ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ Η ΕΠΙΦΕΡΟΥΣΑ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑΠΡΑΞΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΟΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΩΣ ΘΕΙΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑ ΚΑΙ Η ΠΡΟΠΤΩΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΥΤΟΥ

1. Ἡ ὑπό τοῦ Θεοῦ δημιουργία τῆς κτιστῆς φύσεως.

Ἡ περί τῆς φύσεως τῶν ὄντων ἀντίληψη, ἡ κυριαρχοῦσα στήν σχετικῶς πρός τό θέμα αὐτό διατυπωμένη θεολογική θεώρηση καί διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, χαρακτηρίζεται ἀπό τήν διάκριση στήν ὁποία ὁ ἱερός πατήρ προβαίνει μεταξύ τῆς «ποιητικῆς τῶν ὄντων ἀκτίστου» θείας φύσεως καί τῆς φύσεως ἡ ὁποία προήχθη «διά κτίσεως εἰς γένεσιν»1. Ἡ οὐσιώδης αὐτή διάκριση συνιστᾶ σημεῖο θεμελιῶδες στήν ὑπό τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης ἀναπτυχθεῖσα διδασκαλία, διότι καθιστᾶ σαφές ὅτι οὐδέν τῶν κτιστῶν ὄντων δύναται ἀφ’ ἑνός μέν νά προαχθεῖ σέ ὕπαρξη «ἐξ ἑαυτοῦ»2, ἀφ’ ἑτέρου δέ νά ἔχει τήν σύσταση κατά τρόπον «αὐτόματον» καί «τυχαῖον»3. Δι’ αὐτῆς, ἐπίσης, ἐξαίρεται ἡ «ὑπερκειμένη» πάντων τῶν ὄντων ἄκτιστη φύση τῆς θεότητας4, ὡς μόνη ἀρχή καί αἰτία τῆς ὑπάρξεως ὅλων τῶν κτιστῶν ὄντων, «φαινομένων καί νοουμένων»5.
Ἡ ἀναγωγή τῆς δημιουργίας τῶν ὄντων στήν ἐνέργεια ἑνός ὑπέρτατου ὄντος ἀπαντᾶ, ἐπίσης, στήν θύραθεν σκέψη καί χαρακτηρίζει ἰδιαιτέρως τά φιλοσοφικά συστήματα τόσο τοῦ Πλάτωνος ὅσο καί τοῦ Πλωτίνου. Κατά τήν περί Θεοῦ καί δημιουργίας τοῦ κόσμου πλατωνική διδασκαλία ἡ ὑπέρτατη ἰδανική θεία πραγματικότητα, ἡ ἀεί οὖσα καί «γένεσιν» μή ἔχουσα6, θεωρεῖται κατά τρόπον ἀπόλυτο, καί βάσει ἑνός ἐμφαίνοντος τήν θεία σοφία καί ἀγαθότητα καί παντοδυναμία αἰώνιου σχεδίου, ἡ δημιουργική αἰτία τοῦ παντός7. Ἡ ποιητική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δέν συνίσταται, κατά τήν πλατωνική σκέψη, στήν ἐκ τοῦ μή ὄντος δημιουργία τοῦ κόσμου ἀλλά στήν ταξινόμηση τοῦ κοσμικοῦ χάους, τό ὁποῖο, κατά τήν μορφοποίηση τοῦ ἀσχημάτιστου «μή ὄντος» καί κατά τήν ἔνταξη αὐτοῦ στό κοσμικό σύμπαν8, καθίσταται ἡ «τιθήνη» συμπάσης τῆς γενέσεως9.
Κατά τήν νεοπλατωνική διανόηση, ἐξ ἄλλου, ἡ προέλευση τῶν ὄντων ἀνάγεται στό ἀπόλυτο Ἕν, τό ὁποῖο ὡς τέλειο, ἁπλό, ὑπερπλῆρες10, αὔταρκες, «ἄπειρον» καί «μέγιστον» – ὄχι κατά τόν ἀριθμό ἤ τό μέγεθος ἀλλά κατά τήν δύναμη11 – «ὑπερερρύη»12 καί διά τῆς δημιουργίας τῶν ὄντων καθίσταται ἡ ἀπόλυτη ἀρχή αὐτῶν13. Ἡ ἐξ ἀπορροῆς γένεση τῶν ὄντων ἐκλαμβάνεται ἀπό τό Πλωτίνο ὡς προσήκουσα στήν ἀγαθή φύση τοῦ Ἑνός, ἐφόσον κατ’ αὐτόν τόν τρόπο δικαιολογεῖται ἡ ἰδιότητα αὐτοῦ ὡς ἀγαθοῦ14.
