2. Ἡ διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου Νύσσης περί τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου.

α΄. Ἡ ἐκ τῆς βουλήσεως καί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» Αὐτοῦ.

Ἡ ὑπό τοῦ Γρηγορίου ἐκτενής καί ἐμπεριστατωμένη ἀνάπτυξη τῆς περί δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλίας καταδεικνύει τήν σπουδαιότητα τήν ὁποία ὁ ἱερός πατήρ προσδίδει στό ἐν λόγῳ θέμα, πραγματευόμενος αὐτό κατ’ ἐνδιαφέροντα καί συγκροτημένον τρόπο καί ἐντός τοῦ πλαισίου τῆς γενικότερα ἀποτυπωμένης θεολογικῆς διδασκαλίας του. Τό ἐντασσόμενο στήν λογική κτίση καί θεωρούμενο συγγενές τῆς ἀσώματης φύσεως τῶν ἀγγέλων ἀνθρώπινο εἶδος διακρίνεται κατά τόν Γρηγόριο γιά τό ἐξαίρετο χαρακτηριστικό τοῦ ἐκ Θεοῦ δημιουργήματος1, τό ὁποῖο προήχθη «εἰς γένεσιν» «οὐκ ἀλλαχόθεν», «οὐδὲ αὐτομάτως»2, ἀλλά κατόπιν ἰδιαίτερης δημιουργικῆς θείας ἐνέργειας, καί τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τόν ὑψηλότερο βαθμό τῆς δημιουργίας3. Ἡ ἀνθρώπινη φύση διαφέρει τῆς λοιπῆς κτίσεως, διότι ἔλαβε τήν ὑπόστασή της ὄχι διά μόνου τοῦ θείου προστάγματος4, ἀλλά κατόπιν «βουλῆς» καί « προτυπώσεως παρὰ τοῦ τεχνιτεύοντος» Θεοῦ, πού ἀφοροῦσαν στήν ὁμοιότητα τοῦ δημιουργήματος πρός τόν ἀρχέτυπο δημιουργό, πού συνιστᾶ τόν σκοπό τῆς δημιουργίας καί τόν τρόπο ἡγεμονίας αὐτοῦ ἐπί τῶν ἄλλων κτισμάτων5. Αὐτή ἡ «βουλὴ» τοῦ Θεοῦ γιά τήν συγκεκριμένη δημιουργία θεωρεῖται ἀπό τόν Γρηγόριο στοιχεῖο πού προσδίδει στόν ἄνθρωπο ἀξία «πρεσβυτέραν τῆς γενέσεως» αὐτοῦ6.
Ἡ εἰσαγωγή τοῦ «μεγάλου καί τιμίου χρήματος» τοῦ ἀνθρώπου στόν κόσμο τῶν ὄντων7, τελευταίου μετά τήν ὑπόλοιπη κτίση8, καταδεικνύει αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἀξία τήν ὁποία ὁ Γρηγόριος χαρακτηρίζει «βασιλικὴν»9 καί ἡ ὁποία οὐδόλως εὐτελίζεται ἀπό τήν γένεση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως «ἐκ τοῦ πηλοῦ»10. Ἡ θαυμαστή ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πρός δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἔγκειται ἀρχικῶς στό γεγονός τῆς κατά τήν ἀρχή λήψεως χοός «ἀπὸ τῆς γῆς» καί τῆς «κτίσεως» αὐτοῦ11 καί τῆς συνακόλουθης ἐμφυσήσεως ἀπό τόν Θεό τῆς ζωῆς στό χοϊκό πλάσμα12. Ἀποτέλεσμα τῆς θείας αὐτῆς ἐνέργειας ὑπῆρξε ὁ συγκερασμός τῆς «κάτω φύσεως πρὸς τὴν ὑπερκόσμιον», διά τοῦ ὁποίου, ἐφόσον τό «γήϊνον» συνεπήρθη πρός τό θεῖον καί ἡ «χάρις» αὐτοῦ ἐπεκτάθηκε «ὁμοτίμως» πρός ὅλην τήν κτίση, ἡ «ἄψυχος κόνις» μεταβλήθηκε σέ μέτοχο «ζωῆς καὶ διανοίας»13. Ἐκ τῆς πρώτης αὐτῆς συστάσεώς της ἡ ἀνθρώπινη φύση προσέλαβε ὅλα τά γνωρίσματα, διά τῶν ὁποίων διακρίνεται ἀπό τήν λοιπή κτιστή φύση καί, χωρίς νά ἀποβάλει ἤ νά προσλάβει ἐκ τῶν ὑστέρων κάποιο ἐκ τῶν χαρακτηριζόντων αὐτήν στοιχείων καί ἰδιοτήτων, συντηρεῖται «ἀπό τῶν πρώτων μέχρι τῶν ἐσχάτων διά παντός»14. Διά τοῦ ὅρου, ἐξ ἄλλου, «ἄνθρωπος» δηλώνεται κατά τόν ἐπίσκοπο Νύσσης ὄχι ἕνα συγκεκριμένο πρόσωπο ἤ ὑπόσταση, ἀλλά ἡ οὐσία τῆς ἀνθρώπινης φύσεως στό σύνολό της15.
Ἡ συγγενής πρός τήν «πλίνθον» ἀνθρωπότητα, ἡ προαγόμενη σέ ὕπαρξη διά μεθόδου καί τάξεως16, ἀφ’ ἑνός μέν κατέχει «ἄμικτον» καί «ἰδιάζον» τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ λόγου17, ἀφ’ ἑτέρου δέ περιλαμβάνει ὅλη τήν ζωτική κλίμακα, ἡ ὁποία παρατηρεῖται στήν ὑπόλοιπη κτιστή φύση καί ἡ ὁποία ἀφορᾶ τόσο στήν αὐξητική δύναμη ὅσο καί στήν ἱκανότητα τήν αἰσθητική18. Ὁ ἄνθρωπος, κατά τόν Γρηγόριο, κτίσθηκε ὄχι ὡς ἕνα «εὐκαταφρόνητον ζῶον» ἀλλά ὡς «βασιλεὺς» κατέχων τό «τιμιώτατον δῶρον» τοῦ λόγου19 καί, συνεπῶς, ὡς κοσμημένος μέ τήν χάρη τοῦ «σοφοῦ καὶ θεοειδοῦς»20 καί ὡς ταγμένος νά ἄρχει ἐπί τῆς γῆς21 μέ τήν «ὑποταγὴν» της σέ αὐτόν22. Πλάσθηκε, δηλαδή, τιμημένος μέ τό ἀπορρέον ἐκ τῆς διανοητικῆς χάριτος ἀγαθό δῶρο τῆς ἐξουσίας23, διά τῆς ὁποίας ἡ «ἄλογος φύσις», ὡς οἶκος κατακοσμημένος μέ «παντοδαπῆ πανδαισίαν»24, ὑποδέχθηκε τόν ἄνθρωπο καί κατέστη «ὑποχείριον» αὐτοῦ25.
Τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τό ὁποῖο ὑποδηλώνει τό ἐξαίρετον τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ πρός γένεση τοῦ ἀνθρώπου συνίσταται ἐπίσης στήν ἀναγωγή τῆς αἰτίας τῆς δημιουργίας ὄχι στήν ὕπαρξη ἀνάγκης στόν ποιήσαντα τόν ἄνθρωπο Θεό, ἀλλά στήν ὑπερβάλλουσα ἀγάπη τήν προερχόμενη ἀπό τήν θεία ἀγαθότητα26 καί ἀπό τήν θεία φιλανθρωπία27, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται διά τῆς ἀποδόσεως στήν ἀνθρώπινη φύση τῆς ἱκανότητας τῆς μετοχῆς στά ἀγαθά τῆς θεότητας28. Σκοπός, ἑπομένως, τῆς κτίσεως τοῦ ἀνθρώπου θεωρεῖται ἀπό τόν Γρηγόριο ἡ μή παραμονή ἀνενεργῶν τῶν «περί τήν θείαν φύσιν» ἀγαθῶν, πού θά ἦταν ἐνδεχομένως δυνατόν νά συμβεῖ «μή ὄντος τοῦ μετέχοντός τε καί ἀπολαύοντος» αὐτά29. Ἡ δυνατότητα μετοχῆς τῶν ἀγαθῶν τῆς θεότητας ἀπό τόν ἄνθρωπο30, ἐπειδή προϋποθέτει τήν ὕπαρξη στήν φύση τοῦ μετέχοντος στοιχείων συγγενῶν πρός τήν φύση τοῦ μετεχομένου31, ἐμφαίνει τήν ἐγκατάσταση στήν ἀνθρώπινη φύση τῶν ἀφορμῶν τῶν ἀγαθῶν, ἡ ὁποία ἐπιφέρει τήν ἔφεση τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν οἰκεία αὐτοῦ θεότητα32. Ἐκ τῆς φύσεως, λοιπόν, τῆς χαρακτηρίζουσας τόν ἄνθρωπο τελειότητας, μέ τήν ὁποία πλάσθηκε ἐξ ἀρχῆς τῆς δημιουργίας του, ἀφορμᾶται ἡ ἐπιθυμία καί ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἀέναης «συμμεταθέσεως» τοῦ μετέχοντος ἀνθρώπου πρός τήν φύση τοῦ μετεχόμενου Θεοῦ33.
Κρίνεται ἀναγκαῖο νά σημειωθεῖ ὅτι κατά τόν Γρηγόριο τό διασφαλίζον τήν δυνατότητα μεθέξεως τῶν θείων ἀγαθῶν συναφές34 ἐκ φύσεως τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως μέ τήν πλάσασα αὐτήν πηγή τῆς σοφίας καί «εὐμήχανον» Τριαδική θεότητα35 συνίσταται στήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀπεικονίσματος τοῦ ἀρχέτυπου θείου κάλλους36. Κατά τό ἐξαίρετο αὐτό γεγονός, ὁ «ἀριστοτέχνης Θεός» ἐνετύπωσε τά «μιμήματα» τῶν ἀγαθῶν τῆς φύσεως αὐτοῦ37 κατά τέτοιον τρόπο, ὥστε ἡ μορφωθεῖσα κατά τό θεῖο κάλλος ἀνθρωπότητα νά μήν ὑπολείπεται κανενός τῶν θείων ἀγαθῶν38. Ἔτσι, ἡ κόσμηση τοῦ ἀνθρώπου διά τῆς ἐξ ἀρχῆς ἐναποθέσεως σέ αὐτόν τῶν παντοδαπῶν θείων χαρισμάτων ἀφ’ ἑνός μέν ἐμφαίνει τήν ἀγαθή περί τόν ἄνθρωπο θεία οἰκονομία39, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὑποδεικνύει τήν εὐθύνη μέ τήν ὁποία τό δεκτικό τῶν θείων ἀγαθῶν ἀνθρώπινο «σκεῦος»40 ἀνέλαβε τήν διαφύλαξη τῶν θείων δωρεῶν41.
