ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΟΝΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ ΘΕΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΕΙΣΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΣΗ ΙΔΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΑΥΤΩΝ ΠΡΟΠΤΩΤΙΚΩΣ

1. Ἡ συμφυής πρός τήν ἀνθρώπινη φύση λειτουργία τῆς «τροπῆς» καί «ἀλλοιώσεως».

Τό ἐκ νοητῆς οὐσίας καί αἰσθητῆς φύσεως «ἀνθρώπινον» μῖγμα, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τήν ὑψηλότερη βαθμίδα στήν κλίμακα τῆς ὑπό τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ δημιουργηθείσης κτιστῆς φύσεως καί τό ὁποῖο πλάσθηκε κατ’ εἰκόνα τοῦ «τεχνιτεύοντος» τήν κτίση Τριαδικοῦ Θεοῦ1, διακρίνεται στήν διατυπωμένη περί τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου ἐκ τοῦ στοιχείου τῆς «τροπῆς», διά τοῦ ὁποίου ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν πρώτη ζωή αὐτῆς διατελοῦσε ἐπιρρεπής στή ἀλλοιωτική ἐνέργεια, καί ὡς ἐκ τούτου χαρακτηρίζεται ἀπό μία διαρκῆ κινητικότητα2. Ἡ ὕπαρξη, βεβαίως, ὅλης τῆς ἔλλογης κτιστῆς πραγματικότητας, ὁρατῆς καί ἀόρατης, κατά τρόπον ὥστε νά διακρίνεται γιά τήν ἀλλοιωτική καί τρεπτική της δραστηριότητα ἀποδίδεται ἀπό τόν Γρηγόριο στό γεγονός τῆς ὀντολογικῆς ἐξαρτήσεώς της ἀπό τήν ἄκτιστη θεία φύση, στήν ὁποία ὀφείλει καί ἀνάγει τήν αἰτία τῆς δημιουργίας της. Προσδιορίζεται, ὡς ἐκ τούτου, ἰδιωματικῶς ἀπό τήν ἱκανότητα κινήσεως, διά τῆς ἐνέργειας τῆς ἐκδηλώσεως τῆς ὁρμῆς τῆς διαθέσεώς της εἴτε πρός τήν ὑπάρχουσα ὡς αὐτοζωή Τριαδική θεότητα, εἴτε πρός τό νοούμενο καί κατανοούμενο ὡς στέρηση τοῦ ἀγαθοῦ, καί ὡς ὀντολογικῶς ἀνύπαρκτο, κακό3.
Ἡ ἰδιότητα τῆς ἐκφραζόμενης διά τῆς τροπῆς καί τῆς ἀλλοιώσεως κινητικῆς καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου, πού φέρει ψυχή καί σῶμα καί ὑπόκειται «εἰς γένεσιν» καί «φθοράν», χαρακτηρίζει, ὡς γνωστόν, τόσο τήν ἀριστοτελική σκέψη4 ὅσο καί τήν πλατωνική φιλοσοφική διανόηση, κατά τήν ὁποία, μάλιστα, τό «ἀεικίνητον» καί τό «αὐτὸ κινοῦν» τῆς ψυχῆς δηλώνει τό ἰδίωμα τῆς ἀθανασίας αὐτῆς5. Ἡ χαρακτηρίζουσα, ἐξ ἄλλου, τό πλατωνικό σύστημα ἀέναη πορεία τῆς ψυχῆς, ἡ ἐμφαινόμενη διά τῆς ἐντάξεώς της σέ ἕναν κύκλο διαδοχικῶν «γενέσεων»6, καθίσταται δηλωτική τῆς πεποιθήσεως περί τῆς ἐκ φύσεως προσαρμοσμένης στήν ψυχή κινητικῆς δραστηριότητας, ἡ ὁποία ἀπαντᾶ στό ἐν λόγῳ σύστημα.
Στήν θεολογική, ὅμως, ἀντίληψη τοῦ Γρηγορίου περί τῆς ἔννοιας τῆς τροπῆς καί τῆς ἀλλοιώσεως κυρίαρχο στοιχεῖο ἀναδεικνύεται ὁ προσδιορισμός τῆς μεταβλητότητας ὡς χαρακτηριστικοῦ σύμφυτου μέ τήν κτιστή ἀνθρώπινη φύση, στήν ὁποία ἡ τελευταία καθίσταται πρόσφορη7, ἀφοῦ καί ἡ ὕπαρξη τῆς κτιστῆς φύσεως ἄρχισε κατ' οὐσίαν μέ μίαν «ἀλλοίωσιν» σέ αὐτήν μέ τήν διά τῆς πανσθενουργοῦ δυνάμεως τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μετάβασή της ἀπό τό «μὴ εἶναι» στό «εἶναι»8.
