γ΄. Ἡ ἐκ ψυχῆς καί σώματος σύσταση τοῦ ἀνθρώπου.

Παρεμφερῶς πρός τά περί τῆς «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου σημειωθέντα ἐκτίθεται ἀπό τόν Γρηγόριο ἡ διδασκαλία περί τῆς διφυοῦς κατασκευῆς αὐτοῦ διά τῆς συνδρομῆς τῆς λογικῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος1, κατά τήν ὁποία ἐναρμονίζεται καί συνάπτεται ὁ «φαινόμενος» πρός τόν «κεκρυμμένον» ἄνθρωπο σέ «συνῳδίαν» πρός δοξολογία τοῦ πλάσαντος αὐτόν Θεοῦ2. Ἡ ἐν λόγῳ μείξη καί κοινωνία τῶν ἑτερογενῶν αὐτῶν στοιχείων πρός σύσταση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς3 ἐπιφέρει κατά τόν Γρηγόριο θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου ὡς «διπλοῦ» καί «συνθέτου»4, ἐν ἀντιθέσει πρός τήν ἁπλή καί μονοειδῆ φύση τῆς θεότητας5, ἡ χάρη τῆς ὁποίας, διά τῆς «οἰκειώσεως» καί «ἀνακράσεως» τῆς νοερᾶς οὐσίας πρός τό «λεπτόν καί φωτοειδές» τῆς αἰσθητῆς φύσεως6, ἐκτείνεται «ὁμοτίμως» στό σύνολο τῆς κτίσεως καί ἀνυψώνει τό γήινο στοιχεῖο πρός αὐτήν7. Ἡ ὑπό τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ δημιουργία καί ἀνάδειξη τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου ὡς συγκείμενης ἀπό τό αἰσθητό καί τό νοητό στοιχεῖο8 καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο κατά τόν Γρηγόριο ἐνδιάμεσο τῆς ἀσώματης θείας φύσεως καί τῆς «εἰς τό ἀκρότατον» πρός τήν θεότητα διεστώσης «ἀλόγου καὶ κτηνώδους ζωῆς»9.
Κατά τήν ἔκθεση τῆς περί τοῦ διφυοῦς χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπου θεολογικῆς του διδασκαλίας ὁ Γρηγόριος καθιστᾶ σαφές ὅτι ἡ μετουσία ἑκατέρων τῶν στοιχείων ἀφ’ ἑνός μέν παρέχει στήν ἐνοικοῦσα στό «ἐμβριθὲς καί σωματῶδες» νοερά ψυχή στοιχεῖα συγγενῆ καί «ὁμόφυλα» πρός τίς οὐράνιες δυνάμεις10, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἀναδεικνύει τόν ἄνθρωπο «μικρὸν κόσμον»11, ὄχι βεβαίως ὑπό τήν ἔννοια τῆς περιορισμένης ἀξίας, ὅπως κατά τήν ἄποψη τοῦ Γρηγορίου Νύσσης διατυπώνεται ἀπό ὁρισμένους θύραθεν συγγραφεῖς12, ἀλλά ὡς κατέχοντα τό νοητό καί αἰσθητό στοιχεῖο, διά τῶν ὁποίων ὅλη ἡ κτίση κατανοεῖται13. Ἡ σπουδαιότητα, βεβαίως, τοῦ ἀνθρώπου ὡς «μικροῦ κόσμου» ἐντός τῆς κτιστῆς δημιουργίας δέν συνίσταται κατά τόν ἐπίσκοπο Νύσσης στό ὅτι αὐτός δημιουργήθηκε καί εὑρίσκεται ὡς «μεθόριος», δηλαδή μεταξύ τοῦ πνευματικοῦ καί τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, τοῦ προερχόμενου ἐκ τῆς ἀνακράσεως τῶν τεσσάρων στοιχείων τῆς φύσεως, ἀλλά στό ἀνεπανάληπτο γεγονός τῆς πλάσεως μόνου αὐτοῦ «κατ’ εἰκόνα τῆς τοῦ κτίσαντος φύσεως»14.
Ἡ ὡς ἄνω ἐκτεθεῖσα διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου, ἡ ὁποία ἀποτυπώνεται σέ ὅλο σχεδόν τό ἔργο του, χαρακτηρίζεται ἐπίσης ἐκ τῆς ἐπισημάνσεως καί τῆς σαφοῦς διατυπώσεως ἀπό αὐτόν τῶν αἰτίων στά ὁποῖα ἀνάγεται ἡ κατ’ ἀνεπανάληπτον τρόπο σύσταση τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους. Ἡ ἁρμόζουσα στήν ἄσκηση τῆς βασιλείας κατασκευή τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ἀποσκοπεῖ κατ’ ἀρχάς στήν δυνατότητα ἀπολαύσεως ἀφ’ ἑνός μέν τῆς «θεωρίας» τοῦ Θεοῦ διά τῆς «θειοτέρας φύσεως», τῆς ἐμφαινόμενης διά τῶν «κατά τήν ψυχήν» προτερημάτων, ἀφ’ ἑτέρου δέ τῶν «κατά τήν γῆν» ἀγαθῶν διά τῆς «ὁμογενοῦς» πρός αὐτά αἰσθήσεως, τῆς ἐντασσόμενης στίς ἰδιότητες τοῦ ἐμπίπτοντος στήν γήινη μοῖρα σώματος15.
Ἡ σύναψη στόν «μικρόκοσμον» ἄνθρωπο τῶν «ἐπουρανίων» καί τῶν «ἐπιχθονίων» καθιστᾶ, ἀκολούθως, τήν στροφή τῆς ὀπτικῆς ἐνέργειας πρός τόν Θεό κοινή δραστηριότητα τοῦ συνόλου τῆς κτίσεως, διά τῆς ὁποίας πραγματοποιεῖται ἡ δοξολογία τῆς «τοῦ παντὸς» ὑπερκείμενης δυνάμεως τῆς θεότητας. Τό γεγονός αὐτό πληροῖ, κατά τήν διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου, τόν σκοπό τοῦ ἐκ ψυχῆς νοερᾶς καί σώματος συνιστάμενου ἀνθρώπου κατά τήν γένεση αὐτοῦ16. Ἀποκαλύπτει, ἐξ ἄλλου, τήν μοναδικότητα καί πρωτοτυπία τῆς διδασκαλίας αὐτοῦ ἐν σχέσει πρός τό φιλοσοφικό του περιβάλλον, ἐφόσον ἡ ὕλη, καί κατ’ ἐπέκτασιν τά ἀπαρτιζόμενα ἐξ αὐτῆς σώματα, συνιστοῦν στήν θύραθεν φιλοσοφική διανόηση στοιχεῖα ἐχθρικά καί ἀλλότρια, πού ἐπιφέρουν σκοτισμό καί σύγχυση στήν ψυχή, ἡ ὁποία δέν κατέχει τήν κακία ὡς φυσικό της ἰδίωμα17. Ὡς τέτοιου εἴδους ἡ ὕλη συνιστᾶ τήν πηγή, ἀπό τήν ὁποία ἐκπορεύεται κάθε ἐπί μέρους κακία.

δ΄. Ἡ ἑρμηνευτική προσέγγιση τῆς ἀναφερόμενης ἀπό τόν Γρηγόριο Νύσσης «διπλῆς κατασκευῆς» τοῦ ἀνθρώπου.

Στό πλαίσιο τῆς ἐπιχειρούμενης παραθέσεως τῆς σχετικῆς πρός τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου ἰδιαίτερη θέση καταλαμβάνει ἡ ἀναφορά σέ μία «διὰ στοχασμῶν καὶ εἰκόνων» ἀναπτυσσόμενη ἄποψη, ἡ ὁποία ἀφορᾶ σέ μία ἐκ πρώτης ὄψεως ἐκλαμβανόμενη ὡς διπλή κατασκευή τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, τήν ὁποία ὁ ἱερός πατήρ προβάλλει ἀποκλειστικῶς στό «Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου» ἔργο του18 καί ἡ ὁποία ἔχει εὑρεθεῖ κατ’ ἐπανάληψιν στό ἐπίκεντρο ἑρμηνευτικῶν συζητήσεων καί διαφωνιῶν19. Κρίνοντας σκόπιμο καί ἀναγκαῖο νά ἀναφερθοῦμε δι’ ὀλίγων στίς πραγματοποιηθεῖσες ἑρμηνευτικές προσεγγίσεις τῆς διατυπωμένης σχετικῆς αὐτῆς ἀπόψεως τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, ἐνδείκνυται ἀρχικῶς νά σημειώσουμε ὅτι πρόκειται περί μιᾶς ἀπόψεως τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης, πού ἐκφράζει ἕνα ἰδιόμορφο ἐξελικτικό σχῆμα τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, κατά τό ὁποῖο ἡ ἀνθρωπότητα, λαμβάνουσα τήν ὕπαρξή της ὡς ἕνα καθολικό δημιούργημα, πού κατέχει ἐν εἴδει σπέρματος τίς πρῶτες καταβολές τῶν προσδιοριστικῶν αὐτῆς στοιχείων, ἀναπροσαρμόζεται μέσῳ μιᾶς προοδευτικῆς κινήσεως καί μεταβολῆς. Ἡ ἑρμηνευτική αὐτή ἐκδοχή τοῦ ἱεροῦ πατρός σχετικῶς μέ τήν ἀναπροσαρμογή τῶν λειτουργιῶν τοῦ ἀνθρώπου δέν θεωρεῖται ἄνευ ἐρείσματος, ἐφόσον προσεγγισθεῖ ἑρμηνευτικῶς ὑπό τό πρίσμα τῆς διδασκαλίας του ἐκείνης πού σχετίζεται μέ τήν «ἐν ἀκαρεῖ» καί ἐκ τοῦ μή ὄντος δημιουργία τοῦ σύμπαντος κόσμου κατά τίς σπερματικές του καταβολές, κατά τρόπον ὥστε ἡ κτίση νά ἐμπεριέχει τίς ἐξελικτικές δυνάμεις ἐν εἴδει σπέρματος20, ὅπως ἔχει σχετικῶς ἐκτεθεῖ στήν πρώτη ἑνότητα τοῦ παρόντος κεφαλαίου.
Συναφεῖς μέ τούς περί τοῦ ἐξελικτικοῦ ἐπαναπροσδιορισμοῦ τῆς ἀνθρωπότητας στοχασμούς τοῦ Γρηγορίου ἀντιλήψεις ἀπαντοῦν στήν θύραθεν φιλοσοφία καί συγκεκριμένως στό πλατωνικό σύστημα, ὅπου ὁ Θεός φέρεται ὡς δημιουργός ἑνός προτύπου ὄντος ἐμπεριέχοντος ὅλα τά νοητά «ζῶα» ὡς ἰδέες τῶν ἐπί μέρους ὄντων21. Πρόκειται περί τοῦ «παντελοῦς ζώου», βάσει τοῦ ὁποίου ὁ Θεός προχωρεῖ, ἀκολούθως, στίς ἐπί μέρους δημιουργικές ἐνέργειες αὐτοῦ, στίς ὁποῖες περιλαμβάνονται «αἱ πρεσβύτεραι» τοῦ σώματος ἀνθρώπινες ψυχές22. Ὁ ἄνθρωπος, ἑπομένως, ἐντάσσεται κατά τήν ἄποψη αὐτή ἐντός ἑνός γενικοῦ προπλάσματος τοῦ συνόλου τοῦ κόσμου, ἐπέχοντος θέση ἀρχετύπου, βάσει τοῦ ὁποίου δημιουργοῦνται σύν τοῖς ἄλλοις οἱ ἄνθρωποι.
Στήν ἰουδαϊκή γραμματεία, ἐξ ἄλλου, ὁ Φίλων, ἀποσκοπώντας στήν κατάδειξη τῆς «παμμεγέθους διαφορᾶς», ἡ ὁποία ὑφίσταται μεταξύ τοῦ «νῦν πλασθέντος ἀνθρώπου καὶ τοῦ κατὰ τὴν εἰκόνα Θεοῦ γεγονότος πρότερον»23, καταφεύγει στήν ἑρμηνεία τοῦ σχετικοῦ χωρίου τῆς Γενέσεως(1,26), μέ τήν ὁποία ὑποδεικνύεται διπλή δημιουργία, κατ’ ἀρχάς μέν τοῦ ὅλου κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἀνθρώπου, ἀκολούθως δέ τῶν κατά τά φύλα διακεκριμένων πρώτων ἀνθρώπων. Ὁ Θεός, κατά τόν Ἰουδαῖο στοχαστή, προκατασκεύασε ἕνα νοητό κόσμο ἐμπεριέχοντα ὅλα τά αἰσθητά γένη, τά ὁποῖα ἐπρόκειτο νά περιλαμβάνει ὁ δημιουργηθείς ἐξ αὐτοῦ αἰσθητός κόσμος24.Ἕνα ἐκ τῶν νοητῶν αὐτῶν εἰδῶν θεωρεῖται ὁ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἰδεατός ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος, θεωρούμενος ὡς ἰδιαίτερη ὀντότητα, ὑπῆρξε ἡ «ἀρχέτυπος σφραγὶς», βάσει τῆς ὁποίας κατασκευάσθηκε ὁ κατά τήν ἀκολουθοῦσα μαρτυρία τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως ἐμφανιζόμενος ἐκ πνεύματος καί ὕλης ἄνθρωπος25.
Τήν ἄποψη περί τῆς διπλῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου υἱοθετεῖ ἐπίσης ὁ Ὠριγένης, ὁ ὁποῖος ἰσχυρίζεται ὅτι μέ τήν Παύλειο διάκριση μεταξύ τοῦ «ἔσω» καί τοῦ «ἔξω» ἀνθρώπου(Β΄ Κορ. 4,16) διασαφηνίζονται οἱ δύο δημιουργικές ἐνέργειες, οἱ ἀναφερόμενες στό σχετικό χωρίο τῆς Γενέσεως, ἐπικαλούμενος τήν συνηγορία τοῦ Παύλου στό θέμα αὐτό26. Κατά τόν Ἀλεξανδρινό θεολόγο ἡ πρώτη δημιουργία συνίσταται στήν κατασκευή τῶν νοῶν, στό σύνολο τῶν ὁποίων συμπεριλαμβανόταν καί ὁ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλασθείς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ὡς νοῦς ἦταν ἀόρατος, ἀσώματος καί ἀθάνατος27.
Ἡ ὑπό τοῦ Γρηγορίου ἐκφραζόμενη ἀντίληψη περί τῆς ἐξελικτικῆς αὐτῆς ἀναπροσαρμογῆς τῆς δημιουργικῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπινου γένους, τῆς ὁποίας ὁ καινοφανής κατά τά ἄλλα ἑρμηνευτικός χαρακτήρας προβάλλεται ἀπό τόν Γρηγόριο «οὐκ ἀποφατικῶς» ἀλλά «ὡς ἐν γυμνασίας εἴδει»28, προσλαμβάνουσα ἔτσι στοιχεῖα καί χροιά προσωπικοῦ ἑρμηνευτικοῦ στοχασμοῦ, ἐμφαίνει τήν ἀδυναμία ταυτίσεως ἀπό αὐτόν τῆς παρούσης μεταπτωτικῆς καταστάσεως τοῦ «ἐν ταλαιπωρίᾳ» εὑρισκόμενου ἀνθρώπου μέ τήν μακαριότητα τήν ἀναδεικνυόμενη ἐκ τῆς κατ’ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργίας αὐτοῦ29. Προκειμένου νά ὑπερνικήσει τήν ἀδυναμία τῆς ταυτίσεως αὐτῆς καί νά ἐναρμονίσει τά περί τοῦ ἀνθρώπου ἀναφερόμενα στό βιβλίο τῆς Γενέσεως σημεῖα μέ τήν σημερινή κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, στρέφεται ὁ Γρηγόριος στήν ἀποδοχή μιᾶς ἑρμηνευτικῆς ἐκδοχῆς περί «διπλῆς κατασκευῆς» αὐτοῦ, κατά τήν ὁποία ἡ μέν «πρώτη» ἀφορᾶ στήν διά τοῦ «κατ’ εἰκόνα» ὁμοιωμένη μέ τήν θεότητα ἀνθρωπότητα, ἡ δέ ἀκολουθοῦσα, ὡς «ἐπανάληψις» τῆς προηγηθείσης, ἀναφέρεται στό «διῃρημένον» κατά τήν διαφορά τῶν φύλων καί, ὡς ἐκ τούτου, ἀλλότριο τῶν περί Θεοῦ νοουμένων ἀνθρώπινο εἶδος30.
