2. Ἡ συγγενής πρός τόν Θεό ψυχή ὡς «οὐσία νοερά».

α΄. Γενικά.

Ἡ ἔκθεση τῆς διδασκαλίας τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης περί τῶν ἰδιωμάτων τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ἐπιτελεῖται κατά τήν ἐξέταση καί παρουσίαση τῆς πρό τῆς πτώσεως καταστάσεως αὐτοῦ, ἀναδεικνύει τήν ψυχή ὡς τήν οὐσία ἐκείνη, ἡ ὁποία, ἐπειδή φέρει ἐντυπωμένα τά μιμήματα τῶν ἀγαθῶν τῆς θεότητας, καθίσταται ἐκ φύσεως ἡ εἰκόνα τοῦ ἀρχέτυπου κάλλους τῆς ὑπερκειμένης θείας δυνάμεως1 καί ἐμφαίνει τήν κατά χάριν οἰκειότητα τοῦ ἀνθρώπινου γένους πρός τόν δημιουργήσαντα αὐτόν τρισυπόστατο Θεό2.
Ἡ διερεύνηση καί ἀποτύπωση τῆς ἔννοιας τῆς ψυχῆς καί τῶν προσδιοριστικῶν της στοιχείων, ἡ ὁποία ἐντάσσεται στήν γενικότερη ἀνίχνευση τῆς φυσικῆς θέσεως τοῦ ἀνθρώπου ἐντός τοῦ κόσμου, εἶχε ἤδη ἀπασχολήσει τήν φιλοσοφική διανόηση πρίν ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης. Σύμφωνα μέ τήν θεωρία τοῦ Πλάτωνος, πού χαρακτηρίζεται ἀπό ἕναν προφανῆ δυισμό3, ἡ ἀνθρώπινη ψυχή ὀφείλει τήν ὕπαρξή της στή ἄμεση δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ4. Ἡ πνευματική φύση τῆς ψυχῆς ἀντιτίθεται στό συνιστάμενο ἐξ ὕλης σῶμα, τό ὁποῖο, διά τῆς ἑνώσεως πρός αὐτήν ὄχι ὑποστατικῶς ἀλλά «κατὰ συμβεβηκὸς»5, ζωοποιεῖται6. Σημεῖο χαρακτηρίζον τήν ἐν λόγῳ διδασκαλία καθίσταται ἡ προΰπαρξη στήν ψυχή κατά τρόπον αὐτοτελῆ τῶν καθολικῶν ἰδεῶν καί οὐσιωδῶν παραστάσεων τῶν πραγμάτων, τά ὁποῖα ἐνορατικῶς αὐτή ἀντιλαμβάνεται ὅπως ὑπάρχουν ἀντικειμενικῶς καί ὄχι ὅπως αὐτά συλλαμβάνονται κατά τρόπον ὑποκειμενικό ἀπό τόν νοῦ7 καί τά ὁποῖα ἐπιζητεῖ ἡ νόηση κατά τόν γήινο βίο διά τῆς «ἀναμνήσεως»8. Ὡς πρός τό πλατωνικό, συνεπῶς, σύστημα οἱ ψυχές προϋπάρχουν τῶν σωμάτων καί χαρακτηρίζονται ἀπό τήν δυνατότητα αὐτοκινήσεως καί ἀπό τήν ἀθανασία9, στοιχεῖα δηλαδή τά ὁποῖα ἐκφράζονται μέ τήν ἀποδοχή ἀπό τό ἐν λόγῳ σύστημα τῆς μετά θάνατον λήψεως μοίρας «ἀμείνονος» ἤ «χείρονος» διά τῶν διαδοχικῶν γενέσεων, ἀνάλογα μέ τήν διαβίωση τοῦ φέροντος τήν ψυχή ἀνθρώπου κατά τρόπον δίκαιο ἤ ἄδικο10.
Ἐν ἀντιθέσει πρός τήν δυιστική περί σώματος καί ψυχῆς πλατωνική θεωρία ἡ ἀριστοτελική σκέψη ἀντιλαμβάνεται τήν ψυχή ὡς ἐνέργεια οὐσιώδη καί χαρακτηριστική τοῦ ζῶντος σώματος, ἐφόσον, θεωρούμενη καί ὑπάρχουσα ὡς «αἰτία καί ἀρχή» αὐτοῦ11, προσδιορίζεται ὡς «ἐντελέχεια ἡ πρώτη» παντός ὀργανισμοῦ «ζωὴν ἔχοντος»12. Ἡ ψυχή, συνεπῶς, ἐκλαμβάνεται ὡς ἀρχή «ζωῆς, κινήσεως καί αὐτοενέργεια»13. Οἱ ποικίλες δυνάμεις καί οἱ διαφορετικές ἐνέργειες αὐτῆς14 ἀναδεικνύουν σαφῆ ἀφ’ ἑνός μέν τήν θεώρηση ἀπό τόν Σταγειρίτη φιλόσοφο τῶν φυτῶν καί τῶν ζώων ὡς ἐμψύχων ὄντων ‒ ὄχι, φυσικά, κατά τό εἶδος τῆς ψυχῆς πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος ‒, ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν ἐφαρμογή ἀπό τόν ἴδιο μιᾶς προοδευτικῆς κλιμακώσεως τοῦ ἐπιπέδου βιολογικῆς ἀναπτύξεως ὅλων τῶν φερόντων ψυχή ὄντων, κατά τήν ὁποία αὐτή ἐνεργεῖ στά μέν φυτά διά τοῦ «θρεπτικοῦ», στά δέ ζῶα διά τῆς «ἐπιθυμίας» καί τῆς «διὰ τῆς ἁφῆς αἰσθήσεως» καί τοῦ «κατὰ τόπον κινητικοῦ»15. Κορωνίδα τῆς ἐν λόγῳ κλίμακας τῶν κατεχόντων ψυχή ὄντων θεωρεῖται, κατά τήν ἀριστοτελική φιλοσοφική σκέψη, ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος, ὡς «λογικὸν ζῶον»16, διακρίνεται κατά τό στοιχεῖο τῆς διανοήσεως καί τοῦ λόγου, πού συνιστᾶ τό «τιμιώτερον» ἀπό τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς17.
Στόν χώρο τῆς νεοπλατωνικῆς φιλοσοφίας κυριαρχεῖ ἡ ἄποψη τοῦ Πλωτίνου, ἡ ὁποία ἀναδεικνύει τήν ψυχή «μεθόριον» τοῦ νοητοῦ καί τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου18 καί ἡ ὁποία προσδιορίζει τήν δημιουργηθεῖσα ἐκ τῆς νοήσεως ὑπόσταση αὐτῆς19 ὡς λογική ἀρχή, ἔσχατη μέν τῶν νοητῶν, πρώτη δέ πάντων τῶν αἰσθητῶν20. Διά τῆς θεωρήσεως τῆς ψυχῆς «ἐν μέσῳ» τῶν νοητῶν καί αἰσθητῶν ὄντων ὁ Πλωτίνος ἑρμηνεύει τήν ἱκανότητα αὐτῆς πρός νόηση τοῦ συνόλου τῶν εἰδῶν, ἀποδίδοντας ἀφ’ ἑνός μέν τήν ἐπίγνωση τῶν νοητῶν στήν διεργασία τῆς ἐνθυμήσεως21, ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν ἀντίληψη τῶν αἰσθητῶν στήν ἕλξη τήν ὁποία αὐτά, ὡς φύσει ἐμπεριεχόμενα στήν ψυχή, ἀσκοῦν σέ αὐτήν22. Ἡ ἀποδοχή ἀπό τόν Πλωτίνο τῆς δημιουργίας τῆς φύσεως τῆς ψυχῆς ἐκ τῆς νοήσεως ἀναδεικνύει αὐτήν μέρος τῆς τριάδος τῶν ὑποστάσεων, πού περιλαμβάνει τό Ἕν καί τήν ἐξ αὐτοῦ προερχόμενη νόηση, καί ἐξαρτᾶ κατ’ ἀποκλειστικόν τρόπο τήν ὀντολογική ὑπόσταση αὐτῆς ἐκ τῶν διανοητικῶν λειτουργιῶν23. Πρόκειται, βεβαίως, περί τῆς τέλειας ψυχῆς, ἡ ὁποία, ἐπειδή ἔχει ἀποστραφεῖ τήν ὕλη καί παραμένει ὡς ἐκ τούτου ἀπροσπέλαστη ἀπό τό κακό, «μένει ὁρισθεῖσα νῷ παντελῶς»24. Παρά ταῦτα, ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς, ἄν καί αὐτή παραπλανᾶται στήν ἀναζήτηση τοῦ ἀγαθοῦ, δέν θεωρεῖται ἀπό τόν Πλωτίνο φύσει κακή ἀλλά ὑποδουλωμένη στά δεινά πού ἐπιφέρει ἡ ἕνωσή της μέ τήν συνιστῶσα τό ὄντως κακό ὕλη25.
Κατά τήν διερεύνηση τῆς περί ψυχῆς διδασκαλίας τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης, ὁ ὁποῖος κατά τήν σύνταξη τῶν ἔργων του ἀναδεικνύεται ἄριστος γνώστης τῶν προβληθεισῶν ἀπό τά διάφορα φιλοσοφικά συστήματα σχετικῶν θεωριῶν26, γίνεται σαφής ἡ κατ' ἀπόλυτον τρόπο ἀπόδοση τῆς δημιουργικῆς αἰτίας τῆς συστάσεως τῆς ψυχῆς στόν Τριαδικό Θεό27. Τό γεγονός αὐτό ἀναδεικνύει τήν ἀποκλειστική ἰδιότητα τῆς ψυχῆς ὡς θείου ὁμοιώματος πού ἀποκλείει ἐκ τῆς φύσεως αὐτῆς κάθε χαρακτηριστικό μή δυνάμενο νά ἀποδοθεῖ σέ αὐτήν, ὡς ἀλλότριο τῆς θεότητας28. Ἡ ἰδιότητα, συνεπῶς, τοῦ «θεοειδοῦς» τῆς ψυχῆς, πού ἀπορρέει ἐκ τοῦ «καθ’ ὁμοίωσιν»29, ἀφ’ ἑνός μέν προσδιορίζει τήν κατά χάριν συγγένεια αὐτῆς πρός τήν θεότητα30, στήν ἄκτιστη ἐνέργεια τῆς ὁποίας ἀνάγει τήν αἰτία τῆς ὑπάρξεώς της, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἐμφαίνει τήν ἀσκούμενη πρός τήν θεότητα ἕλξη της ὡς ἰδίωμα ἐκ φύσεως προσαρμοσμένο σέ αὐτήν31. Ἡ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ κατασκευή τῆς οὐσίας τῆς ψυχῆς ἀναδεικνύεται σύν τοῖς ἄλλοις ὡς τό αἴτιο τῆς σύμφυτης μέ αὐτήν ὑπάρξεως τῆς ἱκανότητάς της πρός διάκριση καί θεωρία καί ἐποπτεία τῶν ὄντων, ἀφοῦ τά ἐν λόγῳ ἰδιώματα ἀποτελοῦν πρωτίστως χαρακτηριστικά τῆς «ἀρχετύπου» Τριαδικῆς θεότητας32.
