Τό πρῶτο κεφάλαιο τοῦ πρώτου αὐτοῦ Μέρους περιέχει τήν παρουσίαση σέ πέντε ἑνότητες τῶν κοσμολογικῶν καί ἀνθρωπολογικῶν ἀπόψεων τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης, καθώς καί τῶν ἀπόψεών του περί τῆς προπτωτικῆς καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου, οἱ ὁποῖες ἀπηχοῦν βεβαίως τήν ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ διατυπωμένη διδασκαλία καί τήν ἑρμηνευτική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, καί στίς ὁποῖες ἐπισημαίνεται ἀφ’ ἑνός μέν ἡ ἐκ μή «προϋποκειμένης» ὕλης δημιουργία ὅλης τῆς κτιστῆς φύσεως καί πραγματικότητας, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἡ ἰδιάζουσας θεολογικῆς σημασίας διάκριση καί ὑφιστάμενη ὀντολογική διαφορά μεταξύ τῆς ἄκτιστης φύσεως τοῦ ὄντως καί ἀιδίως ὑπάρχοντος Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τῆς κτιστῆς φύσεως, ἡ ὁποία προήχθη σέ ὕπαρξη ἐκ τοῦ μή ὄντος διά τοῦ ἐνεργοῦντος αὐτήν δημιουργικοῦ θελήματος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τῆς ὁποίας βεβαίως κορωνίδα ἀποτελεῖ ἡ ἀνθρώπινη φύση. Τό κεφάλαιο αὐτό διαλαμβάνει ἐπίσης καί τήν ἀναπτυχθεῖσα ἑρμηνευτική ἐκείνη θεωρία γιά τήν ὑποστηριζόμενη ἀπό τόν Γρηγόριο «διπλὴ» δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία πρέπει νά ἐκληφθεῖ ὡς ἕνας «διὰ στοχασμῶν καὶ εἰκόνων» καί ἐν εἴδει «γυμνασίας» προσωπικός θεολογικός στοχασμός τοῦ ἱεροῦ πατρός, καί ἡ ὁποία ἐνδείκνυται νά θεωρηθεῖ ὅτι ἀφορᾶ ἑρμηνευτικῶς στήν ἐπελθοῦσα μετά τήν πτώση ἀναπροσαρμογή τῆς λειτουργίας τῶν φυσιοκρατικῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ ἀνθρώπου πρός ἀπόκτηση τῆς ἀναπαραγωγικῆς ἱκανότητας. Πρόκειται δηλαδή γιά μία προσωπική στοχαστική ἑρμηνευτική πραγμάτευση τοῦ θέματος τῆς κατά τόν «ἄλογον» τρόπο πληθύνσεως τοῦ ἀνθρώπινου γένους, πού θεωρεῖται καί ἑρμηνεύεται ἀπό τόν ἱερό πατέρα ὡς μή προσήκουσα οὔτε προσιδιάζουσα στά χαρακτηριστικά τῆς «κατ' εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργηθείσης φύσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Στό κεφάλαιο αὐτό γίνεται ἐπίσης λόγος γιά τήν ἐνεργοῦσα τήν δημιουργία τῆς κτιστῆς φύσεως ἀίδια βούληση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, γιά τήν συμφυῆ μέ τήν κατασκευή ὅλης τῆς κτιστῆς φύσεως ἔννοια τοῦ χρόνου, καί γιά τήν πρό τῆς πτώσεως κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου καί ἐκτίθεται ἐν συνεχείᾳ ὁ τρόπος διαβιώσεως τῶν προπατόρων στόν χῶρο τοῦ παραδείσου, ὅπου κατά τόν ἐπίσκοπο Νύσσης οἱ ὑφιστάμενες συνθῆκες κατεδείκνυαν τήν ὁμοφυΐα τῶν ἀνθρώπων μέ τήν φύση τῶν ἀγγέλων καί προσδιορίζονταν ἀπό τά ἰδιάζοντα χαρακτηριστικά τῆς διαβιώσεως αὐτῶν σέ κατάσταση ἀπαλλαγῆς τους ἀπό τά πάθη καί σχέσεως ἄμεσης κοινωνίας τους μέ τόν Θεό, κατά τρόπον πού ἅρμοζε στήν «κατ' εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ὡς κυριαρχοῦντος ἐπί τῆς κτίσεως.
Τό δεύτερο κεφάλαιο πού ἀκολουθεῖ περιλαμβάνει τήν ἀναλυτική καταγραφή καί παρουσίαση τῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου Νύσσης περί τῶν ἰδιαίτερων διακριτικῶν στοιχείων καί ἰδιωμάτων τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, καθώς καί τῆς λειτουργίας αὐτῶν προπτωτικῶς, διά τῶν ὁποίων καθίσταται πρόδηλο τό γεγονός τῆς ξεχωριστῆς καί μοναδικῆς ἐνέργειας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ νά δημιουργήσει τόν ἄνθρωπο «κατ' εἰκόνα αὐτοῦ». Τό περιεχόμενο τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ διαρθρώνεται σέ τέσσερις ἑνότητες. Στήν πρώτη ἑνότητα προσδιορίζεται ἑρμηνευτικῶς ἡ λειτουργία τῆς «τροπῆς» καί «ἀλλοιώσεως», ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπό τήν ἐκ τοῦ μή ὄντος διά κτίσεως πλάση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Ἀναφέρονται, ἀκολούθως, στήν δεύτερη ἑνότητα τά στοιχεῖα ἐκεῖνα πού ἀφοροῦν στόν ἐννοιολογικό προσδιορισμό τῆς ψυχῆς ὡς οὐσίας νοερᾶς καί λογικῆς καί τῶν ἐκδηλώσεων αὐτῆς πού ἐμφαίνουν τό τριμερές αὐτῆς, τά ὁποῖα ἀναδεικνύουν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί τά διακρίνοντα αὐτήν στοιχεῖα ὡς ἐξαιρετικό ἀποτέλεσμα τοῦ ἐνεργοῦντος δημιουργικοῦ θελήματος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τοῦ ἐκφραζόμενου διά τῆς ἄκτιστης ἐνέργειας αὐτοῦ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου «κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωσιν» αὐτοῦ, τοῦ θεωρούμενου ἔτσι ὡς«ὁμοιώματος» καί «ἀπεικονίσματος» τῆς «ἀιδίου ζωῆς»1. Στήν τρίτη ἑνότητα τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ γίνεται ἀναφορά στίς ἀπόψεις τοῦ Γρηγορίου περί τοῦ «ἡγεμονικοῦ» μέρους τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς λειτουργίας καί τῶν ἐκδηλώσεων αὐτοῦ.