Στήν ὕπαρξη τῶν «ἐγκειμένων φυσικῶς» «καλῶν σπερμάτων»42, πού συνιστοῦν τό θεοειδές κάλλος, ἀποδίδεται ἀπό τόν Γρηγόριο ἡ αἰτία τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἐκ χοός πλασθέντος σώματος τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἔχοντος δυνατότητα πρός «ἀφθαρσίαν» καί «ἀθανασίαν»˙ καί τοῦτο ‒ σημειώνει ὁ ἱερός πατήρ ‒ κτίσθηκε ἀπαλλαγμένο φθορᾶς, ἀνωφερές καί ἐπιλάμπον τήν εἰκόνα τῆς θείας φύσεως43, τῆς ὁποίας ἴδιον θεωρεῖται ἀπό τόν Γρηγόριο ἡ «δόξα, ἡ τιμὴ καὶ ἡ δύναμις»44.
Συνάγεται, ἔτσι, κατά τόν ἐπίσκοπο Νύσσης ὅτι ὁ διά τῶν ἀγαθῶν χαρισμάτων45 καλλωπισμός τοῦ ἐκ τῆς πρώτης του ὑπάρξεως «ἀσυντρίπτου» καί «ἀθανάτου» ἀνθρώπου46 καταδεικνύει τήν ὕπαρξη σέ αὐτόν χαρακτήρων τῆς «ἀκηράτου ἐκείνης ζωῆς» τῆς θεότητας, ἡ ὁποία θεωρεῖται ἀπό τόν ἱερό πατέρα ὡς τό «ἀληθῶς μακαριστὸν»47. Διά τῆς ἀντιλήψεως τῆς ἐξαίρετης αὐτῆς καταστάσεως τῆς ἀπομιμήσεως ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς ἀρχέτυπης χάριτος τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖται ὁ Γρηγόριος στήν ἑρμηνευτική κατανόηση τῆς «ἐπιλαμπούσης» στό ἀνθρώπινο γένος «ὁμοιώσεως»48, στήν ὁποία ἀποδίδει τόν χαρακτηρισμό τῆς «μεγαλοδωρεᾶς»49. Ἡ «ὁμοίωσις» αὐτή συνιστᾶ τήν «οἰκείαν» καί «κατὰ φύσιν» κατάσταση50 τῆς ἐξ ἀρχῆς εὐκληρίας, κατά τήν ὁποία ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἐνδεδυμένη μέ τήν «πρώτην στολὴν»51 τῶν θείων χαρακτήρων, καθίσταται ἡ «ἔμψυχος εἰκὼν» τῆς θείας καί ὑπερκείμενης δυνάμεως52 καί, ὡς ἐκ τούτου, λογίζεται ὡς ἐπιτήδεια πρός ἐκπλήρωση τοῦ σκοποῦ γιά τόν ὁποῖο πλάσθηκε ἀπό τόν «ἀριστοτέχνην Θεὸν»53.

β΄. Ἡ ἀποτύπωση τῆς θείας εἰκόνας στόν ἄνθρωπο ὡς χαρακτηριστικό τῆς συνάφειας αὐτοῦ πρός τόν Θεό.

Ἡ δυνατότητα τῆς βιώσεως τῆς «ἀληθοῦς ζωῆς» ἀπό τόν ἄνθρωπο ὀφείλεται κατά τά προαναφερθέντα στήν κατακόσμηση αὐτοῦ μέ τά στοιχεῖα ἐκεῖνα πού καθιστοῦν τήν ἀνθρώπινη φύση ἱκανή γιά τήν διά μετοχῆς ἀπόλαυση τῶν θείων ἀγαθῶν54 καί συνιστοῦν τήν ἔννοια τῆς «εἰκόνος» τοῦ Θεοῦ, κατά τήν ὁποία ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος, «ἀπὸ τῶν πρώτων μέχρι τῶν ἐσχάτων», ἐμορφώθη55.
Κατά τήν διατύπωση τῆς σχετικῆς διδασκαλίας ὁ ἱερός πατήρ, χωρίς νά ἐφαρμόζει πάντοτε κατά τρόπον εὐκρινῆ τήν ἐννοιολογική διάκριση μεταξύ τῶν ὅρων τῆς «εἰκόνος» καί τῆς «ὁμοιώσεως»56, ἀποδίδει δι’ αὐτῶν ὄχι μόνο τήν σχέση συγγένειας τῆς ἀνθρωπότητας μέ τόν Τριαδικό Θεό57 ἀλλά καί τήν ἐξαίρετη ἐντός τῆς κτίσεως θέση αὐτῆς, ὡς κατέχουσας τά θεοειδῆ πλεονεκτήματα, διά τῶν ὁποίων χαρακτηρίζεται58. Ὅλα τά θεοπρεπῆ ἀγαθά, διά τῶν ὁποίων ὁ ἄνθρωπος κοσμήθηκε καί λαμπρύνθηκε, ἀποδίδονται, κατά τήν ἐκπεφρασμένη διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου, κατά τρόπον περιληπτικό59, διά τοῦ γεγονότος τῆς κτίσεως τοῦ ἀνθρώπου «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ»60. Ἀναφέρονται, ἐξ ἄλλου, ὄχι στά χαρακτηρίζοντα τό σῶμα ἰδιώματα τῆς ὕλης, ἐφόσον τό θεῖο κάλλος, ὡς μή ἐντασσόμενο στά σχηματικά ὅρια, καί ὡς ἁπλοῦν, ἀμέγεθες καί ἄποσο61, δέν περιορίζεται ἐντός αὐτῶν62, ἀλλά ἀφοροῦν καί συνάπτονται μέ τήν πνευματική κατά τήν οὐσία καί ἄυλη ψυχή, ἡ ὁποία, ὡς κατέχουσα τήν κατά τόν νοῦ ἐνέργεια, κοινωνεῖ κατά τόν νοῦ καί τόν λόγο καί δι’ αὐτῶν πρός τήν ἀιδίως ὑπάρχουσα ὡς «νοῦν» καί «λόγον» θεότητα63.
Ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ὡς «ἐμψύχου εἰκόνος» τῆς «δυναστευούσης τῶν πάντων» Τριαδικῆς θεότητας ἀναδεικνύει κατά τήν διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου τήν ἄποψη ὅτι ὁ ἄνθρωπος κοινωνεῖ τοῦ βασιλικοῦ ἀξιώματος τοῦ ἀρχετύπου καί φέρει, ἀντί τῆς πορφυρίδος, τοῦ σκήπτρου καί τοῦ διαδήματος, τά «πολυειδῆ καὶ ποικίλα χρώματα τῆς εἰκόνος», διά τῶν ὁποίων ὁμοιώνεται μέ τήν ποιήσασα αὐτόν Τριαδική θεότητα64.
Κατά τήν πραγματωθεῖσα ὑπό τοῦ Γρηγορίου καταγραφή τῶν θείων ἐκείνων ἰδιοτήτων, τίς ὁποῖες ὁ δημιουργός διά τῆς εἰκόνας ἐνεχάραξε στήν ἀνθρώπινη φύση, ἀναδεικνύεται ἡ ἀντίληψη ὅτι στήν ἔννοια τῆς «εἰκόνος» παρατηρεῖται ἡ συμπερίληψη τῶν ἀγαθῶν τῆς «ἀπαθείας»65, τῆς «ὁμοφύλου» πρός τό ἀνθρώπινο γένος ἀρετῆς66, τῆς ὑπάρχουσας μαζί μέ τήν ἐλευθερία τῆς ψυχῆς «παρρησίας»67 καί τῆς ἀγάπης, ἀπό τήν ὁποία ἐξαρτᾶται ἡ παραμονή τοῦ χαρακτήρα τῆς εἰκόνας στήν ἐξ ἀρχῆς κατάσταση αὐτοῦ68. Ὁ ὑπάρχων ὡς ἀπεικόνισμα τῆς «ὑπερεχούσης πάντα νοῦν» φύσεως69 ἄνθρωπος διακρίνεται ἐπίσης ἐκ τῶν «ἀνθέων» τῆς ἀφθαρσίας70, τῆς μακαριότητας71 καί τῆς δικαιοσύνης72, διά τῶν ὁποίων ὁμοιοῦται μέ τόν Θεό καί καθίσταται ὡς ἐκ τούτου ἱκανός πρός τήν θέαση αὐτοῦ73.
Στοιχεῖα συστατικά τοῦ ἐγκείμενου φυσικῶς στόν ἄνθρωπο διά τῆς δημιουργίας του θεοειδοῦς κάλλους θεωροῦνται οἱ ἰδιότητες οἱ ἀποδεικνύουσες τήν μοναδικότητα πού χαρακτηρίζει τόν κάτοχο διανοίας καί λόγου ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος, ὡς μίμημα τοῦ «ὄντως νοῦ καὶ λόγου» Θεοῦ74, κατέχει τήν διανοητική ἱκανότητα, τήν διακριτική τοῦ καλοῦ καί τοῦ «χείρονος» ἐπιστήμη75, τήν «δι’ ὄψεως καὶ ἀκοῆς» ἀντιληπτική αἴσθηση καί, καθ’ ὁμοίωσιν πρός τόν διερευνῶντα τά πάντα Θεό, τήν «ζητητικὴν καί διερευνητικὴν τῶν ὄντων διάνοιαν»76.