Τό ἰδίωμα τῆς «τροπῆς» διασαφηνίζεται ἐπίσης ὡς δυνατότητα ἀπεργαζόμενη τήν μεταβολή τῆς ἀνθρώπινης φύσεως πρός τό «κρεῖττον» διά συνεχοῦς αὐξήσεως9. ἐκλαμβάνεται, δηλαδή, ὡς σύμφυτη καί συνυφιστάμενη ἱκανότητα πρός μεταποίηση «ἐπί τό θειότερον» τῆς ἀνθρωπότητας, πού δημιουργήθηκε μέ σκοπό τήν μετουσία τῶν θείων ἀγαθῶν καί κατά τήν πρώτη ζωή διαβιοῦσε μέ τήν μακαριότητα τῆς μετουσίας αὐτῆς10. Ἐπειδή δέ ἡ θεία ἀγαθότητα τυγχάνει ἄπειρη11, ἡ δι' αὐτῆς τῆς μετοχῆς ἐπαύξηση τοῦ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλασθέντος ἀνθρώπου καί ἡ συμμετάθεσή του πρός τήν μετεχόμενη θεότητα καθίσταται διηνεκής διά τῆς ἰδιότητας τῆς τροπῆς12.
Ἡ θεώρηση ὑπό τοῦ ἱεροῦ πατρός τοῦ ἰδιώματος τῆς «τροπῆς» ὡς δυνατότητας μεταβάσεως μιᾶς ὀντικῆς ὑπάρξεως ἀπό μία ἐκ φύσεως προσαρμοσμένη σέ αὐτήν κατάσταση σέ ἄλλη, κατά τήν ὁποία ἡ ὕπαρξη αὐτή «οὐκ ἔστι»13, συνιστᾶ τό σημεῖο τῆς «ἑτερότητος»14, τό ὁποῖο καθιστᾶ σαφῆ τήν διάκριση μεταξύ τῆς κτιστῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ἡ ὁποία μεταβάλλεται πάντοτε διά τῆς «τροπῆς», καί τῆς ἄτρεπτης φύσεως τῆς ἄκτιστης Τριαδικῆς θεότητας15, ἡ ὁποία, ἐπειδή ὑπάρχει «ἀνεπίδεκτος» μεταβολῆς καί ἀλλοιώσεως16, παραμένει κατά τρόπον πάγιο καί ἀκίνητο17 ἀμετάθετη ὡς πρός τό ἀγαθό18.
Στό πλαίσιο τῆς ἐπιχειρούμενης ἀπό τόν Γρηγόριο διασαφηνίσεως τῆς ὀντολογικῆς διαφορᾶς, πού ὑπάρχει μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, ἐντάσσεται ἡ προσδιοριστική θεώρηση τῆς θείας φύσεως ὡς ἄτρεπτης καί ἀναλλοίωτης, ἡ ὁποία ἐρείδεται στό χαρακτηρίζον τήν θεότητα ἰδίωμα τῆς ἀίδιας ὑπάρξεώς της κατά τρόπον ἁπλό καί «μονοειδῆ»19, ἐκτός παντός εἴδους μείξεως καί συνδρομῆς ποιοτήτων20. Τό χαρακτηριστικό, συνεπῶς, γνώρισμα τῆς τρισυπόστατης θεότητας νά μήν ἐπιδέχεται μεταβολή ὡς πρός τήν φύσει ὑπάρχουσα ἀγαθότητά της τό διαθέτει ὄχι ὡς στοιχεῖο «ἐπίκτητον» ἤ «κατά μετοχήν»21 ἀποκτηθέν διά τῆς κινήσεως τῆς προαιρέσεως, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τήν «τρεπτικήν» φύση22, ἀλλά ὡς «κατά φύσιν» ἰδίωμα αὐτῆς, τό ὁποῖο κατέχει «ἀεί ὡσαύτως»23 καί ὡς πηγή τῆς ἀγαθότητας παρέχει αὐτήν στόν ἄνθρωπο, πού μετέχει ἔτσι αὐτῆς.
Ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης ἐπισημαίνεται βεβαίως ἡ κίνηση ἐκείνη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία, χωρίς φυσικά νά ἔχει τήν ἔννοια τῆς «ἀλλοιώσεως» καί τῆς «τροπῆς», πού χαρακτηρίζει τήν κτιστή πραγματικότητα, ἀφ’ ἑνός μέν ἀφορᾶ τήν κατά τόν ἀνερμήνευτο τρόπο τῆς ἀίδιας ὑπάρξεως τῶν ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί κατά τίς ἀίδιες σχέσεις τους ὑποστατική διάκριση αὐτῶν24, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἀναφέρεται στήν ἐκδήλωση τοῦ ἐνεργοῦντος τήν δημιουργία τῆς κτιστῆς φύσεως ἀίδιου θείου θελήματος, ἀφοῦ ἡ ἐνεργός ποιητική δύναμη τῆς Τριαδικῆς θεότητας, πού συνιστᾶ τήν ὑπαρκτική αἰτία τῶν πάντων, ἀποκαλύπτει τήν ἀίδια ἐνδοτριαδική κίνηση τῶν θεαρχικῶν ὑποστάσεων25, καθώς καί τήν ἀίδια βούληση αὐτῶν26.










1 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 22,3-10 (=PG 45, 25CD).
2 Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 46,2-4 (=PG 44, 457D): « ἐν τροπῇ δὲ καὶ ἀλλοιώσει τὸ ἀνθρώπινον κείμενον, μηδέποτε ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ μένειν». Ὅπ.π., 79,12-14. (=PG 44, 500Β). Περί τῆς σχετικῆς μέ τήν ἔννοια τῆς «κινήσεως» διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου, βλ., ἐνδεικτικῶς, H. U. von B a l t h a s a r, Présence et pensée, 81. M. C a n é- v e t, «Saint Grégoire de Nysse», DSp6 (1967), 985. J. D a n i é l o u, L’être, 98. 102. 113. A. S p i r a, “Stabilität und Instabilität”, ZRGG 36 (1984), 142. Σ. Π α π α δ ο π o ύ λ ο υ, «Γρηγόριος Νύσσης», ΕΕΘΣΠΑ 26 (1984), 207. Β. Φ ε ι δ ᾶ, «Γρηγόριος Νύσσης», ΕΠΛΜ 19 (1985), 249. Μ. Κ α ρ ά μ π ε λ ι α, «Ἡ ἔννοια τῆς δημιουργίας στό Γρηγόριο Νύσσης», Γρηγόριος Παλαμᾶς 75 (1992), 834-835. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η Ἰ., «Ψυχολογική θεώρηση», 401.
3 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 184C. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ,1, 106,23-107,1 (=PG 45, 333D). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 93Β.
4 Βλ. Ἀ ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς, Περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς, I. Bekkeri-O. Gigon, Aristotelis Opera, τ.1, 315b,24-316a,3. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Περὶ ψυχῆς, W. D. Ross, SCBO, 403b,25-27 καί 406a,12-14,21-22. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Μετὰ τὰ φυσικὰ, W.Jaeger, SCBO, 984a,31-b,1 καί 1069b,3-12. Πρβλ. καί Κ. Δ. Γ ε ω ρ γ ο ύ λ η, Ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, 288.
5 Βλ. Π λ ά τ ω ν ο ς, Φαῖδρος, I.Burnet, SCBO, τ.2, 245c,5-8. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Παρμενίδης, I.Burnet, SCBO, τ.2, 138b,8-9.
6 Βλ. Π λ ά τ ω ν ο ς, Φαῖδρος, I.Burnet, SCBO, τ.2, 248c,5-e3. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Φαίδων, I.Burnet, SCBO, τ.1, 75b,4-6 καί e,2-6. Πρβλ., σχετικῶς, καί Κ. Γ. Ν ι ά ρ χ ο υ, Εἰσαγωγικά μαθήματα στή φιλοσοφία, 208. Γ. Δ. Μ α ρ τ ζ έ λ ο υ, Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός προβληματισμός Β΄, 56-58.
7 Βλ. Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 213,3-4 (=PG 46, 285A).