Τό διαχωριστικό σημεῖο μεταξύ τῆς κατά τήν πρώτη κατασκευή δημιουργηθείσης «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ ἀνθρώπινης φύσεως καί τοῦ κατά τήν ἀναπροσαρμοστική ἐξέλιξη τῶν σπερματικῶν καταβολῶν «γηΐνου πλάσματος», τοῦ Ἀδάμ31, ἐντοπίζεται στόν ἐπαναπροσδιορισμό τῆς λειτουργίας τόν ὁποῖο ὑπέστη ἡ ἀνθρωπότητα καί τοῦ ὁποίου κύριο γνώρισμα συνιστᾶ ἡ διαίρεση αὐτῆς σέ ἄρρεν καί θῆλυ φῦλο. Τό γεγονός αὐτό τῆς διασπάσεως τοῦ ἀνθρώπινου γένους σημαίνει τήν «ἐπιγεννηματικὴν» συγγένεια καί κοινωνία αὐτοῦ «πρὸς τὸ ἄλογον»32, ἀφοῦ ἡ κατά τό ἄρρεν καί θῆλυ διαφορά δέν συνάδει πρός τό θεῖο ἀρχέτυπο, τήν εἰκόνα τοῦ ὁποίου φέρει ἡ ἀνθρωπότητα33.
Σύμφωνα μέ τήν ἀποτυπωμένη ἑρμηνευτική ἄποψη τοῦ Γρηγορίου Νύσσης περί τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, κατά τήν διά τῆς πρώτης δημιουργικῆς ἐνέργειας κατασκευή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Τριαδικό Θεό, τόν ἀιδίως ὑπάρχοντα34 καί τά πάντα «εἰς τὸ εἶναι» παραγαγόντα35, συντελέσθηκε ἡ συμπερίληψη ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους, «καθάπερ ἐν ἑνὶ σώματι», στόν «καθόλου» ἄνθρωπο, γεγονός τό ὁποῖο ὑποδεικνύει ἐπίσης ὁ ἀόριστος τρόπος ἐκφράσεως τῆς περί δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου διηγήσεως τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως36. Πρόκειται περί ἑνός «ἀγενοῦς» δομικοῦ φυράματος κατά τήν σπερματική καταβολή τοῦ ἀνθρώπινου γένους, τό ὁποῖο, χωρίς νά φέρει τήν κατά τά δύο φύλα διάκριση, συνιστοῦσε τήν «πρώτη αἰτίαση καί ἀπαρχή τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους»37. Ὁ Γρηγόριος καθιστᾶ σαφές ὅτι στόν πληρωματικό αὐτόν καί χωρίς διάκριση σέ φύλα ἄνθρωπο καί ὄχι στόν Ἀδάμ ἀναφέρεται ἡ δημιουργία κατά τήν θεία εἰκόνα, ἡ δύναμη τῆς ὁποίας ἐπεκτείνεται σέ ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύση38 καί καθιστᾶ αὐτήν «θεοείκελον χρῆμα»39.
Ἡ ἄποψη, συνεπῶς, αὐτή ἐπ’ οὐδενί ἐξαιρεῖ τῆς «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ πλασθείσης φύσεως τούς μεταγενέστερους ἀνθρώπους, ἐφόσον ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἡ «ἀπό τῶν πρώτων μέχρι τῶν ἐσχάτων» περιλαμβανόμενη στήν πρώτη αὐτήν κατασκευή, διατελεῖ «κατ’ εἰκόνα» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, φέρουσα ἐντός αὐτῆς ὅλα τά χαρακτηριστικά τά ἀπεικονίζοντα τήν θεότητα40. Τό «κοινὸν», ἑπομένως, αὐτῆς τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, στήν ὁποία κάθε ἄνθρωπος μετέχει, χωρίς νά ἐπιδέχεται αὔξηση «διά προσθήκης» ἤ μείωση «δι’ ὑφαιρέσεως», παραμένει «ἀδιάτμητον», ἀκριβής μονάς, «ἄσχιστον», «συνεχὲς» καί «ὁλόκληρον»41.
Ὁ Γρηγόριος κατά τήν ἀνάπτυξη τῆς διδασκαλίας του περί τῆς κοινότητας τῆς θείας οὐσίας κάνει ἐκ παραλλήλου λόγο καί γιά τήν θεώρηση τῆς οὐσίας τῶν ἀνθρώπων ὡς κοινῆς καί ἀμέριστης κατά τήν διάκριση αὐτῶν σέ πρόσωπα42. Τονίζει ὅτι διά τῆς ὀνοματοδοσίας τῶν προσώπων δέν αἴρεται ὁ κοινός λόγος τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ἀλλά νοεῖται «μέρος» αὐτῆς, δηλαδή οὐσία «ἰδικὴ», ἐμφαίνουσα τό «ἄτομον, ὅπερ ἐστὶ πρόσωπον» καί συναριθμούμενη μέ αὐτό ἐξ αἰτίας τῆς «κοινῆς συνηθείας»43. Τά πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων πού φέρουν τήν ἀναδεικνύουσα τήν κοινότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ἰδιότητα, διά τῆς κατοχῆς τῶν «ἐπιθεωρουμένων» ἰδιωμάτων, διακρίνονται «ἀπ’ ἀλλήλων» κατά τρόπον ἀσύγχυτο44.
Γίνεται σαφές ὅτι ὁ κατά τήν δημιουργία περιλαμβάνων τό σύνολο τῆς ἀνθρωπότητας πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ συμπλασθείς μέ τήν τελειότητα45, τήν ἀπορρέουσα ἀπό τήν μετοχή του στίς ἐνέργειες τοῦ ἐκ φύσεως ἀγαθοῦ καί ἄκτιστου Τριαδικοῦ Θεοῦ, δέν δύναται νά θεωρηθεῖ κατά τήν διατυπούμενη θεολογική ἄποψη τοῦ ἱεροῦ πατρός ὡς μή φέρων σῶμα. Σέ αὐτήν τήν περίπτωση ἡ ἐμπίπτουσα στίς αἰσθήσεις γήινη ὕλη θά παρέμενε ἄμοιρος τῆς νοερᾶς διαγωγῆς καί δέν θά πραγματοποιεῖτο ἔτσι ἡ σύναψη ἐπουρανίων καί ἐπιγείων πρός δοξολογία τοῦ πλάσαντος τήν κτιστή φύση Θεοῦ, γεγονός τό ὁποῖο, ὅπως ἔχει ἤδη ἀναφερθεῖ, θεωρεῖται ἀπό τόν Γρηγόριο σκοπός τῆς ἐκ ψυχῆς καί σώματος δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου46. Τό ἀνθρώπινο γένος, συνεπῶς, δημιουργήθηκε πρός ὕπαρξη διά τῆς ἐνέργειας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἐκ νοητοῦ καί αἰσθητοῦ στοιχείου, κατέχον τό στοιχεῖο ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἀφ’ ἑνός μέν θά τοῦ ἐπέτρεπε τήν ἐπί τῆς γῆς ἐνδιαίτησή του, ἀφ’ ἑτέρου δέ θά καθιστοῦσε αὐτό ἱκανό πρός ἄσκηση τῆς βασιλείας του ἐπί τῆς κτίσεως47. Τό δέ σῶμα αὐτοῦ, χωρίς νά φέρει ἀκόμη τήν διαίρεση τῶν φύλων, μετεῖχε ὡσαύτως διά τῆς ὑπό τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ πλάσεώς του τῆς θείας μακαριότητας.
Σύμφωνα μέ τά παραπάνω ἐκτεθέντα εἶναι δυνατόν νά ὑποστηριχθεῖ ὅτι ἡ μαρτυρούμενη ἀπό τόν Γρηγόριο Νύσσης κατά τό θεῖο «ἐπιτέχνασμα» ἀνάμειξη τῆς «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ πλασθείσης φύσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ στοιχεῖο «ἄλογον» πού ἐπακολούθησε δέν ἀφορᾶ στήν προσθήκη τοῦ σώματος. Ἐνδεχόμενη ἀποδοχή τῆς ἀπόψεως αὐτῆς θά συνεπαγόταν τήν θεώρηση ἐκ μέρους τοῦ Γρηγορίου τοῦ σώματος ἀφ’ ἑνός μέν ὡς μεταγενέστερου τῆς ψυχῆς, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὡς μέσου τιμωρίας ἤ διορθώσεως τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ δύο αὐτές ἐνδεχομένως ἀναδεικνυόμενες συνέπειες θά ἀντιτίθεντο στόν σαφῆ καί κατηγορηματικό τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ ἱερός πατήρ ἔχει ἐκφράσει τήν διδασκαλία αὐτοῦ ἀφ’ ἑνός μέν περί τῆς ταυτόχρονης ἀρχῆς τῆς συστάσεως τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος48, ἀφ’ ἑτέρου δέ περί τοῦ προαναφερθέντος σκοποῦ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, τό «κτηνῶδες» καί «ἄλογον» ἀφορᾶ στόν «ἐξ ἀλλήλων τρόπον διαδοχῆς», στήν διαφορά δηλαδή κατά τό ἄρρεν καί θῆλυ, διά τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τόν «κατὰ τὴν γένεσιν» τρόπο49.
Τό γεγονός, ἐξ ἄλλου, τῆς ὑπό τοῦ Γρηγορίου θεωρήσεως τοῦ κατά τό πρῶτον δημιουργηθέντος ἀνθρώπου ὡς «ὁμοτίμου» πρός τούς ἀγγέλους50 ἐμφαίνει τήν ἰσχύ καί τήν ἐφαρμογή καί ἐπί τῶν ἀνθρώπων τοῦ «ἀρρήτου» καί «ἀνεπινοήτου» τρόπου «πλεονασμοῦ» τῆς ἀγγελικῆς φύσεως, διά τοῦ ὁποίου θά αὐξανόταν τό ἀνθρώπινο γένος κατά τό ὁρισθέν ὑπό τῆς βουλήσεως τοῦ δημιουργοῦ του μέτρο51. Αἴτιο τῆς ἐμφυτεύσεως στήν ἀνθρώπινη φύση τῆς «ζωωδεστέρας γενέσεως»52, ἀντί τῆς «ἀγγελικῆς μεγαλοφυΐας», ἀπετέλεσε ἡ διά τῆς προγνωστικῆς ἐνέργειας καί προορατικῆς δυνάμεως «προκατανόησις» ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ τῆς ροπῆς τῆς προαιρέσεως τοῦ ἀνθρώπου πρός τό «χεῖρον»53.
Σέ συνάρτηση μέ τά προηγουμένως σημειωθέντα τονίζεται ὡσαύτως ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης ὅτι ἡ διά τῆς διακρίσεως τῶν φύλων ἔκπτωση τοῦ κατά τό πρῶτον κατασκευασθέντος ἀνθρώπου ἐκ τοῦ ἀγγελικοῦ βίου σηματοδοτεῖ τήν κατά τό δεύτερον ἐκδηλωθεῖσα δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, κατά τήν ὁποία, ἐν ὄψει τοῦ μή «εὐθυποροῦντος» τῆς προαιρέσεως54 τοῦ ἀνθρώπου, δόθηκε σέ αὐτόν ἡ ἱκανότητα «ἀναπαραγωγῆς» διά τῆς συνέργειας τῶν προσώπων τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας. Ἔκτοτε, διά τοῦ ἀποτελέσματος αὐτῆς τῆς κοινωνίας τῶν φύλων τό ἀνθρώπινο γένος αὐξάνεται καί πληθύνεται μέχρι τῆς συμπληρώσεως τοῦ ὁρισθέντος ἀριθμοῦ ψυχῶν, τήν ὁποία θά ἀκολουθήσει ἡ «ἀναστοιχείωσις» τοῦ παντός55. Βεβαίως, ἡ διά τοῦ εἴδους αὐτοῦ τῆς γεννήσεως τροποποίηση καί μεταβολή τοῦ τρόπου τῆς πληθύνσεως τοῦ πρώτου ἀνθρώπου καί τοῦ ἐξ αὐτῆς γεγονότος δέν συνεπάγεται καί διαφοροποίηση κατά τήν τάξη ἤ κατά τόν χαρακτηρίζοντα τήν κοινή ἀνθρώπινη φύση τρόπο ὑπάρξεως αὐτῆς56
Ἡ ἐκτεθεῖσα ἑρμηνευτική αὐτή ἀντίληψη τοῦ Γρηγορίου περί τῆς κατά τήν ἄποψή μας θεωρούμενης καί λεγόμενης «διπλῆς» ὡς πρός τόν ἄνθρωπο δημιουργικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ ἀναδεικνύει τήν πρωτοτυπία τῆς ἀνθρωπολογικῆς αὐτῆς ἀπόψεως τοῦ ἱεροῦ πατρός καί τήν ἐμφανῆ διαφοροποίησή της ἀπό τίς ἀντίστοιχες θεωρίες τῆς πλατωνικῆς καί φιλώνειας διδασκαλίας, καθώς καί ἀπό τίς σχετικές μέ τό θέμα αὐτό ἀπόψεις τοῦ Ὠριγένη, παρά τήν φαινομενική συγγένεια ἤ συνάφεια μέ αὐτές.
Ἐν ἀντιθέσει πρός τό «παντελὲς ζῶον» τῆς πλατωνικῆς φιλοσοφικῆς σκέψεως, ὁ πρῶτος ἀνθρωπος στόν ὁποῖο ἀναφέρεται ὁ Γρηγόριος εἶναι συγκεκριμένος, «πληρωματικὸς», αὐτοτελής, ἀνεξάρτητος ἀπό τόν κόσμο καί δέν ἀποτελεῖ αὐτός ἀρχέτυπο, ἀλλά λόγῳ τῆς «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ δημιουργηθείσης φύσεώς του θεωρεῖται φορέας τῆς ὁμοιότητας μέ τόν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι τό μοναδικό ἀρχέτυπο57.