Ὁ ἄνθρωπος, ἐξ ἄλλου, ὡς «ἀποτύπωμα» τῆς ὄντως καί ἀληθῶς ὑπάρχουσας Τριαδικῆς θεότητας77, διακρίνεται ἀπό τήν «κατὰ νόμον βουλήματος» ἀποστροφή πρός τό κακό καί ἀπό τήν τιμή πρός τό θεῖον78, καθώς καί ἀπό τό «χωρητὸν» στήν ἀνθρώπινη φύση μέτρο κατανοήσεως τοῦ Θεοῦ79. Κατέχει, ἐπίσης, τήν ἱκανότητα τῆς ἀπολαύσεως τοῦ ὑπάρχοντος «ἀμιγῶς τοῦ κακοῦ» ἀγαθοῦ80 καί ἐπιπροσθέτως τήν δωρεά τῆς «ἀϊδιότητος», τῆς ὁποίας ἡ δύναμη καθιστᾶ αὐτόν ἱκανό πρός ἀναγνώριση καί ἐπιθυμία τῆς ὑπερκειμένης θείας ἀιδιότητας81.
Ἀπό ὅλες, ὅμως, τίς δοθεῖσες θεῖες δωρεές ὁ πρός τό «ἄφθαρτον κάλλος» ὁμοιωθείς κατά χάριν ἄνθρωπος82 κοσμήθηκε κατ’ ἐξοχήν μέ τήν δωρεά τῆς ἰδιότητας τοῦ «αὐτεξουσίου», στήν κατοχή τοῦ ὁποίου ὁ Γρηγόριος ἀποδίδει τήν αἰτία τῆς κατά χάριν ὁμοιότητας τῆς ἀνθρώπινης φύσεως πρός τήν ἐξουσιάζουσα τά πάντα θεότητα, τήν «οὐδεμιᾷ τινι τῶν ἔξωθεν ἀνάγκῃ» ὑποδουλωμένη83. Ὁ «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ δημιουργηθείς ἄνθρωπος, ὁ κατέχων ἐκ φύσεως τήν ἐλευθερία ἀπό κάθε εἴδους ἀνάγκη καί καταδυνάστευση, καθίσταται ἱκανός πρός τήν «ἑκούσιον» ἀπόλαυση τῆς φύσει «ἀδεσπότου» ἀρετῆς, ἡ ὁποία χωρίς τήν ἄσκηση τοῦ «αὐτεξουσίου» δέν ἐκλαμβάνεται εὐλόγως ἀπό τόν Γρηγόριο ὡς ἀρετή84.
Ἡ ὡς ἄνω ἐκτεθεῖσα διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ πατρός περί τῶν στοιχείων ἐκείνων τά ὁποῖα συνθέτουν τήν ἔννοια τῆς «εἰκόνος» καθιστᾶ σαφῆ τήν ἀναγκαιότητα τῆς στροφῆς τοῦ ἀνθρώπου ἐντός ἑαυτοῦ καί τῆς ἐπιγνώσεώς του, ὁ ὁποῖος δημιουργήθηκε ὡς κατοικητήριο τοῦ «δράττοντος» καί «περισφίγγοντος» ὅλη τήν κτίση Θεοῦ85. Ἡ στροφή αὐτή τῆς ὀπτικῆς ἐνέργειας πρός τήν ἐντός τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχουσα θεία εἰκόνα ἐπιφέρει ἀφ’ ἑνός μέν τήν διαπίστωση τῆς ὑπάρχουσας ἐξαίρετης τιμῆς μέ τήν ὁποία ὁ πλάσας τόν ἄνθρωπο Θεός περιέβαλε αὐτόν, ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν διά τῆς «μιμήσεως»86 κατά χάριν ὁμοίωση τῆς φύσεως τοῦ γενομένου «δοχεῖον τῆς μακαρίας ζωῆς»87 ἀνθρώπου μέ τήν ἐντός αὐτοῦ λάμπουσα θεότητα. Τό «ἀκατάληπτον», ἐξ ἄλλου, τῆς οὐσίας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καθίσταται τό ἔρεισμα γιά τήν ἀποδοχή ἀπό τόν Γρηγόριο τῆς δογματικῆς ἀπόψεως περί τοῦ «ἀθεωρήτου» τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν φέρουσα τήν «εἰκόνα» τοῦ κτίσαντος Θεοῦ ἀνθρώπινη φύση88.
Κατά τήν περαιτέρω διερεύνηση τῆς σχετικῆς πρός τό «κατ’ εἰκόνα» διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου θα πρέπει νά ἐπισημανθεῖ ἡ διατύπωση διευκρινιστικῶν παρατηρήσεων ἐκ μέρους τοῦ ἱεροῦ πατρός πού ἀφοροῦν στήν προσήκουσα θεολογικῶς ἑρμηνευτική προσέγγιση τῶν ὅρων τῆς «εἰκόνος» καί τῆς «ὁμοιώσεως», οἱ ὁποῖες προκύπτουν ἀπό τήν διαπίστωση τῆς ὑπάρχουσας μεταξύ τοῦ «κατὰ τὸ ἀρχέτυπον νοουμένου» καί τοῦ «κατ’ εἰκόνα γεγενημένου» ἀποστάσεως89. Τό «πολὺ μέσον» αὐτό μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ὁμοιούμενου μέ αὐτόν ἀνθρώπου, τό ὁποῖο ὁ Γρηγόριος ἐπισημαίνει, ἔγκειται στό ὅτι ὁ μέν Θεός ἔχει ἀιδίως τήν ὀντολογική καί φυσική ἰδιότητα τοῦ «ἀκτίστου» καί ὡς ἐκ τούτου θεωρεῖται ἄτρεπτος κατά τήν θεία του φύση, ὁ δέ ἄνθρωπος ὑπάρχει διά τῆς ὑπό τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ κτίσεώς του καί συνεπῶς εἶναι ἐκ φύσεως τρεπτός καί «ἀλλοιούμενος», ἐφόσον ἔλαβε τήν ὑπόστασή του διά τῆς ἀλλαγῆς90. Ἡ «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ, ἐξ ἄλλου, δημιουργηθεῖσα ἀντιληπτική ἐνέργεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως κατά τό «ποικίλον» καί «πολυειδὲς» αὐτῆς δέν εἶναι δυνατόν νά κατανοηθεῖ ὅτι συνιστᾶ ὁμοιότητα μέ τόν ποιήσαντα αὐτήν Θεό, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει κατ’ ἄκτιστον τρόπο «ἐν τῇ ἁπλότητι αὐτοῦ»91.
Ἡ «κατὰ φύσιν», ἑπομένως, διαφορά μεταξύ τῆς ἀσώματης, ἀίδιας, ἀναλλοίωτης, ἄφθαρτης καί ἀμιγοῦς κακίας θείας φύσεως καί τοῦ ἐνσώματου, πρόσκαιρου, «ἐμπαθοῦς», φθειρόμενου καί πάντοτε «συνοικοῦντος» καί «συντρεφομένου» μέ τήν κακία ἀνθρώπινου εἴδους92, ἀναδεικνύει τό ἀνέφικτον τῆς «κατ’ εἰκόνα» φυσικῆς καί οὐσιώδους μιμήσεως93, κατά τήν περίπτωση δηλαδή κατά τήν ὁποία ἡ ἔννοια τῆς «εἰκόνος» ἐμπεριέχει τήν ἀντίληψη τῆς φυσικῆς ταυτότητας τοῦ πρωτοτύπου πρός τόν φέροντα τήν εἰκόνα αὐτήν94.
Γίνεται, ἔτσι, σαφές ὅτι κατά τήν ὑπό τοῦ Γρηγορίου ἐπιχειρούμενη διά «στοχασμῶν» καί «ὑπονοιῶν» ἀνίχνευση τῆς ἔννοιας τῆς «εἰκόνος»95 ὁ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλασθείς ἄνθρωπος δέν δημιουργήθηκε ταυτόσημος ἀλλά, κατ’ ἀναλογίαν πρός τόν ἡλιακό δίσκο καί τήν εἰκόνα αὐτοῦ96, «ὅμοιος» μέ τό πρωτότυπο97, στό ὁποῖο μπορεῖ νά ἀναχθεῖ διά τοῦ κάλλους τῆς «εἰκόνος» τήν ὁποία φέρει98. Τόν τρόπο διά τοῦ ὁποίου ὁ ἱερός πατήρ ἑρμηνεύει τήν σχέση τοῦ πρωτοτύπου κάλλους μέ αὐτό τῆς «εἰκόνος» ἐμφαίνει ἡ ἐντός τῆς Ἁγίας Τριάδος σχέση τῆς Υἱικῆς πρός τήν Πατρική ὑπόσταση, ἡ ὁποία θεωρεῖται ὡς σχέση τοῦ ἐπί τῆς εἰκόνος κάλλους πρός τό πρωτότυπο κάλλος τῆς ἀρχέτυπης μορφῆς, καί δι’ αὐτῆς, ἐκ τοῦ μεγέθους τῆς δυνάμεως τοῦ Υἱοῦ, «χαρακτηρίζεται» τό μεγαλεῖο τοῦ Πατρός99. Ἡ θεώρηση, βεβαίως, αὐτή, ἡ ὁποία ἰσχύει ὑπό τήν προϋπόθεση τῆς μή ἀποδοχῆς τῆς ἀντιλήψεως περί ὑπάρξεως μεταξύ τῶν θείων ὑποστάσεων «πράγματος, ἤ διανοήματος, ἤ χρονικοῦ διαστήματος», πού ὑφίστανται ἐπί τῶν «χειροκμήτων» εἰκόνων καί χαρακτηρίζουν αὐτές100, ἐπιτρέπει στόν Γρηγόριο νά προεκτείνει τήν περί εἰκόνας θεολογική σκέψη του διά τῆς ἀναδείξεως τοῦ ἀνθρώπου ὡς «εἰκόνος» τῆς «πάντως τὰ τοῦ Πατρός» ἐχούσης καί «διά πάντων» ἀπαράλλακτης πρός τόν Πατέρα «εἰκόνος» τοῦ Υἱοῦ101.
Εἶναι δυνατόν, συνεπῶς, νά συναχθεῖ τό συμπέρασμα ὅτι ἡ ἑρμηνεία τῆς ἔννοιας τῆς «εἰκόνος» ὑπό τό πρίσμα ὄχι τῆς πλήρους καί φυσικῆς ταυτίσεως μέ τό ἀρχέτυπο ἀλλά τῆς κατά χάριν ὁμοιότητας μέ αὐτό, ἐκλαμβάνεται ἀπό τόν Γρηγόριο ὡς ἀναγκαία προϋπόθεση, κατά τήν ὁποία ἡ ἐπαλήθευση τῆς θείας φωνῆς περί τῆς «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου δέν συνεπάγεται ἀφ’ ἑνός μέν τήν κατανόηση τοῦ Θεοῦ ὡς «ἐμπαθοῦς», ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἄνευ «πάθους»102.