Ἀπό τά ἀναφερόμενα στίς ἑνότητες αὐτές ἀναδεικνύεται τό γεγονός τῆς κατοχῆς ἀπό τόν Γρηγόριο βαθύτατης γνώσεως τῆς θύραθεν φιλοσοφικῆς σκέψεως καί διδασκαλίας, χωρίς ἐν τούτοις νά ἀναφαίνεται ἤ νά πιστοποιεῖται ὁποιαδήποτε ἐννοιολογική ἐξάρτηση τῆς χρησιμοποιούμενης ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης ὁρολογίας καί τοῦ ἐννοιολογικοῦ περιεχομένου αὐτῆς ἀπό τίς διατυπωμένες παρεμφερεῖς φιλοσοφικές ἀπόψεις καί ἀντιλήψεις. Ἡ παρατηρούμενη ὁμοιότητα ἐντοπίζεται ἀποκλειστικῶς στό πεδίο τῆς λεκτικῆς μορφολογικῆς ἀποτυπώσεως καί ὄχι στό ἐννοιολογικό περιεχόμενο τῆς χρησιμοποιούμενης ὁρολογίας. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι κατά τόν Γρηγόριο προϋπόθεση ὀρθῆς ἑρμηνευτικῆς θεωρήσεως καί ἀποτυπώσεως τῶν ἁγιογραφικῶς μαρτυρουμένων ἀληθειῶν τῆς πίστεως συνιστᾶ ἡ ἀψευδής διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ἡ ἑδραζόμενη σέ αὐτήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, πράγμα τό ὁποῖο ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τήν συνεχῆ ἐπίκληση ἀπό τόν ἱερό πατέρα ἁγιογραφικῶν μαρτυριῶν.
Στήν τέταρτη ἑνότητα τοῦ δεύτερου κεφαλαίου ἀναπτύσσονται οἱ ἀπόψεις τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης περί τῶν κοσμούντων τήν ἀνθρώπινη φύση αἰσθήσεων, μέσῳ τῶν ὁποίων ὁ πρό τῆς πτώσεως ἄνθρωπος καθίστατο μέτοχος τῆς ἀπολαύσεως τῆς χάριτος καί τῶν δωρεῶν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Τά στοιχεῖα περί τῆς συστάσεως καί λειτουργίας τῶν αἰσθήσεων κατά τήν πρώτη ζωή τοῦ ἀνθρώπου προκύπτουν διά τῆς συνδρομῆς τῶν σημείων ἐκείνων τῆς διδασκαλίας τοῦ ἱεροῦ πατρός τῶν σχετικῶν μέ τήν μετά τόν θάνατο καί τήν κοινή ἀνάσταση κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου καί ἀναδεικνύουν τό ἀνθρώπινο γένος νά κοινωνεῖ τόσο τοῦ πνευματικοῦ ὅσο καί τοῦ ὑλικοῦ στοιχείου. Ἀποδεικνύουν, ἐξ ἄλλου, ὅτι ἡ σχετική διερμηνευτική ἄποψη τοῦ ἱεροῦ πατρός περί τῶν σωμάτων, ἐν ἀντιθέσει πρός τήν ἐπικρατοῦσα περί αὐτοῦ στήν φιλοσοφική διανόηση ἀντίληψη, κάθε ἄλλο παρά ἀπαξιωτική εἶναι γι' αὐτά, καθόσον τό σῶμα, ἀφοῦ φέρεται ἀπό τόν διαβιοῦντα στόν παράδεισο ἄνθρωπο κατά τήν πρώτη του ζωή, θεωρεῖται ἀπό τόν Γρηγόριο ὡς πλασθέν, προκειμένου νά μετέχει τῶν ἀγαθῶν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Στό τρίτο κεφάλαιο τοῦ πρώτου Μέρους ἐπιχειρεῖται ἡ διερεύνηση καί καταγραφή τῶν στοιχείων ἐκείνων τῆς θεολογικῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου πού ἀφοροῦν στήν πράξη τῆς παρακοῆς τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ ἐκ μέρους τῶν προπατόρων, ἡ ὁποία κατέστη τό αἴτιο πού ἐπέφερε τίς ὀλέθριες ἐπιπτώσεις τῆς ἀμαυρώσεως τῶν χαρακτηριστικῶν τῆς θείας εἰκόνας καί τῆς ἐκδιώξεως τῶν προπατόρων ἀπό τήν πατρική ἑστία καί τῆς ἀπώλειας τῆς πρώτης μακαριότητάς τους. Ἡ θεματική ὕλη τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ διαρθρώνεται σέ δύο ἑνότητες, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ πρώτη διαλαμβάνει τήν παρουσίαση τῶν συστατικῶν στοιχείων τῆς ὑπό τοῦ Θεοῦ δοθείσης ἐντολῆς, προκειμένου νά παραμείνει ὁ ἄνθρωπος διά τῆς σχέσεως καί τῆς κοινωνίας του μέ τόν Τριαδικό Θεό, καί διά τῆς μετοχῆς του στίς ἄκτιστες ἐνέργειες αὐτοῦ, κάτοχος τῆς θείας δωρεᾶς τῆς ἀληθοῦς καί ὄντως ζωῆς καί τῆς μακαριότητάς του. Περιέχει, ἐξ ἄλλου, ἡ ἑνότητα αὐτή τήν ἀνάδειξη τῶν ἰδιαιτέρως σημαντικῶν ἀπόψεων τοῦ Γρηγορίου γιά τά αἴτια καί τήν φύση τοῦ πειρασμοῦ τῶν προπατόρων πού ὁδήγησε αὐτούς στήν παρακοή τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, μέ ἰδιαίτερη ἀναφορά στήν ἔννοια τῆς διά τοῦ συντελεσθέντος πειρασμοῦ ἐξαπατήσεως τῶν προπατόρων ἀπό τόν διάβολο, στόν ἑρμηνευτικό προσδιορισμό τοῦ «ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν», καί στήν ἑρμηνευτική θεώρηση τοῦ φθονεροῦ πρός τόν ἄνθρωπο ἔργου τοῦ «ἀρχεκάκου» δαίμονος, πού ὑπό τήν μορφή τοῦ ὄφεως παρεπλάνησε καί παρέσυρε τούς προπάτορες στήν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ.