8Βλ.Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 24,4-6 (=PG 45, 28D). Ὅπ.π., 35,18-20 (=PG 45, 40Α). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 6, W.Jaeger, GNO, τ.2, 214,4-6 (=PG 45, 800Α). Βλ., ἐπίσης, Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Κατὰ Μανιχαίων, B. Kotter, SJD, τ.4, 370,41-45 (=PG 94, 1537Β). Πρβλ. καί Ν. Ἰ. Ν ι κ ο λ α ΐ δ η, Θέματα πατερικῆς Θεολογίας, 237. Γ. Σ κ α λ τ σ ᾶ, «Ὁ ἄνθρωπος ὡς κάτοπτρον τῶν ἐσχάτων», Σύναξη 59 (1996), 50.
9 Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 213,3-4 (=PG 46, 285C): «τὸ κάλλιστον τῆς τροπῆς ἔργον, ἡ ἐν τοῖς ἀγαθοῖς ἐστιν αὔξησις, πάντοτε τῆς πρὸς τὸ κρεῖττον ἀλλοιώσεως ἐπὶ τὸ θειότερον μεταποιούσης τὸν καλῶς ἀλλοιούμενον». Ὅπ.π., 213,24-214,4 (=PG 46, 285C). Βλ, ἐπίσης, J. D a n i é l o u, L’ être, 107-109. Κ. Ν. Β α τ σ ι κ ο ύ ρ α, Ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου, 104, ὅπου ἀποδίδεται στόν Γρηγόριο ἡ κατάφαση μιᾶς ἀναδημιουργικῆς δραστηριότητας, ὑπό τήν ἔννοια τῆς «συνεχοῦς δημιουργίας ὅλων τῶν πνευματικῶν - νοητῶν δημιουργημάτων, ἀγγέλων καί ἀνθρώπων, λόγῳ τοῦ νόμου τῆς “ἀλλοιώσεως”, ἡ ὁποία ὑποδηλώνει ὄχι μόνο εἴσοδο στό εἶναι, ἀλλά καί “αὔξησιν” στό εἶναι». Ἡ ἑρμηνευτική αὐτή προσέγγιση τῆς περί ἀλλοιώσεως σκέψεως τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης ὑπό τό πρίσμα τῆς «ἀναδημιουργίας» τῶν νοητῶν ὄντων στηρίζεται στήν δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νά κατέχει «ἐπί μετουσίᾳ» τά ἀγαθά τοῦ ὄντως ὄντος καί «τῇ δυνάμει» αὐτοῦ νά παραμένει σέ ὕπαρξη (Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 5, P.Alexander, GNO, τ.5, 406,3-17 [=PG 44, 724D-725Α]. Πρὸς τόν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W.Jaeger, GNO, τ.1, 396,16-20 [=PG 45,1105C]). Σχετικῶς μέ τό συμπέρασμα γιά τήν ἀναδημιουργία, ὡς ἀμέσως σχετιζόμενο μέ τό ἐνδεχόμενο τοῦ περιβάλλοντος τήν κτίση θανάτου, βλ. P. M. G r e g o r i o s, Cosmic Man, 84. T. P. V e r g h e s e, Διάστημα and Διάστασις, 250.
10 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 19,15-19 (=PG 45, 24C). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 6, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 174,5-11 (=PG 44, 885D).
11 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 2, P.Alexander, GNO, τ.5, 313,8-10 (=PG 44, 648D).
12 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 8, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 246,1-5 (=PG 44, 941Α). Ὅπ.π., 252,11-15 (=PG 44, 945C). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 35,20-23 (=PG 45, 40Β). Πρβλ. Μ α ξ ί μ ο υ Ὁ μ ο λ ο γ η τ ο ῦ, Κεφάλαια περὶ ἀγάπης, A. Ceresa-Gastaldo, MCCSC, τ.3, 154 (=PG 90, 1024ΒC). Στό ἀπόσπασμα αὐτό ὁ ἱερός πατήρ ἐπισημαίνει ὅτι μοναδικός στόχος τῆς κινητικῆς δραστηριότητας τῶν κτιστῶν ἐλλόγων ὄντων εἶναι νά καταστοῦν «κατὰ μετουσίαν» «ἅπερ ἐστὶν αὐτὸς(=ὁ Θεός) κατ’ οὐσίαν». Βλ., ἐπίσης, E. von I v a n k a, Plato Christianus, 111. Κ. Δ. Μ α ν τ ζ α ν ά ρ η, «Ἡ διαλογική συνάντηση», Θεολογία, 76(2005), 553. Ν. Ἰ. Ν ι κ ο λ α ΐ δ η, Θέματα πατερικῆς Θεολογίας, 238. Ἀ. Γ. Μ α ρ ᾶ, Ἡ ἐσχατολογία, 171-172.