1 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 19,8 (=PG 45, 24Β): «Θεοῦ ἔργον ὁ ἄνθρωπος». Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 55,5-6 (=PG 46, 524C). Εἰς τὴν ἡμέραν τῶν Φώτων, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 239,3-4 (=PG 46, 596D). Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, Λόγος 3, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 256,16-17 (=PG 46, 665Α).
2 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 10, W. Jaeger, GNO, τ.2, 292,19-293,1 (=PG 45, 888CD). Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 291,6-8 (=PG 45, 985B).
3 Σχετικῶς μέ τήν διατυπούμενη αὐτήν ἄποψη, βλ. Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Γρηγόριος Νύσσης, 384. Δ. Β α κ ά ρ ο υ, «Μυστήριον», Θεολογία 54 (1983), 313. Ν. Γ. Ξ ε ξ ά κ η, Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 121. Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Ἱστορία Δογμάτων, τ.2, 452. Πρβλ. καί Κ. Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, «Ἡ ἔκφραση νηπτικῆς θεολογίας», 635. Μ. Κ α ρ ά μ π ε λ ι α, «Ἡ ἔννοια τῆς δημιουργίας στό Γρηγόριο Νύσσης», Γρηγόριος Παλαμᾶς 75 (1992), 839.
4 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 133D-136Α: «ἥλιος κατασκευάζεται, καὶ οὐδεμία προηγεῖται βουλὴ. Οὐρανὸς ὡσαύτως ..., ρήματι μόνῳ τὸ τοιοῦτον θαῦμα συνίσταται».
5 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 133C. Περί τοῦ ἐν λόγῳ θέματος βλ. καί τά διαλαμβανόμενα στό ἔργο τοῦ Γρηγορίου, τό θεωρηθέν ὡς μή συγκαταλεγόμενο μεταξύ τῶν γνησίων ἔργων του, Περὶ τῆς τοῦ ἀνθρώπου γενέσεως καί εἰς τὸ «Κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν», Λόγος 1, H.Hörner, GNO (sup), 6,7-10 (=PG 44, 260B). Πρβλ, ἐπίσης, Π. Χ ρ ή- σ τ ο υ, «Τό ἀνθρώπινον πλήρωμα», Κληρονομία 4 (1972), 45.
6 Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 133D.
7 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 132D.
8 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 60B: «τούτου χάριν τελευταία ἡ τοῦ ἀνθρώπου κατασκευὴ θεωρεῖται». Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 133Α. Ὅπ.π., PG 44, 148Β. Τήν θεώρηση τῆς πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ τελευταίου δημιουργήματος τοῦ Θεοῦ, ὡς γεγονότος συνδεόμενου μέ τήν ὅλως ἐξέχουσα θέση αὐτοῦ ἐντός τῆς δημιουργίας ἐπισημαίνει χαρακτηριστικῶς ἡ πατερική θεολογία. Βλ., ἐνδεικτικῶς, Β α σ ι λ ε ί ο υ, Εἰς τὸ πρόσεχε σεαυτῷ, PG 31, 212Β. Ἰ ω ά ν ν ο υ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ, Λόγοι ἐννέα εἰς τὴν Γένεσιν, Λόγος 2, PG 54, 588, ὅπου ἡ «παραγωγὴ» τοῦ ἀνθρώπου «ὕστερον τοῦ κόσμου» ἀποδίδεται στό γεγονός ὅτι «τοῦ κόσμου τιμιώτερός ἐστιν». Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Ὁμιλίαι εἰς τήν Γένεσιν, Λόγος 7, PG 53, 67-68. Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Θ ε ο λ ό γ ο υ, Εἰς τὴν Καινὴν Κυριακὴν, Λόγος 44, PG 36, 612Α.
9 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 133D. Ὅπ.π., PG 44, 144ΑΒ. Εἰς τὸν βίον καὶ τὰ θαύματα τοῦ Γρηγορίου τοῦ θαυματουργοῦ, G.Heil, GNO, τ.10,1, 5,22-24 (=PG 46, 896D).
10 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 1, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 85,13-17 (=PG 44, 1204Α). Κατά τόν Γρηγόριο, ἐξ ἄλλου, ἡ ἐπίγνωση τῆς συγγένειας τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν «πλίνθον» καθιστᾶ τήν ὁδό τῆς ταπεινοφροσύνης «εὐεπίβατον» (ὅπ.π., 85,1-8 [=PG 44, 1201D-1204A]). Πρβλ. Περὶ τῆς τοῦ ἀνθρώπου γενέσεως καὶ εἰς τὸ «Κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν», Λόγος 2, H.Hörner, GNO(sup), 62,16-23,4 (=PG 44, 292BC). Στό σημεῖο αὐτό κρίνεται σκόπιμο νά ἀναφερθεῖ ἡ ἐπισήμανση τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης περί τῆς δημιουργίας τῶν προπατόρων «ἐκ καθαρᾶς γῆς καὶ ἀσπίλου», προκειμένου νά τονισθεῖ τό γεγονός τῆς διά τῆς ἐνανθρωπήσεως κατά σάρκα γεννήσεως τοῦ δευτέρου Ἀδάμ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀπό τήν Θεοτόκο, ἡ ὁποία ὑπῆρξε «ὁ θεοτελὴς πηλὸς», «ἡ θεογεώργητος γῆ», πού κατέστη ἡ «ὄντως ἐπιθυμητὴ γῆ, ἐξ ἧς τὸν πηλὸν ὁ κεραμεὺς τοῦ χώματος ἡμῶν ἀνελόμενος τὸ συντριβὲν σκεῦος ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας ἀνενεώσατο» (Βλ., σχετικῶς, Ε. Κ. Π ρ ι γ κ ι π ά κ η, Ἡ Θεοτόκος [Διδακτορική Διατριβή], 158). Πρβλ. Μ α ξ ί μ ο υ Ὁ μ ο λ ο- γ η τ ο ῦ, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, PG 90, 1325ΑΒ.
11 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 2, W. Jaeger, GNO, τ.2, 70,5-9 (=PG 45, 637A). Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, Λόγος 3, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 255,2-256,5 (=PG 46, 664BD), ὅπου τό χωρίο ἐντάσσεται στήν ἀποδεικτική συλλογιστική τοῦ Γρηγορίου περί ἀναδείξεως τῆς δυνατότητας τῆς ἀναστάσεως. Ὅπ.π., 259,2-3 (=PG 64, 668C). Πρβλ., ἐπίσης, Περὶ τῆς τοῦ ἀνθρώπου γενέσεως καὶ εἰς τὸ «Κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν», Λόγος 2, H.Hörner, GNO(sup), 43,3-10 (=PG 44, 280C).
12 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 22,13-15 (=PG 45, 28Α): «καὶ διὰ τῆς ἰδίας ἐμπνεύσεως τῷ πλάσματι τὴν ζωὴν ἐνεφύσησεν». Πρβλ., σχετικῶς μέ τό σημεῖο αὐτό, Ἀ θ α ν α σ ί ο υ, Περὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, C. Kannengiesser, SC, τ.199, 272 (=PG 25, 101ΑΒ).
13 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 22,15-18 (=PG 45, 28Α). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 9, W.Jaeger, GNO, τ.2, 267,1-3 (=PG 45, 860B). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 1, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 10,19-21 (=PG 44, 1125B).
14 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 387,6-17 (=PG 45, 1096ΑΒ). Γιά τήν ὑποδηλούμενη ἀπό τόν Γρηγόριο ὕπαρξη κοινῆς φύσεως μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί γιά τήν θεώρηση τοῦ Ἀδάμ ὡς κοινοῦ προπάτορος τῶν ἀνθρώπων, βλ., ἐνδεικτικῶς, Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 157Α. Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, Λόγος 3, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 245,18 (=PG 46, 653A). Ὅπ.π., 252,16-17 (=PG 46, 660D).
15 Βλ. Πρὸς τοὺς Ἕλληνας ἀπὸ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, Fr. Mueller, GNO, τ.3,1, 25,20-24 (=PG 45, 180D). Ὅπ.π., 31,24-32,1 καί 32,17-21 (=PG 45, 185BC). Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 185ΒD. Πρβλ., ἐπίσης, Κ.Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, «Ἡ ἑνότης», Θεολογία 40(1969), 420. Ν. Ἰ. Ν ι- κ ο λ α ΐ δ η, Θέματα πατερικῆς Θεολογίας, 240.
16 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 57C: «ὁδῷ τινι καὶ τάξεως ἀκολουθίᾳ πρὸς τὴν ἀνθρωποποιΐαν ὁρμῆσαι τὸ θεῖον διηγεῖται ὁ λόγος».
17 Βλ. Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, Λόγος 3, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 257,27 (=PG 46, 665D-668A). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 297,24-298,3 (=PG 46, 369B). Ἐντυπωσιακή θεωρεῖται ἡ ἄποψη τοῦ Γρηγορίου περί τῆς θεωρήσεως τόσο τοῦ «ὀρθίου σχήματος» τοῦ ἀνθρώπου ὅσο καί τῶν χειρῶν του ὡς «ἰδίων» τῆς λογικῆς φύσεως, τά ὁποῖα ἐπινοήθηκαν ἀπό τόν δημιουργό του πρός τήν «εὐκολίαν τοῦ λόγου» (Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 144ΑC. 148C-149Α). Bλ., ἐπίσης, G. B. L a d n e r, «The Philosophical Anthropology», DOP 12(1958), 68-69.
18 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 60Β.
19 Βλ. Πρὸς τοὺς ἀρχομένους ταῖς ἐπιτιμήσεσι, PG 46, 308A.
20 Βλ. Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, Λόγος 3, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 253,19-23 (=PG 46, 661Β). Πρβλ., ἐπίσης, Περὶ τῆς τοῦ ἀνθρώπου γενέσεως καὶ εἰς τὸ «Κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν», Λόγος 1, H.Hörner, GNO(sup), 26,1-2 (=PG 44, 272Α).
