ἀντιληπτική ἱκανότητα ἀνθρώπου «ὁδὸν ἀνεπίβατον»55. Ἡ «ἀνείκαστος»56 καί ὑπερκείμενη «παντὸς γνωρίσματος»57 φύση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ παραμένει ἀπροσπέλαστη καί ἀπρόσιτη γνωστικῶς ὄχι μόνο ἀπό τήν ψυχή, ἡ ὁποία εἶναι ἐκ φύσεως προορισμένη πρός «μετουσίαν» αὐτῆς58, ἀλλά καί ἀπό τό σύνολο τῆς νοητῆς φύσεως, γιά τίς δυνατότητες τῆς ὁποίας ἡ ἐπίγνωση τῆς θείας οὐσίας καθίσταται γεγονός ἀνέφικτο59. Ἀπό τήν κατανόηση, ἐξ ἄλλου, αὐτοῦ τοῦ φυσικοῦ ἰδιώματος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ νά παραμένει κατά τήν οὐσία του ἄγνωστος καί ἀκατάληπτος καί ἀπρόσιτος ἀπό τήν κτιστή λογική δραστηριότητα – ἐπισημαίνει μέ ἔμφαση ὁ Γρηγόριος – ὁδηγεῖται κανείς στήν κατά θεολογικήν ἀναλογία διαπίστωση ὅτι παρέχεται ἀπό τόν Θεό στό «λογιστικὸν» τοῦ κατ' εἰκόνα αὐτοῦ πλασθέντος ἀνθρώπου ἡ ἰδιότητα τοῦ «ἀκαταλήπτου» καί ὅτι ἔτσι ἀναδεικνύεται ἡ κατά τό «νοερὸν» καί κατά χάριν βεβαίως ὁμοιότητα τῆς νοήσεως τοῦ ἀνθρώπου, πού ὀρέγεται τόν Θεό καί προσπαθεῖ νά προσεγγίσει αὐτόν διά τῶν λογισμῶν, μέ τήν νοερά φύση τοῦ Θεοῦ60.
Ἔτσι, κατά τόν Γρηγόριο Νύσσης ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, πού συνιστᾶ τό «ἡγεμονικὸν» τῆς ψυχῆς του καί πού διακρίνεται γιά τό προσδιοριστικό γνώρισμα τῆς ἁπλότητας61, καί ὁ ὁποῖος δημιουργήθηκε ἀφ’ ἑνός μέν προκειμένου νά διοικεῖται ἀπό τόν πλάσαντα αὐτόν Θεό, ἀφ’ ἑτέρου δέ προκειμένου νά κατευθύνει τόν ἐκ ψυχῆς καί σώματος συνιστάμενο ἄνθρωπο62, χαρακτηρίζεται ἀπό τήν σύμφυτη μέ αὐτόν κινητική δραστηριότητα, ἡ ὁποία συνιστᾶ μέν μία διαρκῆ προέκταση τῆς νοήσεως πρός τόν «προαιώνιον» Θεό63, ἀποκαλύπτει δέ τήν παντελῆ ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης φύσεως γιά τήν γνώση τῆς Τριαδικῆς θεότητας κατά τήν οὐσία αὐτῆς64, ὁ ἀκατάληπτος χαρακτήρας τῆς ὁποίας ἐκπορεύεται κατά τόν Γρηγόριο ἀπό τό ἀίδιο ἰδίωμα τῆς κατά φύσιν ἁγιότητάς της65.

β΄. Ἡ αὐτεξούσιος «προαίρεσις» ὡς ἰδιότητα καί προνόμιο τῆς λογικῆς κτίσεως.

Κατά τήν ἑρμηνευτική ἀποτύπωση ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης τῆς διδασκαλίας του περί τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἔλλογου ὄντος ἀναδεικνύεται τό ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον πού ἐπιδεικνύει ὁ ἱερός πατήρ στήν προβολή τῆς ὑπάρξεως καί λειτουργίας τῆς «διάνοιας» τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ὑποδηλώνει νοητική κίνηση, καί τῆς θεωρήσεώς της ὡς «προαιρουμένης»66, ὡς ἐκ φύσεως δηλαδή κατέχουσας τήν δυνατότητα ἐκδηλώσεως τῆς «πρός τι» διαθέσεως τοῦ νοῦ67.
Ἡ ἀντίληψη περί τῆς ὑπάρξεως καί ἐκδηλώσεως τῆς ἰδιότητας τῆς προαιρέσεως, πού χαρακτηρίζει τήν ψυχή, ἀπαντᾶ ἐπίσης στήν θύραθεν φιλοσοφική σκέψη εἴτε ὡς ἑρμηνεύουσα τό γεγονός τῆς πτώσεώς της καί τῆς ἑνώσεώς της μέ τό σῶμα εἴτε ὡς σχετιζόμενη μέ τήν ἔννοια τῆς ἀρετῆς. Κατά τήν πλατωνική θεωρία ἡ προαίρεση συναρτᾶται κατά τρόπον ἄμεσο μέ τήν ἐπιλογή τήν ὁποία πραγματοποίησε ἡ ψυχή καί ἡ ὁποία ἐπέφερε τήν ὑπερίσχυση τῆς δυνάμεως τοῦ ἐπιθυμητικοῦ καί τήν πτώση, πού ὁδήγησε στήν ὑλική διαβίωσή της68. Στόν χῶρο τοῦ νεοπλατωνισμοῦ, ἐξ ἄλλου, χαρακτηριστική καθίσταται ἡ ἄμεση συνάρτηση τῆς ἐλευθερίας τῶν «μερικῶν» ψυχῶν69 μέ τό γεγονός τῆς στροφῆς καί τῆς θεωρήσεως τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ πρωτοτύπου καί ὄχι αὐτοῦ τούτου τοῦ πρωτοτύπου, πράγμα τό ὁποῖο ἐπέφερε τήν κάθοδο καί τήν ὑποδούλωση τῶν ψυχῶν αὐτῶν στίς μεταβολές τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου70. Τό ἐν λόγῳ γεγονός ἀντιδιαστέλλει στήν φιλοσοφική σκέψη τοῦ Πλωτίνου τήν ἐκφραζόμενη ὡς «αὐτάρκειαν»71 βουλητική ἐλευθερία τοῦ νοητοῦ καί τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου ἀπό τήν ἀπόλυτη ἐλευθερία τοῦ «ἐπέκεινα» τῆς αὐτάρκειας ἀπείρου Ἑνός, ἡ ὕπαρξη τοῦ ὁποίου ὑφίσταται ἀφ’ ἑαυτῆς, κατά τήν οἰκεία θέληση τῆς προαιρέσεως72. Κατά τήν σχετική, ἐπίσης, ἀριστοτελική ἄποψη στήν ἔννοια τοῦ «αὐτεξουσίου» δίνεται ἡ ἑρμηνεία τῆς καθοδηγούμενης ἀπό τήν σκέψη «βουλευτικῆς ὀρέξεως», ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τήν ἀρετή73.
Ἐκθέτοντας ὁ Γρηγόριος τήν διδασκαλία του περί τῆς δυνατότητας αὐτοδιαθέσεως τοῦ ἀνθρώπου «κατά τό ἀδέσποτον καί αὐτεξούσιον» αὐτοῦ, ἑρμηνεύει τό γεγονός τῆς κοσμήσεως τῆς ἀνθρωπότητας μέ τό δοθέν αὐτό μέγιστο ἀγαθό74, θεωρώντας αὐτό ὡς συνέπεια πού ἀπορρέει ἀπό τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου κατ’ εἰκόνα τῆς «βασιλευούσης» τῶν πάντων καί ἀπαλλαγμένης κάθε ἀναγκαιότητας δυνάμεως τοῦ πλάσαντος αὐτόν Τριαδικοῦ Θεοῦ75. Ἡ ἀνάδειξη τῆς προαιρέσεως αὐτῆς ὡς χαρακτηριστικοῦ τῆς κατ' εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου ὀφείλεται στό ὅτι ἡ ἀπαλλαγμένη κάθε ἀναγκαιότητας θεία αὐτή δύναμη, ἡ ὁποία ἔχει τό χαρακτηριστικό τῆς παντοδυναμίας καί τῆς σταθερῆς καί ἀμετάβλητης ἰδιότητας καί καταστάσεως – ἔτσι ὥστε νά διακηρύσσεται ὅτι ὁ Θεός «οὐδέποτε ταῖς τῆς προαιρέσεως ὁρμαῖς μεταβάλλεται»76 ‒, συνιστᾶ ἕνα ἐκ τῶν ἀιδίων φυσικῶν ἰδιωμάτων τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ77 καί, ἐπειδή καταδεικνύει τήν ταυτότητα τοῦ θείου θελήματος, καθίσταται στοιχεῖο πού προσμαρτυρεῖ καί ἀναδεικνύει τήν ἀίδια κατά φύσιν κοινωνία μεταξύ τῶν διακρινομένων θείων ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδος78. Ἡ ἐλεύθερη, βεβαίως, αὐτή θεία βούληση χαρακτηρίζεται ἀπό τό προσδιοριστικό γνώρισμα τῆς ἀπολυτότητας, ἐφόσον ὁ τρισυπόστατος Θεός, διά τῆς προαιώνιας ἐκδηλώσεως τοῦ καθ’ ὁλοκληρίαν σταθεροῦ, ἀμετάβλητου, ἀναλλοίωτου καί ἀίδιου θελήματός του, ἀποκαλύπτεται ἀιδίως διά τῶν θείων ἐνεργειῶν του. Μία ἐξ αὐτῶν ἀφορᾶ στήν δημιουργία τῆς κτίσεως, τῆς ὁποίας ἡ μετά τοῦ χρόνου καί «ἐξ οὐκ ὄντων» σύσταση συνιστᾶ ἀποτέλασμα τῆς ἄνευ μεταβολῆς ἐκδηλώσεως τῆς ἀίδιας βουλήσεως τοῦ Θεοῦ79.