Δέν πρόκειται, κατά ταῦτα, περί τοῦ ἰδεατοῦ φιλώνειου ὄντος, τό ὁποῖο συνιστᾶ ἀκίνητο παράδειγμα, οὔτε περί τοῦ κατά τόν Ὠριγένη ἀσώματου καί ἀόρατου νοῦ, ἀλλά περί ἀνθρώπου κατέχοντος σῶμα καί ἱκανοῦ πρός ἀπόδοση τιμῆς καί δοξολογίας πρός τόν πλάσαντα αὐτόν Τριαδικό Θεό. Ἡ ἀποδοχή, ἐξ ἄλλου, ἀπό τόν Γρηγόριο τῆς θεωρήσεως τοῦ πρώτου ἀνθρώπου ὡς μέρους ἑνός νοητοῦ κόσμου τῶν ἰδεῶν θά ἐπέφερε ὡς ἄμεση συνέπεια τήν παραδοχή ἀπό αὐτόν τῆς ἀντιλήψεως περί προδημιουργίας τῶν ψυχῶν, τήν ὁποία, κατά τά προαναφερθέντα, ὁ ἱερός πατήρ ἀποκλείει κατά τρόπον κατηγορηματικό.

3. Ἡ ἐνεργοῦσα τήν δημιουργία καί δι’ αὐτῆς φανερούμενη βούληση τοῦ Θεοῦ.

Παραλλήλως πρός τήν διδασκαλία περί κατασκευῆς τοῦ ἐντασσόμενου στό σύνολο τῆς κτίσεως ἀνθρώπου ὁ Γρηγόριος κάνει λόγο καί περί τῆς ἐνεργούσης βουλήσεως τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία ἀποδίδει τήν σύσταση, συντήρηση καί διοίκηση τῆς καθόλου δημιουργίας, καί ἡ ὁποία συνάπτεται καί ταυτίζεται μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ58. Πραγματεύεται, δηλαδή, θεολογικῶς περί τῆς ἀίδιας θείας βουλήσεως, τῆς ταυτιζόμενης μέ τήν «προεπινοουμένην» σοφία τῶν πάντων59, ἡ ὁποία, ἐμφαίνουσα τήν ἀίδια δύναμη τοῦ Θεοῦ, συνιστᾶ μετ’ αὐτῆς «ἕν», κατά τρόπον ὥστε κατά τό γεγονός τῆς δημιουργίας τῆς κτίσεως τό σοφό θεῖο θέλημα νά «φανεροῦται» διά τῆς δυνάμεως τῶν ἐνεργουμένων καί ἡ «ἐνεργητική» θεία δύναμη νά τελειοῦται «ἐν τῷ σοφῷ θελήματι» τοῦ Θεοῦ60. Τό ἀναδεικνυόμενο «συνημμένως» καί «ἀδιαστάτως» πρός τήν θεία βούληση ἀποτέλεσμα αὐτῆς ἐμφαίνει τήν ἐγκείμενη στήν κτίση σοφία, ἡ ὁποία κατά τόν ἱερό πατέρα συνιστᾶ λόγο μή ἀρθρούμενο διά τῶν φωνητικῶν ὀργάνων, ἀλλά ἐκφωνούμενο καί ἀναδεικνυόμενο διά τῶν θαυμάτων, τῶν συμβαινόντων ἐντός τῶν «φαινομένων»61.
Κατά τήν ἀνάπτυξη τῆς διδασκαλίας του περί τῶν θείων ἐνεργειῶν ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης ἐπιλαμβάνεται τῆς διερευνήσεως καί ἀποτυπώσεως τῆς ὑφιστάμενης σχέσεως μεταξύ τῆς ἐνέργειας, τοῦ ἀποτελέσματος αὐτῆς καί τοῦ ἐνεργοῦντος προσώπου καί ἐπισημαίνει τόν ἀρραγῆ σύνδεσμο τῆς ἐνέργειας ἀφ’ ἑνός μέν μέ τόν ἐνεργοῦντα, ἀπό τόν ὁποῖο προέρχεται, ἀφ’ ἑτέρου δέ μέ τό παραχθέν ἔργο, κατά τρόπον ὥστε ἡ ἐνεργούμενη πράξη οὔτε νά ἐκλαμβάνεται ἀνεξαρτήτως τοῦ ἐνεργοῦντος προσώπου, ὡς χωριζόμενη ἀπό αὐτό62, οὔτε νά ταυτίζεται μέ τήν οὐσία τοῦ ἐνεργοῦντος αὐτήν προσώπου63. Καθίσταται σαφές ὅτι γίνεται ἐν προκειμένῳ λόγος γιά τήν ἐκδηλούμενη μέσῳ τῆς ποιητικῆς κινήσεως ἐνέργεια τῶν κτιστῶν ὄντων, ἡ ὁποία δέν ὑφίσταται αὐτοτελῶς, ἀλλά ἀντλεῖ τήν ὑπόστασή της ἀπό τήν βούληση τοῦ ἐνεργοῦντος προσώπου, κατά τρόπον ὥστε νά ἐκλαμβάνεται ὡς μή προϋπάρχουσα τοῦ συγκεκριμένου ἔργου, ἐφόσον τόσο αὐτή ὅσο καί τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐνέργειας δέν ὑφίστανται οὔτε πρίν ἀπό τήν ἐκδήλωση τῆς ὁρμῆς τοῦ θελήματος τοῦ προσώπου, πού ἐνεργεῖ, οὔτε μετά τό πέρας τοῦ ἐπιτελούμενου ἔργου64. Τά ὡς ἄνω, βεβαίως, ἐκτεθέντα προσδιοριστικά γνωρίσματα τῆς ἐνέργειας τῶν κτιστῶν ὄντων δέν ἰσχύουν ἀναφορικῶς πρός τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ τρισυπόστατου Θεοῦ, ἀφοῦ στήν θεία βούληση, ἡ ὁποία συνιστᾶ θεία ἐνέργεια καί ὑπάρχει «ἀδιαστάτως» πρός τίς ἄλλες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ65 καί ἡ ὁποία «βούλεται πᾶσαν ἀγαθοῦ προαίρεσιν εἰς ἐνέργειαν ἄγειν», δέν νοεῖται καί δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει κανενός εἴδους μεταβολή ἤ περιορισμός66, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν προσδιοριστικά γνωρίσματα τῆς κτιστῆς πραγματικότητας67.
Ὁ ἐκ μέρους τοῦ τρισυπόστατου Θεοῦ ἐκφερόμενος προστακτικός λόγος – σημειώνει ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης ‒ ὁ προτασσόμενος κάθε δημιουργικῆς ἐνέργειας αὐτοῦ, ὑποδηλώνει τήν τεχνική καί σοφή δύναμη, διά τῆς ὁποίας ἐνεργοῦνται τά ἐντός τῶν ὄντων θαύματα. Ἡ χαρακτηρίζουσα τήν κτιστή φύση τάξη, ἡ ὁποία συνιστᾶ ἐπακόλουθο καί ἀπόδειξη τῆς ὑπάρξεως τῆς θείας σοφίας καί ἐπέχει θέση θείων προσταγμάτων, καί κατά τήν ὁποία ἀναδεικνύεται ἡ ἱκανότητα κάθε στοιχείου πρός ἐπιτέλεση τοῦ ἐντός τῆς κτίσεως ἔργου αὐτοῦ, ἐκλαμβάνεται ἀπό τόν Γρηγόριο ὡς ἑρμηνεία τοῦ λόγου τῆς Γραφῆς ὅτι ὅλη ἡ κτιστή φύση δημιουργήθηκε «καλὴ λίαν» ἀπό τόν Τριαδικό Θεό διά τοῦ ἐνεργοῦντος θελήματός του68.
Γίνεται, ἔτσι, ἐμφανές ὅτι τό βιβλίο τῆς Γενέσεως, ἡ σύνταξη τοῦ ὁποίου ἀποσκοπεῖ κατά τόν Καππαδόκη θεολόγο στήν θεογνωσία καί στήν διά τῶν φαινομένων χειραγώγηση πρός τά εὑρισκόμενα ὑπεράνω τῆς αἰσθητικῆς καταλήψεως69, διά τοῦ λόγου αὐτοῦ, πού συνιστᾶ μία ἐμφορούμενη ἀπό τήν ἁγιαστική χάρη καί δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θεολογία, ἐμφαίνει μέρος τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ70. Ἡ ποιητική, λοιπόν, τῶν πάντων «ὄντως σοφία καὶ βουλὴ» τοῦ Θεοῦ71 καθίσταται, ὑπό τήν ἔννοια αὐτήν κατά τόν Γρηγόριο, προσδιοριστικό στοιχεῖο κατανοήσεως τῆς ὑπάρξεως τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ72, χωρίς ὅμως ἡ κατανόηση αὐτή νά συνεπάγεται καί τήν γνώση τῆς οὐσίας αὐτοῦ, ἀφοῦ ἡ τρισυπόστατη θεότητα, πού ἐκδηλώνει τήν ἐνέργειά της παραμένει ἀκατάληπτη κατά τήν φύση της73. Ἡ ὕπαρξη, ἐξ ἄλλου, τῶν πολλῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀπό τίς ὁποῖες προέρχονται τά ποικίλα πρός τήν κτίση ἔργα, καί τῶν ὁποίων ἡ κατ' αὐτόν τόν τρόπο ἀντίληψη καί κατανόηση ἐπιφέρει τήν ἐκφορά ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς προσιδιάζουσας σέ καθεμία θεία ἐνέργεια προσηγορίας74, δέν συνεπάγεται ἀσφαλῶς τήν θεώρηση κάθε θείας ἐνέργειας ὡς παραλλάσσουσας σέ καθεμία ἀπό τίς διακρινόμενες θεῖες ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Κατά τήν καταγραφή τῆς ἀντιρρητικῆς του ἐπιχειρηματολογίας ἐναντίον τῆς κακοδοξίας τοῦ Εὐνομίου75 καί κατά τήν ἀνάπτυξη τῆς σχετικῆς πρός τό «κοινὸν» τῆς θείας φύσεως, καί συνεπῶς καί πρός τό «ἀκέραιον» τοῦ λόγου τῆς οὐσίας τῶν θείων ὑποστάσεων, διδασκαλίας76 ὁ Γρηγόριος ἐκφράζεται κατά τρόπο σαφῆ καί εὐκρινῆ περί τῆς ταυτότητας τοῦ θελήματος καί τῶν ἐνεργειῶν καί ἐπί τῶν τριῶν θείων ὑποστάσεων, ἐφόσον κατ’ αὐτόν τόν τρόπο μαρτυρεῖται καί ἀναδεικνύεται τό «ἀδιαίρετον» καί «ἄτμητον» τῆς θείας φύσεως77, τῆς ὁποίας καί συνιστοῦν ἰδιώματα. Κάθε ἐνέργεια, συνεπῶς, «διήκουσα» στήν κτίση καί πολυτρόπως ὀνομαζόμενη78, καί κάθε πρόνοια καί κηδεμονία καί ἐπιστασία τῆς αἰσθητῆς καί ὑπερκόσμιας νοητῆς φύσεως δέν ἐνεργεῖται τεμνόμενη «τριχῶς», διηρημένως δηλαδή κατά τόν ἀριθμό τῶν θείων ὑποστάσεων καί κατά τρόπον ὥστε κάθε ἐνέργεια νά θεωρεῖται προερχόμενη καί ἐνεργούμενη ἀπό μία μόνο θεία ὑπόσταση καί κεχωρισμένως τῶν ἄλλων, ἀλλά «ἐκ Πατρός ἀφορμᾶται καί διά τοῦ Υἱοῦ πρόεισι καί ἐν τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ τελειοῦται»79, ἔτσι ὥστε δι’ αὐτῆς νά διεξάγεται ἡ μία τοῦ «ἀγαθοῦ θελήματος κίνησις»80 τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Γίνεται, ἔτσι, σαφές ὅτι ἡ σύσταση τοῦ κόσμου καί τῶν ὑπαρχόντων σέ αὐτόν πρέπει νά ἐκλαμβάνεται ὡς ἀποτέλεσμα τῆς «κοινῆς» μεταξύ τῶν ὑποστάσεων τῆς Τριαδικῆς θεότητας ἐξουσίας τοῦ «ποιεῖν ἅ βούλονται»81, ἐφόσον ἐπ’ αὐτῶν, μή ὑφισταμένης τῆς κατά τήν ἐνέργεια καί κατά τήν θέληση διαιρέσεως82, ἰσχύει ἡ «ταυτότης τῆς ὑποστησαμένης δυνάμεως»83, ἡ ὁποία καταδεικνύει τό κατά τήν οὐσία τῶν θείων ὑποστάσεων ἀμέριστον καί ἀδιάστατον αὐτῶν. Τό «ὡσαύτως» ἐπί τῆς Πατρικῆς καί τῆς Υἱϊκῆς ὑποστάσεως θεωρούμενο καί σέ ὅλην τήν κτίση ἐνεργούμενο ἰδίωμα τῆς πρόνοιας καί τῆς συντηρήσεως ἀναδεικνύει τήν «κατά τήν φύσιν» ἀπαράλλακτη ὁμοιότητα καί ὁμοουσιότητα καί τήν ἀίδια φυσική κοινωνία τοῦ Μονογενοῦς πρός τόν Πατέρα84, τῶν ὁποίων τό κατά τήν φύση «συνημμένον» καί «ἐν πᾶσιν ἀχώριστον» γίνεται ἀντιληπτό, ὄχι φυσικά ὑπό τήν ἔννοια ἑνός εἴδους «συμφυΐας» σωματικῆς ἀλλά διά τῆς ἑνώσεως καί ἀνακράσεως τοῦ «νοητοῦ πρὸς τὸ νοητὸν»85, τῆς ἐκφραζόμενης διά τοῦ «ἐνεργοῦ» καί «ἐνουσίου» καί «ἐνυποστάτου» ὡς πρός τήν ἀίδια θεία φύση «ἀγαθοῦ» καί «ἀϊδίου» θελήματος αὐτῶν86.
Ὁ ἀδιαίρετος, βεβαίως, χαρακτήρας καί ἡ ἀίδια κοινότητα τῆς ἐνέργειας ἐπί τῶν ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδος, διά τῶν ὁποίων ἐμφαίνεται καί ὁμολογεῖται τό «κοινὸν» καί ἀπαράλλακτον τῆς φύσεως τῶν θείων ὑποστάσεων καί διακηρύσσεται τό ἀδιαίρετον τῆς δόξας αὐτῶν87, δέν ἀναιρεῖ κατά τήν Τριαδολογική ὁρολογία καί διδασκαλία τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης τήν ὑπάρχουσα ὑποστατική διάκριση μεταξύ τῶν θείων προσώπων, ἡ ὁποία συνίσταται στήν κατά τό αἴτιο καί τό αἰτιατό καί κατά τόν τρόπο τῆς ἀίδιας ὑπάρξεως αὐτῶν διάκριση μεταξύ τῶν θείων ὑποστάσεων καί διά τῆς ὁποίας διασφαλίζεται ἡ ἀποτροπή τῆς «μίξεως» καί «ἀνακυκλήσεως» αὐτῶν88. Ἡ καταγραφόμενη ἀπό τόν Γρηγόριο Νύσσης ὕπαρξη διακρίσεως καί «διαφορᾶς» μεταξύ τῶν θείων ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδος θεωρεῖται κατά τόν ἱερό πατέρα ἐν σχέσει ὄχι πρός «τὸ μεῖζον καὶ ἔλαττον» ἀλλά πρός τά ἀιδίως ὑπάρχοντα ὑποστατικά ἰδιώματα τῶν θείων ὑποστάσεων, οἱ ὁποῖες ἔχουν μέν ἀιδίως ὅλη καί τήν αὐτή ἄκτιστη φύση, διακρίνονται δέ κατά τά ἴδια αὐτῶν καί ἀκοινώνητα ὑποστατικά ἰδιώματά τους, τά ὁποῖα διαφέρουν «τρανῶς καί καθαρῶς τό ἕτερον τοῦ ἑτέρου»89. Ἡ μόνη, συνεπῶς, νοούμενη διάκριση μεταξύ τῶν θείων ὑποστάσεων θεωρεῖται κατά τόν Γρηγόριο ἡ «κατὰ τὸ αἴτιον καὶ τὸ αἰτιατὸν διαφορὰ», κατά τήν ὁποία ἡ ὑπόσταση τοῦ Πατρός θεωρεῖται ὡς τό ἀίδιο «αἴτιον», οἱ δέ ὑποστάσεις τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θεωροῦνται ὡς τά ἀίδια «αἰτιατὰ»90.