Ἡ διατυπούμενη ἀπό τόν Γρηγόριο διδασκαλία περί τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία διαβίωνε στήν κατάσταση τῆς ἀρχαίας «εὐκληρίας», προβάλλει τό «νοερὸν» καί «ἄϋλον» καί «ἀειδὲς» τῆς κτιστῆς της φύσεως 33, ἐπισημαίνει δέ τήν ὕπαρξη αὐτῆς ὡς ἀσώματης καί ὑπεράνω καθορισμένων τοπικῶν ὁρίων34. Μέ τήν ἀπόδοση, ἐξ ἄλλου, σέ αὐτήν κινητικῆς δραστηριότητας35 ἀναδεικνύεται καί ἡ δυνατότητά της ἀναβάσεως πρός διερεύνηση καί ἀναζήτηση τῆς τῶν «ὄντων ἀρχῆς»36, πού ὑπάρχει ἐκ κατασκευῆς συνημμένη μέ τήν φύση τῆς ψυχῆς καί ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ «ἀπαθοῦς» καί «ἀκηράτου» αὐτῆς37. Ἡ ἱκανότητα αὐτή προβάλλεται ἐπίσης ἀπό τόν Γρηγόριο ὡς ἐπιτελούμενη εἰς τό διηνεκές, πού καθιστᾶ ἔτσι ἐκ φύσεως τήν ψυχή ὡς ἕνα ὁλονέν αὐξανόμενο κατά τό μέγεθος «δοχεῖον», πού προσδέχεται διά μετοχῆς καί μεταλήψεως τά ἀγαθά τῆς θεότητας38.
Εἶναι ἀναγκαῖο νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἐκ φύσεως προσαρμοσμένη στήν ψυχή δυνατότητα ὑπάρξεώς της ὡς χώρου δεχόμενου τήν χάριν καί τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ καί ὡς ἐκ τούτου ἀενάως αὐξανόμενου καί πρός αὐτόν μορφούμενου39, συναρτᾶται κατά τόν ἐπίσκοπο Νύσσης μέ τήν «μονοειδῆ» ὀπτική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς40, τῆς ὁποίας ὄργανο γίνεται ὁ ὀφθαλμός, ὁ ὁποῖος κατέχει ἐκ τῆς φύσεώς του τά χαρακτηριστικά τῆς διορατικότητας καί τῆς ὀξυδέρκειας41. Πρόκειται περί τοῦ κατάλληλου πρός θέαση τοῦ ἀληθοῦς καί νοητοῦ κάλλους τῆς θεότητας ὀπτικοῦ ὀργάνου42, διά τοῦ ὁποίου αὐτή μετέχει τοῦ ἀντικειμένου τῆς ὀπτικῆς ἐνέργειας καί συνεπῶς κοινωνεῖ τῆς γνώσεως καί βιώνει τήν ἀληθῆ καί οἰκεία πρός αὐτήν ζωή43. Διά τῆς «διορατικῆς» αὐτῆς φυσικῆς ἱκανότητάς της ἡ ψυχή, κατά τήν κατάσταση τῆς πρώτης μακαριότητας τοῦ ἀνθρώπου, ἀποκτᾶ ἐπίγνωση «διὰ τῶν ἔργων» τῆς «φύσεως τοῦ ἀγαθοῦ»44, καθώς καί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρός αὐτόν πού ἐκδηλώνεται διά τοῦ δημιουργικοῦ θείου θελήματός του45.
Ἀπό τήν ἐξέταση τῆς ἐκτιθέμενης διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου περί τῆς ψυχῆς διαπιστώνεται ἡ ἐμφανής ἀντίθεσή του πρός τήν ἐπικρατοῦσα ἐντός τῶν φιλοσοφικῶν συστημάτων θεωρία τόσο περί τῆς προϋπάρξεως τῆς ψυχῆς ἐν σχέσει πρός τό σῶμα ὅσο καί περί τῆς πτώσεως αὐτῆς κατά τήν ἕνωσή της μέ αὐτό, τήν ὁποία βεβαίως ἐκφράζει κατ’ ἀπόλυτον καί κατηγορηματικόν τρόπο. Κατά τήν σχετική διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ πατρός τά ἀποτελοῦντα τήν φύση τοῦ ἀνθρώπινου γένους στοιχεῖα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος ἔχουν ἐντός τοῦ θείου βουλήματος καί κατά τήν σύσταση τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου46 κοινή τήν ἀρχή τῆς ὑπάρξεώς τους47, ἐφόσον ἐνδεχόμενη ἀποδοχή τῆς προϋπάρξεως τοῦ ἑνός ἐξ αὐτῶν θά συνεπαγόταν τήν παραδοχή τῆς δημιουργικῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ ὡς «ἀτελοῦς» καί ὡς διηρημένης σέ ἐπί μέρους ἐνασχολήσεις κατά τό ἔργο της48.
Σταθερή πεποίθηση τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης ὅσον ἀφορᾶ τό θέμα αὐτό εἶναι ὅτι, συνιστάμενη ἐξ ἀρχῆς ἡ ἀνθρώπινη φύση ἐκ τοῦ «φαινομένου» καί «κεκρυμμένου» φυσικοῦ της στοιχείου προάγεται σέ τελειότητα49 διά τῆς συναυξήσεως τῶν ἐνεργειῶν τῆς ψυχῆς ἀνάλογα μέ τήν τελείωση τοῦ σώματος50, κατά τρόπον ὥστε, καί ἀφοῦ θά προηγεῖται ἡ ἐπιτέλεση τῆς «αὐξητικῆς» καί «θρεπτικῆς» δυνάμεως51, νά κατασκευάζεται τό «προσφυές» σέ αὐτήν «οἰκητήριον» τοῦ σώματος διά τῆς ὕλης, τό ὁποῖο εἶναι ἐκ φύσεως τεταγμένο νά περιβάλλει τήν ψυχή52. Ἡ ἐμφάνιση τοῦ ψυχικοῦ μέρους, πού ἀκολουθεῖ τήν ὁλοκλήρωση τοῦ σωματικοῦ εἴδους, καί ἡ ἀνάπτυξη αὐτοῦ, ἡ ὁποία ἐξελίσσεται κατά τρόπον ἀνάλογο τῆς δυνάμεως τοῦ ἀνθρώπου, καθιστᾶ ἐνεργεῖς τίς ἰδιότητες τῆς ψυχῆς53 καί κατ’ ἀκολουθίαν ἀντιληπτές τίς δυνάμεις αὐτῆς54.
Γίνεται, ὡς ἐκ τούτου, ἐμφανές ὅτι ἡ ἀδυναμία κατανοήσεως τῶν λειτουργιῶν τῆς ψυχῆς πρίν ἀπό τήν ἐναργῆ καί ἀντίστοιχη τῆς σωματικῆς ἀναπτύξεως ἐμφάνιση καί διάκριση αὐτῶν ἐπ' οὐδενί συνεπάγεται τήν ἀποδοχή τῆς ἀπόψεως περί συστάσεως τῆς ψυχῆς μέν ὡς «προτερευούσης», τοῦ σώματος δέ ὡς «ἐφυστερίζοντος»55. Ἀντιθέτως, διαμηνύει τήν βαθμιαία καί προοδευτικῶς αὐξανόμενη φανέρωση τῆς δυνάμεως αὐτῆς ἐντός τῆς «ποσότητος» τοῦ φέροντος αὐτήν σώματος.
Σέ παρεμφερές πρός τά ὡς ἄνω ἐκτεθέντα ἀντιρρητικό πλαίσιο κινεῖται καί ἡ διατύπωση ἐκ μέρους τοῦ Γρηγορίου τῆς ἀντιθέσεώς του στήν θεωρία περί τῆς πτώσεως καί φυλακίσεως τῆς ψυχῆς ἐντός τοῦ ὑλικοῦ σώματος ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτητικῆς της ροπῆς56, καθώς καί στήν ἀντίληψη περί τῶν διαδοχικῶν μεταβάσεών της στά ἄλογα ὄντα καί τῆς ἐπακόλουθης ἐπανόδου καί ἀποκαταστάσεώς της ἐντός τοῦ οὐράνιου χώρου57. Ἡ ἄποψη περί τῆς ὑπ' αὐτήν τήν ἔννοια πτώσεως τῆς ψυχῆς χαρακτηρίζεται ἀπό τόν ἱερό πατέρα ὡς «ἄστατος», «ἀπατηλὴ» καί περικλείουσα ἀντιφάσεις, πρωτίστως δέ ὡς ἀσεβής, ἀφοῦ ἐξαρτᾶ τήν γένεση καί τήν δημιουργία τῶν ὄντων ἀπό τήν κακία, ἀπό τήν ὁποία ἐκεῖνα σύμφωνα μέ αὐτήν τήν ἄποψη προέρχονται58. Ἡ «τυχαία», ἐξ ἄλλου, καί «ἄλογος» κάθοδος τῆς ψυχῆς στό ὑλικό αὐτῆς οἰκητήριο ἀντίκειται στήν διδασκαλία περί θείας ἐπιστασίας τῶν ὄντων, ἀφοῦ μία τέτοια πρεσβευόμενη ἀντίληψη θά ἔχει ὡς συνέπεια νά θεωρεῖται ἀφ' ἑνός μέν ὅτι ἡ ζωή τῶν ἀνθρώπων ἄρχισε καί διέπεται καθ' ὅλην τήν διάρκειά της ἀπό μία τυχαία καί «αὐτόματον» αἰτία καί κίνηση, ἀφ' ἑτέρου δέ ὅτι αὐτή ἡ «αὐτόματος» καί τυχαία «κίνησις» κατέχει κυρίαρχη θέση στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων, χωρίς νά ὑπάρχει καί νά ἐκδηλώνεται πρόνοια γι' αὐτήν59. Ἄξια, ἐπίσης, ἀναφορᾶς θεωρεῖται ἡ ἐπισήμανση ἐκ μέρους τοῦ Γρηγορίου τῆς ἀντιλήψεως ὅτι ἐνδεχόμενη ἀποδοχή τῆς ἐν λόγῳ θεωρίας θά καθιστοῦσε τό λογικό «κίνημα» τῆς ψυχῆς, τό προνόμιο τῆς προαιρέσεως, καθώς καί τήν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς, στοιχεῖα ἄνευ νοήματος καί ἐντελῶς ἄχρηστα60.
