ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τό ζήτημα τοῦ ἑρμηνευτικοῦ προσδιορισμοῦ τῆς φύσεως τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, καθώς καί τῶν σοβαρῶν καί ὀδυνηρῶν συνεπειῶν πού ἀναδείχθηκαν ἀπό αὐτό γιά τόν ἄνθρωπο, ἀπετέλεσε, ὡς ἐκ τῆς φύσεώς του, καί ὅπως ἦταν ἑπόμενο, ἀντικείμενο ἰδιαίτερης καί ἐπισταμένης θεολογικῆς ἐνασχολήσεως καί ἐπεξεργασίας ἐκ μέρους τοῦ Γρηγορίου Νύσσης.
Ἡ διαπίστωση τῆς τραγικότητας τῆς καταστάσεως στήν ὁποία περιῆλθε ὁ ἄνθρωπος μέ τήν διά τῆς παρακοῆς πτώση αὐτοῦ, καί ἡ ὁποία συνίσταται στήν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό καί στήν ταλαιπωρούμενη ἀπό τό κακό, τήν ἁμαρτία, τά πάθη, τήν φθορά καί τόν θάνατο ζωή του, κατά σαφῆ ἀντιδιαστολή καί ἀναντιστοιχία πρός τήν ἀποτύπωση τῆς βιωθείσης ἀπό τόν «κατ' εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργηθέντα ἄνθρωπο πρώτης μακαριότητάς του1, ὤθησε τόν Γρηγόριο νά ἐπιδείξει κατά τήν ἔκθεση τῆς θεολογικῆς διδασκαλίας του ἰδιαίτερο πράγματι ἐνδιαφέρον γιά τήν ἑρμηνευτική θεώρηση καί ἀποτύπωση τόσο τῆς φύσεως τοῦ διαπραχθέντος προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ὅσο καί τῶν ὀλεθρίων γιά τόν ἄνθρωπο ἐπιπτώσεων πού προέκυψαν ἀπό αὐτό, καθώς καί γιά τήν συνακόλουθη ἀνάδειξη τῆς διδασκαλίας περί τοῦ προαιώνιου μυστηρίου τῆς κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὡς σωτηριώδους «συγκαταβάσεως» αὐτοῦ πρός τήν ἀσθενήσασα καί ἀχρειωθεῖσα διά τῆς παρακοῆς φύση τοῦ ἀνθρώπου πρός ἐπιτέλεση τῆς ἐπαναφορᾶς του στήν κοινωνία του μέ τόν Τριαδικό Θεό καί τῆς ἐπαναποκτήσεως τῆς πρώτης μακαριότητάς του.
Ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης ἐντάσσει στήν διατυπωμένη θεολογική διδασκαλία του, τῆς ὁποίας κεντρικό σημεῖο συνιστοῦν ὁμολογουμένως οἱ ἐκτιθέμενες ἀπόψεις του περί τῆς κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ2, τήν λεπτομερῆ διερεύνηση καί ἔκθεση τῶν προσδιοριστικῶν στοιχείων τόσο τῆς «κατ' εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργηθείσης φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο καί τῆς φύσεως τοῦ διαπραχθέντος προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, καθώς ἐπίσης καί τῶν ὀδυνηρῶν γιά τόν ἄνθρωπο συνεπειῶν πού ἀπέρρευσαν ἀπό αὐτό, οἱ ὁποῖες διέπουν καί χαρακτηρίζουν τήν μεταπτωτική φύση τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Ἀπό τήν ὅλη θεώρηση τῆς ἀποτυπωμένης στό συγγραφικό ἔργο τοῦ ἱεροῦ πατρός θεολογικῆς του διδασκαλίας καθίσταται κατά σαφῆ τρόπο ἀντιληπτό ὅτι ὁ Γρηγόριος ἐπιδεικνύει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιά τήν ἐπισήμανση καί ἀνάδειξη τῶν ἀπορρεόντων ἀπό τήν «ἀρχαίαν» παράβαση ὀλεθρίων ἐπακολούθων, τῶν ὁποίων τήν ἐμπειρία ὁ μεταπτωτικός ἄνθρωπος βιώνει ἀπό τῆς πτώσεώς του συνεχῶς.
Ἐπιλαμβανόμενος ὁ Γρηγόριος τῆς διερευνήσεως καί τῆς καταγραφῆς τῆς ὑπάρξεως τῆς δυνατότητας ἐπαναποκτήσεως ἀπό τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο τῆς ἀπολεσθείσης κληρονομίας τῶν θείων ἀγαθῶν καί δωρεῶν καί τῆς πρώτης μακαριότητάς του, τονίζει μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση στήν ἐνδιαφέρουσα σχετική διδασκαλία του ὅτι ἡ ἐπαναπόκτηση αὐτή κατέστη δυνατή ἀποκλειστικῶς διά τοῦ ἐπιτελεσθέντος ἔργου τῆς κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ Λόγου, πού τυγχάνει στήν διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ πατρός τό κεντρικό καί θεμελιῶδες σημεῖο καί στοιχεῖο τῆς σωτηρίας καί τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, τό διά τῆς παρακοῆς συντελεσθέν προπατορικό ἁμάρτημα καί οἱ ἀναδειχθεῖσες ἀπό αὐτό ἐπαχθεῖς καί ὀδυνηρές συνέπειες γιά τόν ἄνθρωπο συνιστοῦν κατά τόν Γρηγόριο προϋπόθεση ὀρθῆς θεολογικῆς κατανοήσεως καί ἀποτυπώσεως τῆς βιούμενης ἀπό τό ἀνθρώπινο γένος μεταπτωτικῆς του καταστάσεως, καθώς καί τῆς ἐπανόδου του στήν προπτωτική του κατάσταση μέσῳ τῆς διά σαρκός «ἐπιδημίας» τοῦ Λόγου. Καί τοῦτο, διότι κατά τόν Γρηγόριο ἡ ὀρθή κατανόηση τῶν ἐκφερομένων θεολογικῶν ἑρμηνευτικῶν ἀντιλήψεων, ὑπό τήν ἔννοια τῆς ὀρθῆς θεολογικῆς ἀποτυπώσεως τοῦ νοήματος τῶν διατυπουμένων ἀπόψεων καί ἐκφράσεων, συντελεῖ στήν κατανόηση τῆς δι' αὐτῶν ἐκφραζόμενης ἔννοιας τῆς σωτηρίας τoῦ ἀνθρώπου3, ἡ ὁποία συνιστᾶ καί τήν πραγμάτωση τῆς κοινωνίας τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου μέ τόν δημιουργήσαντα αὐτόν Τριαδικό Θεό.
Ἀφορμή τῆς ἐνασχολήσεώς μας μέ τήν διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου Νύσσης περί τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί τῶν συνεπειῶν αὐτοῦ ἔδωσε ἡ κατανόηση τῆς σπουδαιότητας τήν ὁποία ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης ἀποδίδει στήν θεματική αὐτή ἑνότητα τῆς ἀνθρωπολογικῆς του διδασκαλίας καί ἡ ἀντίληψη τῆς ἰδιαίτερης ἐπιμέλειας μέ τήν ὁποία αὐτός ἐκθέτει τήν σχετική διδασκαλία του. Ἡ ἔκθεση αὐτῆς τῆς διδασκαλίας ἀπό τόν Γρηγόριο, ἡ ὁποία ἐπιτελεῖται κατά τρόπον προσιδιάζοντα στήν ἑρμηνευτική μεθοδολογία καί ἐπεξεργασία τοῦ ἱεροῦ πατρός, συνιστᾶ μία ἀναλυτική καί ἐπισταμένη ἑρμηνεία καί ἀποτύπωση τῆς δογματικῆς διδασκαλίας περί τῆς διά τῆς παρακοῆς συντελεσθείσης πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς διά τοῦ ἔργου τῆς θείας «οἰκονομίας» πραγματωθείσης ἀνορθώσεως αὐτοῦ καί ἐπαναφορᾶς του στήν σχέση κοινωνίας του μέ τόν Τριαδικό Θεό, πού λαμβάνει χώρα ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας τόν σωτηριώδη χαρακτήρα ἐξαίρει συνεχῶς ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης4. Ἡ κεφαλαιώδης, ἐξ ἄλλου, θεολογική σημασία πού ἀποδίδεται ἀπό τόν Γρηγόριο ἀφ’ ἑνός μέν στήν ἀνάδειξη τῶν ἐπιπτώσεων, πού προέκυψαν ἀπό τό γεγονός ὅτι ἐνέδωσε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος στόν ἐκ μέρους τοῦ διαβόλου προβληθέντα πειρασμό καί στήν παρακίνησή του σέ παρακοή τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ἀφ’ ἑτέρου δέ στήν ἀνάδειξη τῆς δυνατότητας ἄρσεως τῶν ἐν λόγῳ συνεπειῶν κατά τρόπον μοναδικό διά τοῦ ἔργου τῆς κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ Λόγου μέ τήν πρόσληψη ἀπό αὐτόν τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ἐμφαίνεται ἐπίσης ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ διδασκαλία του αὐτή, χωρίς νά εὑρίσκεται ἀποκλειστικῶς σέ συγκεκριμένη πραγματεία τοῦ ἱεροῦ πατρός, ἐκτίθεται σέ ὅλο τό συγγραφικό του ἔργο.