Καθίσταται, ἔτσι, σαφές ὅτι κατά τήν ἑρμηνευτική θεώρηση τῶν ἀιδίων ἐνδοτριαδικῶν ὑπαρκτικῶν σχέσεων, τήν ὁποία ὁ Γρηγόριος ἐπιτελεῖ κατά τήν ἀνάπτυξη τῆς διδασκαλίας αὐτοῦ ἀφ’ ἑνός μέν περί τῆς ἀίδιας ὑπάρξεως τῶν θείων ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀφ’ ἑτέρου δέ περί τῆς ἀπό τήν ἐνεργοῦσα βούληση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ δημιουργίας τοῦ κόσμου καί τοῦ ἐντασσόμενου σέ αὐτόν ἀνθρώπου, ἡ ἀνήκουσα ἀπό κοινοῦ καί στίς τρεῖς θεῖες ὑποστάσεις καί μή ἐπιτελούμενη «ἰδιαζόντως καί ἀποτεταγμένως» ἀπό καθεμία ἐξ αὐτῶν «ἐποπτικὴ» καί «θεατικὴ» δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀφορμᾶται ἐκ τοῦ Πατρός91 καί «τελειοῖ τὴν χάριν ἐν τῇ δυνάμει τοῦ ἁγίου Πνεύματος», ἐνεργεῖται ὑπό τοῦ Υἱοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ συνδημιουργήσασα καί διακοσμήσασα τά πάντα «δύναμις» καί «σοφία» τοῦ Πατρός92.
Καθίσταται, ἔτσι, προφανής στό σημεῖο αὐτό ἡ πρόθεση τοῦ ἱεροῦ πατρός νά ἐξάρει καί νά ἀναδείξει μέ τήν διατυπούμενη αὐτή ἑρμηνεία τό «ὁμοδύναμον» τῶν θείων ὑποστάσεων, δηλαδή τήν ἑνότητα καί ταυτότητα τῆς δυνάμεως τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, πού συνιστᾶ ἄκτιστη θεία ἐνέργεια. Στό πλαίσιο τῆς προβολῆς τῆς διδασκαλίας γιά τήν ἑνότητα καί ταυτότητα τῆς δυνάμεως τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ τονίζεται ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης ὅτι ἡ χαρακτηριζόμενη ὡς «δύναμις» τῆς ποιητικῆς τοῦ παντός «χειρός» τοῦ Θεοῦ93 ὑπόσταση τοῦ Μονογενοῦς ὁμολογεῖται ὡς ἡ αὐτή ἀπαραλλάκτως κατά τήν φύση μέ τήν φέρουσα τήν «δεξιὰν» Πατρική ὑπόσταση καί ὡς «ἄκτιστος», «ἀγαθὴ» καί «ἀΐδιος»94 καί ὡς ἀντιδιαστελλόμενη ἔτσι οὐσιωδῶς καί ὀντολογικῶς ἀπό τήν φύση τῆς ὑπ’ αὐτοῦ δημιουργηθείσης κτίσεως, κατά τρόπον ἀνάλογο τῆς ὑπάρχουσας μεταξύ τῆς ἀλόγου φύσεως καί τοῦ ἀνθρώπου διαφορᾶς95. Ὑπογραμμίζεται, ὡσαύτως, ἀπό τόν Γρηγόριο ὅτι ἡ καί ὑπό τῶν τριῶν θείων ὑποστάσεων ἐνεργούμενη κοινή αὐτή ἄκτιστη δύναμη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ96, ἡ ὁποία δημιουργεῖ ὅλην τήν κτιστή φύση καί ὑπερβαίνει «πᾶσαν καταληπτικὴν ἔφοδον καὶ πολυπραγμοσύνην», καθίσταται γνωστή ὡς πρός τήν ὕπαρξή της ἐκ τοῦ μεγέθους τοῦ κάλλους τῶν ὑποπιπτόντων στήν ἀντιληπτική ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου κτισμάτων97.










1 Βλ.Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 1, P.Alexander,GNO, τ.5, 284,1-2 (=PG 44, 621D). Ὅπ.π., 389,8-9 (=PG 44, 709D). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 133,25-30 (=PG 45, 1128B). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 7, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 240,21-241,6 (=PG 44, 937ΒC). Πρβλ. Π. Χ ρ ή σ τ ο υ, «Τό ἀνθρώπινον πλήρωμα», Κληρονομία 4(1972), 43. Περί τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου πρός τά «ἄψυχα» ὄντα, διά τῆς μετοχῆς αὐτοῦ στήν βιολογική ζωή, καί πρός τά «λογικά» ὄντα, διά τῆς μεταλήψεως ἀπό αὐτόν τῆς«νοήσεως», καθώς καί περί τῆς οἰκειώσεως αὐτοῦ μέ τήν θεότητα, ὡς «φύσεως νοερᾶς», βλ., ἐπίσης, Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Θ ε ο λ ό γ ο υ, Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, Λόγος 45, PG 36, 629CD. Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 78,71-77 (=PG 94, 925CD).
2 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 157,19-22 (=PG 44, 588C).
3Βλ. Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 205,5-9 (=PG 45, 1228D). Ὅπ.π., 223,15-17 καί 24-25 (=PG 45, 1256Α). Βλ., ἐπίσης, A. A. W e i s w u r m, The Nature of human knowledge, 53, ἀπό τόν ὁποῖο σημειώνεται ὅτι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο πραγματοποεῖται ἡ ἕνωση τῆς ψυχῆς μέ τό σῶμα στόν ἄνθρωπο ἀποτελεῖ κατά τόν Γρηγόριο ζήτημα ἀνεπίλυτο.
4 Βλ. Εἰς τὴν ἡμέραν τῶν Φώτων, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 225,3 (=PG 46, 581B). Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 190,19-20 (=PG 46, 268A). Κατά τήν ὑπό τοῦ Γρηγορίου ἑρμηνεία τοῦ ἀποστολικοῦ χωρίου τοῦ ἀναφερόμενου στά τρία συστατικά τοῦ ἀνθρώπου(=Α΄Θεσ.5,23) διασημαίνεται διά τοῦ «σώματος» τό θρεπτικό μέρος, διά τῆς «ψυχῆς» τό αἰσθητικό μέρος καί διά τοῦ «πνεύματος» τό νοερό μέρος. Ὅσον ἀφορᾶ, ἐπίσης, τήν ἀναφερόμενη στό χωρίο Μάρκ. 12,30 ἐκδήλωση τῆς πρός τόν Θεό ἀγάπης «ἐξ ὅλης καρδίας, ψυχῆς καὶ διανοίας» τονίζεται ἀπό τόν Γρηγόριο ὅτι ὡς «καρδία» ἐνδείκνυται νά νοηθεῖ ἡ «σωματικοτέρα κατάστασις», ὡς «ψυχὴ δὲ ἡ μέση» καί ὡς «διάνοια ἡ ὑψηλοτέρα φύσις, ἡ νοερά τε καὶ ποιητικὴ δύναμις». Ὁ ἱερός πατήρ, ἐξ ἄλλου, ἑρμηνεύοντας τό ἁγιογραφικό χωρίο Α΄Κορ.3,1, ἐπισημαίνει τίς τρεῖς κατηγορίες προαιρέσεως, προσδιορίζοντας ὡς «σαρκικὴν» αὐτήν ἡ ὁποία ἀσχολεῖται μέ τήν «γαστέρα καὶ τὰς περὶ ταύτην ἡδυπαθείας», ὡς «ψυχικὴν» τήν ὑφιστάμενη ἐνδιαμέσως τῆς ἀρετῆς καί τῆς κακίας καί ὡς «πνευματικὴν» τήν ὑπεράνω κακίας διατελοῦσα καί ἀποβλέπουσα στήν τελειότητα τῆς «κατὰ Θεὸν πολιτείας» (Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 145C-148Β). Πρβλ. καί Κ. Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, «Ἡ ἔκφραση νηπτικῆς θεολογίας», 636-637.
5 Βλ. Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 293,19-21 (=PG 46, 617Β).
6 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 145C.
7 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, .22,10-18 (=PG 45, 25D-28Α). Πρβλ. Κ. Β α τ σ ι κ ο ύ ρ α, «Ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου», Θεολογία καί Ἱστορία 13 (1999), 117.
8 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 8, P.Alexander,GNO, τ.5, 419,9-13 (=PG 44, 736Β). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 22,7-10 (=PG 45, 25D).
9 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 181Β. Βλ. καί P. M. G r e g o r i o s, The Human Presence, 65. G. S k a l t s a s, La finalité, 66 ὑπ.357. R. L e y s, L’ image de Dieu, 67. A. A. W e i s- w u r m, The nature of human knowledge according to St. Gregory of Nyssa, 53. Περί τῆς θέσεως τοῦ ἀνθρώπου ὡς «συνδέσμου φυσικοῦ», καί «μεσιτεύοντος ἄκροις καὶ εἰς ἕν ἄγοντος ἐν ἑαυτῷ τὰ πολλῷ κατὰ τὴν φύσιν ἀλλήλων διεστηκότα τῷ διαστήματι», βλ. Μ α ξ ί μ ο υ Ὁ μ ο λ ο γ η τ ο ῦ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, PG 91, 1305BC. Βλ., ἐπίσης, Β α σ ι λ ε ί ο υ, Περὶ τοῦ μὴ προσηλῶσθαι τοῖς βιωτικοῖς, PG 31, 549Α, ἀπό τόν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος περιγράφεται ὡς «νοῦς ἐνδεδυμένος προσφόρῳ καὶ πρεπούσῃ σαρκὶ». Ἄξια ἀναφορᾶς στό σημεῖο αὐτό θεωρεῖται ἡ ἐκ μέρους τοῦ Μεγάλου Βασιλείου προβαλλόμενη διάκριση μεταξύ «ἡμῶν αὐτῶν» - ἀναφορικῶς πρός τήν ψυχή καί τόν νοῦ -, τῶν «ἡμετέρων» - σχετικῶς πρός τό σῶμα καί τίς αἰσθήσεις του -, καί τῶν «περὶ ἡμᾶς» - τῶν ἀφορώντων δηλαδή στήν ὑλική πλευρά τῆς ζωῆς - (Εἰς τὸ πρόσεχε σεαυτῷ, PG 31, 204Α).
10Βλ. Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J.Mc Donough, GNO, τ.3,2, 78,20-23 (=PG 46, 173Β). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 274,15-19 (=PG 44, 1165C). Πρβλ. E. C o r s i n i, «L’ harmonie du monde», Epektasis (1972), 459. R. G i l l e t, «L’ homme divinisateur», StPatr 6(1959), 76.
11 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 177D. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 32,25-26 (=PG 44, 441D). Ἀνάλογη ἔκφραση χρησιμοποιεῖ ἐπίσης ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, προκειμένου νά ἀποδώσει τό ἀποκλειστικό γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου νά εὑρίσκεται μεταξύ τοῦ πνευματικοῦ καί τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου, νά ὑφίσταται δηλαδή «ἐν μικρῷ μέγας» (Εἰς τά Θεοφάνεια, Λόγος 38, P.Gallay-C.Moreschini, SC, τ.358, 124,10-126,14 [=PG 36, 321C-324A]. Βλ. καί Εἰς Καισάριον ἐπιτάφιος, Λόγος 7, M.-Α.Calvet-Sebasti, SC, τ.405, 238,6-7 [PG 35, 785Β]).
12 Βλ., σχετικῶς, Σ. Π α π α δ ο π ο ύ λ ο υ, Πατρολογία Β΄, 604. E. C o r s i n i, «L’ harmonie du monde», Epektasis (1972), 461.
13 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 21,7-10 (=PG 45, 25Β). Πρβλ., ἐπίσης, Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Ἱστορία Δογμάτων, τ.2, 452. Π. Ν έ λ λ α, «Ἡ θεολογία τοῦ κατ’ εἰκόνα», Κληρονομία 2(1970), 302. Δ. Β α κ ά ρ ο υ, «Μυστήριον», Θεολογία 54(1983), 314. Π. Χ ρ ή σ τ ο υ, Ἑλληνική Πατρολογία, τ.4, 189. Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Ἡ Σάρκωσις, 68. G. S k a l t s a s, La finalité, 68. Χ. Μ π ο ύ κ η, Ἡ οὐσία τῆς θρησκείας, 28. Πρβλ. καί Κ. Ἰ. Κ ο ρ- ν α ρ ά κ η, «Ἡ ἔκφραση νηπτικῆς θεολογίας», 652. Ἀ. Γ. Μ α ρ ᾶ, Ἡ ἐσχατολογία, 173.
14 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 177D-180Α.
15 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 133Β. Ὅπ.π. PG 44, 136Β. Βλ., ἐπίσης, Κ. Δ. Μ α ν- τ ζ α ν ά ρ η, «Ἡ διαλογική συνάντηση», Θεολογία 76(2005), 552, ὅπου σημειώνεται εὐστόχως ὅτι «τό σῶμα ἀποτελεῖ τήν μετοχή τοῦ προσώπου στήν ὕλη τοῦ κόσμου». Μ. Κ α ρ ά μ π ε λ ι α, «Ἡ ἔννοια τῆς δημιουργίας στό Γρηγόριο Νύσσης», Γρηγόριος Παλαμᾶς 75 (1992), 837-838.
16Βλ. Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J.Mc Donough, GNO, τ.3,2, 78,23-79,2 (=PG 46, 173Β). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 21,22-22,3 (=PG 45, 25C). Πρβλ. R. G i l l e t, «L’ homme divinisateur», StPatr 6(1959), 77.
17 Βλ., ἐνδεικτικῶς, Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες Ι 8,14, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.1, 35-43. Ὅπ.π., 4,5-8 καί 25-28.
18 Ἡ ἑρμηνευτική προσέγγιση τῶν ὑπό μορφή στοχασμῶν ἀναφερομένων ἀπό τόν Γρηγόριο ἀπόψεων στό ἐν λόγῳ ἔργο καθίσταται δυνατή σέ συνδυασμό μέ τό «Περὶ τῆς Ἑξαημέρου» σύγγραμμα αὐτοῦ, προκειμένου νά ἀποφευχθοῦν κατά τό δυνατόν λανθασμένα ἑρμηνευτικά σχόλια. Σχετικῶς βλ. Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Δογματική καί συμβολική θεολογία, τ.3, 173. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Μυστήριον, 165-166.
