4. Ἡ συμφυής μέ τήν κατασκευή τῆς κτιστῆς φύσεως καί τοῦ ἀνθρώπου ἔννοια τοῦ χρόνου.

Παραλλήλως πρός τήν ἀνάπτυξη ἀπό τόν Γρηγόριο τῆς διδασκαλίας του περί τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ἐκτίθενται ἀπό τόν ἴδιο οἱ ἑρμηνευτικές του ἀπόψεις περί τῆς ἔννοιας τοῦ χρόνου, ὁ ὁποῖος ἀφ’ ἑνός μέν συναρτᾶται κατά τρόπον ἄμεσο μέ τό γεγονός τῆς ὑπό τοῦ Θεοῦ πλάσεως τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀφ’ ἑτέρου δέ συνιστᾶ σημεῖο χαρακτηρίζον τήν κτιστή φύση καί ἀντιδιαστέλλον αὐτήν ἀπό τήν ἄκτιστη φύση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἔννοια τῆς ἀείροης κινήσεως τοῦ περιβάλλοντος καί διέποντος τήν κτιστή δημιουργία χρόνου ἔχει ἀπασχολήσει ὡς ἐκ τῆς φύσεώς της τήν φιλοσοφική σκέψη, ἀπό τήν ὁποία ἐντοπίζεται ἀφ’ ἑνός μέν ἡ ἄμεση σύνδεση αὐτοῦ μέ τήν ἔννοια τῆς μεταβλητότητας, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἡ ἀντιδιαστολή τοῦ ἐν λόγῳ μεγέθους ἀπό τήν «ἀκινήτως» καί «ἀεὶ κατὰ ταὐτὰ» θεωρούμενη αἰωνιότητα, τῆς ὁποίας ἡ φύση τοῦ χρόνου τυγχάνει «αἰώνιος εἰκὼν». Κατά τήν πλατωνική αὐτή θεώρηση τοῦ χρόνου προσδίδεται σέ αὐτόν δραστηριότητα κινητική, ἡ ὁποία, κατ’ εἰκόνα τῆς κινήσεως τῶν οὐρανίων σωμάτων, εἶναι κυκλική καί χαρακτηρίζεται τόσο ἀπό τήν ἐπανάληψη ὅσο καί ἀπό τήν διάρκεια εἰς τό διηνεκές1. Ὁ Ἀριστοτέλης, ὡσαύτως, διεξερχόμενος ἑρμηνευτικῶς τήν κατηγορία τοῦ χρόνου, παρουσιάζει αὐτόν ὡς μέγεθος κυκλικό, ἄρα πεπερασμένο καί ἐμφανίζον κίνηση διαρκῆ, αἰτία τῆς ὁποίας ἐκλαμβάνεται ἀπό τόν Σταγειρίτη φιλόσοφο ἡ πρώτη πηγή καθαρῆς ἐνέργειας, πού προκαλεῖ τήν ὑφιστάμενη ἐντός τοῦ κόσμου κίνηση, ἐνῶ ἡ ἴδια χαρακτηρίζεται ἀπό ἀκινησία2. Κατά τήν νεοπλατωνική, ἐξ ἄλλου, θεώρηση τοῦ χρόνου ἡ ἐν προκειμένῳ διάσταση ἑρμηνεύεται ὡς μέγεθος πού ἦλθε σέ ὕπαρξη ἐκ τῆς παγκοσμίου ψυχῆς, κατά τρόπον ὥστε νά ἐκλαμβάνεται ὡς βαθμιαία προεκβολή τῆς ζωῆς, ἀφοῦ ὡς μέγεθος πρόκειται νά περιέλθει σέ ἀνυπαρξία κατά τήν ἐπιστροφή τῶν κοσμικῶν ὄντων «εἰς τὸ ἕν»3.
Ἡ σχετική μέ τήν ἔννοια τοῦ χρόνου ἑρμηνευτική ἄποψη τοῦ ἱεροῦ πατρός συσχετίζεται μέ τήν συλλογιστική θέση του περί τοῦ πληρωματικοῦ πρώτου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος, καθ’ ὅμοιον τρόπο μέ τήν ἐκ τῆς δημιουργίας κατέχουσα τήν τελειότητα κτιστή φύση τῶν ὄντων, πλάσθηκε ὄχι μέ τήν δυνατότητα προαγωγῆς στήν τελειότητα ἀλλά ἐξ ἀρχῆς τέλειος κατά τήν φύση του καί φέρων ἐντός αὐτοῦ συναπαρτισμένη καί κατά τρόπον ἀδιάστατο τήν χρονική ἔκταση μεταξύ τῆς ἀρχῆς καί τοῦ πέρατος4. Ἡ ὕπαρξη, ἑπομένως, στόν πληρωματικό πρῶτο ἄνθρωπο κινήσεως καί ζωῆς δέν συνεπαγόταν μεταβολή πού ὑπεδείκνυε τό καθοριζόμενο ἐντός χρονικῶν ὁρίων διάστημα, τό ὁποῖο ἐπίσης δέν ὑφίστατο ἐντός τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, ἐφόσον καί τά ἐναρμονισμένα μέ τήν νοερά φύση ὑλικά ὄντα μετεῖχαν τῆς νοερᾶς καί ἀσώματης «διαγωγῆς»5 πρός δοξολογία τοῦ πλάσαντος αὐτά Θεοῦ6.
Ἡ ὕπαρξη τοῦ χρόνου στήν κτίση ἀνάγει τήν αἰτία της στήν ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ πρόγνωση τῆς ἀπώλειας τῆς ἑνότητας μέ τήν ὁποία εἶχε δημιουργηθεῖ ἐξ ἀρχῆς ἡ ἀνθρώπινη φύση, τῆς ὁποίας ἄμεση συνέπεια ἀναδείχθηκε ἡ χαρακτηριζόμενη ἀπό τόν διαχωρισμό τῶν φύλων ἀναπροσαρμογή τῶν λειτουργιῶν τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ἑρμηνευτικῶς ὡς μία δεύτερη δημιουργική ἐνέργεια ἐκ μέρους τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ7. Σέ συνάρτηση, λοιπόν, μέ τό γεγονός τῆς ἐκπτώσεως τῆς ἀνθρωπότητας ἀπό τήν κατάσταση κατά τήν ὁποία κατεῖχε τό «ἀκρότατον» καί «τελειότατον» ἀγαθό τῆς ὁμοιώσεως πρός τόν Θεό8 ἔλαβε χώρα κατά τόν Γρηγόριο ἡ εἴσοδος στήν κτίση9 τοῦ «συμμέτρου» πρός τόν διακεκριμένο σέ φύλα ἄνθρωπο κυκλικοῦ χρόνου, ὡς ἐμφαίνοντος τό στοιχεῖο τῆς μεταβλητότητας, τό ὁποῖο ἔκτοτε καθίσταται γνώρισμα χαρακτηρίζον τό σύνολο τῆς κτίσεως10. Ἡ εἴσοδος, συνεπῶς, τοῦ χρόνου στήν κτιστή φύση συνιστᾶ μέν μία κατάσταση ἐμφαίνουσα τήν ἀλλοτρίωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν αὐθεντικότητα, πού χαρακτήριζε τήν προσήκουσα σέ αὐτόν καί «κατὰ φύσιν ζωήν», τήν «πρὸς τὴν θείαν φύσιν ὁμοιωμένην»11, ἀποτελεῖ δέ τό πλαίσιο, ἐντός τοῦ ὁποίου ὁ μεταπτωτικός ἄνθρωπος πραγματοποιεῖ τόν ἐπίπονο ἀγώνα τῆς ἀρετῆς12. Ὁ χρόνος, ἔτσι, ἀποκτᾶ μία νέα καί σωτηριώδη ἀξία, ἐφόσον ἐντός αὐτοῦ ὁ ἄνθρωπος, διά τῆς ἐπαναποκτήσεως τῆς κοινωνίας του μέ τόν ἀιδίως ὑπάρχοντα Τριαδικό Θεό, καθίσταται ἀπελεύθερος ἀπό τήν παροδικότητα καί μεταβαίνει ἀπό τό παρόν κοσμικό διάστημα τοῦ χρόνου στόν μετά τήν κοινή ἀνάσταση μέλλοντα καιρό, τόν διακρινόμενο ἀπό τά χαρακτηριστικά τοῦ ἀπαρασαλεύτου, τοῦ ἀμεταβλήτου καί τοῦ ἀναλλοιώτου13.
Ἡ σύνδεση τῆς ἔννοιας τοῦ χρόνου μέ τό στοιχεῖο τῆς μεταβολῆς ἐμφαίνεται διά τοῦ ἀποδιδόμενου σέ αὐτόν ἐπιθετικοῦ προσδιορισμοῦ τοῦ «ῥοώδους»14, διά τοῦ ὁποίου ἀποδίδεται σχηματικῶς ἡ περιπέτεια στήν ὁποία εἰσῆλθε ὁ ἄνθρωπος ἐξ αἰτίας τοῦ διαμερισμοῦ τῆς κατά τήν ἀρχή δημιουργηθείσης ὁλικῆς φύσεως αὐτοῦ15. Ὡς ἐκ τούτου, οἱ θεμελιώδεις κοσμολογικές ἔννοιες τοῦ χρόνου καί τῆς μεταβλητότητας, ἐκλαμβανόμενες ὡς ἀπορρέουσες ἐκ τοῦ διακριτικοῦ γνωρίσματος τῆς ἐκ τοῦ μή ὄντος δημιουργίας τῆς κτιστῆς φύσεως, θεωροῦνται κατ’ ἄρρηκτον τρόπο συνδεδεμένες μεταξύ τους, ἀφοῦ ὁ χρόνος, ἐπειδή συνίσταται στήν μετάβαση ἀπό μία προηγούμενη κατάσταση σέ μία ἑπόμενη, συνυφίσταται μέ τήν ἔννοια τῆς διαδοχικῆς κινήσεως καί μεταβολῆς16.
Ἡ ἀριθμητική, ἑπομένως, διά τῆς διαδικασίας τῆς φυσικῆς γεννήσεως αὔξηση τῆς ἀνθρωπότητας λαμβάνει χώρα κατά τήν ἐντός τῆς κτίσεως ὑφιστάμενη ἔκταση τοῦ χρόνου, ἡ λήξη δέ τῆς «ῥοώδους» ὑπάρξεώς του θά ἐπέλθει κατά τήν συμπλήρωση στόν κόσμο τοῦ καθορισμένου ἀριθμοῦ τῶν ψυχῶν17, ἡ ὁποία θά σηματοδοτήσει τήν ἔξοδο τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν χρονικότητα καί τήν ἐπάνοδό του στήν χαρακτηρίζουσα τήν ἀρχαία μακαριότητα κατάσταση τῆς ἑνότητας τῶν πάντων18, πού θά συμβεῖ διά τῆς εἰσόδου τῆς ἔλλογης κτιστῆς δημιουργίας στόν «μέλλοντα αἰῶνα»19.
Καθίσταται, κατά ταῦτα, προφανής ἡ ὑπό τοῦ Γρηγορίου ἀνάδειξη τῆς διακρίσεως μεταξύ τῶν καταστάσεων τοῦ συνυπάρχοντος μέ τήν τελειότητα «παρῳχηκότος» καί τοῦ «μέλλοντος» αἰῶνος20, διά τῶν ὁποίων ἀποδίδεται ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου κατά τήν κατασκευή καί κατά τήν ἀναπροσαρμογή τῆς λειτουργίας τοῦ ἀνθρώπου ὑπό τοῦ Θεοῦ, ἀναλόγως δηλαδή πρός τήν κατάσταση κατά τήν ὁποία ἡ ἀνθρώπινη φύση ὑφίσταται εἴτε ὡς καθολικό δημιούργημα εἴτε ὡς διασπασμένη κατά τήν ἀναπροσαρμογή τῆς λειτουργίας της διά τῆς διαιρέσεως τῶν φύλων.
Γίνεται, ἔτσι, σαφές ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ ἐνεστῶτος χρόνου, ἡ ὁποία ἐμφαίνει τήν «ῥοώδη» φορά τῆς ἀνθρωπότητας, θεωρεῖται ἀπό τόν Γρηγόριο ὡς τό παρεκτεινόμενο καί μεσολαβοῦν μεταξύ τῆς ἀρχῆς καί τοῦ τέλους τῆς κτίσεως διάστημα21 καί ἀναδεικνύεται ὡς ἐκ τούτου ταυτιζόμενη μέ τήν διά τῆς χρονικῆς τάξεως καί ἀκολουθίας τῶν δημιουργηθέντων προσμέτρηση τῆς ὑπάρξεως τῆς κτιστῆς φύσεως22. Ἡ ἀπό τῆς ἀρχῆς τῆς δημιουργίας της ἐκτεινόμενη καί προσμετρούμενη χρονικῶς κτιστή φύση προσδιορίζεται καί ὁριοθετεῖται ἀπό τίς διαδοχικές χρονικές περιόδους καί τίς ἐκφράζουσες τήν τοπική διάσταση ἔννοιες καί ἀντιλήψεις23. Ἡ ἐκτεινόμενη αὐτή χρονικῶς κτιστή φύση προσλαμβάνει ὡς ἐκ τῆς φύσεώς της τά γνωρίσματα τοῦ «πρεσβυτέρου» καί τοῦ «νεωτέρου», τά ὁποῖα εἶναι θεολογικῶς ἄτοπο καί ἀδιανόητο, κατά τόν Γρηγόριο, νά ἀποδίδονται ‒ σύμφωνα μέ τήν κακόδοξη θεώρηση τοῦ Εὐνομίου ‒ στίς θεῖες ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος24. Σέ συνάρτηση μέ τήν ἔννοια τοῦ παρόντος ἀνακυκλούμενου ἱστορικοῦ χρόνου, τοῦ διακρινόμενου κατά τά προαναφερθέντα ἀπό μία ἀσταθῆ καί ρέουσα παροδικότητα, ἀναπτύσσεται ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης ἡ διδασκαλία του σχετικῶς μέ τό μυστήριο τῆς «ὀγδόης» ἡμέρας, ἡ ὁποία θά ἀκολουθήσει τόν «ἑβδομαδικῶς» προσμετρούμενο παρόντα καιρό καί, ἐν ἀντιθέσει πρός τήν ἀσταθῆ καί ἀνακυκλούμενη φύση αὐτοῦ, θά παραμείνει ἐσαεί ἀμετακίνητη, χωρίς νά διακόπτεται ἀπό τήν διαδοχική ἐπέλευση τῆς νυκτός, λαμπρυνόμενη ἀενάως ἀπό τό ἀνέσπερο φῶς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ25. Κατά τόν Γρηγόριο θεμελιῶδες σημεῖο καί ἀπαρχή τῆς ἐν λόγῳ διδασκαλίας τυγχάνει ἡ βιβλική διήγηση περί τῆς ἑπταήμερης δημιουργίας, ἡ ὁποία ἐκλαμβάνεται ὡς ὑπόδειγμα τοῦ ὑπολογισμοῦ τοῦ μεγέθους τοῦ κοσμικοῦ χρόνου σέ ἑβδομαδιαῖα διαστήματα, ἔτσι ὥστε ἡ διαρκής καί ἀλλεπάλληλη ἐπαναπροβολή τοῦ χρονικοῦ πλαισίου τῆς ἑβδομάδας νά μεταθέτει συνεχῶς τήν ἔλευση τῆς ἐμφαίνουσας τήν αἰωνιότητα «ὀγδόης» ἡμέρας26.