Τό γεγονός τῆς ἐκ τοῦ μή ὄντος δημιουργίας τοῦ κόσμου15 διά τῆς μιᾶς κινήσεως τοῦ ἐνεργοῦντος «ἐπί πάσης τῆς κτίσεως» ἀγαθοῦ θελήματος τοῦ ἀίδιου Τριαδικοῦ Θεοῦ16 ἐκφράζεται ὑπό τοῦ ἱεροῦ πατρός κατά τρόπον ἀπόλυτο καί κατηγορηματικό, ἔτσι ὥστε νά θεωρεῖται λανθασμένη καί ἀνεπέρειστη ἡ ἄποψη ἐκείνη κατά τήν ὁποία ὁ Γρηγόριος, ἀντιθέτως πρός τήν πατερική παράδοση καί διδασκαλία καί ὑπό τήν ἐπίδραση τῆς νεοπλατωνικῆς σκέψεως, ἀποδέχεται τήν δι’ ἀπορροῆς ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί ὄχι τήν ἐκ τοῦ μή ὄντος δημιουργία τῆς κτίσεως17. Ἡ «τοῦ παντός» σύσταση καί διοίκηση ἀποδίδεται στήν «μίαν, ἄκτιστον καί ἀΐδιον φύσιν»18, ἡ ὁποία θεωρεῖται «παντός ἀγαθοῦ πηγή καί ἀρχή καί χορηγία»19. Τό γεγονός αὐτό τῆς ἀποδόσεως τῆς αἰτίας τῆς ὑπάρξεως τῆς κτιστῆς δημιουργίας στήν ἀίδια καί ἄκτιστη ὕπαρξη τοῦ τρισυπόστατου Θεοῦ διατυπώνεται ἐκφραστικῶς ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης διά τῆς συγκροτήσεως τοῦ συνόλου τῆς κτίσεως ἐκ τοῦ μή ὄντος, κατά τρόπον ὥστε οἱ ἔννοιες τοῦ ὄντος καί τοῦ μή ὄντος νά ἑρμηνεύονται μέν ἀπό τόν ἱερό πατέρα ὡς ἀντικείμενες σημασιολογικῶς, νά γίνεται δέ ἀπό αὐτόν προσδιορισμός καθεμιᾶς ἀπό τίς ἔννοιες αὐτές διά τῆς ἄρσεως τῆς ἄλλης20. Ἐξ αἰτίας, βεβαίως, αὐτῆς τῆς ἀποδόσεως στίς ἐν λόγῳ ἔννοιες περιεχoμένου προσδιοριζόμενου καί ἑρμηνευόμενου ὑπό τό πρίσμα τῆς ἀντιθετικῆς σχέσεως ἀποδοχῆς – ἀρνήσεως, καθόλου δέν ἐκλαμβάνεται σύμφωνα μέ τό ἀντιθετικό αὐτό σχῆμα ἡ «κατὰ τὴν οὐσίαν» ὀντολογική διαφορά μεταξύ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων ὡς ἀποτρέπουσα τήν θεώρηση καί κατανόηση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ὡς προϋποθέσεως καί ὡς ἀρχῆς λήψεως ἀπό τά κτιστά ὄντα τῆς ὑπάρξεώς τους. ἀπεναντίας, ἀφ' ἑνός μέν προβάλλεται ἡ ἑρμηνευτική ἄποψη περί τῆς ἐκ μή προϋποκείμενης ὕλης δημιουργίας αὐτῶν ἀπό τόν Τριαδικό Θεό, ἀφ’ ἑτέρου δέ διασαφηνίζεται ἡ κατ’ οὐσίαν διαφορά μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων21. Ὑποδεικνύεται, ὡς ἐκ τούτου, ἡ παντελής ἀδυναμία ἐκ μέρους τῶν κτιστῶν ὄντων τῆς διανοητικῆς καί γνωσιολογικῆς προσεγγίσεως καί ἐκφραστικῆς ἀποτυπώσεως τῆς οὐσίας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἐφόσον ἡ ἱκανότητα καταληπτικῆς «ἐφόδου» ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου ἀφορᾶ ἀποκλειστικῶς στίς ἐνέργειες τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, κατά τό μέτρο πάντοτε τῆς κτιστῆς γνωσιολογικῆς δυνατότητας τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων22.
Τά ἐκ τῆς δημιουργίας προαχθέντα σέ ὕπαρξη κτιστά ὄντα, τῶν ὁποίων ἡ αἰτία τῆς γενέσεως ὑπῆρχε στήν βούληση τοῦ Θεοῦ23, συγκροτήθηκαν σέ οὐσία κατά τήν ἐκδηλούμενη ὁρμή τοῦ συνιστῶντος τήν μοναδική δημιουργό δύναμη θείου θελήματος24 καί κατέστησαν ἔτσι, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς θείας βουλήσεως, κτιστές πραγματικότητες25. Κατά τήν «ἐν ἀκαρεῖ» ἀνάδυση τοῦ ἑνιαίου συνόλου τῆς κτίσεως ἀπό τήν ἀνυπαρξία, τό σύνολο τῶν ὄντων τό ἐμπεριέχον τίς ἀφορμές, τίς αἰτίες καί τίς δυνάμεις ἐν εἴδει σπερματικῆς δυνάμεως πρός γένεση τοῦ παντός, δέν διακρινόταν σέ ἰδιαίτερα γένη καί εἴδη26, ἐφόσον δέν ὑπῆρχε ἀκόμη ἡ συνδρομή «περί αὐτό» τῶν ποιοτήτων27 πού παρήγαγαν ἐν συνεχείᾳ τήν ὕλη28. Ὅλα, συνεπῶς, τά στοιχεῖα τά συντελοῦντα στήν σύσταση τῶν ὄντων κατεβλήθησαν ὑπό τοῦ παντοδυνάμου θείου θελήματος «ὁμοῦ», καί, ἐνῶ καθ’ ἑαυτά εἶναι «ἔννοιαι» καί «ψιλά νοήματα», διά τῆς συνδρομῆς αὐτῶν «πρὸς ἄλληλα» καθίστανται ὕλη ἡ ὁποία ἀπεργάζεται τά ὄντα29.