13 Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 52,25-26 (=PG 44, 468Α): «τοῦτο γάρ ἐστιν ἡ τροπὴ, ἡ ἀπὸ τοῦ ἐν ᾧ ἔστιν εἰς τὸ ἐν ᾧ οὐκ ἔστι μετάβασις».
14 Λόγος Κατηχητικὸς, E. Mühlenberg, GNO, τ.3,4 55,17-20 (=PG 45, 57D-60A). Ὅπ.π., 99,5-9 (=PG 45, 100A).
15 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 35,16-18 (=PG 45, 40Α). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 6, W.Jaeger, GNO, τ.2, 213,17-21 (=PG 45, 797D). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 52,23-25 (=PG 44, 468Α). Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 184C.
16 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 23,13-21 (=PG 45, 28C). Πρὸς τοὺς Ἕλληνας ἀπὸ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, F.Mueller, GNO, τ,3,1, 24,22-26 (=PG 45, 180B). Τό ἰδίωμα, βεβαίως, αὐτό τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν ἀκίνητη θεία οὐσία τῆς φιλοσοφικῆς διανοήσεως, κατά τήν ὁποία, ἐπειδή ἡ κινητική δραστηριότητα καθίσταται διακριτικό σημεῖο τῶν ἐν δυνάμει ὑπαρχόντων ὄντων, ἡ πρώτη ὀντολογική ἀρχή οὐδέποτε εὑρίσκεται σέ κατάσταση κινήσεως. Ὁ Θεός, συνεπῶς, ὡς καθαρό εἶδος, πού ὑπάρχει αἰωνίως στήν κατάσταση τῆς ἐνέργειας, εἶναι ἡ πρώτη ἀκίνητη ἀρχή κάθε κινήσεως (Βλ., ἐνδεικτικῶς, Ἀ ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς, Ἠθικὰ Νικομάχεια, W. Jaeger, SCBO, 1134b,25-26. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Περὶ γενέσεως καί φθορᾶς,I. Bekkeri-O. Gigon, Aristotelis Opera, τ.1, 324a,30-31, b,10-14). Στήν τρισυπόστατη θεότητα ἡ ἀιδίως ὑπάρχουσα κίνηση διακρίνεται ἀφ’ ἑνός μέν ἀπό τό ὅτι δέν περιορίζεται ἀπό κανενός εἴδους ὅρια, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἀπό τίς ἀίδιες ἐνδοτριαδικές ὑπαρκτικές σχέσεις καί ἀπό τήν ἀίδια κοινωνία τῶν θείων ὑποστάσεων. Βλ. Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Θ ε ο λ ό γ ο υ, Περὶ Υἱοῦ, Λόγος 29, P. Gallay, SC, τ.250, 180,13-14 (=PG 36, 76Β): «μονὰς ἀπ’ ἀρχῆς, εἰς δυάδα κινηθεῖσα, μέχρι τριάδος ἔστη». Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ θεολογική ἄποψη τοῦ Ἰωσήφ Βρυεννίου, ὁ ὁποῖος, κατά τήν ἑρμηνεία τοῦ ὡς ἄνω ἐκτεθέντος χωρίου τοῦ Γρηγορίου Θεολόγου ἐπισημαίνει ὅτι ἡ κίνηση αὐτή τῆς Πατρικῆς ὑποστάσεως πρός γέννηση μέν τοῦ Υἱοῦ, προβολή δέ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «ὑπερβαίνει καὶ διαφεύγει» τούς νόμους τῆς κτιστῆς φυσικῆς πραγματικότητας καί «τρισσεύεται, χωρίς προηγουμένως νά εἶναι ἀναγκαῖο νά δυασθεῖ» (Βλ., σχετικῶς, Ν. Χ. Ἰ ω α ν ν ί δ η, Ὁ Ἰωσήφ Βρυέννιος, 150). Ἄξια ἀναφορᾶς θεωρεῖται ἐπίσης ἡ ἀφορῶσα στό ἀναφερθέν χωρίο ἑρμηνευτική προσέγγιση τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὁ ὁποῖος τονίζει ὅτι ἡ κίνηση αὐτή τῆς «ὑπεραπείρου θεότητος ἡμῶν» εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπό κάθε ἔννοια «πάθους» (Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, PG 94, 1036C). Πρβλ. Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Κατὰ Μανιχαίων, B. Kotter, SJD, τ.4, 378,1-2 (=PG 94, 1549C), ὅπου τό κακό ταυτίζεται μέ τήν «ἀκινησίαν». Περί τῆς θεωρήσεως τοῦ Πατρός ὡς τῆς «ἀνάρχου ἀρχῆς» τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, προκειμένου νά κατανοηθεῖ ὀρθῶς ἡ ὑποδεικνυόμενη μέ τίς «ἀίδιες ἐνδοτριαδικές σχέσεις καί “προόδους”» ἀίδια κίνηση στήν Τριαδική θεότητα, βλ. Κ. Ἠ. Λ ι ά κ ο υ ρ α, Τό μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος, 29-33.