Ἡ παραδοχή, λοιπόν, τῆς ἀπόψεως περί τῆς μεταβάσεως τῆς ψυχῆς ἐξ ἀφορμῆς τῆς κακίας ἀπό τήν κατάσταση τῆς οὐράνιας μετεωροπορείας στόν «ξυλώδη» γήινο βίο καί περί τῆς ἐπανόδου αὐτῆς μέσῳ τῆς ἀρετῆς στήν ἀρχική μακάρια κατάσταση παριστάνει κατά τόν Γρηγόριο τήν ψυχή νἀ διαγράφει κατά τρόπο ἐπαναλαμβανόμενο πορεία κυκλική, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπό τήν σύγχυση ὡς πρός τήν διάκριση τοῦ ἀγαθοῦ καί τοῦ κακοῦ61. Τό γεγονός, ἐξ ἄλλου, ἀφ’ ἑνός μέν τῆς ἀποδόσεως στήν κακία τῆς δυνατότητας μεταβολῆς τῆς καταστάσεως τῆς οὐράνιας μακαριότητας, ἀφ’ ἑτέρου δέ τῆς συνδέσεως τῆς παχύτητας τῆς ὑλικῆς φύσεως μέ τήν κατάσταση τῆς ἀρετῆς ἐξ αἰτίας τῆς ἐπιστροφῆς τῆς ψυχῆς ἀπό τόν σαρκικό βίο στό ἀγαθό προσδίδει στήν μακαριότητα τό χαρακτηριστικό τῆς ἀστάθειας62 καί ἀντιστρέφει τό περιεχόμενο τῶν ἐννοιῶν, κατά τρόπον ὥστε ὁ μέν σαρκικός βίος νά ἀποκτᾶ τήν σημασία τοῦ μέσου καθάρσεως τῆς κακίας, ἡ δέ «ἀπλανὴς περιφορὰ» τῆς ψυχῆς νά θεωρεῖται γενεσιουργό αἴτιο τοῦ κακοῦ63. Ὅπως, συνεπῶς, προκύπτει ἀπό τήν διερεύνηση τῆς διδασκαλίας τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης, ἡ συνάφεια τῶν ἐκ φύσεως «ἀμίκτων» καί ἡ ἕνωση τῶν αὐτονοήτως «ἀκοινωνήτων», ἔτσι ὅπως ἐξάγεται ἀπό τήν ὡς ἄνω ἐκτεθεῖσα θεωρία, θεωρεῖται ὡς στερούμενη κάθε λογικοῦ ἐρείσματος64.

β΄. Oἱ ἐμφαίνουσες τό τριμερές τῆς ψυχῆς ἐκδηλώσεις αὐτῆς.

Ἡ νοερά καί «ἀειδὴς» οὐσία τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία φέρει ἐντυπωμένη τήν εἰκόνα τῆς θεότητας, καθίσταται ἐνεργή διά τῶν κινήσεων καί ἐκδηλώσεων πού ἐνθεωροῦνται σέ αὐτήν καί πού προσδιορίζονται ἀπό τόν Γρηγόριο ἀφ’ ἑνός μέν κατά τήν διανοητική δραστηριότητα, τήν σχετική μέ τήν ἐπιστασία καί θεωρία τῶν ὄντων, ἀφ’ ἑτέρου δέ κατά τήν «κατ’ ἐπιθυμίαν» καί «κατὰ θυμὸν» ἐγκείμενη φυσικῶς σέ αὐτήν κινητική ἐνεργητικότητα65.
Ἡ ἐπισήμανση τῆς ἐκδηλώσεως τοῦ «λογιστικοῦ», τοῦ «θυμοειδοῦς» καί τοῦ «ἐπιθυμητικοῦ» τῆς ψυχῆς ἐπιτελεῖται ἐπίσης στά συστήματα τῆς «ἔξω φιλοσοφίας»66 κατά τόν προσδιορισμό τους εἴτε ὡς «μερῶν» τῆς ψυχῆς, πού ἀντιστοιχοῦν μέν σέ ἰσάριθμες ἱκανότητες πρός ἀντίληψη καί κατανόηση τοῦ κόσμου, ἑδράζονται δέ ἐντός τοῦ «ἐνδιαιτήματος» τοῦ σώματος67, εἴτε ὡς «μορίων», τά ὁποῖα συναριθμοῦνται μέ τίς ἄλλες κινήσεις τῆς ψυχῆς, πού προβάλλουν ἀρετές ἤ κακίες, οἱ ὁποῖες ἀναλογοῦν σέ καθεμία ἀπό αὐτές τίς κινήσεις, ὅπως εἶναι τό «αἰσθητικὸν», τό «θρεπτικὸν», τό «κινοῦν», τό «φανταστικὸν» ἤ τό «γεννητικὸν»68.
Ἡ διάκριση τῶν λειτουργιῶν καί ἐνεργειῶν τῆς ψυχῆς κατά τό «λογικὸν», τό «θυμοειδὲς» καί τό «ἐπιθυμητικὸν»69, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται ἀπό τόν Γρηγόριο κατά τρόπον πού ἀποτρέπει τόν «πολυσχιδῆ» καί «πολυσύνθετον» μερισμό τῆς ψυχῆς70, ἀποσκοπεῖ στήν ἀποσαφήνιση καί ἀνάδειξη τῆς συνημμένης μέ τό ἀνθρώπινο γένος δυνατότητας ὄχι μόνο ὅσον ἀφορᾶ τήν ἐφαρμογή τῆς διά λόγου ἐπιστημονικῆς καί θεωρητικῆς διάνοιας ἀλλά καί ὅσον ἀφορᾶ τήν συνεχῆ αὔξηση καί μεταποίηση αὐτοῦ «ἐπὶ τὸ θειότερον»71.
Ἡ ἐπιθυμητική, συνεπῶς, διάθεση, ἡ ὁποία θεωρεῖται ὡς ροπή τοῦ ἀνθρώπου πρός τό «κρεῖττον»72, συνιστᾶ τήν ἐκ φύσεως ἐγκείμενη στήν ἀνθρώπινη φύση κίνηση πρός ἀνταπόκριση στήν ἑλκτική δύναμη, ἡ ὁποία ἀσκεῖται σέ αὐτήν ἀπό τό φύσει καλόν θεῖον73. Διά τῆς ἑρμηνευόμενης ὡς «τῆς τοῦ λείποντος ἐφέσεως» ἐπιθυμητικῆς διαθέσεως τῆς φύσεώς του74 ὁ ἄνθρωπος κατέχει τήν δυνατότητα πραγματοποιήσεως τοῦ σκοποῦ τῆς δημιουργίας αὐτοῦ, τῆς δι’ ἀναγωγῆς δηλαδή πρός τήν θεότητα μυσταγωγίας αὐτοῦ ἐντός τῶν θείων ἀδύτων75, ὅπου τό ἐπιθεωρούμενο θεῖο κάλλος ἀφ’ ἑνός μέν καθιστᾶ ἐνσυνείδητη στήν ἀνθρωπότητα τήν ἔνδεια αὐτῆς ὡς πρός τήν θεότητα, τήν κατά φύσιν ὑπάρχουσα ὡς τό πλήρωμα τῶν ἀγαθῶν, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἀνανεώνει τήν κίνηση τῆς ἐπιθυμητικῆς διαθέσεως προσδίδοντας στήν ἐξ αὐτῆς ἀπόλαυση τῶν θείων ἀγαθῶν τά χαρακτηριστικά τοῦ «ἀπαύστου» καί τοῦ «διηνεκοῦς»76.
Ὡς σκοπό τῆς ἐμφυτεύσεως τῆς ἐπιθυμητικῆς διαθέσεως στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου διακρίνει καί ἀναγνωρίζει ὁ Γρηγόριος τήν δυνατότητα σπουδῆς ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς ἀληθινῆς σοφίας τῆς θεότητας, ἡ ὁποία, διά τῆς ἔμφυτης στό ἀνθρώπινο γένος ἱκανότητας τῆς «καθαρᾶς καί οὐρανίου» ἐρωτικῆς ὁρμῆς, καθίσταται «πρᾶγμα ἐνεργὸν καὶ ἐνυπόστατον»77. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο προσδιορίζεται ἀπό τόν ἱερό πατέρα ὁ συσχετισμός ἀφ’ ἑνός μέν τῆς ὀρεκτικῆς διαθέσεως τῆς ψυχῆς πρός τήν ὀπτική ἱκανότητα καί ἐνέργεια αὐτῆς78, ἀφ’ ἑτέρου δέ τῆς ἐπιθυμητικῆς δυνάμεως πρός τό ἐκ φύσεως προσαρμοσμένο στήν ἀνθρωπότητα ἀεικίνητο αὐτῆς.
