ΤΑ ΟΥΣΙΩΔΗ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑΣ

του Dr Θεοχάρη Μιχ.Προβατάκη
Διευθυντού Υπουργείου Πολιτισμού
Προέδρου Ομοσπονδίας Λογοτεχνών Ελλάδος


Τί είναι η Ορθόδοξη Βυζαντινή Αγιογραφία

Η Βυζαντινή Ζωγραφική αναπτύχθηκε πολύ νωρίς στόν ευρύτερο ελληνικό χώρο και,παρά τίς δυσκολίες καί αντίξοες συνθήκες πού συνάντησε στά πρώτα της στάδια,αργότερα μεγαλούργησε.Τήν ανάπτυξη αυτή μαρτυρούν τόσο οι γραπτές πηγές όσο καί τά δείγματα της συμβολικής αγιογραφίας πού σώθηκαν καί χρονολογούνται από τήν εποχή τών κατακομβών.Τό ίδιο βεβαιώνουν καί τά ψηφιδωτά πού σώθηκαν από τούς πρωτοχριστιανικούς ακόμη αιώνες (Ιορδανία,Συρία,Παλαιστίνη κ.ά.),οι παραστάσεις τών οποίων συμβολίζουν τίς επαγγελίες καί τά διδάγματα τής νέας θρησκείας τού Χριστιανισμού.Ιδαίτερα μάλιστα από τόν 6ο αιώνα και μετά σώθηκε ικανός αριθμός φορητών εικόνων καί ψηφιδωτών με εικονογραφικές παραστάσεις,γεγονός πού βεβαιώνει τήν ταχεία εξάπλωση τής Βυζαντινής Εικονογραφίας.Χαρακτηριστικά μάλιστα ο Θεόδωρος Στουδίτης αναφέρει ότι ο ναός πού ανοικοδόμησε ο μαθητής καί διάδοχος του Αγίου Επιφανίου στό θρόνο τής Σαλαμίνας Κύπρου Σαβίνος ήταν "διαγεγραμμένος εκ πάσης Ευαγγελικής ιστορίας".(1)
Τήν ίδια πληροφορία μας δίνει καί ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός στόν πρώτο απολογητικό του λόγο,(2) γεγονός πού επιβεβαιώνουν ερειπωμένοι ναοί καί να'ί'δρια πού ανακαλύπτονται καθημερινά στην Κρήτη,τήν Ήπειρο,τίς Κυκλάδες κ.ά. καί ανήκουν στήν πρώτη βυζαντινή περίοδο.Η μεγάλη εξάλλου έκταση τής ζωγραφικής διακόσμησης ναών στήν πρώτη βυζαντινή περίοδο φαίνεται καί από τήν διήγηση τού Κωνσταντίας Κωνσταντίνου στήν Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο τής Νίκαιας τό έτος 787 μχ ,πού καθόρισε τόν σεβασμό καί τήν τιμή πού οφείλουμε στίς εικόνες,(3) όπως καί από τή μαρτυρία τού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρου.(4)
Τή μαρτυρία αυτή τού Νικηφόρου βεβαιώνουν καί τά ψηφιδωτά πού σώθηκαν στίς αψίδες τριών ναών της Κύπρου,δηλ.της Παναγίας της Κανακαρίας στή Λιθράγκωμη,της Παναγίας της Κυράς στά Λιβάδια Αμμοχώστου καί της Παναγίας της Αγγελόκτιστης στό Κίτι,όπως καί άλλα ψηφιδωτά καί τοιχογραφίες πού σώθηκαν στήν Ιορδανία,το Σινά,την Κύπρο κ.ά.,πού τοποθετούνται τον 6ο αιώνα.Έτσι τά μνημεία πού σώθηκαν στόν ευρύτερο ελληνικό χώρο μαρτυρούν τήν ανάπτυξη της μνημειακής ζωγραφικής καί βεβαιώνουν τίς γραπτές μαρτυρίες του 8ου καί 9ου αιώνα.Η αναφορά επομένως του Δαμασκηνού,του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρου καί του Κωνσταντίας Κωνσταντίνου,σε εικόνες πού στολίζουν τους ιερούς ναούς,πρέπει να ερμηνευθεί μάλλον με τήν ευρύτερη έννοια της ζωγραφικής,γεγονός πού αποκαλύπτεται καί από τη διήγηση του Κωνσταντίας Κωνσταντίνου Κύπρου,πού καθορίζει ότι εικόνες ήταν τοιχογραφημένες.Τό ότι όμως σώθηκαν από τήν περίοδο αυτή φορητές εικόνες στό Σινά,στο Κίεβο (προέρχονται καί αυτές από τό Σινά),στή Ρώμη,στό Μουσείο Μπενάκη καί αλλού,πού χρονολογούνται από τόν 5ο,6ο και 7ο αιώνα,φανερώνουν πώς γινόταν χρήση εικόνων στούς ναούς καί κατά τήν πρώιμη βυζαντινή περίοδο.Η εικονομαχία πού ακολούθησε αφάνισε ή περιόρισε σέ υψηλό βαθμό μεγάλο αριθμό εικόνων καί φαίνεται ότι εικονομαχικά αισθήματα επηρέασαν σέ μικρή ή μεγάλη έκταση τό λαό,μέ αποτέλεσμα νά μή σώζονται εικονογραφικά έργα παρά μόνο σέ ελάχιστες περιοχές,όπως στήν Κύπρο,όπου είχαν συγκεντρωθεί πολλοί εικονολάτρες μοναχοί,όπως αναφέρει ο Θεοφάνης (5) καί ο Βίος τού Ρωμανού του Νεομάρτυρα.(6)
Εικόνες μάλιστα πού σώζονται καί χρονολογούνται τόν 8ο καί 9ο αιώνα συνδυάζονται μέ έντονες ανατολικές επιδράσεις καί θυμίζουν τά πρωιμότερα καππαδοκικά μνημεία.