Ἀπό τήν ἀπόδοση, συνεπῶς, στόν ἄνθρωπο κατά τήν δημιουργία του ἀπό τόν Τριαδικό Θεό τῆς δυνατότητας καί ἱκανότητας ἐλεύθερης διοικήσεως καί ρυθμίσεως κατά τήν οἰκεία του γνώμη80 ἀναδεικνύεται ἡ φύση του ὡς κατά χάριν «ἰσόθεος»81, ἐπειδή φέρει τό ἀπορρέον ἀπό τό ἀξίωμα τῆς ἐλευθερίας «βασιλικόν» ἰδίωμα82, καί θεωρεῖται ἡ συμφυής μέ τήν ἀνθρώπινη φύση λειτουργία τῆς «θεωρίας» καί θεάσεως τοῦ Θεοῦ ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἀσκήσεως τοῦ «αὐτεξουσίου»83.
Τό «αὐτοκρατὲς», λοιπόν, καί «αὐτεξούσιον», τό ὁποῖο ἐνεβλήθη ὑπό τοῦ Θεοῦ στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν κατασκευή του84, συνδέεται κατά τρόπον ἄμεσο μέ τήν κατάσταση τήν ὁποία αὐτός ἐβίωνε κατά τήν πρώτη μακαριότητα, ὅπου ὁ «ἀμιγὴς τοῦ χείρονος» καί «μονοειδὴς» τρόπος ὑπάρξεως καί διαβιώσεως τοῦ ἀνθρώπινου γένους85 ἀποτύπωνε ἑρμηνευτικῶς τήν ἀντίληψη γιά τήν κατ' αὐτόν μόνο τόν πρόσφορο τρόπο δημιουργία ἀπό τόν Θεό ὅλης τῆς λογικῆς κτίσεως86. Ὡς αἴτιο δέ ὑποδεικνύεται ἀπό τόν Γρηγόριο ἡ ἐπιθυμία ἐπεκτάσεως τῆς ἀνθρωπότητας πρός τήν θεότητα καί προσεγγίσεώς της, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται διά τῆς διηνεκοῦς διευρύνσεώς της ἐντός τοῦ πλούτου τῶν θείων ἀγαθῶν87. Καθίσταται, ὡς ἐκ τούτου, σαφής ἡ συνάφεια τήν ὁποία ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης προσδιορίζει μεταξύ τῆς ἐκδηλώσεως τοῦ «αὐτεξουσίου» καί τῆς ἐπιθυμητικῆς πρός τό θεῖο καί τό ἀγαθό διαθέσεως, τῆς χαρακτηρίζουσας τόσο τήν ἀσώματη ὅσο καί τήν σωματική νοερά φύση, πού ἀποσκοπεῖ στήν διαχείριση τοῦ λόγου καί τῆς διάνοιας, μέ τά ὁποῖα ἡ ἀνθρωπότητα πλάσθηκε τετιμημένη88, πρός συνεχῆ αὔξησή της στό ἀγαθό89.
Ὁ προσδιορισμός ἀπό τόν Γρηγόριο τῆς προαιρέσεως ὡς ὁρμῆς τῆς ἀνθρωπότητας, ἡ ὁποία συνάπτεται μέ τήν ἐπιθυμία90 «εἰς προσθήκην γνώσεως»91, ἀναδεικνύει αὐτήν ὡς δύναμη φυσική92, συνυφασμένη μέ τήν ἐκ φύσεως συνημμένη μέ τόν ἄνθρωπο κινητική του ἱκανότητα 93, ἡ ὁποία, διά τοῦ ἰδιώματος τῆς τρεπτότητας94, φέρει μέν αὐτόν σέ ὁλονέν ὑψηλότερο ἐπίπεδο μετοχῆς τῆς θεότητας95, καθιστᾶ δέ τήν δυνατότητα τῆς προαιρετικῆς ὁρμῆς περιορισμένη ἐξ αἰτίας τοῦ ἀνέφικτου χαρακτήρα τῆς προσεγγίσεως τοῦ Θεοῦ ἀπό τά ὄντα, τά ὁποῖα ἦλθαν σέ ὕπαρξη διά τῆς ὑπό τοῦ Θεοῦ κτίσεώς τους96.
Ἀπό τήν ὡς ἄνω ἐκτεθεῖσα διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου περί τοῦ «αὐτεξουσίου» συνάγεται ὁ ἑρμηνευτικός προσδιορισμός του ἀπό τόν ἱερό πατέρα ὡς τῆς ὁρμητικῆς δυνάμεως τῆς προαιρέσεως97, ἡ ὁποία δόθηκε στόν ἄνθρωπο ἐξ αἰτίας τῆς ἀποδόσεως σέ αὐτόν ὑπερβολικῆς τιμῆς ἀπό τόν δημιουργό του98 καί χαρακτηρίζει αὐτόν ὡς ἔχοντα ἕνα ἐκ τῶν ὑπό τοῦ Θεοῦ δοθέντων σέ αὐτόν ἀγαθῶν99. Τό «αὐτεξούσιον» αὐτό κατά τόν ἐπίσκοπο Νύσσης, ἐπειδή προσδίδει στήν διάνοια τό ἰδίωμα τοῦ «ἀκηράτου»100, ἐμφαίνει φυσικά καί τήν κατά χάριν συγγένεια τῆς πλασθείσης ὡς «προαιρετικοῦ κατόπτρου» ἔμψυχης ἀνθρώπινης φύσεως101 μέ τόν πλάσαντα αὐτήν Τριαδικό Θεό102.

γ΄. Ἡ ἐπ’ ἀγαθῷ κόσμηση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως διά τῆς «ἐπινοίας».

Ἡ ἀνάπτυξη ἀπό τόν Γρηγόριο τῆς θεολογικῆς του θεωρήσεως καί ἑρμηνείας τῆς λογικῆς δυνάμεως τοῦ ἀνθρώπου ἐμπεριέχει καί τήν ἀνάδειξη τῆς λειτουργίας τῆς «ἐπινοίας» ὡς στοιχείου, τό ὁποῖο δόθηκε ἐξ ἀρχῆς στόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό καί τό ὁποῖο συνιστᾶ καί ἐμφαίνει τήν ἐνέργεια τῆς διανοητικῆς λειτουργίας πού χαρακτηρίζει αὐτόν103. Κατά τήν διασαφήνιση τοῦ ὅρου «ἐπίνοια» ὁ ἱερός πατήρ προβάλλει εὐκρινῶς τήν σύνδεσή του μέ τήν ἐκ φύσεως ὑπάρχουσα συνημμένως στόν ἄνθρωπο κινητική δραστηριότητά του, ἀφοῦ τό νοητικό ἰδίωμα τῆς «ἐπινοίας», πού ἔχει τό χαρακτηριστικό τῆς «ἐφόδου» μέσῳ μιᾶς διαρκοῦς καί διαδοχικῆς μεταβάσεως ἐκ τῶν ἑκάστοτε εὑρισκομένων πρός τά ἑπόμενα, ἐμφανίζεται ταγμένο πρός συνεχῆ κίνηση, ἡ ὁποία δηλώνει τήν διαδικασία ἀναζητήσεως καί ἐξευρέσεως τῶν ζητουμένων ὑπό τῆς νοήσεως104.
Ἡ προβολή ἀπό τόν Γρηγόριο τῆς «ἐπινοίας» ὡς λειτουργίας, ἡ ὁποία θεωρεῖται σύμφυτη ἐπ’ ἀγαθῷ μέ τόν ἄνθρωπο105, ἀποσκοπεῖ στόν προσδιορισμό της ὡς δυνάμεως φυσικῆς, διά τῆς ὁποίας, κατά τήν ἐκδήλωση τῆς συνημμένης μέ τήν ἀνθρωπότητα ἐφέσεως πρός τήν πλάσασα αὐτήν Τριαδική θεότητα, ἐνεργεῖται μέν ἡ ἀναζήτηση πρός προσέγγιση αὐτῆς106, ἐπέρχεται δέ ἡ ἐπίγνωση τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, πού ἐκδηλώνεται διά τῶν θείων ἐνεργειῶν107. Ὡς χαρακτηριζόμενη, ἐξ ἄλλου, ἀφ’ ἑνός μέν ἀπό τήν σχέση της μέ τόν ἐπινοοῦντα καί ἐφευρίσκοντα νοῦ108, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἀπό τήν ἐκδήλωση τῆς ὑποστάσεώς της διά τῆς ὁρμῆς τῶν λεγομένων109, συνδέεται κατά τρόπον ἄμεσο μέ τήν δυνατότητα ἐκδηλώσεως τῆς λογικῆς δυνάμεως διά ρημάτων καί ὀνομάτων110, μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος τιμήθηκε κατά τήν κατασκευή του111.
Εἶναι ἀναγκαῖο, ὅμως, νά σημειωθεῖ ὅτι ἀπό τήν διερεύνηση τῆς διδασκαλίας πού ἀναπτύσσεται ἀπό τόν Γρηγόριο καί σχετίζεται μέ τόν προσδιορισμό τῆς λειτουργίας καί χρήσεως τῆς «ἐπινοίας» ἀπό τόν ἄνθρωπο πρό τῆς πτώσεώς του, προκύπτει σαφῶς ἡ διαπίστωση περί τῆς ἀδυναμίας γνωστικῆς προσεγγίσεως τῆς οὐσίας τῆς Τριαδικῆς θεότητας ἀπό τήν στοχαστική καί «καταληπτικὴν» «ἐπίνοιαν» τῆς ἀνθρώπινης φύσεως112, ἡ ὁποία συναρτᾶται ἄλλωστε μέ τό φυσικό ἰδίωμα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ νά παραμένει «κατὰ τὴν φύσιν» του ἀπρόσιτος καί ἀπερίγραπτος καί ἀόριστος113, πού χαρακτηρίζει τήν θεότητα, καθώς καί περί τοῦ περιορισμοῦ τῆς δυνατότητας τῆς θεωρητικῆς καί ἐφευρετικῆς δυνάμεως τῆς νοήσεως τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν ἐπαφή της πρός τό «τί τοῦ ζητουμένου»114.