17 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 45,27-46,2 (=PG 44, 457D).
18 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 34,12-14 (=PG 46, 504B). Εἰς τὸ «τότε καί αὐτὸς ὁ Υἱὸς», J.K.Downing, GNO, τ.3,2, 7,7-14 (=PG 44, 1308A).
19 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 5, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 158,8-12 (=PG 44, 873D-876Α). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 8, P.Alexander, GNO, τ.5, 421,20-422,2 (=PG 44, 737B). Πρβλ. καί Κατὰ Μακεδονιανῶν τῶν Πνευματομάχων, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 92,16-25 (=PG 45, 1305D). Πρὸς τόν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 364,32-365,3 (=PG 45, 1069B).
20 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 94,17-22 (=PG 45, 321ΑΒ).
21 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 107,4-10 (=PG 45, 336Α).
22 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 5, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 158.1-3 (=PG 44, 873D). Στήν κριτική αὐτήν ἔκδοση ὁ ὅρος «τρεπτικὴ» ἀντικαθίσταται μέ τόν ἀνάλογο αὐτοῦ «τρεπτὴ». Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγος, τόμος 1, W. Jaeger, GNO, τ.2, 46,4-6 (=PG 45, 609Β).
23 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγος, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 213,1-3 (=PG 45, 797C). Πρβλ. καί Ἀ. Γ. Μ α ρ ᾶ, Ἡ ἐσχατολογία, 237.
24 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγος, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 193,6-23 (=PG 45, 776CD). Πρβλ. καί Γ. Δ. Μ α ρ τ ζ έ λ ο υ, Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός προβληματισμός Β΄, 59-63.
25 Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 87,27-88,1 (=PG 45, 313D): «ἀλλ’ ὁ τὴν ἐνέργειαν εἰπὼν τὸ κατ’ αὐτὴν κινούμενον τῷ λόγῳ συμπεριέλαβε».
26 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγος, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 191,16-24 (=PG 45, 773D). Πρὸς τόν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 288,14-23 (=PG 45, 981D-984Α). Bλ., ἐπίσης, Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία, τ.3, 94-95, ἀπό τόν ὁποῖο ἐπισημαίνεται ὅτι κάνοντας λόγο ἡ πατερική θεολογική διδασκαλία γιά τήν βούληση τοῦ Θεοῦ διευκρινίζει καί ἀποσαφηνίζει ὅτι αὐτός, χωρίς νά ὑπόκειται σέ καμία ἀναγκαιότητα, «πάντα εἰδὼς ἁπλῶς οὐ βουλεύεται», ἀλλά «βούλεται» (Ἰ ω ά ν- ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 91,89-94 [=PG 94, 945CD]. Ὅπ.π., 16,13-14 [=PG 94, 805Α]). Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Δογματική καί συμβολική θεολογία, τ.2, 96. Γίνεται σαφές ὅτι κατά τήν ἐκτιθέμενη σχετική διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ πατρός ἀναδεικνύεται ἡ θεολογική ἄποψη ὅτι ἡ προαιώνια βούληση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ὑφίσταται «συνημμένως» καί «ἀδιαστάτως» πρός τίς θεῖες ἐνέργειες, κατά τρόπον ὥστε τό μέν θεῖο θέλημα νά «φανεροῦται τῇ δυνάμει τῶν ἐνεργουμένων», ἡ δέ «ἐνεργητικὴ» θεία δύναμη νά τελειοποιεῖται «ἐν τῷ σοφῷ θελήματι» τοῦ Θεοῦ (Βλ., ἐνδεικτικῶς, Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς Ἑξαημέρου, PG 44, 69ΒC. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 124Β).