Στήν δεύτερη ἑνότητα τοῦ τρίτου αὐτοῦ κεφαλαίου προβάλλονται οἱ διατυπωμένες ἑρμηνευτικές ἀπόψεις τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης γιά τήν φύση τοῦ ἁμαρτήματος τῆς παρακοῆς τῶν προπατόρων. Τονίζεται ὅτι ἡ παρακοή τῆς δοθείσης ὑπό τοῦ Θεοῦ ἐντολῆς, ὡς σαφής ἐκτροπή τῆς κατά φύσιν πορείας τοῦ ἀνθρώπου πρός μέθεξη τῆς ἄκτιστης χάριτος καί τῶν δωρεῶν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, συνιστᾶ μία ἀπατηλή προσπάθεια αὐτονομήσεως τοῦ ἀνθρώπου καί ἀποστασίας ἀπό τόν Θεό καί ἀπομακρύνσεώς του ἀπό τήν σχέση κοινωνίας μέ αὐτόν, καθώς καί ἀποποίηση ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου τῆς κατά χάριν συγγένειάς του μέ τόν Θεό. Ἔτσι, ὡς ρήξη τῆς δοξολογικῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό τό ἁμάρτημα τῆς παρακοῆς, καί ὡς ἀποτυχημένη προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου γιά ἐπίτευξη ἰσοθεΐας, κατέστη ἡ αἰτία τῆς ἀχρειώσεως τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Στό ἀποτελούμενο ἀπό δύο κεφάλαια δεύτερο Μέρος τῆς παρούσης ἐργασίας ἐπιχειρεῖται ἡ διερεύνηση καί συστηματική ἔκθεση καί προβολή τῶν θεολογικῶς τεκμηριωμένων καί ἄκρως ἐνδιαφερουσῶν ἀντιλήψεων τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης γιά τίς ὀδυνηρές καί ὀλέθριες γιά τόν ἄνθρωπο συνέπειες τῆς ἐκ μέρους τῶν προπατόρων διαπράξεως τοῦ ἁμαρτήματος τῆς παρακοῆς, οἱ ὁποῖες ἀναδεικνύονται καί ἀποτιμῶνται θεολογικῶς ἀπό αὐτόν σέ ὅλο τό συγγραφικό του ἔργο. Οἱ συνέπειες αὐτές, πού ἐπῆλθαν στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν διά τῆς παρακοῆς ἀπομάκρυνσή του ἀπό τήν κοινωνία του μέ τόν Τριαδικό Θεό, καταδεικνύουν κατά τήν διατυπωμένη διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου τήν ἀποτυχία τοῦ ἀνθρώπου νά διαφυλάξει τά ἐξαιρετικά προνόμια, μέ τά ὁποῖα προικίσθηκε κατά τήν δημιουργία του ἀπό τόν Τριαδικό Θεό, προκειμένου νά ἀπολαμβάνει ἐν μακαριότητι τήν ζείδωρη κοινωνία του μέ τόν Τριαδικό Θεό καί νά μετέχει τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν αὐτοῦ.
Τό πρῶτο κεφάλαιο τοῦ δεύτερου Μέρους ἀπαρτίζεται ἀπό ἕξι ἑνότητες, στίς ὁποῖες πραγματοποιεῖται ἡ κατά τήν διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου καταγραφή καί ἑρμηνευτική ἀνάπτυξη τῶν στοιχείων ἐκείνων πού συνιστοῦν τήν ἀχρειωμένη καί ζοφερή κατάσταση, μέ τήν ὁποία τό ἀνθρώπινο γένος ἔρχεται συνεχῶς ἀντιμέτωπο μετά τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τόν Τριαδικό Θεό καί τήν ἀποπομπή του ἀπό τόν παραδείσιο φυσικό του χῶρο. Ὅλα τά δεινά πού βιώνει ἔκτοτε ἡ ἀνθρωπότητα, μέ ἀποκορύφωση τήν ἐμφανισθεῖσα μετά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου κατά τρόπον διττό κατάσταση τοῦ θανάτου, ἑρμηνεύονται ἀπό τόν Γρηγόριο καί προβάλλονται ὡς συνέπειες πού προέκυψαν ἀπό τήν διάπραξη τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί προσδιορίζουν τήν μεταπτωτική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως αὐτή περιγράφεται ἀπό τόν ἴδιο στίς ἀποτυπούμενες στό συγγραφικό του ἔργο ἀπόψεις του. Στήν πρώτη ἑνότητα ἐκτίθενται οἱ ἑρμηνευτικές ἀπόψεις τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης γιά τήν ἐπελθοῦσα ἐκ τῆς παρακοῆς ἀπώλεια τῆς μακαριότητας τοῦ ἀνθρώπου καί γιά τήν ἀμαύρωση τοῦ «κατ' εἰκόνα» αὐτοῦ καί γιά τίς ἀναδειχθεῖσες ἀπό τό γεγονός αὐτό ἐπιπτώσεις γιά τόν ἄνθρωπο. Ἡ δεύτερη ἑνότητα διαλαμβάνει τήν παρουσίαση τῶν ἐκτεθειμένων ἑρμηνευτικῶν ἀντιλήψεων τοῦ Γρηγορίου γιά τήν ἁγιογραφικῶς μαρτυρούμενη περιένδυση τῶν προπατόρων μέ τούς δερμάτινους χιτῶνες μετά τήν διάπραξη τῆς παρακοῆς τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ. Στήν τρίτη ἑνότητα γίνεται λόγος γιά τήν ἐξ αἰτίας τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἐπελθοῦσα κατά τήν ὑφιστάμενη διάκριση τῶν φύλων ἀναπροσαρμογή τῆς λειτουργίας τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ στήν ἀκολουθοῦσα (τέταρτη) ἑνότητα τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ παρατίθενται οἱ ἑρμηνευτικές ἀπόψεις τοῦ ἱεροῦ πατρός περί τῆς εἰσόδου τοῦ θανάτου στήν ἀνθρώπινη φύση, ὡς συνέπειας τῆς «ἀρχαίας» παραβάσεως, μέ εἰδικότερη ἀναφορά στίς ἀντιλήψεις τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης γιά τήν ἔννοια τοῦ θανάτου καί γιά τήν ὀντολογική θεώρηση αὐτοῦ.
