Στήν κατάδειξη τῆς συλλογιστικῆς θέσεως τοῦ Γρηγορίου περί τῆς ἐν δυνάμει καί κατ’ ἀδιάκριτον τρόπο ὑπάρξεως τῆς γῆς κατά τήν διά μιᾶς «καταβολήν» τοῦ κόσμου ἀποσκοπεῖ ἐπίσης ἡ ἐκ μέρους του ἐπιτελεσθεῖσα ἀναφορά στίς μεταφράσεις τῶν Συμμάχου, Θεοδοτίωνος καί Ἀκύλα, κατά τίς ὁποῖες ἡ γῆ, κατά τό ἐν λόγῳ στάδιο τῆς δημιουργίας, χαρακτηρίζεται ὡς «ἀργόν καί ἀδιάκριτον», «κένωμα καί οὐθέν», «οὐθέν καί οὐθέν» ἀντιστοίχως1. Ἡ ἀκολουθήσασα ὁλοκλήρωση τῆς κτίσεως στά ἐπί μέρους ὄντα κατά τάξη καί σειρά2 καταδεικνύει τήν ἀποτυπούμενη στά κτιστά ὄντα θεία τέχνη καί δύναμη, τῆς ὁποίας ἡ εὐαρμοστία τῆς κτίσεως συνιστᾶ «ὑμνῳδίαν» συντεθειμένη κατά τρόπον «σύγκρατον καί θεσπέσιον»3.
Τό ἐπιτελεσθέν ὑπό τῆς ἐνέργειας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ δημιουργικό σχῆμα, πού περιγράφει ὁ Γρηγόριος διά τῆς ὡς ἄνω ἐκτεθείσης διδασκαλίας του, δέν συνιστᾶ σημεῖο καινοφανές στήν σχετική μέ τήν ἑρμηνευτική προσέγγιση ἐπί τῆς συγκεκριμένης διηγήσεως τῆς Γενέσεως πατερική γραμματεία, ὅπου τό χρησιμοποιούμενο στά ἀφορῶντα στήν κοσμολογία ἁγιογραφικά ἐδάφια ρῆμα «ποιεῖν» προσδιορίζει ἀρχικῶς μέν τήν «ἐξ οὐκ ὄντων» δημιουργία τῆς ἄμορφης ὕλης(=Γεν. 1,1), ἀκολούθως δέ τήν διά τῆς μορφοποιήσεως αὐτῆς παραγωγή τῶν «ἐκ προϋποκειμένης ὕλης» διαφόρων εἰδῶν(=Γεν. 2,2). Πρόκειται, συνεπῶς, περί τῆς θείας ἐνέργειας, ἡ ὁποία «ἐκ μή ὄντων ποιεῖ» καί «ἐξ ὄντων δημιουργεῖ»4.
Ἡ κτιστή δημιουργία, ὡς ἐνέργημα τῆς θείας ἐνέργειας τῆς ἄκτιστης θεότητας, δέν ἑρμηνεύεται ὡς προϊόν ἀνάγκης ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ5, ἐφόσον κάτι τέτοιο θά συνεπαγόταν τήν θεώρηση τῆς κτίσεως ὡς φυσικοῦ προϊόντος, ὡς ἀπορρέουσας δηλαδή ἐκ τῆς θείας οὐσίας6 καί, ὡς ἐκ τούτου, εἴτε ἡ κτίση θά ἐθεωρεῖτο ἀιδίως ὑφιστάμενη ὡς ὁμοούσια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ7, εἴτε ἡ παραγωγή αὐτῆς θά ἐκλαμβανόταν ὡς ἐπιφέρουσα ἀλλοίωση στήν ἄτρεπτη φύση τῆς Τριαδικῆς θεότητας8. Αἴτιο τῆς «οὐσιοποιήσεως» τοῦ θείου βουλήματος γιά τήν δημιουργία τῆς κτίσεως9 θεωρεῖται ἡ θεία ἀγαθότητα, ὁ πλοῦτος τῆς ὁποίας, ἐπειδή τοποθετεῖται ἀπό τόν Γρηγόριο ἐκτός τῶν ὁρίων τοῦ «νοουμένου» καί «καταλαμβανομένου», δέν ἀφήνει αὐτήν κατά τόν ἱερό πατέρα νά παραμένει ἀνενεργής10.
Ἡ ὡς ἄνω ἐκτεθεῖσα περί τῆς δημιουργίας των ὄντων διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου διασαφηνίζει τήν «κατά τήν οὐσίαν» διαφορά, διά τῆς ὁποίας ἡ «διά τῆς ἀκτίστου φύσεως τήν αἰτίαν καί τήν δύναμιν τοῦ εἶναι ἔχουσα»11 κτιστή φύση διαφοροποιεῖται κατά τήν οὐσία ὀντολογικῶς ἀπό τόν «πεποιηκότα» αὐτήν τρισυπόστατο Θεό12, ἔτσι ὥστε μεταξύ αὐτοῦ καί τῆς κτίσεως νά ἐγείρεται τεῖχος «πολύ» καί «ἀδιεξίτητον»13. Πρός ἐπίρρωση τῶν ἀνωτέρω λεχθέντων ὁ Γρηγόριος ἐπικαλεῖται τήν «ἐναργεστάτην» διαίρεση, τήν ὁποία ἐφαρμόζει ἑρμηνευτικῶς ὁ Παῦλος ἐπί τῶν ἀοράτων (=Κολ.1,16), καί κατά τήν ὁποία ὅσα ἔχουν δημιουργηθεῖ διά τῆς κτίσεως ἀπαριθμοῦνται ὑπ’ αὐτοῦ διά γενικῶν καί περιληπτικῶν ὀνομάτων, ἐνῶ ἡ κρατοῦσα τῶν πάντων καί διέπουσα τήν κτίση ἄκτιστη ἀρχή διαφοροποιεῖται τῆς κτίσεως «διά τῆς σιωπῆς»14.
Ἡ ὑπό τοῦ Γρηγορίου ἐπισήμανση τῆς μεταξύ τοῦ ἀκτίστου Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τῆς κτιστῆς δημιουργίας ὑφιστάμενης ὀντολογικῆς διαφορᾶς καθίσταται περισσότερο κατανοητή κατόπιν μιᾶς περαιτέρω ἑρμηνευτικῆς προσεγγίσεως τῶν θεμελιωδῶν κοσμολογικῶν ἐννοιῶν, οἱ ὁποῖες ἐπεξηγοῦν τήν σκέψη τοῦ ἱεροῦ πατρός, τήν σχετική μέ τό ἰδιάζον χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς κτιστῆς δημιουργίας ὡς ἐντός συγκεκριμένων ὁρίων θεωρούμενης καί ὡς ἐκ τούτου πεπερασμένης15. Πρόκειται ἀρχικῶς περί τῆς διατυπούμενης ἔννοιας τοῦ χρόνου, πού σηματοδοτεῖται ἐκ τῆς μεταβάσεως ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη, ἐφόσον κάθε κτιστό ὄν ἐντάσσεται ὡς ἐκ τῆς φύσεώς του ἐντός τῶν χρονικῶν ὁρίων, τά ὁποῖα χαρακτηρίζονται μέν ἀπό τόν Γρηγόριο ὡς «ἀρχή» καί «τέλος», προσδιορίζουν δέ τήν κτιστή δημιουργία ὡς λαβοῦσα ὕπαρξη ἐκ τῆς ἀνυπαρξίας, τῆς στερούμενης ὀντολογικῆς ὑποστάσεως, καί ὡς μή ὑπάρχουσα εἰς τό διηνεκές16. Ἀπό κοινοῦ μέ τήν χρονική διάσταση τήν κτιστή δημιουργία περιβάλλει καί ὁριοθετεῖ καί ἡ διάσταση τοῦ χώρου, κατά τρόπον ὥστε ὁλόκληρη ἡ κτίση νά ἐντάσσεται στά χρονικά καί στά τοπικά ὅρια, ἐκτός τῶν ὁποίων αὐτή δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ ὡς ὑφιστάμενη ὀντολογικῶς17. Τονίζεται, ἔτσι, ὅτι ἡ ἐκ μή προϋποκείμενης ὕλης προελθοῦσα σέ ὕπαρξη δημιουργία, ἡ ἐκτεινόμενη μεταξύ τῆς «ἀρχῆς» καί τῆς «τελευτῆς», οὔτε ὑφίστατο «ἐξ ἀιδίου», οὔτε θα παραταθεῖ «εἰς τό ἀίδιον»18. Ἡ σύσταση, ἐν τέλει, τῆς ὕλης «ἐκ ποιοτήτων», διά τῶν ὁποίων κατανοεῖται, καθίσταται τό ἰδιάζον ἐκεῖνο γνώρισμα, πού ἐμφαίνει τόν σύνθετο χαρακτήρα τῶν ὑλικῶν ὄντων καί κατά συνέπειαν τήν ἔμφυτη μετάβασή τους στήν μετά τόν θάνατο ἀνυπαρξία, κατά τήν διάλυση καί ἀποσύνθεσή τους19.