19 Περί τῆς ἀπόψεως τῆς ἀποδοχῆς ἀπό τόν ἱερό πατέρα δύο δημιουργιῶν βλ. Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Γρηγόριος Νύσσης, 385-386. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Ἡ σάρκωσις, 63-65. W. V ö l- k e r, Gregor von Nyssa als Mystiker, 61-64. L. T h u n b e r g, Microcosm and Mediator, 159. H. U. von B a l t h a s a r, Présence et pensée, 41-43. Ν. Ἰ. Ν ι κ ο λ α ΐ δ η, Θέματα πατερικῆς Θεολογίας, 233-234, ὁ ὁποῖος ἐν τούτοις, ἐκ παραλλήλου μέ τίς «δύο κατασκευές τοῦ ἀνθρώπου», κάνει λόγο γιά «τροποποίηση τῆς ἀρχικῆς κατασκευῆς», γιά «ἐπαναληπτική κατασκευή», γιά «ἀνακατασκευή», καθώς καί γιά «ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ στήν ἀρχική κατασκευή τοῦ ἀνθρώπου» (ὅπ.π., 241). Π. Χ ρ ή σ τ ο υ, «Τό ἀνθρώπινον πλήρωμα», Κληρονομία 4(1972), 45-49, 52, ἀπό τόν ὁποῖο γίνεται ἐπίσης λόγος γία δύο φάσεις δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Ἑλληνική Πατρολογία, τ.4, 188-189, ὅπου ἐν τούτοις παρατηρεῖται μία μικρή ἑρμηνευτική ἀσάφεια ὡς πρός τή ἀπόδοση τῆς σχετικῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου, ἀφοῦ γίνεται λόγος εἴτε γιά ἀναπροσαρμογή τῆς λειτουργίας, εἴτε γιά δεύτερη φάση τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου. Χ. Μ π ο ύ κ η, Ἡ οὐσία τῆς θρησκείας, 37, ἀπό τόν ὁποῖο μάλιστα σημειώνεται ὅτι κατά τήν δεύτερη, ἱστορική, δημιουργία τοῦ ζεύγους τῶν προπατόρων «ὡς αἰσθητόν πλέον ὄν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀτελές μίμημα τοῦ ἰδανικοῦ ἀνθρώπου, ἐφόσον ὁ Δημιουργός “κατέμιξέ τι καί τοῦ ἀλόγου τῇ ἰδίᾳ εἰκόνι”». Ὡς πρός τήν ἀποδοχή ἀντιθέτως τῆς ἐκδοχῆς περί ἀναπροσαρμογῆς τῶν λειτουργιῶν τοῦ ἀνθρώπου βλ. Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Δογματική καί συμβολική θεολογία, τ.3, 207. 212-213. 336-337. Γ. Φ λ ω ρ ό φ σ κ υ, Οἱ Βυζαντινοί πατέρες, 355. Ἀ. Β. Β λ έ τ σ η, Τό προπατορικό ἁμάρτημα, 289-293. 300-302. R. H ü b n e r, Die Einheit des Leibes Christi, 67-70. Βλ., ἐπίσης, Ἀ. Γ. Μ α ρ ᾶ, Ἡ ἐσχατολογία, 55, ὁ ὁποῖος ἐκθέτει τήν ἑρμηνευτική ἄποψη ὅτι «στήν πρώτη δημιουργία ὁ Θεός ἔφερε στήν σκέψη του τόν ἄνθρωπο συνολικά καί χωρίς νά προβεῖ στή διάκριση τῶν φύλων». Γ. Δ. Μ α ρ- τ ζ έ λ ο υ, Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός προβληματισμός Β΄, 67-73, ὁ ὁποῖος ἐντάσσει τήν σχετική αὐτή ἑρμηνευτική ἄποψη τοῦ Γρηγορίου στήν διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ πατρός περί μιᾶς «ἐξελικτικῆς διαδικασίας», ἡ ὁποία ἀφορᾶ ὅλη τήν δημιουργία, προκειμένου «τά δημιουργήματα ... σύμφωνα μέ τήν ἀναγκαία φυσική τάξη νά ὁλοκληρωθοῦν καί νά γίνουν τελικά ‘καλά λίαν’» (ὅπ.π., 67-68), καί κατά τήν ὁποία «πρῶτα δημιουργήθηκε σπερματικά καί «ἀθρόως» ὁ καθόλου ἄνθρωπος, καί μετά προέκυψε ἡ διαφορά τῶν φύλων τῶν συγκεκριμένων προσώπων τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας» (ὅπ.π., 71). Μ. Κ α ρ ά- μ π ε λ ι α, «Ἡ ἔννοια τῆς δημιουργίας στό Γρηγόριο Νύσσης», Γρηγόριος Παλαμᾶς 75 (1992), 837, ὅπου γίνεται λόγος γιά μία «θεωρία τῆς τελειωτικῆς ἐξέλιξης τῶν ὄντων», κατά τήν ὁποία «ἡ προοδευτική ἀνάπτυξη καί φανέρωση τῆς δημιουργίας παρουσιάζεται μέ μεγαλύτερη σαφήνεια στήν κατασκευή τοῦ ἀνθρώπου» καί «ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἀνάπτυξη τῶν δυνατοτήτων πού προϋπάρχουν σέ κάθε κτιστό πλάσμα» (ὅπ.π., 846).
20 Πρβλ. G. B. L a d n e r, «The Philosophical Anthropology», DOP 12(1958), 75-76. Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Ἐπιστήμη, φιλοσοφία καί θεολογία στήν Ἑξαήμερο τοῦ Μ. Βασιλείου, 115. Ἀνάλογη ἄποψη περί ἐξελικτικοῦ σχήματος κατά τήν δημιουργία τοῦ κόσμου ἀποδέχεται ἐπίσης ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ὁποῖος θεωρεῖ καί προβάλλει «ἑκάστου γένους τὰς ἀπαρχὰς, οἱονεὶ σπέρματά τινα τῆς φύσεως» (Εἰς τήν Ἑξαήμερον, Λόγος 7, S. Giet, SC, τ.26bis, 396 [=PG 29, 149C]). Σύμφωνα μέ τό ἐν λόγῳ σχῆμα «τὰ μὲν γὰρ ἐκ τῆς διαδοχῆς τῶν προϋπαρχόντων παράγεται· τὰ δὲ ἔτι καὶ νῦν ἐξ αὐτῆς τῆς γῆς ζωογονούμενα δείκνυται», κατά τέτοιο τρόπο ὥστε νά θεωρεῖται ὅτι «ἐκ τῆς γῆς ἔστιν αὐτοῖς ἡ γένεσις» (ὅπ.π., Λόγος 9, 484-486. [=PG 29, 189C-192Α]). Ὁ Γρηγόριος προχωρεῖ σέ μία «ἀναπλήρωσιν τῶν ἐλλειμμάτων» στήν διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, πραγματευόμενος σέ «ἰδιάζον βιβλίον» σύν τοῖς ἄλλοις τό θέμα τῆς «κατασκευῆς» τοῦ ἀνθρώπου (Βλ. Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς Ἑξαημέρου, PG 44, 124ΑΒ).
21 Βλ. Π λ ά τ ω ν ο ς, Τίμαιος, I.Burnet, τ.4, 29a-31b.
22 Βλ. Π λ ά τ ω ν ο ς, Τίμαιος, I.Burnet, τ.4, 31d, 34b,36d-e. Πρβλ. καί Κ. Γ. Ν ι ά ρ χ ο υ, Είσαγωγικά μαθήματα στή φιλοσοφία, 205.
23 Φ ί λ ω ν ο ς, Περὶ τῆς κατὰ Μωϋσέα κοσμοποιΐας, R.Arnaldez-J.Pouilloux-C.Mondésert, OePhAl, τ.1, 230.
24 Βλ. Φ ί λ ω ν ο ς, Περὶ τῆς κατὰ Μωϋσέα κοσμοποιΐας,R.Arnaldez-J.Pouilloux-C.Mondésert, OePhAl, τ.1, 150-152. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Περὶ ἀποικίας, R.Arnaldez-J.Pouilloux-C.Mondésert, OePhAl, τ.14, 158. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Περὶ τοῦ τὸ χεῖρον τῷ κρείττονι φιλεῖν ἐπιτίθεσθαι, R.Arnaldez-J.Pouilloux-C.Mondésert, OePhAl, τ.5, 68.
25 Ἀπό τό πλῆθος τῶν σχετικῶν πρός τό θέμα αὐτό χωρίων, βλ., ἐνδεικτικῶς, Φ ί λ ω- ν ο ς, Περὶ τῆς κατὰ Μωυσέα κοσμοποιΐας, R.Arnaldez-J.Pouilloux-C.Mondésert, OePhAl, τ.1, 156-158. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Περὶ συγχύσεως διαλέκτων, R.Arnaldez-J.Pouilloux-C.Mondésert, OePhAl, τ.13, 122. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Περὶ μέθης, R.Arnaldez-J.Pouilloux-C.Mondésert, OePhAl, τ.11-12, 78-80. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Νόμων ἱερῶν ἀλληγορίας τῶν μετὰ τὴν ἑξαήμερον τὸ πρῶτον, R.Arnaldez-J.Pouilloux-C.Mondésert, OePhAl, τ.2, 50. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Περὶ τῶν Χερουβὶμ, R.Arnaldez-J.Pouilloux-C.Mondésert, OePhAl, τ.3, 60. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Περὶ τῶν μετονομαζομένων καὶ ὧν ἕνεκα μετονομάζονται, R.Arnaldez-J.Pouilloux-C.Mondésert, OePhAl, τ.18, 92-94. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Περὶ θεοπέμπτους εἶναι τοὺς ὀνείρους, R.Arnaldez-J.Pouilloux-C.Mondésert, OePhAl, τ.19, 54. Πρβλ.,σχετικῶς, Ἠ. Δ. Μ ο υ- τ σ ο ύ λ α, Ἡ σάρκωσις, 65. E. B r é h i e r, Παγκόσμιος Ἱστορία τῆς Φιλοσοφίας, 320. Μ. Β. Κ ο λ ο β ο π ο ύ λ ο υ, Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου (Διδακτορική Διατριβή), 228-229.
26 Βλ. Ὠ ρ ι γ έ ν ο υ ς, Commentariorum in Epistolam B. Pauli Ad Romanos, PG 14, 1110B.
27 Βλ. Ὠ ρ ι γ έ ν ο υ ς, Εἰς Γένεσιν, Λόγος 1, PG 12, 155C-157D. Πρβλ. P. T z a m a l i k o s, The concept of time in Origen, 28-29. Κατά μία διαφορετική ἑρμηνευτική προσέγγιση τῶν σχετικῶν ἀπόψεων τοῦ Ὠριγένη ὁ Ν. Ματσούκας σημειώνει ὅτι ὁ Ὠριγένης κάνει λόγο γιά τήν «ἔνδυση» τῶν ψυχῶν μέ τά φθαρτά σώματα ὡς «ἀποτέλεσμα τῆς ἄστοχης κίνησής τους» καί ὄχι ὡς ἐπακόλουθο μιᾶς δεύτερης ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ δημιουργίας μέ τήν ποίηση τῶν σωμάτων (Δογματική καί συμβολική θεολογία, τ.3, 174). Βλ., ἐπίσης, Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Ἡ Σάρκωσις, 64-65. Βλ., ἐπίσης, L. T h u n b e r g, Microcosm and Mediator, 155-160, ὅπου ἐπιχειρεῖται μία παράθεση τῶν ἀντιλήψεων περὶ διπλῆς δημιουργίας. Ὡς πρός αὐτήν μπορεῖ νά καταγραφεῖ μία διάκριση ἀναλόγως μέ τήν θεώρηση ἤ μή τοῦ γεγονότος τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου ὡς προϋποθέσεως τῆς ἐνδύσεώς του μέ τό ὑλικό σῶμα. Εἶναι, ἐν τούτοις, ἀξιοσημείωτο τό γεγονός τῆς ἀμφισβητήσεως ἐκ μέρους τοῦ ἐρευνητῆ αὐτοῦ τῆς κατατάξεως τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης μεταξύ τῶν ἐκφραστῶν τῆς ἐν λόγῳ ἐκδοχῆς, ἐφόσον, κατά τήν ἑρμηνευτική θέση τοῦ L. Thunberg, ἀναφερόμενος ὁ Γρηγόριος στόν πληρωματικό ἄνθρωπο τῆς πρώτης δημιουργικῆς θείας ἐνέργειας, κάνει ἁπλῶς καί μόνο μία ἀναφορά στήν πρόγνωση ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπινου γένους.
28 Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 185Α. Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς Ἑξαημέρου, PG 44, 68C. Βλ., ἐπίσης, Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 286,15-16 (=PG 46, 612A), ὅπου ὁ προσωπικός λόγος χαρακτηρίζεται ἀπό τόν Γρηγόριο ὄχι ὡς «ἀπόφασις» ἀλλά ὡς «γυμνασία καί ζήτησις». Πρβλ., σχετικῶς, Π. Χ ρ ή σ τ ο υ, «Τό ἀνθρώπινον πλήρωμα», Κληρονομία 4(1972), 41. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Ἑλληνική Πατρολογία, τ.4, 189. H. U. von B a l t h a s a r, Présence et pensée, 42. E. C o r s i n i, Plérôme humain, 111. Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Συνέπειαι τῆς πτώσεως, 28-29. Ἄξιο μνείας, ἐπίσης, τυγχάνει τό γεγονός τῆς προβολῆς καί ἀπό τόν Πλάτωνα τῶν ἀπόψεών του περί δημιουργίας τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου ὄχι μέ λόγους «ὁμολογουμένους» ἀλλά μέ «εἰκότα μῦθoν» (Βλ. Π λ ά τ ω- ν ο ς, Τίμαιος, I.Burnet, τ.4, 29cd). Βλ., ἐπίσης, Β α σ ι λ ε ί ο υ, Περὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, B. Pruche, SC, τ.17bis, 362, 30-33 (=PG 32, 125D), ὅπου γίνεται ἀναφορά στήν ἀπόκτηση τῆς γνώσεως «κατὰ τὸν εἰσαγωγικὸν τρόπον», σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο ἡ «τελείωσις» σέ γνωστικό ἐπίπεδο ἐπέρχεται «ἐν τῇ κατὰ τὴν εὐσέβειαν γυμνασίᾳ», διά τῆς μεταβάσεως δηλαδή «πρὸς τὴν τελείωσιν» μέσῳ μιᾶς διανοητικῆς κατοχῆς «τῶν εὐληπτοτέρων πρῶτον καὶ συμμέτρων ἡμῖν». Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Εἰς τήν Ἑξαήμερον, S. Giet, SC, τ.26bis, 150 (=PG 29, 33C). Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Εἰς τοὺς Ψαλμοὺς, Λόγος 1, PG 29, 220Α. Πρβλ. καί Γ ρ η γ ο- ρ ί ο υ Θ ε ο λ ό γ ο υ, Κατὰ Εὐνομιανῶν προδιάλεξις, Λόγος 27, P. Gallay, SC, τ. 250, 96,14-98,23. (=PG 36, 25Α).
29Bλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 181Α.