Χαρακτηριστική, ἐξ ἄλλου, καθίσταται ἡ ἐπισήμανση καί ἀνάδειξη ἀπό τόν Γρηγόριο τῆς ἀπολαύσεως χωρίς κορεσμό ἀπό τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τοῦ μόνου ὀρεκτοῦ καί ἐράσμιου θείου κάλλους79, ὄχι ὡς γεγονότος ἀκούσιου, πού εἶναι ἀποτέλεσμα ἐξαναγκασμοῦ, ἀλλά ὡς πράξεως ἀποδιδόμενης στήν προαίρεση, πού κοσμεῖ τήν λογική φύση, τῆς ὁποίας γνώρισμα συνιστᾶ σύν τοῖς ἄλλοις τό ἀποσκοποῦν στήν «ἀνδρείαν» καί ἐνυπάρχον στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου σπέρμα τοῦ «θυμοῦ»80. Παρά ταῦτα, οἱ ἐπιτελούμενες στήν ψυχή ἐκδηλώσεις τοῦ «ἐπιθυμητικοῦ» καί τοῦ «θυμοειδοῦς», ὡς ἐνέργειες διακρινόμενες ἐξ ἴσου στήν λογική καί στήν ἄλογη φύση81, δέν ἀποτελοῦν κατά τόν ἱερό πατέρα ἰδιαίτερα στοιχεῖα τῆς ψυχῆς, ἀλλά θεωροῦνται σύμφυτες διαθέσεις αὐτῆς καί ὡς ἐκ τούτου ἐνυπάρχουσες σέ αὐτήν, χωρίς νά συνιστοῦν ἤ νά προσδιορίζουν τήν οὐσία τῆς ψυχῆς82.
Ἀπό τίς ἐκδηλώσεις, συνεπῶς, οἱ ὁποῖες προσδιορίζουν τήν ἐνέργεια τῆς ψυχῆς καί ὑπάρχουν συνημμένως μέ αὐτήν, τό «διανοητικὸν» ἀποτελεῖ τό ἐξαιρετικό γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπινου γένους83 ἐξ αἰτίας τῆς ὑπό τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ δημιουργίας του ὡς «μιμήματος» τοῦ θείου «χαρακτῆρος»84 καί ὡς ἐκ τούτου δεκτικοῦ καί πρόσφορου πρός μέθεξη τῶν ἀγαθῶν τῆς θεότητας. Διά τῆς ἐνισχύσεως, ἐξ ἄλλου, αὐτοῦ ἀπό τήν ἐπιθυμία καί ἀπό τό «καταθύμιον», τό ὁποῖο παράγει τό συναίσθημα, τό «ἡγεμονικὸν» καθίσταται ἡ «κεφαλὴ» τοῦ οἰκοδομήματος τῆς ψυχῆς, πού φέρει τήν ἀποτύπωση τῆς εἰκόνας τῆς θεότητας85. Τό οἰκοδόμημα, βεβαίως, αὐτό κατασκευάσθηκε ἀπό τόν δημιουργό Θεό κατά τρόπον ὥστε νά περιέχει τίς ἐκδηλώσεις αὐτές τῆς ψυχῆς «ἰσοκρατῶς»86.
Σύμφωνα μέ τήν σχετική διδασκαλία τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης, κατά τήν πρώτη μακαριότητά της ἡ ἀνθρώπινη φύση ὑπῆρχε καί διαβιοῦσε «ἀσυντρίπτως» καί κατά τρόπον «μονοειδῆ»87, ἄνευ τῆς νόσου τῆς μονομεροῦς ἐπικρατήσεως μιᾶς ἐκ τῶν ψυχικῶν διαθέσεων, πού ἐνυπάρχουν «ἐπ’ ἀγαθῷ» στήν ἀνθρώπινη φύση παρά τοῦ Θεοῦ88, διά τοῦ ὁποίου γεγονότος θά ἐξέπιπτε ἡ ἀνθρωπότητα μετά τήν παρακοή τῶν προπατόρων ἐκ τῆς ἀρχαίας «εὐκληρίας».

γ΄. Ἡ ψυχή ὡς «κάτοπτρον» τοῦ κάλλους τῆς θεότητας.

Ἡ διερεύνηση τῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου περί τῆς ὑπό τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου «κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωσιν» αὐτοῦ, ἡ ὁποία κατέχει ἐξέχουσα θέση στήν γενικότερη θεολογική διδασκαλία του, ἀναδεικνύει τήν θεώρηση ὑπό τοῦ ἱεροῦ πατρός τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ὡς «κατόπτρου», πού ἀντανακλᾶ τὀ ἀρχέτυπο θεῖο κάλλος καί ὡς ἐκ τούτου ἀναλαμβάνει τό εἶδος τοῦ «χαρακτῆρος» τοῦ ἀρχέτυπου αὐτοῦ89.
Ἡ ὁρολογία πού χρησιμοποιεῖται ἀπό τόν ἱερό πατέρα σχετικῶς μέ τό ἐν λόγῳ θέμα εἶναι δυνατόν ἐκ πρώτης ὄψεως νά παραπέμψει στήν πρό αὐτοῦ θύραθεν σκέψη, χωρίς ἐν τούτοις οἱ παρατηρούμενες ὁμοιότητες νά ὑποδεικνύουν καί ἐννοιολογική ταύτιση τῶν ὅρων καί συνεπῶς ἐξάρτηση τῆς θεολογικῶς ἀποτυπωμένης διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου περί «κατόπτρου» ἀπό τήν ἀνάλογου ἤ παρεμφεροῦς περιεχομένου ἀποτυπωθεῖσα ἔννοια τῶν διαφόρων φιλοσοφικῶν συστημάτων. Συγκεκριμένως, διά τῆς ὄψεως ἐντός τοῦ «καλλίστου ἐνόπτρου» τῆς πλατωνικῆς διδασκαλίας ἡ ψυχή ἐπιτυγχάνει τήν γνώση τοῦ ἑαυτοῦ της90, ἀφοῦ ἡ στροφή τῆς ὀπτικῆς ἐνέργειας ἐντός τοῦ «τόπου» τῆς ψυχῆς πού φιλοξενεῖ τήν ἀρετή ἐκλαμβάνεται ἀπό τόν Πλάτωνα ὡς δυνατότητα ἡ ὁποία ἐπαναφέρει αὐτήν στήν κατάσταση ἐνοράσεως τῶν ἰδεῶν καί συνεπῶς ἀπεργάζεται τήν ἐπίγνωση τῆς θείας καταγωγῆς της91.
Ἡ ἐπιστροφή τῆς ψυχῆς εἰς ἑαυτήν, ὡς κίνηση ἐπαναφέρουσα τήν καθιστάμενη «εἴδωλον νοῦ» ψυχή92 στήν «οἰκείαν» κατάσταση τῆς ὁμοιώσεως μέ τόν Θεό93, χαρακτηρίζει ὡσαύτως τήν νεοπλατωνική διανόηση, πού καταγράφεται στήν περί «ἀλλοτρίου» διδασκαλία, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ ἐν λόγῳ δραστηριότητα θεωρεῖται ὡς φυσική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου94.
Ἡ ἀπόδοση ἀπό τόν Γρηγόριο στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τοῦ προσδιοριστικοῦ στοιχείου τῆς λειτουργίας αὐτῆς ὡς «κατόπτρου» τοῦ κάλλους τῆς θεότητας συναρτᾶται κατ' ἄμεσον τρόπο μέ τήν κατασκευή αὐτῆς ὡς «μιμήματος» τοῦ κάλλους τῆς «ἁρμοσαμένης» τόν κόσμο θεότητας95, κατά τέτοιον τρόπο ὥστε, ὅπως ἀκριβῶς ἡ λεία καί στίλβουσα ἐπιφάνεια τοῦ κατόπτρου ἀποτυπώνει καί ἐπιδεικνύει μέ ἀκρίβεια τά φυσικά ἰδιώματα καί τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τοῦ ἀντανακλῶντος σέ αὐτήν ἀντικειμένου96, κατά τόν ἴδιο τρόπο ἡ κατά χάριν ὁμοιωθεῖσα μέ τήν θεότητα καί ὡς ἐκ τούτου πλήρης θείων χαρισμάτων ἀνθρώπινη φύση φέρει ἀκριβῶς τόν «χαρακτῆρα» τοῦ «ἐμφανέντος» σέ αὐτήν θείου πρωτοτύπου97.
Μέ τήν ἔνταξη ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης τῆς διδασκαλίας περί τοῦ «κατόπτρου» στήν περιγραφή τῆς πρό τῆς πτώσεως διαβιώσεως τοῦ ἀνθρώπινου γένους σέ κατάσταση ἀπάθειας καί μακαριότητας98 ἀναδεικνύεται ἐπίσης τό «ἀθεώρητον» τῆς «ὑπὲρ τοὺς οὐρανοὺς» ὑπερυψωμένης θείας μεγαλοπρέπειας99, τό «ἀόρατον» καί «ἀπερίγραπτον» κάλλος τῆς ὁποίας ἡ ἀνθρώπινη φύση, μή δυνάμενη νά ἀντικρίσει «ἀτενῶς»100, ἀποτυπώνει ἐντός της ὅπως ἀκριβῶς σέ κάτοπτρο. Ἡ ἀπεικόνιση τοῦ κάλλους τοῦ θείου ἀρχετύπου συνιστᾶ κατά τόν ἐπίσκοπο Νύσσης τό ἀντικείμενο τῆς φύσει προσαρμοσμένης στήν ψυχή ὀπτικῆς ἐνέργειας αὐτῆς101 καί προσδιορίζει τό «εἶδος» τῆς ψυχῆς102. Ἐπιφέρει, ἐξ ἄλλου, σέ αὐτήν τήν αὐτογνωσία, ἀφοῦ διά τῆς θεωρίας τοῦ θείου ἀρχετύπου ἐντός τοῦ ἐσόπτρου ἡ ψυχή καθορᾶ «δι’ ἀκριβείας» τόν κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ πλασθέντα ἑαυτό της103.