21 Βλ. Εἰς τὸ «ἐφόσον ἑνί τούτων ἐποιήσατε ἐμοί ἐποιήσατε», A. Heck, GNO, τ.9, 116,9-11 (=PG 46, 477A): «ὅτι ἄνθρωπος, ὁ κατ΄ εἰκόνα Θεοῦ γεγονὼς, ὁ κυριεύειν τῆς γῆς τεταγμένος, ὁ ὑποχείριον τὴν τῶν ἀλόγων ὑπηρεσίαν ἔχων». Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 6,104-106 (=PG 45, 29B). Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 133B. Πρβλ., ἐπίσης, Περὶ τῆς τοῦ ἀνθρώπου γενέσεως καὶ εἰς τὸ «Κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν», Λόγος 1, H.Hörner, GNO(sup), 14,12-16,1 (=PG 44, 264D-265Α).
22 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 82,21-23 (=PG 45, 308D-309A). Τό ἐν λόγῳ χωρίο ἐντάσσεται στήν ἀντιρρητική κατά τοῦ Εὐνομίου διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου ἀναφορικῶς μέ τόν θεολογικό ἑρμηνευτικό προσδιορισμό καί ἀποσαφήνιση τῆς ἔννοιας τοῦ ὅρου τῆς «ὑποταγῆς» (ὅπ.π., 82,21-84,3 [PG 45, 308D-309C]).
23 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 2, P.Alexander, GNO, τ.5, 302,18-303,2 (=PG 44, 640B). Πρὸς Θεόφιλον, Κατὰ Ἀπολιναριστῶν, F. Mueller, GNO, τ.3,1, 144,23-145,12 (=PG 45, 1144AC). Στό παράθεμα αὐτό ὁ Γρηγόριος παρατηρεῖ ὅτι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, τόν ὁποῖο ἀναφέρει ὁ Παῦλος ὡς «ψυχὴν ζῶσαν», δέν ἦταν ψυχή «κτηνεία» καί «ἄλογος», ὅπως, κατά τά ὑπ’ αὐτοῦ παρατιθέμενα καί ὅπως ὁ ἴδιος σχετικῶς διατείνεται, ὑποστήριζε ὁ Ἀπολινάριος, ἀλλά εἶχε δοθεῖ διά τῆς δημιουργίας του σέ αὐτόν ἡ «διανοητικὴ χάρις», ἀφοῦ, κατά τήν ἱερή ἱστορία, «τῆς τῶν ὀνομάτων εὑρέσεως κύριος ἦν», «περινοῶν» τό προσφυές καί κατάλληλο ὄνομα γιά καθένα ἀπό τά ἄλογα ζῶα. Περί τῆς ἐξαιρετικῆς θέσεως τοῦ ἀνθρώπινου γένους, τήν ὁποία ὑποδεικνύει ἡ δυνατότητα καί ἡ ἱκανότητα ἐκφορᾶς τοῦ λόγου, βλ. Α. G e h l e n, Der Mensch, 50-52. E. C o r e t h, Grundfragen des menschlichen Daseins, 10-11.
24 Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 133B.
25 Εἰς τὸ, ὅταν ὑποταγῇ αὐτῷ τὰ πάντα, J.K. Downing, GNO, τ.3,2, 5,20-6,1 (=PG 44, 1305Β).
26 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 16,22-17,3 (=PG 45, 21Β). Ὅπ.π., 19,8-12 (=PG 45, 24Β). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, τόμος 2, GNO, τ.2, 367,20-21 (=PG 45, 525Β). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 6, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 141,11-15 (=PG 44, 1268D). Εἰς τήν ἡμέραν τῶν Φώτων, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 239,17-19 (=PG 46, 597Α). Στό χωρίο αὐτό ἀναφέρεται ἀπό τόν Γρηγόριο ὅτι ὁ ἄνθρωπος διά τῆς «πρὸς τοὺς ὁμοφύλους φιλανθρωπίας» μιμεῖται τήν πατρική ἀγαθότητα τοῦ θείου ἀρχετύπου.
27 Βλ. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 162,6-8 (=PG 44, 593A): «οἶμαι γὰρ μὴ ἄλλην εἶναι παρὰ τὴν τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίαν καὶ ἀγαθότητα, ἀφ’ ἧς ἐπλάσθημέν τε καὶ ἐγεννήθημεν».
28 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 19,15-19 (=PG 45, 24C). Πρβλ. D. L. B a l á s, Μετουσία Θεοῦ, 88. N. N i s s i o t i s, «L’ homme image de Dieu», ΕΕΘΣΠΑ 25(1981), 342.
29 Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 17,4-7 (=PG 45, 21Β). Πρβλ. Π. Χ ρ ή- σ τ ο υ, Ἑλληνική Πατρολογία, τ.4, 189.
30 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 105,9-11 (=PG 44, 1225D).
31 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 17,7-11 καί 20-23 (=PG 45, 21CD). Περὶ τῶν πρό ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J.Mc Donough, GNO, τ.3,2, 79,21-22 (=PG 46, 173D). Πρὸς τοὺς βραδύνοντας εἰς τὸ Βάπτισμα, PG46, 428D.
32 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 17,13-16 (=PG 45, 21C). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 129,3-8 (=PG 44, 1253D-1256Α). Πρβλ. T h. A l e x o p o u l o s, «Apophatische und kataphatische», Θεολογία 76(2005), 80-81.
33 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 8, P.Alexander, GNO, τ.5, 422,14-15 (=PG 44, 737D): «οἷον γὰρ ἄν ᾖ τῇ φύσει τὸ μετεχόμενον, πρὸς τοῦτο ἀνάγκη καὶ τὸ μετέχον συμμετατίθεσθαι». Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 5,2-4 (=PG 44, 301C). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 7, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 236,13-14 (=PG 44, 933C). Ὅπ.π., Λόγος 15, 458,3-6 (=PG 45, 1109Β). Πρβλ. καί Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Ἱστορία Δογμάτων, τ.2, 453, ἀπό τόν ὁποῖο ἐπισημαίνεται εὐστόχως ὅτι ἡ διά τῆς «κατ' εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου «στοιχειοθετούμενη σχέση συγγένειας δημιουργοῦ καί ἀνθρώπου» «ἐπιβεβαιώνει ἀφ' ἑνός μέν τή μοναδικότητα καί τήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, ἀφ' ἑτέρου δέ τή δυνατότητα πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος νά ὑπάρχει αἰώνια καί νά δημιουργῆ ἱστορία θεοπρεπή».
34 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 171,5-8 (=PG 45, 405Α).
35 Βλ. Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, Λόγος 3, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 258,1-2 (=PG 46, 668Α). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 1, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 78,6-7 (=PG 44, 1193C). Πρὸς τοὺς βραδύνοντας εἰς τὸ Βάπτισμα, PG 46, 428D.
36 Ἀπό τό πλῆθος τῶν σχετικῶν μέ τό θέμα αὐτό χωρίων, βλ., ἐνδεικτικῶς, Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 6,107-108 (=PG 45, 29Β). Εἰς τὴν ἡμέραν τῶν Φώτων, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 222,15-17 (=PG 46, 580A). Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 42,20-21 (=PG 46, 536Β). Ὅπ.π., 42,20-21 (=PG 46, 512AΒ).
37 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 6, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 143,6-9 (=PG 44, 1272Α). Περὶ τοῦ τί τὸ τοῦ Χριστιανοῦ ἐπάγγελμα, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 141,16-19 (=PG 46, 249B).
38 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 54,5-6 (=PG 44, 796Β): «γέγονε τὸ κατ’ ἀρχὰς ὁ ἄνθρωπος οὐδενὸς τῶν θείων ἀγαθῶν ἐνδεὴς». Πρβλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 1, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 9,16-19 (=PG 44, 1124D). Χαρακτηριστικό τυγχάνει στό ἐν λόγῳ χωρίο τό γεγονός τῆς θεωρήσεως ἀπό τόν Γρηγόριο τῆς προσευχῆς ὡς «ἀντιδόσεως» στά πολλά καί παντοδαπά ἀγαθά, τά ὁποῖα ἔχει λάβει ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπό τόν «εὐεργέτη» αὐτῆς Θεό. Ὅσον, ὅμως, καί ἐάν «συμπαρατείνει» ὁ ἄνθρωπος τήν πρός τόν Θεό «ὁμιλία» του, εὐχαριστώντας καί προσευχόμενος, τόσο θά ὑπολείπεται «τῆς κατὰ τὴν ἀντίδοσιν ἀξίας».
39 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 108,20-21 (=PG 44, 1229D).
40 Βλ. Εἰς Πουλχερίαν παραμυθητικὸς λόγος, A.Spira, GNO, τ.9, 472,2-4 (=PG 46, 876D-877A).
41 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 54,6-7 (=PG 44, 796Β): «ᾧ ἔργον ἦν φυλάξαι μόνον τὰ ἀγαθὰ, οὐχὶ κτήσασθαι».
42 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος1, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 83,20 (=PG 44, 1201Α).
43 Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 62,20-21 καί 63,8-11 (=PG 46, 532CD). Ὅπ.π., 40,9-11 (=PG 46, 508D-509Α).
44 Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 157Α. Ἡ περί τῆς ἀρχικῆς καταστάσεως τοῦ σώματος ἀντίληψη αὐτή τοῦ Γρηγορίου συναρτᾶται μέ τήν σχετική πρός τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου διδασκαλία, ἐφόσον δι’ αὐτῆς ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀναπλάσθηκε «εἰς τὸ ἐξ ἀρχῆς» σχῆμα. Περί τοῦ ἐν λόγῳ θέματος βλ., ἐνδεικτικῶς, Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 29,19-21 (=PG 45, 33Β). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 148Α. Ὅπ.π., PG 46, 156C. Βλ., ἐπίσης, Περὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, PG 46, 637ΑΒ, ὅπου τονίζεται ὅτι τό ἀναστημένο σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί συνεπῶς καί τό μετά τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων «εἰς τὸ ἀρχαῖον κάλλος» ἀποκατεστημένο σῶμα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καθίσταται «μηδαμῶς...τροφῆς ἤ ποτοῦ δεηθησόμενον, ἤ ἐνδυμάτων περιβολῆς».
45 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 53,16-21 (=PG 46, 521D).
46 Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 108,12-14 (=PG 44, 397Β). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO τ.8,1, 302,9-12 (=PG 46, 373C).