Κατά τήν διαδικασία, συνεπῶς, τῆς διαρκοῦς νοητικῆς ἐφόδου πρός ἀναζήτηση τῆς ὄντως ἀλήθειας τῆς Τριαδικῆς θεότητας – τονίζει ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης –, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται διά τῆς δυνάμεως τῆς «ἐπινοίας»115 καί στήν ὁποία ἀποσκοπεῖ ἡ δωρεά αὐτῆς ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, κάθε τι πού ἀναζητεῖται καί εὑρίσκεται116 παραμένει διαρκῶς ὑποδεέστερο τῆς μεγαλειότητας τῆς θεότητας117, ἀφοῦ ἡ ἐπινοητική δύναμη τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας ἀδυνατεῖ νά συμπεριλάβει στά ἑκάστοτε καθοριζόμενα ἀπό αὐτήν προσδιοριστικά στοιχεῖα τήν «ὑπερέχουσαν πάντα νοῦν» θεία φύση.

4. Ἡ δωρεά καί ἡ λειτουργία τῶν αἰσθήσεων κατά τήν πρό τῆς πτώσεως κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου.

Τό γεγονός τῆς ὑπό τοῦ Θεοῦ δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ὡς τελευταίου «μετὰ τὴν κτίσιν» καί τῆς χρίσεως αὐτοῦ ὡς βασιλέως ταχθέντος πρός ἀπόλαυση τοῦ περιβάλλοντος αὐτόν κόσμου, ὁ ὁποῖος παρουσιάζεται ἀπό τόν Γρηγόριο πλήρης κάλλους καί ἀγαθῶν118, ὑποδεικνύει κατά τόν ἐπίσκοπο Νύσσης τήν ἐξ ἀρχῆς τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου λειτουργία τῶν αἰσθήσεών του στήν συνιστάμενη ἐκ «θείου» καί «γηΐνου» στοιχείου φύση του. Ἡ παροχή ἀπό τόν Τριαδικό Θεό στόν ἄνθρωπο τῶν αἰσθήσεων ἀποσκοπεῖ στήν δυνατότητα τέρψεως δι’ αὐτῶν τῆς ἀφθονίας τῶν ποικίλων ἀγαθῶν πού παρέχει ὁ συγγενής μέ τό γήινο συστατικό μέρος τῆς ἀνθρωπότητας κόσμος119. Τό ἀνθρώπινο γένος, ἐν τούτοις, τό ὁποῖο κατέχει τήν αἰσθητική ἱκανότητα ὡς «σύνοικον» αὐτοῦ120 καί κοινωνεῖ τῶν ἀλόγων δι’ αὐτῆς, ἀπολαμβάνει τοῦ ἰδιάζοντος προνομίου τῆς κοσμήσεώς του μέ τήν δύναμη τοῦ λόγου. Ἡ ἀντίληψη, συνεπῶς, πού ἐπιτελεῖται διά τῶν αἰσθήσεων καθίσταται ὁ ἀποκλειστικός τρόπος συνάφειας τοῦ διανοητικοῦ ἰδιώματος, τό ὁποῖο ἐμφαίνει τήν μίμηση ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς νοερᾶς φύσεως καί τοῦ νοεροῦ χαρακτήρα τῶν φυσικῶν ἰδιωμάτων τῆς Τριαδικῆς θεότητας, μέ τόν ὑλικό καί σωματικό βίο121.
Γίνεται προφανές ὅτι ἡ λειτουργία τῶν αἰσθήσεων ἀναδεικνύεται στήν σχετική διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου ὡς μία ἐνέργεια, ἡ ὁποία καθοδηγεῖ τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου στήν διαβίωσή της κατά τρόπον προσήκοντα στήν «κατ' εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, καί στήν ἀναγωγή τῆς ἀντιλήψεως πρός τά ἐκτός αὐτῆς ὑπάρχοντα διά τῶν ἐμπιπτόντων στίς αἰσθήσεις122. Μέ τήν ἀναφορά, βεβαίως, ἀπό τόν ἱερό πατέρα σέ αὐτήν τήν ἐνέργεια τῶν αἰσθήσεων τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν πρώτη μακαριότητα διασαφηνίζεται ὅτι ἡ λειτουργία τους ἐπιτελεῖτο κατά τρόπον «οἰκεῖον» καί «κατάλληλον» πρός τήν μετουσία τῶν ἀγαθῶν τῆς θεότητας123, ἀφοῦ στήν ἐν λόγῳ δραστηριότητα ἀποσκοπεῖ κατά τόν ἐπίσκοπο Νύσσης ἡ «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ κτίση τοῦ ἀνθρώπου124. Ἡ ἔκφραση τῆς ἐκ φύσεως ἀμέριστης δυνάμεως τῆς νοήσεως διά τῆς ἐνέργειας τῶν αἰσθήσεων125 καθίσταται ὡς ἐκ τούτου περιγραφική τῆς διαβιώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἐντός τοῦ παραδείσου κατά τρόπον «μονοειδῆ»126, ἔτσι ὥστε ὁ ἄνθρωπος, πού ἐντρυφᾶ καί ἀπολαμβάνει τό ἁπλό καί κατά φύσιν «μονοειδὲς» ὄντως ἀγαθό127, νά ἀνακιρνᾶται μέ αὐτό128.
Ἡ διερεύνηση καί ἀποτύπωση τῶν προσδιοριστικῶν στοιχείων τῆς συστάσεως καί λειτουργίας τῶν αἰσθήσεων κατά τήν πρώτη ζωή τοῦ ἀνθρώπου καθίσταται δυνατή διά τῆς ἐπικλήσεως τῶν σημείων τῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου, τά ὁποῖα σχετίζονται μέ τήν μετά τόν θάνατο καί τήν κοινή ἀνάσταση κατάσταση, κατά τήν ὁποία ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἀφοῦ θά ἐπανέλθει στό ἀρχαῖο της κάλλος, θά καταστεῖ ἐκ νέου ἱκανή νά ἀπολαύσει τό κάλλος τοῦ Θεοῦ129. Καθίσταται, ἔτσι, προφανές ὅτι ἀπό τήν διδασκαλία περί τῆς μετασκευῆς καί τοῦ μετασχηματισμοῦ τῆς ἀνθρωπότητας πρός τό «ἀθάνατον» καί «ἀδιάλυτον» κατά τήν «παλιγγενεσίαν» τῆς ἀναστάσεως130 λαμβάνονται οἱ ἑρμηνευτικές προϋποθέσεις κατανοήσεως τῆς λειτουργίας τῶν αἰσθήσεων πρό τῆς πτώσεως, κατά τρόπον ὥστε ἡ δι’ αὐτῶν ἐκδηλούμενη ἀντιληπτική ἱκανότητα νά θεωρεῖται οἰκεία τῆς «ἀβαροῦς» καί «νοερᾶς» τρυφῆς τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ131.
Οἱ αἰσθήσεις, οἱ ὁποῖες ἐνεργοῦν ἀποκλειστικῶς τήν ἀπόλαυση τοῦ κάλλους καί τῆς μεγαλειότητας τῆς θεότητας διά μετουσίας κατά τήν πρό τῆς πτώσεως κατάσταση καί δροῦν μέ διαφορετικό τρόπο ἀπό τήν σωματική τους λειτουργία, ἀναφέρονται μέ τήν γενική ἔννοια εἴτε ὡς «αἰσθητήρια τῆς ψυχῆς», τά ὁποῖα ἐμφαίνουν ψυχική δραστηριότητα132, εἴτε ὡς «νοητὰ αἰσθητήρια», πού προσδιορίζουν τό εἶδος τῆς τέρψεως τῆς ψυχῆς, πού προέρχεται ἀπό τήν μετοχή της στήν ἄκτιστη χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ133. Τό γεγονός τῆς ἐπιγνώσεως καί κοινωνίας τῶν φυσικῶν ἰδιωμάτων τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, πού πραγματοποιεῖται διά τῆς ἀναφερθείσης αἰσθητικῆς λειτουργίας134, ὑποδεικνύει κατά τόν Γρηγόριο Νύσσης ἐπί μέρους περιγραφή καθεμιᾶς ἀπό τίς αἰσθήσεις κατά τρόπον ξεχωριστό ἀπό τίς ὑπόλοιπες.
Εἰδικότερα, διά τοῦ ἐκ φύσεως ἔχοντος τό χαρακτηριστικό στοιχεῖο τοῦ «ἐποπτικοῦ» καί τοῦ «διορατικοῦ» ὀφθαλμοῦ135 ἐπιτελεῖται ἡ παρέχουσα αἰώνια ζωή, ἀφθαρσία, μακαριότητα καί κάθε ἄλλο ἀγαθό λειτουργία τῆς ὁράσεως136, ἀντικείμενο τῆς ὁποίας εἶναι ἡ θέαση τοῦ κάλλους καί τῆς μεγαλειότητας καί τῆς δυνάμεως τῆς ἄκτιστης Τριαδικῆς θεότητας137, ἡ ὁποία ὑπάρχει μέν ἐκτός «χωρισμοῦ» καί «ἀλλοτριώσεως», θεωρεῖται δέ ἀγαθή, χωρίς νά ὑφίσταται ἄρση τῆς ὑποστατικῆς διακρίσεως, πού θά ἐπέφερε τήν σύγχυση τῶν θείων ὑποστάσεων138. Ἡ ὀπτική αὐτή δραστηριότητα, ἡ ὁποία θεωρεῖται ἀπό τόν Γρηγόριο ὡς ἡ μόνη κατάλληλη καί προσιδιάζουσα στήν νοερά φύση τῆς ψυχῆς139 καί ἀπορρέει ἀπό τήν «κατ' εἰκόνα» τοῦ πλάσαντος αὐτόν Θεοῦ κατασκευή τοῦ ἀνθρώπου140, ἀναδεικνύει ἐπίσης τήν ἀνθρώπινη φύση ὡς μέρος τῆς ἀποτελούμενης ἀπό τό σύνολο τῆς νοητῆς κτίσεως «ἐνθέου» χοροστασίας, ἡ ὁποία, εὑρισκόμενη ἐν ἁρμονίᾳ, θεᾶται τήν προεξάρχουσα αὐτῆς ἀίδια καί «κορυφαίαν» μεγαλειότητα καί κάλλος τῆς Τριαδικῆς θεότητας141. Ἡ λειτουργία, ἐξ ἄλλου, τῆς ψυχῆς ὡς κατόπτρου142 ἐνισχύει ἐπιπλέον τήν ἐκτεθεῖσα ἀπό τόν Γρηγόριο ἄποψη περί τῆς θεατικῆς δραστηριότητας αὐτῆς κατά τήν ἀρχαία «εὐκληρίαν».