Πρός ἐπίρρωση τοῦ συλλογισμοῦ του αὐτοῦ περί τῆς «ἀθρόον» δημιουργίας ὁ ἱερός πατήρ ἐπικαλεῖται καί ἀναφέρει παραλλήλως πρός τήν μετάφραση τῶν Ο΄ τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως(=1,1) αὐτήν τοῦ Ἀκύλα, ὅπου, κατά τήν ἀπόδοση τοῦ ἑβραϊκοῦ κειμένου, ἡ ἀπαντῶσα φράση «ἐν ἀρχῇ» ἀντικαθίσταται μέ τήν φράση «ἐν κεφαλαίῳ». Τό «ἀθρόον», ἑπομένως, τῆς δημιουργίας δηλώνεται κατά τόν Γρηγόριο δι’ «ἑκατέρων τῶν φωνῶν», ἐφόσον διά μέν τοῦ «ἐν κεφαλαίῳ» δηλώνεται ἡ «συλλήβδην» γένεση τοῦ παντός, διά δέ τοῦ «ἐν ἀρχῇ» ἐμφαίνεται ἡ κατά τρόπον ἀκαριαῖο καί ἀδιάστατο δημιουργία αὐτοῦ30.










1 Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 6, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 174,1-2 (=PG 44, 885D). Βλ., ἐπίσης, Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 133,2-134,1 (=PG 45,364C). Ὅπ.π., 106,1-6 (=PG 45, 333Β). Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, Λόγος 3, E.Gebhardt, GNO, τ.9, 263,28-264,3 (=PG 46, 673B). Ἄξια ἀναφορᾶς στό σημεῖο αὐτό θεωρεῖται ἡ παρατήρηση τοῦ Ν. Ξιώνη περὶ τῆς σαφοῦς διακρίσεως τῆς χριστιανικῆς θεολογικῆς σκέψεως ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία, ἡ ὁποία ἀπορρέει ἐκ τοῦ χαρακτηρίζοντος τήν Πατερική παράδοση θεμελιώδους στοιχείου τῆς κατ’ ὀντολογικήν ἔννοια διαφορᾶς μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου καί ἐκ τῆς ὁποίας συνάγεται ἀφ’ ἑνός μέν ἡ «ἀναίρεση τῆς διαρχικῆς θέσεως τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων», ἀφ’ ἑτέρου δέ ἡ ὑπόδειξη τῆς ἑρμηνευτικῆς θεωρήσεως τῆς σχετικῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου ὑπό τό πρίσμα τῆς φιλοσοφίας ὡς ἐσφαλμένης (Οὐσία καί ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, 30-31). Πρβλ. καί Μ. Β. Κ ο λ ο β ο π ο ύ λ ο υ, Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου (Διδακτορική Διατριβή), 69. D. B a l á s, Μετουσία Θεοῦ, 43-47.
2 Βλ. Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J.Mc Donough, GNO, τ.3,2, 77,4-6 (=PG 46, 172C): «ὁμολογεῖται γὰρ παρὰ πάντων μιᾶς αἰτίας ἐξῆφθαι τὸ πᾶν καὶ οὐδὲν τῶν ὄντων αὐτὸ ἐξ ἑαυτοῦ τὸ εἶναι ἔχειν οὐδὲ ἑαυτοῦ εἶναι ἀρχὴν καὶ αἰτίαν».
3 Πρὸς τὸν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 396,15-20 (=PG 45, 1105C). Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς Ἑξαημέρου, PG 44, 73A.
4 Βλ. Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J.Mc Donough, GNO, τ.3,2, 77,6-9 (=PG 46, 172C).
5 Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 135,2-4 (=PG 45, 365Α): «ἡ δὲ κτίσις ἀπό τινος ὁμολογουμένης πάντως ἀρχῆς...φέρεται». Πρβλ. Π. Χ ρ ή σ τ ο υ, Ἑλληνική Πατρολογία, τ.4, 186-187. Σ. Π α π α δ ο π ο ύ λ ο υ, Πατρολογία Β΄, 591-592. E. von I v á n k a, Hellenisches und Christliches, 58-66, ἀπό τόν ὁποῖο ἐπισημαίνεται ἡ κατ’ οὐσίαν διαφορά μεταξύ τῆς διδασκαλίας τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης καί τῶν θεωριῶν τοῦ πλατωνικοῦ φιλοσοφικοῦ συστήματος, πού θεμελιώνεται στήν σχέση μεταξύ τῆς ἐκ μή προϋποκείμενης ὕλης δημιουργηθείσης κτιστῆς πραγματικότητας καί τοῦ ὑπάρχοντος ὡς ὄντως ὄντος ἀκτίστου Τριαδικοῦ Θεοῦ. Βλ., ἐπίσης, Β. Τ α τ ά κ η, Ἡ συμβολή τῆς Καππαδοκίας, 269, ὅπου ὁ Γρηγόριος χαρακτηρίζεται ὡς ἕνας «πρῶτος συστηματικός χριστιανός θεολόγος». Τήν θεολογική διάκριση μεταξύ τοῦ κτιστοῦ νοητοῦ καί ὑλικοῦ στοιχείου καί τοῦ ἄκτιστου Τριαδικοῦ Θεοῦ ὡς βασική καί θεμελιώδη ἑρμηνευτική ἀρχή ὑποδεικνύει ἐπίσης στό σύνολό της ἡ πατερική θεολογική σκέψη καί διδασκαλία. Βλ., ἐνδεικτικῶς, Μ α ξ ί μ ο υ Ὁ μ ο λ ο γ η τ ο ῦ, Πρὸς Θαλάσσιον, PG 90, 656D-657A. Ἰ ω ά ν- ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 50,2-7 (=PG 94, 880Α). Βλ., ἐπίσης, Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Κόσμος, 49. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Φιλοσοφίας, 197-199. Ἰ. Ζ η ζ ι ο ύ λ α (νῦν Μητροπολίτου Περγάμου), «Τό εἶναι τοῦ Θεοῦ», Σύναξη 37(1991), 23-24. Μ. Β. Κ ο λ ο β ο π ο ύ λ ο υ, Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου (Διδακτορική Διατριβή), 54-55.