47 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος1, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 80,9-11 (=PG 44, 1197Α). Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 304,5-10 (=PG 46, 376C).
48 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 1, P.Alexander, GNO, τ.5, 295,9-16 (=PG 44, 633ΑB). Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 53,15-16 (=PG 46, 521D). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 105,11-14 (=PG 44, 1225D). Περὶ τοῦ τί τὸ τοῦ Χριστιανοῦ ἐπάγγελμα, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 138,2-5 (=PG 46, 245C).
49 Βλ. Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 300,8-13 (=PG 46, 372C).
50 Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 1, P.Alexander, GNO, τ.5, 284,19-20 (=PG 44, 624B): «οἰκεία μὲν καὶ κατὰ φύσιν τοῖς ἀνθρώποις ἐστὶν ἡ ζωὴ ἡ πρὸς τὴν θείαν φύσιν ὡμοιωμένη».
51 Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 2, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 27,4,17-18 (=PG 44, 1144CD). Περὶ τοῦ τί τὸ τοῦ Χριστιανοῦ ἐπάγγελμα, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 136,8-19 (=PG=46, 244CD).
52 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 9, W.Jaeger, GNO, τ.2, 267,2 (=PG 45, 860B). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W.Jaeger, GNO, τ.2, 313,16-17 (=PG 45, 468C). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 1, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 15,24 (=PG 44, 1132B). Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J.Mc Donough, GNO, τ.3,2, 77,2-23 (=PG 46, 172C). G. F l o- r o v s k y, Eastern Fathers, 153-154. Στό ἀπόσπασμα αὐτό τοῦ G. Florovsky γίνεται ἀναφορά στήν ἀιδιότητα τῆς Τριαδικῆς θεότητας, ἀπό τήν ὁποία ἐκπορεύεται ἡ φυσική δυνατότητα τοῦ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλασθέντος ἀνθρώπου νά πορεύεται διηνεκῶς στήν τελειότητα. Ἄξια ἀναφορᾶς θεωρεῖται σύν τοῖς ἄλλοις ἡ παρατήρηση τήν ὁποία κάνει ὁ J. Laplace («Grégoire de Nysse La Création de l’ homme. Introduction», SC, τ.6, 40), προκειμένου νά διαχωρίσει τό περιεχόμενο τῆς ἔννοιας τῆς «εἰκόνος» κατά τόν Γρηγόριο ἀπό αὐτό πού κατέχει στόν Πλάτωνα καί στόν Φίλωνα, μέ τήν ἐπισήμανση ὅτι στόν ἐπίσκοπο Νύσσης δέν πρόκειται γιά ἕνα κοινό γνώρισμα τῶν ὄντων πού ἐντάσσονται στήν αἰσθητή πραγματικότητα ἀλλά γιά ἀποκλειστικό διακριτικό γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου. Πρβλ., σχετικῶς μέ τήν ἄποψη αὐτή, Κ. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Συνέπειαι τῆς πτώσεως, 29 ὑπ.25,26.
53 Εἰς τὴν ἡμέραν τῶν Φώτων, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 222,16-17 (=PG 46, 580Α). Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ ἐκδοχή τοῦ Ἰ. Ζηζιούλα (νῦν Μητροπολίτου Περγάμου) σχετικῶς μέ τήν ἑρμηνευτική προσέγγιση τοῦ περιεχομένου τῆς «εἰκόνος» κατά τήν ὁποία δημιουργήθηκε τό ἀνθρώπινο γένος, σύμφωνα μέ τήν ὁποία, ἐπειδή οὐσιώδης ἰδιότητα καί διακριτικό γνώρισμα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ κοινωνία τῶν θείων προσώπων, ἡ ἐντασσόμενη στίς ἀίδιες ἐνδοτριαδικές ὑπαρκτικές σχέσεις, ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου συνιστᾶ τό προσδιοριστικό στοιχεῖο τῆς θείας εἰκόνας πού φέρει ὁ ἄνθρωπος («Τό εἶναι τοῦ Θεοῦ», Σύναξη 37[1991], 27). Πρβλ., σχετικῶς, Μ. Φ α ρ ά- ν τ ο υ, «Ἡ περί τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ διδασκαλία», Κοινωνία 24(1981), 508.
54 Βλ. Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J.Mc Donough, GNO, τ.3,2, 80,7-8 (=PG 46, 176Α): «εἴρηται γὰρ τὴν ἀληθῆ ζωὴν τῆς ψυχῆς ἐν τῇ μετουσίᾳ τοῦ ἀγαθοῦ ἐνεργεῖσθαι». Πρβλ. Κ. Ε. Π α π α π έ τ ρ ο υ, «Προπατορικόν ἁμάρτημα», ΘΗΕ 10(1967), 636.
55 Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 185CD. Βλ., ἐπίσης, ἐνδεικτικῶς ἐξ ἐπόψεως τῆς διατυπωμένης σχετικῆς πατερικῆς διδασκαλίας, Ἀ θ α ν α σ ί ο υ, Περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, Ch.Kannengiesser, SC, τ.199, 270,22-272,28. 280,10-12. 284,15 (=PG 25, 101Β. 105C. 108Α). Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Κατὰ Ἀρειανῶν, Λόγος 2, M. Tetz, Athanasius Werke, τ.1,Ι, 222,12-17 (PG26, 244ΑΒ). Β α σ ι λ ε ί ο υ, Ὁμιλία εἰς τὸν Ψαλμὸν 48, PG 29, 449Β: «μέγα ἄνθρωπος...τὸ τίμιον ἐν τῇ φυσικῇ κατασκευῇ ἔχων. τί γὰρ τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ἄλλο κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος γέγονε;». Βλ., ὡσαύτως σχετικῶς μέ τό θέμα αὐτό, Δ. Β α κ ά ρ ο υ, «Μυστήριον», Θεολογία 54(1983), 312. Π. Χ ρ ή σ τ ο υ, Ἑλληνική Πατρολογία, τ.4, 190. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, «Τό ἀνθρώπινον πλήρωμα», Κληρονομία 4(1972), 47. Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, «Ἡ ἑνότης», Θεολογία 40(1969), 421-422. Π. Ν έ λ λ α, «Ἡ θεολογία τοῦ κατ’ εἰκόνα», Κληρονομία 2 (1970), 294. 305. Μ. Β. Κ ο λ ο β ο π ο ύ λ ο υ, Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου (Διδακτορική Διατριβή), 225-226. Ε. Κ. Π ρ ι γ κ ι π ά κ η, Ἡ Θεοτόκος (Διδακτορική Διατριβή), 157. Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά ὑπογραμμισθεῖ ἡ ἄποψη τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, κατά τήν ὁποία «τὴν εἰκόνα τὴν κατὰ τὴν ἀρχὴν ... ὁ ἀνήρ ἔχει μόνος, οὐκέτι δὲ καὶ ἡ γυνὴ» (Λόγοι ἐννέα εἰς τὴν Γένεσιν, Λόγος 2, PG 54, 589). Ἡ θέση, βεβαίως, αὐτή ἐνδείκνυται νά ἐκληφθεῖ ἑρμηνευτικῶς ὑπό τήν ἔννοια τῆς ἐπιτελούμενης ἀποδόσεως ἀπό τόν ἱερό πατέρα τῆς «εἰκόνος» στόν ὑποδηλοῦντα ἀμφότερα τά φύλα «ἄνθρωπον», τόν ὁποῖο ἔπλασε ὁ Τριαδικός Θεός «πάντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ἄρχοντα» (Ὁμιλίαι εἰς τήν Γένεσιν, Λόγος 8, PG 53, 72). Βλ., ἐπίσης, σχετικῶς μέ τό θέμα αὐτό, Ν. Γ. Ξ ε ξ ά κ η, Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 116-167. H. W. W o l f f, Anthropologie des Alten Testaments, 241. Π. Ἰ. Μ π ρ α τ σ ι ώ τ ο υ, «Ἡ γυνή ἐν τῇ Βίβλῳ», Ἐκκλησιαστικός Φάρος 22(1923), 265.
56 Βλ., ἐνδεικτικῶς, Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 2,11-12 (=PG 46, 369C). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 15, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 493, 17-20 (=PG 44, 1093D). Περί τοῦ θέματος αὐτοῦ βλ., ἐπίσης, R. L e y s, L’ image de Dieu, 116. Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Γρηγόριος Νύσσης, 334,386-387. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Ἡ Σάρκωσις τοῦ Λόγου, 69. Κ. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Συνέπειαι τῆς πτώσεως, 55. Κ. Β α τ σ ι κ ο ύ ρ α, Ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου, 96-97, κατά τόν ὁποῖο οἱ ἐν λόγῳ ὅροι εἶναι «ἀντιμεταθέσιμοι», ὡς δηλοῦντες «οὐσιαστικά τήν ἴδια δυναμική σχέση μεταξύ ἀνθρώπου καί Θεοῦ». J. M u c k l e, «The Doctrine», MS 7(1945), 56. J. D a n i é l ο u, Platonisme,48. H. U. von B a l t h a s a r, Présence et pensée, 88-89. R. E. H e i n e, Perfection, 46. G. B. L a d n e r, «The philosophical Anthropology», DOP 12(1958), 63-64. H. M e r k i, «Ebenbildlichkeit» RAC 4(1959), 465-466. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Ὁμοίωσις Θεῷ, 138. H. H a r n a c k, History of Dogma, 260-261. C. Mc G r a t h, Knowledge of God, 59-60. J. G a ï t h, La conception de la liberté, 46. M. B e g z o s, «“Imago Dei”», ΕΕΘΣΠΑ 41(2006), 316-317.