30 Bλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 181ΑΒ. 185Β. Βλ. Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Γρηγόριος Νύσσης, 385. Ν. Ἰ. Ν ι κ ο λ α ΐ δ η, Θέματα πατερικῆς Θεολογίας, 233. L. T h u n b e r g, Microcosm and Mediator, 159-160, ὅπου, ἀναφορικῶς μέ τήν διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου, διακρίνεται μία ἔμμεση σύνδεση ἐκ μέρους τοῦ ἐρευνητῆ αὐτοῦ μεταξύ τοῦ ζωώδους τρόπου ἀναπαραγωγῆς τοῦ ἀνθρώπινου γένους καί τῶν δερματίνων χιτώνων, χωρίς ὡστόσο κάτι τέτοιο νά καταγράφεται εὐκρινῶς. Βλ., ὡσαύτως, G. F l o r o v s k y, Eastern Fathers, 189-190, ἀπό τόν ὁποῖο σημειώνεται ἡ ἔλλειψη τοῦ προσδιορισμοῦ ἀπό τόν Γρηγόριο τῆς ἀκριβοῦς στιγμῆς, κατά τήν ὁποία πραγματοποιήθηκε ὁ ἐνεργός διαφυλικός διαχωρισμός τοῦ ἀνθρώπινου γένους στό ζεῦγος τῶν προπατόρων. Ἡ παρατήρηση αὐτή ὁδηγεῖ τόν ἑρμηνευτή αὐτόν στό συμπέρασμα ὅτι πιθανόν κατά τόν ἐπίσκοπο Νύσσης δέν τίθεται θέμα διακρίσεως τῶν φύλων πρίν ἀπό τό γεγονός τῆς πτώσεως, κατά τήν κατάσταση δηλαδή τῆς συνάφειας τῆς ἀνθρωπότητας μέ τοὺς ἀγγέλους. Ἡ ἑρμηνευτική, ὅμως, αὐτή προσέγγιση δέν φαίνεται νά εὐσταθεῖ, ἐφόσον θεωρεῖται σταθερή ἡ ἀντίληψη τοῦ ἱεροῦ πατρός ὅτι ὁ πρό τῆς πτώσεως ἄνθρωπος ἔφερε σῶμα, προκειμένου ἔτσι ἡ ὑλική δημιουργία, διά τῆς συνάφειας καί συνάψεως τοῦ νοεροῦ καί τοῦ ὑλικοῦ στοιχείου στό πρόσωπο τοῦ διφυοῦς ἀνθρώπου, νά ἔχει δοξολογική σχέση πρός τόν Θεό.
31 Bλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 204CD. Κατά τόν Γρηγόριο ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἀδάμ μαρτυρεῖται ὅτι αὐτός εἶναι «γήϊνον πλάσμα». Ὁ ἱερός πατήρ κάνει ἐν προκειμένῳ ἑρμηνευτική χρήση τοῦ ἀποστολικοῦ ἐκείνου λόγου(=Α΄ Κορ.15,47), ὁ ὁποῖος «τὸν ἐκ γῆς ἄνθρωπον χοϊκὸν ὀνομάζει, οἱονεὶ μεταβαλὼν τὴν τοῦ Ἀδὰμ κλῆσιν εἰς τὴν Ἑλλάδα φωνὴν» (ὅπ.π., PG 44, 204D).
32 Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 204C. Πρβλ. Π.Χ ρ ή σ τ ο υ, Ἑλληνική Πατρολογία, τ.4, 188.
33 Bλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 185Α. 181ΒD.
34 Bλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 185D.
35 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 189C.
36 Bλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 185ΑΒ.
37 Κ. Δ. Μ α ν τ ζ α ν ά ρ η, «Ἡ διαλογική συνάντηση», Θεολογία, 76(2005), 555-556, ἀπό τόν ὁποῖο προσδιορίζεται «ὡς τελικός σκοπός τοῦ ἀνθρώπου στήν πορεία του πρός τήν θέωση» ἡ ὑπέρβαση ἀπό αὐτόν τῆς κατά τά δύο φύλα διακρίσεως, πού θά πραγματοποιηθεῖ διά τῆς ἑνώσεως καί ὑπερβάσεως τῶν διηρημένων καί κατά τό πρότυπο τῆς σπερματικῆς δημιουργίας του ἀπό τόν Θεό (ὅπ.π., ὑπ 42). G. B. L a d n e r, «The philosophical Anthropology», DOP 12(1958), 75-76. Ν. Ἰ. Ν ι κ ο λ α ΐ δ η, Θέματα πατερικῆς Θεολογίας, 240.
38 Bλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44,185C. Πρβλ. Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, «Ἡ ἑνότης», Θεολογία 40(1969), 422. Κ. Ν. Β α τ σ ι κ ο ύ ρ α, Ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου, 93.
39Bλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 204D. Πρβλ. R. L e y s, L’ image de Dieu, 80-81. J. B. S c h o e m a n n, «Gregors von Nyssa», Schol 18(1943), 40.
40 Bλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 185Β. Πρβλ. Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, «Ἡ ἑνότης», Θεολογία, 40(1969), 422. R. C r o s s, «Gregory of Nyssa of Universals», VigChr 56(2002), 395.
41 Περὶ τοῦ μὴ οἴεσθαι λέγειν τρεῖς θεοὺς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 40,19-41,7 (=PG 45, 120AB). Βλ., ἐπίσης, ὅπ.π., 53,6-9. 54,2-9. 20-24 (=PG 45, 129D-132D). Ἡ θεολογική ἀντίληψη περί τῆς κοινότητας τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπινου γένους ἀποτελεῖ βασικό σημεῖο καί τῆς διδασκαλίας τοῦ Μ. Βασιλείου, κατά τήν ὁποία ἡ κοινότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως συνίσταται στό «ὑλικόν ὑποκείμενον», ἐφόσον «ἐκ τοῦ πηλοῦ...τὸ ὁμοούσιον πάντων ἀνθρώπων» διασημαίνεται (Πρὸς Εὐνόμιον, Λόγος 2, B. Sesboüé, SC, τ.305, 20,9-22,34 [=PG 29, 577C-580Β]). Ἡ περί «μετοχῆς» τῶν ἐπί μέρους ἀτόμων σέ κοινή οὐσία ἀπαντᾶ σύν τοῖς ἄλλοις καί στόν Πλάτωνα (Βλ., ἐνδεικτικῶς, Παρμενίδης, I.Burnet, τ.2, 129b, 5-6, 130e, 5-131a,2), χωρίς βεβαίως αὐτό νά σημαίνει καί ταύτιση τοῦ περιεχομένου τῆς σχετικῆς πλατωνικῆς διδασκαλίας μέ αὐτήν τῶν Καππαδοκῶν πατέρων. Στό σημεῖο αὐτό θεωρεῖται σκόπιμο νά ἀναφερθεῖ ἡ σχετική μέ τήν δημιουργία τῶν ἐπερχομένων γενεῶν ἄποψη τοῦ ἱεροῦ Μαξίμου, κατά τήν ὁποία ἡ ψυχή, ἐπειδή ὡς ἁπλή καί νοητή δέν δύναται νά προέλθει «ἐξ ὑποκειμένης ὕλης, καθάπερ τὸ σῶμα», κατά τήν στιγμή τῆς συλλήψεως ἀπό τούς γονεῖς δημιουργεῖται «τῷ βουλήματι τοῦ Θεοῦ» (Μ α ξ ί μ ο υ Ὁ μ ο λ ο γ η τ ο ῦ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, PG 91, 1324C).
42 Βλ. Πρὸς τοὺς Ἕλληνας ἀπὸ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 21,4-9 (=PG 45, 177AB).
43 Πρὸς τοὺς Ἕλληνας ἀπὸ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 23,4-24,14 (=PG 45, 177C-180Α).
44 Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 1, W. Jaeger, GNO, τ.2, 30,18-20 (=PG 45, 592D).
45 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 6, H.Langerbeck, GNO τ.6, 174,5-10 (=PG 44, 885D).
46 Βλ. Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J.Mc Donough, GNO, τ.3,2, 78,23-79,2 (=PG 46, 173Β). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 157,19-22 (=PG 44, 588C).
47 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 136Β. Ἄξια ὑπομνήσεως γιά μία ἀκόμη φορά θεωρεῖται ἡ ἀναδεικνυόμενη αὐθεντικότητα, καθώς καί ἡ πασιφανής αὐτονόμηση τοῦ περιεχομένου τῆς διδασκαλίας τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης ἀπό τίς ἀντίστοιχες φιλοσοφικές ἀπόψεις, πού παρατηροῦνται στίς περί τοῦ σώματος ἐκτιθέμενες ἑρμηνευτικές ἀντιλήψεις τοῦ ἱεροῦ πατρός. Πρός ἐπίρρωση τῆς διατυπωθείσης αὐτῆς ἀπόψεως εἶναι δυνατόν νά ἀναφερθεῖ ἐνδεικτικῶς ἡ περί τοῦ σώματος ἄποψη τοῦ Πλωτίνου, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ φύση τῶν σωμάτων, ὅσο αὐτά μετέχουν τῆς ὕλης, συνιστᾶ ἐπί μέρους κακό, ἐφόσον, τά αἰσθητά σώματα, στερούμενα ζωῆς καί παρεμποδίζοντα τήν φυσική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, θεωροῦνται ἀπομακρυσμένα καί ἀποξενωμένα ἀπό τό ἀγαθό ὄν (Ἐννεάδες Ι 8,4, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.1, 1-5).
48Bλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 233D. 236Β. 229Β-232C. Περὶ ψυχῆς καί ἀναστάσεως, PG 46,125ΑC. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 7, H.Langerbeck,GNO τ.6, 241,4-6 (=PG 44,937C).
49 Bλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44,189Β. 192Β. Βλ., σχετικῶς μέ τό σημεῖο αὐτό, Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Συνέπειαι τῆς πτώσεως, 34, ὅπου εὐστόχως ἐπισημαίνεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος, στήν πρό τῆς πτώσεως κατάστασή του, δέν μετεῖχε στήν θεία δόξα καί μακαριότητα «ὡς πνευματική μόνον ὀντότης» ἀλλά ὡς «ὁ ὅλος ἄνθρωπος, ψυχῇ τε καί σώματι». Προσδιορίζεται, ἐπίσης, τό σῶμα «ἐν τῇ αὐθεντικῇ καί ἁγίᾳ αὐτοῦ μορφῇ, ὡς τοῦτο ἐξῆλθεν ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ Δημιουργοῦ».
50 Bλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44,205Α.
51 Bλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44,189ΑΒ. Πρβλ. Π. Χ ρ ή σ τ ο υ, «Τό ἀνθρώπινον πλήρωμα», Κληρονομία 4(1972), 51-52. Κ. Δ. Μ α ν τ ζ α ν ά ρ η, «Ἡ διαλογική συνάντηση», Θεολογία 76(2005), 556, ὑποσ. 46. Ὁ Π. Τρεμπέλας, ἐν τούτοις, ἐπισημαίνει ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἴδους ὁ πολλαπλασιασμός τῆς ἀγγελικῆς φύσεως θά εἶχε ὡς συνέπεια τήν θεώρηση τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων ὡς ἀποτελουσῶν ἕνα γένος (Βλ. Δογματική, τ.1, 412), ἄποψη ἡ ὁποία ἀφ’ ἑνός μέν δέν ὑποστηρίζεται ρητῶς ἀπό τόν Γρηγόριο (Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 15, H.Langerbeck,GNO τ.6, 445,9-446,1 [=PG 44,1100ΑΒ]. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 118,19-119,11 [=PG 45,384ΑC]), ἀφ’ ἑτέρου δέ φαίνεται νά μή γίνεται ἀποδεκτή γενικῶς ἀπό τήν πατερική σκέψη (Βλ., ἐνδεικτικῶς, Ἀ θ α ν α σ ί ο υ, Κατὰ Ἀρειανῶν, Λόγος 2, M. Tetz, Athanasius Werke, τ.1,Ι, 196,26-30 [=PG 26, 188Β]. Β α σ ι λ ε ί ο υ, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, B.Pruche, SC, τ.17bis, 376,8-12 [=PG 32, 136Α]. Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Θ ε ο λ ό γ ο υ, Περὶ θεολογίας, Λόγος 28, P. Gallay, SC, τ.250, 172,14-20 (=PG 36, 72ΑΒ). Ἰ ω ά ν ν ο υ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ, Περὶ ἀκαταλήπτου, Λόγος 4, R. Flacelière, SC, τ.28, 214 [=PG 48, 729,12-31]. Ὅπ.π., Λόγος 2, 136-138 [=PG 48, 714,16-21]. Κ υ ρ ί λ λ ο υ Ἀ λ ε ξ α ν δ ρ ε ί α ς, Γλαφυρῶν εἰς Γένεσιν, Λόγος 1, PG 69, 21D. Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 47,46-51 [=PG 94, 869C]).
52 Bλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44,205Β. Πρβλ. Ἰ ω ά ν ν ο υ Χ ρ υ σ ο σ τ ό- μ ο υ, Περὶ παρθενίας, H. Musurillo-B. Grillet, SC, τ.125, 140,41-43 (=PG 48, 543), ὁ ὁποῖος ἐπισημαίνει ὅτι «μίξεως δὲ ἐπιθυμία καὶ σύλληψις καὶ ὠδῖνες καὶ τόκοι καὶ πᾶν εἶδος φθορᾶς ἐξώριστο τῆς ἐκείνων (=τῶν προπατόρων) ψυχῆς», ἀφοῦ «ἦσαν ἐν ἐκείνῳ τῷ χωρίῳ τῇ παρθενίᾳ κοσμούμενοι».
53 Bλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 185ΑC.. 189CD. 205Α.
54 Bλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 204D.
55 Bλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 205C. Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά σημειωθεῖ ἡ διαφοροποίηση πού παρατηρεῖται μεταξύ τῶν ἐρευνητῶν ὡς πρός τήν ἑρμηνευτική θεωρία τῆς «διπλῆς» δημιουργίας τοῦ ἱεροῦ πατρός, κατά τήν ὁποία εἴτε γίνεται ἀποδεκτή ἡ ἄποψη περί μιᾶς διπλῆς δημιουργικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ (Βλ. Ἠ. Δ. Μ ο υ- τ σ ο ύ λ α, Ἡ Σάρκωσις, 63-84. Κ. Β α τ σ ι κ ο ύ ρ α, Ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου, 93. 127. Χ. Μ π ο ύ κ η, Ἡ Γλῶσσα, 35), εἴτε προβάλλεται ἡ ἐκδοχή περί τοῦ ἐξελικτικοῦ σχήματος, στό ὁποῖο διαφαίνονται ὅλες «οἱ φάσεις τῆς δημιουργίας», ἡ ὁποία, ὑπό τό πρίσμα αὐτὀ, δέν ἐκλαμβάνεται ὡς «ἕνα στατικό» γεγονός ἀλλά ὡς δυναμική πραγματικότητα «μέ ἐνεργούμενα συμβάντα καί συμβαίνοντα» (Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Μυστήριον, 163-188. E. C o r s i n i, Plérôme humain, 122-123). Πιό συγκεκριμένα, ὁ Ἠ. Μουτσούλας χαρακτηρίζει τήν κατά τόν στοχασμό τοῦ Γρηγορίου ἐπαναπροσδιοριστική γιά τό ἀνθρώπινο γένος δημιουργική ἐνέργεια τοῦ τρισυπόστατου Θεοῦ ὡς «παρένθεσιν ἤ μᾶλλον ἕν ἐνδιάμεσον στάδιον τοῦ ὅλου διά τόν ἄνθρωπον σχεδίου τοῦ Θεοῦ», ἐφόσον ἡ κατάσταση στήν ὁποία εὑρίσκεται ἔκτοτε ἡ ἀνθρωπότητα «δέν εἶναι ἐκείνη, διά τήν ὁποίαν ἐξ ἀρχῆς ὁ Θεός εἶχε προορίσει τόν ἄνθρωπον» (Γρηγόριος Νύσσης, 389). Κατά τόν Π. Χρήστου, ἐν τούτοις, ὁ Γρηγόριος ἀποδέχεται τήν ἐκδοχή τῆς τετελεσμένης δημιουργίας τοῦ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλασθέντος πρωτανθρώπου ὡς προσωπικοῦ ὄντος, τό ὁποῖο, διά μιᾶς ἀναπροσαρμοστικῆς θείας ἐνέργειας, ἀπέκτησε τόν «ζωώδη τρόπο ἀναπαραγωγῆς ἐξ ἀλλήλων», γεγονός πού συνιστᾶ ἕνα «εἶδος μετατροπῆς τῆς δημιουργικῆς πορείας» («Τό ἀνθρώπινον πλήρωμα», Κληρονομία 4[1972], 41-42, 47). Κατά μία ἄλλη ἑρμηνευτική ἐκδοχή ἡ ἱστορία τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου διέρχεται ἀπό τέσσερα στάδια (Βλ. H. U. von B a l t h a s a r, Présence et pensée, 52).