Ἡ ὡς ἄνω παράθεση τῶν στοιχείων τῆς διδασκαλίας τοῦ ἱεροῦ πατρός τῆς σχετικῆς μέ τόν μέλλοντα αἰώνα ὑποδηλώνει ἀρχικῶς τήν διακοπή τῆς ροῆς καί τῆς ἀνακυκλήσεως τοῦ ἀσταθοῦς καί παροδικοῦ καί μεταβλητοῦ ἐνεστῶτος καιροῦ, ἡ ὁποία θά πραγματοποιηθεῖ κατά τήν κοινή ἀνάσταση διά τῆς ὑπερβάσεως ἀπό τόν ἄνθρωπο τοῦ κοσμικοῦ χρόνου, ὁπότε αὐτός θά δυνηθεῖ, ἐπανερχόμενος στό «οἰκεῖον πλήρωμα» τῆς πρό τῆς πτώσεως καταστάσεως, νά ἀπολαύσει ἐντός τῆς αἰωνιότητας τά ἀγαθά τῆς ἀπαλλαγμένης ἀπό τήν ροώδη κίνηση καί τήν φθορά ἀδιασάλευτης ζωῆς27. Διασαφηνίζει, ἀκολούθως, τήν ὑφιστάμενη σχέση μεταξύ τοῦ μεγέθους τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου καί τοῦ μέλλοντος αἰώνα, ἀφοῦ ὁ παρών καιρός καθίσταται τό πεδίο, στό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος διά τῆς ἀσκήσεως τῆς ἀρετῆς ἔχει τήν δυνατότητα νά προγευθεῖ τούς καρπούς πού θά ἀπολαύσει πλήρως μετά τήν ὁλοκλήρωση τῆς ἀνακυκλούμενης πορείας τοῦ ἐνεστῶτος κοσμικοῦ χρονικοῦ διαστήματος, δηλαδή μετά τήν «συντέλειαν» τοῦ «αἰῶνος»28.
Κατά τήν πραγματωθεῖσα θεολογική θεώρηση τῆς ἔννοιας τοῦ χρόνου ὁ ἱερός πατήρ ἐντάσσει κατά τά προαναφερθέντα στό σύνολο τῆς ἐκφράζουσας αὐτήν ὁρολογίας τόν «αἰῶνα», ὁ ὁποῖος καθίσταται ἐννοιολογικός προσδιορισμός περιέχων ἀφ’ ἑνός μέν τό διασημαῖνον τόν χρόνο διάστημα29, ἀφ’ ἑτέρου δέ τό σύνολο τῆς ὑπό τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ δημιουργηθείσης ὁρατῆς καί ἀοράτου κτίσεως30. Στούς ἐμπεριέχοντες, συνεπῶς, ὅλα τά ὑπό τοῦ Θεοῦ δημιουργηθέντα «αἰῶνας», τούς θεωρουμένους ὡς μεγέθη πού προσμετροῦν καί καθορίζουν τήν κινητική ἐνέργεια τῶν λογισμῶν τῆς ἀνθρώπινης φύσεως31, προσδίδεται ἀπό τόν Γρηγόριο ὁ χαρακτηρισμός τοῦ «ὑπηκόου» τῆς βασιλεύουσας καί ποιητικῆς τῶν ὅλων θείας φύσεως32. Ἡ ἐν λόγῳ ἰδιότητα ὑποδεικνύει φυσικά τήν συναρίθμηση τῶν ὑπό τήν χρονική ἔννοια «αἰώνων» μεταξύ τῶν κτισμάτων33 καί τήν ὀντολογική ἀντιδιαστολή αὐτῶν πρός τήν ὑπερκείμενη ἄκτιστη φύση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ34, ἡ ὁποία εὑρίσκεται ἐκτός κάθε χρονικῆς ἔννοιας κατά τόν ἴδιο τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὑπέρκειται καί κάθε ἐντασσόμενης στό διάστημα τοῦ χρόνου καταληπτικῆς λειτουργίας τοῦ νοῦ35. Θεωρεῖται, λοιπόν, εὔλογο γιά τόν Καππαδόκη πατέρα ὅτι δέν νοεῖται ἀσφαλῶς ἀποδοχή τῶν περιεχουσῶν τήν διάσταση τοῦ χρόνου ἐννοιῶν τοῦ προγενεστέρου καί μεταγενεστέρου ἀναφορικῶς μέ τόν Τριαδικό Θεό, ἐφόσον ἡ χρονική τάξη καί ἀκολουθία, πού προσδιορίζουν καί διέπουν τήν φύση τῶν κτιστῶν ὄντων, ἐπ' οὐδενί ἀφοροῦν τήν ἄκτιστη φύση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ36.
Ἡ δογματική ἄποψη περί τῆς ἐξαιρέσεως τοῦ χρόνου, καθώς καί κάθε διανοήματος, πού ἐμφαίνει μεσιτεῦον διάστημα ἐπί τῶν ἀιδίων ὑπαρκτικῶν σχέσεων τῶν θείων ὑποστάσεων, συνιστᾶ ἕνα ἐκ τῶν πλέον θεμελιωδῶν σημείων τῆς Τριαδολογικῆς διδασκαλίας τοῦ ἱεροῦ πατρός37. Κατά τήν ἐκτιθέμενη στό συγγραφικό ἔργο τοῦ Γρηγορίου σχετική διδασκαλία, στήν ὑφιστάμενη σχέση μεταξύ τοῦ Πατρός ὡς τοῦ ἀιδίου αἰτίου καί τοῦ Υἱοῦ ὡς τοῦ ἀιδίου αἰτιατοῦ δέν νοεῖται ὕπαρξη χρονικοῦ διαστήματος, ἐφόσον ἡ θεώρηση τῆς Πατρικῆς ὑποστάσεως ὡς προγενέστερης τῆς Υἱικῆς ἐπιφέρει ὡς ἄμεση θεολογική συνέπεια ἀφ’ ἑνός μέν τήν ἀποδοχή τοῦ Υἱοῦ ὡς χρονικῶς νεώτερου σχετικῶς μέ τούς δι’ αὐτοῦ δημιουργηθέντες καί περιέχοντες τό σύνολο τῆς κτίσεως αἰῶνες38, ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν ἐξάρτηση καί τῆς ὑπάρξεως τῆς ὑποστάσεως τοῦ Πατρός ἀπό τόν χρόνο. Καί τοῦτο, διότι ἡ παραδοχή τῆς θεωρήσεως ἑνός «σημείου» ὡς προϋπάρχοντος τῆς γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ, διά τοῦ ὁποίου θά καθίστατο αὐτή γνωστή στόν ἄνθρωπο, θά εἶχε ὡς ἄμεση συνέπεια νά προσδιορίζει τό «σημεῖο» αὐτό καί τήν ἀρχή τῆς ὑποστατικῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνάρχου καί ἀναιτίου καί ἀγεννήτου Πατρός, τοῦ γεννῶντος ἀιδίως τόν Υἱό, πράγμα τό ὁποῖο θά ἀνεδείκνυε κατά λογικήν ἀκολουθία τήν ἄτοπη ἄποψη ὅτι ὁ Πατήρ ἐστερεῖτο τοῦ συκεκριμένου ὑποστατικοῦ του ἰδιώματος πρό τῆς γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ39.
Ἐνδεχόμενη ἀποδοχή ὑπάρξεως χρόνου μεταξύ τῆς θείας δόξας τοῦ Πατρός καί τοῦ ἀπαυγάσματός της θά συνεπαγόταν τήν ὕπαρξη διαστήματος, κατά τό ὁποῖο, μή συνεκλάμποντος τοῦ ἀπαυγάσματος μαζί μέ τήν δόξα, ὁ Πατρικός κόλπος θά διατελοῦσε «τυφλὸς», «ἀλαμπὴς»40 καί κενός τῶν ἀγαθῶν, διά τῶν ὁποίων ὁ ἀποτελῶν τό σύνολο τῶν ἀγαθῶν Μονογενής Υἱός πληροῖ κατά τόν λόγο τῆς Γραφῆς(=Ἰω. 1,18) τόν κόλπο τοῦ Πατρός41.
Πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ δογματική αὐτή ἀντίληψη τοῦ Γρηγορίου περί τῆς ἀνυπαρξίας χρονικῶν «παρατάσεων» στήν προαιώνια ὕπαρξη τῶν θείων ὑποστάσεων τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ ἐπεκτείνεται εὐλόγως καί κατά συνακόλουθον τρόπο καί στήν ὑποστατική ὕπαρξη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς ὁποίας ὁ ἀίδιος καί ἄκτιστος χαρακτήρας προβάλλεται ἰδιαιτέρως στήν διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ πατρός. Κατά τήν ἀναπτυσσόμενη αὐτή διδασκαλία τό Ἅγιο Πνεῦμα συνυπάρχει «ἐξ ἀιδίου» μέ τίς ὑποστάσεις τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί συνάπτεται κατά τήν οὐσία πρός αὐτές, χωρίς φυσικά νά ὑστερεῖ κατά τήν ὕπαρξη, ἡ ὁποία εἶναι ἀίδια. Σημειώνεται ἐπιπροσθέτως ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης ὅτι «οὕτω πάλιν καὶ τοῦ Μονογενοῦς ἔχεται τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, ἐπινοίᾳ μόνῃ κατὰ τὸν τῆς αἰτίας λόγον προθεωρουμένου τῆς τοῦ Πνεύματος ὑποστάσεως»42.
Καθίσταται σαφές ὅτι ἡ «προθεώρησις» αὐτή τῆς ὑποστάσεως τοῦ Μονογενοῦς ὡς πρός τήν ὑπόσταση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι δυνατόν νά ἐκληφθεῖ μόνο «κατ’ ἐπίνοιαν», δηλαδή λογικῶς καί ὄχι κατ' ὀντολογικήν ἔννοια43, ἐφόσον, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θεωρουμένου ὡς «χρίσματος» βασιλικοῦ, πού φέρει ὅλα τά χαρακτηρίζοντα τήν βασιλεία ἀγαθά, κανένα «διάλειμμα» δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει μεταξύ αὐτοῦ καί τοῦ ὄντος βασιλέως μονογενοῦς Υἱοῦ44. Ἡ κατά τήν αἰτία ὑπαρκτική σχέση τοῦ Πατρός πρός τόν Υἱό θεωρεῖται ἀπό τόν Γρηγόριο ὡς ἀποκλειστικός τρόπος ἑρμηνείας τῆς «προεπινοήσεως» τῆς Πατρικῆς ὑποστάσεως ἔναντι τῆς Υἱικῆς, ἀποκλείοντας κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τήν ὕπαρξη ὁποιασδήποτε διαστηματικῆς ἔννοιας μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν ὑποστάσεων τῆς Τριαδικῆς θεότητας45.
Ἐκ τῶν ὡς ἄνω λεχθέντων καθίσταται προφανές ὅτι ἡ δογματική ἄποψη τοῦ Γρηγορίου περί τῆς ὑπάρξεως τῆς συναϊδιότητας τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τόν Πατέρα46 διατυπώνεται κατά τρόπον σαφῆ καί ἁρμόζοντα στήν ἑρμηνευτική θεώρηση τῶν ἀιδίων ὑπαρκτικῶν σχέσεων τῶν ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ ὑπάρχουσα μεταξύ τῶν θείων ὑποστάσεων τῆς Τριάδος σχέση τοῦ ἀίδιου αἰτίου πρός τά ἀίδια αἰτιατά δέν μερίζει δι’ ἑτερότητας ἤ διά διαστηματικῆς ἔννοιας, ὅπως παρατηρεῖται στήν κτιστή φύση, τήν θεία φύση, ἀλλά ἀναδεικνύει τήν δογματική ἄποψη ὅτι ὁ Πατήρ ἀιδίως νοεῖται καί ὑπάρχει Πατήρ καί ὅτι ἐξ αὐτοῦ «κατά τό προσεχές ἀδιαστάτως» συνεπινοεῖται κατά τήν ἀίδια ὕπαρξή του ὁ μονογενής Υἱός μετά τῆς Πατρικῆς ὑποστάσεως καί ὅτι «δι’ αὐτοῦ» καί «μετ’ αὐτοῦ» καί ἄνευ μεσολαβήσεως χρόνου ἤ διαστηματικοῦ νοήματος «εὐθύς» καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιο «συνημμένως καταλαμβάνεται»47.
Γίνεται, ἔτσι, ἀντιληπτό ὅτι ὁ ἀίδιος χαρακτήρας τῆς ὑπάρξεως τῶν θείων ὑποστάσεων κατανοεῖται καί περιγράφεται ἀπό τόν Γρηγόριο ἀφ’ ἑνός μέν ὡς μία παντοτινή καί ἀκατάπαυστη ἀντίληψη τῆς προαιώνιας ὑπάρξεως τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὡς ἐπίγνωση ὅτι ἡ προαιώνια ὕπαρξη τῆς Ἁγίας Τριάδος τυγχάνει ἀνώτερη πάσης ἀρχῆς καί παντός τέλους, ἐφόσον ἡ ἔννοια τῆς ἀιδιότητας δέν ἐπιδέχεται τόν λόγο τοῦ «ποτὲ μὴ εἶναι καὶ ποτὲ μὴ ἔσεσθαι»48. Οἱ ἐκ τῆς ἀιδιότητας, ἐξ ἄλλου, ἀπορρέουσες θεῖες προσηγορίες πού ἐμφαίνουν τό «ἄναρχον» καί «ἄκτιστον» καί «ἀγέννητον» καί τό καταδεικνύον τήν ἀνυπαρξία τοῦ χρονικοῦ τέλους «ἀτελεύτητον» παριστοῦν τό «ἄπειρον» καί τό «διηνεκὲς» τῆς ὑπάρξεως τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ49.