Ἐνδείκνυται νά σημειωθεῖ ὅτι γενικά σημεῖα περί τῶν συνθηκῶν διαπράξεως τῆς παρακοῆς πρός τόν Θεό, καθώς καί περί τῆς φύσεως τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί περί τῶν συνεπειῶν αὐτοῦ γιά τόν ἄνθρωπο ἔχουν διατυπωθεῖ στήν πρό τοῦ Γρηγορίου Νύσσης ἀποτυπωμένη θεολογική γραμματεία ἀπό τόν Θεόφιλο Ἀντιοχείας, τόν Εἰρηναῖο Λυῶνος, τόν Ὠριγένη, τόν Μ. Ἀθανάσιο, τόν Μ. Βασίλειο καί τόν Γρηγόριο τόν Θεολόγο. Συγκεκριμένως, κατά τόν Θεόφιλο Ἀντιοχείας, ἀρχικῶς, ἐπειδή ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο κατά τρόπον ὥστε νά εἶναι ἐξ ἴσου «δεκτικὸς» τῶν καταστάσεων τόσο τῆς ἀθανασίας ὅσο καί τῆς θνητότητας5 ἀναλόγως πρός τήν στροφή τῆς προαιρέσεώς του6, ἡ δοθεῖσα στούς προπάτορες ἀπό τόν Θεό ἐντολή συνιστοῦσε γι' αὐτούς «ἀφορμὴν προκοπῆς», ἡ ὁποία ἀποσκοποῦσε στήν «αὔξησιν» καί τήν «τελείωσιν» τοῦ ἀνθρώπου, προκειμένου αὐτός, διά τῆς ἀποκτήσεως τοῦ θείου χαρακτηριστικοῦ γνωρίσματος τῆς «ἀϊδιότητος», νά ἀναδειχθεῖ «θεὸς»7. Ἡ αἰτία, συνεπῶς, τῆς ἐπιδόσεως ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο τῆς ἐντολῆς τῆς μή βρώσεως τοῦ καρποῦ τοῦ «ξύλου τῆς γνώσεως» ἀποδίδεται κατά τόν Θεόφιλο στήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου «τὴν γνῶσιν κατ΄ ἀξίαν χωρεῖν», δηλαδή στήν κατάσταση τῆς πνευματικῆς νηπιότητάς του8. Ἡ πνευματική του δέ αὔξηση καί ἐνηλικίωση θά καθίστατο κατά τόν Θεόφιλο Ἀντιοχείας δυνατή καί θά ἐπραγματοποιεῖτο διά τῆς πνευματικῆς ἀσκήσεως τῆς δοκιμασίας τῆς τηρήσεως τῆς ἀπαγορευτικῆς ἐντολῆς9. Ἔτσι, πρόξενος καί ὑπαίτιος τῆς κυριαρχίας ἐπί τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων τῆς καταστάσεως τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου δέν θεωρεῖται ἀπό τόν Θεόφιλο Ἀντιοχείας ὁ «καλὸς» καρπός τοῦ «ξύλου τῆς γνώσεως» ἀλλά ἡ διά τῆς διαπράξεως ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς παρακοῆς τῆς θείας ἐντολῆς ἀποτυχία του νά γίνει «τέλειος», κατά τήν ὁποία αὐτὸς κατέστη «αἴτιος τοῦ θανάτου αὐτοῦ»10. Πρέπει, βεβαίως, νά τονισθεῖ στό σημεῖο αὐτό ὅτι ἀναδεικνύεται στήν διατυπωμένη αὐτή διδασκαλία τοῦ Θεοφίλου Ἀντιοχείας ζήτημα ἑρμηνευτικῆς αἰτιολογήσεως καί κατανοήσεως τῆς ἀποδόσεως τῆς διά τῆς παρακοῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου στήν ἐσφαλμένη χρήση τοῦ δοθέντος σέ αὐτόν «αὐτεξουσίου»· καί τοῦτο, διότι στήν κατάσταση τῆς νηπιότητας, στήν ὁποία εὑρισκόταν ὁ Ἀδάμ κατά τήν διαβίωσή του στόν παραδείσιο χῶρο, δέν ἦταν προφανῶς δυνατόν νά νοηθεῖ ἄσκηση καί χρήση ἐκ μέρους του τοῦ «αὐτεξουσίου»11.
Ἡ ἀπόδοση τοῦ χαρακτηρισμοῦ τοῦ «νηπίου» στόν προπάτορα Ἀδάμ ἀπαντᾶ ἐπίσης στήν διδασκαλία τοῦ Εἰρηναίου Λυῶνος, ἀπό τόν ὁποῖο ὁ ὅρος αὐτός χρησιμοποιεῖται, προκειμένου νά ἀποδοθεῖ λεκτικῶς καί νά ἐκφρασθεῖ ἡ θεολογική του ἄποψη περί τῆς ἔννοιας τῆς προκοπῆς καί τῆς αὐξήσεως, πού χαρακτηρίζει ἐξ ἄλλου ὅλη τήν θεολογία του12. Ἔτσι, ὁ Θεός, ἄν καί μποροῦσε «παρασχεῖν τῷ ἀνθρώπῳ τὸ τέλειον»13, ἐδημιούργησε αὐτόν ἱκανό νά ἐπιτύχει τήν αὔξηση καὶ τήν πνευματική ἀκμή του14 καί τοῦ ἔδωσε τήν ἀπαγορευτική ἐντολή, προκειμένου διά τῆς ὑπακοῆς στόν Θεό νά πραγματοποιήσει ὁ ἄνθρωπος «διὰ τῆς ἐκλογῆς» του15 τήν ἠθική ἐξέλιξη καί τήν αὔξησή του16. Ἡ ἐκτιθέμενη, βεβαίως, ἄποψή του περί προοδευτικῆς τελειώσεως τοῦ ἀνθρώπου στήν πορεία του πρός ἕνωση μέ τόν Θεό, κατά τήν ὁποία διά τῆς παρεκκλίσεώς του καί διά τῆς ἀπορρίψεως τοῦ πνεύματος ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν Θεό, ἐπ' οὐδενί σημαίνει τήν ἀποδοχή ἀπό τόν Εἰρηναῖο τῆς ἀπόψεως περί τῆς πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἐκ φύσεως ἀτελοῦς, ἀφοῦ μία τέτοια ἀντίληψη θά ὁδηγοῦσε ἀσφαλῶς στήν ἀπόδοση τῆς εὐθύνης τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό17.
Ἐνδιαφέρον, ἐπίσης, παρουσιάζουν σχετικῶς μέ τό ὑπό πραγμάτευση θέμα οἱ ἀνθρωπολογικές ἐκεῖνες ἀπόψεις τοῦ Ὠριγένη, σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες τά δημιουργηθέντα λογικά ὄντα, πού εἶχαν κοσμηθεῖ μέ τήν δωρεά τῆς ἐλευθερίας τῆς βουλήσεως18, δέν ὑπῆρξαν κατ' ἀρχήν οὔτε ἀγαθά οὔτε κακά, ἀφοῦ ἐκ φύσεως ἀγαθός εἶναι μόνο ὁ Θεός καί τό κακό χαρακτηρίζεται ὡς «οὐκ ὄν»19. Τά λογικά ὄντα, λοιπόν, ἄν καί ἔφεραν ὡς χαρακτηριστικό γνώρισμα ἀπό τήν ὑπό τοῦ Θεοῦ δημιουργία τους τήν δυνατότητα ἀφ' ἑνός μέν νά διακρίνουν τό ἀγαθό ἀπό τό μή ἀγαθό, ἀφ' ἑτέρου δέ εἴτε νά προοδεύσουν πνευματικῶς, ὁμοιάζοντα μέ τόν δημιουργό τους, εἴτε νά προτιμήσουν τό μή ἀγαθό, διέπραξαν τήν παράβαση τῆς ἀπομακρύνσεώς τους ἀπό τήν πηγή τῆς ἀγαθότητας καί ἀπό τήν αὐτοζωή, ἡ ὁποία ἐπέφερε τήν ἀπόρριψή τους ἀπό τόν Θεό20, τήν ἀπομάκρυνσή τους ἀπό αὐτόν, τήν ἀλλοίωσή τους καί τήν διαφοροποίησή τους σέ «ἀγγέλους, δαίμονας καί ψυχάς»21. Ἡ δημιουργία δέ τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου, καθώς καί τά ὑλικά σώματα, πού περιβάλλουν τίς ψυχές καί συνιστοῦν μαζί μέ αὐτές τήν ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου22, θεωροῦνται ἀπό τόν Ὠριγένη ὡς τά ἐπακόλουθα αὐτῆς τῆς παραβάσεως23, τά ὁποῖα ἐκλαμβάνονται ἀπό αὐτόν ὡς ἀνάλογα «πρός τήν ἁμαρτίαν τήν ὁποίαν εἶχον διαπράξει(=οἱ νόες) προκοσμίως»24.