Ἡ πέμπτη ἑνότητα περιλαμβάνει τήν παρουσίαση τῶν θεολογικῶν ἀντιλήψεων τοῦ Γρηγορίου περί τοῦ εἰσελθόντος διά τῆς παρακοῆς στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου κακοῦ, τό ὁποῖο νοεῖται ὀντολογικῶς ὡς ἀπουσία καί στέρηση τοῦ ἀγαθοῦ, καί ἡ τελευταία (ἕκτη) ἑνότητα τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ πραγματεύεται τήν ἔκθεση τῶν ἑρμηνευτικῶν ἀπόψεων τοῦ Γρηγορίου περί τῆς ἁμαρτίας καί τῶν παθῶν πού εἰσῆλθαν στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου ὡς συνέπεια τῆς διά τῆς παρακοῆς πτώσεώς του. Ἀπό τήν παρουσίαση τῶν σχετικῶν μέ τό θέμα αὐτό ἀπόψεων τοῦ Γρηγορίου καθίσταται πρόδηλο καί ἀπολύτως σαφές ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπώλεσε διά τῆς παρακοῆς, ὄχι ὅμως διά παντός, τόν μοναδικό πλοῦτο τῆς θείας χάριτος καί τῶν θείων δωρεῶν, καί κατέστη, ὡς χρήζουσα θεραπευτικῆς ἐπεμβάσεως, ἀσθενής καί ἐνδεής τοῦ πλούτου τῶν θείων χαρακτηριστικῶν, μέ τά ὁποῖα προικίσθηκε κατά τήν δημιουργία της.
Στό δεύτερο κεφάλαιο τοῦ δεύτερου αὐτοῦ Μέρους ἐπιτελεῖται ἡ ἀναλυτική παράθεση τῆς διδασκαλίας τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης περί τῶν δυνάμεων καί στοιχείων ἐκείνων τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, τά ὁποῖα, μετά τό γεγονός τῆς διά τῆς παρακοῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἀποπομπῆς του ἀπό τόν παραδείσιο οἶκο τοῦ Θεοῦ, ὑπέστησαν κατά τήν ἑρμηνευτική ἐπισκόπηση τοῦ Γρηγορίου ἀλλοίωση τοῦ χαρακτήρα καί τῆς λειτουργίας τους καί προσαρμόσθηκε πλέον ἡ δραστηριότητά τους ἀναλόγως μέ τήν ὁρμή τῆς ἐκδηλούμενης προαιρέσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ὑπό τοῦ ἱεροῦ πατρός ἐπιτελεσθείς λεπτομερής ἑρμηνευτικός προσδιορισμός τῆς μεταπτωτικῆς λειτουργίας τῶν ἰδιαιτέρων καί διακριτικῶν γνωρισμάτων καί χαρακτηριστικῶν τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς του κατά τήν ροπή τῆς προαιρέσεώς του ὑποδεικνύει εὐκρινῶς ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης ἀποδέχεται ὄχι τήν ὁριστική ἀπώλεια τῶν στοιχείων τῆς θείας εἰκόνας στόν ἄνθρωπο, μετά τήν διάπραξη ἀπό τούς προπάτορες τῆς ὀλέθριας παρακοῆς τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τήν ἀμαύρωσή τους. Ἡ κατά τήν μεταπτωτική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου παρατηρούμενη ἀλλοίωση τῶν προσδιοριστικῶν γνωρισμάτων τῆς φύσεώς του καί τῶν δυνάμεων καί «κινημάτων» τῆς ψυχῆς του εἶναι δυνατόν κατά τήν διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου νά ἀρθεῖ καί νά ἐπανέλθει ἡ λειτουργία τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου στήν πρό τῆς πτώσεως κατάστασή της μέ τήν ἀποδοχή καί προσοικείωση ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου, διά τῆς ὀρθῆς ἀσκήσεως καί χρήσεως τοῦ «αὐτεξουσίου» του, τοῦ διά τῆς κατά σάρκα «οἰκονομίας» σωτηριώδους ἔργου τοῦ Χριστοῦ, καί μέ τήν ἐπάνοδό του στήν σχέση κοινωνίας του μέ τόν Θεό. Εἶναι προφανές ὅτι μέ τήν διατυπούμενη αὐτή διδασκαλία ἀναδεικνύεται καί ἐξαίρεται ἡ ἰδιαίτερη θέση τήν ὁποία κατέχει ὁ ἄνθρωπος στήν κτιστή πραγματικότητα, ἐφόσον, παρά τήν ὀδυνηρή καί δεινή θέση στήν ὁποία βρέθηκε μετά τήν ἀποπομπή του ἀπό τόν παράδεισο, διετήρησε τό ἐξαιρετικό διακριτικό γνώρισμα τοῦ «αὐτεξουσίου».
Τό δεύτερο αὐτό κεφάλαιο διαλαμβάνει τήν καταγραφή καί προβολή τῆς διά μακρῶν ἐκτεθείσης στά συγγράμματα αὐτοῦ θεολογικῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου περί τῆς ἐκ τῆς παρακοῆς προκληθείσης ἀλλοιώσεως τῆς λειτουργίας μεταπτωτικῶς τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου καί εἰδικότερα τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς του. Πραγματεύεται, ἐπίσης, τήν διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ πατρός γιά τό μοναδικό στήν κτίση γεγονός τῆς δυνατότητας πού κατέχει ὁ ἄνθρωπος νά διαμορφώνει τήν διανοητική του δύναμη κατά τό ἀντικείμενο τῆς ἐπιθυμίας του, μέσῳ τῆς ἐξαιρετικῆς ἱκανότητας τοῦ νοῦ του νά προβάλλει αὐτό πρός τό ὁποῖο ἔχει στραφεῖ καί νά σχηματίζει κατ’ ἀναλογίαν τά χαρακτηριστικά του, διά τῆς λειτουργίας του ὡς κατόπτρου.