Κατά τήν δεσπόζουσα, συνεπῶς, στήν διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου διαίρεση τῶν ὄντων σέ ἄκτιστα καί κτιστά, μεταξύ τῶν γνωριστικῶν ἰδιοτήτων τῆς ἄκτιστης θείας φύσεως καί ἐκείνων τῆς ὑπ’ αὐτῆς δημιουργηθείσης κτιστῆς φύσεως, πού διαφέρουν κατά τόν λόγο τῆς φύσεώς τους, δέν ὑφίσταται εὐλόγως καμία συνάφεια ἤ ὁμοιότητα, ἀφοῦ ἡ μέν κτιστή φύση προσδιορίζεται ἀπό ἀρχή, μεσότητα καί τέλος χρόνου50, ἡ δέ θεία οὐσία «κατ’ οὐδὲν μέρος περατοῦται» καί παραμένει «πανταχόθεν ἐν τῷ ἀορίστῳ»51. Τό ἰδιάζον, ἑπομένως, χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς κτίσεως συνίσταται στήν ὕπαρξη, τήν θεώρηση καί τήν προσμέτρηση αὐτῆς ἐντός τῆς χρονικῆς καί τοπικῆς διαστηματικῆς ἔννοιας καί τάξεως52. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτήν ἡ κτιστή φύση θεωρεῖται ἀλλότρια τῆς ἄκτιστης φύσεως τῆς Τριαδικῆς θεότητας, τῆς θεωρούμενης κατά τό «κοινὸν» τῆς φύσεώς της ὡς ἀδιάστατης καί ἀίδιας. Τό ἰδιαίτερον δέ καί διακεκριμένον τῶν θείων ὑποστάσεων δέν νοεῖται οὔτε ἑρμηνεύεται ὡς διάσταση καί διαφορά κατά τό χρονικῶς προσδιοριζόμενο πρεσβύτερο καί νεώτερο53 ἀλλά ὡς διάκριση ἡ ὁποία ὑφίσταται μεταξύ τοῦ ἀιδίως ὑπάρχοντος ὡς «αἰτίου» Πατρός καί τῶν ἀδιαστάτως ἐχουσῶν τήν ἀίδια ὑπόστασή τους καί προερχομένων καθ' ὕπαρξιν ἀιδίως «ἐκ τοῦ αἰτίου» Πατρός ὑποστάσεων τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος54. Ἡ ἀντίληψη περί τῆς ἐκτός καί ὑπεράνω τῶν χρονικῶν κατηγοριῶν προαιώνιας ὑπάρξεως τῶν ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐπ’ οὐδενί συνεπάγεται ὅτι τό κτιστό αὐτό μέγεθος τοῦ χρόνου εὑρίσκεται ἐκτός τοῦ ἐλέγχου τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος, ὡς ἀπόλυτη καί ὀντολογική ἀρχή, παρεμβαίνει στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπινου γένους καί ἐνεργεῖ «οἰκονομικῶς» γι' αὐτό55. Τό γεγονός, ὡς ἐκ τούτου, τῆς θείας περί τόν ἄνθρωπο κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐκλαμβάνεται ἀπό τόν Γρηγόριο ὡς «εἴσοδος» στό παρόν καί ὡς «κάθοδος» τοῦ ἀκτίστου ἀπό τήν ἀχρόνως ὑφιστάμενη θεία μεγαλειότητα στήν κατάσταση τῆς «χρονικῆς γενέσεως»56.
Ἐξ ὅλων, λοιπόν, αὐτῶν τῶν στοιχείων, διά τῶν ὁποίων ἐπιτελεῖται ἡ ἑρμηνευτική προσέγγιση τῆς διδασκαλίας τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης σχετικῶς μέ τήν ἔννοια τοῦ διαστήματος τοῦ χρόνου, προκύπτει σαφῶς ἡ χρησιμοποίηση ἀπό αὐτόν τῆς προϋπάρχουσας σχετικῆς ἀρχαιοελληνικῆς φιλοσοφικῆς ὁρολογίας, στήν ὁποία ἐν τούτοις προσδίδει νέο νόημα καί περιεχόμενο, πού προσιδιάζει στήν θεώρηση τῶν ἀιδίων ἐνδοτριαδικῶν ὑπαρκτικῶν σχέσεων, καί καθιστᾶ αὐτήν ὄργανο ἐκφράσεως ὑψηλῶν θεολογικῶν ἐννοιῶν. Τό μυστήριο τῆς σαρκώσεως τοῦ ἀιδίως ὑπάρχοντος Θεοῦ Λόγου συνιστᾶ κατά τόν Γρηγόριο τήν ἀποκλειστική προϋπόθεση ἐξόδου τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό ἀδιέξοδο τῆς ἐπαναλαμβανόμενης ἀνακυκλήσεως τοῦ ἱστορικοῦ μεγέθους τοῦ χρόνου, στό ὁποῖο περιέπεσε ἐξ αἰτίας τοῦ προκαλέσαντος τήν πτώση ὀλισθήματος τῆς παρακοῆς. Καθίσταται, ἐπίσης, τό ἀδιαμφισβήτητο καί ἀδιασάλευτο σταθερό σημεῖο ἀναφορᾶς, προκειμένου ἡ ἀνθρωπότητα νά ἐπαναποκτήσει τήν γνησιότητά της, τήν ὁποία ἐγγυᾶται ἡ ἐπάνοδός της στά «μηκέτι σαλευόμενα», στήν κατάσταση δηλαδή τῆς «ὀγδόης» ἡμέρας57.
5. Ἡ πρό τῆς πτώσεως κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου.

α΄. Γενικά.

Ἡ ἐκτεθεῖσα διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου περί τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ἐμφαίνει τήν πεποίθηση αὐτοῦ περί τῆς μοναδικῆς θέσεως τήν ὁποία ἡ ἀνθρώπινη φύση κατά τήν κατασκευή αὐτῆς κατεῖχε ἐντός τοῦ συνόλου τῆς κτίσεως. Ἡ πεποίθηση αὐτή τοῦ ἱεροῦ πατρός προκύπτει ἐπίσης ἐκ τῆς ἀναπτύξεως ὑπ’ αὐτοῦ τῆς διδασκαλίας περί τῆς καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου πρό τῆς πτώσεώς του, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπό τήν μετοχή του στό ὑψηλότερο παντός διανοήματος θεῖο ἀγαθό καί ἀπό τήν ἐξ αὐτῆς ἀπορρέουσα «μόρφωσιν» τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, κατά χάριν ὁμοιωθείσης μέ τήν εἰκόνα τοῦ θείου πρωτοτύπου58.
Ὁ Γρηγόριος ἀντιλαμβάνεται τόν ἐκ φύσεως κοσμημένο μέ τό σύνολο τῶν χαρακτηριζόντων τήν θεότητα ἀγαθῶν καί ἐντεταλμένο πρός διαφύλαξη αὐτῶν προπτωτικό ἄνθρωπο59 ὡς διαβιοῦντα κατά τρόπον «μονοειδῆ»60, ἀφοῦ ἡ «παντοδύναμος» τροφή, διά τῆς ὁποίας κατ’ ἀποκλειστικότητα καί ἐν ἀφθονίᾳ διαιτᾶτο, εἶναι τό πλήρωμα τῶν ἀγαθῶν61 πού παρέχονται ἀπό τήν «ἁπλῆν καί μονοειδῆ καὶ ἀσύνθετον» θεότητα62.
Ἡ διερεύνηση καί ἀπαρίθμηση τῶν θείων δωρεῶν πού κοσμοῦσαν τόν εὑρισκόμενο στήν ἐξαίρετη αὐτή κατάσταση τῆς ἀρχαίας χάριτος προπτωτικό ἄνθρωπο μπορεῖ νά πραγματοποιηθεῖ ἀφ’ ἑνός μέν κατ’ ἀναλογίαν πρός τά χαρακτηρίζοντα τήν θεότητα ἀγαθά, κατ’ εἰκόνα τῶν ὁποίων αὐτός «ἐμορφώθη»63, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἐκ τῆς ἀναφορᾶς τοῦ Γρηγορίου στήν κατάσταση ἐκείνη τῆς ἀνθρωπότητας πού θά ὑπάρξει μετά τήν κοινή ἀνάσταση, κατά τήν ὁποία τό κάλλος πού εἶχε δοθεῖ στόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό, καί τό ὁποῖο ἀμαυρώθηκε διά τῆς πτώσεώς του, θά ἀναμορφωθεῖ64.
Ἐκκινώντας ὁ Γρηγόριος ἀπό τά ἐμπίπτοντα στήν ἀντιληπτική ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου ἀγαθά τῆς θεότητας, ἐπιχειρεῖ τήν περιγραφή τοῦ θαυμαστοῦ μεγαλείου πού χαρακτήριζε τό διαβιοῦν σέ κατάσταση «ἀθανασίας»65 καί ἀπάθειας66 ἀνθρώπινο γένος πρό τῆς πτώσεως αὐτοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ ὑπεράνω τῶν νόσων καί τοῦ θανάτου κατάσταση ὀφειλόταν στήν κατά τήν ἀρχή ὕπαρξη σέ αὐτό τῶν ψυχικῶν δυνάμεων καί λειτουργιῶν «ἰσοκρατῶς»67.
Ἔτσι, γίνεται σαφές κατά τήν ἐκτιθέμενη διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ πατρός ὅτι ὁ ἐν ἀφθαρσίᾳ καί μακαρίως τήν «σταθερὰν» καί «ἀκλυδώνιστον»68 πρώτη ζωή ἀπολαμβάνων ἄνθρωπος ἀναδεικνύεται «ἰσάγγελος», ὡς μή ἔχων τήν μετά τήν πτώση ἐμφανισθεῖσα σέ αὐτόν ἀναπροσαρμογή τῆς λειτουργίας τῆς φύσεώς του καί τίς ἀναδειχθεῖσες ἀπό τήν παρακοή ὀδυνηρές συνέπειες, πού ἐπέφεραν τό πλῆθος τῶν συμφορῶν69. Διά τῆς δυνατότητας, ἐξ ἄλλου, τῆς ἀπρόσκοπτης «θεωρίας» τῶν ὑπερκοσμίων ἀγαθῶν, τῆς ὀφειλόμενης στήν διά τῆς μετοχῆς στό «παντελές» ἀγαθό ἀπόλαυση τῆς θείας χάριτος καί εὐλογίας70, ὁ ἱερός πατήρ ἑρμηνεύει τόν περί τῆς διαβιώσεως τοῦ ἀνθρώπου «ἐν τῷ παραδείσῳ» καί περί τῆς τρυφῆς τῶν «ἐκεῖ πεφυτευμένων» λόγο τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως(=2,15-16)71. Ὁ παράδεισος ἐκλαμβάνεται ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης ὡς ὁ φωτεινός καί ἀνατολικός τόπος τῆς μακαριότητας, στόν ὁποῖο, διά τῆς βρώσεως τῶν ἀποτελούντων τήν παραδείσια φυτεία καρπῶν τῆς ζωῆς καί τῆς γνώσεως72, ἐπιτελεῖται ἡ ἀπόλαυση ἀπό τόν ἄνθρωπο τοῦ ἐξαιρετικοῦ εἴδους τῆς «μονοειδοῦς» ζωῆς73. Πρόκειται περί τῆς ἀγαθῆς πρώτης πατρίδας74, τοῦ εὐρύχωρου ἀμπελώνα τοῦ Πατρός75, τοῦ «ἐν τῷ οὐρανῷ» ὑπό τοῦ Γρηγορίου τοποθετούμενου76, στόν ὁποῖο τάχθηκε ὁ διά τῆς ἀρχαίας «εὐκληρίας» χαριτωθείς ἄνθρωπος, προκειμένου νά συμβάλει στήν αὔξηση καί διαφύλαξή του77. Ἕνα ἄλλο δέ σημεῖο πού χαρακτηρίζει τήν περί τοῦ ἐν λόγῳ θέματος διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου τυγχάνει ἡ ἑρμηνεία τοῦ περιβάλλοντος τόν ἄνθρωπο χώρου τοῦ παραδείσου ὑπό τό πρίσμα τῆς ἀθανασίας, τῆς ἀπάθειας καί τῆς ὁμοιώσεως πρός τόν Θεό78. Ἡ πλήρης αὐτή ἀποξένωση τοῦ ἀνθρώπινου γένους ἀπό τό κακό καί ἡ διά τῶν ἀρετῶν σύμφυση αὐτοῦ μέ τήν «ἀΐδιον ζωὴν»79 συνιστᾶ κατά τόν ἱερό πατέρα τήν πατρική παλάμη τήν περικλείουσα τόν ἄνθρωπο καί, κατά τήν βιωματική ἐμπειρία τῆς πρὠτης μακαριότητας, λαμπρύνουσα αὐτόν80.

β΄. Ἡ «συνάφεια» τῆς ἀνθρώπινης φύσεως πρός τήν ἀγγελική φύση.

Ἡ ἐκ φύσεως προσαρμοσμένη στό ἀνθρώπινο γένος καί χαρακτηρίζουσα τήν πρώτη ζωή ἀρχαία χάρις γίνεται ἀντιληπτή ἀπό τήν «συνάφειαν» τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν φύση τῶν ἀγγέλων, ἀπό τήν φυσική δηλαδή ὁμοιότητα τῆς ὑπερκόσμιας κτίσεως πρός τήν ἐγκόσμια81, ἡ ὁποία συνίσταται στήν ἔμφυτη συγγένεια τῆς φύσεως τῶν ἀγγέλων πρός τήν νοερά οὐσία τῆς πλασθείσης ἀνθρωπότητας82 καί διά τῆς ὁποίας πραγματοποιεῖται ἡ ἐναρμόνιος τῆς λογικῆς κτίσεως συνῳδία πρός δοξολογία τοῦ πλάσαντος αὐτήν Θεοῦ83.
Ἡ ὀφειλόμενη στήν πρώτη μακαριότητα κατάσταση αὐτή τῆς «συναφείας» τῆς φύσεως τῶν ἀνθρώπων μέ ἐκείνη τῶν ἀγγέλων84 ἀποδίδεται ἀπό τόν Γρηγόριο μέ τήν εἰκόνα τοῦ ἐναρμονισμένου χοροῦ, ὁ ὁποῖος, προσβλέποντας στό πρόσωπο τοῦ προεξάρχοντος Λόγου καί ἀντλώντας τήν κίνηση ἀπό αὐτόν, καθίσταται «ἔνθεος»85.