Κατά τήν ἀφορῶσα, ὡσαύτως, στό προπατορικό ἁμάρτημα καί στήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου θεολογική θεώρηση καί διδασκαλία τοῦ Μ. Ἀθανασίου ὁ Θεός ἔπλασε τήν ἀνθρώπινη φύση ἱκανή νά κατέχει «τῆς ἰδίας(τοῦ Θεοῦ) ἀϊδιότητος ἔννοιαν καὶ γνῶσιν»25, χωρίς βεβαίως αὐτή νά εἶναι ἐκ φύσεως «ἱκανὴ ἐξ ἑαυτῆς γνῶναι τὸν δημιουργὸν, οὐδ' ὅλως ἔννοιαν λαβεῖν»26 αὐτοῦ. Ἡ εἰκόνα δέ τοῦ Θεοῦ, κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε, εἶναι κατά τόν ἱερό πατέρα τό στοιχεῖο ἐκεῖνο πού, ὅσο ὁ ἄνθρωπος θά διατηροῦσε «ἑαυτῷ συνὼν, ὡς γέγονεν ἐξ ἀρχῆς»27, θά ἐξασφάλιζε σέ αὐτόν τό «ὁρᾶν τὸν Θεὸν καὶ ὑπ' αὐτοῦ φωτίζεσθαι»28. Ἀντ' αὐτοῦ, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος, «κατολιγωρήσας» καί «ὀκνήσας», ἐπέλεξε νά στρέψει τήν διανοητική του ἱκανότητα στόν ἑαυτό του καί νά ἐκδηλώσει τήν ἐπιθυμητική του διάθεση γιά τό ἐξ ὕλης κατασκευασμένο σῶμα του καί γιά τίς αἰσθήσεις του29. Χωρίς νά προβαίνει, ἐν τούτοις, ὁ Μ. Ἀθανάσιος περαιτέρω σέ μία λεπτομερῆ ἀναζήτηση καί καταγραφή τῶν στοιχείων ἐκείνων πού συνθέτουν καί προσδιορίζουν τήν φύση τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἐπικεντρώνεται στήν ἐπισήμανση καί ἀνάδειξη τῶν ὀδυνηρῶν συνεπειῶν του καί καθιστᾶ σαφές ὅτι ἡ διάπραξη τῆς «παραβάσεως τῆς ἐντολῆς» ἐπέφερε τήν ἐπιστροφή τοῦ ἀνθρώπου στήν κατάσταση τοῦ «οὐκ ὄντος», σέ μία δηλαδή «κατὰ φύσιν» κατάσταση γι' αὐτόν30, ἡ ὁποία καθίσταται γι' αὐτόν ταυτόσημη τῆς ἀνυπαρξίας. Τό κακό, συνεπῶς, γιά τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας οὔτε εἶναι αὐθύπαρκτο οὔτε ὀφείλει τήν ἀρχή του στόν Θεό31.
Συναφής μέ τίς ὡς ἄνω ἐκτεθεῖσες ἀπόψεις εἶναι ἐπίσης ἡ σχετική μέ τό ὑπό πραγμάτευση θέμα ἀνθρωπολογική διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου, κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό ἱκανός νά στρέφει τήν ἐπιθυμητική του διάθεση πρός τόν ὄντως «ἀγαπητὸν» καί «ἀγαθὸν» Θεό32 καί ὡς ἐκ τούτου νά κατέχει ἐκ φύσεως τό μοναδικό προνόμιο τῆς ἀπολαύσεως τῶν θείων ἀγαθῶν διά τῆς μετοχῆς του σέ αὐτά καί νά διαβιώνει στόν παράδεισο ὡς «ἀρχαγγέλοις ὁμοδίαιτος»33. Ἐπειδή, ὅμως, κατά τόν ἱερό πατέρα, μόνο ὅ,τι γίνεται ἀπό τόν ἄνθρωπο διά τῆς δυνάμεως τῆς προαιρέσεώς του καί ὄχι ἐξ ἀνάγκης ἔχει ἀξία γιά τόν Θεό34, ἡ ὑπ' αὐτοῦ δοθεῖσα στούς προπάτορες ἀπαγορευτική ἐντολή ἀποσκοποῦσε νά ἀναδειχθεῖ σέ αὐτόν ἡ ἀρετή τῆς «ἐγκρατείας» καί νά δοκιμασθεῖ τό «ὑπήκοον» αὐτοῦ, ὥστε νά καταστεῖ ὁ ἄνθρωπος ἄξιος νά λάβει ἀπό τόν Θεό «τὰ τῆς ὑπομονῆς στέφανα»35. Ἡ βρώση, συνεπῶς, τῶν «ὡραίων καρπῶν» πού ἐφύοντο στό «ξύλον τῆς γνώσεως» τοῦ παραδείσου ὄχι μόνο δέν εἶχε γιά τόν ἄνθρωπο τό ἀναμενόμενο καί ἐπιζητούμενο ἀποτέλεσμα τῆς καταστάσεως καί θεωρήσεως αὐτοῦ ὡς «ὁμοίου τῷ Θεῷ»36, ἀλλά ἐπέφερε κατά τόν Μ. Βασίλειο τήν ἐπώδυνη συνέπεια τῆς «ἀλλοτριώσεώς» του ἀπό τόν Θεό καί τῆς εἰσόδου στήν ζωή του ἔκτοτε τοῦ θεωρούμενου καί λογιζόμενου ὡς μή ὀντολογικῶς ὑπάρχοντος 37 κακοῦ38.
Ὡς «ἀρχὴ», λοιπόν, καί «ρίζα» τῆς ἁμαρτίας ἐπ' οὐδενί νοεῖται κατά τόν ἱερό πατέρα ὁ ἀγαθός Θεός39, ἀλλά σαφῶς ἐκλαμβάνεται ἀπό αὐτόν ὡς τέτοια ἡ ἐπίδειξη ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἀπερισκεψίας του νά στρέψει τήν ἐκ φύσεως προσαρμοσμένη σέ αὐτόν δύναμη τῆς προαιρέσεως καί τήν ὁρμή τῆς ἐπιθυμίας του ἀπό τό «νοητὸν κάλλος» στήν «πλησμονὴν τῆς γαστρὸς» καί νά ἀποστεῖ ἔτσι τῆς ὄντως ζωῆς, πού εἶναι ὁ Θεός40.
Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά ἀναφερθεῖ ἕνα ἰδιαίτερο σημεῖο τῆς σχετικῆς μέ τό προπατορικό ἁμάρτημα καί τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλίας τοῦ Μ. Βασιλείου, κατά τό ὁποῖο ὡς αἰτία τῆς στροφῆς τῆς διά τῆς ἀσκήσεως τοῦ «αὐτεξουσίου» του ἐπιθυμίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν κατά φύσιν ἀπόλαυση τῆς «αἰωνίου ζωῆς» στήν παρά φύσιν κατάσταση τῆς ἀποκοπῆς του ἀπό τήν «συνάφειαν» μέ τόν Θεό41 ὑποδεικνύεται ἀπό τόν ἱερό πατέρα ὁ κατά τήν ἄσκηση τοῦ «αὐτεξουσίου» καί διά τῆς ἀποκλίσεως τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό ἀγαθό ἐπισυμβαίνων κορεσμός ἀπό τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου «τῆς μακαρίας τέρψεως». Τό συναίσθημα αὐτό, κατακλύζοντας τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί καθιστώντας αὐτήν «νυσταγμῷ βεβαρημένην» καί ὀκνηρή καί νωθρή στήν ἀπόλαυση τῶν «νοητῶν» καί τῆς «θεωρίας τοῦ καλοῦ», ἐπιφέρει τήν ἀνάμειξή της μέ τίς ἀπολαύσεις τῆς ὕλης καί τῆς σαρκός42 καί ἐκλαμβάνεται, ἔτσι, ἀπό τόν Μ. Βασίλειο ὡς ἐπηρεάζον τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, κατά τήν ἐκ μέρους της ἄσκηση τοῦ «αὐτεξουσίου», νά ἀποστραφεῖ τό «νοητὸν κάλλος» καί τίς πνευματικές ἀπολαύσεις καί νά στραφεῖ πρός «τὸ τοῖς σαρκίνοις ὀφθαλμοῖς φανὲν τερπνὸν» καί πρός «τὴν πλησμονὴν τῆς γαστρὸς» καί πρός τίς ὑλικές καί σαρκικές ἀπολαύσεις43.