Εἰδικότερα, στήν πρώτη ἑνότητα τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ παρέχονται γενικά στοιχεῖα γιά τήν διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου πού ἀφορᾶ στήν περιγραφή τῶν χαρακτηριστικῶν τῆς ἀναδειχθείσης ἀπό τήν παρακοή ἀσθένειας τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου. Στήν ἑπόμενη (δεύτερη) ἑνότητα γίνεται λόγος γιά τήν ἀφορῶσα στήν ἄσκηση τῆς προαιρέσεως ἀλλοίωση τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ τρίτη ἑνότητα τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ διαλαμβάνει τήν παρουσίαση τῶν ἑρμηνευτικῶν ἀπόψεων τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης γιά τήν μεταπτωτική λειτουργία καί ἐκδήλωση τῶν δυνάμεων καί τῶν «διαθέσεων» τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, καί ἡ ἀκολουθοῦσα (τέταρτη) ἑνότητα περιλαμβάνει τήν ἔκθεση τῶν ἑρμηνευτικῶν ἀντιλήψεων τοῦ ἱεροῦ πατρός περί τῆς μετά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου λειτουργίας τοῦ «αὐτεξουσίου» αὐτοῦ. Στήν πέμπτη ἑνότητα ἐκτίθεται ἡ ἐνδιαφέρουσα διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου περί τῆς μεταπτωτικῆς λειτουργίας τῆς νοήσεως καί τῆς διανοητικῆς δυνάμεως τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ στήν ἕκτη ἑνότητα γίνεται λόγος γιά τήν λειτουργία τῆς μνήμης τοῦ ἀνθρώπου μετά τήν πτώση του. Στίς δύο τελευταῖες ἑνότητες παρατίθενται οἱ ἀπόψεις τοῦ Γρηγορίου περί τῆς μεταπτωτικῆς λειτουργίας τῶν συναισθημάτων τοῦ ἀνθρώπου καί περί τῆς ὑπ' αὐτοῦ γνώσεως τοῦ ἑαυτοῦ του.
Τό Ἐπίμετρο, τό ὁποῖο ἀκολουθεῖ καί μέ τό ὁποῖο κατακλείεται ἡ παροῦσα ἐργασία, διαλαμβάνει σέ δύο ἑνότητες τήν παρουσίαση τῶν θεολογικῶν ἐκείνων ἀπόψεων τοῦ Γρηγορίου πού ἀποσκοποῦν στόν τονισμό τῆς τραγικότητας τῆς θέσεως στήν ὁποία βρέθηκε ὁ ἄνθρωπος μετά τήν διά τῆς παρακοῆς πτώση του καί στήν κατανόηση τῶν ὀδυνηρῶν γιά τόν ἄνθρωπο συνεπειῶν αὐτῆς τῆς πτώσεως, καθώς καί στήν συναφῆ ἀνάδειξη τῆς σωτηριώδους ἐκείνης προϋποθέσεως γιά τήν ἄρση τῶν ὀλεθρίων συνεπειῶν τῆς παρακοῆς τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή στόν τονισμό τῆς κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡς τοῦ μοναδικοῦ τρόπου ἰάσεως καί ἀποκαταστάσεως τῆς ἀχρειωθείσης διά τῆς παρακοῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου καί πραγματώσεως τῆς σωτηρίας του.
Καθίσταται προφανές καί εὔλογο ὅτι παρατηρεῖται στήν διατυπωμένη σχετική διδασκαλία τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης μία ἐκ σωτηριολογικῆς ἐπόψεως σύνδεση τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου μέ τήν προκύψασα ἀπό τήν «ἀρχαίαν» παράβαση πτώση τοῦ ἀνθρώπου. Τονίζεται, ἔτσι, στήν πρώτη ἑνότητα τοῦ Ἐπιμέτρου ὅτι, χωρίς βεβαίως νά ὑπεισέρχεται ὁ Γρηγόριος σέ νοησιαρχική ἀναζήτηση καί ἀνάδειξη κινήτρων τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, προβαίνει σέ μία σωτηριολογικῶς κατανοούμενη σύνδεση τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου μέ τήν ἐκ τῆς παρακοῆς ἀνακύψασα πτώση τοῦ ἀνθρώπου. καί τοῦτο, διότι τό ἔργο τῆς κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ Λόγου ἀποτελεῖ κατά τόν Γρηγόριο τήν ἐπιτέλεση τῆς σωτηρίας τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, καί συνιστᾶ κατ' αὐτόν τό μοναδικό ἐκεῖνο γεγονός, διά τοῦ ὁποίου δόθηκε στόν μεταπτωτικό ἄνθρωπο ἡ δυνατότητα ἐπαναποκτήσεως τῆς σχέσεώς του καί τῆς κοινωνίας του μέ τόν Τριαδικό Θεό. Μέ τήν ἐκτιθέμενη σχετική διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου στήν ἑνότητα αὐτή καθίσταται ἀπολύτως σαφής ἡ διά μακρῶν ἀναπτυσσόμενη καί διατυπούμενη θεολογική ἄποψη τοῦ ἱεροῦ πατρός ὅτι ἡ ἐν χρόνῳ γενόμενη διὰ σαρκὸς «ἐπιδημία» τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου συνιστᾶ τήν ἀσφαλῆ προϋπόθεση πραγματώσεως τοῦ ἔργου τῆς «υἱοθεσίας»2 τοῦ πεπτωκότος διά τῆς παρακοῆς ἀνθρώπου ἀπό τόν Τριαδικό Θεό.
Κατά τήν πραγμάτευση στήν πρώτη αὐτή ἑνότητα τῶν σχετικῶν ἀπόψεων τοῦ Γρηγορίου Νύσσης καί κατά τήν ἀναφορά στήν προβολή ἀπό τόν ἱερό πατέρα τῆς αἰτίας ἀλλά καί τοῦ σκοποῦ τῆς διά σαρκός «ἐπιδημίας» τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, πού εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ διά τῆς παρακοῆς πεσόντος ἀνθρώπου, τονίζεται ὅτι ἡ σωτηριολογικῶς κατανοούμενη αὐτή ἀναγκαιότητα τῆς διά σαρκός «ἐπιδημίας» τοῦ Λόγου ἀναδεικνύεται κατά τήν διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου ἀπό τό εἶδος τῆς ἀσθένειας τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου πού ἐπῆλθε σέ αὐτόν ἀπό τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τήν ἔκπτωσή του ἀπό τήν οὐράνια κληρονομία καί τήν μακαριότητά του. Ὁ τρόπος αὐτός τῆς πραγματοποιήσεως τοῦ ἔργου τῆς θείας «οἰκονομίας» πρός τόν ἄνθρωπο, λόγῳ τῆς καταδυναστεύσεως τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἁμαρτία καί τά πάθη καί τόν θάνατο καί τῆς ἀχρειώσεώς της, ἐκλαμβάνεται ὡς ὁ πλέον πρόσφορος γιά τόν ἀφανισμό τοῦ θανάτου καί γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Παρόλον ὅτι, δηλαδή, θά μποροῦσε νά εἶχε πραγματωθεῖ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί μέ ἄλλο τρόπο ἤ ὁδό, παρά ταῦτα τό ἔργο τῆς θείας «οἰκονομίας» γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἔπρεπε κατά τόν Γρηγόριο νά γίνει κατά τρόπο πού νά φανερώνεται ἡ φιλανθρωπία καί ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καί νά μήν ἐκλαμβάνεται ὡς ἀντίθετο πρός τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.