Σύμφωνα, ἐξ ἄλλου, μέ τήν ἄποψη ὁρισμένων ἄλλων ἐρευνητῶν, τό πλήρωμα τῆς ἀνθρωπότητας ὑπῆρξε κατά τόν Γρηγόριο μόνο ὡς ἰδέα στόν θεῖο νοῦ, χωρίς ποτέ νά λάβει αὐτοτελῆ ὑπόσταση. Πρόκειται, ἑπομένως, περί μιᾶς ἰδεατῆς μορφῆς, ἀπαλλαγμένης τῆς σωματικότητας, ἡ ὁποία θά ἐπανέλθει μετά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν (Περί τῶν ἀπόψεων αὐτῶν βλ. Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Ἡ σάρκωσις, 63. 66. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Γρηγόριος Νύσσης, 385. 389. Ε. Κ ω ν σ τ α ν τ ί ν ο υ, «Γρηγόριος Νύσσης» ΘΗΕ 4 [1964], 765. J. P. C a v a r n o s, St. Gregory of Nyssa on the Origin and Destiny of Soul, 2.). Ὁ Π. Χρήστου, ἀντιθέτως, ὑποστηρίζει τήν ἐκδοχή ὅτι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος στήν σκέψη τοῦ Γρηγορίου εἶναι γήινος καί ἱστορικός («Τό ἀνθρώπινον πλήρωμα», Κληρονομία 4[1972], 43-47). Ὁ Ν. Ματσούκας, ἐπίσης, σημειώνει ὅτι οἱ ἀντιλήψεις ἐκεῖνες πού ὑποστηρίζουν ὅτι προηγήθηκε τοῦ «συγκεκριμένου καί ἱστορικοῦ» ἀνθρώπου ἡ δημιουργία τοῦ «ἰδεατοῦ ἀνθρώπου», «διόλου δέν εὐσταθοῦν» ( Δογματική καί συμβολική θεολογία, τ.3, 212-213). Βλ., ἐπίσης, τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Μυστήριον, 165. 174, ὅπου σημειώνεται ὅτι ὁ πληρωματικός ἄνθρωπος «δέν βρισκόταν σέ κανένα ἰδεατό τόπο ... ἀλλά σέ τοῦτο τόν κόσμο, ὀργανικά δεμένος μέ τό καθόλου σύμπαν».
56 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 169,20-170,11 (=PG 45,404ΒC).
57Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 41C: «τὸ γὰρ κατ’ εἰκόνα γενόμενον διὰ πάντων ἔχει πάντως τὴν πρὸς τὸ ἀρχέτυπον ὁμοιότητα». Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 114,11 (=PG 44,401D).
58Βλ. Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς Ἑξαημέρου, PG 44, 69A. Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 331,10-20. (=PG 45, 488ΑΒ) Ὅπ.π., 341,9-11 (=PG 45, 497Β). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 121Β. Ἡ διατυπωμένη αὐτή θεολογική διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου παραπέμπει στήν σχετική μέ τούς «λόγους τῶν ὄντων» διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ Μαξίμου, κατά τήν ὁποία «οἱ τῶν ὄντων λόγοι προκαταρτισθέντες τῶν αἰώνων Θεῷ» καί «ἀόρατοι ὄντες», καθοδηγοῦν διά τῆς γνώσεώς τους στήν γνώση τοῦ θείου θελήματος, ἀφοῦ «ἔχων(=ὁ Θεός) πρὸ τῶν αἰώνων ὑφεστῶτας(=τούς λόγους τῶν γεγονότων) βουλήσει ἀγαθῇ κατ’ αὐτοὺς τήν τε ὁρατὴν καὶ ἀόρατον ἐκ τοῦ μὴ ὄντος ὑπεστήσατο κτίσιν». Βλ. Μ α ξ ί μ ο υ Ὁ μ ο λ ο γ η τ ο ῦ, Πρὸς Θαλάσσιον, C. Laga - C. Steel, CCSG, τ.7, 95,6-9 (=PG 90, 293D-296A). Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, PG 91, 1080Α. Βλ., ἐπίσης, Ἀ θ α ν α σ ί ο υ, Κατὰ Ἀρειανῶν, Λόγος 2, M. Tetz, Athanasius Werke, τ.1,Ι, 253,1-7 (=PG 26, 308Β), ὅπου ἀπαντᾶ ἡ ἔκφραση «ἐν αὐτῷ ἦμεν προτετυπωμένοι». Β α σ ι λ ε ί ο υ, Κατὰ Εὐνομίου, Λόγος 1, B. Sesboüé, SC, τ.299, 224,12-17 (=PG 29, 556D-557A), ἀπό τόν ὁποῖο γίνεται ἀναφορά στούς «δημιουργικοὺς λόγους». Ψ ε υ δ ο-Δ ι ο ν υ σ ί ο υ Ἀ ρ ε ο- π α γ ί τ ο υ , Περὶ θείων ὀνομάτων, B.R.Suchla, Corpus Dionysiacum. I, 188,6-10 (=PG 3, 824C). Πρβλ. Ν. Α. Μ α τ σ ο ύ κ α, Κόσμος, 83, ὅπου σημειώνεται ἡ ὑπάρχουσα μεταξύ τῶν ὄντων καί τῆς δημιουργικῆς βουλήσεως τοῦ Θεοῦ «συνεκτική καί ὀργανική θέση», ἐφόσον τό συστατικό στοιχεῖο συμπάσης τῆς δημιουργίας, πού συνιστᾶ τήν αἰώνια βούληση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, «ὑπάρχει, ἀναπτύσσεται, ὁλοκληρώνεται καί τελειώνεται κατά τό λόγο τοῦ θείου θελήματος». Ν. Ρ. Ξ ι ώ ν η, Οὐσία καί ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, 33-34. Μ. Β. Κ ο λ ο β ο π ο ύ λ ο υ, Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου(Διδακτορική Διατριβή), 56. E. von I v a n k a, Plato Christianus, 294.
59Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 5, P.Alexander, GNO, τ.5, 355,11-14 (=PG 44,681A). Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς Ἑξαημέρου, PG 44, 69A.
60 Βλ. Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς Ἑξαημέρου, PG 44, 69ΒC. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 124Β. Βλ., ὡσαύτως, Μ α ξ ί μ ο υ Ὁ μ ο λ ο γ η τ ο ῦ, Κεφάλαια περὶ ἀγάπης, A.Ceresa – Gastaldo, MCCSC, τ.3, 194 (=PG 90, 1048D).
61 Βλ. Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς Ἑξαημέρου, PG 44, 73ΒD. 88CD. Πρβλ. Β α σ ι λ ε ί ο υ, Εἰς τὴν Ἑξαήμερον, Λόγος 4, S. Giet, SC, τ.26bis, 250 (=PG 29, 81C): «νόησον γὰρ ὅτι Θεοῦ φωνὴ φύσεώς ἐστι ποιητικὴ».
62 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 87,21-88,10 (=PG 45, 313CD). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 379,26-28 (=PG 45, 540Α).
63Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 150,7-10 (=PG 45, 381D): «αὕτη γὰρ τῷ ἔργῳ τῷ παρ’ αὐτῆς ἀποτελεσθέντι συμπαρεκτείνεται...καὶ δείκνυται διὰ τοῦ ἀποτελέσματος, οὐ δὲ αὐτὴ κατὰ τὴν φύσιν ἡ ἐνέργεια ἥτις ἐστὶν, ἀλλὰ τὸ ποσὸν αὐτῆς μόνον ἐνθεωρεῖται τῷ ἔργῳ».
64Βλ., σχετικῶς, Ν. Ρ. Ξ ι ώ ν η, Οὐσία καί ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, 117-118.
65 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 191,23-192,18 (=PG 45, 773D-776B).
66 Bλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 93Α: «καὶ ὅ ἔχει θέλει(=ἡ θεία φύσις) καὶ ὅ θέλει ἔχει, οὐδὲν τῶν ἔξωθεν εἰς ἑαυτὴν δεχομένη, ἔξω δὲ αὐτῆς οὐδὲν». Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 10,12-18 (=PG 45, 16Α): «πάντα δὲ δυναμένην τὴν τοῦ Λόγου προαίρεσιν πρὸς οὐδὲν τῶν κακῶν τὴν ροπὴν ἔχειν (ἀλλοτρία γὰρ τῆς θείας φύσεως ἡ πρὸς κακίαν ὁρμὴ), ἀλλὰ πᾶν ὅ,τι πέρ ἐστιν ἀγαθὸν, τοῦτο καὶ βούλεσθαι, βουλομένην δὲ πάντως καὶ δύνασθαι, δυναμένην δὲ μὴ ἀνενέργητον εἶναι, ἀλλὰ πᾶσαν ἀγαθοῦ προαίρεσιν εἰς ἐνέργειαν ἄγειν».
67 Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 106,23-107,4 (=PG 45, 333D-336Α). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 191,24-192,1 (=PG 45, 773D): «τοῦτο γὰρ τῆς βαρείας ἡμῶν καὶ δυσκινήτου φύσεώς ἐστιν ἴδιον, τὸ μὴ ἐν ταὐτῷ πολλάκις παρεῖναι ἡμῖν καὶ τὸ ἔχειν τι καὶ τὸ βούλεσθαι, ἀλλὰ νῦν μὲν βουλόμεθά τι ἔχειν ὧν οὐκ ἔχομεν, μετὰ ταῦτα δὲ τυγχάνομεν ὧν τυχεῖν ἠβουλήθημεν».
68 Βλ. Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς Ἑξαημέρου, PG 44, 92ΒD. 84Α. 113ΒC. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 55,2-3 (=PG 44, 796C).
69 Βλ. Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς Ἑξαημέρου, PG 44, 69D-72Α. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 290,3-7 ( =PG 45, 984D).
70Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 7, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 150,16-18 καί 21-25 (=PG 44, 1280ΑΒ). Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 150,7-10 (=PG 45, 381D). Βλ., ἐπίσης, Περὶ τοῦ τί τὸ τοῦ Χριστιανοῦ ἐπάγγελμα, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 134,6-11 (=PG 46, 241D).
71 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 5, P.Alexander, GNO, τ.5, 355,7-10 (=PG 44, 681A).
72 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 11, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 334,5-9 (=PG 44, 1009Β). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 6, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 141,22-25 (=PG 44, 1269Α).
73 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 7, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 150,25-27 (=PG 44, 1280Β). Βλ., ἐπίσης, Περὶ τοῦ μὴ οἴεσθαι λέγειν τρεῖς θεοὺς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 46,12-17 (=PG 45, 124D).
74Βλ. Περὶ τοῦ μὴ οἴεσθαι λέγειν τρεῖς θεοὺς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 44,7-9 (=PG 45,121D): «ἐπεὶ τοίνυν τὰς ποικίλας τῆς ὑπερκειμένης δυνάμεως ἐνεργείας κατανοοῦντες ἀφ’ ἑκάστης τῶν ἡμῖν γνωρίμων ἐνεργειῶν τὰς προσηγορίας ἁρμόζομεν». Ὅπ.π., 51,21-52,2 (=PG 45, 129Β). Ὅπ.π., 43,24-44,6 (=PG 45, 121CD), ὅπου ὁ Γρηγόριος ἀναφέρει ὅτι τό ἐκφραζόμενο νόημα τῶν θείων ὀνομάτων, διά τῶν ὁποίων ὑποδηλώνονται οἱ ἐνέργειες τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἡ φύση αὐτοῦ, εἴτε ἀποτρέπει καί ἀπαγορεύει νά γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος ἀναφορικῶς μέ τήν θεία φύση ὅ,τι δέν ἐνδείκνυται ἤ δέν πρέπει ἤ δέν ἁρμόζει, εἴτε διδάσκει αὐτόν ὅ,τι ἐνδείκνυται ὅσον ἀφορᾶ τήν θεία φύση, χωρίς ὅμως νά προσδιορίζει ἑρμηνευτικῶς αὐτήν. Βλ., ἐπίσης, Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, W.Jaeger, GNO, τ.2, 179,23-180,12 (PG 45, 760D-761A).
75 Βλ., ἐνδεικτικῶς, Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 140,3-9 (=PG 45, 372ΑΒ). Ὅπ.π., 88,18-89,25 (=PG 45, 316ΑC. 320AD).
76 Ἀπό τό πλῆθος τῶν σχετικῶν πρός τό θέμα αὐτό χωρίων, βλ., ἐνδεικτικῶς, Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W.Jaeger, GNO, τ.2, 367,24-368,9 (=PG 45, 525CD).
77 Βλ. Περὶ τοῦ μὴ οἴεσθαι λέγειν τρεῖς θεοὺς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 46,12-20 (=PG 45, 124D). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W.Jaeger, GNO, τ.2, 402,2-403,6 (=PG 45, 564ΑD). Βλ., ἐπίσης, D. L. B a l á s, Μετουσία Θεοῦ, 87. Ν. Α. Μ α τ σ ο ύ κ α, Κόσμος,57-59. M. B e g z o s, «“Imago Dei”», ΕΕΘΣΠΑ 41(2006), 315. R. C r o s s, «Gregory of Nyssa of Universals», VigChr 56(2002), 408-409.
78 Βλ. Περὶ τοῦ μὴ οἴεσθαι λέγειν τρεῖς θεοὺς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 47,24-48,1 (=PG 45, 125C).
79 Περὶ τοῦ μὴ οἴεσθαι λέγειν τρεῖς θεοὺς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 48,1-2 (=PG 45, 125C). Ὅπ.π., 50,13-20. (=PG 45, 128CD). Πρβλ. Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Θ ε ο λ ό γ ο υ, Εἰς Ἤρωνα τὸν φιλόσοφον, Λόγος 25, J. Mossay, SC, τ.284, 198,1-5 (=PG 35, 1221CD).
80 Βλ. Περὶ τοῦ μὴ οἴεσθαι λέγειν τρεῖς θεοὺς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 48,20-49,1 (=PG 45,125D-128Α). Σχετικῶς μέ τήν ἀναπτυσσόμενη αὐτή ἄποψη βλ. καί Χ ρ υ σ. Ν. Σ α β β ά- τ ο υ (νῦν Μητροπολίτου Μεσσηνίας), Ἡ θεολογική ὁρολογία, 74-75. Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία, τ.2, 140.
81 Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W.Jaeger, GNO, τ.2, 330,5-14 (=PG 45,485ΒC).
82Βλ., ἐνδεικτικῶς, Πρὸς τοὺς Ἕλληνας ἀπὸ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, Fr.Mueller, GNO, τ.3,1, 25,8-14 (=PG 45, 180C). Περὶ τοῦ μὴ οἴεσθαι λέγειν τρεῖς θεοὺς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 44,9-11 (=PG 45, 121D). Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 123,2-124,15 (=PG 45, 352C-353A). Ὅπ.π., 143,13-144,20 (=PG 45, 376ΑC). Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 292,4-28 (=PG 45,985D-988B).
83 Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 142,1-27 (=PG 45, 373ΒD).
84 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 154,4-156,3 (=PG 45, 385D-388D). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 11,18-12,3 (=PG 45, 16D). Ὅπ.π., 35,9-16 (=PG 45, 40Α).
85 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 287,29-288,3 (=PG 45, 981C).