Παρεμφερεῖς ἀνθρωπολογικές ἀπόψεις μέ ἐκεῖνες τῶν μνημονευθέντων Πατέρων καί ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, πού ἀναφέρθηκαν παραπάνω, ἔχουν διατυπωθεῖ καί ἀπό τόν Γρηγόριο τόν Θεολόγο, οἱ ὁποῖες ἀποσκοποῦν στήν ἀνάδειξη τῆς ἰδιαίτερης θέσεως πού κατέχει ὁ ἄνθρωπος στήν κτιστή φύση ὡς «κατ' εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργηθείς, καθώς καί στήν προβολή τῶν στοιχείων ἐκείνων πού συνιστοῦν αὐτήν τήν «κατ' εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργηθεῖσα φύση τοῦ ἀνθρώπου, καί κατά τίς ὁποῖες διατυπώνονται βασικά σημεῖα πού ἀφοροῦν στήν διά τῆς παρακοῆς πτώση τοῦ ἀνθρώπου καί στίς συνακόλουθες συνέπειες αὐτῆς44. Κατά τίς ἐκτιθέμενες αὐτές ἀπόψεις τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ὡς κυριότερο καί οὐσιωδέστερο χαρακτηριστικό ἀπό τά στοιχεῖα ἐκεῖνα πού συνιστοῦν τήν «κατ' εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργηθεῖσα ἀνθρώπινη φύση θεωρεῖται ἀπό τόν ἱερό πατέρα τό «αὐτεξούσιον», μέ τό ὁποῖο κοσμήθηκε ἀπό τόν Θεό ἡ ἀνθρώπινη φύση, προκειμένου ἡ ἐπίτευξη τῆς μεθέξεως ἀπό τόν ἄνθρωπο τῶν θείων ἐνεργειῶν καί ἀγαθῶν καί δωρεῶν νά εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐλεύθερης ἐκλογῆς τῆς βουλήσεώς του, διά τῆς ἀσκήσεως τῆς δυνάμεως τῆς προαιρέσεώς του, καί τῆς προσπάθειας πού ὁ ἄνθρωπος θά καταβάλει, προκειμένου νά κατορθώσει νά καταστεῖ κοινωνός καί μέτοχος τῶν ἐνεργειῶν καί τῶν ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ. Καί τοῦτο, διότι κατά τήν ἑρμηνευτική ἀντίληψη τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «τὸ μὲν γὰρ ἐκ φύσεως ἀγαθὸν, ἀδόκιμον· τὸ δ' ἐκ προαιρέσεως, ἐπαινετὸν»45. Ἡ ἀπαγορευτική, συνεπῶς, ἐντολή, πού δόθηκε ἀπό τόν Θεό στούς προπάτορες νά μή γευθοῦν τόν καρπό τοῦ «ξύλου τῆς γνώσεως», συνιστοῦσε κατά τόν Γρηγόριο τόν «νόμον», πού δόθηκε ὡς «ὕλη τῷ αὐτεξουσίῳ» καί μέ τόν ὁποῖο ἡ δύναμη τῆς προαιρέσεως θά πραγματοποιοῦσε τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο τέθηκε ἐξ ἀρχῆς στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου46. Γίνεται, ἔτσι, σαφές ἀπό τήν σχετική διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ὅτι κατά τήν φύση του τό «ξύλον τῆς γνώσεως» δέν περιεῖχε τό κακό. Ἡ αἰτία, ἐξ ἄλλου, τῆς ὑποδείξεως τοῦ καρποῦ τοῦ «ξύλου τῆς γνώσεως» ἀπό τόν Θεό ὡς «μὴ προσαπτέου» ἐπ' οὐδενί θά ἦταν δυνατόν νά ἀποδοθεῖ στόν «φθόνο» τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο47, ἀλλά συνδέεται κατά σαφῆ τρόπο ἀπό τόν ἱερό πατέρα ἀφ' ἑνός μέν μέ τόν «φθόνο» τοῦ διαβόλου γι' αὐτόν, ἀφ' ἑτέρου δέ μέ τήν ἐπιρρεπῆ διάθεση πού ἐπέδειξαν οἱ προπάτορες στήν πρόκληση καί ὑπόδειξη αὐτοῦ γιά διάπραξη τῆς παραβάσεως τῆς θείας ἐντολῆς48.
Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά ἐπισημανθεῖ ἕνα χαρακτηριστικό στοιχεῖο τῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, κατά τό ὁποῖο ἡ ἀπαγορευτική ἐντολή, πού δόθηκε ἀπό τόν Θεό στούς προπάτορες, δέν εἶχε χαρακτήρα μόνιμο ἀλλά προσωρινό, ἀφοῦ ὁ συγκεκριμένος καρπός θά καθίστατο «μεταληπτὸς» καί «καλὸς» πρός βρώση ἀπό τούς προπάτορες στόν κατάλληλο χρόνο, ὅταν δηλαδή αὐτοί δέν θά εὑρίσκονταν πλέον σέ νηπιακή πνευματική κατάσταση, ἀλλά θά διατελοῦσαν σέ κατάσταση πού ἀφορᾶ τούς «τὴν ἕξιν τελεωτέρους»49. Καθίσταται, συνεπῶς, προφανές ὅτι στό «ξύλον» αὐτό «τῆς γνώσεως» ἀποδίδεται μέν ἀπό τόν Γρηγόριο ἡ ἰδιότητα τῆς μεταδόσεως γνώσεως, ἀλλά μόνο φυσικά στούς πνευματικῶς τέλειους.
Ἐνδείκνυται, ὡσαύτως, νά τονισθεῖ ὅτι ἀναφερόμενος ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στήν μετά τήν διάπραξη τῆς παρακοῆς περιένδυση τῶν προπατόρων διά τῶν «δερματίνων χιτώνων», τήν ὁποία θεωρεῖ ὡς συνέπεια τῆς πτώσεως αὐτῶν, προσδιορίζει ἑρμηνευτικῶς τούς «δερματίνους» αὐτούς «χιτῶνας» ὡς «ἴσως τὴν παχυτέραν σάρκα καὶ θνητὴν καὶ ἀντίτυπον»50. Χαρακτηρίζεται, ἐξ ἄλλου, ἀπό τόν ἴδιο ἱερό πατέρα ὁ θάνατος, ὁ ὁποῖος εἰσῆλθε στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἄμεση συνέπεια τῆς διά τῆς παρακοῆς πτώσεως αὐτοῦ, ὡς «κέρδος» γιά τόν πεσόντα ἄνθρωπο, καί ἐκλαμβάνεται ὡς «φιλανθρωπία» ἡ ἐπελθοῦσα στόν ἄνθρωπο «τιμωρία», ἐφόσον διά τοῦ θανάτου ἐπιτεύχθηκε γιά τόν ἄνθρωπο ἡ διακοπή τῆς ἁμαρτίας, ἔτσι ὥστε νά μήν καταστεῖ «ἀθάνατον τὸ κακὸν»51.

Ἡ ἐπιχειρούμενη στήν παροῦσα ἐργασία συστηματική ἔκθεση τῆς διατυπωμένης θεολογικῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου52 περί τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί τῶν συνεπειῶν αὐτοῦ, ὅπως αὐτή ἀναδεικνύεται ἀπό τήν ἑρμηνευτική διαπραγμάτευση καί ἑρμηνευτική ἐπεξεργασία τῶν συγγραμμάτων τοῦ ἱεροῦ πατρός, διαιρεῖται σέ δύο Μέρη καί Ἐπίμετρο. Ἐξ αὐτῶν τό πρῶτο Μέρος περιλαμβάνει τήν ἀναλυτική παρουσίαση τῆς διδασκαλίας τοῦ ἐπισκόπου Νύσσης περί τῆς ὑπό τοῦ Θεοῦ καί «κατ' εἰκόνα» αὐτοῦ δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, περί τῶν χαρακτηριζόντων αὐτόν διακριτικῶν στοιχείων καί προσδιοριστικῶν γνωρισμάτων τῆς φύσεώς του, τά ὁποῖα ἀπορρέουν ἀπό τό γεγονός τῆς κατασκευῆς του «κατ' εἰκόνα» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, καθώς καί περί τῆς λειτουργίας τῶν ἰδιωμάτων αὐτῶν κατά τήν κατάσταση διαβιώσεως τοῦ προπτωτικοῦ ἀνθρώπου στόν παραδείσιο τόπο. Ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ Γρηγορίου Νύσσης κρίθηκε ἀναγκαῖο καί σκόπιμο νά ἐκτεθεῖ, προκειμένου νά ἀναδειχθοῦν οἱ σχετικές ἑρμηνευτικές ἀπόψεις τοῦ ἱεροῦ πατρός πού ἀφοροῦν στήν ἑρμηνευόμενη καί ἀξιολογούμενη ἐκ μέρους του διαφοροποίηση τῆς μακάριας καί «ἀπαθοῦς» προπτωτικῆς καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου τόσο ἀπό τήν τραγικότητα πράγματι τῆς θέσεως στήν ὁποία περιῆλθε αὐτός διά τῆς ἐκ τῆς παρακοῆς πτώσεώς του καί διά τῆς ἀπώλειας τῆς κληρονομίας τῶν θείων δωρεῶν καί ἀγαθῶν, μέ τά ὁποῖα εἶχε προικισθεῖ κατά τήν ὑπό τοῦ Θεοῦ δημιουργία του, ὅσο καί ἀπό τήν ταλαιπωρούμενη καί καταδυναστευόμενη ἀπό τίς ἐπελθοῦσες ὀδυνηρές συνέπειες τῆς πτώσεως ζωή του. Στό πρῶτο αὐτό Μέρος γίνεται ἐπίσης ἐκτενής λόγος γιά τό γεγονός τῆς παρακινήσεως καί παροτρύνσεως τῶν προπατόρων ἀπό τόν ἐφευρέτη τῆς κακίας διάβολο στήν διάπραξη τῆς παρακοῆς τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τούς ὁδήγησε στήν ἔξωσή τους ἀπό τήν παραδείσια πατρική ἑστία καί στήν ἔκπτωσή τους ἀπό τήν πρώτη τους μακαριότητα.