Ἡ ποιητική, ὅμως, καί συντηρητική αἰτία τοῦ παντός20 ἄκτιστη θεότητα, σέ ἀντίθεση πρός τήν ὑπ’ αὐτῆς δημιουργηθεῖσα κτιστή καί κατά τά προαναφερθέντα τρεπτή21, ἐπιρρεπῆ στήν ἀλλοίωση, πεπερασμένη22 καί ἐντός ὁρίων ἐντεταγμένη23 φύση, ὑφίσταται πάντοτε «κατὰ τὸ αὐτὸ» καί τυγχάνει «ἀεὶ ὡσαύτως ἔχουσα»24 καί ἀναδεικνύεται «κρείττων τε προσθήκης ἁπάσης καὶ τῆς ἐλαττώσεως τῶν ἀγαθῶν ἀνεπίδεκτος»25. Κατά τήν διατύπωση τῆς ἐν λόγῳ διδασκαλίας ὁ ἱερός πατήρ χαρακτηρίζει τήν θεία φύση «ἀναυξῆ», «ἀμείωτον» καί «παντὸς ὅρου ἐπέκεινα»26, ἐφόσον τῆς ὑπερκειμένης πάσης διαστηματικῆς ἔννοιας ἀνάρχου καί ἀτελευτήτου θείας φύσεως27 «μέτρον» καθίσταται ἡ «ἀπειρία»28.
Κατά τήν ἐφαρμογή, ἐξ ἄλλου, τῆς μεθόδου τῆς διαιρέσεως ἐπί τῆς φύσεως τῶν κτιστῶν ὄντων29, ὁ Γρηγόριος ἐπισημαίνει τήν «τομὴν»30 αὐτῆς, λαμβάνοντας ὡς κριτήριο διακρίσεως τήν «ἡμετέραν κατάληψιν»31, τήν ἀντιληπτική δηλαδή ἱκανότητα, τήν ἐντασσόμενη ἐντός τῶν ὁρίων τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Διαφοροποιεῖ κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τό ὑποπίπτον στήν αἰσθητικἠ κατανόηση «αἰσθητὸν καὶ ὑλῶδες»32, τό ὁποῖο γίνεται ἀντιληπτό διά τῶν «ποιοτήτων» πού συνιστοῦν τά ἐκ τῆς φύσεώς της ὑπάρχοντα ἰδιώματα τῆς ὕλης33, ἀπό τό «κατ’ ἔννοιαν» θεωρούμενο34 «νοητὸν καί ἄϋλον», τό ὁποῖο κατανοεῖται ὡς «ὑπερπῖπτον τὴν αἰσθητικὴν κατανόησιν»35. Κατά τήν πραγμάτευση τοῦ ἐν λόγῳ θέματος ὁ Γρηγόριος χρησιμοποιεῖ ἐπίσης τήν ἔννοια τοῦ «ὁρατοῦ», διά τῆς ὁποίας ὑπαινίσσεται τό «αἰσθητὸν καί σωματῶδες» κατ’ ἀντιδιαστολήν πρός τήν ἔννοια τοῦ «ἀοράτου», ἡ ὁποία ὑποσημαίνει τό «νοητὸν καὶ ἀσώματον»36.
Ἔτσι, μέ τήν ἀπόδοση στήν αἰσθητή φύση τοῦ γνωρίσματος τῆς διά τῶν σωματικῶν αἰσθητηρίων ἀντιλήψεως τῶν ἰδιοτήτων αὐτῆς37 ἐπισημαίνεται ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης ἡ ὑφιστάμενη μεταξύ αὐτῆς καί τῆς νοερᾶς οὐσίας διαφορά, ἡ ὁποία ὡστόσο νοερά φύση καθίσταται καταληπτή ὑπό τοῦ νοῦ «διὰ τῆς χειραγωγίας τῶν αἰσθητῶν»38. Ἀναφορικῶς δέ μέ τήν «ἀσώματον», «ἀναφῆ» καί «ἀνείδεον» νοητή φύση39, ἡ διαφορά τοῦ μείζονος πρός τό ἔλασσον δέν ἀναδεικνύεται διά τῆς συγκρίσεως τῶν ἰδιοτήτων τῆς ὕλης ἀλλά διά τῆς κατά μείζονα ἤ ἐλάσσονα τρόπο κοινωνίας τοῦ πρώτου ἀγαθοῦ τῆς «ὑψηλῆς φύσεως»40, δηλαδή ἀναλόγως τῆς μετοχῆς τῆς νοητῆς κτίσεως στήν ἀιδίως καί κατά φύσιν ἔχουσα τήν ἀγαθότητα ἄκτιστη θεότητα41.
Ἡ ὑπό τοῦ Γρηγορίου ἐντοπιζόμενη ὀντολογική διαφορά μεταξύ τῆς αἰσθητῆς φύσεως καί τῆς νοερᾶς οὐσίας δέν αἴρει εὐλόγως τόν «τῆς συμπνοίας εἱρμὸν», διά τοῦ ὁποίου πραγματοποεῖται ἡ «μίξις» καί ἡ «ἀνάκρασις» τοῦ αἰσθητοῦ καί τοῦ νοητοῦ, ἡ ἀποσκοποῦσα στήν δυνατότητα μετοχῆς τοῦ συνόλου τῆς κτίσεως στίς δωρεές καί τήν χάριν τῆς «κρείττονος» θείας φύσεως42. Ἀπό αὐτήν τήν συνανάκραση τῆς λεπτῆς καί «εὐκινήτου» νοητῆς οὐσίας καί τῆς αἰσθητῆς φύσεως προκύπτει τό «κατὰ τὸ ἀνθρώπινον» μεῖγμα43, γεγονός πού ἀναδεικνύει κατά τόν Καππαδόκη θεολόγο τό «συγγενὲς καὶ ὁμόφυλον» τοῦ ἐκ γηίνου σώματος καί νοερᾶς ψυχῆς συνιστάμενου «ἀνθρωπίνου πλάσματος» πρός τήν νοητή καί ἀσώματη ἀγγελική φύση44 .
Πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι κατά τήν ὑπό τοῦ Γρηγορίου ἐπιτελούμενη θεολογική θεώρηση τῆς οὐσίας τῶν ὄντων, ἡ φύση τῶν ἀγγέλων χαρακτηρίζεται ὡς οὐσία «λεπτὴ», «καθαρὰ» καί «εὐκίνητος»45 καί ἀποτελεῖ τήν νοητή πολιτεία, τῆς ὁποίας ἔργο καί κατόρθωμα συνιστᾶ ἡ «θεωρία» τοῦ Πατρός καί ἡ μίμηση τοῦ ἀφθάρτου κάλλους τῆς θεότητας46.Ἡ ἀγγελική φύση, ἡ ὁποία δημιουργήθηκε πρίν ἀπό τόν ἄνθρωπο καί τάχθηκε στήν ἐπιστασία τοῦ «περιγείου» τόπου47, ἀπολαμβάνει τήν οὐράνια μακαριότητα48, ἐφόσον ἐνδιαίτημα αὐτῆς τυγχάνει ὁ αἰθέριος, ὑπερκόσμιος καί ἐπουράνιος χῶρος49. Πρόκειται περί τῶν νοητῶν ἐκείνων δυνάμεων50, οἱ ὁποῖες, χωρίς νά ὑπόκεινται στούς νόμους τῆς ὕλης, εἶναι ἀπαλλαγμένες τοῦ σωματικοῦ βάρους51 καί τυγχάνουν ἀπροσδεεῖς τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν52. Διακρίνονται, σύν τοῖς ἄλλοις, ὑπό τῆς κατ’ ἴδιον καί ἐξαίρετον τρόπο κοσμήσεως ἀπό τίς ἀρετές τῆς ἀπάθειας καί τῆς παρθενίας53, γεγονός τό ὁποῖο δηλώνεται ἀπό τήν παρομοίωση αὐτῶν μέ «λιμένας», πού χαρακτηρίζονται ὡς «ἀκύμαντοι»54 ἀπό τά πάθη, τά ὁποῖα συνεπάγεται ἡ μείξη τῆς νοερᾶς οὐσίας μέ τήν σαρκώδη ὕλη55.