Ἀπό τήν διερεύνηση τῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου πού ἀφορᾶ στό «κάτοπτρον» ἀναδεικνύεται ἐκτός τῶν ἄλλων καί ὁ συσχετισμός τῆς ἐν λόγῳ λειτουργίας ἀφ’ ἑνός μέν μέ τήν ἐκ φύσεως ἐγκείμενη στήν ψυχή ἐπιθυμητική διάθεση αὐτῆς, ἀφ’ ἑτέρου δέ μέ τό δοθέν προνόμιο τοῦ «αὐτεξουσίου», ἐφόσον κατά τήν προπτωτική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου διά τῆς ἀποτυπώσεως στήν ψυχή τῆς εἰκόνας τοῦ θείου κάλλους καταδεικνύεται ἡ προσήλωση τῆς προαιρέσεώς του στήν θεότητα, ἡ ὁποία καταγράφεται ἀπό τόν ἱερό πατέρα ὡς ἀποκλειστικό ἀντικείμενο τῆς ἐπιθυμίας104. Ἡ συνημμένη, συνεπῶς, μέ τήν ἀνθρώπινη φύση ἰδιότητα αὐτῆς νά ἐμφαίνει δι’ ἀντανακλάσεως καί ἐξεικονίσεως τό κάλλος τῆς Τριαδικῆς θεότητας, ἡ ὁποία προσδιορίζεται ἀπό τόν Γρηγόριο ὡς ἀποκλειστικό ἀντικείμενο τῆς ὀπτικῆς της ἐνέργειας, προσδίδει σέ αὐτήν τό χαρακτηριστικό τοῦ «προαιρετικοῦ» καί «ἐμψύχου κατόπτρου»105. Καθιστᾶ, ἐπίσης, τήν κτιστή φύση, στήν διαχείριση τῆς ὁποίας τάχθηκε τό ἀνθρώπινο γένος, «κάτοπτρον» τοῦ φέροντος τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ κατόπτρου, ἀφοῦ μέ τήν ὑπάρχουσα σχέση μεταξύ τῆς «ὑπερκειμένης» ἀνθρωπότητας καί τῆς «προσεχοῦς» αὐτῆς φύσεως ἀφ’ ἑνός μέν ὅλη ἡ κτίση κοινωνεῖ τοῦ θείου κάλλους, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἀναδεικνύεται ἡ ἀγαθή συνάφεια αὐτῆς106, ἡ ὁποία ἐπισημαίνεται ἀπό τόν Γρηγόριο κατά τήν ἀνάπτυξη τῆς διδασκαλίας του.

δ΄. Ἡ εἰκόνα τῶν «πτερῶν» τῆς ψυχῆς.

Κατά τήν διερεύνηση τῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου Νύσσης περί τῆς κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου107 ἀναφαίνεται σύν τοῖς ἄλλοις ἡ ἄποψη ἐκείνη τοῦ ἱεροῦ πατρός κατά τήν ὁποία ἡ ἀνθρώπινη φύση ἐξεικονίζεται ὡς «πτερόεσσα»108, ἐφόσον τό θεῖο πρωτότυπο, τό ὁποῖο κατεσκεύασε τόν ἄνθρωπο, ἀναπαριστᾶται στήν «θεόπνευστον» Γραφήν ὡς πτερωτό109, ὑπό τήν ἔννοια βεβαίως ἀφ’ ἑνός μέν τῆς ἑρμηνείας τοῦ νοήματος τῶν πτερύγων διά τῆς «τροπικῆς» θεωρίας, ἀφ’ ἑτέρου δέ τῆς θεωρήσεως αὐτῶν ὡς ἐμφαινουσῶν ἐκ τῶν ἰδιωμάτων τοῦ Θεοῦ τήν δύναμη, τήν μακαριότητα καί τήν ἀφθαρσία αὐτοῦ110.
Ἡ ἀφορῶσα στήν ψυχή εἰκόνα τῶν πτερῶν καί ἡ σχετιζόμενη μέ αὐτήν ὁρολογία τῆς «μετεωροπορείας» συνιστᾶ θέμα προσφιλές τόσο τοῦ Πλάτωνος ὅσο καί τοῦ Πλωτίνου111, στήν φιλοσοφική σκέψη τῶν ὁποίων, διά τῆς ἀποδόσεως στήν «τελέαν» ψυχή τῶν προσδιορισμῶν τῆς «περιπολούσης», «ἐπτερωμένης», «μετεωροπορούσης» καί «πάντα τόν κόσμον» διοικούσης, καθίσταται σαφής ὁ συσχετισμός τῆς ἐκφύσεως τῶν πτερῶν καί τῆς πτητικῆς δραστηριότητας τῆς ψυχῆς, πού ἀπορρέει ἀπό τό γεγονός αὐτό, μέ τήν κατάσταση ἀπολαύσεως τοῦ «λειμῶνος» τοῦ νοητοῦ κόσμου κατά τήν ἐπιστροφή της σέ αὐτόν112. Στήν φιλώνεια, ἐξ ἄλλου, γραμματεία ὁ νοῦς, ὁ ὁποῖος καθίσταται διά τῆς καθάρσεως τέλειος, προσδιορίζεται ὡς «μύστης» τῶν θείων μυστηρίων καί θεωρεῖται ἄξιος συμπεριπολίας «ταῖς τῶν οὐρανίων χορείαις»113.
Τό ἐνδεχόμενο, ὅμως, ἀνευρέσεως ὁμοιοτήτων μεταξύ τῶν χρησιμοποιηθέντων ὑπό τοῦ Γρηγορίου ὅρων καί τῆς εὑρισκόμενης στήν θύραθεν διανόηση ἀνάλογης ὁρολογίας δέν ἀναιρεῖ τό γεγονός τῆς ἀποδόσεως ἀπό τόν ἱερό πατέρα σέ αὐτούς νέου καί ἄλλου περιεχομένου114, ἐφόσον κατ’ αὐτόν ἡ ὕπαρξη τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου ὡς «ἀετώδους» ἀπορρέει ἐκ τῆς «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ κατασκευῆς αὐτοῦ115. Ἡ ἱκανότητα, συνεπῶς, τῆς ἀνθρωπότητας πρός μετεωροπορεία, ἡ ὁποία ἐκλαμβάνεται ὡς ἐκ φύσεως προσαρμοσμένη σέ αὐτήν116, συνδέεται κατά τρόπον ἄμεσο ἀφ’ ἑνός μέν μέ τό στοιχεῖο τῆς μεταβλητότητας, πού προσδιορίζει τήν ἀνθρώπινη φύση καί προσδίδει σέ αὐτήν τήν δυνατότητα νά καταστεῖ «πτερόεσσα»117, ἀφ' ἑτέρου δέ μέ τήν ἐρωτική διάθεση αὐτῆς, ἡ ὁποία ἀνταποκρίνεται στήν ὑπό τοῦ Θεοῦ ἀσκούμενη στήν ψυχή ἕλξη καί ἡ ὁποία προάγει τήν πτητική δραστηριότητα τῆς μετεωροπορούσης ἀνθρώπινης φύσεως «πρός τό ὑψηλότερον»118.
Ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ Γρηγορίου ὅτι τό ἀνθρώπινο γένος ἐξ αἰτίας τῆς κατοχῆς τῶν πτερῶν εὑρισκόταν κατά τήν πρώτη ζωή σέ κατάσταση μεταρσιότητας, αἰθεριότητας καί ὁμοτιμίας πρός τούς ἀγγέλους119, ἐξάγεται ἐκτός τῶν ἄλλων καί ἀπό τήν διενεργηθεῖσα ὑπ’ αὐτοῦ περιγραφή τοῦ γεγονότος τῆς μεταποιήσεως τῆς ἀνθρωπότητας πού θά λάβει ψώρα κατά τήν κοινή ἀνάσταση, κατά τήν ὁποία ἡ ἀνθρώπινη φύση, διά τῆς μεταστοιχειώσεως πρός τήν «θειοτέραν» κατάσταση, θά ἐπαναποκτήσει τήν δυνατότητα τῆς συμμετεωροπορείας της «τῇ ἀσωμάτῳ φύσει»120.










1 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 89C.
2 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 97Β. Ἀνάλογο μέ τόν ἀποδιδόμενο ἀπό τόν Γρηγόριο ὁρισμό τῆς ψυχῆς ἐκφράζει ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνός (Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 77,44-52 [=PG 94, 924Β-925Α]).
3 Βλ. Π λ ά τ ω ν ο ς, Φαίδων, I. Burnet, SCBO, τ.1, 79e,8-80a,5. b,1-5. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Συμπόσιον, I. Burnet, SCBO, τ.2, 207d-e. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Τίμαιος, I. Burnet, SCBO, τ.4, 43a,4-6.
4 Βλ. Π λ ά τ ω ν ο ς, Τίμαιος, I. Burnet, SCBO, τ.4, 28a,4-5. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Συμπόσιον, I. Burnet, SCBO, τ.2, 210e,6-211b,3.
5 Βλ. Π λ ά τ ω ν ο ς, Ἀπολογία Σωκράτους, I. Burnet, SCBO, τ.1, 40b,7-c,1. Βλ., ἐπίσης, Κ. Γ. Ν ι ά ρ χ ο υ, Εἰσαγωγικά μαθήματα στή Φιλοσοφία, 210-211.
6 Βλ. Π λ ά τ ω ν ο ς, Φαίδων, I. Burnet, SCBO, τ.1, 105d,3-4.
7 Βλ. Π λ ά τ ω ν ο ς, Φαῖδρος, I. Burnet, SCBO, τ.1, 249e,5. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Μένων, I. Burnet, SCBO, τ.3 ,86a,1 καί 86b,1-2.
8 Π λ ά τ ω ν ο ς, Φαίδων, I. Burnet, SCBO, τ.1, 72e,5-7: «ἡ μάθησις οὐκ ἄλλο τι ἤ ἀνάμνησις τυγχάνει». Βλ., ὡσαύτως, 76a,6-7. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Μένων, I. Burnet, SCBO, τ.3 ,85d,3-10. Βλ., ὡσαύτως, Κ. Γ. Ν ι ά ρ χ ο υ, Εἰσαγωγικά μαθήματα στή Φιλοσοφία, 183-184. E. B r é h i e r, Παγκόσμιος Ἱστορία τῆς Φιλοσοφίας, 90.
9 Βλ. Π λ ά τ ω ν ο ς, Φαίδων, I. Burnet, SCBO, τ.1, 72e,7-73a,3. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Μένων, I. Burnet, SCBO, τ.3, 81b,3-6.
10 Βλ. Π λ ά τ ω ν ο ς, Φαῖδρος, I. Burnet, SCBO, τ.1, 284e,3-5. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Φαίδων, I. Burnet, SCBO, τ.1, 81d,9-e,3. Πρβλ. Ἰ. Ρ ω μ α ν ί δ ο υ, Τό προπατορίκόν ἁμάρτημα, 33.
11 Βλ. Ἀ ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς, Περὶ ψυχῆς, W.D.Ross, SCBO, 415b,8 .
12 Βλ. Ἀ ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς, Περὶ ψυχῆς, W.D.Ross, SCBO, 412a,27-28 .
13 Βλ. Ἀ ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς, Περὶ ψυχῆς, W.D.Ross, SCBO, 415b,15-27. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Ἀναλυτικά Ὕστερα, W.D.Ross, SCBO, 93a,24.