1 Σχετικῶς μέ τήν ἀποτυπωθεῖσα αὐτή ἀντίληψη ἐκ μέρους τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, βλ., ἐνδεικτικῶς, Εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 105,24-106,7 (=PG 44, 1228ΑΒ): «εἰ δὴ ταῦτα ἐν ἡμῖν ἦν, πῶς οὖν ἔστι διὰ συγκρίσεως ἀντιπαραθεωροῦντα τῇ τότε μακαριότητι τὴν παροῦσαν νῦν ἀθλιότητα μὴ ἐπιστενάζειν τῇ συμφορᾷ; τὸ ὑψηλὸν τεταπείνωται, τὸ κατ' εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου γενόμενον ἀπεγεώθη, τὸ βασιλεύειν τεταγμένον κατεδουλώθη, τὸ εἰς ἀθανασίαν κτισθὲν κατεφθάρη θανάτῳ, τὸ ἐν τρυφῇ τοῦ παραδείσου διάγον εἰς τὸ νοσῶδες καὶ ἐπίπονον τοῦτο μετῳκίσθη χωρίον, τὸ τῇ ἀπαθείᾳ σύντροφον τὸν ἐμπαθῆ καὶ ἐπίκηρον ἀντηλλάξατο βίον, τὸ ἀδέσποτόν τε καὶ αὐτεξούσιον νῦν ὑπὸ τοιούτων καὶ τοσούτων κακῶν κυριεύεται ὡς μηδὲ ῥᾴδιον εἶναι τοὺς τυράννους ἡμῶν ἀπαριθμήσασθαι». Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 181Α: «ἀλλ' ὁ μὲν περὶ τούτων λόγος ἀφείσθω, πρὸς δὲ τὸ προκείμενον ἐπιστρεπτέον τήν ζήτησιν. πῶς καὶ τὸ θεῖον μακάριον, καὶ ἐλεεινὸν τὸ ἀνθρώπινον, καὶ ὅμοιον ἐκείνῳ τοῦτο παρὰ τῆς Γραφῆς ὀνομάζεται. Οὐκοῦν ἐξεταστέον μετ' ἀκριβείας τά ρήματα. Εὑρήσομεν γὰρ, ὅτι ἕτερον μέν τι τὸ κατ' εἰκόνα γενόμενον, ἕτερον δὲ τὸ νῦν ἐν ταλαιπωρίᾳ δεικνύμενον».
2 Ἀπό τό πλῆθος τῶν μαρτυριῶν τῶν συγγραμμάτων τοῦ Γρηγορίου πού ἀναδεικνύουν τό μυστήριο τῆς κατά σάρκα «οἰκονομίας» τοῦ Λόγου ὡς τό κεντρικό σημεῖο τῆς διατυπωμένης θεολογικῆς διδασκαλίας τοῦ ἱεροῦ πατρός, δεδομένου ὅτι τό γεγονός τῆς διά σαρκός «ἐπιδημίας» τοῦ Λόγου συνιστᾶ τό θεμέλιο τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί διδασκαλίας, βλ., ἐνδεικτικῶς, Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 13, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 380,15-381,7 (=PG 44, 1045CD). Ὅπ.π., 384,14-18 (=PG 44, 1049Β). Ὅπ.π., 390,21-391,6 (=PG 44, 1056ΑΒ). Ὅπ.π., Λόγος 7, 236, 4-12 (=PG 44, 933C). Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 56,5-8 (=PG 44, 469D-472A). Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν, Λόγος 7, P.Alexander, GNO, τ.5, 408,18-409,7 (=PG 44, 725D-728A). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 2, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 20,21-25 (=PG 44, 1137ΑΒ). Εἰς τὸ, τότε καὶ αὐτὸς ὁ Υἱὸς, J.K.Downing, GNO, τ.3,2, 18,18-23 (=PG 44, 1317ΑΒ). Πρὸς τὰ Ἀπολιναρίου ἀντιρρητικὸς, F.Mueller, GNO, τ.3,1, 132, 24-25 (=PG 45, 1125C). Περὶ τελειότητος, W.Jaeger, GNO, τ.8,1, 197,19-198,4 (=PG 46, 272D-273A). Βλ., ἐπίσης, Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Ἱστορία Δογμάτων, τ.2, 459. Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α, Γρηγόριος Νύσσης, 408.
3 Περί τῆς ἐκφραζόμενης αὐτῆς ἀντιλήψεως τοῦ Γρηγορίου βλ., ἐνδεικτικῶς, Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, J.Mc Donough, GNO, τ.5, 119,20-120,4 (=PG 44, 545D-548A). Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, H. Musurillo, GNO, τ.7,1, 88,5-12 (=PG 44, 377C). Εἰς τὸ Πάτερ ἡμῶν, Λόγος 3, J.F.Callahan, GNO, τ.7,2, 40,1-41,6 (=PG 44, 1157C-1160A). Ἀντιρρητικὸς εἰς τὸν πρῶτον λόγον, W. Jaeger, GNO, τ.1, 102,10-103,4 (=PG 45, 329BC). Ὅπ.π., 111,4-16 (=PG 45, 340ΑΒ). Ἀντιρρητικὸς πρὸς τήν Εὐνομίου ἔκθεσιν, W. Jaeger, GNO, τ.2, 314,9-17 (=PG 45, 468D-469A). Περί τῆς ἰδιαίτερης θεολογικῆς σημασίας τοῦ ὀρθῶς κατανοούμενου καί ἀποτυπούμενου νοήματος τῶν διατυπουμένων θεολογικῶν ἀπόψεων, πού ὁδηγεῖ στήν ἔκφραση τῆς σώζουσας ὀρθῆς πίστεως, βλ.,ἐπίσης, Ἀ θ α ν α σ ί ο υ, Κατὰ Ἀρειανῶν, Λόγος 2, Μ. Tetz, Athanasius Werke, τ.1,Ι, 179,4-14 (=PG 26, 152C). Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Θ ε ο λ ό- γ ο υ, Εἰς τὰ ἅγια Φῶτα, Λόγος 39, Cl. Moreschini, SC, τ.358, 170,15-172,17 (=PG 36, 345C). Τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Εἰς τὸν Μ. Βασίλειον Ἐπιτάφιος, Λόγος 43, PG 36, 588C. Ἰ ω- ά ν ν ο υ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ, Ὁμιλίαι εἰς τήν Γένεσιν, Λόγος 14, PG 53, 106. Πρβλ., σχετικῶς, καί Χ ρ υ σ. Ν. Σ α β β ά τ ο υ (νῦν Μητροπολίτου Μεσσηνίας), Ἡ θεολογική ὁρολογία, 54-55. Σ. Π α π α δ ο π ο ύ λ ο υ, Πατρολογία Α΄, 41-42. Ἰ. Ζ η ζ ι ο ύ λ α (νῦν Μητροπολίτου Περγάμου), «Τό εἶναι τοῦ Θεοῦ», Σύναξη 37(1991), 29-30. Ἐνδιαφέρον, ἐπίσης, παρουσιάζει ἡ ἑρμηνευτική ἐπισήμανση τοῦ Ἰωσήφ Βρυεννίου περὶ τῆς ἄρρηκτης καί ὀργανικῆς συνδέσεως τοῦ μυστηρίου τῆς θείας «οἰκονομίας» τόσο μέ τήν διδασκαλία περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος ὅσο καί μέ τό γεγονός τῆς «ἐκ μὴ ὄντων παρὰ Θεοῦ εἰς τὸ εἶναι παραγωγῆς» τῶν κτιστῶν ὄντων (Βλ., σχετικῶς, Ν. Χ. Ἰ ω α ν ν ί δ η, Ὁ Ἰωσήφ Βρυέννιος, 263-264).
4 Γιά τήν ἀνάδειξη ἀπό τόν Γρηγόριο τοῦ θεμελιώδους χαρακτήρα τῆς περί τῆς Ἐκκλησίας διδασκαλίας καί γιά τήν θεώρηση αὐτῆς ὡς βάσεως τῆς γενικότερης θεολογικῆς σκέψεως καί διδασκαλίας αὐτοῦ, βλ., ἐνδεικτικῶς, Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 7, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 216,3-17 (=PG 44, 917BC). Ὅπ.π., Λόγος13, 381,16-382,6 (=PG 44, 1048Α). Εἰς τὸ, τότε καί αὐτὸς ὁ Υἱὸς, J.K.Downing, GNO, τ.3,2, 19,21-20,3 (=PG 44, 1317CD), ὅπου ἐξαίρεται ἡ ἀλήθεια τῆς θεωρήσεως τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος Χριστοῦ, κατά τήν Παύλειο θεολογία (=Κολοσ. 1,23, Α’Κορ. 12,27, Ἐφεσ. 4,15-16). Βλ., ἐπίσης, ὅπ.π., 23,11-14 (=PG 44, 1321Β). Περί δέ τῶν πιστῶν, ὡς τεταγμένων στήν ζωή καί στήν λειτουργία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος μελῶν, ὑπό τήν ἑρμηνευτική παράσταση τῆς εἰκόνας, τῆς χρησιμότητας καί τῆς λειτουργίας καθενός ἀπό τά μέρη τοῦ ἀνθρώπινου σώματος, βλ., ἐνδεικτικῶς, Ἐξήγησις τοῦ ᾌσματος τῶν ᾈσμάτων, Λόγος 7, H. Langerbeck, GNO, τ.6, 216,17-221,21 (=PG 44, 917D-920D). Ὅπ.π., Λόγος15, 451,4-453,4 (=PG 44, 1104Β-1105Α). Ὅπ.π., 454,5-13 (=PG 44, 1105C). Ὅπ.π., Λόγος 7, 228,4-229,20 (=PG 44, 928Β-929Α). Ὅπ.π., 234,11-236,4. 237,12-238,12. 241,16-242,13 (=PG 44, 932D-933C. 936ΑC. 937C-940Α).