Πάντως,όπως καί νά έχει τό θέμα,τά έργα πού σώθηκαν από τόν 9ο ώς τόν 10ο αιώνα πάνω σέ διάφορα υλικά (ελεφαντοκόκαλο,γυαλί,μέταλλο,αμμοκονίαμα κ.ά.) άλλοτε παρουσιάζουν φυσιοκρατικά χαρακτηριστικά καί άλλοτε έχουν έντονη σχηματοποίηση,γραμμικό σχέδιο,χωρίς πολλές φορές τήν τρίτη διάσταση.
Από τόν 11o αιώνα η αγιογραφία οδηγείται σε μεγάλο βαθμό με νωπογραφίες,ξηρογραφίες,φορητές εικόνες καί θαυμαστά ψηφιδωτά,τα οποία προτιμούνται γιατί ήταν πολυτελέστερα και περισσότερο εντυπωσιακά.
Είχαν καί έχουν καλύτερους καί εντονότερους χρωματισμούς και οι κινήσεις των προσώπων πού απεικονίζονται είναι περισσότερο μελετημένες,η δέ εκφραστική τους δύναμη έχει μεγαλοπρέπεια καί σοβαρότητα.
Ιδιαίτερα οι τοιχογραφίες από τούς χρόνους των Κομνηνών οδηγούνται μ' έναν καινούργιο παλμό στήν τελειότητα.
Η Μακεδονική Σχολή αγιογραφίας,πού εμφανίστηκε τούς χρόνους εκείνους,επηρεάζεται από τίς αναμνήσεις της ελληνιστικής τέχνης,με αποτέλεσμα να ομορφαίνει τα πρόσωπα και να δίνει αρμονία και ελευθερία στίς κινήσεις,χωρίς να απουσιάζει η άνεση του χώρου,όπου απεικονίζονταν οι εικονογραφικές συνθέσεις.
Από τόν 6ο περίπου αιώνα,που εμφανίζεται η Κρητική Σχολή αγιογραφίας,η εικονογραφία συνδυάζεται μ' έναν πιό έντονο ιερατικό βαθμό καί μιά μετρημένη αυστηρότητα.
Οι μορφές των συνθέσεων έχουν άψογο σχέδιο καί οι χρωματικές κλίμακες πού χρησιμοποιούνται είναι λουσμένες από άπλετο ουράνιο φώς,ώστε να δημιουργηθούν αληθινά αριστουργήματα.Οι προσωπογραφίες του Μανουήλ Πανσέληνου,οι φορητές εικόνες και οι τοιχογραφίες του Θεοφάνη του Στρηλιτζά,οι ψιλόλιγνες απεικονίσεις του Θεοφάνη του Ελληνα,οι άγγελοι του Μυστρά καί τόσα άλλα είναι έργα αυτής της εποχής.
Τήν ίδια εποχή,από τόν 11ο δηλ.αιώνα καί μετά,φιλοτεχνήθηκαν τά περίφημα ψηφιδωτά του Οσίου Λουκά Δαφνίου,της Νέας Μονής Χίου,του Οσίου Λουκά Λειβαδείας της Ολυμπιώτισσας,της Παρηγορήτισσας της Αρτας,'οπως καί τά λαμπρά μνημεία της Μονής της Χώρας (Καχριέ τζαμί),τά συμπληρώματα της Αγίας Σοφίας στήν Κωνσταντινούπολη,οι τοιχογραφίες του Μυστρά,της Μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά,της Αγίας Σοφίας στην Τραπεζούντα καί εκατοντάδων ναών της Θεσσαλονίκης,Κρήτης,Ρώμης,Βενετίας,Κύπρου,Σερβίας,Σικελίας,Καππαδοκίας,Ρουμανίας,
Ρωσίας,Παλαιστίνης καί δεκάδων άλλων περιοχών,οι ναοί των οποίων στολίστηκαν από τόν ατίμητο πλούτο των ανεπανάληπτων βυζαντινών τοιχογραφιών,φορητών εικόνων και ψηφιδωτών.Παράλληλα χιλιάδες μικρογραφίες χειρογράφων (μόνο στο Άγιον Όρος σώζονται σήμερα 6.000 μικρογραφίες) εικονίζουν αγίους,πολυπρόσωπες εικονογραφικές συνθέσεις καί άλλα θέματα προερχόμενα τόσο από τήν Παλαιά όσο καί τήν Καινή Διαθήκη,όπως καί από τά αγιολόγια της Ορθόδοξης Ανατολής.