Καταγράφεται, ἐξ ἄλλου, στήν ἑνότητα αὐτή ἡ ἑρμηνευτική ἀντίληψη τοῦ Γρηγορίου ὅτι ἡ δικαιοσύνη καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ πού ἐκδηλώθηκαν στό ἔργο τῆς θείας πρός τόν ἄνθρωπο «οἰκονομίας» καταδεικνύουν τήν διά τοῦ ἁγιογραφικῶς μαρτυρούμενου «λύτρου» προσφορά ἀνταλλάγματος πρός τόν ἐχθρό τοῦ ἀνθρώπινου γένους διάβολο γιά τήν λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν κυριαρχία καί τήν καταδυνάστευση αὐτοῦ. Σημειώνεται, ἐπίσης, ὅτι γιά τήν ἀπαλλαγή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν φθοροποιό ἁμαρτία καί γιά τήν σωτηρία του ἦταν ἀναγκαῖο νά διέλθει ὁ ἐνανθρωπήσας Λόγος κατά τό ἀνθρώπινον αὐτοῦ δι' ὅλων τῶν σημείων καί καταστάσεων τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ἔτσι, μέ τήν ἐκδήλωση τῆς οἰκτίρμονος αὐτῆς διαθέσεως καί τοῦ φιλάνθρωπου αὐτοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ πρός τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο, διά τῶν ὁποίων ὁ Θεός ἐπετέλεσε τήν λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν δουλεία τῆς ἁμαρτίας, πραγματοποιήθηκε ἐν χρόνῳ στό πρόσωπο τοῦ προαιωνίως συνυπάρχοντος μέ τόν Πατέρα Λόγου ἡ ἕνωση τῆς θείας φύσεως μέ τήν ἀνθρώπινη φύση, τήν ἀποτελούμενη ἀπό τήν λογική ψυχή, μαζί μέ τίς προσδιοριστικές ἰδιότητες καί λειτουργίες της, καί ἀπό τό σῶμα3.
Ἡ πρώτη αὐτή ἑνότητα διαλαμβάνει ὡσαύτως τήν παρουσίαση τῶν βασικῶν καί οὐσιωδῶν σημείων τῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου περί τοῦ ἀρρήτου καί ἀφράστου μυστηρίου τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, κατά τό ὁποῖο, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία αὐτή τοῦ Γρηγορίου, κατανοεῖται καί πρεσβεύεται ὁ σαρκωθείς Λόγος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὡς μεσίτης τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων πρός ἀνακαίνιση τῆς κατερειπωμένης ἀπό τήν ἁμαρτία καί τά πάθη ἀνθρώπινης φύσεως καί πρός ἀποκατάσταση τῆς δοξολογικῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό πού διακόπηκε διά τῆς «ἀρχαίας» παραβάσεως. Τονίζει δέ ὅτι διά τῆς προσλήψεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ἀπό τόν Θεό Λόγο πραγματοποιήθηκε ἡ θέωση τῆς «ἀπαρχῆς τοῦ φυράματος», προκειμένου νά συντελεσθεῖ ὁ «συναγιασμὸς» καί ἡ «συναποθέωσις» «ὅλου τοῦ φυράματος», δηλαδή τῆς φύσεως τῶν ἀνθρώπων. Σημειώνεται ἐπιπροσθέτως ὅτι μέ τό ἔργο τῆς κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ Λόγου, πού συντελέσθηκε κατά τόν προσήκοντα γιά τήν εὐεργεσία τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου χρόνο, πραγματοποιήθηκε ἡ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπινου γένους ἀπό τήν κυριαρχία καί τήν καταδυνάστευση τῆς ἁμαρτίας, τῶν παθῶν, τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, πού εἰσῆλθαν σέ αὐτό διά τῆς διαπράξεως τῆς παρακοῆς τῆς δοθείσης ὑπό τοῦ Θεοῦ ἐντολῆς ἐκ μέρους τῶν προπατόρων.
Ἡ δεύτερη ἑνότητα τοῦ Ἐπιμέτρου διαλαμβάνει τήν παρουσίαση τῶν βασικῶν καί κυριοτέρων σημείων τῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου Νύσσης περί τοῦ προσώπου τοῦ σαρκωθέντος Λόγου, ἡ ὁποία ἀναδεικνύεται κατά τήν ἑρμηνευτική προσέγγιση ἀπό τόν ἱερό πατέρα τοῦ μυστηρίου τῆς κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ Λόγου, πού συνιστᾶ τήν «κατάβασιν» αὐτοῦ πρός τήν ταπεινότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, καί διά τῆς ὁποίας ἐπιτεύχθηκε ἡ σωτηρία τῆς ἀχρειωθείσης μέ τήν «ἀρχαίαν» παράβαση φύσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ προβαλλόμενη αὐτή σωτηριολογική συνάρτηση θεωρεῖται ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης εὐνόητη, διότι ἡ ἐπιζητούμενη ὀρθή κατανόηση τῆς ἔννοιας τῆς σωτηρίας τοῦ διά τῆς παρακοῆς πεσόντος ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ἐπιτελέσθηκε μέ τήν διὰ σαρκὸς «ἐπιδημίαν» τοῦ Λόγου, προϋποθέτει ἀναμφιβόλως τήν ὀρθή ἀντίληψη τῆς ἔννοιας τοῦ προσώπου τοῦ λυτρωτῆ καί σωτήρα τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐνανθρωπήσαντος δηλαδή Θεοῦ Λόγου.