Ὁ Χ. Μπούκης, παρά ταῦτα, σημειώνει ὅτι κατά τήν ἀποδοχή τῆς ἑρμηνευτικῆς ἐκδοχῆς τῆς ταυτίσεως ἀπό τόν Γρηγόριο στόν «ἱστορικόν» ἄνθρωπο τῆς ἔννοιας τῶν ὅρων «εἰκὼν» καί «ὁμοίωσις», «ὅλη ἡ θεολογία του, μάλιστα δέ ἡ μυστική, ἥτις θά ἠδύνατο νά χαρακτηρισθῇ ὡς θεολογία τῆς ἀναβάσεως πρός τήν ὁμοίωσιν, παραμένει ἄνευ θεμελιώσεως» (Ἡ Γλῶσσα, 38-39. Βλ., ἐπίσης, τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Ἡ οὐσία τῆς θρησκείας, 39, ὅπου σύν τοῖς ἄλλοις ἐπισημαίνεται ὁ δυναμικός χαρακτήρας τῆς ὁμοιώσεως). Ὑπ’ αὐτό τό πρίσμα πρέπει νά ἀναφερθεῖ ἡ ὕπαρξη ὁρισμένων χωρίων, στά ὁποῖα σαφῶς ὁ ὅρος τῆς «ὁμοιώσεως» προσλαμβάνει τό περιεχόμενο τοῦ σκοποῦ τῆς κατ’ ἀρετήν διαβιώσεως. Βλ., Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 26,10-11 (=PG 44, 433C). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 1, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 82,24-25 (=PG 44, 1200C). Βλ., ἐπίσης, Περὶ τῆς τοῦ ἀνθρώπου γενέσεως καὶ εἰς τὸ «Κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν», Λόγος 1, H.Hörner, GNO(sup), 28,13-29,6 καί 30,4-5 (=PG 44, 273ΑΒ), ὅπου ὁ ἱερός πατήρ φαίνεται νά διακρίνει σαφῶς τίς δύο ἔννοιες, μέ τήν πρόσθετη παρατήρηση ἀφ’ ἑνός μέν περί τοῦ «κατ’ εἰκόνα» ὅτι «τῇ κτίσει ἔχομεν καὶ ἐν τῇ πρώτῃ κατασκευῇ συνυπάρχει ἡμῖν», ἀφ’ ἑτέρου δέ περί τοῦ «καθ’ ὁμοίωσιν» ὅτι «ἐκ προαιρέσεως κατορθοῦμεν». Ἡ σαφής αὐτή διάκριση θεωρεῖται ὁ λόγος τῆς μή συμπεριλήψεως τοῦ ἐν λόγῳ ἔργου μεταξύ τῶν γνησίων ἔργων αὐτοῦ. Σχετικῶς πρός τό θέμα αὐτό, βλ., Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Γρηγόριος Νύσσης, 334. Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Μυστήριον, 180. Τήν γνησιότητα τοῦ ἔργου αὐτοῦ καί τήν ἀπόδοση τῆς συγγραφῆς του στόν ἐπίσκοπο Νύσσης ἀποδέχεται ἐν τούτοις μερίδα ἐρευνητῶν, ἐκ τῶν ὁποίων βλ., ἐνδεικτικῶς, R. L e y s, L’ image de Dieu,64-65. E. von I v a n k a, «Die Autorschaft der Homilien», ByZ 36(1936), 47-57.
57 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 184C. Ὅπ.π., PG 44, 137BC. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 15, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 458, 6-9 (=PG 44, 1109B). Πρβλ. καί R. L e y s, L’image de Dieu, 78-79. H. U. von B a l t h a s a r, Présence et pensée, 83-84.
58 Βλ. Πρὸς τοὺς ἀχθομένους ταῖς ἐπιτιμήσεσι, PG 46,308A. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 1, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 80,26-81,3 (=PG 44, 1197Β). Ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνός ἐντοπίζει τήν «κατ’ εἰκόνα» δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου στό «νοερὸν καὶ αὐτεξούσιον», τό δέ «καθ’ ὁμοίωσιν» στήν «τῆς ἀρετῆς κατὰ τὸ δυνατὸν ὁμοίωσιν» (Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 76,19-21 [=PG 94, 920Β]). Βλ., ἐπίσης ὡς πρός τήν ἑρμηνευτική αὐτή ἀντίληψη, Π. Ν έ λ λ α, Ζῶον θεούμενον, 34, ὅπου ὁ ἄνθρωπος χαρακτηρίζεται ὡς «ὄν θεολογικό», ἐφόσον ὁ προσδιορισμός τῆς ὑπάρξεώς του πραγματοποιεῖται ἀπό τό «ἄκτιστο Ἀρχέτυπό του».
59 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 184ΑΒ.
60 Ἐκ τοῦ πλήθους τῶν χωρίων τῶν ἀφορώντων στό ὑπ’ ὄψη θέμα, βλ., ἐνδεικτικῶς, Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 18,5-11 (=PG 45, 21D-24Α). Ὅπ.π., 23,4-5 (=PG 45, 28ΑΒ). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 6, P.Alexander,GNO, τ.5, 386,20-387,1 (=PG 44, 708D). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 1, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 10,20-22 (=PG 44, 1125B). Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 23,2-3 (=PG 45, 28Α). Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 82,21-22 (=PG 45, 308D). Περὶ εὐποιΐας, Λόγος 2, A. Heck, GNO, τ.9, 116,9 (=PG 46, 477A). Ἄξιο ἀναφορᾶς θεωρεῖται ὅτι κατά τόν Γρηγόριο ἡ «ζητουμένη δραχμὴ» τῆς σχετικῆς παραβολῆς (=Λουκ.15,8-9) ὑπεμφαίνει «τὴν εἰκόνα τοῦ βασιλέως», ἡ ὁποία εὑρίσκεται στήν πεπτωκυῖα ἀνθρώπινη φύση «οὐχί παντελῶς ἀπολλυμένη, ἀλλὰ ὑποκεκρυμμένη τῷ κόπρῳ», διά τοῦ ὁποίου νοεῖται ἡ «τῆς σαρκὸς ρυπαρία» (Βλ. Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 300,16-301,15 [=PG 46, 372D-373B]). Βλ., ὡσαύτως, Ἀ θ α ν α σ ί ο υ, Κατὰ Ἀρειανῶν, Λόγος 3, PG 26, 344Α, ὅπου ἀπό τόν ἱερό πατέρα διακρίνεται ὁ Υἱός ὡς «μόνος εἰκὼν ἀληθινὴ καὶ φύσει τοῦ Πατρὸς» ἀπό τόν «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» γενόμενο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος «ταύτην τῆς κλήσεως ἔχει τὴν χάριν» λόγῳ τῆς ἐνοικήσεως σέ αὐτόν τῆς «εἰκόνος καὶ ἀληθοῦς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἥτις ἐστὶν ὁ Λόγος αὐτοῦ». Μέ τήν ἐκφερόμενη αὐτή ἄποψη ἀναδεικνύεται ἡ ὀντολογική διάκριση μεταξύ τοῦ Υἱοῦ ὡς τοῦ ἀίδιου κατά φύσιν γεννήματος τοῦ Πατρός καί τοῦ ἀνθρώπου ὡς τοῦ κατά χάριν υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
61 Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 111,9-17 (=PG 44, 400ΒC). Ὅπ.π., 117,15-19 (=PG 46, 405Β). Πρβλ. Ἰ ω ά ν ν ο υ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ, Περὶ ἀκαταλήπτου, Λόγος 3, R. Flacelière, SC, τ.28, 176 (=PG 48, 722).
62 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 137Α. Ὅπ.π., PG 44, 181Β. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 15, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 213,1-3 καί 8-9 (=PG 44, 918Β). Ἐγκώμιον εἰς τὸν ἅγιον πρωτομάρτυρα Στέφανον, O.Lendle, GNO, τ.10,1, 92,11-20 (=PG 46, 720AΒ). Πρβλ. καί Περὶ τῆς τοῦ ἀνθρώπου γενέσεως καὶ εἰς τὸ «Κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν», Λόγος 1, H.Hörner, GNO(sup), 9,5-10,1 (=PG 44, 261ΑΒ). Βλ., ἐπίσης, J. D a n i é l o u, Platonisme, 151.
63 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 137Β. Πρβλ. Περὶ τῆς τοῦ ἀνθρώπου γενέσεως καὶ εἰς τὸ «Κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν», Λόγος 1, H.Hörner, GNO(sup), 11,12-12,13 (=PG 44, 261D-264A). Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 53,13-18 (=PG 46, 521D). Βλ., ἐπίσης, Π. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 488-489. Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Συνέπειαι τῆς πτώσεως, 34-35. R. L e y s, L’ image de Dieu, 50-51. 64-65. M. B e g z o s, «“Imago Dei”», ΕΕΘΣΠΑ 41(2006), 318. Πρβλ. καί Κ. Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, «Ἡ ἔκφραση νηπτικῆς θεολογίας», 637-638. Ἀντίθετη ἄποψη καταγράφει ὁ V. Lossky ὑποστηρίζοντας ὅτι ὁ Γρηγόριος ἀποδέχεται τήν δημιουργία καί τοῦ σώματος κατ’ εἰκόνα Θεοῦ (Mystical Theology, 132-133). Ἡ ἐκδοχή, ὅμως, αὐτή δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὅτι ἔχει ἔρεισμα, ἐφόσον ὁ ἱερός πατήρ χαρακτηρίζει σαφῶς τήν ὁμοιότητα τοῦ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ γενομένου ὡς «νοερὰν» καί «ἀσώματον, ὄγκου τε παντὸς ἀπηλλαγμένην» κατ' ἀναφοράν πρός τό «νοερὸν» καί «ἀσώματον» θεῖο «ἀρχέτυπον» (Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 41C).
64 Βλ. Περὶ τοῦ τί τὸ τοῦ Χριστιανοῦ ἐπάγγελμα, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 137,10-12 (=PG 46, 245A): «Οἷον γὰρ ἐπὶ τῆς εἰκόνος τὸ εἶδος δείκνυται, τοιαύτην ἀνάγκη καὶ τὴν ἀρχέτυπον νομισθῆναι μορφὴν». Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 136C-137B. Πρβλ., ἐπίσης, Π. Ν έ λ λ α, «Ἡ θεολογία τοῦ κατ’ εἰκόνα», Κληρονομία 2(1970), 299. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Ζῶον θεούμενον, 24-25. 27. R. L e y s, L’image de Dieu, 71-72. Κ. Ν. Β α τ σ ι κ ο ύ ρ α, Ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου, 90. Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Ἱστορία Δογμάτων, τ.2, 454.
65 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 7, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 198,8-10 (=PG 44, 905Α). Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 53,18-21 (=PG 46, 521D). Βλ. καί Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Συνέπειαι τῆς πτώσεως, 33. 123-124. Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Ἡ Σάρκωσις, 70. J. D a n i é l o u, Platonisme, 90. Πρβλ. καί Κ. Ἰ. Κ ο ρ ν α ρ ά κ η, «Ἡ ἔκφραση νηπτικῆς θεολογίας», 652, ὅπου ἡ «ἀπάθεια» ἐκλαμβάνεται κατά τήν νηπτική θεολογία του Παχωμίου Ρουσάνου, ἡ ὁποία ἐκφράζει τήν σχετική μέ τό θέμα πατερική παράδοση καί διδασκαλία, ὡς «χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς “ἀρχαίας εὐγενείας”».