Εἶναι ἀναγκαῖο νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ εἰκόνα τοῦ χοροῦ πού συναθροίζεται περί τόν κορυφαῖο αὐτοῦ ἀποτελεῖ προσφιλές θέμα στήν θύραθεν διανόηση, συγκεκριμένως δέ στήν πλατωνική, ὅπου οἱ θεοί καί οἱ ψυχές πρό τῆς πτώσεως αὐτῶν παρίστανται συγχορευτές σέ χορό «εὐδαιμόνων»86. Κατά τόν Πλωτῖνο, ἐξ ἄλλου, ἡ συμμετέχουσα σέ «χορείαν ἔνθεον» περί τόν κορυφαῖο ψυχή καθορᾶ δι’ αὐτοῦ τόν Θεό87. Ἡ ὁμοιότητα, παρά ταῦτα, τοῦ λεξιλογίου πού παρατηρεῖται κατά τήν ὑπό τοῦ Γρηγορίου καί ὑπό τῶν φιλοσόφων Πλάτωνος καί Πλωτίνου περιγραφή τῆς ἐν λόγῳ εἰκόνας δέν μπορεῖ φυσικά νά θεωρηθεῖ ὅτι ἀφορᾶ στό ἴδιο ἐννοιολογικό περιεχόμενο τῶν ὅρων, ἀφοῦ ἡ εἰκόνα τοῦ χοροῦ ἀφ’ ἑνός μέν στήν θύραθεν γραμματεία ἐμφαίνει τό ἑνιαῖον τῶν δημιουργημάτων ἐν σχέσει πρός τόν δημιουργό88, ἀφ’ ἑτέρου δέ κατά τήν διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ πατρός δηλώνει τήν πρό τῆς πτώσεως ὑφιστάμενη κατάσταση μακαριότητας, κατά τήν ὁποία ἡ ἀνθρωπότητα κατέστη συνεορταστής μέ τίς ἀγγελικές δυνάμεις89.
Ἡ ὑπό τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης διακηρυγμένη διδασκαλία περί τῆς ἐπ’ ἀγαθῷ συνάφειας τῆς ἐγκόσμιας καί τῆς ὑπερκόσμιας λογικῆς φύσεως δηλώνεται ἐπιπροσθέτως καί ἀπό τήν θεολογικῶς τεκμηριωμένη ἄποψη τοῦ ἱεροῦ πατρός περί τῶν ἐσχάτων, ἀφοῦ μετά τόν κατά τήν κοινή ἀνάσταση «παντελῆ ἀφανισμὸν» τῆς κακίας90 θά πραγματοποιηθεῖ ἡ ἐπανασυναρμογή τῆς μετά τήν πτώση διαχωρισθείσης λογικῆς ποίμνης καί ἡ ἐπαναλειτουργία αὐτῆς ὡς «πνευματικῆς χοροστασίας»91. Ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἐμφαίνουσας τήν πληρότητα ἀκεραιότητας τῆς ἔλλογης κτίσεως, πού θα ἐπιτελεσθεῖ διά τῆς κατανικήσεως τοῦ κακοῦ92, θά καταστήσει τήν λογική «ἑκατοντάδα» ἱκανή νά περιβάλει τό θεῖο θυσιαστήριο καί νά προσφέρει ἔτσι διά τῆς εὐχαριστιακῆς συνῳδίας διαρκῆ δοξολογία στήν ζωοποιό καί ὑπεραγία Τριάδα93. Τό κοινό αὐτό ἔργο τοῦ «αἴνου» καί τῆς «δοξολογίας» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ θεωρεῖται ἀπό τόν Γρηγόριο τό στοιχεῖο ἐκεῖνο πού προσδιορίζει τήν σχέση μεταξύ τῶν «νοητῶν» καί «ἀσωμάτων» ἀγγέλων καί τοῦ πλασθέντος ὡς «φαινομένου τε καὶ κεκρυμμένου» «διπλοῦ» ἀνθρώπου94.
Πρέπει, ὡσαύτως, νά ὑπογραμμισθεῖ ὅτι ἡ ὑπό τοῦ Γρηγορίου θεώρηση καί παρομοίωση τῆς ἀγγελικῆς καί τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ὡς κυμβάλων, πού ἔχουν ἐκ φύσεως συναρμοσθεῖ σέ ἐναρμόνια συνῳδία, σημαίνεται καί ἀπό τήν ὑπ’ αὐτοῦ παρουσίαση τοῦ πληρώματος τῶν ἀγγέλων ἀρχικῶς μέν ὡς συστενάζοντος καί συνοδυνωμένου ἐκ τῆς θεωρουμένης ὡς «ζημίας οἰκείας» ἀπώλειας τῆς προπτωτικῆς μακαριότητας τοῦ ἀνθρώπου, ἀκολούθως δέ ὡς εὐφραινόμενου ἀπό τήν ἀνάκλησή του διἀ τοῦ ἔργου τῆς κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ Λόγου95. Καί οἱ φρουροῦντες ἄγγελοι παρίστανται κατ’ αὐτήν τήν ἔννοια ἀπό τόν Γρηγόριο ὡς πνεύματα λειτουργικά, πού διακονοῦν τούς ἐκ φύσεως συναρμοσμένους μέ αὐτούς «εἰς φιλίαν»96 μελλοντικούς κληρονόμους τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ97, ὑπέρ τῶν ὁποίων, κατά τήν μετά τήν πτώση κατάσταση, ἀναδεικνύονται μαχητές98, σύμφωνα ἄλλωστε καί πρός τόν λόγο τῆς Βίβλου(=Ἑβρ.1,14).

γ΄. Οἱ προσδιορίζουσες τήν προπτωτική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου ἰδιότητες τῆς «ἀπαθείας» καί τῆς «παρρησίας».

Κατά τήν περί τῆς προπτωτικῆς καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀναπτυσσόμενη διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου ἰδιαίτερη ἔμφαση δίδεται στό χαρακτηρίζον τήν πρώτη ζωή ἀγαθό τῆς «ἀπαθείας», τό ὁποῖο, ὡς γνώρισμα πρωτίστως τῆς παντός πάθους καί κακίας «ἀμιγοῦς» θεότητας99, συναρμόσθηκε καί συνάφθηκε μέ τήν ἀνθρώπινη φύση διά τῆς ἐξ ἀρχῆς χαραχθείσης σέ αὐτήν θείας εἰκόνας100.
Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ θεώρηση τῆς «ἀπαθείας» ὡς φυσικοῦ χαρακτηριστικοῦ τοῦ θείου ἀπαντᾶ καί στήν ἀρχαιοελληνική φιλοσοφική σκέψη, ὅπου, κατά τήν ἀριστοτελική ὀντολογία ἀρχικῶς, τό μή ὑποκείμενο σέ μεταβολή «πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον» θεῖον101 ἐκλαμβάνεται ὡς τό ἀπαθές102, αἰώνιο, τέλειο καί ἀπρόσιτο στήν ἀνθρώπινη διάνοια δημιουργικό αἴτιο τοῦ παντός103. Ὁ Πλωτίνος, ἀκολούθως, διά τῆς ἐντάξεως τῆς ἀπάθειας στά γνωρίσματα τῆς «ὄντως οὔσης» νοητῆς οὐσίας104 προσδιορίζει τήν ἐν λόγῳ ἀρετή ὡς τό ἀποτέλεσμα τῆς στροφῆς τῆς ὀπτικῆς ἐνέργειας τοῦ ἀνθρώπου πρός τό ἐκ φύσεως ἀπαθές, μέ τό ὁποῖο δι’ αὐτῆς ὁμοιώνεται105. Στήν φιλώνειο γραμματεία, ἐξ ἄλλου, ἡ ἀπάθεια παρίσταται ὡς ἡ ἐκ Θεοῦ δοθεῖσα στόν ἄνθρωπο «ἀρίστη» κατάσταση, ἡ ὁποία καθίσταται προσδιοριστική τῆς ἀληθοῦς σοφίας106.
Στό πλαίσιο τῆς διερευνήσεως τῆς ὑπό τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης ἀποτυπωμένης ἀπόψεως περί τῆς καταστάσεως τῆς ἀπάθειας πρέπει νά ὑπογραμμισθεῖ ὅτι καθίσταται προφανής ἡ σύνδεση αὐτῆς μέ τήν διαβίωση τοῦ πρό τῆς πτώσεως ἀνθρώπου ἐντός τοῦ ἀποτελοῦντος τόν φυσικό του χῶρο παραδείσιο τόπο107. Διά τῆς ἐξαίρετης αὐτῆς καταστάσεως ἀφ’ ἑνός μέν ἀναδεικνύεται ἡ ἰσοτιμία τοῦ προπτωτικῶς ὑπάρχοντος καί διαβιοῦντος ἀνθρώπου μέ τήν ἐκ φύσεως κατέχουσα τήν ἀπάθεια ἀγγελική φύση108, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἐμφαίνεται ἡ χαρακτηρίζουσα αὐτόν κατά χάριν ὁμοιότητά του μέ τόν Θεό διά τῆς ἀσκούμενης ἀπάθειας109.
Κατά τήν περιγραφή, ὡσαύτως, τῆς ποιότητας τῆς προπτωτικῆς καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου ὁ ἱερός πατήρ ἀναφέρει καί τήν «παρρησίαν», ἡ ὁποία προσδιορίζεται ἀφ’ ἑνός μέν ὡς στοιχεῖο πού χαρακτηρίζει μαζί μέ τήν ἀπάθεια τό θαυμαστό μεγαλεῖο τῆς ἐπιλάμπουσας στόν ἄνθρωπο θείας εἰκόνας110, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὡς ἰδιότητα ἐπιφέρουσα στόν ἄνθρωπο τήν ἀπόλαυση τῆς θεωρίας τῆς μακαριότητας τοῦ Θεοῦ111. Ἔτσι, μέ τήν συναφθεῖσα μέ τήν ἀνθρώπινη φύση «παρρησίαν»112 ἐπιβεβαιώνεται τό ἐκ φύσεως προσαρμοσμένο διά τῆς θείας εἰκόνας βασιλικό ἀξίωμα αὐτῆς καί καθίσταται ἔκδηλη ἡ ὑπό τοῦ ἱεροῦ πατρός πραγματωθεῖσα σύνδεση μεταξύ «παρρησίας» καί τῆς ἐμφαίνουσας τό βασιλικό ἀξίωμα ἐλευθερίας113, ἀφοῦ, ὅπως προκύπτει καί ἀπό τήν λεξικολογική ἀνάλυση τοῦ ὅρου114, ἡ ὀφειλόμενη στήν καθ’ ὁμοίωσιν πρός τόν Θεό δημιουργία τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ἀρετή τῆς ἐλευθερίας ἐπιφέρει τήν μετά «παρρησίας» κατά τήν πρώτη μακαριότητα διαβίωση αὐτοῦ115. Ἡ κατά τήν κοινή, τέλος, ἀνάσταση ἐπαναπόκτηση τῆς ἐν λόγῳ ἰδιότητας116 ὑποδηλώνει κατά τήν σχετική ἄποψη τοῦ Καππαδόκη θεολόγου τό γεγονός τῆς προσμετρήσεως καί συγκαταριθμήσεως τῆς «παρρησίας» στό σύνολο τῶν ἰδιωμάτων πού χαρακτηρίζουν τήν ἀρχαία «εὐκληρίαν».
Ὁ Γρηγόριος ἀναφέρεται ἐπίσης στίς ἔννοιες τῆς «ἀπαθείας» καί τῆς «παρρησίας» ὄχι μόνο κατά τήν περιγραφή τῆς προπτωτικῆς καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά καί κατά τήν διερεύνηση καί ἀποτύπωση ἀπό αὐτόν τῶν χαρακτηριστικῶν τῆς μετά τήν πτώση καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου, αὐτῆς δηλαδή πού προέκυψε ὡς ὀδυνηρή συνέπεια τῆς διά τῆς παρακοῆς παραβάσεως τῶν προπατόρων, καθιστώντας ἔτσι σαφές ὅτι τά στοιχεῖα τῆς θείας εἰκόνας, κατά τήν ὁποία δημιουργήθηκε ὁ ἄνθρωπος καί στά ὁποῖα συναριθμοῦνται οἱ ὡς ἄνω ἀναφερθεῖσες ἰδιότητές του, δέν ἐξέλιπαν παντελῶς οὔτε ἀφανίσθηκαν μεταπτωτικῶς, ἀλλά ἐπισκοτίσθηκαν καί ἀμαυρώθηκαν.










1 Βλ. Π λ ά τ ω ν ο ς, Τίμαιος, I.Burnet, SCBO, τ.4, 37c,6-38c,6.
2 Βλ. Ἀ ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς, Περὶ οὐρανοῦ, I. Bywater, SCBO, 272a,16-17, b,7-17. Τ ο ῦ ἰ δ ί- ο υ, Κατηγορίαι, L. Minio-Paluello, SCBO, 5a,7-8. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Μετὰ τὰ φυσικὰ, W. Jaeger, SCBO, 1067a,33-37, 1071b,9-11. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Φυσικὴ Ἀκρόασις, W. D. Ross, SCBO, 252b,5-6, 256a,19-20. Βλ., σχετικῶς, Κ. Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, «“Σύμμετρον” καί “Εὔκαιρον”», 81.