Ἡ ἐνεργοποίηση, ἐν συνεχείᾳ, καί ἐκδήλωση τοῦ αἰσθητηρίου τῆς ἀκοῆς143, ἡ ὁποία ἀπεργάζεται τήν συμφυῆ μέ τόν ἄνθρωπο δυνατότητα αὐξήσεώς του πρός τό «κρεῖττον»144, συναρτᾶται ἀμέσως κατά τόν ἐπίσκοπο Νύσσης μέ τήν ἐπεκτατική δραστηριότητά του, πού κατορθώνεται διά τῆς ἀλλοιωτικῆς κινήσεως «ἐπὶ τὸ θειότερον». Ἔτσι, εἶναι σαφές γιά τόν Γρηγόριο ὅτι ἡ ὑπό τοῦ ἀνθρώπου ἀντίληψη τῶν ἀκουομένων δι’ «ἀρρήτων ρημάτων», ἡ ὁποία προκαλεῖται ἀπό τήν φωνητική κλήση ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ145, συνιστᾶ γιά τόν ἄνθρωπο ὤθηση παρακινητική πρός διαρκῆ ἀναζήτηση τοῦ καλοῦντος αὐτόν Θεοῦ, τοῦ ὁποίου ὅμως οὐδέποτε πρόκειται νά ἔλθει «εἰς τελείαν» κατά τήν θεία φύση του ἐπίγνωση146.
Κατά τήν πραγματοποιούμενη ἀπό τόν Γρηγόριο περιγραφή τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν κατά χάριν καί κατ' ἐνέργειαν μέθεξη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐνεργεῖται διά τῶν αἰσθητηρίων τῆς ψυχῆς, ἀναδεικνύεται ἐπίσης ἡ ἐπιτελούμενη διά τῆς ὀσφραντικῆς καί ἁπτικῆς δυνάμεως ἀναζήτηση καί προσέγγιση τοῦ Θεοῦ147, καθώς καί ἡ γευστική ἐμπειρία αὐτοῦ148, ἡ ὁποία, ὡς ὑπάρχουσα ἐκ κατασκευῆς στήν ἀνθρώπινη φύση149 δυνατότητα ἀπολαύσεως τῆς «βασιλείας τοῦ Θεοῦ», πού χαρακτηρίζεται ἀπό μία εὐφρόσυνη κατάσταση150, ἐπιφέρει στόν ἄνθρωπο, τόν βιοῦντα τήν πρώτη ζωή, μία ἀκόρεστη διάθεση πρός διαρκῆ ἱκανοποίηση τῆς ἀνάγκης συνεχοῦς ἀναζητήσεως καί προσεγγίσεως τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τήν βίωση τῆς ὑπό νηπτικήν ἔννοια ἐκλαμβανόμενης γευστικῆς ἀπολαύσεως τοῦ Θεοῦ151.
Μέ τήν προβαλλόμενη αὐτή ἀπό τόν Γρηγόριο Νύσσης περιγραφή τῶν διά τῶν αἰσθήσεων ἀντιληπτικῶν δυνάμεων τοῦ πρό τῆς πτώσεως ἀνθρώπου, πού ἀπέβλεπαν καί συνέκλιναν κατ' αὐτόν στήν μέθεξη ἀπό τόν ἄνθρωπο τῶν θείων ἀγαθῶν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, καθίσταται σαφές τό γεγονός ἀφ’ ἑνός μέν τῆς διαφοροποιήσεως τῆς λειτουργίας αὐτῶν ἀπό τίς μετά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου χαρακτηριζόμενες ὡς «σωματικὲς», ἡ ὁποία συνάγεται ἀπό τόν προσδιορισμό τῆς αἰσθήσεως πού συντελεῖ στήν «ἀνάκρασίν» του πρός τόν Θεό ὡς «θειοτέρας»152, ἀφ’ ἑτέρου δέ τῆς θεωρήσεως αὐτῶν ὡς δυνάμεων συμφυῶν καί συνημμένων μέ τόν ἄνθρωπο καί προσαρμοσμένων στήν ἐκ μέρους του ἀπόλαυση τοῦ ἄκτιστου κάλλους καί τῶν ἀκτίστων ἀγαθῶν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εὐλόγως συνιστοῦσε κατά τόν ἱερό πατέρα ἀποκλειστική ἐνασχόληση τοῦ ἀνθρώπου στόν δι' αὐτόν δημιουργηθέντα παράδεισο153.










1 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44,137ΒC. Πρβλ. καί Β α σ ι λ ε ί ο υ, Ἐπιστολὴ 233, Y. Courtonne, CUF, τ.3, 39,3-4 (=PG 32, 864C): «καλὸν μὲν ὁ νοῦς· καὶ ἐν τούτῳ ἔχομεν τὸ κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος».
2 Βλ., σχετικῶς, Δ ι ο γ έ ν ο υ ς Λ α ε ρ τ ί ο υ, Περὶ βίων VII, J. ab Arnim, SVF, τ.2, 139,2-4. Σ τ ο β α ί ο υ, Ἐκλογαί 1,49, J. ab Arnim, SVF, τ.3, 65,18-21. Ὅπ.π., 1,5, 15,25-28, ὅπου ἡ «εἱμαρμένη» συνιστᾶ τόν τοῦ «κόσμου λόγον», σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο συνέβησαν τά παρελθόντα γεγονότα, συμβαίνουν τά παρόντα καί θά συμβοῦν τά μέλλοντα. Περί τῆς σχετικῆς διδασκαλίας τῶν Στωικῶν βλ., ἐνδεικτικῶς, Κ. Γ. Ν ι ά ρ χ ο υ, Εἰσαγωγικά μαθήματα στή φιλοσοφία, 89. E.B r é h i e r, Παγκόσμιος ἱστορία τῆς φιλοσοφίας, 221. 225. Κ. Δ. Γ ε ω ρ γ ο ύ λ η, Ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, 357.
3 Βλ., σχετικῶς, Κ. Γ. Ν ι ά ρ χ ο υ, Εἰσαγωγικά μαθήματα στή φιλοσοφία, 79. Κ. Δ. Γ ε ω ρ- γ ο ύ λ η, Ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, 221.
4 Βλ., σχετικῶς, Π λ ά τ ω ν ο ς, Φαῖδρος, I.Burnet, CBO, τ.2, 253c,7-e,5. Ὅπ.π., 247b,1-6. Ἡ εἰκόνα τῶν ἡνιοχουμένων ὑπό τοῦ λογικοῦ ἵππων τοῦ θυμικοῦ καί τοῦ ἐπιθυμητικοῦ μέ σκοπό τήν ἀπόκτηση τῆς δικαιοσύνης ἀπαντᾶ, ἐπίσης, στήν φιλώνεια γραμματεία (Bλ. Φ ί λ ω ν ο ς, Νόμων ἱερῶν ἀλληγορίας τῶν μετὰ τὴν ἑξαήμερον τὸ πρῶτον, R.Arnaldez-J.Pouilloux-C.Mondésert, OePhAl, τ.2, 80. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Νόμων ἱερῶν ἀλληγορίας τῶν μετὰ τὴν ἑξαήμερον τὸ τρίτον, R.Arnaldez-J.Pouilloux-C.Mondésert, OePhAl, τ.2, 236). Βλ., ὡσαύτως, Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 49C-52Α.
5 Βλ. Ἀ ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς, Περὶ ψυχῆς, W. D. Ross, SCBO, 433a,18-20. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Περὶ ζῴων γενέσεως, H. J. Drossaart Lulofs, SCBO, 736b,27-28.
6 Βλ. Ἀ ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς, Μετά τά φυσικά, W. Jaeger, SCBO, 1050b,22-36. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς, I. Bekkeri-O. Gigon, Aristotelis Opera, τ.1, 337a,1-12.
7 Βλ. Ἀ ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς, Μετά τά φυσικά, W. Jaeger, SCBO, 1072a,5-6,24-32 καί b,26-30. Ὅπ.π., 1071a,11-19 καί b,19-24. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Περὶ ψυχῆς, W. D. Ross, SCBO, 429a,22-24 καί b,5-9. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Ἠθικά Νικομάχεια, SCBO, 1154b,26-31. Πρβλ. καί Κ. Γ. Ν ι ά ρ χ ο υ, Εἰσαγωγικά μαθήματα στή φιλοσοφία, 81-82.
8 Ἀ ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς, Περὶ ζῴων γενέσεως, H.J.Drossaart Lulofs, SCBO, 736b,28: «τὸν νοῦν μόνον θύραθεν ἐπεισιέναι καὶ θεῖον εἶναι μόνον».
9 Βλ. Ἀ ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς, Περὶ ψυχῆς, W. D. Ross, SCBO, 414b,18-19.