5 Βλ. Θ ε ο φ ί λ ο υ Ἀ ν τ ι ο χ ε ί α ς, Πρὸς Αὐτόλυκον, 2,24, G. Bardy, SC, τ.20, 158 (=PG 6,1089D-1092A): «μέσος γὰρ ὁ ἄνθρωπος ἐγεγόνει, οὔτε θνητὸς ὁλοσχερῶς οὔτε ἀθάνατος τὸ καθόλου, δεκτικὸς δὲ ἑκατέρων· οὕτω καὶ τὸ χωρίον ὁ παράδεισος, ὡς πρὸς καλλονὴν, μέσος τοῦ κόσμου καὶ τοῦ οὐρανοῦ γεγένηται».
6 Βλ. Θ ε ο φ ί λ ο υ Ἀ ν τ ι ο χ ε ί α ς, Πρὸς Αὐτόλυκον, 2,27, G. Bardy, SC, τ.20, 164 (=PG 6,1096A): «ἐλεύθερον γὰρ καὶ αὐτεξούσιον ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον».
7 Βλ. Θ ε ο φ ί λ ο υ Ἀ ν τ ι ο χ ε ί α ς, Πρὸς Αὐτόλυκον, 2,24, G. Bardy, SC, τ.20, 158 (=PG 6,1089CD. 1092A): «μετέθηκε δὲ αὐτὸν ὁ Θεὸς ἐκ τῆς γῆς, ἐξ ἧς ἐγεγόνει, εἰς τὸν παράδεισον, διδοὺς αὐτῷ ἀφορμὴν προκοπῆς, ὅπως αὐξάνων καὶ τέλειος γενόμενος, ἔτι δὲ καὶ θεὸς ἀναδειχθεὶς, οὕτω καὶ εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβῇ … ἔχων ἀϊδιότητα. Τὸ δὲ εἰπεῖν ‘ἐργάζεσθαι’ οὐκ ἄλλην τινὰ ἐργασίαν δηλοῖ ἀλλ΄ ἤ τὸ φυλάσσειν τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ». Ὅπ.π., 2,27, 164 (=PG 6, 1093B-1096A).
8 Βλ. Θ ε ο φ ί λ ο υ Ἀ ν τ ι ο χ ε ί α ς, Πρὸς Αὐτόλυκον, 2,25, G. Bardy, SC, τ.20, 160 (=PG 6, 1092A): «τῇ δὲ οὔσῃ ἡλικίᾳ ὅδε Ἀδὰμ ἔτι νήπιος ἦν· διὸ οὔπω ἠδύνατο τὴν γνῶσιν κατ΄ ἀξίαν χωρεῖν». Πρβλ. καί Κ λ ή μ ε ν τ ο ς Ἀ λ ε ξ α ν δ ρ έ ω ς, Προτρεπτικὸς πρὸς Ἕλληνας, PG 8, 228C: «Ὁ πρῶτος(=ἄνθρωπος) ὅτε ἐν παραδείσῳ ἔπαιζε λελυμένος, ἔτι παιδίον ἦν τοῦ Θεοῦ». Βλ., ἐπίσης, Πρβλ. καί C l. M o r e s c h i n i, «Grégoire de Nazianze Discours 38-41. Introduction», SC, τ.358, 46-47.
9 Βλ. Θ ε ο φ ί λ ο υ Ἀ ν τ ι ο χ ε ί α ς, Πρὸς Αὐτόλυκον, 2,25, G. Bardy, SC, τ.20, 160-162 (=PG 6, 1092BC): «καθάπερ γὰρ τῇ ἡλικίᾳ τις πρὸς τάξιν αὔξει, οὕτω καὶ ἐν τῷ φρονεῖν. Ἄλλως τε ἐπὰν νόμος κελεύσῃ ἀπέχεσθαι ἀπό τινος καὶ μὴ ὑπακούῃ τις, δῆλον ὅτι οὐχ ὁ νόμος κόλασιν παρέχει, ἀλλὰ ἡ ἀπείθεια καὶ ἡ παρακοὴ».
10 Βλ. Θ ε ο φ ί λ ο υ Ἀ ν τ ι ο χ ε ί α ς, Πρὸς Αὐτόλυκον, 2,27, G. Bardy, SC, τ.20, 164 (=PG 6, 1096A). Ὅπ.π., 2,25, 160 (=PG 6, 1092A): «τὸ μὲν ξύλον τὸ τῆς γνώσεως αὐτὸ μὲν καλὸν καὶ ὁ καρπὸς αὐτοῦ καλὸς. Οὐ γὰρ, ὡς οἴονταί τινες, θάνατον εἶχε τὸ ξύλον, ἀλλ' ἡ παρακοὴ. Οὐ γάρ τι ἕτερον ἦν ἐν τῷ καρπῷ ἤ μόνον γνῶσις. Ἡ δὲ γνῶσις καλὴ, ἐπὰν αὐτῇ οἰκείως τις χρήσηται ». Περί τῆς σχετικῆς διδασκαλίας τοῦ Θεοφίλου Ἀντιοχείας βλ., ἐπίσης, Ἰ. Ρ ω μ α ν ί δ ο υ, Τό προπατορικόν ἁμάρτημα, 121-122. 156. Π. Ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 501-502. Π. Χ ρ ή σ τ ο υ, Ἑλληνική Πατρολογία, τ.2, 596-597.
11 Βλ., σχετικῶς μέ τήν ἑρμηνευτική αὐτή ἄποψη, Π. Χ ρ ή σ τ ο υ, Ἑλληνική Πατρολογία, τ.2, 597.
12 Βλ., σχετικῶς μέ τό ζήτημα αὐτό, Σ. Π α π α δ ο π ο ύ λ ο υ, Πατρολογία Α΄, 301. Κ. Σ κ ο υ τ έ ρ η, Ἱστορία Δογμάτων, τ.1, 371.
13 Βλ. Ε ἰ ρ η ν α ί ο υ Λ υ ῶ ν ο ς, Ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τῆς ψευδωνύμου γνώσεως,4, 38,1, PG 7, 1105 C: «οὕτω καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸς μὲν οἷός τε ἦν παρασχεῖν τῷ ἀνθρώπῳ τὸ τέλειον, ὁ δὲ ἄνθρωπος ἀδύνατος ἦν λαβεῖν αὐτὸ. νήπιος γὰρ ἦν». Ὅπ.π., 4,38,2, PG 7, 1107Α. Πρβλ. καί C l. M o r e s c h i n i, «Grégoire de Nazianze Discours 38-41. Introduction» SC, τ.358, 46.
14 Βλ. Ε ἰ ρ η ν α ί ο υ Λ υ ῶ ν ο ς, Ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, 4, 11,1, PG 7, 1002A: «plasmavit enim eum in augmentum et in crementum».
15 Βλ. Ε ἰ ρ η ν α ί ο υ Λ υ ῶ ν ο ς, Ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, 4, 37,6, PG 7, 1103Β: «ita ut essent nullius momenti boni, eo quod natura magis quam voluntare tales exsisterent, et ultroneum bonum, sed non secundum electionem». Πρβλ. καί ὅπ.π., 4,37,3, PG 7, 1101C: «ταῦτα γὰρ πάντα τὸ αὐτεξούσιον ἐπιδείκνυσι τοῦ ἀνθρώπου, καὶ τὸ συμβουλευτικὸν τοῦ Θεοῦ ... ἀποτρέποντος μὲν τοῦ ἀπειθεῖν αὐτῷ, ἀλλὰ μὴ βιαζομένου».
16 Βλ. Ε ἰ ρ η ν α ί ο υ Λ υ ῶ ν ο ς, Ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, 4,38,3, PG 7, 1108C: «ἔδει δὲ τὸν ἄνθρωπον πρῶτον γενέσθαι, καὶ γενόμενον αὐξῆσαι, καὶ αὐξήσαντα ἀνδρωθῆναι, καὶ ἀνδρωθέντα πληθυνθῆναι, καὶ πληθυνθέντα ἐνισχῦσαι, καί ἐνισχύσαντα δοξασθῆναι, καί δοξασθέντα ἰδεῖν τὸν ἑαυτοῦ δεσπότην». Πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι στό χωρίο αὐτό ἡ ἑρμηνευτική προσέγγιση τοῦ ρήματος «ἰδεῖν» πρέπει νά γίνει ἀναφορικῶς μέ τήν ἄποψη τοῦ Εἰρηναίου ὅτι «μετοχὴ δὲ Θεοῦ ἐστι τὸ γινώσκειν Θεὸν, καὶ ἀπολαύειν τῆς χρηστότητος αὐτοῦ» (ὅπ.π., 4, 20,5, PG 7, 1036Α).