3 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες, ΙΙΙ 7,12, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.1, 23. Ὅπ.π., 13, 11, 28-30 καί 45-47. Σχετικῶς μέ τήν θεώρηση τῆς ἔννοιας τοῦ χρόνου στήν ἀρχαιοελληνική φιλοσοφική διανόηση, βλ. Δ. Γ. Τ σ ά μ η, «Ἡ διαλεκτική φύσις», ΑΒ 1(1969), 16-17. Κ. Δ. Γ ε ω ρ γ ο ύ λ η, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, 291. E. B r é h i e r, Παγκόσμιος Ἱστορία τῆς Φιλoσοφίας, 337-338. K. B. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Συνέπειαι τῆς πτώσεως, 68-70. W. V ö l k e r, «Zur Gotteslehre Gregors von Nyssa», VigChr 9(1955), 106. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Gregor von Nyssa als Mystiker, 33, ἀπό τόν ὁποῖο ὑποστηρίζεται ἡ ἐξάρτηση τοῦ Γρηγορίου σέ ἐπίπεδο περιεχομένου ἀπό τήν φιλοσοφική ἄποψη, τήν σχετική μέ τήν ἔννοια τοῦ χρόνου. Μία προσεκτικότερη, ὅμως, καί διεισδυτικότερη ἐξέταση τῆς διδασκαλίας τοῦ ἱεροῦ πατρός καταδεικνύει τήν οὐσιαστική διαφορά πού ὑπάρχει μεταξύ τῆς θεολογικῆς του διδασκαλίας καί τῆς φιλοσοφικῆς σκέψεως, ἡ ὁποία συνίσταται στήν ἀποδοχή ἐκ μέρους τοῦ Γρηγορίου τῆς ἀπαλλαγμένης ἀπό κάθε ἔννοια κτιστότητας ἀίδιας ἐνδοτριαδικῆς κινήσεως τῶν θεαρχικῶν ὑποστάσεων, πού θεωρεῖται παντελῶς ἀπαλλαγμένη ἀπό τοπικές καί χρονικές ἐννοιολογικές κατηγορίες, καθώς καί ἀπό κάθε εἴδους ἀλλοίωση καί μεταβολή, πού χαρακτηρίζουν τήν κτιστή δημιουργία (Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 136,14-24 [=PG 45, 368Α]. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 191,23-192,18 [=PG 45, 773D-776B]. Πρὸς τόν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 288,14-23 [=PG 45, 981D-984Α]). Κατά τήν φιλοσοφική διανόηση, ἀντιθέτως, ἡ ἔννοια τοῦ «αἰῶνος», ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τό ὄντως ὄν, διακρίνεται ἀπό τό χαρακτηριστικό τῆς ἀκινησίας, προκειμένου νά ἀποκλεισθεῖ κάθε ἐνδεχόμενο θεωρήσεως σέ αὐτό μεταβολῆς ἤ ἀλλοιώσεως. Σχετικῶς μέ τό ἐξεταζόμενο θέμα βλ., ἐπίσης, Χ. Γ ι α ν ν α ρ ᾶ, Σχεδίασμα εἰσαγωγῆς στήν φιλοσοφία, 332-334. Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Ἱστορία τῆς Φιλοσοφίας, 264-265. Ν. Ρ. Ξ ι ώ ν η, Οὐσία καί ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, 49-51.
4 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 15, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 457,21-458,17 (=PG 44, 1109ΑC).
5 Βλ. Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J.Mc Donough, GNO, τ.3,2, 78,23-79,2 (=PG 46,173Β).
6 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 157,19-22 (=PG 44, 588C). Βλ., ἐπίσης, Π. Χ ρ ή σ τ ο υ, «Τό ἀνθρώπινον πλήρωμα», Κληρονομία 4(1972), 50.
7 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 205ΒC. Βλ. καί Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Ἱστορία Δογμάτων, τ.2, 457. B. O t i s, «Gregory of Nyssa and the Cappadocian Conception of Time», StPatr 14(1976), 349-351.
8 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 15, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 458,6-10 (=PG 44, 1109Β).
9 Βλ. Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς Ἑξαημέρου, PG 44, 72A:«ὡς τὸ σημεῖον ἀρχὴ τῆς γραμμῆς, καὶ τοῦ ὄγκου τὸ ἄτομον, οὕτω καὶ τὸ ἀκαρὲς τοῦ χρονικοῦ διαστήματος».
10 Εἰς τὸν ἕκτον ψαλμόν περὶ τῆς ὀγδόης, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 189,1-4 (=PG 44, 609C): «τούτου χάριν ὅταν ἐκμετρῶ μὲν ταῖς ἡμέραις τὸν χρόνον, ἀπὸ τῆς μιᾶς ἀρχόμενοι καὶ τῇ ἑβδόμῃ τὸν ἀριθμόν κατακλείοντες, πάλιν ἐπὶ τὴν μίαν ἀναποδίζομεν, ἀεὶ διὰ κύκλου τῶν ἑβδομάδων ἀναμετροῦντες ὅλον τὸ τοῦ χρόνου διάστημα». Βλ., ἐπίσης, Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 1, P.Alexander, GNO, τ.5, 287,8-288,6 (=PG 44, 625ΒD). Ἡ ἀντίληψη περί κυκλικοῦ χρόνου συνιστᾶ σταθερό δίδαγμα τῆς θεολογικῆς σκέψεως τῶν Καπαδοκῶν πατέρων. Βλ., σχετικῶς, Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Συνέπειαι τῆς πτώσεως, 70 ὑπ.176. Δ. Γ. Τ σ ά μ η, «Ἡ διαλεκτική φύσις», ΑΒ1(1969), 19. B. O t i s, «Cappadocian Thought as a Coherent System», DOP 12(1958), 109. J. G a ï t h, La conception de la liberté, 168, ὅπου ὑπογραμμίζεται ἡ ἐντός τῆς διδασκαλίας τῶν πατέρων παρατηρούμενη ἄμεση σχέση καί ἐξάρτηση τοῦ χρόνου μέ τήν ἁμαρτία. Ἄκρως ἐνδιαφέρουσα θεωρεῖται ἡ ἑρμηνευτική ἄποψη τοῦ Μ. Βασιλείου περί τῆς ἀποδοχῆς «πρεσβυτέρας τῆς τοῦ κόσμου γενέσεως καταστάσεως», ἐντός τῆς ὁποίας ὁ Θεός ἔπλασε τίς ἀγγελικές δυνάμεις καί στήν ὁποία ἀποδίδει τόν χαρακτηρισμό τῆς «ὑπερχρόνου», τῆς «αἰωνίου» καί τῆς «ἀιδίου» (Εἰς τήν Ἑξαήμερον, Λόγος 1, S. Giet, SC, τ.26bis, 104 [=PG 29, 13Α]). Ἡ ἄποψη αὐτή ἐνδείκνυται νά ἐκληφθεῖ καί νά κατανοηθεῖ ὑπό τήν εὔστοχη συνδυαστική ἑρμηνευτική ἔννοια πού δίνει ὁ Ν. Ἀ. Ματσούκας, ἑρμηνεύοντας τίς περί «αἰῶνος» ἑρμηνευτικές ἀπόψεις τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἐπισημαίνοντας προσφυῶς ὅτι «ὁ χρόνος ὡς διάρκεια καί κίνηση ἔχει μιά σχετικότητα. αὐτός ὁ χρόνος εἶναι ὁ κτιστός αἰώνας ἐνῶ στήν ἀίδια σχέση τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἄπειρος. εἶναι σάν “χρονικὸ κίνημα καὶ διάστημα” πού “συμπαρεκτείνεται” στήν ἀίδια κατάσταση. Ἔτσι ὁ Θεός δημιούργησε ἤ πραγμάτωσε, κατά τούς λόγους τῶν ὄντων, πρῶτα τούς αἰῶνες, δηλαδή τή “διαστηματικὴ” κτιστή κίνηση ἤ τόν νοητό χῶρο τῶν λογικῶν καί νοερῶν ὄντων» (Δογματική καί Συμβολική Θεολογία, τ.2, 184-185. Βλ., ἐπίσης, τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, ὅπ.π., τ.3, 186-187). Ἐνδεχόμενη ἀποδοχή τῆς ἑρμηνευτικῆς ἐκείνης ἐκδοχῆς πού θά ἀπέδιδε τήν ἀναφερθεῖσα ἑρμηνευτική ἄποψη τοῦ Μ. Βασιλείου μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ χρόνος θά ἦταν δυνατόν νά ἐκληφθεῖ ἐν προκειμένῳ ὡς μή ὑφιστάμενος στόν πρό τῆς ἐνάρξεως τῆς ὑλικῆς δημιουργίας ἀγγελικό κόσμο, θά λογιζόταν ἀσφαλῶς ὡς παρακινδυνευμένη καί ἐσφαλμένη (Βλ., σχετικῶς, Ν. Γ. Ξ ε ξ ά κ η, Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 68-69. Π. Ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 413), ἀφοῦ ἀφ’ ἑνός μέν ὑπάρχει ἄρρηκτη σχέση μεταξύ τῆς ἔννοιας τοῦ χρόνου καί τῆς συμπεριλαμβάνουσας καί τήν φύση τῶν ἀγγέλων κτιστῆς δημιουργίας (Βλ. Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 45,11-14 [=PG 94, 865Α], ὅπου διευκρινίζεται ὅτι οἱ ἄγγελοι μπορεῖ μέν νά χαρακτηρισθοῦν ὡς «ἀσώματοι» ἀποκλειστικῶς ἐν συγκρίσει πρός τό ἀνθρώπινο γένος, ἀναφορικῶς ὅμως καί ἐν συγκρίσει πρός τόν «μόνον ὄντως ἄυλον καὶ ἀσώματον» Θεό, «παχύ τε καὶ ὑλικὸν εὑρίσκεται πᾶν συγκρινόμενον πρὸς Θεὸν τὸν μόνον ἀσύγκριτον»), ἀφ’ ἑτέρου δέ πρίν ἀπό τήν ὑπό μεταβλητότητας χαρακτηριζόμενη ἔννοια καί διάσταση τοῦ χρόνου ὑπῆρχε μόνο ἡ «ἀνεπίδεκτος τῆς κινήσεως τῆς κατὰ τροπὴν καὶ μεταβολὴν καὶ ἀλλοίωσιν» ἄκτιστη φύση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ (Βλ., ἐνδεικτικῶς, Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Ν ύ σ σ η ς, Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 23,13-21 [=PG 45, 28C]. Θ ε ο δ ω ρ ή τ ο υ Κ ύ- ρ ο υ, Eἰς τὴν Γένεσιν, PG 80, 81C-84A. Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 44,19-26 [=PG 94, 864ΑΒ]. Μ α ξ ί μ ο υ Ὁ μ ο λ ο- γ η τ ο ῦ, Κεφάλαια περὶ ἀγάπης, A. Ceresa-Gastaldo, MCCSC, τ.3, 196 [PG 90, 1049Α]). Πρβλ. καί Χ. Ἀ ν δ ρ ο ύ τ σ ο υ, Δογματική, 99.
11 Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 1, P.Alexander, GNO, τ.5, 284,19-20 (=PG 44, 624Β).
12 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 1, P.Alexander, GNO, τ.5, 288,18 (=PG 44, 628Α), ὅπου ἀναφέρεται «ὁ τῆς ἀθλήσεως χρόνος». Πρβλ. ὅπ.π., 284,12-285,2 (=PG 44, 624Β): «ἡ αἰσθητικὴ ζωὴ ἡ διὰ τῆς τῶν αἰσθητηρίων ἐνεργείας διεξαγομένη ἐπὶ τούτῳ τῇ φύσει δέδοται, ἐφ’ ᾧ τε τὴν τῶν φαινομένων γνῶσιν ὁδηγὸν γενέσθαι τῆς ψυχῆς πρὸς τὴν τῶν ἀοράτων ἐπίγνωσιν». Ὅπ.π., 288,21-289,3 (=PG 44, 628ΑΒ). Βλ., ἐπίσης, J. G a ï t h, La conception de la liberté, 169. Κ. Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, «“Σύμμετρον” καί “Εὔκαιρον”», 91.
13 Βλ. Εἰς τὸν ἕκτον ψαλμόν περὶ τῆς ὀγδόης, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 189,5-10 (=PG 44, 609CD). Βλ., σχετικῶς, Ἀ. Γ. Μ α ρ ᾶ, Ἡ ἐσχατολογία, 54. Ὁ Ν. Γ. Ξεξάκης, κατά τήν παράθεση τῆς ἀπόψεως τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη περί τῶν βασικῶν χαρακτηριστικῶν τῆς αἰωνιότητας, ἀναφέρει τά γνωρίσματα τοῦ «ἀπεριορίστου» καί τοῦ «ἀδιαδόχου» καί σημειώνει τήν ἐκ τούτων ἀπορρέουσα ἀντίθεση αὐτῆς πρός τήν ἔννοια τοῦ χρόνου (Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 70-71). Βλ., ἐπίσης, J. B r i n k t r i n e, Die Lehre, 48, ὁ ὁποῖος προσδιορίζει τήν αἰωνιότητα ἀφ’ ἑνός μέν ὡς περιβάλλουσα, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὡς προϋπάρχουσα τοῦ διαστήματος τοῦ χρόνου. Βλ., ἐπιπροσθέτως, Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Συνέπειαι τῆς πτώσεως, 73, ὅπου ἐπισημαίνεται ὅτι «ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ ζωῇ καί παραδόσει ἡ ὑπερφαλάγγισις αὕτη τοῦ χρόνου εἶναι πραγματικότης βιουμένη ἐν τῇ λειτουργικῇ ζωῇ», κατά τήν ὁποία «καταργοῦνται αἱ κατηγορίαι τοῦ χρόνου καί τοῦ χώρου, διά νά ἔλθῃ ὁ ἄνθρωπος εἰς ἄμεσον ἐπαφήν πρός τήν αἰωνιότητα». Ὁ Ε. Θεοδώρου, ἐκ παραλλήλου, σημειώνει ὅτι ἐντός τῆς λατρευτικῆς ζωῆς, «βιουμένης τῆς αἰωνιότητος ἐν τῷ παρόντι, συμπυκνοῦνται καί βιοῦνται μυστηριωδῶς ὡς ζῶντα καί ὑπάρχοντα ἐνώπιον ἡμῶν τά τε παρελθόντα καί τά μέλλοντα καί αὐτά ἀκόμη τά ἔσχατα» («Χρόνος, λειτουργικός», ΘΗΕ 12[1968], 383). Βλ., ἐπίσης, Μ. Σ ι ώ τ ο υ, Ἱστορία καί Ἀποκάλυψις, 79. D. B a l á s, Eternity and Time, 149, ἀπό τόν ὁποῖο ἐπισημαίνεται ἡ χαρακτηριζόμενη ἀπό τελειότητα κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου στόν μέλλοντα καιρό, χωρίς ἐν τούτοις νά γίνεται ἀπό αὐτόν μία εὐκρινέστερη διάκριση μεταξύ τῶν ἐννοιῶν τοῦ «διαστήματος» καί τοῦ «αἰῶνος». Στό ἴδιο ἑρμηνευτικό πνεῦμα κινεῖται ἐπίσης ὁ B. Otis («Gregory of Nyssa and the Cappadocian Conception of Time», StPatr 14[1976], 344). Πρβλ. καί Μ. Κ α ρ ά μ π ε- λ ι α, «Ἡ ἔννοια τῆς δημιουργίας στό Γρηγόριο Νύσσης», Γρηγόριος Παλαμᾶς 75 (1992), 844.
14 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 205C.
15 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 129ΑB.
16 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 165Α. Πρβλ. Ν. Γ. Ξ ε ξ ά κ η, Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 66-67. Κ. Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, «“Σύμμετρον” καί “Εὔκαιρον”», 80, ἀπό τόν ὁποῖο σημειώνεται ὅτι ὁ χρόνος «καθίσταται μέτρο τῆς φυσικῆς ἐξελίξεως» τοῦ ἀνθρώπου.