6 Βλ. Π λ ά τ ω ν ο ς, Τίμαιος, I.Burnet, CBO, τ.4, 28a.
7 Βλ. Π λ ά τ ω ν ο ς, Τίμαιος, I.Burnet, CBO, τ.4, 29d-e. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Πολιτεία, I.Burnet, CBO, τ.4, 379c. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Φαῖδρος, I.Burnet, CBO, τ.2, 247a. Πρβλ. καί Κ. Γ. Ν ι ά ρ χ ο υ, Εἰσαγωγικά μαθήματα στή φιλοσοφία, 204-205.
8 Βλ. Π λ ά τ ω ν ο ς, Φαῖδρος, I.Burnet, CBO, τ.2, 247c. Πρβλ., Κ. Γ. Ν ι ά ρ χ ο υ, Εἰσαγωγικά μαθήματα στή φιλοσοφία, 205. E. B r é h i e r, Παγκόσμιος Ἱστορία τῆς Φιλοσοφίας, 104. Ν. Α. Μ α τ σ ο ύ κ α, Τό πρόβλημα τοῦ κακοῦ, 40 ὑπ.6.
9 Βλ. Π λ ά τ ω ν ο ς, Τίμαιος, I.Burnet, CBO, τ.4, 49a,52d.
10 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες, V 2,1, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ. 3, 3-9.
11 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες, VΙ 6,17, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ. 3, 12-14. Ὅπ.π. 9, 7-11. Ὅπ.π., 8, 10,32-35.
12 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες, V 2,1, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.3,7-9.
13 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες, V 4,1, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.3, 23-26.
14 Βλ. Π λ ω τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες, ΙΙ 9,3, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.1, 7-11. Ὅπ.π., V 4,1, τ.3, 27-36. Πρβλ., σχετικῶς, W. B e i e r w a l t e s, Plotin. Über Ewigkeit und Zeit, 13. K. K r e m e r, «Bonum est diffusivum sui», ANRW 36(1987), 1008. R. C r o s s, «Gregory of Nyssa of Universals», VigChr 56(2002), 375.
15 Βλ. Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 212C. Ὅπ.π., PG 44, 213ΒC. Σχετικῶς πρὸς τό θέμα, βλ., Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Γρηγόριος Νύσσης, 375. Π. Ἀ θ α ν ά τ ο υ, Κεφάλαια, 21. D. L. B a l á s, Μετουσία Θεοῦ, 45-48. Κ. Β α τ σ ι κ ο ύ ρ α, Ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου, 42-45. Μ. Κ α ρ ά μ π ε λ ι α, «Ἡ ἔννοια τῆς δημιουργίας στό Γρηγόριο Νύσσης», Γρηγόριος Παλαμᾶς 75 (1992), 834. Ὁ Ν. Ξεξάκης ἐπισημαίνει τήν κατ’ ἄμεσον τρόπο σύνδεση τῆς βασικῆς θεολογικῆς ἔννοιας τῆς ἐξ οὐκ ὄντων δημιουργίας τοῦ κόσμου πρὸς τό σύνολο τῶν θεολογικῶν θεμάτων, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τήν κατέχουσα κεντρική θέση διδασκαλία περί τοῦ τρισυπόστατου Θεοῦ ὡς δημιουργοῦ τοῦ σύμπαντος κόσμου (Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 17). Βλ., ἐπίσης, ἐνδεικτικῶς, Β α σ ι λ ε ί ο υ, Εἰς τὴν Ἑξαήμερον, Λόγος 1, S. Giet, SC, τ.26bis, 92 (=PG 29, 5C). Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, B.Kotter, SJD, τ.2, 45,4-6 (=PG 94, 864C). Ἰ ω ά ν- ν ο υ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ, Ὁμιλίαι εἰς τὴν Γένεσιν, Λόγος 2, PG 53, 28.
Στό σημεῖο αὐτό θεωρεῖται σκόπιμο νά ἀναφερθεῖ ἕνας προβληματισμός, πού ἀναπτύσσεται σχετικῶς μέ τήν ὀρθή ἤ μή χρησιμοποίηση τοῦ ὅρου «ἐκ τοῦ μηδενὸς» (Βλ. Π. Ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 322. G. F l o r o v s k y, «The Idea of Creation», ECQ [1949], 55. Ν. Α. Μ α τ σ ο ύ κ α, Τό πρόβλημα τοῦ κακοῦ, 25-27. Ν. Ρ. Ξ ι ώ ν η, Ούσία καί ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, 34-40. Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Ἱστορία Δογμάτων, τ.2, 460) ἀναφορικῶς μέ τήν διδασκαλία περί τῆς ἐκ μή προϋποκείμενης ὕλης δημιουργίας τῆς κτιστῆς φύσεως, ἐφόσον αὐτός δέν εἶναι μέν ἁγιογραφικός, θεωρεῖται δέ συναρτώμενος μέ τήν πλατωνική ἔννοια τοῦ μή ἔχοντος μορφή πρωτογενοῦς καί χαώδους σκότους (Π λ ά τ ω- ν ο ς, Φαῖδρος, I.Burnet, CBO, τ.2, 247c,6-7. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Φίληβος, I.Burnet, CBO, τ.2, 30a,9-b,4). Ἡ ἔκφραση, ἀντιθέτως, «ἐκ τοῦ μή ὄντος» θεωρεῖται ὡς ἡ πλέον ἐνδεδειγμένη, ἀφοῦ ἔχει ἐρείσματα τόσο στήν Ἁγία Γραφή (=Β΄ Μακκαβ. 7,28, Ρωμ. 4,17) ὅσο καί στήν πατερική γραμματεία (Βλ. Θ ε ο φ ί λ ο υ Ἀ ν τ ι ο χ ε ί α ς, Πρὸς Αὐτόλυκον, G. Bardy, SC, τ.20, 64 [=PG 6, 1065Β]. Ἀ θ α ν α σ ί ο υ, Κατὰ Ἀρειανῶν, Λόγος 2, M. Tetz, Athanasius Werke, τ.1,Ι, 177,9-11 [=PG 25, 148ΑΒ]. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Κατὰ Ἑλλήνων, PG 25, 81C. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, Ch.Kannengiesser, SC, τ.199, 268,4. 270,16-17 [=PG 25, 101ΑΒ]. Ἰ ω ά ν ν ο υ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ, Ὁμιλίαι εἰς τὴν Γένεσιν, Λόγος 2, PG 53, 28, ὅπου ὁ ἱερός πατήρ ἀποδίδει στό γεγονός τῆς μή ὁμολογίας, «ὅτι ἐξ οὐκ ὄντων αὐτά[=τά ὄντα] παρήγαγεν ὁ τῶν ἁπάντων δημιουργός», τόν χαρακτηρισμό τῆς «ἐσχάτης παραφροσύνης». Πρβλ. Κ υ ρ ί λ λ ο υ Ἀ λ ε ξ α ν δ ρ ε ί α ς, Γλαφυρῶν εἰς Γένεσιν, Λόγος 1, PG 69, 17Β. Μ α ξ ί μ ο υ Ὁ μ ο λ ο γ η τ ο ῦ, Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε καὶ οἰκονομικά, PG 90, 1180Β. Ἰ ω ά ν ν ο υ Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Κατὰ Μανιχαίων, B. Kotter, SJD, τ.4, 362,1-5. 375,1-2 [=PG 94, 1524B. 1545C]).
Χαρακτηριστικό, ἐξ ἄλλου, καθίσταται τό γεγονός τῆς ἀποδόσεως ἀπό τόν Πλάτωνα καί τόν Ἀριστοτέλη στό «μὴ ὄν» περιεχομένου ἐντελῶς διαφορετικοῦ ἀπό αὐτό πού κατέχει κατὰ τήν θεολογική διατύπωση τῆς διδασκαλίας περί τῆς «ἐξ οὐκ ὄντων» δημιουργίας ὅλης τῆς κτίσεως. Κατά τήν πλατωνική ὀντολογία τό «μὴ ὄν» ὑπάρχει ὡς «ἄπειρον πλήθει» ἀναφορικῶς μέ τά ἄλλα ὄντα (Σοφιστής, I.Burnet, CBO, τ.1, 256e, 5-6). Ἡ ὑπόσταση, τοιουτοτρόπως, τοῦ «μὴ ὄντος» καθίσταται σχετική, ἐφόσον καθορίζεται ὡς ἀρχή τῆς διαφορᾶς καί τῆς ἑτερότητας ὡς πρὸς τό ὄν (ὅπ.π., 257b,3-4). Κατά τόν Ἀριστοτέλη, ἐξ ἄλλου, τό «μὴ ὄν» ἐπέχει θέση «ὄντος», ἐφόσον, χαρακτηριζόμενο ὡς «μὴ ὄν», παραμένει μέν ἀνυπόστατο ὡς πρὸς τήν οὐσία του, λαμβάνει δέ ὕπαρξη «ἐκ τῆς στερήσεως», θεωρεῖται δηλαδή «κατὰ συμβεβηκὸς» (Φυσικὴ ἀκρόασις, W.D.Ross, 191b,13-17, 192a,3-6. Βλ., ἐπίσης, Ν. Ρ. Ξ ι ώ ν η, Οὐσία καί ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, 35-36). Στόν Νεοπλατωνισμό, ἐπίσης, ὡς περιοχή τοῦ «μὴ ὄντος» δύναται νά θεωρηθεῖ ἡ δι’ αἰσθήσεων ἀντιληπτή πραγματικότητα. Ἀναφορικῶς δέ μέ τίς ἰδιότητες αὐτοῦ, οἱ ὁποῖες συνιστοῦν τά ἀπαρτίζοντα τήν οὐσία τοῦ μή ὄντος στοιχεῖα, μπορεῖ κανείς νά τίς προσδιορίσει διά τῆς ἀντιπαραθέσεώς τους πρὸς τίς ἰδιότητες τοῦ ἀγαθοῦ (Βλ. Π λ ω- τ ί ν ο υ, Ἐννεάδες Ι 8,3, P.Henry-H.R.Schwyzer, PO, τ.1, 9-16. Πρβλ. Α. Θ ε ο δ ώ ρ ο υ, «Ὄψεις τινές περί κακοῦ», Θεολογία 43[1972], 61). Ἡ ἔκφραση, συνεπῶς, τῆς «ἐκ τοῦ μηδενὸς» δημιουργίας γίνεται ἀποδεκτή ὑπό τήν ἔννοια ὅτι ὁ δημιουργήσας τόν κόσμο Τριαδικός Θεός εἶναι ὁ «ὁρίζων καί προσδιορίζων, ὁ μή ὑποκείμενος εἰς ὅρους, ὁ μή ἐξαρτώμενος ἔκ τινος, ὁ προσδιορίζων καί μή προσδιοριζόμενος» (Ν. Γ. Ξ ε ξ ά κ η, Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 28). Ἀναφορικῶς μέ τήν διαλεκτική τοῦ θέματος αὐτοῦ βλ. Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Τό πρόβλημα τοῦ κακοῦ, 38-39. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, «Θεολογία καί ἀνθρωπολογία», Τόμος ἑόρτιος Μεγάλου Ἀθανασίου [1974], 79. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Κόσμος, 47-50. Ν. Ἀ. Ν η σ ι ώ τ η, Προλεγόμενα, 55. Μ. Φ α ρ ά ν τ ο υ, Δογματική, 77. Π. Χ ρ ή σ τ ο υ, Τό μυστήριον τοῦ Θεοῦ, 65. H. A. W o l f s o n, «The identification of ex nihilo», The Ecumenical World of Orthodox Civilization 3[1974], 37. W. K e r n, «Zur theologischen Auslegung», MyS 2[1967], 507-508). Σχετικῶς μέ τό θέμα τῆς «ἐξ οὐκ ὄντων» κτίσεως ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ παρατήρηση τοῦ Ν. Ξεξάκη περί τῆς διακρίσεως στήν ἐν λόγῳ διδασκαλία «ἑνός θεμελιώδους στοιχείου τῆς ἠθικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου», ἐφόσον αὐτός κατέχει τήν δυνατότητα, «μιμούμενος τόν ἐξ οὐκ ὄντων δημιουργόν Τριαδικόν Θεόν», νά δημιουργήσει «τήν πνευματικήν αὐτοῦ οἰκοδομήν» ἐκ τῆς ἀνυπαρξίας τοῦ κακοῦ, ἐκ τῆς ἀπορρίψεως δηλαδή τῆς ἁμαρτίας. «Τοῦτο εἶναι δυνατόν νά χαρακτηρισθῇ ὡς δημιουργικόν μηδέν εἰς τήν πνευματικήν ζωήν τοῦ πιστοῦ» (Ὀρθόδοξος Δογματική, τ.3, 79-80).