14 Βλ. Ἀ ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς, Περὶ ψυχῆς, W.D.Ross, SCBO, 414a,29-32 .
15 Βλ. Ἀ ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς, Περὶ ψυχῆς, W.D.Ross, SCBO, 414a,33-b,17 .
16 Βλ. Ἀ ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς, Ἀποσπάσματα, W.D.Ross, SCBO,192,9-10.
17 Βλ. Ἀ ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς, Περὶ ψυχῆς, W.D.Ross, SCBO, 414b,18-19. Πρβλ. Κ. Δ. Γ ε- ω ρ γ ο ύ λ η, Ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, 301.
18 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες IV 4,3, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO,τ.2, 11. Πρβλ. ὅπ.π., 8,7,5-6. E. B r é h i e r, Παγκόσμιος Ἱστορία τῆς Φιλοσοφίας, 336. Ἀ. Θ ε ο δ ώ ρ ο υ, «Ὄψεις τινές περί κακοῦ», Θεολογία 43(1972), 61-62.
19 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες V 1,6, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.3, 44-49. Πρβλ. ὅπ.π.,7, 36-37.
20 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες IV 6,3, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO τ.2, 5-10. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ὁ χαρακτηρισμός «ἀμφίβιος», τόν ὁποῖο ὁ Πλωτίνος ἀποδίδει στήν ψυχή, προκειμένου νά καταστήσει σαφές ὅτι αὐτή συνιστᾶ μεθόριο τοῦ αἰσθητοῦ καί τοῦ νοητοῦ (Βλ., σχετικῶς, ὅπ.π., 4,3, 172,31-35).
21 Βλ.Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες IV 6,3, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO τ.2, 10-13. Ὅπ.π., 3,1,7-8. Ὅπ.π., 4,3,4-5.
22 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες I 8,1, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.1, 9-10. Ὅπ.π.,V 7,1, τ.3, 7-11.
23 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες V 3,3, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.3, 14: «ἡ ψυχὴ δεῖ ἐν λογισμοῖς εἶναι». Σχετικῶς μέ τήν διδασκαλία τοῦ Πλωτίνου περί τῆς τριάδος τῶν ὑποστάσεων τοῦ νοητοῦ κόσμου βλ. Θ. Ἀ. Ἀ λ ε ξ ο π ο ύ λ ο υ, «Τό εἶναι», 53-57.
24 Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες Ι 8,4, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.1, 25-28.
25 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες Ι 8,4, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.1, 5-25. Ὅπ.π., 14, 35-43.
26 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 21Α-24C, ὅπου ὁ Γρηγόριος ἐπιχειρεῖ τήν παρουσίαση καί ἀναίρεση ὁρισμένων στοιχείων τῆς διδασκαλίας τῶν Ἐπικουρείων, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὁ κόσμος περιγράφεται ὡς περιέχων διάφορα ἄτομα, διά τῆς συνθέσεως τῶν ὁποίων ἀποκτοῦν ὕπαρξη τόσο οἱ ἀνθρώπινοι νόες ὅσο καί τά ἄψυχα ὄντα. Κατά τόν Ἐπίκουρο, συνεπῶς, ἡ φύση τῶν ὄντων στό σύμπαν θεωρεῖται βάσει τῶν ὅρων τῆς ὕλης καί τῆς κινήσεως καί, ἐπειδή καθορίζεται ἐκ τῶν φαινομένων, προσμετρᾶται διά τῆς ἀντιληπτικῆς ἱκανότητας τῶν αἰσθήσεων. Ἔτσι, κάθε φυσική ἐνέργεια, συπεριλαμβανομένης καί τῆς νοητικῆς, δέν συνίσταται σέ τίποτε περισσότερο ἀπό συνθέσεις ἀτόμων, οἱ ὁποῖες κατά τό τέλος τῆς διάρκειας τῆς ζωῆς διαλύονται. Ἡ ὑλιστική αὐτή θεώρηση τῶν ὄντων ἀναδεικνύει κατά τόν Γρηγόριο τήν φύση τους «τυχαίαν» καί «αὐτόματον», «ὡς ούδεμιᾶς προνοίας διὰ τῶν πραγμάτων διηκούσης» (Βλ. ὅπ.π, PG 46, 21Β. Βλ., ἐπίσης, Κ. Γ. Ν ι ά ρ χ ο υ, Εἰσαγωγικά μαθήματα στή φιλοσοφία, 86-88). Ἡ ἀναφορά ἀπό τόν ἱερό πατέρα στούς Ἐπικουρείους κατά τό ὑπό ἐξέταση χωρίο ὀφείλεται στήν ἀποδοχή ἐκ μέρους αὐτῶν τῆς ὑλιστικῆς ἀντιλήψεως περί τοῦ κόσμου, ἄν καί διά τῆς ἀποδόσεως τῶν φυσικῶν γεγονότων σέ μία δύναμη ἐνεργοῦσα μέ συγκεκριμένο σκοπό διακρίνεται στήν ἐν λόγῳ θεωρία ἕνα εἶδος τελολογίας (Βλ., σχετικῶς, Κ. Γ. Ν ι ά ρ χ ο υ, Εἰσαγωγικά μαθήματα στή φιλοσοφία, 89-91). Βλ., ὡσαύτως, ὅπ.π., PG 46, 32Α. 49C-52Α. 112C-113Α. Περὶ θεότητος Υἱοῦ καί Πνεύματος λόγος, PG 46, 560ΒC.
27 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 120C.
28 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 52Α.
29 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 89Β. Ὅπ.π., PG 46, 93C .
30 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 97Β. Ὅπ.π., PG 46, 44ΒD. Ὅπ.π., PG 46, 45C. Πρβλ. καί Ε. Κ. Π ρ ι γ κ ι π ά κ η, Ἡ Θεοτόκος (Διδακτορική Διατριβή), 159, ἀπό τόν ὁποῖο ἀναπτύσσεται ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀνδρέου Κρήτης περί τῆς “συγγενικῆς συνδέσεως” τοῦ δημιουργηθέντος ὡς «εἰκόνος λαμπρᾶς τῆς ὑπερφώτου θεότητος» ἀνθρώπου μέ τόν Θεό.
31 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 97Β.
32 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 89Β: «ὅτι τὸ θεωρητικόν τε καὶ διακριτικὸν ἴδιόν ἐστι τοῦ θεοειδοῦς τῆς ψυχῆς, ἐπεὶ καὶ τὸ θεῖον ἐν τούτοις καταλαμβάνομεν». Ὅπ.π., PG 46, 57Β. Πρβλ. J. P. C a v a r n o s, St. Gregory of Nyssa on the Origin and Destiny of Soul, 8. Χ. Λ α σ π ί δ η, Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, 42. A. A. W e i s w u r m, The nature of human knowledge according to St. Gregory of Nyssa, 55.
33 Βλ., σχετικῶς, Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 24Β. Ὅπ.π., PG 46, 29ΑΒ. Ὅπ.π., PG 46, 28C. Βλ. Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J.Mc Donough, GNO, τ.3,2, 78,19-20 (=PG 46, 173B). Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 176Β. Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 277,11-13 (=PG 46, 348C). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 140,25-26 (=PG 45, 1137B). Ὅπ.π., 212,4-7 (=PG 45, 1237CD). Ὁ Γρηγόριος, ἐν τούτοις, ἐπισημαίνει τήν ἀδυναμία ἐπακριβοῦς γνώσεως ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς οὐσίας τῆς ψυχῆς αὐτοῦ (Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 257,28-258,14 [=PG 45, 945D-948Α]).
34 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 69Β. Ὅπ.π., PG 46, 72D. Ἐγκώμιον εἰς τὸν ἅγιον μεγαλομάρτυρα Θεόδωρον, J.P.Cavarnos, GNO, τ.10,1 62,13-14 (=PG 46, 737Β). Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 41,23-42,3 (=PG 46, 509D). Ὁ Γρηγόριος, ἐπίσης, καθιστᾶ σαφές ὅτι ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς δέν θεωρεῖται ἐκτός καί χωριστά τῆς «θεωρουμένης ζωῆς» τῶν ὄντων. Βλ., σχετικῶς, Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 140,25-26 (=PG 45, 945D).
35Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 92Α.
36 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 11, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 332,10-11 (=PG 44, 1008C). Ὅπ.π., 334,2-5 (=PG 44, 1009Β).
37 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 1, P.Alexander, GNO, τ.5, 284,4-7 (=PG 44, 624A).
38 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 105Α. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 11, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 364,8-9 (=PG 44, 1033Α). Πρβλ. καί Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J.Mc Donough, GNO, τ.3,2, 83,10-13 καί 85,1-6 (=PG 46, 180ΑD). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 6, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 141,18-21 (=PG 44, 1269Α). Ἐπιστολὴ 3, G.Pasquali, GNO, τ.8,2, 20,6-7 (=PG 46, 1016B), ὅπου ἡ ψυχή παρουσιάζεται ὡς χῶρος ἐντυπώσεως τῶν νοημάτων περί τοῦ Θεοῦ καί τῶν σημείων τῆς «τοῦ Κυρίου χάριτος».
39 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 93C-96Α.
40 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 8, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 257,17-258,6 (=PG 44, 949D).
41 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 8, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 258,19-20 (=PG 44, 952Α). Ὅπ.π., 106,3-4 (=PG 44, 836Α). Βλ., ἐπίσης, Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 325,10-12. (=PG 45, 1024D). Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J.Mc Donough, GNO, τ.3,2, 80,3 (=PG 46, 176Α). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 291,23-25 (=PG 46, 364B).
42 Βλ. Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO τ.8,1, 289,9-11 (=PG 46, 360D). Ὅπ.π., 292,10-15 (=PG 46, 364C).
43 Βλ. Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J.Mc Donough, GNO, τ.3,2, 79,24-80,1 (=PG 46, 176Α): «τὸ δὲ βλέπειν τὸν Θεὸν, ἔστιν ἡ ζωὴ τῆς ψυχῆς». Πρβλ. ὅπ.π., 80,21-23 καί 81,11-15 (=PG 46, 176BD). Βλ., ὡσαύτως, Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 46,2-3 (=PG 44, 1161D).