Ἡ νοερά καί ὑπερκόσμια πολιτεία τῶν ἀγγέλων, ἡ χαρακτηριζόμενη ἀπό τήν διηνεκῆ παραμονή αὐτῶν σέ κατάσταση «ἀσυγχύτου» καί μή ἀνατρέψιμης ἀπό κανένα εἶδος κακίας «εὐταξίας»56, ἐνεργεῖ ἀνεμποδίστως τό ἀγαθό57. Ἡ ὑπό τοῦ Γρηγορίου θεώρηση τῆς ὑπάρξεως τῶν ἀγγέλων «ἐν τῷ ἀγαθῷ» εἰς τό διηνεκές ἐπ’ οὐδενί εἶναι δυνατόν νά ἐκληφθεῖ ὡς παραδοχή ἐκ μέρους τοῦ ἱεροῦ πατρός τῆς θεωρήσεως τῆς φύσεως αὐτῶν ὡς «ἀτρέπτου»58˙καί τοῦτο, διότι τό «πάγιον» καί «ἀκίνητον» συνιστοῦν ἀποκλειστικά ἰδιώματα τῆς ἄκτιστης φύσεως τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ59. Ἡ ἐκ μέρους τῶν μή κατεχουσῶν ἐκ φύσεως τήν ἁγιότητα ὑπερκοσμίων δυνάμεων60 ἀποποίηση παντός κακοῦ «κατορθοῦται» διά τῆς παραμονῆς αὐτῶν «ἐν τῷ ἀγαθῷ θελήματι»61, γεγονός τό ὁποῖο συνιστᾶ ἀποτέλεσμα τῆς ἀσκήσεως τοῦ αὐτεξουσίου μέ τό ὁποῖο κοσμήθηκε κατά τήν δημιουργία της ἡ νοητή φύση62. Δέν πρόκειται, ἑπομένως, περί μιᾶς κατά φύσιν προσαρμοσμένης στό γένος τῶν ἀγγέλων ἀναμαρτησίας ἀλλά περί μιᾶς ἔνδοξης καταστάσεως, στήν ὁποία πλέον εὑρίσκονται «χάριτι»63. Ἡ ὑπερκόσμια αὐτή «στρατιὰ» καί «πανήγυρις»64 ἐντάσσεται ἀπό τόν Γρηγόριο στό αὐτό σύνολο μέ τήν «διὰ σαρκὸς εἰληχυῖαν τὴν ζωὴν»65 καί κατά τούς ὑλικούς καί γήινους ὅρους διαβιοῦσα ἀνθρώπινη φύση, τό ὁποῖο σύνολο, κατ’ ἀντιδιαστολήν πρός τήν «ἄψυχον» καί «ἄλογον» φύση66, χαρακτηρίζεται, ὡς κατέχον τήν δυνατότητα τῆς «κατὰ τὸν νοῦν» ἐνέργειας67, οὐσία «λογικὴ»68.
Ἡ ἀπό κοινοῦ ἀπόδοση στήν ἐνσώματη καί ἀσώματη φύση τοῦ ἐξαίρετου ἰδιώματος τοῦ λόγου ἐμφαίνει σαφῶς τήν προαναφερθεῖσα συνάφεια τῶν δύο αὐτῶν εἰδῶν τῶν ἔλλογων ὄντων, γεγονός τό ὁποῖο τεκμαίρεται καί ἀπό τήν θεώρηση αὐτῶν ὡς οὐσιῶν «ἀτελευτήτων»69. Συγκεκριμένως, ἡ διά τῆς ἀθανασίας πρόοδος τῆς ζωῆς «πρὸς τὸ ἄπειρον»70 θεωρεῖται ἴδιον τοῦ συνόλου τῆς λογικῆς φύσεως, τῆς κατέχουσας τήν ἀρχή τῆς συστάσεώς της ἐκ τῆς ἀνάρχου θεότητας71, καί ὀφείλεται στήν φυσική ἱκανότητα τῆς πνευματικῆς φύσεως «εἰς τὸ ἀΐδιον προϊέναι»72. Γνώρισμα, ἐπίσης, χαρακτηρίζον τήν ἐνσώματη καί ἀσώματη καί τετιμημένη μέ τόν λόγο καί τήν διάνοια ἔλλογη κτίση73 καί καταδεικνύον τήν γνησιότητα τῆς φύσεως αὐτῆς74 συνιστᾶ ἡ διά τῆς ὀπτικῆς ἐνέργειας τῆς νοερᾶς φύσεως ἐκφραζόμενη μέθεξη τοῦ «ὄντως ὄντος», ἡ ὁποία, χωρίς νά συνεπάγεται τήν ἄρση τοῦ «ἀνεφίκτου» τῆς γνωστικῆς προσεγγίσεως τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ75, παρουσιάζεται ἀπό τόν Γρηγόριο ὡς ζωή «κατάλληλος», ἐμφαίνουσα τήν συγγένεια τῆς ὀρεγόμενης τήν ὡς ἄνω μέθεξη ἔλλογης κτιστῆς φύσεως μέ τήν ἄκτιστη φύση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ76.










1 Βλ. Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς Ἑξαημέρου, PG 44, 80BC. Ἡ μετάφραση τοῦ Ἐβωνίτου Συμμάχου διακρίνεται ἀφ’ ἑνός μέν γιά τήν πιστότητα αὐτῆς πρός τό ἑβραϊκό πρωτότυπο, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά τήν ἑλληνοπρέπεια τοῦ λόγου, καθώς καί γιά τήν τάση πρός ἐκλείανση καί ἀπάλειψη τῶν ἀνθρωπομορφικῶν περί Θεοῦ ἐκφράσεων. Ἡ μετάφραση τοῦ ἐξ Ἐφέσου Ἰουδαίου Θεοδοτίωνος, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ὑπό τῆς ἐπιμελημένης ἑλληνικῆς γλώσσας, θεωρεῖται ἀποτέλεσμα ἐπεξεργασίας ἤ ἐλεύθερης ἀναθεωρήσεως τοῦ κειμένου τῶν Ο΄, βάσει τοῦ ἑβραϊκοῦ κειμένου τῆς ἐποχῆς, κατά τήν ὁποία ἐκδόθηκε, καί ἔτυχε μεγαλύτερης ἀποδοχῆς ἀπό τήν μετάφραση τοῦ Ἀκύλα, ἰδιαιτέρως ἐντός τοῦ κύκλου τῶν Χριστιανῶν. Ἰδιάζον γνώρισμα αὐτῆς τυγχάνει ἡ ἀκριβής συμμόρφωση πρός τό πρωτότυπο καί ἡ ἀντί μεταφράσεως ἁπλή μεταγραφή ὁρισμένων λέξεων καί φράσεων (Βλ., σχετικῶς, Π. Ἰ. Μ π ρ α τ σ ι ώ τ ο υ, Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, 585-587. Ἀ. Π. Χ α σ τ ο ύ π η, Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, 590).
2 Βλ. Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς Ἑξαημέρου, PG 44, 72BC: «τῇ δὲ συγκαταβληθείσῃ δυνάμει τε καὶ σοφίᾳ πρὸς τὴν τελείωσιν ἑκάστου τῶν μορίων τοῦ κόσμου, εἱρμός τις ἀναγκαῖος κατά τινα τάξιν ἐπηκολούθησεν». Bλ., ἐπίσης, Ν. Ρ. Ξ ι ώ ν η, Οὐσία καί ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, 37, ἀπό τόν ὁποῖο ἐπισημαίνεται μία κατά τά φαινόμενα ὁμοιότητα τοῦ κατά συμβεβηκός ὄντος τοῦ Ἀριστοτέλους μέ τήν ἄποψη τοῦ Γρηγορίου σχετικῶς μέ τήν κατά τό εἶδος ἀποκάλυψη «ἑκάστου τῶν ὄντων», ἡ ὁποία συγκροτεῖται «ἐν τῇ πρώτῃ τοῦ (θείου) θελήματος ὁρμῇ» (Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς Ἑξαημέρου, PG 44, 72B). Ἡ διαφορά, ἐν τούτοις, ἐντοπίζεται κατά τόν ἴδιο συγγραφέα «στό γεγονός ὅτι τό “Εἶναι” κατά τόν Ἀριστοτέλη προϋπάρχει, ἐνῶ κατά τόν ἅγ. Γρηγόριο ἀποτελεῖ κτίσμα τῆς ἀκτίστου θείας φύσεως καί τοῦ θείου θελήματος».