17 Βλ. Ε ἰ ρ η ν α ί ο υ Λ υ ῶ ν ο ς, Ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, 4,37,2, PG 7, 1100Β: «εἰ φύσει οἱ μὲν φαῦλοι, οἱ δὲ ἀγαθοὶ γεγόνασιν, οὔθ' οὗτοι ἐπαινετοὶ, ὄντες ἀγαθοὶ, τοιοῦτοι γὰρ κατεσκευάσθησαν· οὔτ' ἐκεῖνοι μεμπτοὶ, οὕτω γεγονότες». Περί τῆς διδασκαλίας αὐτῆς τοῦ Εἰρηναίου Λυῶνος βλ., ἐπίσης, Π. Ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 501-102. Ἰ. Ρ ω μ α ν ί δ ο υ, Τό προπατορικόν ἁμάρτημα, 122-123. Σ. Π α π α δ ο π ο ύ- λ ο υ, Πατρολογία Α΄, 301. Π. Χ ρ ή σ τ ο υ, Ἑλληνική Πατρολογία, τ.2, 710-712.
18 Βλ. Ὠ ρ ι γ έ ν ο υ ς, Περὶ ἀρχῶν, 2,9,6-7, H.Crouzel-M.Simonetti, SC, τ.252, 364,190-366,204. 368,229-251 (=PG 11, 230BC. 231B-232A).
19 Βλ. Ὠ ρ ι γ έ ν ο υ ς, Τῶν εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον ἐξηγητικῶν, τόμος 2, C.Blanc, SC, τ.120, 266-270 (=PG 14, 133D-137A).
20 Περί τῆς ἑρμηνευτικῆς αὐτῆς ἀπόψεως βλ. Π. Χ ρ ή σ τ ο υ, Ἑλληνική Πατρολογία, τ.2, 862.
21 Βλ. Ὠ ρ ι γ έ ν ο υ ς, Περὶ ἀρχῶν, 1,8,1, P. Koetschau, GCS, τ.5, 96,1-15. Βλ., ἐπίσης, Π. Χ ρ ή σ τ ο υ, Ἑλληνική Πατρολογία, τ.2, 862. Βλ. καί Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία, τ.3, 190, ὑποσ. 42.
22 Βλ. Ὠ ρ ι γ έ ν ο υ ς, Περὶ ἀρχῶν, 4,2,7, H.Crouzel-M.Simonetti, SC, τ.268, 328,223-224 (=PG 11, 372A): «ἀνθρώπους δὲ νῦν λέγω τὰς χρωμένας ψυχὰς σώμασιν».
23 Βλ. Ὠ ρ ι γ έ ν ο υ ς, Περὶ ἀρχῶν, 2,8,3, P. Koetschau, GCS, τ.5, 160,1-7: «τὰ λογικὰ τὰ τῆς θείας ἀγάπης ἀποψυγέντα καὶ ἐντεῦθεν ψυχὰς ὀνομασθέντα τιμωρίας χάριν σώμασι παχυτέροις τοῖς καθ' ἡμᾶς ἐνδυθῆναι καί ἀνθρώπους ὀνομασθῆναι· τὰ δὲ ἐπὶ τὸ ἄκρον τῆς κακίας ἐληλακότα ψυχροῖς καὶ ζοφεροῖς ἐνδυθῆναι σώμασι καὶ δαίμονας ἤ “πνευματικὰ τῆς πονηρίας” εἶναί τε καὶ καλεῖσθαι. Οὐκοῦν ἐκ τῶν προγενεστέρων ἁμαρτημάτων λόγῳ κολάσεως ἤτοι τιμωρίας ἐδέξατο τὸ σῶμα ἡ ψυχὴ». Περί τῆς ἐκτιθέμενης αὐτῆς ἑρμηνευτικῆς ἀντιλήψεως βλ. Π. Χ ρ ή σ τ ο υ, Ἑλληνική Πατρολογία, τ.2, 863. Βλ., ὡσαύτως, Ν. Ἀ. Μ α τ σ ο ύ κ α, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία, τ.3, 190, ὑποσ. 42.
24 Π. Χ ρ ή σ τ ο υ, Ἑλληνική Πατρολογία, τ.2, 862-863.
25 Βλ. Ἀ θ α ν α σ ί ο υ, Λόγος κατὰ Ἑλλήνων, P.-Th. Camelot, SC, τ.18bis, 54,5-6 (=PG 25, 5CD).
26 Βλ. Ἀ θ α ν α σ ί ο υ, Περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, Ch.Kannengiesser, SC, τ.199, 302,3-4 (=PG 25, 113D).
27 Βλ. Ἀ θ α ν α σ ί ο υ, Λόγος κατὰ Ἑλλήνων, P.-Th. Camelot, SC, τ.18bis, 54,20 (= PG 25, 8A).
28 Βλ. Ἀ θ α ν α σ ί ο υ, Λόγος κατὰ Ἑλλήνων, P.-Th. Camelot, SC, τ.18bis, 70,13 (=PG 25, 16B).
29 Βλ. Ἀ θ α ν α σ ί ο υ, Λόγος κατὰ Ἑλλήνων, P.-Th. Camelot, SC, τ.18bis, 56,10-15. 58,6-7 (=PG 25, 8CD): «οἱ δὲ ἄνθρωποι, κατολιγωρήσαντες τῶν κρειττόνων, καὶ ὀκνήσαντες περὶ τὴν τούτων κατάληψιν, τὰ ἐγγυτέρω μᾶλλον ἑαυτῶν ἐζήτησαν· ἐγγύτερα δὲ τούτοις ἦν τὸ σῶμα καὶ αἱ τούτου αἰσθήσεις. Ὅθεν τῶν μὲν νοητῶν ἀπέστησαν ἑαυτῶν τὸν νοῦν, ἑαυτοὺς δὲ κατανοεῖν ἤρξαντο ... τηνικαῦτα καὶ εἰς ἐπιθυμίαν τοῦ σώματος ἔπεσαν».
30 Βλ. Ἀ θ α ν α σ ί ο υ, Περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου 4, Ch.Kannengiesser, SC, τ.199, 276,20-23 (=PG 25, 104B): «ἡ γὰρ παράβασις τῆς ἐντολῆς εἰς τὸ κατὰ φύσιν αὐτοὺς ἐπέστρεφεν, ἵνα, ὥσπερ οὐκ ὄντες γεγόνασιν, οὕτω καὶ τὴν εἰς τὸ μὴ εἶναι φθορὰν ὑπομείνωσι τῷ χρόνῳ εἰκότως».
31 Βλ. Ἀ θ α ν α σ ί ο υ, Λόγος κατὰ Ἑλλήνων, P.-Th. Camelot, SC, τ.18bis, 52,1-4 (=PG 25,5C): «ἐξ ἀρχῆς μὲν οὐκ ἦν κακία. ... ἄνθρωποι δὲ ταύτην ὕστερον ἐπινοεῖν ἤρξαντο καὶ καθ' ἑαυτῶν ἀνατυποῦσθαι». Ὅπ.π., P.-Th. Camelot, SC, τ.18bis, 64,22-66,1 (=PG 25, 13Α): «ἐν γὰρ τοῖς οὖσι καὶ τὸ κακόν κατ' αὐτούς ἐστι. Τοῦτο δὲ ἄτοπον καὶ ἀδύνατον ἄν φανείη. οὐ γὰρ ἐκ τοῦ καλοῦ τὸ κακὸν, οὐδὲ ἐν αὐτῷ ἐστιν, οὐδὲ δι' αὐτοῦ». Ὅπ.π., P.-Th. Camelot, SC, τ.18bis, 60,14-18 (=PG 25, 9C). Περί τῆς σχετικῆς διδασκαλίας τοῦ Μ. Ἀθανασίου βλ., ἐνδεικτικῶς, Π. Ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 500-501. Σ. Π α π α δ ο π ο ύ λ ο υ, Πατρολογία Β΄, 266-267. Π. Χ ρ ή σ τ ο υ, Ἑλληνική Πατρολογία, τ.3, 489.
32 Βλ. Β α σ ι λ ε ί ο υ, Ὅροι κατὰ πλάτος κατ' ἐρώτησιν καὶ ἀπόκρισιν, Ἐρώτησις 1, PG 31, 912A: «Οὕτω μὲν οὖν φυσικῶς ἐπιθυμητικοί τῶν καλῶν οἱ ἄνθρωποι. Κυρίως δὲ καλὸν καὶ ἀγαπητὸν τὸ ἀγαθὸν. 'Ἀγαθὸς δὲ ὁ Θεὸς· ἀγαθοῦ δὲ πάντα ἐφίεται. Θεοῦ ἄρα πάντα ἐφίεται».