10 Βλ. Ἀ ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς, Περὶ ψυχῆς,W. D. Ross, SCBO, 430a,10-14.
11 Βλ. Ἀ ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς, Ἠθικά Νικομάχεια, W. Jaeger, SCBO, 1147a,26-28. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Περὶ ψυχῆς, W. D. Ross, SCBO, 430a,24-25. Βλ., ἐπίσης, Κ. Γ. Ν ι ά ρ χ ο υ, Εἰσαγωγικά μαθήματα στή φιλοσοφία, 244-245. Κ. Δ. Γ ε ω ρ γ ο ύ λ η, Ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, 301-302. E. B r é h i e r, Παγκόσμιος ἱστορία τῆς φιλοσοφίας, 175,176.
12 Βλ. Ἀ ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς, Περὶ ζῴων γενέσεως, H.J.Drossaart Lulofs, SCBO, 729b,15.
13 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες I 7,1,P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.1,19-20. Ὅπ.π., V 6,3, τ.3, 1-20.
14 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες V 6,5, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.3, 8-10. Ὅπ.π.,1,6,41-44καί7,5-6. Πρβλ., σχετικῶς, καί E.B r é h i e r, Παγκόσμιος ἱστορία τῆς φιλοσοφίας, 332,335.
15 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες V 6,5, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.3, 5-6. Στόν χρησιμοποιούμενο ἀπό τόν Πλωτίνο ὅρο «ὑπόστασις» δέν εἶναι δυνατόν φυσικά νά ἀποδοθεῖ τό περιεχόμενο τῆς ἔννοιας τοῦ ὅρου αὐτοῦ πού ἔχει στήν πατερική διδασκαλία. Ὡς πρός τήν πλωτινική σκέψη ἡ «ὑπόστασις» σημαίνει τήν οὐσία. Βλ., σχετικῶς, Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Κόσμος, 337, ὑποσ. 59.
16 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες V Ι, 37, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.3, ,23-24. Ὅπ.π., ΙΙΙ 8,9, τ.1,9-10. Ὅπ.π., Ι7,1, τ.1,20. Ὅπ.π., V 4,2, τ.3 ,22καί37-42. Βλ. καί E. B r é h i e r, Παγκόσμιος ἱστορία τῆς φιλοσοφίας, 334.
17 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες VΙ 7, 41, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.3,32-38. Ὅπ.π., V 4,2,43-44.
18 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες Ι 2, 3, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.1,21-22καί27-28. Ὅπ.π., V 4,2, τ.3,22-26.
19 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες IV 7,10, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.2, 214,1-19. Ὅπ.π., Ι 6,9, τ.1, 24-37.
20 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες V 1, 7, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.3, 1-5. Ὅπ.π.,IV 7,10, 13-19.
21 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες ΙΙΙ 1, 1, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.1, 8-11. Ὅπ.π., 8,10, 1-14.
22 Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες IΙΙ 9,9, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.2, 10-12: «οὐδὲ γὰρ τὸ πρώτως σεμνὸν ἡ νόησιςι οὔκουν οὐδὲ πᾶσα, ἀλλ’ ἡ τοῦ ἀγαθοῦ. ἐπέκεινα ἄρα νοήσεως τἀγαθὸν».
23 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες VΙ 9,2, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.3, 38.
24 Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες IΙΙ 8,11, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.2, 15-16: «ὁ μὲν γὰρ νοῦς τοῦ ἀγαθοῦ, τὸ δ’ ἀγαθὸν οὐ δεῖται ἐκείνου». Πρβλ. ὅπ.π., VΙ 7,40, 39-41. Βλ., ἐπίσης, G. H u b e r, Das Sein und das Absolute, 60-68.
25 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες IΙΙ 8,11, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.2, 23-25. Σχετικῶς μέ τό θέμα αὐτό βλ. H. U. von B a l t h a s a r, Présence et pensée, 84. Μ. C a n é v e t, “Saint Grégoire de Nysse”, Dsp 6 (1967), 987. Ν. Μ α τ σ ο ύ κ α, «Γνῶσις καί ἀγνωσία τοῦ Θεοῦ», Κληρονομία 2 (1970), 55-56. 58. 72-73. Ἀ. Θ ε ο δ ώ ρ ο υ, Περὶ θεώσεως, 12. 15.
26 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 161C.
27Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 192D. Πρὸς τοὺς ἀχθομένους ταῖς ἐπιτιμήσεσι, PG 46, 308Α.
28Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 52C. Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, E.J.Brill, GNO, τ.9, 257,27-258,2 (=PG 46, 665D). Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 161,23-24 (=PG 45, 393D-396A). Πρὸς τοὺς ἀχθομένους ταῖς ἐπιτιμήσεσι, PG 46, 308Α.
29 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46,60Β. Ὅπ.π., PG 46,65Β. Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J.Mc Donough, GNO, τ.3,2, 73,7-8 (=PG 46, 168Β). Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 272,21-24 (=PG 45, 964C). Ὅπ.π., 387,23-25 (=PG 45, 1096Β). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F. Mueller, GNO, τ.3,1, 163,23-24 καί 27-28, 164,1-3 καί 10-12 (=PG 45, 1169BC). Ὅπ.π., 183,25 (=PG 45, 1197Β). Ὅπ.π., 125,3-28 (=PG 45, 1172ΒC). Στό τελευταῖο αὐτό χωρίο ὁ Γρηγόριος ἐπισημαίνει ὅτι ἡ ἀποδοχή τῆς μή ὑπάρξεως ὁμοουσιότητας τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου κατά τήν προσληφθεῖσα ἀνθρώπινη φύση του μέ τήν ἀνθρώπινη φύση, ἡ ὁποία ἀπορρέει κατ' αὐτόν ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Ἀπολιναρίου περί προσλήψεως ἀπό τόν Υἱό τῆς στερούμενης νοήσεως ἀνθρώπινης φύσεως, συνεπάγεται ἀσφαλῶς τό «ἑτερούσιον» αὐτοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, ἐφόσον τό «κυριώτατον» στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ νοῦς. Ἄς σημειωθεῖ ἐξ ἄλλου, συναφῶς πρός τά ἀνωτέρω, ὅτι ἡ ἀποδοχή τοῦ «ἑτερουσίου» αὐτοῦ ἀναδεικνύει κατά τόν ἱερό πατέρα τά γεγονότα τοῦ βίου τοῦ Κυρίου ὡς κατά δόκησιν, «ψευδῆ» καί «ἀνύπαρκτα», καθώς καί ὡς «ἀπατηλὴν φαντασίαν». Ἡ ἄποψη, συνεπῶς, περί ἀπουσίας τοῦ νοῦ ἀπό τήν προσληφθεῖσα ἀνθρώπινη φύση τοῦ σαρκωθέντος Λόγου αἴρει οὐσιαστικῶς τόν ὀντολογικό χαρακτήρα τῆς προσληφθείσης ὑπ' αὐτοῦ ἀνθρώπινης φύσεως, καθόσον, ἀφοῦ αὐτή θά στερεῖται ὑπό τήν ἔννοια αὐτήν τῆς «λογικῆς τε καὶ διανοητικῆς ἐνεργείας», θά ἀναδεικνύεται ἀναποφεύκτως καί κατά ἄτοπον τρόπο ἡ συνέπεια νά ἐξομοιώνεται πρός τό «κτῆνος» (Βλ. ὅπ.π., 211,24-26 [=PG 45, 1237Β]).
30 Βλ. Πρὸς τοὺς βραδύνοντας εἰς τὸ Βάπτισμα, PG 46, 428D: «εἴ τις ἀληθῶς λογικὸς καὶ εἰκὼν τοῦ Θεοῦ καὶ συγγένειαν ἔχων πρὸς τὰ οὐράνια». Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 60C. Ὅπ.π., PG 46, 41C. Ὅπ.π., PG 46, 48Α. Ὅπ.π., PG 46, 57Β, ὅπου ὁ Γρηγόριος προσδιορίζει τήν «θεωρητικήν τε καὶ διακριτικὴν καὶ τῶν ὄντων ἐποπτικὴν» ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου ὡς «οἰκείαν» καί «κατὰ φύσιν» δύναμη τῆς ψυχῆς. Πρβλ. καί Μ. Κ α ρ ά- μ π ε λ ι α, «Ἡ ἔννοια τῆς δημιουργίας στό Γρηγόριο Νύσσης», Γρηγόριος Παλαμᾶς 75 (1992), 839-840.
31 Βλ. Πρὸς τοὺς ἀχθομένους ταῖς ἐπιτιμήσεσι, PG 46, 308ΑΒ. Πρβλ. καί Πρὸς τόν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 343,7-25 (=PG 45, 1044D-1045B).
32 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 145Α.
33Βλ. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F. Mueller, GNO, τ.3,1, 197,26-27 (=PG 45, 1217Β). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 44Α. Ὅπ.π., PG 46, 37Β.
34 Βλ. Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 349,11-12 (=PG 45, 505D). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 196,18-23 (=PG 45, 780C).
35 Βλ. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F. Mueller, GNO, τ.3,1, 178,27-28 (=PG 45, 1189C).
36 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 157D. 160D. 161A. 173D.
37 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 40C.
38 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 160D. Πρβλ. ὅπ.π., PG 44, 161Β.
39 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 177ΒC.