3 Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 31,17-32,6 (=PG 44, 441AB). Βλ., ἐπίσης, Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς Ἑξαημέρου, PG 44, 72C. Πρβλ. V. R a d u c a, ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΙΣ, 26.
4Βλ. Θ ε ο δ ω ρ ή τ ο υ Κ ύ ρ ο υ, Εἰς τὴν Γένεσιν, PG 80, 93C-96A. Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α- σ κ η ν ο ῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 50,2-7 (=PG 94, 880Α). Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Π α λ α μ ᾶ, Προτρεπτικὴ πρὸς νηστείαν, Λόγος 6, PG 151, 80BC. Πρβλ. Σοφ.Σολ. 11,17. Σχετικῶς μέ τό θέμα αὐτό τῆς ἐξελικτικῆς μορφῆς τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου βλ. Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Δογματική καί συμβολική θεολογία, τ.2, 170. Χ. Ἀ ν δ ρ ο ύ τ σ ο υ, Δογματική, 95. Π. Ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 323-324. J. B r i n k t r i n e, Die Lehre, 203-205.
5 Βλ., σχετικῶς, J. J. C o l l i n s, «The primacy», Diakonia 14(1979),31. Π. Ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, 339. Γ. Δ. Μ α ρ τ ζ έ λ ο υ, Ὀρθόδοξο δόγμα καί θεολογικός προβληματισμός Β΄, 65-66. Βλ., ἐπίσης, Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Θ ε ο λ ό γ ο υ, Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, Λόγος 45, PG 36, 628C. Ἀ θ α ν α σ ί ο υ, Περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, Ch.Kannengiesser, SC, τ.199, 268,5 (=PG 25, 101Α). Ἰ ω ά ν ν ο υ X ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ, Ὁμιλίαι είς τὴν Γένεσιν, Λόγος 3, PG 53, 35D. Πρβλ. καί Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Ἱστορία Δογμάτων, τ.2, 452-453.
6 Πρβλ., σχετικῶς, Σ. Π α π α δ ο π ο ύ λ ο υ, Πνεῦμα καί Λόγος, 21. Ν. Ἀ Μ α τ σ ο ύ κ α, Τό πρόβλημα τοῦ κακοῦ, 50. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, «Θεολογία καί ἀνθρωπολογία», Τόμος ἑόρτιος Μεγάλου Ἀθανασίου (1974), 57-58. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Κόσμος, 60-61.
7 Βλ. Ν. Γ. Ξ ε ξ ά κ η, Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 35. Βλ., ἐπίσης, Ἀ θ α ν α σ ί ο υ, Κατὰ Ἀρειανῶν, Λόγος 1, M. Tetz, Athanasius Werke, τ.1,Ι, 129,2-130,5 (=PG 26,53Α). Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 20,56-21,62 (=PG 94,812ΒC).
8 Περί τῆς σχετικῆς διδασκαλίας, βλ., Π. Χ ρ ή σ τ ο υ, Ἑλληνική Πατρολογία, τ.4, 187.
9 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 124B.
10Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 105Α: «τούτου γὰρ ἕνεκεν ἡ λογικὴ φύσις ἦλθεν εἰς γένεσιν, ὡς τὸν πλοῦτον τῶν θείων ἀγαθῶν μὴ ἀργὸν εἶναι». Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 8, P.Alexander, GNO, τ.5, 438,7 (=PG 44, 752Α). Πρβλ., Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 184Α. Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, GNO, τ.2, 367,19-24 (=PG 45, 525BC). Βλ., ἐπίσης, Δ. Β α κ ά ρ ο υ, «Μυστήριον», Θεολογία 54(1983), 312. Ἰ. Κ α π ε ν έ κ α, «Εἰσηγήσεις», Νέα Σιών 50(1955),185. V. R a d u c a, ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΙΣ, 26, ὅπου ἡ ἀξία τῆς δημιουργίας συνδέεται μέ τό δημιουργικό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀπόδοση τῆς αἰτίας τῆς δημιουργίας τοῦ σύμπαντος κόσμου στήν ὑπερβάλλουσα ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας «εὐδόκησε γενέσθαι τινὰ τὰ εὐεργετηθησόμενα καὶ μεθέξοντα τῆς αὐτοῦ ἀγαθότητος» ἀπαντᾶ ἐπίσης στόν Ἰωάννη Δαμασκηνό (Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 45,3-4 [=PG 94, 864C-865A]). Ὁ Ν. Ξεξάκης σημειώνει ὅτι «προϋποτιθέμεναι καί προσιδιάζουσαι» στήν «ἐξ οὐκ ὄντων» κτίση τοῦ κόσμου εἶναι οἱ θεῖες ἐνέργειες τῆς «ἐλευθερίας, τῆς ἀγάπης, τῆς παντοδυναμίας καί τῆς σοφίας» (Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 36).
11 Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO,τ.1, 106,4-6 καί 16-17 (=PG 45, 333BC).
12 Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 137,8-13 (=PG 45, 368ΒC). Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς Ἑξαημέρου, PG 44, 69Β. Πρβλ., σχετικῶς, G. H o r n, «L’ amour», RAM 6(1925), 384.
13 Πρὸς τόν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 246,14-16 ( =PG 45, 933Α). Βλ. Ν. Γ. Ξ ε ξ ά κ η, Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 44-45, ὅπου ἡ διττή πραγματικότητα τοῦ ἀκτίστου καί τοῦ κτιστοῦ προσδιορίζεται ὡς «ἰδιαζούσης σημασίας διάκρισις», πού ἐπισημαίνεται «διά τῆς ἐξ οὐκ ὄντων δημιουργίας τοῦ κόσμου ὑπό τοῦ ἐν τριάδι Θεοῦ». Βλ. καί Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Δογματική καί συμβολική θεολογία, τ.2, 164. Πρβλ., ὡσαύτως, Β α σ ι λ ε ί ο υ, Κατὰ Εὐνομίου, Λόγος 3, B. Sesboüé, SC, τ.305, 152,18-20 (=PG 29, 660Α).
14 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 117,6-19 (=PG 45, 345ΒC). Ἄξιο ὑπομνήσεως θεωρεῖται τό διατυπούμενο συμπέρασμα ὅτι ἡ μή συμπερίληψη ἀπό τόν Παῦλο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν κατάλογο τῶν ἀοράτων δυνάμεων ἀποτελεῖ κατά τόν Γρηγόριο ἁγιογραφική μαρτυρία περί τῆς ὑπάρξεως αὐτοῦ «ἄνω τῆς κτίσεως» (Βλ., σχετικῶς, ὅπ.π., 118,1-11 [=PG 45, 345D]).
15 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 395,3-14 (=PG 45, 1104D).
16 Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 135,2-5 (=PG 45, 365ΑΒ): «ἡ δὲ κτίσις ἀπό τινος ὁμολογουμένης πάντως ἀρχῆς ἐπὶ τὸν ἴδιον σκοπὸν διὰ τῶν χρονικῶν διαστημάτων ὁδεύουσα φέρεται, ὡς ταύτης μὲν δυνατόν εἶναι...ἀρχὴν καὶ τέλος καὶ μεσότητα διασκοπῆσαι, διὰ τῶν χρονικῶν τμημάτων, τὴν ἀκολουθίαν τῶν κατ’ αὐτὴν σημειούμενα». Βλ., ἐπίσης, Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 7, W. Jaeger, GNO, τ.2, 226,26-28 (=PG 45, 813Β). Πρβλ. H. U. von B a l t h a s a r, Présence et pensée, 2-10. J. F. C a l l a h a n, «Greek Philosophy», DOP 12(1958), 36-37.
17Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 7, W. Jaeger, GNO, τ.2, 225,28-30 (=PG 45, 812D). Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1. 136,8-13 (=PG 45, 365D-368Α).
18Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 209,26-210,8 (=PG 45, 793CD). Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 395,9-11 (=PG 45, 1104D). Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ θέση τοῦ Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ὁ ὁποῖος, σχολιάζοντας τό ἁγιογραφικό ἐδάφιο Β’Πέτρ. 3,13, ὑποστηρίζει τήν δι’ ἀνακαινίσεως ἀπαλλαγή ὅλης τῆς κτίσεως ἀπό τήν δουλεία καί τήν φθορά, ὅπως ἀκριβῶς θά συμβεῖ στά σώματα κατά τήν κοινή ἀνάσταση (Βίβλος τῶν ἠθικῶν, Λόγος 1, J. Darrouzès, SC, τ.22, 206-208). Βλ., ἐπίσης, Ν. Γ. Ξ ε ξ ά κ η, Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 74.
19 Βλ., σχετικῶς, Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 284,13-16 (=PG 45, 977C). Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 212D-213B. Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς Ἑξαημέρου, PG 44, 69CD.
20 Βλ., σχετικῶς, Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 25Β-28Α. Πρβλ., ἐπίσης, Β. Τ α τ ά κ η, La Contribution, 199.
21 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 109,5-6 (=PG 45,336D-337A): «τὸ γὰρ ἄτρεπτον ἡ κτίσις ἐν τῇ φύσει οὐκ ἔχει».
22 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 246,16 (=PG 45, 933Α): «αὕτη(=ἡ κτιστή οὐσία) πεπεράτωται, ἐκείνη(=ἡ ἄκτιστος φύσις) πέρας οὐκ ἔχει». Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς Ἑξαημέρου, PG 44, 108AB.
23 Βλ. Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς Ἑξαημέρου, PG 44, 69D-72A, ὅπου ὁ Γρηγόριος, κατά τήν ἀναφορά στήν δημιουργία, σύμφωνα μέ τό βιβλίο τῆς Γενέσεως(1,1), τῶν θεωρουμένων γνωστῶν διά τῶν αἰσθήσεων «ἐσχάτων» τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, κάνει λόγο γιά τήν συμπερίληψη ὅλων τῶν ὄντων, τήν ὁποία ἡ Γραφή ὑπαινίσσεται. Ἄξια ἀναφορᾶς καθίσταται, σύν τοῖς ἄλλοις, ἡ ἑρμηνευτική θεώρηση ἐκ μέρους τοῦ ἱεροῦ πατρός τοῦ ὑπό τοῦ Παύλου ἀναφερόμενου «τρίτου οὐρανοῦ» (=Β΄ Κορ. 12,2-4), ὡς τοῦ ἀκρότατου σημείου τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου, τό ὁποῖο ἐντάσσει σέ μία τριμερῆ διαίρεση τοῦ φαινόμενου σύμπαντος (Βλ. Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς Ἑξαημέρου, PG 44, 120D-121D). Πρβλ., σχετικῶς, M. C a n é v e t, «Saint Grégoire de Nysse», DSp 6(1967), 985.
24 Πρὸς τόν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 246,25-26 (=PG 45, 933Β). Βλ., ἐπίσης, Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 4, W. Jaeger, GNO, τ.2, 158,13-15 (=PG 45, 736D). Εἰς τὸ, τότε καὶ αὐτὸς ὁ Υἱὸς, J.K.Downing, GNO, τ.3,2, 9,4-6 (=PG 44, 1309A). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 2, P.Alexander, GNO, τ.5, 314,1-3 (=PG 44, 649A). Ὅπ.π., Λόγος 8, 421,20-422,2 (=PG 44, 737B).
25 Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 6, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 174,3-5 (=PG 44, 885D). Ἐκ τοῦ πλήθους τῶν σχετικῶν πρός τό θέμα αὐτό χωρίων ἀπό τά ἔργα τοῦ ἱεροῦ πατρός, βλ., ἐνδεικτικῶς, Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 79,7-12 (=PG 44, 500A). Πρὸς τοὺς Ἕλληνας ἀπὸ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, Fr. Mueller, GNO, τ.3,1, 24,22-24 (=PG 45, 180B). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W.Jaeger, GNO, τ.2, 316,21-317,3 (=PG 45, 472Β). Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 357,24-27 (=PG 45, 1061Α). Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 40,20-25 (=PG 44, 333BC). Βλ., σχετικῶς πρός τό σημεῖο αὐτό, Π. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 197.
26 Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J.Mc Donough, GNO, τ.3,2, 77,9-10 (=PG 46, 172C). Πρβλ., ἐπίσης, Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 135,17-19 (=PG 45, 365C).
27 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 3, W.Jaeger, GNO, τ.2, 109,27-29 (=PG 45, 681D). Ὅπ.π., 110,22-25 (=PG 45, 684B). Πρὸς τόν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 469,8-470,1 (=PG 45, 1068C). Πρβλ., ἐπίσης, Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 5, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 65,11-13 (=PG 44, 1184BC), ὅπου οἱ ἐκφράσεις «πανταχοῦ ὤν» καί «πᾶν περιέχων» θεωροῦνται χαρακτηριστικές τοῦ «ἀπείρου» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
28 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 246,16-18 (=PG 45, 933Α). Περί τῆς ἀποδιδόμενης στόν Θεό ἔννοιας τοῦ «ἀπείρου», ἡ ὁποία στήν διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου διαφοροποιεῖται κατά τό περιεχόμενό της ἀπό τήν ἀντίστοιχη, τήν εὑρισκόμενη ἐντός τῆς φιλοσοφικῆς σκέψεως, βλ., γενικῶς, F. M ü h l e n b e r g, Die Unendlichkeit Gottes, 89-101. G. F l o r o v s k y, Eastern Fathers, 169-170. P. W i l s o n- K a s t n e r, «God’s infinity», Foun 21(1978), 306-307.
29 Βλ. Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J.Mc Donough, GNO, τ.3,2, 78,2 (=PG 46, 172D): «διχῇ διῃρημένης τῆς κτίσεως πάσης». Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 60ΑB, ὅπου τήν διαίρεση τῶν ὄντων σέ «σωματικὸν» καί «νοερὸν» μέρος ἀκολουθεῖ ἡ κατά τό «ἔμψυχον» καί «ἄψυχον» κατάταξη τῶν σωματικῶν ὄντων ἀναλόγως πρός τήν μετοχή αὐτῶν στήν ζωή. Ὁ περαιτέρω διαχωρισμός τῶν ἐμψύχων ὄντων σέ σύνοικα πρός τίς αἰσθήσεις καί ἄμοιρα αὐτῶν ὁδηγεῖ τήν συλλογιστική τοῦ ἱεροῦ πατρός στήν τελευταία διαίρεση τῶν «αἰσθητικῶν» εἰδῶν σέ «λογικὰ» καί «ἄλογα». Πρβλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 145ΑΒ.
30 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 105,19-20 (=PG 45, 333Β): «πάντων τῶν ὄντων ἡ ἀνωτάτω διαίρεσις εἴς τε τὸ νοητὸν καὶ τὸ αἰσθητὸν τὴν τομὴν ἔχει».
31 Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 113,20-22 (=PG 45, 341Β).
32 Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 6, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 173,7-10 (=PG 44, 885C). Βλ., ἐπίσης, Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 21,7-8 (=PG 45, 25Β).
33 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 105,22-24 (=PG 45, 333Β).
34 Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J.Mc Donough, GNO, τ.3,2, 78,5-7 (=PG 46, 173Α).
35 Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 6, H.Langerbeck, GNO, τ.6, 173,10–11 (=PG 44, 885C). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 6, P.Alexander, GNO, τ.5, 373,21-374,6 (=PG 44, 697A).
36 Βλ. Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J.Mc Donough, GNO, τ.3,2, 78,1-5 (=PG 46, 172D-173A). Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 105,20-106,1 (=PG 45, 333Β). Ὅπ.π., 117,2-5 (=PG 45, 345Α). Πρβλ., σχετικῶς πρός τό σημεῖο αὐτό, Β α σ ι λ ε ί ο υ, Εἰς τὸ πρόσεχε σεαυτῷ, PG 31, 216Α. Ἄξιο ἀναφορᾶς θεωρεῖται ὅτι ὁ νοητός κόσμος κατά τόν Γρηγόριο δέν τίθεται μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ὅπως συμβαίνει κατά τούς Φίλωνα, Πλωτίνο καί Ὠριγένη. Σχετικῶς πρός τό θέμα, βλ.,ἐνδεικτικῶς, Κ. Γ. Ν ι ά ρ- χ ο υ, Είσαγωγικά μαθήματα στή φιλοσοφία, 74. J. D a n i é l o u, Platonisme, 160-161. H. U. von B a l t h a s a r, Présence et pensée, 22-23. E. von I v a n k a, «Vom Platonismus», Schol11 (1936), 193-194. Περί τῶν ἀντιλήψεων τοῦ Πλωτίνου γιά τόν νοητό κόσμο, βλ. Θ. Ἀ. Ἀ λ ε- ξ ο π ο ύ λ ο υ, «Τό εἶναι», 27.
37Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 106,6-11 (=PG 45, 333C). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 6, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 173,13-17 (=PG 44, 885C).
38 Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 113,22-25 (=PG 45, 341C): «τὸ διὰ τῆς τῶν αἰσθητῶν χειραγωγίας ὑπὸ τοῦ νοῦ θεωρούμενον, ὅ δὴ νοητὸν εἶναί φαμεν».
39Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 21,14-16 (=PG 45, 25C). Πρβλ., σχετικῶς, D. L. B a l á s, Μετουσία Θεοῦ, 46. A. Α.W e i s w u r m, The nature of human knowledge, 37. A. A. M o s s h a m m e r, The Greated and the Uncreated, 357-358.
40Bλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 106,17-22 (=PG 45, 333CD). Πρβλ. καί Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 6, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 174,6-7 (=PG 44, 885D).
41 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 107,4-7 (=PG 45, 336Α): «ἡ δὲ ἄκτιστος φύσις...οὐκ ἐπίκτητον ἔχουσα τὸ ἀγαθὸν, οὐδὲ κατὰ μετοχὴν ὑπερκειμένου τινὸς καλοῦ τὸ καλὸν ἐν ἑαυτῇ δεχομένη». Ἀναφορικῶς μέ τήν ὑπό τοῦ Γρηγορίου ἐκτιθέμενη θεολογική διδασκαλία περί τῆς νοητῆς κτιστῆς φύσεως καί τῶν προσδιοριστικῶν γνωρισμάτων της πρέπει νά ἐπισημανθεῖ ἡ διατύπωση ἀπό τόν Θ. Ἀλεξόπουλο τοῦ συμπεράσματος ὅτι «ὁ νοητός κόσμος ἔχει κάποιο ὀντολογικό προβάδισμα ἔναντι τοῦ αἰσθητοῦ», ἐφόσον, συγκρινόμενος μέ τήν πραγματικότητα, τήν καθιστάμενη ἀντιληπτή διά τῶν αἰσθήσεων, «ἀποτελεῖ ἀνώτερη σφαίρα ὕπαρξης» (Βλ. «Τό εἶναι», 126). Ἡ ἑρμηνευτική αὐτή ἐκδοχή ἀφ’ ἑνός μέν συνάγεται ἀπό τόν ἴδιο ἐρευνητή ἀπό τήν κατ’ αὐτόν ἑρμηνευόμενη ἄποψη τοῦ Γρηγορίου ὅτι ὁ νοητός κόσμος «δέν ὑπόκειται στούς νόμους τῆς μεταβλητότητας καί τῆς φθορᾶς», ἀφ’ ἑτέρου δέ χρησιμοποιεῖται, προκειμένου νά καταδειχθεῖ ὅτι ὁ Γρηγόριος προσδίδει «στήν φύση τῶν νοητῶν ὄντων ἕνα χαρακτήρα ἀϊδιότητας» (Βλ., σχετικῶς, «Τό εἶναι», 127-128). Πρέπει, ὅμως, νά τονισθεῖ ὅτι τό στοιχεῖο τῆς μεταβολῆς θεωρεῖται ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης ὡς προσιδιάζον χαρακτηριστικό τῆς ἐκ νοητοῦ καί αἰσθητοῦ στοιχείου ἀποτελούμενης ἀνθρώπινης φύσεως, ἀφοῦ ἀπέκτησε μέν διά τῆς ἐκ τοῦ μή ὄντος γενέσεώς της τήν ὑπόστασή της (Βλ., ἐνδεικτικῶς, Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 24,4-6 [=PG 45, 28D]. Ὅπ.π., 35,18-20 [=PG 45, 40Α]), ἐκφράζει δέ ἐπιπροσθέτως τήν ροπή τοῦ αὐτεξούσιου «κινήματός» της (Βλ., κατ’ ἐπιλογήν, Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ,1, 106,23-107,1 [=PG 45, 333D]. Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 52,25-26 [=PG 44, 468Α]). Θά πρέπει νά ὑπογραμμισθεῖ ἐξ ἄλλου ὅτι ἡ ἀιδιότητα ἀποτελεῖ ἀποκλειστικό φυσικό ἰδίωμα τοῦ ἄκτιστου Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι μέ τόν ὑποδεικνυόμενο ἑρμηνευτικό προσδιορισμό τῶν προαναφερθέντων σημείων τῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου Νύσσης συμφωνεῖ ὁ ἴδιος ἐρευνητής σέ ἄλλο σημεῖο τοῦ μνημονευθέντος ἔργου του (Βλ., σχετικῶς, «Τό εἶναι», 173-182).
42 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 21,16-22,3 (=PG 45, 25C). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 48,29-49,1 (=PG 44, 1165C). Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J.Mc Donough, GNO, τ.3,2, 78,16-23 (=PG 46, 173Β). Πρβλ., σχετικῶς, Δ. Β α κ ά ρ ο υ, «Μυστήριον», Θεολογία 54(1983), 311-312.
43Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 22,3-10 (=PG 45, 25CD).
44 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 48,18-20 καί 49,4-6 (=PG 44, 1165BC). Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 47,22-24 (=PG 44, 340D). Σχετικῶς μέ τό θέμα αὐτό βλ., ἐνδεικτικῶς, J. D a n i é l o u, L’ être , 6. H. U. von B a l t h a s a r, Présence et pensée, 23. Τό ζήτημα τῆς θεωρήσεως καί τοῦ προσδιορισμοῦ τῆς ἀσώματης φύσεως τῶν ἀγγέλων ἐπιδέχεται διπλή ἑρμηνευτική προσέγγιση, ἐφόσον κατά τήν πρώτη ἐκδοχή ἡ ἀγγελική φύση εἶναι ἀμιγῶς πνευματική (Βλ., σχετικῶς, Π. Τ ρ ε μ π έ- λ α, Δογματική, τ.1, 414-415. M. S e e m a n n,«Die Angel», MyS 2[1967], 977. 979. A. W i n k l h o f e r, Die Welt der Engel, 24-30), κατά τήν δεύτερη δέ, ἡ ὁποία θεωρεῖται ἐπικρατέστερη στήν πατερική σκέψη, οἱ ἄγγελοι κατέχουν ἕνα εἶδος «λεπτοῦ καί αἰθερίου» σώματος, ἀφοῦ ἡ ἰδιότητα τοῦ ἀπολύτως ἀσωμάτου εἶναι ἀποκλειστικό γνώρισμα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ (Σχετικῶς μέ τίς ἑρμηνευτικές προσεγγίσεις τοῦ θέματος τῆς ἀσώματης φύσεως τῶν ἀγγέλων στήν πατερική θεολογία βλ., ἐνδεικτικῶς, Β α σ ι- λ ε ί ο υ, Περὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, B.Pruche, SC, τ.17bis, 376,3-13 [=PG 32, 136Α]. Ἰ ω ά ν- ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 45,2-14 [=PG 94, 865Α-868Α]). Βλ., ἐπίσης, Ν. Γ. Ξ ε ξ ά κ η, Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 93. Μ. Β. Κ ο λ ο β ο π ο ύ λ ο υ, Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου(Διδακτορική Διατριβή), 137-161, ὅπου διενεργεῖται ἡ παρουσίαση καί ἀνάπτυξη τῶν θέσεων πού ἔχουν διατυπωθεῖ ἀπό τόν Ἰωάννη Φιλόπονο καί ἔχουν ἐξετασθεῖ ἐκ παραλλήλου πρός τήν διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὅπως ἔχουν ἀναπτυχθεῖ κατ’ ἀντιρρητικόν τρόπο πρός τίς ἀντιλήψεις τῶν Νεστοριανῶν περί τῆς ἀγγελικῆς φύσεως.
45 Βλ. Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J.Mc Donough, GNO, τ.3,2, 78,10-11 (=PG 46, 173Α). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 48,20-24 (=PG 44, 1165ΒC).