16 Βλ. Περὶ τοῦ μὴ οἴεσθαι λέγειν τρεῖς θεοὺς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 48,20-23 (=PG 45, 125D-128A): «πᾶσαν ἐνέργειαν οὐ διῃρημένως ἐνεργεῖ κατὰ τὸν τῶν ὑποστάσεων ἀριθμὸν ἡ ἁγία Τριὰς, ἀλλὰ μία τις γίνεται τοῦ ἀγαθοῦ θελήματος κίνησίς τε καὶ διάδοσις». Πρβλ. Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 5, P.Alexander, GNO, τ.5, 355,7-9 (=PG 44, 681A). Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 113,26-27 (=PG 45, 341C). Κατὰ Μακεδονιανῶν τῶν Πνευματομάχων, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 97,30-98,1 καί 98,29 (=PG 45, 1313D. 1316Β). Ὅπ.π., 100,1-4 (=PG 45, 1317ΑΒ). Περί τῆς ἑνότητας καί ταυτότητας τῆς ἐνέργειας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ κατά τήν δημιουργία τοῦ κόσμου βλ. G. I s a y e, «L’ unité de l’ operation divine», RSR 27(1937), 426-432. Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Δογματική καί συμβολική θεολογία, τ.2, 111-112. Ἀ. Ρ ά ν τ ο β ι τ ς, Τό μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος, 119-126. Ε. Μ π ο ύ λ ο β ι τ ς, Τό μυστήριον τῆς ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι διακρίσεως, 86-108. 125-138. Κ. Ἠ. Λ ι ά κ ο υ ρ α, Ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Φιλοθέου, 34-35. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Ἡ διδασκαλία τοῦ Νείλου Καβάσιλα, 102-105. 124-125. 181. 218. Ν. Χ. Ἰ ω α ν ν ί δ η, Ὁ Ἰωσήφ Βρυέννιος,180-185. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Ὁ Ἱερομόναχος Ἱερόθεος, 66-69. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, «Οἱ φίλοι καί οἱ συνεργάτες τοῦ ἁγίου Γρηγοριου Παλαμᾶ», Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στήν ἱστορία καί τό παρόν, Ἅγιον Ὄρος 2002, 555-560. Χ ρ υ σ. Ν. Σ α β β ά τ ο υ (νῦν Μητροπολίτου Μεσσηνίας), Ἡ θεολογική ὁρολογία, 74-86.
17 Βλ., σχετικῶς, H. A. W o l f s o n, «The identification of ex nihilo», The Ecumenical World of Orthodox Civilization 3[1974], 35.
18 Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, J.Mc Donough, GNO,τ.3,2, 77,6-7 (=PG 46, 172C). Πρὸς τόν Εὐνομίου δεύτερον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 290,13-16 (=PG 45, 984D-985A).
19 Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 106,16-17 (=PG 45, 333C). Βλ., ἐπίσης, Ὅπ.π., 107,7-10 (=PG 45, 336A). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 2, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 54,14-17 (=PG 44, 796C).
20 Βλ. Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 7, W. Jaeger, GNO,τ.2, 243,15-23 (=PG 45, 821BC).
21 Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO,τ.1, 139,7-10 (=PG 45, 369C): «τὴν δὲ κτίσιν κωλύει οὐδὲν, ἄλλο τι οὖσαν κατὰ τὴν ἰδίαν φύσιν παρὰ τὸν κτίσαντα, ἀπό τινος ἰδιαζούσης νοηθῆναι ἀρχῆς, καθὼς ἔφαμεν, κατ’ οὐδὲν τῇ ἀκηράτῳ καὶ προαιωνίῳ φύσει συμβαίνουσαν».
22 Βλ., σχετικῶς, Κ. Ἠ. Λ ι ά κ ο υ ρ α, Τό μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος, 65,81. Ν. Ρ. Ξ ι ώ ν η, Οὐσία καί ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, 35 ὑπ.33.