Τονίζεται, ἔτσι, στήν ἑνότητα αὐτή ὅτι ἐνδεικτική αὐτῆς τῆς σωτηριολογικῆς συναρτήσεως τῆς διδασκαλίας περί τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ σαρκωθέντος Λόγου, μέ τήν διδασκαλία περί τῆς ἀποκαταστάσεως καί ἐπανόδου τοῦ ἀνθρώπου στήν προπτωτική του κατάσταση, εἶναι ἡ διατυπωμένη διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου ἀφ' ἑνός μέν περί τοῦ τρόπου τῆς ἑνώσεως στό πρόσωπο τοῦ Λόγου τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καί περί τῶν εὐεργετικῶν γιά τήν ἀνθρωπότητα συνεπειῶν πού ἀπορρέουν ἀπό τήν ἕνωση αὐτή, δηλαδή ἀπό τήν σάρκωση τοῦ Λόγου, ἀφ' ἑτέρου δέ περί τῶν θεολογικῶν συνεπειῶν γιά τόν ἄνθρωπο πού προκύπτουν ἀπό τήν ἐσφαλμένη κατανόηση καί ἑρμηνεία καί διατύπωση τοῦ μυστηρίου τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Εἰδικότερα, παρατίθεται ἡ διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου περί τῆς ἐν χρόνῳ προσλήψεως καί «ἐνδύσεως» τῆς ἀνθρώπινης φύσεως4 ἀπό τόν ἀιδίως συνυπάρχοντα μέ τόν Πατέρα Λόγο, ἡ ὁποία προβάλλεται ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης ὡς κεφαλαιώδους καί καθοριστικῆς σημασίας προϋπόθεση γιά τήν ἀπλανῆ καί ἀσφαλῆ κατανόηση τοῦ σωτηριώδους γιά τόν ἄνθρωπο ἔργου τῆς κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ Λόγου5. Στό πλαίσιο τῆς παραθέσεως αὐτῆς τῆς διδασκαλίας τοῦ ἱεροῦ πατρός καταγράφεται ἡ διατυπωμένη δογματική ἄποψή του περί προσλήψεως ἀπό τόν Θεό Λόγο κατά τήν ἐνανθρώπησή του ὁλόκληρης καί ἀκέραιης τῆς συνιστάμενης ἐκ λογικῆς ψυχῆς καί σώματος ἀνθρώπινης φύσεως πλήν ἁμαρτίας, καθόσον ἐνδεχόμενη ἀμφισβήτηση τῆς ἀκεραιότητας τῆς προσληφθείσης ἀπό τόν σαρκωθέντα Λόγο ἀνθρώπινης φύσεως θά ἐπέφερε ἀναμφισβητήτως σοβαρές σωτηριολογικές συνέπειες γιά τόν ἄνθρωπο6.
Στήν συνέχεια τῆς ἑνότητας αὐτῆς σημειώνεται ὁ τονισμός ἀπό τόν Γρηγόριο τοῦ ἀτομικοῦ χαρακτήρα τῆς προσληφθείσης ἀπό τόν Λόγο ἀνθρώπινης φύσεως, πού ὑποδεικνύεται ἀπό τήν ἐπιτελούμενη ἀπό αὐτόν θεώρηση τῆς προσληφθείσης ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Λόγου ὡς «ἀπαρχῆς»7 τῆς θεώσεως ὁλόκληρου τοῦ «φυράματος» τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων. Γίνεται ἀκολούθως παρουσίαση τῆς διατυπωμένης διδασκαλίας τοῦ ἱεροῦ πατρός περί τῆς ἀναμαρτησίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κατά τήν ἀνθρωπότητά του, ἡ ὁποία τυγχάνει φυσική καί ὀντολογική καί ἐπ' οὐδενί πρέπει νά θεωρηθεῖ ὡς ἀποτέλεσμα μιᾶς ἠθικῆς τελειώσεως καί προκοπῆς στό ἀγαθό.
Διαλαμβάνει, ἐπίσης, ἡ ἑνότητα αὐτή τήν παράθεση τῆς διδασκαλίας τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης περί τοῦ ὑπερφυοῦς μυστηρίου τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων, κατά τήν ὁποία τονίζει ὁ ἱερός πατήρ τήν «ἀνάκρασιν» μέ τόν Λόγο τῆς προσληφθείσης ἀπό αὐτόν ἀνθρώπινης φύσεως καί τήν ἀσύγχυτη ὕπαρξη καί ἐκδήλωση τῶν ἰδιωμάτων τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων, καθώς καί τήν μετάβαση καί ἀπόδοση τῶν ἰδιωμάτων αὐτῶν στό ἕνα καί τό αὐτό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου. Κατά τήν ἰδιαίτερη, τέλος, ἀναφορά στήν διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου περί τῆς «ἀνακράσεως» αὐτῆς ἐπισημαίνεται ὅτι, σύμφωνα μέ τήν ἀποτυπωμένη αὐτή διδασκαλία, κατά τήν «ἀνάκρασίν» της μέ τήν θεία φύση ἡ προσληφθεῖσα ἀπό τόν Λόγο ἀνθρώπινη φύση «μετεποιήθη» διά τῆς ἑνώσεώς της μέ τήν θεία φύση τοῦ Λόγου, ἐφόσον ἡ προσληφθεῖσα ἀπό τόν Λόγο ἀνθρώπινη φύση «ἀνελήφθη πρὸς τὸ ἐπικρατοῦν καὶ ὑπερέχον», δηλαδή πρός τήν θεία φύση τοῦ Λόγου8.










1 Ὡς πρός τό θέμα τῆς χρησιμοποιήσεως ἀπό τόν ἐπίσκοπο Νύσσης γιά τόν «κατ' εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργηθέντα ἄνθρωπο τῶν ὅρων «ὁμοίωμα» καί «ἀπεικόνισμα» τοῦ «ἀκηράτου κάλλους» καί τῆς «ἀιδίου ζωῆς», βλ., ἐνδεικτικῶς, Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 12, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 347,19-348,9 (=PG 44, 1020C): «ἐκ δὲ τῶν λίαν καλῶν ἦν καὶ ὁ ἄνθρωπος· μᾶλλον δὲ πλεῖον τῶν καλῶν κεκοσμημένος τῷ κάλλει. τί γὰρ ἄν ἕτερον οὕτως εἴη καλὸν, ὡς τὸ τοῦ ἀκηράτου κάλλους ὁμοίωμα;...ἀλλὰ τῆς ἀϊδίου ζωῆς ἀπεικόνισμα ὤν καί ὁμοίωμα, καλὸς ἦν ὡς ἀληθῶς καί λίαν καλὸς, τῷ φαιδρῷ τῆς ζωῆς χαρακτῆρι καλλωπιζόμενος». Βλ., ἐπίσης, Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 1, P.Alexander, GNO, τ.5, 284,18-20 (=PG 44, 624Β). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 2, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 29,7-10 (=PG 44, 1145D).