46 Βλ. Περὶ παρθενίαςJ.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 276,16-21 (=PG 46, 348A). Βλ., ἐπίσης, Β α- σ ι λ ε ί ο υ(;), Εἰς τὸν προφήτην Ἠσαΐαν, PG 30, 433Α. Χ. Ἀ ν δ ρ ο ύ τ σ ο υ, Δογματική, 125. Π. Ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 431-436. Ν. Γ. Ξ ε ξ ά κ η, Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 100-101. M. S e e m a n n, «Die Engel», MyS 2(1967), 986.
47 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 22,18-23,2 (=PG 45, 28Α). Πρβλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 47,24-48,2 (=PG 44, 340D). Ἄν καί γιά τόν χρόνο, κατά τόν ὁποῖο δημιουργήθηκαν οἱ ἀγγελικές δυνάμεις, ἡ μόνη ἁγιογραφική ἔνδειξη προέρχεται ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἰώβ(38,7), ὑπέρ τῆς ἀπόψεως τῆς δημιουργίας αὐτῶν πρίν ἀπό τόν ὑλικό κόσμο τάσσεται γενικῶς ἡ πατερική σκέψη καί διδασκαλία. Περί τοῦ θέματος αὐτοῦ βλ., ἐνδεικτικῶς, Μ. Β α σ ι λ ε ί ο υ, Εἰς τήν Ἑξαήμερον, Λόγος 1, S. Giet, SC, τ.26bis, 104-106 (=PG 29, 13ΑΒ), ἀπό τόν ὁποῖο χαρακτηρίζεται ἡ δημιουργία τοῦ πνευματικοῦ κόσμου, ἡ «πρεσβυτέρα τῆς τοῦ κόσμου γενέσεως κατάστασις», ὡς «ὑπέρχρονος». Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 48,79-81 (=PG 94, 873Β). Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Θ ε ο λ ό γ ο υ, Εἰς τὰ Θεοφάνεια, Λόγος 38, P.Gallay-C.Moreschini, SC, τ.358, 120,4-6 (=PG 36, 320C). Πρβλ. Χ. Ἀ ν δ ρ ο ύ- τ σ ο υ, Δογματική, 122. Ν. Μ η τ σ ο π ο ύ λ ο υ, Θέματα Δογματικῆς, 65-66. Π. Ν. Τ ρ ε- μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 412. Ν. Γ. Ξ ε ξ ά κ η, Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 89. Κατά τόν ἱερό Αὐγουστίνο, παρά ταῦτα, ὁ πνευματικός κόσμος δημιουργήθηκε κατά τήν πρώτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας, κατά τήν ὁποία ἐκτίσθη το φῶς, ἀπό κοινοῦ δηλαδή μέ τόν ὑλικό κόσμο. Βλ., σχετικῶς, ὅπ.π., 90. Χ. Ἀ ν δ ρ ο ύ τ σ ο υ, Δογματική, 122-123. Π. Ν. Τ ρ ε μ π έ- λ α, Δογματική, τ.1, 413.
48 Βλ. Είς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 49,13-14 (=PG 44, 1165D). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 72Α.
49 Βλ. Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J.Mc Donough, GNO, τ.3,2, 78,8-10 (=PG 46, 173Α). Εἰς τὴν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 325,23-24 (=PG 46, 693A). Εἰς τὸν βίον τῆς ὁσίας Μακρίνης, V.W.Callahan, GNO, τ.8,1, 15,23-24 (=PG 46, 976B). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 6, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 185,5-8 καί 19 (=PG 44, 893AB).
50Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 5, W. Jaeger, GNO, τ.2, 184,9-10 (=PG 45,765Α): «ἀξιωμάτων τινῶν διαφορὰς ὁ Ἀπόστολος ἐν ταῖς νοηταῖς δυνάμεσιν οἶδεν».
51 Βλ. Λόγος εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.Heil, GNO, τ.9, 49,3-5 (=PG 46, 517C): «μακάριος μὲν γὰρ ὄντως ἐκεῖνος τῶν ἀγγέλων ὁ βίος, ὁ μηδὲν τοῦ σωματικοῦ προσδεόμενος βάρους». Βλ., ἐπίσης, Περὶ παρθενίαςJ.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 276,15-17 (=PG 46, 348A). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 36,14-19 (=PG 44, 1153D). Εἰς τὸν βίον τῆς ὁσίας Μακρίνης, V.W.Callahan, GNO, τ.8,1, 383,2-5 (=PG 46, 972Α). Ἐγκώμιον εἰς τὸν μέγαν Βασίλειον, O.Lendle, GNO, τ.10,1, 131,15-18 (=PG 46, 813D). Ἐγκώμιον εἰς τὸν ὅσιον πατέρα ἡμῶν Ἐφραίμ(ψευδ.), PG 46, 828B.
52Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 51,1-3 (=PG 44, 1168D): «οὐ γὰρ αἰτεῖ τὸν Θεὸν ἐν ταῖς προσευχαῖς ὁ ἄγγελος τὴν χορηγίαν τοῦ ἄρτου, ὅτι ἀπροσδεῆ κέκτηται τῶν τοιούτων τὴν φύσιν». Πρβλ., σχετικῶς, Π. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 414.
53 Βλ. Περὶ παρθενίαςJ.P.Cavarnos, GNO, τ.8,1, 309,11-12 (=PG 46, 381A): «τῆς δὲ ἀγγελικῆς φύσεως ἴδιον τὸ ἀπηλλάχθαι τοῦ γάμου ἐστὶν». Ὅπ.π., 253,18-22 (=PG 46, 321CD). Ὅπ.π., 277,21-278,1 (= PG 46, 348CD). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 4, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 135,1-2 (=PG 44, 857A): «μιμουμένην(=τήν ζωήν τῶν ψυχῶν) διὰ τῆς ἀπαθείας τὴν ἀγγελικὴν καθαρότητα». Πρβλ. J. D a n i é l o u, Platonisme, 94-95. Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, «Μετεωροπορεῖν», Θεολογία 39(1968), 435.
54 Βλ. Ἐγκώμιον εἰς τὸν ὅσιον πατέρα ἡμῶν Ἐφραίμ(ψευδ.), PG 46, 825B. Πρβλ. ὅπ.π., PG 46, 832D.
55 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 72Α. Εἰς τὸν βίον τῆς ὁσίας Μακρίνης, V.W.Callahan, GNO τ.8,1, 382,5-19 (=PG 46, 969C-972A).
56Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 15, H.Langerbeck, GNO τ.6, 446,1-4 (=PG 44, 1100Β).
57 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 50,15-18 (=PG 44, 1168C): «καθάπερ ἐν... πάσῃ τῇ ὑπερκοσμίῳ δυνάμει γίνεταί σου τὸ θέλημα, μηδαμοῦ κακίας παρεμποδιζούσης τοῦ ἀγαθοῦ τὴν ἐνέργειαν».
58 Βλ. Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 109,5-13 (=PG 45, 336D-337A), ὅπου η «πτῶσις» τοῦ Ἑωσφόρου καταδεικνύει τό «τρεπτὸν» τῆς ἀγγελικῆς φύσεως. Πρβλ. Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Θ ε ο λ ό γ ο υ, Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, Λόγος 45, PG 36, 629Β, ὅπου στίς ἀγγελικές δυνάμεις ἀποδίδεται ὁ χαρακτηρισμός ὄχι τῶν «ἀκινήτων» πρός τό κακό ἀλλά τῶν «δυσκινήτων» πρός αὐτό. Τόν ἴδιο χαρακτηρισμό χρησιμοποιεῖ ἐπίσης ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνός(Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 47,58 [=PG 94, 872Β]), ἀπό τόν ὁποῖο βεβαίως σημειώνεται ὅτι «νῦν δὲ» τυγχάνουν οἱ ἄγγελοι «καὶ ἀκίνητοι, οὐ φύσει ἀλλὰ χάριτι καὶ τῇ τοῦ μόνου ἀγαθοῦ προσεδρείᾳ»(ὅπ.π., 47,58-59 [=PG 94, 872Β]). Βλ., ἐπίσης, Β α σ ι λ ε ί ο υ, Κατὰ Εὐνομίου, Λόγος 3, B. Sesboüé, SC, τ.305, 154,45-47 (=PG 29, 660C), κατά τήν ἑρμηνευτική παρατήρηση τοῦ ὁποίου ὁ Ἑωσφόρος «οὐ γὰρ ἄν ἐξέπεσεν ... εἰ φύσει ὑπῆρχε τοῦ χείρονος ἀνεπίδεκτος». Πρβλ., ὡσαύτως, Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Δογματική καί συμβολική θεολογία, τ.2, 177. Ν. Γ. Ξ ε ξ ά κ η, Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 75.