44 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 11, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 336,3-12 (=PG 44, 1009D-1012A), ὅπου ἀναφέρεται ὅτι ὁ τρόπος ἐπιγνώσεως τῆς φύσεως τοῦ ἀγαθοῦ κατά τόν «μέλλοντα αἰῶνα» γίνεται ἀντιληπτός ἀναλογικῶς μέ τήν κατάσταση διαβιώσεως τοῦ ἀνθρώπου πρό τῆς πτώσεως αὐτοῦ.
45 Βλ. Περὶ τοῦ κατὰ Θεόν σκοποῦ, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 40,4-6 (=PG 46, 288Α).
46 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 236Β.
47Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 236Β. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 125C.
48 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 236Α. Πρβλ. Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 76,22-23 (=PG 94, 921Α). Βλ., ἐπίσης, Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Ἱστορία Δογμάτων, τ.2, 455.
49 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 236Β.
50 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 236CD: «οὕτω καὶ ἡ ψυχή ἐστι μὲν ἐν ἐκείνῳ καὶ μὴ φαινομένη, φανήσεται δὲ διὰ τῆς οἰκείας ἑαυτῆς καὶ κατὰ φύσιν ἐνεργείας, τῇ σωματικῇ αὐξήσει συμπροϊοῦσα».
51 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 237C. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 128Α.
52 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 237Β.
53 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 236C.
54 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 236CD. Ὅπ.π., PG 44, 240ΑΒ, ὅπου ὁ Γρηγόριος χρησιμοποιεῖ τόν παραλληλισμό τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν φύση, ἐντός τῆς ὁποίας ἀποδεικνύεται ἡ ὕπαρξη φυσικῆς δυνάμεως πού μεταβάλλει «τῶν καρπῶν τὰς ἐντεριώνας καὶ τὰς τῶν ριζῶν ἀποσπάδας» σέ θάμνο, δένδρο, στάχυ ἤ κάποιο ἄλλο «τῶν φρυγανικῶν βλαστημάτων». Πρβλ. καί Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 125C-128Α.
55 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 128Β.
56 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 112C. Πρβλ. Π λ ά τ ω ν ο ς, Φαῖδρος, I. Burnet, SCBO, τ.1, 248e,5-8. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Φαίδων, I. Burnet, SCBO, τ.1, 79c,2-8.
57 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 113Α.
58 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 116C.
59 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 117ΒC. Ὅπ.π., PG 46, 125Α.
60 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 117D-120B.
61 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 113Β.
62 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 113C.
63 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 113CD. Ἀ. Γ. Μ α ρ ᾶ, Ἡ ἐσχατολογία, 55-56.
64 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 116Α.
65 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 48C-49Α.
66 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 49Β. Βλ., περί τοῦ θέματος αὐτοῦ, W. V ö l k e r, Gregor von Nyssa als Mystiker, 61-62, ἀπό τόν ὁποῖο ὑπογραμμίζεται ἡ ἀνάμειξη στοιχείων τῆς θύραθεν διανοήσεως στήν περί ψυχῆς διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου, χωρίς ἐν τούτοις νά ἐντοπίζονται καί νά προβάλλονται οἱ ὑπάρχουσες ἐγγενεῖς θεμελιώδεις διαφορές ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ μεταξύ τῆς θεολογικῆς σκέψεως τοῦ ἱεροῦ πατρός καί τῆς σκέψεως τῶν φιλοσόφων. Βλ. καί Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Ἡ Σάρκωσις, 94-95.
67 Βλ., σχετικῶς, Π λ ά τ ω ν ο ς, Πολιτεία, I. Burnet, SCBO, τ.4, 440e,2-441a,3 καί 550b,1-3. Φ ί λ ω ν ο ς, Νόμων ἱερῶν ἀλληγορίας τῶν μετὰ τήν ἐξαήμερον τὸ πρῶτον, R.Arnaldez-J.Pouilloux-C.Mondésert, OePhAl, τ.2, 78. Πρβλ. Κ. Δ. Γ ε ω ρ γ ο ύ λ η, Ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, 221.
68 Βλ. Ἀ ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς, Περὶ ψυχῆς, W.D. Ross, SCBO, 432a24-b11. Τ ο ῦ ἰ- δ ί ο υ, Ἠθικά Μεγάλα, H. Tredennick - G. Cyril Armstrong, LCL, 4,7,3-4,9,5. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες, Ι, 1,5, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.1, 22-23. Ὅπ.π., 2,1,16-19. Ὅπ.π., VI, 1,12, τ.3, 5-8. Ὅπ.π., ΙΙΙ, τ.3, 6,2,22-23.
69 Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 237Β: «οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ ψυχικοῦ μέρους οὔπω μὲν τὸ λογικὸν καὶ ἐπιθυμητικὸν καὶ θυμοειδὲς, καὶ ὅσα περὶ ψυχὴν καθορᾶται». Βλ., ἐπίσης, Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 62,11-12. (=PG 44, 353C). Ὅπ.π., 71,15-19. (=PG 44, 361D). Ἐπιστολὴ κανονικὴ, PG 45, 224ΑC. Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει, ὡς πρός τό σημεῖο αὐτό, ἡ χρησιμοποίηση τῶν τριῶν στοιχείων τῆς ψυχῆς ἀπό τόν Ἰωσήφ Βρυέννιο, προκειμένου νά καταστεῖ κατανοητό ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐφόσον κατά τήν ἄποψή του ὁ ἴδιος ὁ Θεός διά τῶν δημιουργημάτων του διδάσκει τήν περί τῆς κατά τήν οὐσίαν ἑνότητας καί τῆς κατά τίς ὑποστάσεις τριαδικότητας αὐτοῦ ἀντίληψη. Βλ., σχετικῶς, Ν. Χ. Ἰ ω α ν ν ί δ η, Ὁ Ἰωσήφ Βρυέννιος, 145-146, ὅπου ἐπιπροσθέτως σημειώνεται ὅτι «ἡ ψυχολογική μέθοδος τοῦ Βρυεννίου θυμίζει τήν ψυχολογική τριδολογία τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, πού ἀναπτύσσεται στό ἔργο του De trinitate» (ὅπ.π., 146, ὑποσ. 40).
70 Βλ. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 142,9-18 (=PG 45, 1140Β). Πρβλ. G. B. L a d n e r, «The Philosophical Anthropology», DOP 12(1958), 70-71, ὅπου ἐπισημαίνεται ἡ διαφοροποίηση τῆς διακρίσεως τῶν ψυχικῶν ἐνεργειῶν, πού ἐφαρμόζει ὁ Γρηγόριος, ἀπό τήν τριμερῆ διαίρεση τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ἀπαντᾶ στήν θύραθεν φιλοσοφική σκέψη.
71Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 48C-49A. Πρβλ. καί Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 213,3-4 (=PG 46, 285C). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 96,2-12 (=PG 44, 1216Β).
72 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 89Α.
73 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 89Β. Ὅπ.π., PG 46, 64C. Πρβλ. καί Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 50,16-20 (=PG 44, 344Α).
74 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 92C.
75Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 1, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 22,13-17 (=PG 44, 769D-772A), ὅπου ὁ ὑπάρχων στήν κριτική ἔκδοση ὅρος «ἐπιθυμητικὴν» ἀντικαθίσταται στό κείμενο τοῦ J.-P.Migne ἀπό τόν ὅρο «ἐπιφυτικὴν». Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO τ.8,1, 293,16-294,3 (=PG 46, 365ΑΒ). Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 62,16-17 (=PG 44, 353C).
76 Βλ. Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO τ.8,1, 304,1-10 (=PG 46, 376ΒC). Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 41,23-42,3 (=PG 46, 509D). Ὅπ.π., 61,19-24 (=PG 46, 532A).
77 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 5, P.Alexander, GNO, τ.5, 354,19-23 (=PG 44, 680CD). Ἐπιστολὴ κανονικὴ, PG 45, 224D. Περὶ παρθενίαςJ.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 248,8-11 (=PG 46,317Β). Ὅπ.π., 296,9-15 (=PG 46, 368C). Πρβλ. καί Ἐγκώμιον εἰς τὸν μέγαν Βασίλειον, O.Lendle, GNO, τ.10,1, 117,6-12. (=PG 46, 797D). Ὅπ.π., 122,24-123,2. (=PG 46, 805Α).
78 Βλ. Ἐπιστολὴ κανονικὴ, PG 45, 232D.
79 Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 61,14-18 (=PG 46, 529D-532Α).
80 Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 65Α: «καὶ τὸ τοῦ θυμοῦ σπέρμα οὐ πρὸς ἀνδρείαν ἐστόμωσεν». Βλ., ἐπίσης, Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 62,16 (=PG 44, 353C). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 55,3-7 (=PG 44, 796C), ὅπου ὁ Γρηγόριος χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο «καταθύμιον», διά τοῦ ὁποίου σημαίνεται τό εὑρισκόμενο «ἐν τῷ νῷ ἤ τοῖς στοχασμοῖς», τό σύμφωνο, δηλαδή, «πρὸς τὰς διαθέσεις τινὸς», τό «κατὰ τὴν καρδίαν του» (H. L i d e l l-R. S c o t t, Μέγα Λεξικόν τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης, 2 [1902], 620). Πρβλ. καί Περὶ τοῦ τί τὸ τοῦ Χριστιανοῦ ἐπάγγελμα, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 142,6-8 (=PG=46, 249C).
81Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 53Α. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 140,25-141,3 (=PG 46, 1137B).
82 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 56C: «ἅ μέρη μὲν αὐτῆς εἶναι διὰ τὸ προσπεφυκέναι νομίζεται, οὐ μὴν ἐκεῖνό εἰσιν, ὅπερ ἐστὶν ἡ ψυχὴ κατ’ οὐσίαν». Ὅπ.π., PG 46, 53ΑΒ.
83 Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 60Β: «τὸ δὲ διανοητικόν τε καὶ λογικὸν ἄμικτόν ἐστι ἰδιάζον, ἐπὶ ταύτης τῆς φύσεως ἐφ’ ἑαυτῇ θεωρούμενον».
84 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 60C.
85 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 5, P.Alexander, GNO, τ.5, 357,8-12 (=PG 44, 681D-684A). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 32,18-24 (=PG 44, 1149C). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 4, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 94,19-20 (=PG 44, 828Β).
86 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 45,17-19 (=PG 44, 1161C).
87 Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 108,12-13 (=PG 44, 397Β): «ἀσύντριπτος ἦν τὸ κατ’ ἀρχὰς καὶ ἀθάνατος ἡ ἀνθρωπίνη φύσις». Βλ., ἐπίσης, Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 81Β.