66 Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 38,1-2 (=PG 44, 332A). Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 136D.
67 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 60,23-25 (=PG 44, 1180Α).
68 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 137C.
69 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 68,4-5 (=PG 44, 805D).
70 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 105,14-16 (=PG 44, 1225D). Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 136D. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 66,2-3. (=PG 46, 536B). Ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου κατ’ εἰκόνα τοῦ ἄφθαρτου καί ἀθάνατου Τριαδικοῦ Θεοῦ ὁδήγησε κάποιους ἐρευνητές στήν διατύπωση τῆς ὑπερβολικῆς θεωρήσεως τῶν ἐν λόγῳ ἰδιοτήτων ὡς μιᾶς δυνατότητας ἐξαϋλώσεως καί ἀποπνευματώσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὑπό τήν ἔννοια τῆς ὑπερβάσεως ἀπό αὐτόν τῶν κοσμικῶν καί βιολογικῶν συνθηκῶν διαβιώσεως, καθώς καί τοῦ τοπικοῦ καί χρονικοῦ διαστήματος (Βλ., σχετικῶς, J. G a i t h, La conteption de la liberté, 59). Ἡ ἐκδοχή, ὅμως, αὐτή ἔρχεται σέ ἐμφανῆ ἀντίθεση μέ τήν γενικότερη θεολογική θεώρηση καί διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου ἀφ’ ἑνός μέν περί τῆς ἐκ νοερᾶς ψυχῆς καί σώματος συστάσεως τοῦ ἀνθρώπινου γένους, προκειμένου ἡ κτιστή δημιουργία νά συμμετέχει συνολικῶς στήν δοξολογία τοῦ δημιουργοῦ της διά τοῦ πλασθέντος ὡς «μικροῦ κόσμου» ἀνθρώπου (Βλ., ἐνδεικτικῶς, Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44,177D), ἀφ’ ἑτέρου δέ περί τῆς προϋποθέσεως τῆς συνεχοῦς κατ’ ἐνέργειαν μετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στήν φύσει ὑπάρχουσα ὡς ἀθάνατη τρισυπόστατη θεότητα, προκειμένου νά καταστεῖ αὐτός κατά χάριν ἀθάνατος. Πρβλ., συναφῶς πρός τό σημεῖο αὐτό, Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Συνέπειαι τῆς πτώσεως, 42. 56. J. D a n i é l o u, Platonisme, 55-56.
71 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 105,14-16 (=PG 44, 1225D).
72 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 136D.
73Βλ. Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J.Mc Donough, GNO, τ.3,2, 79,23-24 (=PG 46, 176Α): «διὰ τοῦτό φησιν ἡ Γραφὴ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ γεγενῆσθαι τὸν ἄνθρωπον, ὡς ἄν, οἶμαι, τῷ ὁμοίῳ βλέποι τὸ ὅμοιον». Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 105,17-19 (=PG 44, 1228Α).
74 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 137ΒC. Πρὸς τοὺς βραδύνοντας εἰς τὸ Βάπτισμα, PG 46, 428D. Πρβλ. Περὶ τῆς τοῦ ἀνθρώπου γενέσεως καὶ εἰς τὸ «Κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν», Λόγος 1, H.Hörner, GNO(sup), 31,6-7 καί 32,8-10 (=PG 44, 273BC).
75 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 71,16-18 (=PG 44, 1189D). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 6, P.Alexander,GNO, τ.5, 310,4-5 (=PG 44, 696Α).
76 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 137ΒC. Χαρακτηριστικό, ἐξ ἄλλου, εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ Γρηγόριος ἐκ τῆς ἑνιαίας ἀντιληπτικῆς δυνάμεως τοῦ νοῦ, ὁ ὁποῖος διά μέσου τῶν διαφορετικῶν ὀργάνων κινεῖται καί, χωρίς νά διαφοροποιεῖται κατά τήν φύση αὐτοῦ, χρησιμοποιεῖ τό κάθε ἕνα καταλλήλως, προβαίνει στήν κατ' ἀναγωγήν συμπερασματική ἐπισήμανση ὅτι ἐπί τοῦ Θεοῦ, παρά τό γεγονός τῆς πολλαπλότητας καί ποικιλίας τῶν θείων ἐνεργειῶν, δέν ὑφίσταται τό πολυμερές ἐπί τῆς οὐσίας αὐτοῦ (Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 137D-140C).
77 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 68,6-7 (=PG 44, 805D).
78 Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 108,15-17 (=PG 44, 397Β).
79 Βλ. Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 6, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 143,4-5 (=PG 44, 1269D-1272Α). Ὅπ.π., Λόγος 5, 125,19-20 (=PG 44, 1249D).
80 Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 108,22-24 (=PG 44, 1229D). Βλ., ἐπίσης, Ὅπ.π., Λόγος 5, 125,9-10 (=PG 44, 1249C).
81 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 17,25-18,4 (=PG 45, 21D). Σχετικῶς πρός τά χαρακτηριστικά τῆς εἰκόνας, βλ., ἐνδεικτικῶς, J. M u c k l e, “The Doctrine”, MS7(1945), 64-70. G. P. L a d n e r, «The Philosophical Anthropology», DOP 12(1958), 67. H. M e r k i, Ὁμοίωσις Θεῷ, 128. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ,«Ebenbildlichkeit», RAC 4(1959), 470. R. F. H e i n e, Perfection, 50-51. Δ. Β α κ ά ρ ο υ, «Μυστήριον», Θεολογία 54 (1983), 312-313. J. D e n n i n g-B o l l, «The soul», GOTR 34 (1989), 102. Σ. Π α π α δ ο π ο ύ- λ ο υ, Πατρολογία Β΄, 605. J. D a n i é l o u, Platonisme,50. Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Γρηγόριος Νύσσης, 387-388.
82 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 68,6 (=PG 44, 805D).
83 Βλ. Περὶ παρθενίας, J.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 298,10-11 (=PG 46, 369C). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 105,16-17 (=PG 44, 1225D). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 71,4-5 (=PG 44, 1189C). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46,101C. Πρβλ., ἐπίσης, Π. Ν έ λ λ α, «Ἡ θεολογία τοῦ κατ’ εἰκόνα», Κληρονομία 2(1970), 294. Π. Χ ρ ή σ τ ο υ, Ἑλληνική Πατρολογία, τ.4,191. R. L e y s, L’image de Dieu, 72-75. J. G a ï t h, La conception de la liberté chez Grégoire de Nysse, 45-52. Κ. Β. Σ κ ο υ- τ έ ρ η, Ἱστορία Δογμάτων, τ.2, 454.
84 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44,184Β. Περὶ ψυχῆς καί ἀναστάσεως, PG 46,101D-104A.
85 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 40,1-5 (=PG 44,508D). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 68,13-17 (=PG 44, 805D).
86 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 68,1-2 καί8-10 (=PG 44, 805CD).
87 Βλ. Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 68,6-7 (=PG 44, 805D).
88 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 153 D-156Β. Πρβλ. R. L e y s, L’image de Dieu, 77-78. Π. Ν έ λ λ α, «Ἡ θεολογία τοῦ κατ’ εἰκόνα», Κληρονομία 2(1970), 294. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Ζῶον θεούμενον, 20.
89 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 180Β. Βλ.,ἐπίσης,D. L. B a l á s, Μετουσία Θεοῦ, 143. Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Συνέπειαι τῆς πτώσεως, 31.
90 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 55,17-22 (=PG 45, 57D-60Α). Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 184C.
91 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 137D.
92 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 180Β.
93Βλ.Περὶ τοῦ τί τὸ τοῦ Χριστιανοῦ ἐπάγγελμα, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 138,6-14 (=PG=46, 245A).
94 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 184C. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 41C.
95 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 180C.
96 Βλ.Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 41CD. Ἐγκώμιον εἰς τὸν μέγαν Βασίλειον τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, O. Lendle, GNO, τ.10,1, 122,16-17 (=PG 46, 804D).
97 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 184C.
98 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 290,28-291,6 (=PG 45, 985B). Ἐγκώμιον εἰς τὸν ἅγιον Πρωτομάρτυρα Στέφανον, O.Lendle, GNO, τ.10,1, 93,16-94,3 (=PG 46, 720C).
99 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 190,14-17 (=PG 45, 773Α). Βλ., ὡσαύτως, V. L o s s k y, Κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ, 126-127.
100 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 209,8-14 (=PG 45, 445D-448A). Κατά τόν Γρηγόριο, ἐπίσης, διά τοῦ ὑπό τοῦ Ἀποστόλου χαρακτηρισμοῦ τοῦ Μονογενοῦς ὡς «εἰκόνος τοῦ Θεοῦ» καί ὡς «ἀπαυγάσματος τῆς δόξης»(Ἑβρ.1,3, Β΄Κορ.4,4, Κολ.1,15) ἀφ’ ἑνός μέν δέν ὑπονοεῖται ἡ ἰδιότητα τοῦ «ἀγεννήτου» περί τῆς ὑποστάσεως τοῦ Υἱοῦ, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἑρμηνεύεται καί ἀναδεικνύεται τό «διηνεκὲς», τό «ἀΐδιον» καί τό «ὑπερκείμενον» πάσης χρονικῆς ἔννοιας καί διαστάσεως ἀναφορικῶς πρός αὐτόν (ὅπ.π., 209,15-26. [=PG 45, 448AB]).
101 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 189,24-25 καί 190,2 (=PG 45, 772D). Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 288,4-23 (=PG 45, 981D-984A). Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44,137Β. Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 196,12-14 (=PG 46, 272Β). Πρβλ. καί Περὶ τῆς τοῦ ἀνθρώπου γενέσεως καὶ εἰς τὸ «Κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν», Λόγος 1, H.Hörner, GNO(sup), 32,10-13 (=PG 44, 273C). Βλ., ἐπίσης, J. D a n i é l o u, Platonisme,49. Π. Ν έ λ λ α, «Ἡ θεολογία τοῦ κατ’ εἰκόνα», Κληρονομία 2 (1970), 296-297.
102 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 180C.