33 Βλ. Β α σ ι λ ε ί ο υ, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, PG 31, 344CD.
34 Βλ. Β α σ ι λ ε ί ο υ, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, PG 31, 345Β: «καὶ Θεῷ τοίνυν οὐ τὸ ἠναγκασμένον φίλον, ἀλλὰ τὸ ἐξ ἀρετῆς κατορθούμενον. Ἀρετὴ δὲ ἐκ προαιρέσεως, καὶ οὐκ ἐξ ἀνάγκης γίνεται. Προαίρεσις δὲ τῶν ἐφ' ἡμῖν ἤρτηται. Τὸ δὲ ἐφ' ἡμῖν ἐστι τὸ αὐτεξούσιον».
35 Βλ. Β α σ ι λ ε ί ο υ, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, PG 31, 348D.
36 Βλ. Β α σ ι λ ε ί ο υ, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, PG 31, 348Β: «οὐ γὰρ ἤνεγκεν (=ὁ πονηρὸς διάβολος) ἡμῶν τὴν ἄλυπον ζωὴν τὴν ἐν τῷ παραδείσῳ· δόλοις δὲ καὶ μηχαναῖς ἐξαπατήσας τὸν ἄνθρωπον, καὶ τὴν ἐπιθυμίαν αὐτοῦ, ἥν ἔσχε πρὸς τὸ ὁμοιωθῆναι τῷ Θεῷ, ταύτῃ πρὸς τὴν ἀπάτην ἀποχρησάμενος, ἔδειξε τὸ ξύλον, καὶ ἐπηγγείλατο διὰ τῆς βρώσεως αὐτοῦ ὅμοιον τῷ Θεῷ καταστήσειν».
37 Βλ. Β α σ ι λ ε ί ο υ, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, PG 31, 341C: «οὕτω καὶ τὸ κακὸν οὐκ ἐν ἰδίᾳ ὑπάρξει ἐστὶν, ἀλλὰ τοῖς τῆς ψυχῆς πηρώμασιν ἐπιγίνεται».
38 Βλ. Β α σ ι λ ε ί ο υ, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, PG 31, 348Α: «τοῦτό ἐστι τὸ κακὸν, ἡ τοῦ Θεοῦ ἀλλοτρίωσις». Ὅπ.π., PG 31, 345D.
39 Βλ. Β α σ ι λ ε ί ο υ, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, PG 31, 341ΒC.
40 Βλ. Β α σ ι λ ε ί ο υ, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, PG 31, 344D-345A. Ὅπ.π., PG 31, 332D. 337D-340Α.
41 Βλ. Β α σ ι λ ε ί ο υ, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, PG 31, 344ΒC. Περί τῆς διατυπωμένης αὐτῆς διδασκαλίας τοῦ Βασιλείου βλ., ἐνδεικτικῶς, Π. Χ ρ ή σ τ ο υ, Ἑλληνική Πατρολογία, τ.4, 65-66. Π. Ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 500. 505-506.
42 Βλ. Β α σ ι λ ε ί ο υ, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, PG 31, 344C: «τοῦτο δὲ συμβαίνει αὐτῇ, ὅταν κόρον λαβοῦσα τῆς μακαρίας τέρψεως, καὶ οἷον νυσταγμῷ τινι βαρυνθεῖσα καὶ ἀπορρυεῖσα τῶν ἄνωθεν, τῇ σαρκὶ διὰ τὰς αἰσχρὰς τῶν ἡδονῶν ἀπολαύσεις ἀναμιχθῇ».
43 Βλ. Β α σ ι λ ε ί ο υ, Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, PG 31, 344D.
44 Βλ., ἐνδεικτικῶς, Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Θ ε ο λ ό γ ο υ, Εἰς τὰ Θεοφάνεια, Λόγος 38, Cl.Moreschini, SC, τ.358, 124,4-130,27 (=PG 36, 321C-324D). Πρβλ. καί C l. M o r e s c h i n i, «Grégoire de Nazianze Discours 38-41. Introduction» SC, τ.358, 45-46.
45 Βλ. Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Θ ε ο λ ό γ ο υ, Εἰς τὸ ρητὸν τοῦ Εὐαγγελίου «Ὅτε ἐτέλεσεν ὁ 'Iησοῦς τοὺς λόγους τούτους» καὶ τὰ ἑξῆς, Λόγος 37, Cl. Moreschini, SC, τ.318, 304,6-7 (=PG 36, 301A). Πρβλ. καί τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Εἰς τὰ Θεοφάνεια, Λόγος 38, Cl.Moreschini, SC, τ.358, 126,2-128,8 (=PG 36, 324Β).
46 Βλ., ἐνδεικτικῶς περί τῆς ἀπόψεως αὐτῆς, Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Θ ε ο λ ό γ ο υ, Εἰς τὰ Θεοφάνεια, Λόγος 38, Cl.Moreschini, SC, τ.358, 128,8-10 (=PG 36, 324Β): «καὶ δίδωσι νόμον, ὕλην τῷ αὐτεξουσίῳ. Ὁ δὲ νόμος ἦν ἐντολὴ ὧν τε μεταληπτέον αὐτῷ φυτῶν καὶ οὗ μὴ προσαπτέον».
47 Βλ. Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Θ ε ο λ ό γ ο υ, Εἰς τὰ Θεοφάνεια, Λόγος 38, Cl.Moreschini, SC, τ.358, 128,10-11 (=PG 36, 324Β): «τὸ δὲ ἦν τὸ ξύλον τῆς γνώσεως, οὔτε φυτευθὲν ἀπ' ἀρχῆς κακῶς, οὔτε ἀπαγορευθὲν φθονερῶς».
48 Βλ. Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Θ ε ο λ ό γ ο υ, Εἰς τὰ Θεοφάνεια, Λόγος 38, Cl.Moreschini, SC, τ.358, 128,18-130,22 (=PG 36, 324C).
49 Βλ. Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Θ ε ο λ ό γ ο υ, Εἰς τὰ Θεοφάνεια, Λόγος 38, Cl.Moreschini, SC, τ.358, 128,13-18 (=PG 36, 324ΒC): «τὸ ξύλον τῆς γνώσεως ... καλὸν μὲν εὐκαίρως μεταλαμβανόμενον - θεωρία γὰρ ἦν τὸ φυτὸν, ὡς ἡ ἐμὴ θεωρία, ἧς μόνης ἐπιβαίνειν ἀσφαλὲς τοὺς τὴν ἕξιν τελεωτέρους -, οὐ καλὸν δὲ τοῖς ἁπλουστέροις ἔτι καὶ τὴν ἔφεσιν λιχνοτέροις, ὥσπερ οὐδὲ τροφὴ τελεία λυσιτελὴς τοῖς ἁπαλοῖς ἔτι καὶ δεομένοις γάλακτος». Βλ., ἐπίσης, τ ο ῦ ἰ δ ί ο υ, Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, Λόγος 45, PG 36, 632C-633A. Περί τῆς σχετικῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου βλ. καί Π. Χ ρ ή σ τ ο υ, Ἑλληνική Πατρολογία, τ.4, 145. Π. Ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, Δογματική, τ.1, 504-505. C l. M o- r e s c h i n i, «Grégoire de Nazianze Discours 38-41. Introduction» SC, τ.358, 46.
50 Βλ. Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Θ ε ο λ ό γ ο υ, Εἰς τὰ Θεοφάνεια, Λόγος 38, Cl.Moreschini, SC, τ.358, 130,25-26 (=PG 36, 324C).
51 Βλ. Γ ρ η γ ο ρ ί ο υ Θ ε ο λ ό γ ο υ, Εἰς τὰ Θεοφάνεια, Λόγος 38, Cl.Moreschini, SC, τ.358, 130,27-30 (=PG 36, 324D).
52 Πρέπει νά ὑπογραμμισθεῖ ἐπιπροσθέτως ὅτι σχετικῶς μέ τήν διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου Νύσσης περί τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί τῶν συνεπειῶν αὐτοῦ ἔχουν ἀσχοληθεῖ κατά γενικά σημεῖα αὐτῆς οἱ Ἠ. Δ. Μ ο υ τ σ ο ύ λ α ς, Ἡ σάρκωσις τοῦ Λόγου καί ἡ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν διδασκαλίαν Γρηγορίου τοῦ Νύσσης(Διδακτορική Διατριβή), Ἀθῆναι 1965, 76-96· Γρηγόριος Νύσσης. Βίος- Συγγράμματα – Διδασκαλία, Ἀθῆναι 1997. H. R o n d e t, Le péché originel dans la tradition patristique et théologique, Paris 1967, 110-115. E. T e s t a, Il peccato di Adamo nella Patristica, Gerusalemme 1970, 107-120. J. V i- v e s, «El pecado original en San Gregorio de Nisa», EE 45 (1970), 203-235. Κ. Β. Σ κ ο υ τ έ- ρ η ς, Συνέπειαι τῆς πτώσεως καί λουτρόν παλιγγενεσίας. (Ἐκ τῆς ἀνθρωπολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης), Ἀθῆναι 1973, 39-84· Ἱστορία Δογμάτων, τ.2, Ἀθήνα 2004, 455-458.