17 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 128C: «Ἐπειδὰν οὖν εἰς τὸ οἰκεῖον πλήρωμα τὸ ἀνθρώπινον φθάσῃ, στήσεται πάντως ἡ ροώδης αὔτη τῆς φύσεως κίνησις, εἰς τὸ ἀναγκαῖον καταντήσασα πέρας, καί τις ἑτέρα κατάστασις τὴν ζωὴν διαδέχεται, τῆς νῦν ἐν γενέσει καὶ φθορᾷ διεξαγομένης κεχωρισμένη». Βλ., ἐπίσης, Μ. Κ α ρ ά μ π ε λ ι α, «Ἡ ἔννοια τῆς δημιουργίας στό Γρηγόριο Νύσσης», Γρηγόριος Παλαμᾶς 75 (1992), 844-845.
18 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 205C. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 129ΑB. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 51,16-18 (=PG 46, 520D). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 15, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 466,18-19. 467,1 καί 469,6-8. (=PG 44, 1116 D. 1117Α-1120A). Πρβλ. J. D a n i é l o u, Platonisme, 58. Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Ἱστορία Δογμάτων, τ.2, 457. Ἀ. Γ. Μ α ρ ᾶ, Ἡ ἐσχατολογία, 53-54.
19 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 121,3-6 (=PG 44, 548C). Κατὰ Ἀρείου καὶ Σαβελλίου, F. Mueller, GNO, τ.3,1, 77,13-14 (=PG 45, 1289Β). Ἡ θεώρηση τοῦ χρόνου ὡς κτιστοῦ προσδιοριστικοῦ στοιχείου καί διαστήματος ἔχοντος ἀρχή καί τέλος ἐρείδεται τόσο στήν Ἁγία Γραφή (Βλ. Ψαλμ. 101,27, Ματθ. 24,35), ὅσο καί στήν πατερική διδασκαλία. Βλ., ἐνδεικτικῶς, Β α σ ι λ ε ί ο υ, Εἰς τήν Ἑξαήμερον, Λόγος 1, S. Giet, SC, τ.26bis, 98-100 (=PG 29, 9Β-12Α). M α ξ ί μ ο υ Ὁ μ ο λ ο γ η τ ο ῦ, Κεφάλαια περὶ ἀγάπης, A. Ceresa-Gastaldo, MCCSC, τ.3, 196 (=PG 90, 1049Α). Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α σ κ η- ν ο ῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 131,8-21 (=PG 94, 813Α).
20 Πρὸς τά Ἀπολιναρίου Ἀντιρρητικὸς, F. Mueller, GNO, τ.3,1, 225,25-27 (=PG 45,1257C): «τὸ γὰρ σήμερον τῶν δύο τοῦ χρόνου τμημάτων, τοῦ παρῳχηκότος τε καὶ τοῦ μέλλοντος, τό μέσον ἐστὶν».
21 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 131,13-16 (=PG 45, 361Α). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 209,26-210,5 (=PG 45, 793CD). Βλ., ἐπίσης, ὅπ.π., τόμος 7, 226,6-227,19 (=PG 45, 813ΑD). Τό τελευταῖο χωρίο εἶναι ἐνταγμένο στήν ἔκθεση τῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου περί τῆς θεωρήσεως τοῦ ὑποστατικοῦ ἰδιώματος τῆς ἐκ τοῦ Πατρός γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ ὡς ἀχρόνου καί ἀιδίου. Βλ., ἐπίσης, Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 6, P.Alexander, GNO, τ.5, 374,19-20 (=PG 44, 697C): «παντὶ τῷ γινομένῳ συμπαρατείνεται χρόνος». Πρβλ. Β α σ ι λ ε ί ο υ, Εἰς τήν Ἑξαήμερον, Λόγος 1, S. Giet, SC, τ.26bis, 106 (=PG 29, 13Β): «συμφυὴς ἄρα τῷ κόσμῳ καὶ τοῖς ἐν αὐτῷ ζῴοις τε καὶ φυτοῖς ἡ τοῦ χρόνου διέξοδος ὑπέστη, ἐπειγομένη ἀεὶ καὶ παραρρέουσα, καὶ μηδαμοῦ παυομένη τοῦ δρόμου». Ὅπ.π., Λόγος 3, 196 (=PG 29, 56D). Σχετικῶς μέ τήν ἐκτιθέμενη ἔννοια τοῦ χρόνου στήν διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου, βλ., ἐνδεικτικῶς, P. Z e m p, Die Grundlagen heilsgeschichtlichen Denkens bei Gregor von Nyssa, 65-90. H.U.von B a l t h a s a r, Présence et pensée, 3-10. P. P l a s s, «Transcedent time», Vig Chr 34(1980), 185-190. Βλ.,ἐπίσης,Θ. Ἀ. Ἀ λ ε ξ ο π ο ύ λ ο υ, «Τό εἶναι», 183-215, ἀπό τόν ὁποῖο πραγματοποιεῖται μία ἀναφορά τοῦ περιεχομένου τοῦ ὅρου «διάστημα» στήν φιλοσοφική σκέψη καί στήν πατερική γραμματεία. B. O t i s, «Gregory of Nyssa and the Cappadocian Conception of Time», StPatr 14(1976), 345-347.
22 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 7, P.Alexander, GNO, τ.5, 412,10-14 (=PG 44,729C). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 207,25-208,2 (=PG 45,792C). Ὅπ.π., 210,17-18 (=PG 45,796Α). Πρβλ. Ἐγκώμιον εἰς τὸν μέγαν Βασίλειον, O.Lendle, GNO, τ.10,1, 111,10-16. 114,12-18 (=PG 46,792ΑΒ. 796Α).
23 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 137,13-19 (=PG 45,368C). Ὅπ.π., 136,8-13 (=PG 45,365D-368Α).
24 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 128,8-22 (=PG 45,357BC). Ὅπ.π., 136,17-19 καί 22-24 (=PG 45,368Α). Βλ., ἐπίσης, Θ. Ἀ μ π α τ ζ ί δ η, «Χρόνος καί αἰωνιότητα», Φιλόθεος 1(2001), 110.
25 Βλ. Εἰς τὸν ἕκτον ψαλμόν περὶ τῆς ὀγδόης, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 189,5-25 (=PG 44,609C-612Α). Πρβλ. J. D a n i é l o u, «La typologie de la semaine», RSR 35(1948), 398, κατά τόν ὁποῖο ἡ ὄγδοη ἡμέρα ἀντιπροσωπεύει τό πλέον ὑψηλό ἐπίπεδο τοῦ πνευματικοῦ βίου τοῦ ἀνθρώπου, ὅπου λαμβάνει χώρα ἡ ἀπέκδυση τῶν θνητῶν δερμάτινων χιτώνων, ἡ κάθαρση ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἡ ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου στήν βασιλική θέση, πού κατεῖχε προπτωτικῶς. Κ. Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, «“Σύμμετρον” καί “Εὔκαιρον”», 93, κατά τόν ὁποῖο «στήν “ὀγδόη ἡμέρα” ἀναμένεται ἡ πλήρης ἀποκατάσταση τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου, ὅπως βεβαίως καί τῆς κτίσεως». Ἀ. Γ. Μ α ρ ᾶ, Ἡ ἐσχατολογία, 115-116.
26 Βλ. Εἰς τὸν ἕκτον ψαλμόν περὶ τῆς ὀγδόης, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 188,18-189,4 (=PG 44, 609ΒC). Πρβλ. J. D a n i é l o u, «La typologie de la semaine», RSR 35(1948), 395. J. F. C a l- l a h a n, «Greek Philosophy», DOP 12(1958), 38. Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Συνέπειαι τῆς πτώσεως, 73. Κ. Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, «“Σύμμετρον” καί “Εὔκαιρον”», 93-94. Ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, λαμβάνοντας ἐπίσης ὡς πρότυπο τίς ἑπτά ἡμέρες τῆς δημιουργίας, καθώς καί τήν ἑβδομαδιαία προσμέτρηση τοῦ παρόντος χρόνου, κάνει λόγο γιά ἑπτά αἰῶνες τοῦ κόσμου «ἤγουν ἀπὸ τῆς οὐρανοῦ καὶ γῆς κτίσεως μέχρι τῆς κοινῆς τῶν ἀνθρώπων συντελείας τε καὶ ἀναστάσεως», ἐνῶ τό διάστημα «ὅτε μέλλει ἡ κοινὴ γίνεσθαι τῶν ἀνθρώπων ἀνάστασις» τό προσδιορίζει ὡς «ὄγδοον αἰῶνα» (Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 44,14-17 [=PG 94,861ΒC]).
27 Περὶ ψυχῆς καί ἀναστάσεως, PG 46, 128ΒC: «οὐκοῦν ἑστῶσά τις καὶ ἀδιάλυτος ἡ μετὰ ταῦτα ζωή δι’ ἀκολουθίας προφαίνεται, οὔτε ὑπὸ γενέσεως, οὔτε ὑπὸ φθορᾶς ἀλλοιουμένη». Ὅπ.π., PG 46, 129ΑΒ. Εἰς τὸν ἕκτον ψαλμόν περὶ τῆς ὀγδόης, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 189,19-20 (=PG 44, 609D): «τοῦ ἑβδομαδικοῦ παυσαμένου χρόνου ἐνστήσεται ἡμέρα ὀγδόη μετὰ τὴν ἑβδόμην». Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 8, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 161,18-162,3 (=PG 44, 1292Β). Βλ., ἐπίσης, Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 83,23-24 (=PG 44, 504D). Ὅπ.π., 121,3-8 (=PG 44, 548CD). Χαρακτηριστικό καθίσταται σύν τοῖς ἄλλοις τό γεγονός τῆς θεωρήσεως ἀπό τόν Γρηγόριο τῆς ὑπερβάσεως τοῦ ἀσταθοῦς «αἰσθητοῦ χρόνου» ὡς ἀποτελέσματος τῆς διά βίου ἀσκήσεως τῆς ἀρετῆς, ἐφόσον ἀποκλειστικῶς δι’ αὐτῆς ὁ ἄνθρωπος ὁμοιώνεται κατά χάριν μέ τόν ἐκ φύσεως ὑπάρχοντα ἐκτός μεταβολῆς καί ἀλλοιώσεως τρισυπόστατο Θεό (Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 1, P.Alexander, GNO, τ.5, 288,21-289,3 [=PG 44,628ΑΒ]. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 83,22-26 [=PG 44,504CD]).
28 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 5, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 154,20-156,13 (=PG 44, 872C-873A). Ὅπ.π., Λόγος 11, 336,1-12 (=PG 44, 1009D-1012A). Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 79,7-80,7 (=PG 44,369BD). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 61,21-26 (=PG 44,477Β). Ὅπ.π., 121,6-12 (=PG 44,548CD). Πρβλ. Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία, τ.3, 184. Βλ., ἐπίσης, Θ. Ἀ μ π α τ ζ ί δ η, «Χρόνος καί αἰωνιότητα», Φιλόθεος, 1(2001), 118-119, ἀπό τόν ὁποῖο ἐκτίθεται ἕνας προβληματισμός σχετικῶς μέ «τή δημιουργία καί τήν ἐσχατολογία σέ σχέση μέ τόν χρόνο στή σκέψη τοῦ Γρηγορίου ».
29 Βλ. Κατὰ Ἀρείου καί Σαβελλίου, F. Mueller, GNO, τ.3,1, 74,5-7 (=PG 45, 1285Β). Κατὰ Μακεδονιανῶν τῶν Πνευματομάχων, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 98,28-99,1 (=PG 45, 1313D. 1316Β).
30 Βλ. Κατὰ Μακεδονιανῶν τῶν Πνευματομάχων, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 103,18-21 (=PG 45, 1321Β). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 121Β. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ὁ ἑρμηνευτικός προσδιορισμός ἀπό τόν Μάξιμο τόν Ὁμολογητή τοῦ «αἰῶνος», διά τοῦ ὁποίου ἀναδεικνύεται ἀφ’ ἑνός μέν ὁ συσχετισμός μεταξύ τῆς ἐν λόγῳ ἔννοιας καί τοῦ διαστήματος τοῦ χρόνου, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἡ ἐξάρτηση τῶν ἐννοιῶν αὐτῶν ἀπό τήν ὕπαρξη κινητικῆς δραστηριότητας (Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, PG 91, 1164ΒC). Πρβλ. Ν. Ἀ. Μ α τ- σ ο ύ κ α, Ἐπιστήμη, φιλοσοφία καί θεολογία στήν Ἑξαήμερο τοῦ Μ. Βασιλείου, 149. F. D i e k a m p, Die Gotteslehre, 22-224.
31 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 135,25-28 (=PG 45,365C): «ἔοικεν οἷόν τι μέτρον καὶ ὅρος τῆς τῶν ἀνθρωπίνων λογισμῶν κινήσεως καὶ ἐνεργείας ὁ αἰὼν καὶ τὰ ἐντὸς τούτων εἶναι, τὰ δὲ ὑπερκείμενα τούτων ἄληπτα καὶ ἀνεπίβατα λογισμοῖς μένει». Πρβλ. καί Πρὸς τόν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 395,3-9 (=PG 45,1104D).
32 Βλ. Κατὰ Μακεδονιανῶν τῶν Πνευματομάχων, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 103,14-18 (=PG 45, 1321ΒC).
33Βλ. Πρὸς Θεόφιλον, Κατὰ Ἀπολιναριστῶν, F. Mueller, GNO, τ.3,1, 120,14-15 καί 121,4-5 (=PG 45,1272ΑΒ). Βλ., ἐπίσης, N. Ρ. Ξ ι ώ ν η, Οὐσία καί ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, 48-49. Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία, τ.3, 340.
34 Βλ. Πρὸς τόν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 385,13-16 (=PG 45, 1093Α). Πρὸς τά Ἀπολιναρίου Ἀντιρρητικὸς, F. Mueller, GNO, τ.3,1, 222,11-21 (=PG 45, 1252D-1253Α).
35 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 128,13-17 (=PG 45, 357B). Ὅπ.π., 136,1-7 καί 14-24 (=PG 45, 365D. 368Α). Ὅπ.π., 206,23-207,26 (=PG 45, 444C-445Α). Πρβλ. καί A. L i e s k e, «Theologie des Christusmystik», ZKTh 70(1948), 157.