88 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 8, P.Alexander, GNO, τ.5, 427,15-17 (=PG 44, 741D).
89 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 161C.
90 Βλ., σχετικῶς, Π λ ά τ ω ν ο ς, Ἀλκιβιάδης [Sp], I. Burnet, SCBO, τ.2, 133b,7-10.
91 Βλ., σχετικῶς, Π λ ά τ ω ν ο ς, Ἀλκιβιάδης [Sp], I. Burnet, SCBO, τ.2, 133c,1-16. Βλ., ἐπίσης, Κ. Δ. Γ ε ω ρ γ ο ύ λ η, Ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, 186. Γ. Σ κ α λ τ σ ᾶ, «Ὁ ἄνθρωπος ὡς κάτοπτρον τῶν ἐσχάτων», Σύναξη 59 (1996), 46-47.
92 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες, V 1,6, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.3, 46-47.
93 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες, I 2,1, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.3, 1-6. Ὅπ.π., 6,6,17-21. Ὅπ.π., II 2,3,6-10. Ὅπ.π., V3,6,39-42.
94 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες I 2,4, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.1, 25-27. Ὅπ.π., 3,5,13-17. Ὅπ.π., Ι 6, 6, 16-18. Περί τοῦ φιλοσοφικοῦ ὑποβάθρου καί τῆς σχετικῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου, βλ., σχετικῶς, F. D i e k a m p, Die Gotteslehre, 85. J. D a n i é l o u, Platonisme, 212. M. L o t-B o r o d i n e, “La doctrine”, RHR 54 (1933), 52. E. von I v a- n k a, “Vom Platonismus”, Schol. 11 (1936), 192. Β. Τ α τ ά κ η, La Contribution, 261. Ἀ. Θ ε ο δ ώ ρ ο υ, Περὶ θεώσεως, 16. Σ. Π α π α δ ο π ο ύ λ ο υ, Πνεῦμα καί Λόγος, 212. Κ. Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, «Νηπτική θεώρηση», ΕΕΘΣΠΑ 33 (1998), 692. Μ. Φ α ρ ά- ν τ ο υ, «Ὀρθοδόξως», Θεολογία 70 (1999), 254.
95 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 32,18-19 (=PG 44, 441C).
96 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 41,14-15 (=PG 46, 509C): «ἐπὶ μὲν γὰρ τῆς ἐν τῷ κατόπτρῳ μορφῆς ἡ εἰκὼν πρὸς τὸ ἀρχέτυπον σχηματίζεται». Πρβλ. καί Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 6, J.F.Callahan, GNO τ.7,2, 143,24-27 (=PG 44, 1272 Β).
97 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 15, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 440,1-7 (=PG 44, 1093D). Στό ἐν λόγῳ χωρίο ἡ παρατιθέμενη στήν κριτική ἔκδοση μετοχή «ἐμφανέντος» ἀντικαθίσταται στήν ἔκδοση τοῦ J.-P.Migne μέ τήν μετοχή «ἐπιφανέντος». Πρβλ. καί Γ. Σ κ α λ τ σ ᾶ, «Ὁ ἄνθρωπος ὡς κάτοπτρον τῶν ἐσχάτων», Σύναξη 59 (1996), 49, ἀπό τόν ὁποῖο σημειώνεται ὅτι «ἡ βασική ἰδιότητα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης εἶναι ... νά εἶναι ἕνα ὅσο τό δυνατό κενό κάτοπτρο». Ὁ ἄνθρωπος, συνεπῶς, «θά πρέπη ὡς εἶδος τῆς ψυχῆς του νά ἀναλάβη τό θεῖον εἶδος», «νά ἀπεικονίζη» δηλαδή «τό ἀρχέτυπον τῆς θείας ὕπαρξης, καθώς ὁ ἴδιος δέν διαθέτει ἀρχετυπική ἤ πρωτοτυπική ὕπαρξη, προκειμένου νά ἀποκτήση σύσταση ὁ βίος του».
98 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 15, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 439,18-20 (=PG 44, 1093D). Περὶ παρθενίαςJ.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 296,5-9 (=PG 46, 368C).
99 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 104,27-29 (=PG 44, 529D-532Α). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 6, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 140,21-23 (=PG 44, 1268C). Ὅπ.π.,142,24-143,4 (=PG 44, 1269D).
100 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 3, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 90,10-12 (=PG 44, 824C).
101 Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 46,13-18 (=PG 44, 340ΑΒ). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 7, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 218,17-219,1 (=PG 44, 920C).
102 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 41,15-17 (=PG 46, 509C): «κατὰ γὰρ τὸ θεῖον κάλλος τὸ τῆς ψυχῆς εἶδος ἀπεικονίζεται».
103 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 41,17-19 (=PG 46, 509C): «οὐκοῦν ὅταν πρὸς τὸ ἀρχέτυπον ἑαυτῆς βλέπῃ ἡ ψυχή, τότε δι’ ἀκριβείας ἑαυτὴν καθορᾷ». Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 89C-92Α.
104 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 4, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 103,13-104,4 (=PG 44, 833ΑΒ). Ὅπ.π., Λόγος 5, 105,9-13 (=PG 44, 868C).
105 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 15, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 440,7 (=PG 44, 1096Α). Πρβλ. καί Γ. Σ κ α λ τ σ ᾶ, «Ὁ ἄνθρωπος ὡς κάτοπτρον τῶν ἐσχάτων», Σύναξη 59 (1996), 50-51.
106 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 161CD. Ὅπ.π., PG 44, 164Α.
107 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 15, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 447,15-448,2 (=PG 44, 1100D).
108 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 15, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 448,2-5 (=PG 44, 1100D-1101Α).
109 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 15, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 447,3-15 (=PG 44, 1100CD). Πρβλ. καί Ψαλμ. 16,8 καί 35,8, Δευτ. 32, 11, ὅπως ἐπίσης, Ματθ. 23, 37.
110 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 15, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 448,5-10 (=PG 44, 1101Α). Περί τῆς σχετικῆς μέ τό θέμα αὐτό διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου, βλ., ἐνδεικτικῶς, M. C a n é v e t, «Saint Grégoire de Nysse», Dsp 6 (1967), 979. H. C r o u- z e l, “L’ imitation”, JAC 21 (1978), 8.
111 Περί τῆς ἔννοιας τοῦ ὅρου «μετεωροπορεῖν» στό φιλοσοφικό ὑπόβαθρο τοῦ Γρηγορίου καί στήν θεολογική του διδασκαλία, βλ., ἐνδεικτικῶς, Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, «Μετεωροπορεῖν», Θεολογία 39 (1968), 425-427. 439. J. D a n i é l o u, Platonisme, 153-155. F. H. C h e r n i s s, «The platonisme of Gregory of Nyssa» , UCPCP 11 (1930), 45. W. V ö l k e r, Fortschritt und Vollendung, 181-188.
112 Βλ. Π λ ά τ ω ν ο ς, Φαῖδρος, I.Burnet, SCBO, τ.2, 246b,6-c,12,d,6-7. Ὅπ.π., 248b,7-c,2. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες, ΙV 8,2, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.2, 19-21. Ὅπ.π., 3,7,16-20.
113 Βλ. Φ ί λ ω ν ο ς, Περὶ ἄθλων καὶ ἐπιτιμίων καὶ ἀρῶν, R.Arnaldez-J.Pouilloux-C.Mondésert, OePhAl, τ.27, 100. Ἄξιο ἀναφορᾶς θεωρεῖται τό γεγονός τῆς χρησιμοποιήσεως ἀπό τόν Φίλωνα τῶν σχετικῶν μέ τό θέμα αὐτό ὅρων, ἀφ’ ἑνός μέν τοῦ «μετεωροπολεῖν» (Βλ., σχετικῶς, τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Νόμων ἱερῶν ἀλληγορίας τῶν μετὰ τήν ἑξαήμερον τὸ τρίτον, R.Arnaldez-J.Pouilloux-C.Mondésert, OePhAl, τ.2, 218. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Περὶ φυτουργίας Νῶε τό δεύτερον, R.Arnaldez-J.Pouilloux-C.Mondésert, OePhAl, τ.10, 90. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως λόγος πρῶτος, R.Arnaldez-J.Pouilloux-C.Mondésert, OePhAl, τ.22, 116-118), ἀφ’ ἑτέρου δέ τοῦ προερχόμενου ἀπό τήν πλατωνική ὁρολογία ὅρου «συμπεριπολεῖν» (Βλ., ἐνδεικτικῶς, Φ ί λ ω ν ο ς, Περὶ τῆς κατὰ Μωϋσέα κοσμοποιῒας, R.Arnaldez-J.Pouilloux-C.Mondésert, OePhAl, τ.1, 186. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Περὶ τῶν ἐν μέρει διαταγμάτων, R.Arnaldez-J.Pouilloux-C.Mondésert, OePhAl, τ.24, 32. Ὅπ.π., τ.25, 100) καί τῶν παραγώγων αὐτῶν.
114 Περί τῆς ὑπό ὁρισμένων ἐρευνητῶν θεωρήσεως τοῦ ὅρου «μετεωροπορεῖν» ὡς νεολογισμοῦ τοῦ Γρηγορίου Νύσσης βλ., σχετικῶς, J. D a n i é l o u, Platonisme, 151, ὑποσ. 1. L. M é r i d i e r, L’ influence, 94.
115 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 52,13-18 (=PG 44, 465D).
116 Βλ. Περὶ παρθενίαςJ.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 277,7-11 (=PG 46, 348Β). Ὅπ.π., 330,20-331,3 (=PG 46, 404Α).
117 Βλ. Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 213,20-23 (=PG 46, 285C).
118 Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 112,16,21 (=PG 44, 401Α).
119 Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, Η. Musurillo, GNO, τ.7,1, 99,3-9 (=PG 44, 388D-389A).
120 Βλ. Περὶ παρθενίας, J. P. Cavarnos, GNO, τ.8, 309, 10-11 (=PG 46, 381A): «εἰ γὰρ ἰσάγγελος ἡ ζωή ἡ μετὰ τὴν ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου τοῖς δικαίοις ἐπήγγελται...». Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 62,20-21 (=PG 46, 532C). Ὅπ.π., 51,16-18 (=PG 46, 520D). Περὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, PG 46, 637Β.