40 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 66,28-67,3 (=PG 44, 1185Β). Βλ., σχετικῶς μέ τό σημεῖο αὐτό, A. A. W e i s w u r n, The Nature of Human Knowledge, 59-60. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι κατά τήν ἐπί τοῦ συγκεκριμένου σημείου ἑρμηνευτική ἐκτίμηση τοῦ μνημονευθέντος ἐρευνητοῦ, ἡ ὁποία πάντως εἶναι δυνατόν νά θεωρηθεῖ ὡς μή ἀποδίδουσα ὀρθῶς τήν σχετική θεολογική σκέψη τοῦ Καππαδόκη θεολόγου, ὁ Γρηγόριος χρησιμοποιεῖ τούς ὅρους «νοῦς» καί «ψυχὴ» ὡς ἐπί τό πλεῖστον χωρίς σαφῆ ἐννοιολογική διάκριση. Ὅπως, ὅμως, ὁ ἴδιος ἐρευνητής ἐπισημαίνει σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐργασίας του, οἱ ὅροι αὐτοί ἐνίοτε διαφοροποιοῦνται ἐννοιολογικῶς ἀπό τόν ἱερό πατέρα, κατά τρόπον ὥστε νά ὑποδηλώνεται διά μέν τῆς «ψυχῆς» ἡ αἰτία τῶν γεγονότων, διά δέ τοῦ «νοῦ» ἡ ψυχή ὡς ζωτική καί θεμελιώδης ἀρχή.
41 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 38,9-18 (=PG 45, 41ΒC). Πρβλ. καί Περὶ τοῦ τί τὸ τοῦ Χριστιανοῦ ἐπάγγελμα, W.Jaeger,GNO, τ.8,1, 139,5-9 (=PG 46, 248A).
42 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 342,2-3 (=PG 45, 1044Β). Ὅπ.π., 272,19-21 καί 278,23-26. (=PG 45, 964C. 972Β).
43 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 5, P.Alexander, GNO, τ.5, 357,10-12 (=PG 44, 684Α). Ἡ ἐν λόγῳ ἄποψη τοῦ Γρηγορίου ἐνισχύεται διά τῆς ὑπ’ αὐτοῦ πραγματωθείσης ὁμοιώσεως τοῦ «λόγου» μέ τόν «ἡνίοχον» (Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 61ΒC).
44 Ἀπό τό πλῆθος τῶν σχετικῶν χωρίων βλ., ἐνδεικτικῶς, Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 107,8-17 (=PG 44, 533Β). Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 40,20-25 (=PG 44, 333ΒC). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 11, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 324,14-18 (=PG 44, 1001C), ὅπου ἡ «στοχαστικὴ» τῶν ἀρρήτων διάνοια, διά τῆς ὁποίας «εἰσοικίζεται τὸ ζητούμενον» θεῖον, ἀποκαλεῖται «θύρα». Βλ., ἐπίσης, ὅπ.π., Λόγος 13, 387,2-5 (=PG 44, 1052Β). Ὅπ.π., Λόγος 6, 182,4-6 (=PG 44, 893Α). Περί τῆς δυνατότητας τοῦ ἀνθρώπου «θεωρεῖν καὶ νοεῖν» τόν Θεό μέσῳ τοῦ νοῦ βλ., ἐπίσης, Ἀ θ α ν α σ ί ο υ, Κατὰ Ἑλλήνων, PG 25, 61Α.
45 Βλ. Κατὰ Μακεδονιανῶν τῶν Πνευματομάχων, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 103,18-21 (=PG 45, 1321Β). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 7, P.Alexander, GNO, τ.5, 412,15-413,1 (=PG 44, 684Α). Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 135,23-136,7 (=PG 45, 365CD). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 161B.
46 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 11, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 179,20-120,7 (=PG 44, 892ΑΒ).
47 Βλ. Περὶ παρθενίας, J. P. Cavarnos, GNO τ.8,1, 280,24-281,3 (=PG 46, 352Β). Ὅπ.π., 291,4-9 (=PG 46, 361D).
48 Βλ. Κατὰ Μακεδονιανῶν τῶν Πνευματομάχων, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 91,2-6 (=PG 45, 1304D). Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως, E. Gebhardt, τ.9, 293,20-21 (=PG 46,617Β). Βλ., ἐπίσης, Ἀ θ α ν α σ ί ο υ, Κατὰ Ἑλλήνων, PG 25, 5C-8B, ὅπου ὁ ἱερός πατήρ κατά τήν περιγραφή τῆς καταστάσεως διαβιώσεως τῶν προπατόρων στόν παραδείσιο τόπο συναρτᾶ ἀμέσως τήν ἀρχέγονη μακαριότητα αὐτῶν μέ τήν δυνατότητα ἐκ μέρους τους τῆς ἀληθοῦς περί Θεοῦ γνώσεως, ἡ ὁποία ἐμπεριέχει τό στοιχεῖο τῆς ἀθανασίας, ἐφόσον, διά τῆς «συνομιλίας» τους μέ τόν Τριαδικό Θεό, διῆγαν οἱ προπάτορες «τὸν ἀπήμονα καὶ μακάριον ὄντως ἀθάνατον βίον» (ὅπ.π., PG 25, 5D).
49 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 137D-140Α. Πρβλ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η Ἰ., «Ψυχολογική θεώρηση», 399-400.
50 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 8, P.Alexander, GNO, τ.5, 438,7-10 (=PG 44, 752Α).
51Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 9, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 277,7-11 (=PG 44, 965Β).
52 Βλ., σχετικῶς, Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 105,18-19 (=PG 44, 1228Α). Ὅπ.π., Λόγος 6, 144,4-13 (=PG 44, 1272C). Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 393,15-17 (=PG 45, 1101D). Πρβλ. καί Πρὸς τοὺς βραδύνοντας εἰς τὸ Βάπτισμα, PG 46, 428D-429Α. Περὶ παρθενίας, J. P. Cavarnos, GNO τ.8,1 331,1-2 (=PG 46, 404Α). Εἰς τὸν ὅσιον πατέρα ἡμῶν Ἐφραίμ, PG 46, 833Α.
53 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 44B: «παμπλήθης ἀπέχει οὐσία Θεοῦ πρὸς τὰ καθ’ ἕκαστον ἐν τῇ κτίσει δεικνύμενά τε καὶ νοούμενα». Πρβλ., σχετικῶς, Η. U. von B a l t h a s a r, Présence et pensée, 123. M. C a n é v e t, «Saint Grégoire de Nysse», Dsp 6(1967), 985. Ν. Ἀ. Ν η σ ι ώ τ η, Προλεγόμενα, 18-19. Ἀ. Ἰ. Δ ε λ η κ ω σ τ ο π ο ύ- λ ο υ, Ἡ ἐξέλιξη, 50.
54 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 265,26-266,3 (=PG 45, 956CD). Βλ., ὡσαύτως, Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 337,5-9 (=PG 44, 1012Β).
55 Βλ., Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 6, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 140,21-23 (=PG 44, 1268C). Πρβλ. καί Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 5, Η. Langerbeck, GNO, τ.6, 157, 14-16 (=PG 44,873C). Ὅπ.π., Λόγος 3, 86,12-14 (=PG 44,820D). Πρβλ., ἐπίσης, Περὶ τοῦ τί τὸ τοῦ χριστιανοῦ ἐπάγγελμα, W. Jaeger, GNO, τ.8,1, 134,7-8 (=PG 46, 241D). Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 254, 20-25 (=PG 45, 941D).
56 Bλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 11, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 339, 6-8 (=PG 44, 1013B).
57Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H. Musurillo, GNO, τ.7,1, 115,4-10 (=PG 44, 404B). Πρβλ., καί Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 135, 23-136, 1 (=PG 45, 365C). Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 352,4-12 (=PG 45, 1053D-1056A). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 152A.
58 Βλ. Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, Η. Hörner, GNO, τ.3,2 80,21-23 (=PG 46, 176BC).
59 Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H. Musurillo, GNO, τ.7,1, 87,11-13 (=PG 44, 377A). Πρβλ. καί Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 222, 19-22 (=PG 45, 461B). Περὶ τῆς σχετικῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου βλ., ἐπίσης, Β. Τ α τ ά κ η, La Contribution, 210. Δ. Β α κ ά ρ ο υ, «Μυστήριον», Θεολογία 54(1983), 307.
60 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 156ΑΒ.
61 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 153D. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 373,2-4 (=PG 45, 1077D).
62 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 164C.
63 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 7, W. Jaeger, GNO, τ.2, 233,5-7 (=PG 45, 820C).
64 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 217,26-218,23 (=PG 45, 456C-457Α).
65 Βλ. Κατὰ Μακεδονιανῶν τῶν Πνευματομάχων, F. Mueller, GNO, τ.3,1 107,27-28 (=PG 45, 1328 B).
66 Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 164,28 (=PG 45, 1172Α): «προαιρεῖται δὲ ἡ διάνοια, διάνοια δὲ νοῦ τι κίνημα»
67 Βλ. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 198,4-5 (=PG 45, 1217C). Ὅπ.π., 213,1 (=PG 45, 1240Β).
68 Βλ. Π λ ά τ ω ν ο ς, Φαῖδρος, I. Burnet, SCBO, τ.2, 248c,7-d,4.
69 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες ΙV 3,2, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.2, 41-44.
70 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες ΙV 8,3, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.2, 25-4,21.
71 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες ΙV 3,18, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.2, 4-5. Ὅπ.π. V3,17, τ.3, 10-14.
72 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες VΙ 8,16, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.3, 35-17,4.
73 Βλ. Ἀ ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς, Ἠθικά Νικομάχεια, W. Jaeger, SCBO, 1113a,11-14 καί 1106b,16. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Περὶ ψυχῆς, W. D. Ross, SCBO, 433a,23-25. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Περὶ ζῴων κινήσεως, A. L. Peck- E. S. Forster, LCL, 700b,23-26. Βλ., ἐπίσης, σχετικῶς μέ τήν ἀντίληψη αὐτή, Κ. Γ. Ν ι ά ρ χ ο υ, Εἰσαγωγικά μαθήματα στή φιλοσοφία, 60. Κ. Δ. Γ ε ω ρ γ ο ύ λ η, Ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, 221,307. E. B r é h i e r, Παγκόσμιος ἱστορία τῆς φιλοσοφίας, 337. 339.
74 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 8, P.Alexander, GNO, τ.5, 428,1 (=PG 44 ,741D). Βλ., ἐπίσης, Κ. Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, «Ὁ βιωματικός χαρακτήρας τοῦ δόγματος», 681.