36 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 197,25-198,25 (=PG 45, 433D-436Α). Ὅπ.π., 134,13-26 (=PG 45, 364D-365Α). Ἄξια μνείας στό σημεῖο αὐτό θεωρεῖται ἡ ἄποψη τοῦ Ὠριγένη περί τῆς αἰωνιότητας τῆς κτιστῆς δημιουργίας, προκειμένου νά διασφαλισθεῖ τό «ἄτρεπτον» καί «ἀναλλοίωτον» τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὀρθῶς σημειώνει ὁ Ν. Ξεξάκης, ἡ ἀποδοχή τῆς ἐν λόγῳ ἐκδοχῆς καθιστᾶ τόν Θεό «ὑποκείμενον εἰς ὅρους τῆς κοσμικῆς πραγματικότητος» καί τόν κόσμο «προσδιορίζοντα τόν Θεόν» (Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 71-72. Βλ., ἐπίσης, Π. Ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 313. Θ. Ἀ μ π α τ ζ ί- δ η, «Χρόνος καί αἰωνιότητα», Φιλόθεος, 1(2001), 111-112. D. B a l á s, Eternity and Time, 136-137). Ὅπως, ἐξ ἄλλου, ἔχει σημειωθεῖ ἀπό τόν Π. Τρεμπέλα, «οὐδεμία μεταβολή ἤ ἀλλοίωσις προσεγένετο εἰς τόν Θεόν ὑπό τῆς δημιουργικῆς αὐτοῦ ἐνεργείας», ἐφόσον ἡ κτίση δέν προέρχεται ἐκ τῆς οὐσίας του ἀλλά ἐκ τῆς δημιουργικῆς του ἐνέργειας. Ὁ τρισυπόστατος Θεός εἶναι ἀιδίως καί ἀχρόνως δημιουργός, διότι «ἔχει ἐν ἑαυτῷ πᾶν ὅ,τι συνιστᾷ τόν δημιουργόν», δηλαδή τόσο τό ἀίδιο σχέδιο τῆς δημιουργίας, ὅσο καί τήν βούληση, καθώς καί τήν δημιουργική του δύναμη (Π. Ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 336-337). Ὡς πρός αὐτό τό σημεῖο τῆς διατυπωμένης πατερικοθεολογικῆς σκέψεως, βλ., ἐνδεικτικῶς, Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Κατὰ Μανιχαίων, B. Kotter, SJD, τ.4, 356,8-12 (=PG 94, 1513Β). Μ α ξ ί μ ο υ Ὁ μ ο λ ο γ η τ ο ῦ, Κεφάλαια ἀγάπης, A. Ceresa-Gastaldo, MCCSC, τ.3, 195 (=PG 90, 1048CD).
37 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 7, W. Jaeger, GNO, τ.2, 217,5-7 (=PG 45, 804Α): «αἰῶνος δὲ οὐκ ὄντος, οὐδέ τινος διαστηματικῆς ἐννοίας περὶ τὴν θείαν φύσιν τὴν ἄποσόν τε καὶ ἀδιάστατον θεωρουμένης». Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 209,26-210,15 (=PG 45, 448BC). Πρβλ. καί K. B a r t h, Dogmatik, τ.1,1, 413.
38 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 128,17-22 (=PG 45, 357C). Πρὸς τά Ἀπολιναρίου Ἀντιρρητικὸς, F. Mueller, GNO, τ.3,1, 222,16-19 (=PG 45, 1253Α).
39 Ἀπό τό πλῆθος τῶν σχετικῶν χωρίων βλ., ἐνδεικτικῶς, Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 128,27-29 (=PG 45, 357C): «εἰ γάρ τι σημεῖον ὑπέρκειται γνωριστικὸν τῆς τοῦ Υἱοῦ γεννήσεως, ἐκεῖνο δηλονότι καὶ τῷ Πατρὶ τὴν ἀρχὴν ὁρίσει τῆς ὑποστάσεως». Ὅπ.π., 139,3-7 (=PG 45, 369C). Ὅπ.π., 194,5-195,5 (=PG 45, 429C-432Α). Ὅπ.π., 207,27-208,4 καί 210,26-211,2 (=PG 45, 445Β. 448D-449Α). Ὅπ.π., 224,6-21 (=PG 45, 464ΑΒ). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγος, τόμος 1, W. Jaeger, GNO, τ.2, 31,4-9 καί 31,21-32,23 (=PG 45, 593Α-596Α). Ὅπ.π., τόμος 6, 203,4-205,7 (=PG 45, 788Β-789Β). Πρὸς Συμπλίκιον, Περὶ πίστεως, F.Mueller, GNO, τ,3,1, 64,22-65,3 (45, 140C-141A).
40 Βλ. Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 355,8-356,14 (=PG 45, 512D-513Β).
41 Βλ. Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 316,1-21 (=PG 45, 469D-472A). Ὅπ.π., 327,8-22. (=PG 45, 481D-484Α). Ὅπ.π., 353,24-26 (=PG 45, 512Α). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγος, τόμος 8, W. Jaeger, GNO, τ.2, 254,6-19 (=PG 45, 844CD).
42 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 224,21-225,2 (=PG 45, 464ΒC). Κατὰ Μακεδονιανῶν τῶν Πνευματομάχων, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 100,14-101,3 (=PG 45, 1317ΒD). Περί τῆς ἑρμηνείας τῆς τελευταίας αὐτῆς διατυπωθείσης ἀπόψεως τοῦ Γρηγορίου Νύσσης ἀπό θεολόγους συγγραφεῖς τοῦ 13ου καί τοῦ 14ου αἰ. βλ. Χ ρ υ σ. Ν. Σ α β β ά τ ο υ (νῦν Μητροπολίτου Μεσσηνίας), Ἡ θεολογική ὁρολογία,189-190. Κ. Ἠ. Λ ι ά κ ο υ ρ α, Ἡ διδασκαλία τοῦ Νείλου Καβάσιλα, 193-195. Ν. Χ. Ἰ ω α ν ν ί δ η, Ὁ Ἰωσήφ Βρυέννιος, 257.
43 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 225,2-3 (=PG 45, 464C). Ἡ φράση «κατὰ τὸν τῆς αἰτίας λόγον» ἐνδείκνυται νά ἐκληφθεῖ καί νά ἀποδοθεῖ ἑρμηνευτικῶς, ὅπως σχετικῶς σημειώνεται κατά τήν παράθεση τῆς ἑρμηνείας τῆς διατυπώσεως αὐτῆς ἀπό τόν Νεῖλο Καβάσιλα, ὡς «κατὰ τὸν λόγον τῆς ἰδικῆς του (τοῦ Υἱοῦ) πρὸς τὸν Πατέρα αἰτίας, ἐπ' οὐδενὶ δὲ κατὰ τὸν λόγον τῆς αἰτίας τῆς ὑπάρξεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Κ. Ἠ. Λ ι ά κ ο υ ρ α, Ἡ διδασκαλία τοῦ Νείλου Καβάσιλα, 194), καί ὅπως κατά συναφῆ τρόπο διατυπώνεται ἑρμηνευτικῶς ἀπό τόν Ἰωσήφ Βρυέννιο, «οὐ κατὰ τὸν τῆς αἰτίας λόγον, ἧς ἔχει ὁ Υἱὸς πρὸς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, ἀλλὰ κατὰ τὸν τῆς αἰτίας λόγον τῆς ἑαυτοῦ ἐκ τοῦ Πατρὸς ὑποστάσεως» (Ν. Χ. Ἰ ω α ν ν ί δ η, Ὁ Ἰωσήφ Βρυέννιος,257). Παρεμφερῆ ἐπί τοῦ προκειμένου σημείου ἔννοιολογική ἄποψη ἔχει διατυπώσει ὁ Μ. Βασίλειος. Σχετικῶς μέ τήν διατυπωμένη αὐτή ἄποψη τοῦ Μ. Βασιλείου περί τῆς «κατ' ἐπίνοιαν» θεωρήσεως ἀπό τόν ἄνθρωπο τῶν ὑπαρκτικῶν σχέσεων τῶν ὑποστάσεων τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, βλ. Β α σ ι λ ε ί ο υ, Κατὰ Σαβελλιανῶν, καὶ Ἀρείου, καὶ τῶν Ἀνομοίων, Λόγος 24, PG 31, 609BC: «οὐδὲ μὴν δέχεται ψυχὴ ἡμῶν ἐπίνοιαν χωρισμοῦ ὡς ἤ τοῦ Μονογενοῦς μὴ συνόντος ἀεὶ τῷ Πατρὶ, ἤ τοῦ ἁγίου Πνεύματος μὴ συνυπάρχοντος τῷ Υἱῷ». Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Κατὰ Εὐνομίου, Λόγος 1, B. Sesboüé, SC, τ.299, 190,32-192,37 (=PG 29, 525ΒC).
44 Βλ. Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 317,3-17 (=PG 45, 472ΒC). Βλ. Κατὰ Ἀρείου καί Σαβελλίου, F. Mueller, GNO, τ.3,1, 74,26-28 (=PG 45, 1285D). Ὅπ.π., 76,78 (=PG 45, 1288C).
45 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 132,12-21 (=PG 45, 361CD). Ὅπ.π.. 134,13-17 (=PG 45, 364D). Ὅπ.π. 130,10-131,22 (=PG 45, 360C-361Β). Στό τελευταῖο αὐτό χωρίο ὁ Γρηγόριος διευκρινίζει ὅτι, ἐφόσον τό διάστημα περιγράφεται ἐντός δύο σημείων ὁριοθετούντων αὐτό, κατά τήν περίπτωση τοῦ προκύπτοντος ἐκ τῆς ἀποδοχῆς προϋπάρξεως τοῦ Πατρός ὡς προς τόν Υἱό διαστήματος, ἐάν ὡς τό ἕνα ἄκρο θεωρηθεῖ ἡ ἐκ τοῦ Πατρός γέννηση τοῦ Μονογενοῦς, τό ἄλλο ἄκρο θά πρέπει κατ' ἀνάγκην νά ἀναζητηθεῖ στήν συλλογιστικῶς προκύπτουσα ἤ κατασκευαζόμενη ἀρχή τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνάρχου καί ἀναιτίου Πατρός, στό ὑποστατικό του, δηλαδή, ἰδίωμα τῆς «ἀγεννησίας». Ὁ ἄτοπος καί κακόδοξος αὐτός συλλογισμός ἀναιρεῖ τήν δογματική ἄποψη γιά τόν ἀνερμήνευτο τρόπο τῆς ἀίδιας ὑπάρξεως τοῦ ἀνάρχου καί ἀναιτίου Πατρός, ἐφόσον προβάλλει αὐτόν ἐξαρτώμενο ἐκ συγκεκριμένης ἀρχῆς. Βλ., ἐπίσης, Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγος, τόμος 7, W. Jaeger, GNO, τ.2, 219,20-22 (=PG 45, 805C).
46Βλ. Κατὰ Μακεδονιανῶν τῶν Πνευματομάχων, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 98,24-99,1 (=PG 45, 1316Β).
47 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 138,5-139,2 (=PG 45, 369ΑC). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγος, τόμος 7, W. Jaeger, GNO, τ.2, 229,16-230,23 (=PG 45, 816D-817B). Πρβλ. Κ. Ἠ. Λ ι ά κ ο υ ρ α, Τό μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος, 31.
48 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 217,26-218,22 (=PG 45, 456C-457Α). Ὅπ.π., 223,19-224,5 (=PG 45, 461D-464Α).
49 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 219,3-7 (=PG 45, 457Β).
50 Βλ. Πρὸς τόν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 395,9-11 (=PG 45, 1104D): «πᾶν γὰρ τὸ ἀρχήν τε καὶ τελευτὴν ἔχον τοῦ εἶναι, ἐκ τοῦ μὴ ὄντος ἄρχεται καὶ εἰς τὸ μὴ ὄν καταλήγει». Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγος, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 209,26-210,5 (=PG 45, 793CD). Βλ., ὡσαύτως, Θ. Ἀ μ π α τ ζ ί δ η, «Χρόνος καί αἰωνιότητα», Φιλόθεος, 1(2001), 115.
51 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγος, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 210,9-18 (=PG 45, 793D-796Α).
52 Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 134,3-5 (=PG 45, 364C): «τῆς δὲ κτίσεως ἐν παρατάσει τινὶ διαστηματικῇ θεωρουμένης, πᾶσα χρονικὴ τάξις καὶ ἀκολουθία τῶν γεγονότων καταλαμβάνεται».
53 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 128,30-130,9 (=PG 45, 357D-360B).
54 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 134,1-7 (=PG 45, 364C).
55 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 1, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 9,26-10,6 (=PG 44, 1124D-1125Α): «ἐν τρισὶ τμήμασι τὸ χρονικὸν μετρεῖται διάστημα, τῷ παρῳχηκότι, τῷ ἐνεστῶτι καὶ τῷ μέλλοντι· ἐν τοῖς τρισὶ τούτοις ἡ εὐεργεσία καταλαμβάνεται .... αἱ τῶν μελλόντων ἐλπίδες τῆς αὐτῆς ἐνεργείας ἤρτηνται». Βλ., ὡσαύτως, Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Συνέπειαι τῆς πτώσεως, 71. Θ. Ἀ μ π α τ ζ ί δ η, «Χρόνος καί αἰωνιότητα», Φιλόθεος, 1(2001), 116. D. B a- l á s, Μετουσία Θεοῦ, 138. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Eternity and Time, 148.
56 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 102,14-16 (=PG 44, 568C).
57 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 84,9-12 (=PG 44, 505Α). Εἰς τὸν ἕκτον ψαλμόν περὶ τῆς ὀγδόης, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 189,22-190,2. (=PG 44, 612Α). Πρβλ. Δ. Γ. Τ σ ά μ η, «Ἡ διαλεκτική φύσις», ΑΒ 1(1969), 23. Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Συνέπειαι τῆς πτώσεως, 76-77. Θ. Ἀ μ π α τ ζ ί δ η, «Χρόνος καί αἰωνιότητα», Φιλόθεος, 1(2001), 117.
58 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 105,9-14 (=PG 44, 1225D).
59 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 54,5-7 (=PG 44, 796Β).
60 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 81Β.
61 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 46,5 (=PG 44, 1161D). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 58,2-3 (=PG 44, 473A). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 81Β. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 8, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 258,1-6 (=PG 44, 949D).
62Βλ. Κατὰ Μακεδονιανῶν τῶν Πνευματομάχων, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 91,2-6 (=PG 45, 1304D). Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως, E.Gebhardt, τ.9, 293,20-21 (=PG 46, 617Β). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 5, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 158,8-12 (=PG 44, 873D-876Α). Ὅπ.π., Λόγος 8, 255,9-11 (=PG 44, 948D).
63 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 105,10-11. 13-14 (=PG 44, 1225D). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 6, P.Alexander, GNO, τ.5, 386,20-387,1 (=PG 44, 708D). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 157Α.
64 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 156C: «μηδὲν ἕτερον εἶναι ἀνάστασιν, ἤ τὴν εἰς τὸ ἀρχαῖον τῆς φύσεως ἡμῶν ἀποκατάστασιν». Ὅπ.π., PG 46, 148Α. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 6, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 183,12-15 (=PG 44, 893C). Πρβλ. Ἐπιτάφιος εἰς Πλακίλλαν βασίλισσαν, A.Spira, GNO, τ.9, 486,6-8. 11-15 (PG 46, 889B). Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 36,12-37,13 (=PG 46, 505ΒC). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 32,16-23 (=PG 45, 36D).