23 Βλ., Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Δογματική καί συμβολική θεολογία, τ.3, 337, ὅπου ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ ἐπισήμανση ἀπό τόν συγγραφέα τῆς ὑπάρχουσας στήν πατερική θεολογική σκέψη διαφοροποιήσεως τοῦ σημείου ἐκκινήσεως τῆς κτίσεως, πού ὑποδηλώνει τό «ξεκίνημα γένεσης τοῦ κόσμου», ὑπό τήν ἔννοια τῆς ἐνάρξεως «ἑνός χρονικοῦ γίγνεσθαι», ἀπό τήν «ἀρχή ὕπαρξης τοῦ κόσμου», πού καταδεικνύει τήν «ἀίδια θέληση τοῦ Θεοῦ» γιά τήν δημιουργία τῆς κτιστῆς πραγματικότητας, κατὰ τούς «λόγους τῶν ὄντων», σύμφωνα δηλαδή μέ τήν θέληση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ γιά τήν ὕπαρξη τοῦ κόσμου. Κατά τήν ἐν λόγῳ διάκριση ἐνδεικτική καθίσταται ἡ σημείωση τοῦ συγγραφέα περί τῆς «ἀρχῆς» αὐτῆς «ὕπαρξης τοῦ κόσμου», ὅτι κατ' αὐτήν «ὁ κόσμος κατά τό θεῖο θέλημα δέν ἔχει μήτε ἀρχή μήτε τέλος, συνυπάρχει μέ τόν ἀίδιο τριαδικό Θεό». Σχετικῶς μέ τήν διατυπωμένη θεολογική ἄποψη περί τῶν «λόγων τῶν ὄντων», βλ. καί Μ α ξ ί μ ο υ Ὁ μ ο λ ο γ η τ ο ῦ, Πρὸς Θαλάσσιον, C. Laga-C. Steel, CCSG, τ.7, 95,6-17 (=PG 90, 293A).
24 Βλ. Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς Ἑξαημέρου, PG 44, 72Β: «πάντων τῶν ὄντων τὰς ἀφορμὰς καὶ τὰς αἰτίας καὶ τὰς δυνάμεις συλλήβδην ὁ Θεὸς ἐν ἀκαρεῖ κατεβάλετο, καὶ ἐν τῇ πρώτῃ τοῦ θελήματος ὁρμῇ ἡ ἑκάστου τῶν ὄντων οὐσία συνέδραμεν». Ὅπ.π., PG 44, 77D. Βλ., ἐπίσης, Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως, E.Gebhardt, GNO, τ,9, 286,2-5 (=PG 46, 609D). Βλ., ὡσαύτως, Β α σ ι λ ε ί ο υ, Εἰς τὴν Ἑξαήμερον, Λόγος 1, S. Giet, SC, τ.26bis, 112 (=PG 29, 17Α). Πρβλ. V. R a d u c a, ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΙΣ, 28-29. Θ. Ἀ μ π α τ ζ ί δ η, «Χρόνος καί αἰωνιότητα», Φιλόθεος, 1(2001), 120.
25 Βλ. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 124B:«ἡ ὁρμὴ τῆς θείας προαιρέσεως...πρᾶγμα γίνεται, καὶ οὐσιοῦται τὸ βούλευμα εὐθὺς ἡ φύσις γινόμενον, τῆς παντοδυνάμου ἐξουσίας..., μὴ ἀνυπόστατον ποιούσης τὸ θέλημα».
26 Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ διάκριση στήν ὁποία ὁ Γρηγόριος προβαίνει μεταξύ τοῦ «εἴδους» καί τοῦ «ἀτόμου», καθώς ταυτίζει ἐννοιολογικῶς τό μέν εἶδος πρός τήν «οὐσίαν», τό δέ ἄτομον πρός τήν «ὑπόστασιν» (Πρὸς τοὺς Ἕλληνας ἀπό τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, F. Mueller, GNO, τ.3,1, 31,1-7 [=PG 45, 184C]: «πρόδηλον γὰρ, ὡς οὐ ταὐτὸν εἶδος καὶ ἄτομον, τουτέστιν οὐσία καὶ ὑπόστασις· λέγων γάρ τις ἄτομον, τουτέστιν ὑπόστασιν, εὐθὺς τὴν διάνοιαν τοῦ ἀκροωμένου παραπέμπει πρὸς τὸ ζητῆσαι οὖλον, γλαυκόφθαλμον, υἱὸν, πατέρα καὶ εἴ τι ὅμοιον· λέγων δὲ εἶδος, τουτέστιν οὐσίαν, πρὸς τὸ γνῶναι δηλονότι, ζῷον λογικὸν, θνητὸν...ζῷον ἄλογον...καὶ τὰ τοιαῦτα»). Βλ., ἐπίσης, Ἰ. Ἀ. Δ η μ η τ ρ α κ ο π ο ύ λ ο υ, «Ἡ κατηγορία τῆς σχέσεως», Παρνασσός 43(2001), 208. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, «Ἡ γραμματική καί λογική κατηγορία», Βυζαντιακά 21(2001), 43. Mία διαφορετική ἑρμηνευτική προσέγγιση στό συζητούμενο σημεῖο κάνει ὁ Θ. Ἀλεξόπουλος ἐπισημαίνοντας ὅτι στό στάδιο αὐτό τῆς δημιουργίας οἱ ἐν εἴδει σπερματικῶν καταβολῶν «δυνάμεις γιά τήν δημιουργία τῶν ὄντων δέν ἀποτελοῦν πιά νοήματα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὑπαρκτές βάσεις, αἰτίες γιά τή σύσταση τοῦ κοσμικοῦ συνόλου» («Τό εἶναι», 36), ἡ ὁποία, ὅμως, ἑρμηνευτική προσέγγιση κρίνεται ὡς θεολογικῶς παρακινδυνευμένη, ἀφοῦ κατά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐπιχειρεῖται ἡ ἑρμηνευτική αὐτή προσέγγιση ἀναφαίνεται ἡ διακινδύνευση τῆς ἐνδεχόμενης θεωρήσεως εἰσαγωγῆς τροπῆς στήν κατά τήν ἀίδια ἐνεργειά της δημιουργοῦσα τήν κτιστή φύση Τριαδική θεότητα.