75Βλ. Περὶ παρθενίαςJ.P.Cavarnos, GNO τ.8,1, 298,10-11 (=PG 46, 369C). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 20,2-5 (=PG 45, 24D). Ὅπ.π., 55,6-8 (=PG 45, 57CD).
76 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 1, W. Jaeger, GNO, τ.2, 45,27-46,10 (=PG 45, 609ΒC).
77 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 19,19-21 (=PG 45, 24C). Ὅπ.π., 9,26-10,2 καί 13-18 (=PG 45, 13D. 16ΑΒ). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 395,19-21 καί 395,24-396,1 (=PG 45, 556D).
78 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 191,16-192,18 (=PG 45, 773D-776B). Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 171,18-23 (=PG 45, 405B). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 176,19-177,2 (=PG 45, 1188ΑB).
79 Βλ. Ν. Γ. Ξ ε ξ ά κ η, Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 37. Π. Ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 336-337, ὅπου ἐπισημαίνεται ὅτι ὁ Θεός «δέν μεταπίπτει ἀπό τοῦ μή θέλειν εἰς τό θέλειν καί ἀπό τοῦ ἀγνοεῖν εἰς τό γινώσκειν». Ν. Ἀ Μ α τ σ ο ύ κ α, Τό πρόβλημα τοῦ κακοῦ, 49. Βλ., ἐπίσης, Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Κατὰ Μανιχαίων, B. Kotter, SJD, τ.4, 354,2-11 (=PG 94,1512ΒC). Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 108,46-51 (=PG 94, 837BC). Β α σ ι λ ε ί ο υ, Κατὰ Εὐνομίου, Λόγος 1, B. Sesboüé, SC, τ.299, 244,13-17 (=PG 29, 556D-557A).
80 Βλ. Περὶ παρθενίαςJ.P.Cavarnos, GNO τ.8,1, 298,14-19 (=PG 46, 369C). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 75,13-17 (=PG 45, 77Α). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 101CD. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 129,22-26 (=PG 44, 1256Β). Βλ., ἐπίσης, E. von I v á n k a, Plato Christianus, 166. J. G a ï t h, La conception de la liberté, 70-78.
81 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G. Heil, GNO, τ.9, 54,10 (=PG 46, 524Α): «ἰσόθεον γάρ ἐστι τὸ αὐτεξούσιον».
82 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 36ΒC. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 19,19-21 (=PG 45, 24C). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 8, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 169,10-14 (=PG 44, 1300C). Περὶ παρθενίας, J. P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 298, 10-14 (=PG 46, 369C).
83 Ἐγκώμιον εἰς τὸν μέγαν Βασίλειον, O. Lendle, GNO, τ.10,1, 131,22-132,5 (=PG 46, 816Α). Εἰς τὸν βίον καὶ τὰ θαύματα τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ θαυματουργοῦ, G.Heil, GNO, τ.10,1, 5,7-12 (=PG 46, 896ΒC).
84 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46,120C. Πρβλ. καί Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 385,14-15 (=PG 45, 545Β). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 2, P.Alexander, GNO, τ.5, 301.22-23, 302,4,18-303,1 (=PG 44, 640ΑΒ).
85 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 81Β. Πρβλ. καί Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 171,15-18 (=PG 45, 405Α).
86 Ἀξιοσημείωτο τυγχάνει τό γεγονός τῆς θεωρήσεως ἀπό τόν Γρηγόριο τῆς δυνάμεως τῶν ἀγγέλων ὡς «αἱρουμένης αὐτεξουσίῳ κινήματι τὸ δοκοῦν» (Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E. Mühlenberg, τ.3,4, 24,6-7 [=PG 45, 28D] ).
87 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 105Α. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 106,17-22 (=PG 45, 333CD). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 55,3-8 (=PG 44, 796CD).
88 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 49,15-20 (=PG 44, 1165D-1168Α). Λόγος Κατηχητικὸς, E. Mühlenberg, τ.3,4, 76,13-16 (=PG 45, 77C).
89 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 280,9-12 ( =PG 45, 973A).
90 Βλ. Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 372, 13-15 (=PG 45, 532Α).
91 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 2, P.Alexander, GNO, τ.5, 307,8-9 (=PG 44, 644Β). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 4, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 102,4-6 (=PG 44, 832D). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 193,6-8 (=PG 45, 776C).
92 Βλ. Κατὰ Μακεδονιανῶν τῶν Πνευματομάχων, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 114,18: «ἡ δὲ ἀνθρωπίνη φύσις μόνην δωροφορεῖ τὴν προαίρεσιν» (τό παρατιθέμενο αὐτό ἐδάφιο δέν ἔχει περιληφθεῖ στήν ἔκδοση τοῦ J.-P. Migne).
93 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 92Α.
94 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 2, W. Jaeger, GNO, τ.2, 65,4-8 (=PG 45, 632Β).
95 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 56,6-10 (=PG 45, 60ΑΒ).
96 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος12, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 358,17-359,4 (=PG 44, 1028D).
97 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 9, W. Jaeger, GNO, τ.2, 266,2-5 (=PG 45, 857C). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 66,28-67,3 (=PG 44, 1185Β).
98 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 75,13-17 (=PG 45, 77Α).
99 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 184Β.
100 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος14, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 408,13-14 (=PG 44, 1069C).
101 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος14, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 440,7-8 (=PG 44, 1093D-1096A).
102 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 1, W. Jaeger, GNO, τ.2, 43,9-11 (=PG 45, 605D). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 20,2-5 (=PG 45, 24D). Περί τῆς σχετικῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου βλ., ἐνδεικτικῶς, M. L o t-B o r o d i n e, “La doctrine”, RHR 53 (1932), 543-544. Η. U. von B a l t h a s a r, Présence et pensée, 92. R. L e y s, L’image de Dieu, 71-72. V. L o s s k y, Mystical Theology, 119-120. Μ. C a n é v e t, “Saint Grégoire de Nysse”, Dsp 6(1967), 992. Π. Ν έ λ λ α, «Ἡ θεολογία τοῦ κατ’ εἰκόνα», Κληρονομία 2 (1970), 298-299. R. E. H e i n, Perfection, 52. Δ. Β α κ ά ρ ο υ, «Μυστήριον», Θεολογία 54(1983), 317. J. D e n n i n g–B o l l e, “The soul”, GOTR 34 (1989), 108.
103 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 323,28-324,1 (=PG 45, 1021D): «ἡ δὲ ἐπίνοια τῆς ἡμετέρας διανοίας ἐστὶν ἐνέργεια».
104 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 277,20-23 (=PG 45, 969C): «ἔστι γὰρ κατὰ τὸν ἐμὸν λόγον ἐπίνοια ἔφοδος εὑρετικὴ τῶν ἀγνοουμένων, διὰ τῶν προσεχῶν τε καὶ ἀκολούθων τῇ πρώτῃ περὶ τὸ σπουδαζόμενον νοήσει, τὸ ἐφεξῆς ἐξευρίσκουσα».
105 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 279,19-23 (=PG 45, 972D).
106 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 280,19-21 (=PG 45, 973Β).
107 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 314,15-19 (=PG 45, 1012C). Πρβλ. καί Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 6, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 141,11-15 (=PG 44, 1268D).
108 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 278,23-26 (=PG 45, 972Β). Πρβλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 36Β. Βλ., ἐπίσης, Ἰ. Ἀ. Δ η μ η τ ρ α κ ο π ο ύ- λ ο υ, «Ἡ κατηγορία τῆς σχέσεως», Παρνασσός 43 (2001), 197-198. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, «Ἡ γραμματική καί λογική κατηγορία», Βυζαντιακά 21(2001), 30-31.
109 Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 323,28-324,1 (=PG 45, 1021D).
110Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 282,20-24 (=PG 45, 976C). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 5, W. Jaeger, GNO, τ.2, 179,10-12 (=PG 45, 760C).
111 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 272,19-21 (=PG 45, 964C). Ὅπ.π., 312,5-7 (=PG 45, 1009Α). Ὅπ.π., 386,12-13 (=PG 45, 1093C), ὅπου γίνεται ἀναφορά στήν ὑπό τοῦ Θεοῦ δοθεῖσα στόν Ἀδάμ ἐξουσία τῆς ὀνοματοδοσίας (Γεν. 2,19-20). Ὅπ.π., 268,13-20 (=PG 45, 960ΑΒ). Πρβλ. καί Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 144,28-145,2 (=PG 45, 1144Β).
112 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 1, W. Jaeger, GNO, τ.1, 38,19-21 (=PG 45, 601Β).
113 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 277,20-23 (=PG 45, 969C). Ὅπ.π., 315,21-23 (=PG 45, 1013A). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 6, GNO, τ.7,2, 140,15-19 (=PG 44, 1268B). Βλ., περί τοῦ σημείου αὐτοῦ, καί H. U. von B a l t h a s a r, Présence et pensée, 62.
114 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 266,3-6 (=PG 45, 956D). Πρβλ., σχετικῶς, Ἰ. Ἀ. Δ η μ η τ ρ α κ ο π ο ύ λ ο υ, «Ἡ κατηγορία τῆς σχέσεως», Παρνασσός43 (2001), 191. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, «Ἡ γραμματική καί λογική κατηγορία», Βυζαντιακά 21 (2001), 23.