65 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 5, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 152,18-153,2 (=PG 44, 869C). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 6, P.Alexander, GNO, τ.5, 386,7-10 (=PG 44, 708C).
66 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 7, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 198,8-10 (=PG 44, 905Α). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 29,20-21 (=PG 45, 33Β).
67 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 45,17-19 (=PG 44, 1161C).
68 Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 58,26 (=PG 44, 473Β).
69Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 196ΑΒ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 106,20 (=PG 44, 1228C). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 302,5-6 (PG 46, 373C). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 6, P.Alexander, GNO, τ.5, 386,9-10. 13-18 (=PG 44, 708CD).
70Βλ.Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 6, P.Alexander, GNO, τ.5, 386,10-13. 18-20 (=PG 44, 708CD). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 50,15-18 (=PG 44, 1168Β). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 302,9-12 (PG 46, 373C).
71 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 105,20-24 (=PG 44,1228Α).
72Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 196D. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 105,23-24 (=PG 44, 1228Α).
73 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 65,13-19 (=PG 44, 1184C). Ὅπ.π., Λόγος 4, 46,5 (=PG 44, 1161D).
74 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 2, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 27,24-27 (=PG 44, 1145Α). Εἰς τὸν βίον καὶ τὰ θαύματα τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ θαυματουργοῦ, G.Heil, GNO, τ.10,1, 5,5-8 (=PG 46, 896B).
75Βλ. Πρὸς τά Ἀπολιναρίου Ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 153,22-24 (=PG 46, 1156B). Πρβλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 7, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 151,17-22 (=PG 44, 1280C).
76 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 2, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 27,10-11 (=PG 44, 1144D). Πρβλ. Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς Ἑξαημέρου, PG 44, 120D-121D, ὅπου ὁ Γρηγόριος, ἑρμηνεύοντας τά ὑπό τοῦ Παύλου περί τοῦ τρίτου οὐρανοῦ ἀναφερόμενα (=Β΄Κορ.12,2-4), περιγράφει αὐτόν ὡς τό «ἀκρότατον τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου» σημεῖο, τό ὁποῖο, «μεθόριον τῆς νοητῆς κτίσεως» ὑπάρχον, περιλαμβάνει «τὰ τοῦ παραδείσου κάλλη».
77Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 57,8-13. 58,6-10 (=PG 44, 797ΒD).
78 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 60,3-5 (=PG 44, 800C).
79 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 60,6-15 (=PG 44, 800CD).
80 Βλ. Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 294,4-13 (=PG 46, 617BC).
81 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 66,16-22. (=PG 44, 484Β).
82 Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 47,22-48,1 (=PG 44, 340D): «Ἐρεῖ γάρ τις, τὸ μὲν συγγενῶς ἔχειν πρὸς τὴν ψυχὴν ἐν τῷ νοητῷ τε καὶ ἀσωμάτῳ τὸν ἄγγελον». Πρβλ. Πρὸς τά Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F. Mueller, GNO, τ.3,1, 212,4-7 (=PG 45, 1237CD): «ἀλλ' ἐπειδὴ ἰσάγγελοί εἰσιν αἱ ψυχαὶ, τῶν σωματικῶν λυθεῖσαι δεσμῶν, ..., διὰ τοῦτο τῇ μετὰ τῶν πνευμάτων συζυγίᾳ τὴν πρὸς τοὺς ἀγγέλους τῶν ψυχῶν ὁμοτιμίαν ὁ λόγος ἐνδείκνυται».
83 Βλ. Εἰς τήν ἡμέραν τῶν Φώτων, E. Gebhardt, GNO, τ.9, 241,17-20 (=PG 46, 600AB). Βλ., ἐπίσης, Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 67,5-6 (=PG 44, 484C).
84 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 86,21-22 (=PG 44, 508C).
85 Βλ. Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως, Λόγος 4, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 311,18-20 (=PG 46, 684C). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 86,14-18 (=PG 44, 508ΒC). Πρβλ. καί Εἰς τούς ἁγίους τεσσαράκοντα μάρτυρας, O.Lendle, GNO, τ.10,1, 147,23-24 (=PG 46, 760C).
86 Βλ. Π λ ά τ ω ν ο ς, Φαῖδρος, I.Burnet, SCBO, τ.2, 247a. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Νόμοι, I.Burnet, SCBO, τ.5 ,653e-654a.
87 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες VI 9,8, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO τ.3, 36-39. Ὅπ.π., 42-45. Ὅπ.π., Ι 8,2, 23-25.
88 Περί τῆς θέσεως τῆς εἰκόνας τοῦ χοροῦ στήν διδασκαλία τοῦ Πλάτωνος καί τοῦ Πλωτίνου, βλ., ἐνδεικτικῶς, J. D a n i é l o u, Platonisme, 164. Μ. C a n é v e t, «Saint Grégoire de Nysse», DSp6(1967), 979. Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, «Μετεωροπορεῖν», Θεολογία 39 (1968), ὑποσ. 9. Β. Ν. Τ α τ ά κ η, Μελετήματα, 146. G. B. B a l á s, Μετουσία Θεοῦ, 62.
89 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 86,20 (=PG 44, 508C). Εἰς τήν γέννησιν τοῦ Χριστοῦ, PG 46, 1128C-1129A. Πρβλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 188D. Βλ., ἐπίσης, G. B. L a d n e r, «The Philosophical Anthropology», DOP 12 (1958), 91.
90 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 68,8-13 (=PG 44, 485Β). Πρβλ. καί Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως, Λόγος 4, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 311,16-19 (=PG 46, 684C). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 133C-136Α.
91 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγος, τόμος 10, W. Jaeger, GNO, τ.2, 293,16-19 (=PG 45, 889A). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 86,18-23 (=PG 44, 508C). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 132C. Περί τῆς σχετικῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου βλ., ὁμοίως, Χ. Γ. Σ ω τ η ρ ο π ο ύ λ ο υ, Θέματα ἀσκητικῆς ζωῆς, 50. Μ. L o t - B o- r o d i n e, “La doctrine”, RHR 53(1932), 534.
92 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 2, P. Alexander, GNO, τ.5, 305, 1-13 (=PG 44, 641BC). Πρβλ. καί Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F. Mueller, GNO, τ.3,1, 152, 2-5 (=PG 45, 1153 A). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, W. Jaeger, GNO, τ.2, 293, 17-19 (=PG 45, 889A). Βλ., ἐξ ἄλλου, σχετικῶς μέ τήν ἄποψη αὐτή, J. D a n i é l o u, «Notes sur trois textes eschatologiques de saint Grégoire de Nysse», RSR 30(1940), 337.
93 Βλ. Εἰς τὸν ὅσιον πατέρα ἡμῶν Ἐφραίμ, PG 46, 849C. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 66,16-22 (=PG 44, 484Β). Πρβλ.ὅπ.π., 87,13-14 (=PG 44, 509Α). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 136Α.
94 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 157,19-22 (=PG 44, 588C): «ὅπερ τοῦ διπλοῦ ἀνθρώπου τοῦ φαινομένου τε καὶ κεκρυμμένου, τὴν ἐναρμόνιον συνῳδίαν πρὸς τὴν θείαν δοξολογίαν ἐνδείκνυται». Ὅπ.π., 66,26-28 (=PG 44, 484C).
95 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 2, W. Jaeger, GNO, τ.2, 68,9-17 (=PG 45, 636AB). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 364,9-12 (=PG 44, 1033Α). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 66,26-28 (=PG 44, 484C).
96 Βλ.Εἰς τὴν ἡμέραν τῶν Φώτων, E. Gebhardt, GNO, τ.9, 241,17-18 (=PG 46, 600AB).
97 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 3, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 88,8-10 (=PG 44, 821C). Ὅπ.π., Λόγος 5, 166,15-16 (=PG 44, 881Β). Ὅπ.π., Λόγος 15, 364,5-8 (=PG 44, 1033Α). Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 93,15-19 (=PG 44, 384Β). Πρβλ. καί Εἰς τοὺς ἁγίους τεσσαράκοντα μάρτυρας, O.Lendle, GNO, τ.10,1, 163,2-4 (=PG 46, 780Α).
98 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 7, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 236,20-237,4 (=PG 44, 933D-936Α).
99 Βλ. Περὶ τοῦ τί τό τοῦ χριστιανοῦ ἐπάγγελμα, W. Jaeger, GNO, τ.8,1, 134, 14-17 (=PG 46, 241D). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 45,23-24 (=PG 45, 49B). Βλ., ἐπίσης, Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 206,12-14 (=PG 46, 280B).
100 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 6, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 143,27-144,4 (=PG 44, 1272ΒC). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 5, P. Alexander, GNO, τ.5, 371,7-10,17 (=PG 44, 696Α). Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 137Β. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 7, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 198,8-10 (=PG 44, 905Α).
101 Βλ. Ἀ ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς, Μετά τά φυσικά, W.Jaeger, SCBO, 1012b, 30-31. Τ ο ῦ ἰ- δ ί ο υ, Περὶ γενέσεως καί φθορᾶς, I. Bekkeri-O. Gigon, Aristotelis Opera, τ.1, 324b,12-13. Ὅπ.π., 337a,19-20. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Περὶ ζώων κινήσεως, A. L. Peck - E. S. Forster, LCL, 698a,9. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Φυσική Ἀκρόασις, W. D. Ross, SCBO, 184b,15-16.
102 Βλ. Ἀ ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς, Μετά τά φυσικά, W.Jaeger, SCBO, 1046a, 11-15. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Περὶ οὐρανοῦ, D. J. Allan , 279a,32-33.
103 Βλ. Ἀ ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς,Μετά τά φυσικά, W.Jaeger, SCBO, 1072b,28-30. Βλ., ὡσαύτως, Κ. Γ. Ν ι ά ρ χ ο υ, Εἰσαγωγικά μαθήματα στή φιλοσοφία, 231.
104 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες ΙΙI 6,6, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO τ.3, 1-7.
105 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες Ι 2,6, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO τ.3, 25-26.
106 Bλ. Φ ί λ ω ν ο ς, Νόμων ἱερῶν ἀλληγορίας τῶν μετὰ τὴν ἑξαήμερον τὸ τρίτον, R.Arnaldez-J.Pouilloux-C.Mondésert, OePhAl, τ.2, 246. Ἡ θεώρηση τῆς ἀπάθειας ὡς καταστάσεως ἐμφαίνουσας τήν ἀληθῆ σοφία χαρακτηρίζει, ἐπίσης, τήν στωική φιλοσοφία (Bλ. Σ. Π α π α δ ο π ο ύ λ ο υ, Πατρολογία Α΄, 153-154. Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Ἱστορία τῆς Φιλοσοφίας, 221-222. E. B r é h i e r, Παγκόσμιος Ἱστορία τῆς Φιλοσοφίας, 238).
107 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 1, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 25,6-8 (=PG 44, 772D). Ἐγκώμιον εἰς τὸν μέγαν Βασίλειον, O.Lendle, GNO, τ.10,1, 116,7-10 (=PG 46, 797Α).
108 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 1, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 30,7-8 (=PG 44, 777Α). Ὅπ.π., Λόγος 5, 135,1-2. (=PG 44, 857Α). Ὅπ.π., Λόγος 8, 254,1-4 (=PG 44, 948Α). Πρβλ. καί Εἰς τὴν ἡμέραν τῶν Φώτων, E.Gebhardt, GNO, τ,9, 222,24-223,1 (=PG 46, 580Α).
109Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 137B: «ἀλλ’ ἀντὶ τούτων καθαρότης, ἀπάθεια, μακαριότης, κακοῦ παντὸς ἀλλοτρίωσις, καὶ ὅσα τοῦ τοιούτου γένους ἐστὶ, δι’ ὧν μορφοῦται τοῖς ἀνθρώποις ἡ πρὸς τὸ θεῖον ὁμοίωσις». Βλ., ἐπίσης, Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 9, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 272,17-19 (=PG 44, 961C). Ὅπ.π., Λόγος 15, 468, 1-5 (=PG 44, 1117B). Περὶ τελειότητος, W. Jaeger, GNO, τ.8,1, 206, 9-14 (=PG 46, 280B). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 1, J. F. Callahan, GNO, τ.7,2, 16,17-20 (=PG 44, 1132D). Περί τῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου τῆς σχετικῆς μέ τήν ὁμοίωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό διά τῆς «ἀπαθείας», βλ., σχετικῶς, J. D a n i é l o u, Platonisme, 97. Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ- λ α, Ἡ Σάρκωσις, 205. Πρβλ.,ἐπίσης, G. Β a r d y, «Apatheia», DSp1 (1937), 738.
110Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 25,15-18 (=PG 45, 29B): «ἀπαθὴς δὲ τὴν φύσιν. τοῦ γὰρ ἀπαθοῦς μίμημα ἦν. ἀνάπλεως δὲ παρρησίας, αὐτῆς κατὰ πρόσωπον τῆς θείας ἐμφανείας κατατρυφῶν».
111Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 6, P.Alexander, GNO, τ.5, 386,18-20 (=PG 44, 708D).
112 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 60,23-25 (=PG 44, 1180Α).
113 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου , PG 44, 136C. Πρβλ. καί J. Daniélou, Platonisme, 107.
114 Ὁ ὅρος «παρρησία» σημαίνει τήν «περί τό λαλεῖν ἐλευθερίαν, τό ἐκφράζειν ἐλευθέρως τό τί φρονεῖ τις, τήν ἐλευθεροστομίαν, ἥν οἱ Ἀθηναῖοι ἐθεώρουν ἴδιον δικαίωμα» (Βλ. H. L i d e l l - R. S c o t t, Μέγα Λεξικόν τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης, 3 [1902], 494). Ἡ «παρρησία», ὡς ἐκ τούτου, ἐθεωρεῖτο προνόμιο τῶν ἐλευθέρων πολιτῶν ἐν ἀντιθέσει πρός τοὺς δούλους. Περί τῆς ἔννοιας τοῦ ἐν λόγῳ ὅρου στήν ἀρχαιοελληνική γραμματεία ἀλλά καί περί τῆς χρησιμοποιήσεως αὐτοῦ ὡς ὅρου τῆς χριστιανικῆς γραμματείας, βλ., σχετικῶς, J. D a n i é l o u, Platonisme, 103. P. M i q u e l, «Parrhésia», Dsp 121(1983), 260. 261-262.
115 Βλ. Περὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, PG 46, 637Β.
116 Βλ. Εἰς τούς ἁγίους τεσσαράκοντας μάρτυρας, O.Lendle, GNO, τ.10,1, 166,11-14 (=PG 46, 784Β).