59 Ἀπό τό πλῆθος τῶν ἀφορώντων στό θέμα τοῦ ἀτρέπτου τοῦ Θεοῦ χωρίων, βλ., ἐνδεικτικῶς, Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 45,27-46,4 (=PG 44, 457D). Ὅπ.π., 79,7-8 (=PG 44, 500A): «μόνη κρείττων ἐστὶ τροπῆς τε καὶ ἀλλοιώσεως ἡ θεία φύσις». Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 1, W. Jaeger, GNO, τ.2, 45,27-46,2 (=PG 45, 609B). Πρβλ., ἐπίσης, Π. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 196-197. Π. Χ ρ ή σ τ ο υ, Ἑλληνική Πατρολογία, τ.4, 185.
60 Πρβλ. Π. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 420.
61 Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 50,7-9 (=PG 44, 1168Β).
62 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 76,13-15 (=PG 45, 77C): «ἡ δὲ λογική τε καὶ νοερὰ φύσις, ἐὰν τὸ κατ’ ἐξουσίαν ἀπόθηται, καὶ τὴν χάριν τοῦ νοεροῦ συναπώλεσεν». Βλ., ἐπίσης, Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 49,15-20 (=PG 44, 1165D-1168Α). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 55,3-4 (=PG 44, 796C). Πρβλ. Π. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 404. Μ. Β. Κ ο λ ο- β ο π ο ύ λ ο υ, Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου (Διδακτορική Διατριβή), 172.
63 Βλ.,σχετικῶς, Ν. Γ. Ξ ε ξ ά κ η, Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 98-99. Π. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 421-422. M. S e e m a n n, «Die Engel», MyS 2(1967), 985. Βλ., ἐπίσης, Β α σ ι- λ ε ί ο υ, Περὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, B.Pruche, SC, τ.17bis, 378,15-19 (=PG 32, 136Β). Τ ο ῦ ἰ- δ ί ο υ, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεὸς, PG 31, 348Α. Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Θ ε ο λ ό γ ο υ, Περὶ θεολογίας, Λόγος 28, P. Gallay, SC, τ.250, 172,14-20 (=PG 36, 72ΑΒ). Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α- μ α σ κ η ν ο ῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 47,58-59 (=PG 94, 872Β).
64 Βλ. Ἐγκώμιον εἰς τὸν ἅγιον Πρωτομάρτυρα Στέφανον, O.Lendle, GNO, τ.10,1, 76,6-11 (=PG 46, 704Β). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 15 , H. Langerbeck, GNO, τ.6, 445,13 -446,1 (=PG 44, 1100ΑΒ). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 50,15-17 (=PG 44, 1168ΒC). Εἰς τοὺς ἁγίους τεσσαράκοντα μάρτυρας, Λόγος 1, O.Lendle, GNO, τ.10,1, 149,1 (=PG 46, 761B). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 5, W. Jaeger, GNO, τ.2, 183,22-184,5 (=PG 45, 764D-765Α), ὅπου ἡ ἐπουράνιος στρατιά ὀνομάζεται κατά τρόπον ἀνάλογο πρός τίς ἐκδηλούμενες ἐνέργειές της. Σχετικῶς μέ τήν ἀπαρίθμηση τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων, τήν ὑπό τοῦ Γρηγορίου ἐνταχθεῖσα στά διατυπωθέντα ἀπό αὐτόν πρός ἀπόδειξη τοῦ ἀκτίστου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, βλ., ἐνδεικτικῶς, Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 118,12-119,11 (=PG 45, 348ΑC). Ὅπ.π., 117,14-19 (=PG 45, 345BC).
65 Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 8, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 169,21-22 (=PG 44, 1300D).
66 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 76,11-13 (=PG 45, 77C).
67 Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 340,19-20 (=PG 45, 1041ΒC).
68 Βλ. Λόγος Κατηχητικὸς, E.Mühlenberg, GNO, τ.3,4, 22,3-5 (=PG 45, 25C): «διὰ τοῦτο τὸ μὲν κατάλληλον τῇ νοητῇ φύσει χωρίον, ἡ λεπτὴ, λογικὴ καὶ εὐκίνητός ἐστι οὐσία». Ὅπ.π., 76,13-16 (=PG 45, 77C). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 49,12-15 (=PG 44, 1165D). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 8, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 169,19-21 (=PG 44, 1300CD). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 86,14-15 (=PG 44, 508B). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46,105Α. Ὅπ.π., PG 46, 72AB. Ἄξιο ὑπομνήσεως θεωρεῖται τό γεγονός τῆς ὑπό τοῦ Γρηγορίου διακρίσεως τῆς «λογικῆς» φύσεως σέ τρεῖς καταστάσεις, ἀναλόγως μέ τήν διάκριση τήν ὁποία ἐφαρμόζει ὁ Παῦλος(=Φιλ.2,10). Συμφώνως μέ αὐτήν ἡ «λογική φύσις» διακρίνεται στήν ἀγγελική, τήν «ἐξ ἀρχῆς τὴν ἀσώματον λαχοῦσαν», στήν «πρὸς τὴν σάρκα συμπεπλεγμένην» ἀνθρώπινη καί τέλος στήν «διὰ θανάτου τῶν σαρκικῶν ἀπολελυμένην», τήν ὁποία κατά τόν Γρηγόριο ὁ Παῦλος ὀνομάζει «καταχθόνιον» (Βλ. ὅπ.π., PG 46, 69D-72A). Ὁ Γρηγόριος δίνει καί μίαν ἄλλη ἐκδοχή, κατά τήν ὁποία ὡς «καταχθόνιος» λογική φύση μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ἡ φύση τῶν «δαιμόνων», ἐκείνων δηλαδή τῶν «πνευμάτων» τά ὁποῖα διάκεινται «ὑπεναντίως» πρός τό ἀγαθό καί βλαπτικῶς πρός τήν ἀνθρώπινη ζωή, καί τά ὁποῖα, ἔχοντα ἀποποιηθεῖ ἑκουσίως τό «κρεῖττον», τό ἔχουν ἀντικαταστήσει μέ αὐτό πού ἀφιστάμενο ἀπό τό ἀγαθό νοεῖται ὡς ἀντιστρατευόμενο πρός αὐτό (Βλ. PG 46, 72AB).
69Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 211,28 (=PG 45, 796D): «εἰ δὲ ἀτελεύτητος καὶ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν ἀγγέλων ἡ φύσις ...».
70 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 384,12-16 (=PG 45, 1092Β).
71 Βλ. Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 340,5-11 (=PG 45, 1041Β).
72 Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 6, W. Jaeger, GNO, τ.2, 211,29 (=PG 45, 796D). Πρβλ., σχετικῶς μέ τήν ἄποψη αὐτή, Π. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 420.
73Βλ. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 4, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 49,17-19 (=PG 44, 1168Α).
74Βλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος1, P.Alexander, GNO, τ.5, 284,19-20 (=PG 44, 624B): «οἰκεία μὲν καὶ κατὰ φύσιν τοῖς ἀνθρώποις ἐστὶν ἡ ζωή ἡ πρὸς τὴν θείαν φύσιν ὁμοιωμένη». Πρβλ. Κ. Ε. Π α π α π έ τ ρ ο υ, «Προπατορικόν ἁμάρτημα», ΘΗΕ 10(1967), 636.
75Βλ. Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H.Musurillo, GNO, τ.7,1, 87,11-13 (=PG 44, 377A): «οὐ μόνον τοῖς ἀνθρώποις, ἀλλὰ καὶ πάσῃ νοητῇ φύσει τῆς θείας οὐσίας τὴν γνῶσιν ἀνέφικτον εἶναι».
76Βλ. Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J.Mc Donough, GNO, τ.3,2, 79,2-3 (=PG 46, 173C): «ἡ δὲ τοῦ βλέπειν πρὸς τὸν Θεὸν ἐνέργεια οὐδὲν ἄλλο ἐστὶν, ἤ ζωὴ τῇ νοερᾷ φύσει ἐοικυῖά τε καὶ κατάλληλος».