115 Γιά τήν παρεμφερῆ ὡς πρός τό σημεῖο αὐτό ἑρμηνευτική ἄποψη τοῦ Μ. Βασιλείου σχετικῶς μέ τήν ἔννοια καί τήν φύση τῆς λειτουργίας τῆς «ἐπινοίας», βλ, ἐνδεικτικῶς, Β α σ ι λ ε ί ο υ, Κατὰ Εὐνομίου, Λόγος 1, B. Sesboüé, SC, τ.299, 186,41-44 (=PG 29, 524Β): «ὥστε μετὰ τὸ πρῶτον ἡμῖν ἀπὸ τῆς αἰσθήσεως ἐγγινόμενον νόημα τὴν λεπτοτέραν καὶ ἀκριβεστέραν τοῦ νοηθέντος ἐπενθύμησιν, ἐπίνοιαν ὀνομάζεσθαι». Ὅπ.π., 190,27-29. 192,42-44 (=PG 29, 525ΒC): «Καὶ οὕτως ἄν τις τῶν ὀνομάτων ἕκαστον ἐφοδεύων, ποικίλας εὕροι τὰς ἐπινοίας ἑνὸς τοῦ κατὰ τὴν οὐσίαν τοῖς πᾶσιν ὑποκειμένου ... Ὡς οὖν τὸ ἀτέλευτον τῆς ζωῆς ἄφθαρτον, οὕτω τὸ ἄναρχον αὐτῆς, ἀγέννητον ὀνομάσθη, τῇ ἐπινοίᾳ θεωρούντων ἑκάτερα». Ὅπ.π., 210,39-42 (=PG 29, 537D). Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Κατὰ Σαβελλιανῶν, καὶ Ἀρείου, καὶ τῶν Ἀνομοίων, Λόγος 24, PG 31, 609BC. Γενικότερα περί τοῦ προσδιορισμοῦ τῆς ἔννοιας τοῦ ὅρου «ἐπίνοια» καί τῆς χρήσεως αὐτοῦ ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦς ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς, βλ., ἐνδεικτικῶς, Μ. Ὀ ρ φ α ν ο ῦ, Ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἰς τήν Τριαδολογίαν τοῦ Μ. Βασιλείου, 86-87. Τ ο ῦ ἰ- δ ί ο υ, Κωνσταντίνου Μελητινιώτου Λόγοι ἀντιρρητικοί δύο, 200, ὑποσ. 3. 256. 262. 263. Κ. Ἠ. Λ ι ά κ ο υ ρ α, Ἡ διδασκαλία τοῦ Νείλου Καβάσιλα, 193-194. F.D i e k a m p, Die Gotteslehre,139-144.
116 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 278,20-21 (=PG 45, 972Α).
117 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 254,20-25 (=PG 45, 941D). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 6, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 139,4-6 (=PG 44, 1265C).
118 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 133ΑΒ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 60Β.
119 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 133Β. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 32,2-6 (=PG 44, 441Β). Ἄξιο ἐπισημάνσεως θεωρεῖται τό γεγονός τῆς ἐπικλήσεως ἀπό τόν ἱερό πατέρα σχετικῶν μέ τό ἐν λόγῳ θέμα ἁγιογραφικῶν μαρτυριῶν (Βλ., ἐνδεικτικῶς, Α΄Ἰω. 1,1. Β΄Κορ. 2,15. Παρ. 9,5), καθώς καί τῆς ἀναδείξεως αὐτοῦ ἀπό ὁρισμένους ἐρευνητές ὡς καινοτομίας τοῦ Γρηγορίου. Βλ., σχετικῶς μέ τό σημεῖο αὐτό, J. D a n i é l o u, Platonisme, 222-226. M. C a n é v e t, «Saint Grégoire de Nysse» Dsp 6 (1967), 997. Π α γ κ ρ. Μ π ρ ο ύ σ α λ η, Εἰς τὸν βίον τοῦ Μωϋσέως, 381, ὑποσ. 133. Κ. Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, «Νηπτική θεώρηση», ΕΕΘΣΠΑ 33 (1998), 693. Χ. Ν ι κ η τ α ρ ᾶ, «Ὁ κόσμος», Κοινωνία 43(2000), 138.
120 Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 84,17-19 (=PG 44, 373D).
121 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 60CD. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 1, P.Alexander, GNO, τ.5, 293,3-6 (=PG 44, 632Α). Ὅπ.π., Λόγος 5, 357,13-15 (=PG 44, 684Α). Πρβλ. καί Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 84,4-5 (=PG 44, 373C).
122 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 1, P.Alexander, GNO, τ.5, 284,18-285,2 (=PG 44, 624Β). Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 39,2-5 (=PG 46, 508Β).
123 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 60,2-6 (=PG 46, 529Α).
124 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 1, P.Alexander, GNO, τ.5, 284,19-20 (=PG 44, 624B). Βλ., ἐπίσης, J. D a n i é l o u, Platonisme, 228. 230.
125 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 140Α.
126 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 81Β. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 197Β. Ὅπ.π., PG 44, 200C. Πρβλ. Μ α ξ ί μ ο υ Ὁ μ ο λ ο γ η τ ο ῦ, Κεφάλαια περὶ ἀγάπης, A. Ceresa-Gastaldo, MCCSC, 190 (=PG 90, 1045D).
127 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 200C. Περὶ παρθενίαςJ.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 293,6-7 (=PG 46, 364D). Ὅπ.π., 294,24-26 (=PG 46, 365D).
128Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 287,3-4 (=PG 45, 981Α). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 302,9-12 (=PG 46, 373C).
129 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 48,20-22 (=PG 46, 517Β). Ὅπ.π., 42,20-21 (=PG 46, 512Α).
130 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 40,10-11 (=PG 46, 509Α).
131 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 36,5-10 (=PG 46, 505Α). Ὅπ.π., 47,9-19 (=PG 46, 516CD). Πρβλ. καί Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 40,20-41,2 (=PG 44, 333ΒC).
132 Βλ., ἐνδεικτικῶς, Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 4, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 97,2-4 (=PG 44, 829A). Ὅπ.π., 117,2. 118,11. 19 (=PG 44, 844AD). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 111,2 (=PG 44, 537Β). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 292,24-25 (=PG 46, 364D).
133 Βλ. Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J. Mc Donough, GNO, τ.3,2, 84,15-16 (=PG 46, 180C).
134 Βλ., Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 5, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 147,11-12 (=PG 44, 865C): «ὥσπερ γὰρ οἱ πρὸς τὴν ἀληθινὴν θεότητα βλέποντες ἐφ' ἑαυτῶν δέχονται τὰ τῆς θείας φύσεως ἰδιώματα...».
135 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 41,15-20 (=PG 44, 453ΑΒ). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 5, P.Alexander, GNO, τ.5, 357,16-17 (=PG 44, 684Α). Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J. Mc Donough, GNO, τ.3,2, 80,3 (=PG 46, 176Α). Πρβλ. καί Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 291,23 (=PG 46, 364Β). Ὅπ.π., 289,2-3. 9-11 (=PG 46, 360CD).
136Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 6, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 137,22-23 (=PG 44, 1264D). Ὅπ.π., 138,17-22 (=PG 44, 1265Β).
137 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 8, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 257,13-258,5 (=PG 44, 949CD). Βλ., ὡσαύτως, καί N. A. N i s s i o t i s, «L’ homme image de Dieu», ΕΕΘΣΠΑ, 25(1981), 337.
138 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 8, P.Alexander, GNO, τ.5, 441,13-15 (=PG 44, 753Β). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 292,10-15 (=PG 46, 364C).
139 Βλ. Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J. Mc Donough, GNO, τ.3,2, 79,2-3 (=PG 46, 173C). Ὅπ.π., 81,11-22 (=PG 46, 176D-177A). Πρβλ. καί Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 254,16 (=PG 46, 324A).
140 Βλ. Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J. Mc Donough, GNO, τ.3,2, 79,23-24 (=PG 46, 176Α).
141 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 86,14-17 (=PG 44, 508ΒC). Ὅπ.π., 66,26-28 (=PG 44, 484C). Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, E. Gebhardt, GNO, τ.9, 311, 16-19 (=PG 46, 684C). Πρβλ. καί Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 47,14-17 (=PG 46, 516D).
142 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 6, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 142,21-22 (=PG 44, 1269C). Ὅπ.π., 143,21-23. 143,26-144,2. 144,9-13 (=PG 44, 1272BC).
143 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 109,2,21-22 (=PG 44, 536BC). Ὅπ.π., 31,5-21 (=PG 44, 440D). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 8, P.Alexander, GNO, τ.5, 416,15-417,3 (=PG 44, 733Α). Πρβλ. καί Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 5,4-5 (=PG 44, 1120Β).
144 Βλ. Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 213,3-4 (=PG 46, 285C).
145 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 47,12-14 (=PG 46, 516C).
146 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 5, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 138,11-13. 139,1-6 καί 11-13 (=PG 44, 860ΑC). Ὅπ.π., Λόγος 11, 320,20-321,5 (=PG 44, 1000Α).
147 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 47,19-23 (=PG 46, 516D).
148 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 47,18-19 (=PG 46, 516D).
149 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 5, P.Alexander, GNO, τ.5, 371,7-10 (=PG 44, 696Α).
150 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 5, P.Alexander, GNO, τ.5, 371,13-372,3 (=PG 44, 696ΑΒ).
151 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 5, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 248,9-12 (=PG 44, 944Α).
152Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 1, Η.Langerbeck, GNO, τ.6, 34,2-3 (=PG 44, 780C): «διπλῆ τίς ἐστιν ἐν ἡμῖν αἴσθησις, ἡ μὲν σωματικὴ, ἡ δὲ θειοτέρα». Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J. Mc Donough, GNO, τ.5, 27, 15-18 (=PG 44, 436C).
153 Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 302,9-12 (=PG 46, 373C): «γυμνὸς μὲν τῆς τῶν νεκρῶν δερμάτων ἐπιβολῆς…οὔπω δὲ διὰ γεύσεως καὶ ὁράσεως τὸ καλὸν κρίνων, ἀλλὰ μόνον τοῦ Κυρίου κατατρυφῶν». Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 5, P.Alexander, GNO, τ.5, 354, 17 (=PG 44, 680C). Σχετικῶς μέ τό θέμα αὐτό βλ., ἐπίσης, J. D e n n i n g–B o l l e, «Τhe soul», GOTR 34 (1989), 101. Κ. Ν. Β α τ σ ι κ ο ύ ρ α, Ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου, 100.