27 Βλ. Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς Ἑξαημέρου, PG 44, 77D-80A: «Ἡ γὰρ γῆ...ἦν, καὶ οὐκ ἦν. Οὐ γάρ που συνδεδραμήκεισαν περὶ αὐτὴν αἱ ποιότητες». Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 236ΑΒ. Πρβλ. G. B. L a d n e r, «The Philosophical Anthropology», DOP 12(1958), 72-73. Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Φιλοσοφίας, 205. Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Δογματική καί συμβολική θεολογία, τ.2, 173.
28 Βλ. Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς Ἑξαημέρου, PG 44, 80A: «Διὰ γὰρ τοῦ ἀόρατον αὐτὴν εἰπεῖν εἶναι, τὸ μηδὲ ἄλλην τινὰ ποιότητα θεωρεῖσθαι περὶ αὐτὴν ὁ λόγος ἐνδείκνυται. Καὶ διὰ τοῦ ἀκατασκεύαστον ὀνομάσαι, νοεῖν δίδωσι τὸ μήπω αὐτὴν πεπυκνῶσθαι ταῖς σωματικαῖς ἰδιότησιν». Πρβλ., σχετικῶς, Εἰς τὴν ἡμέραν τῶν Φώτων, E.Gebhardt, GNO, τ,9, 228,9-12. (PG 46, 585Α), ὅπου ἀναφέρεται ὅτι τά τέσσερα στοιχεῖα «ἀφ’ ὧν ὁ κόσμος ἔχει τὴν σύστασιν» εἶναι «πῦρ καὶ ἀὴρ, γῆ καὶ ὕδωρ». Πρβλ., ἐπίσης, Β. Τ α τ ά κ η, La Contribution, 200. Π. Χ ρ ή σ τ ο υ, «Τό ἀνθρώπινον πλήρωμα», Κληρονομία 4(1972), 44. M. A l e x a n d r e, L’ exégèse de Gen.1,1-2a, 170-191. Ὁ Θ. Ἀλεξόπουλος προτείνει μίαν ἄλλη ἑρμηνευτική ἐκδοχή γιά τήν περί ὕλης ἄποψη τοῦ Γρηγορίου, κατά τήν ὁποία «ἡ ὕλη εἶναι ἀκριβῶς ἡ συνδρομή τῶν λογικῶν ἀρχῶν, οἱ ὁποῖες εἶναι συγχρόνως αἰτίες καί δυνάμεις»(«Τό εἶναι», 47,62). Ἡ ἑρμηνευτική, ὅμως, αὐτή προσέγγιση τῆς σχετικῆς διδασκαλίας τοῦ ἱεροῦ πατρός θά ἔπρεπε νά τύχει πληρέστερης ἑρμηνευτικῆς ἀποτυπώσεως, προκειμένου νά ἀποφευχθεῖ ἐνδεχόμενη κατανόηση τῆς ὑλικῆς πραγματικότητας ὡς ἔχουσας «λόγον» καί συνεπῶς ὡς ἐντασσόμενης στά ἔλλογα δημιουργήματα.
29 Βλ. Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς Ἑξαημέρου, PG 44, 69C. Περί τῶν θέσεων τῶν ἑρμηνευτῶν σχετικῶς μέ τίς περί τῆς ὕλης ἀντιλήψεις τοῦ Γρηγορίου, καθώς καί περί τῶν διαφωνιῶν αὐτῶν σχετικῶς μέ τό θέμα τῆς ἀποδοχῆς ἤ μή τῆς ἰδεαλιστικῆς θεωρήσεως αὐτῆς, βλ., ἐνδεικτικῶς, H.U.von B a l t h a s a r, Présence et pensée, 20,22-23. P. Z e m p, Die Grundlagen heilsgeschichtlichen Denkens bei Gregor von Nyssa, 45-46. A. Α. W e i s w u r m, The nature of human knowledge, 47-48. Κ. Δ. Μ α ν τ ζ α ν ά ρ η, «Ἡ διαλογική συνάντηση», Θεολογία, 76(2005), 554-555. R. H ü b n e r, Die Einheit des Leibes Christi, 72. Θ. Ἀ. Ἀ λ ε ξ ο- π ο ύ λ ο υ, «Τό εἶναι», 33-35.
30 Βλ. Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς Ἑξαημέρου, PG 44, 72ΑΒ. Ἡ μετάφραση τοῦ ἐν λόγῳ Ἕλληνος ἐκ Σινώπης τοῦ Πόντου χαρακτηρίζεται ἐκ τῆς μέχρι δουλικότητας πίστεως στό γράμμα τοῦ πρωτότυπου ἑβραϊκοῦ κειμένου. Πρόκειται περί σχολαστικῆς ἐπιδιώξεως μηχανικῆς κατά λέξιν μεταφράσεως (Βλ., σχετικῶς, Π. Ἰ. Μ π ρ α τ σ ι ώ τ ο υ, Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, 584. Ἀ. Π. Χ α σ τ ο ύ π η, Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, 589). Π. Ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 323-324. Πρβλ. Ἰ ω ά ν ν ο υ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ, Ὁμιλίαι εἰς τὴν Γένεσιν, PG 53, 30D-31A.