2 Ἀπό τόν μεγάλο ἀριθμό χωρίων ἀπό τά συγγράμματα τοῦ Γρηγορίου, πού ἀναφέρονται στήν διδασκαλία του γιά τήν διά τοῦ ἔργου τῆς κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ Λόγου «υἱοθεσίαν» τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, βλ., ἐνδεικτικῶς, Περὶ τελειότητος, W. Jaeger, GNO, τ.8,1, 206,1-9 (=PG 46, 280ΑΒ): «τούτου χάριν τὴν ἀπαρχὴν τῆς κοινῆς φύσεως ἀναλαβὼν, διὰ ψυχῆς καὶ σώματος, ἁγίαν ἐποίησε, πάσης κακίας ἀμιγῆ τε καὶ ἀπαράδεκτον αὐτὴν ἐν ἑαυτῷ διασώσας· ἵνα ταύτην ἀναθεὶς, διὰ τῆς ἀφθαρσίας, τῷ πατρὶ τῆς ἀφθαρσίας, συνεπισπάσηται δι’ αὐτῆς πᾶν τὸ συγγενὲς κατὰ τὴν φύσιν αὐτῇ καὶ ὁμόφυλον καὶ προσδέξηται τούς ἀποκηρύκτους εἰς τὴν υἱοθεσίαν καὶ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν τῆς θεότητος αὐτοῦ μετουσίαν». Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 2, W. Jaeger, GNO, τ.2, 45,14-46,10 (=PG 45, 609ΑC). Ὅπ.π. 42,22-28 (=PG 45, 605C). Ὅπ.π., τόμος 10, 294,9-16 (=PG 45, 889C). Πρὸς τοὺς βραδύνοντας εἰς τὸ Βάπτισμα, PG 46,416C. Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 29,18-31 (=PG 44, 1148Α). Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 7, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 151,5-20 (=PG 44, 1280BC). Ὅπ.π. 151,27-28 (=PG 44,1281Α).
3 Σχετικῶς μέ τήν διατυπωμένη διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου περί τῆς ἑνώσεως τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης φύσεως στό πρόσωπο τοῦ Λόγου, βλ., ἐνδεικτικῶς, Ἐπιστολὴ 3, G. Pasquali, GNO, τ.8,2, 23,27-31 (=PG 46, 1020C). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 224,17-19 (=PG 45, 1256C). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 386,6-9,10-11 (=PG 45, 545CD). Ὅπ.π., 388,24-389,1 (=PG 45,549Α). Πρὸς Θεόφιλον, Κατὰ Ἀπολιναριστῶν, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 124,21-125,10 (=PG 45, 1273D-1276Α). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 3, W. Jaeger, GNO, τ.2, 130,11-25 (=PG 45, 705ΑΒ). Ὅπ.π., τόμος 10, W. Jaeger, GNO, τ.2, 300,15-27 (=PG 45, 897ΑΒ).
4 Βλ., ἐνδεικτικῶς, Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 13, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 381,16-19 (=PG 44, 1048Α). Ὅπ.π., 384,17-18 (=PG 44, 1049Β). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 152,2-7 (=PG 45, 1153Α). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 386,6-11 (=PG 45, 545CD). Ὅπ.π., 388,24-389,1 (=PG 45, 549Α). Ὅπ.π., 388,11-15 (=PG 45, 548D). Πρὸς Συμπλίκιον, Περὶ πίστεως, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 62,20-63,1 (=PG 45, 137Β).
5 Περί τῆς προβαλλόμενης αὐτῆς θεολογικῆς ἀντιλήψεως τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, βλ., ἐνδεικτικῶς, Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 165,28-168,25 (=PG 45, 1172C-1176C). Ὅπ.π., 194,28-195,14 (=PG 45, 1213ΒC). Ὅπ.π., 206,27-207,28 (=PG 45, 1232ΑC). Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 1, W. Jaeger, GNO, τ.2, 22,24-23,14 (=PG 45, 584D-585A). Πρὸς Θεόφιλον, Κατὰ Ἀπολιναριστῶν, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 125,11-126,3 (=PG 45, 1276ΑΒ).
6 Σχετικῶς μέ τήν δογματική αὐτή ἄποψη τοῦ Γρηγορίου περί τῆς προσλήψεως ἀπό τόν Θεό Λόγο ὁλόκληρης καί ἀκέραιης τῆς ἐκ λογικῆς ψυχῆς καί σώματος ἀνθρώπινης φύσεως, καί περί τῆς ἀναδείξεως σωτηριολογικῶν συνεπειῶν γιά τόν ἄνθρωπο ἀπό ἐνδεχόμενη ἀμφισβήτηση ἤ ἄρνηση τῆς διδασκαλίας αὐτῆς, βλ. Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 386,9-14 (=PG 45, 545CD). Ὅπ.π., 312,1-20 (=PG 45, 465Α-468Α). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 145,24-146,5 (=PG 45, 1144D-1145A). Ὅπ.π., 164,28-165,7 (=PG 45, 1172ΑΒ). Ὅπ.π., 172,22-30 (=PG 45, 1181ΑΒ). Ὅπ.π., 177,15-22 (=PG 45, 1188CD).
7 Περί τῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου γιά τήν πρόσληψη ἀπό τόν Θεό Λόγο ὅλης τῆς ἀτομικῆς ἀνθρώπινης φύσεως καί γιά τήν ἕνωση αὐτῆς μέ τήν θεία φύση στό πρόσωπο αὐτοῦ πρός ἐπιτέλεση τῆς σωτηρίας τοῦ διά τῆς παρακοῆς πεσόντος στήν ἁμαρτία καί στά πάθη ἀνθρώπου, βλ., ἐνδεικτικῶς, Εἰς τὸ, ὅταν ὑποταγῇ αὐτῷ τὰ πάντα, J.K.Downing, GNO, τ.3,2, 14,7-17 (=PG 44, 1313Β). Ὅπ.π., 16,13-20 (=PG 44, 1316ΑΒ). Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 81C. Ἀντιρρητικὸς πρὸς τὴν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 374,16-17 (=PG 45, 533A). Περὶ τελειότητος,W. Jaeger, GNO, τ.8,1, 205,19-21 (=PG 46, 280A). Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 7, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 201,13-14 (=PG 44, 1048Α).
8 Περί τῆς δογματικῆς αὐτῆς ἑρμηνευτικῆς ἀπόψεως τοῦ Γρηγορίου Νύσσης βλ., Κατὰ Εὐνομίου τοῦ τρίτου λόγου, τόμος 3, W. Jaeger, GNO, τ.2, 132,27-133,4 (=PG 45, 708C). Ὅπ.π., 130,14-18 (=PG 45, 705Β). Ὅπ.π.,133,5-11 (=PG 45, 708CD). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 201,10-24 (=PG 45,1221D-1224A). Πρὸς Θεόφιλον, Κατὰ Ἀπολιναριστῶν,F.Mueller, GNO, τ.3,1, 126,17-127,4 (=PG 45, 1276CD).