86 Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 192,1-6 (=PG 45, 776Α). Βλ., ἐπίσης, Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 41,7-15 (=PG 44,1160Α). Πρβλ., σέ συνάφεια μέ τήν ἀναπτυσσόμενη αὐτή ἄποψη πού συνιστᾶ βασικότατο σημεῖο τῆς Πατερικῆς διδασκαλίας, τήν χαρακτηριστική ἔκφραση τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ «τριῶν ἀπείρων ἄπειρος συμφυΐα» (Κεφάλαιa διάφορα θεολογικά τε καὶ οἰκονομικὰ, PG 90, 1177Α), ἡ ὁποία βασίζεται στήν ταυτότητα καί ἑνότητα τῆς θείας οὐσίας καί στό κοινόν τῶν θείων ἐνεργειῶν, χωρίς βεβαίως νά αἴρει τόν ἀκοινώνητο καί ἀκίνητο χαρακτήρα τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων τῶν θείων ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Βλ., ἐπίσης, ἐνδεικτικῶς, τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Διάλογος μετὰ Πύρρου, PG 91, 320BC. Ἀ θ α ν α σ ί ο υ, Κατὰ Ἀρειανῶν, Λόγος 1, M. Tetz, Athanasius Werke, τ.1,Ι, 127,21-5 (=PG 26, 48C). Ὅπ.π., Λόγος 2, 259,1-9 (=PG 26, 320ΒC). Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Πρὸς Σεραπίωνα, PG 26, 580Α. Β α σ ι λ ε ί -ο υ, Κατὰ Εὐνομίου, Λόγος 2, B. Sesboüé, SC, τ.305,46,27-32 (=PG 29, 593C). Ὅπ.π., 74,43-45 (=PG 29, 612Α). Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Ἐπιστολὴ 189, Y. Courtonne, CUF, τ.2, 140,29-31 (=PG 32, 692C). Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Θ ε ο λ ό γ ο υ, Συντακτήριος εἰς τὴν τῶν 150 ἐπισκόπων παρουσίαν, Λόγος 42, PG 36, 477Β. Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 24,133-141 (=PG 94, 817Β). Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Κ υ π ρ ί ο υ, Περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, PG 142, 278D. Βλ., ἐπίσης, Π. Ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 242-243. Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Κόσμος, 57-59. Χ ρ υ σ. Ν. Σ α β β ά τ ο υ (νῦν Μητροπολίτου Μεσσηνίας), Ἡ θεολογική ὁρολογία, 59-60. Ἰ. Ζ η ζ ι ο ύ λ α (νῦν Μητροπολίτου Περγάμου), «Προσωπεῖον», Ἐποπτεία 73(1982), 958.
87 Βλ. Ἐπιστολὴ 24, G. Pasquali, GNO, τ.8,2, 78,26-27 (=PG 46, 1093A): «ἐκ τῶν ἐνεργειῶν τὸ ἀδιαίρετον τῆς δόξης καταμανθάνομεν». Ὅπ.π., 78,1-25 (=PG 46, 1092C-1093A). Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 84,10-86,7 (=PG 45, 309D-312C), ὅπου ὑπογραμμίζεται ὅτι τό γεγονός τῆς ὑπό τοῦ λόγου τῆς Γραφῆς προτάξεως τοῦ μνημονευθέντος «ἐν δευτέροις τοῦ ἐπὶ πάντων Θεοῦ» ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔναντι τοῦ ἐν συνεχείᾳ μνημονευομένου ὀνόματος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος οὐδεμία διαφορά τῆς φύσεως ἀπεργάζεται. Ὅπ.π., 139,15-25 (=PG 45, 369D-372Α). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W.Jaeger, GNO, τ.2, 328,25-329,13 (=PG 45, 484D-485Α). Ὅπ.π., 363,3-365,2 (=PG 45, 521AD). Στήν τελευταία αὐτή μαρτυρία ὁ Γρηγόριος ἐπισημαίνει τό ἄτοπον τῆς ἀποδοχῆς τῆς ἀντιλήψεως περί τῆς «μεταδόσεως» τῆς «τοῦ Πατρός δόξης» στόν ὑπάρχοντα «ἐν τοῖς κόλποις τοῦ Πατρός» καί πάντα κατέχοντα «ὅσα ὁ Πατήρ ἔχει» Μονογενῆ Υἱό, ἐφόσον ἡ «μετάδοσις» ἀφορᾶ στούς ἔχοντες ἑτερούσια ὕπαρξη καί ὄχι κατά τήν περίπτωση «ὅπου μία καὶ ἡ αὐτὴ καταλαμβάνεται φύσις». Πρβλ., ἐπίσης, ὅπ.π., 368,11-21 (=PG 45, 525D-528Α). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 41,21-42,9 (=PG 44, 1160ΒC). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 13,5-12 (=PG 45, 17C).
88 Βλ. Περὶ τοῦ μὴ οἴεσθαι λέγειν τρεῖς θεοὺς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 55,21-56,3 (=PG 45, 133Β).
89 Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 107,10-24 (=PG 45, 336ΑΒ). Ἡ κατά τήν διδασκαλία τοῦ Εὐνομίου ἀναγκαιότητα θεωρήσεως καί κατανοήσεως τῶν ὑποστάσεων τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς διαφερουσῶν κατά τό «μεῖζον καὶ ἔλαττον» ὡς πρός τήν οὐσία ἐπιφέρει κατά τόν Γρηγόριο ὡς ἄμεση θεολογική συνέπεια τῆς ἐπινοούμενης αὐτῆς ἀπό τόν Εὐνόμιο «διαφορᾶς» τήν θεώρηση τῆς φύσεως τῶν ὑποστάσεων τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς «μεταπτωτικῆς», ἀφοῦ θά λογίζεται «ὡς δεκτικὴ ἐπ' ἴσης τῶν ἐναντίων» καί θά «κεῖται ἐν μεθορίῳ καλοῦ τε καὶ ἐναντίου», πράγμα τό ὁποῖο συνιστᾶ ὁμολογουμένως σημεῖο καί στοιχεῖο «ἐσχάτης ἀσεβείας», καθόσον θά εἰσάγεται κατ' αὐτόν τόν τρόπο ἡ ἰδιότητα τῆς χαρακτηρίζουσας τήν κτιστή φύση μεταβλητότητας καί ἀλλοιώσεως στόν Τριαδικό Θεό (ὅπ.π., 109,14-110,6 [=PG 45, 337ΑC]).
90 Βλ. Περὶ τοῦ μὴ οἴεσθαι λέγειν τρεῖς θεοὺς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 56,1-4 (=PG 45, 133Β). Γιά τήν ἑρμηνεία τῆς ἀκολουθούσης διατυπώσεως τοῦ Γρηγορίου Νύσσης «καὶ τοῦ ἐξ αἰτίας ὄντος πάλιν ἄλλην διαφορὰν ἐννοοῦμεν· τὸ μὲν γὰρ προσεχῶς ἐκ τοῦ πρώτου, τὸ δὲ διὰ τοῦ προσεχῶς ἐκ τοῦ πρώτου» (Περὶ τοῦ μὴ οἴεσθαι λέγειν τρεῖς θεοὺς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 56,4-6 [=PG 45, 133Β]), ἡ ὁποία κατέστη ἀντικείμενο διαφορετικῆς ἑρμηνευτικῆς ἐπισκοπήσεως ἀπό τούς ὀρθοδόξους καί τούς λατινόφρονες θεολόγους καί συγγραφεῖς τοῦ 13ου καί τοῦ 14ου αἰ., βλ. Σ. Γ. Π α π α δ ο π ο ύ λ ο υ, Πατρολογία Β΄, 599-600. Κ. Ἠ. Λ ι ά κ ο υ ρ α, Ἡ διδασκαλία τοῦ Νείλου Καβάσιλα, 187-192. Χ ρ υ σ. Ν. Σ α β- β ά τ ο υ (νῦν Μητροπολίτου Μεσσηνίας), Ἡ θεολογική ὁρολογία, 203-205. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, «Ἀναφορές κατά τόν ΙΓ΄αἰώνα στό Βυζάντιο γιά ἀλλοιώσεις ἔργων καί χωρίων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης», Θεολογία 66(1995), 121-122. Ν. Χ. Ἰ ω α ν ν ί δ η, Ὁ Ἰωσήφ Βρυέννιος, 230-234.
Θά πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι κατά τήν διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου οἱ ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος συνάπτονται μέν κατά τό ἀπαράλλακτον τῆς ἄκτιστης οὐσίας τους, δηλαδή κατά τήν ὁμοουσιότητα αὐτῶν, διακρίνονται δέ κατά τά ἴδια αὐτῶν ὑποστατικά ίδιώματα. Ἐπί τῶν θείων ὑποστάσεων ὡς «ἴδιον» καί «ἀκοινώνητον» ἰδίωμα θεωρεῖται ἀφ’ ἑνός μέν ὡς πρός τόν Πατέρα τό «ἀγέννητον», τό «γεννᾶν» καί τό «ἐκπορεύειν», ἀφ’ ἑτέρου δέ ὡς πρός τόν Υἱό τό ἰδιάζον γνώρισμα τοῦ «Μονογενοῦς», δηλαδή τό «γεννᾶσθαι» ἐκ τοῦ Πατρός. Ὡς «σημεῖον ἰδιαίτερον» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θεωρεῖται τό «ἐκπορεύεσθαι» ἐκ τοῦ Πατρός, δηλαδή ἡ ἀίδια ἐκ τοῦ Πατρός ὕπαρξη αὐτοῦ «μήτε ἀγεννήτως», «μήτε μονογενῶς», ἀλλ’ «ἐκπορευτῶς», χωρίς, ἐν τούτοις, ὁ τρόπος αὐτός τῆς ἀίδιας αὐτοῦ ὑπάρξεως νά συνεπάγεται τήν συναρίθμηση αὐτοῦ μέ τήν κτιστή φύση, ἐφόσον διακρίνεται αὐτῆς «ἐν τῷ ἀτρέπτῳ καὶ ἀναλλοιώτῳ καὶ ἀπροσδεεῖ τῆς ἑτέρωθεν ἀγαθότητος» (Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 107,25-109,5 [=PG 45, 336ΒD]). Περί τῆς σχετικῆς μέ τά ὑποστατικά ἰδιώματα διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου βλ., ἐνδεικτικῶς, Περὶ τοῦ μὴ οἴεσθαι λέγειν τρεῖς θεοὺς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 56,11-17 (=45, 133C). Πρὸς τοὺς Ἕλληνας ἀπὸ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 20,18-21,20 (=PG 45, 176D-180B). Ὅπ.π., 24,26-24,8 (=PG 45, 180BC).
Σχετικῶς μέ τήν διατυπωμένη διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας περί τῶν ἀιδίων ἐνδοτριαδικῶν ὑπαρκτικῶν σχέσεων βλ., ἐνδεικτικῶς, Ψ ε υ δ o-Δ ι ο ν υ σ ί ο υ Ἀ- ρ ε ο π α γ ί τ ο υ, Περὶ θείων ὀνομάτων, B.R.Suchla, Corpus Dionysiacum. I, 128,11-13 (=PG 3, 641D). M α ξ ί μ ο υ Ὁ μ ο λ ο γ η τ ο ῦ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, PG 91, 1036C. Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 36,44-57 (=PG 94, 849ΒC). Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Περὶ τοῦ τρισαγίου ὕμνου, B.Kotter, SJD, τ.4, 332,40-41 (=PG 95,60D). Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Κ υ π ρ ί ο υ, Ἀπολογία πρὸς τήν κατὰ τοῦ Τόμου μέμψιν ἰσχυροτάτην, PG 142, 262Α, ὁ ὁποῖος ἀποκαλεῖ μέν τόν Θεό Λόγο «ἐνυπόστατον γέννημα» καί τό Ἅγιον Πνεῦμα «ἐνυπόστατον ἐκπόρευμα καὶ πρόβλημα», διακρίνει δέ ὑποστατικῶς τίς θεῖες αὐτές ὑποστάσεις ἀπό αὐτήν τοῦ Πατρός. Πρβλ., σχετικῶς, Χ ρ υ σ. Ν. Σ α β β ά τ ο υ (νῦν Μητροπολίτου Μεσσηνίας), Ἡ θεολογική ὁρολογία, 63· ἐπίσης, ὅπ.π., 76 ὑποσ. 53, ὅπου τονίζεται ὅτι «ἡ συν-ὕπαρξις καί συν-βίωσις, αἰωνίως καί ἀϊδίως, τῶν τριῶν θείων προσώπων (ἡ αἰωνία σχέσις Αὐτῶν, ὡς προσώπων Πατρός, Υἱοῦ καί ἁγίου Πνεύματος), ὡς ἐπίσης καί ἡ ἐν χρόνῳ φανέρωσις τῶν θείων ἐνεργειῶν, ἐκ Πατρός δι’ Υἱοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἀποτελεῖ συγχρόνως τό κριτήριον τῆς διακρίσεως καί τῆς σχέσεως Αὐτῶν». Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Γένεσις καί οὐσία τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος,145-147. Μ. Φ α ρ ά ν τ ο υ, Ἡ περὶ Θεοῦ Ὀρθόδοξος διδασκαλία, 230-235. 450-459. Ἰ. Ζ η ζ ι ο ύ λ α (νῦν Μητροπολίτου Περγάμου), «Τό εἶναι τοῦ Θεοῦ», Σύναξη 37(1991), 18-19.
91 Βλ. Περὶ τοῦ μὴ οἴεσθαι λέγειν τρεῖς θεοὺς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 50,13-20 (=PG 45, 128CD). Πρβλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 41,4-7 καί 44,3-11 (=PG 44, 1160Α-1161Α).
92 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 5, P.Alexander, GNO, τ.5, 355,15-16 (=PG 44, 681A). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εύνομίου ἔκθεσιν, GNO, τ.2, 341,5-7 (=PG 45, 497Β). Περὶ τοῦ μὴ οἴεσθαι λέγειν τρεῖς θεοὺς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 49,20-50,5 (=PG 45, 128ΒC). Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 73,16-19 (=PG 45, 297C), ὅπου τονίζεται ὅτι ὁ Υἱός «διὰ τῆς τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὁδηγίας κατευθύνει τόν λόγον πρὸς τὴν ἀλήθειαν». Ὅπ.π., 115,22-116,14 (=PG 45, 344CD). Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, GNO, τ.2, 304,12-17 (=PG 45, 901Α).
93 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, W. Jaeger, GNO, τ.2, 170,23-171,4 (=PG 45, 749D). Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 120,6-8 (=PG 44, 408C). Πρβλ.Ἠσ. 48,13.
94 Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, W. Jaeger, GNO, τ.2, 143,10-15 καί 144,5-9 (=PG 45, 720D. 721Α).
95 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, W. Jaeger, GNO, τ.2, 169,23-24 (=PG 45, 749ΑΒ): «ὅ γάρ ἐστιν τὸ ἄλογον πρὸς τὸν ἄνθρωπον, τοῦτο καὶ ἡ κτίσις πρὸς τὴν θεότητα». Ὅπ.π. 171,10-15 (=PG 45, 752Α).
96 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, W. Jaeger, GNO, τ.2, 177,21-23 (=PG 45, 757C): «ὅ τε γὰρ Πατὴρ διὰ τοῦ Υἱοῦ τὰ πάντα ποιεῖ, ὅ τε Μονογενὴς δύναμις ὤν τοῦ Πατρός, ἐν ἑαυτῷ τὸ πᾶν κατεργάζεται».
97 Βλ. Πρὸς τόν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 230,18-21. 24-26 καί 27-30. (=PG 45, 913D. 916A).