Η Μακεδονική Σχολή αγιογραφίας. Από τόν 14ο αιώνα δύο μεγάλα ρεύματα ζωγραφικής κατακλύζουν τόν ορθόδοξο χώρο.Τό πρώτο από αυτά,πού ονομάζεται "Μακεδονική Σχολή",επιχειρεί αληθέστερες και φυσικότερες παραστάσεις.Η τεχνική της προτιμά τούς ανοικτούς προπλασμούς,τούς ζωηρούς τόνους καί τά συμπληρωματικά χρώματα.Τά έργα της χαρακτηρίζονται από τίς ζωηρές κινήσεις καί χειρονομίες των εικονιζομένων ιερών προσώπων,ακόμη καί από τίς συγκινήσεις πού φθάνουν μέχρι τού δραματικού πάθους.
Η Κρητική Σχολή αγιογραφίας. Αντίθεση πρός τόν ρεαλισμό της Μακεδονικής Σχολής παρουσιάζει η λεγόμενη "Κρητική Σχολή",πού γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη καί αναπτύχθηκε στό Άγιον Όρος,τήν Κρήτη,τά Μετέωρα καί σέ άλλους ελληνικούς καί μή τόπους.Μή στερούμενη ζωτικότητας καί εκείνη παρέμεινε περισσότερο πιστή στόν βυζαντινό ιδεαλισμό.Αγάπησε τή συντηρητικότητα,τίς συγκεκριμένες κινήσεις,τήν ηρεμία καί τήν έκφραση της εσωτερικής συγκίνησης.H τεχνοτροπία αυτή βρήκε τήν τελείωσή της στα έργα τού περίφημου τοιχογράφου Θεοφάνους τού Κρητός καί τού ζωγράφου φορητών εικόνων Μιχαήλ Δαμασκηνού καί των μαθητών τους.Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι τό γεγονός ότι οι μεγαλύτερες καλλιτεχνικές μεταρρυθμίσεις καί οι σπουδαιότερες φάσεις τών εξελίξεων στή ζωγραφική όπως καί στην αρχιτεκτονική έγιναν στή Βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη.Καί αυτό ήταν επόμενο.Εκεί ήταν η έδρα τού Αυτοκράτορος καί τού Οικουμενικού Πατριάρχου.
Εκεί υπήρχαν οι μεγάλες μονές,στά καλλιτεχνικά εργαστήρια τών οποίων καί μάλιστα τού Στουδίου οι καλλιτεχνες αποκτούσαν θεολογική μόρφωση.Κατά συνέπεια κάθε εξωτερική "αλλαγή" έφερε τή σφραγίδα τού κέντρου τού κράτους,τής Κωνσταντινούπολης.
Aπό τόν 16ο αιώνα καί εξής η αγιογραφία ολοκληρώθηκε καί παρέμεινε έκτοτε στούς παραδεδεγμένους τύπους.Από τότε τά δύο παραπάνω ρεύματα κυριαρχούν πλέον στόν ορθόδοξο χώρο.
Είτε όμως υπό τή συμβολική μορφή ερευνήσουμε τήν Ορθόδοξη ζωγραφική είτε υπό τήν ιστορική,είτε υπό τή δογματική θεολογική είτε από τήν αφηγηματική,είτε υπό οιαδήποτε τεχνοτροπία καί τεχνική της,πάντοτε θα διαπιστώσουμε ότι αποσκοπούσε καί αποσκοπεί στήν "παροχή" τών ορθοδόξων αληθειών.Εφόσον σκοπός της είναι η παράσταση τής κατηγορίας τού αγίου,πού είναι αναλλοίωτη καί αμετάτρεπτη,επόμενο είναι ο χαρακτήρας της νά παραμένει ανέκαθεν ο ίδιος στά βασικά του χαρακτηριστικά.Πολλές φορές άλλαζε "ενδύματα και μορφολογία",όμως η ουσία της,συνισταμένη στήν έκφραση του ουρανίου και αιώνιου πνευματικού κόσμου,παρέμεινε πάντοτε η ίδια.Την ουσία δέ ακριβώς αυτή καί τόν υψηλό χαρακτήρα της τονίζει σύν τοίς άλλοις καί η αντιλογική της κλίμακα καί ο αντιρεαλιστικός τρόπος έκφρασής της.Παρατηρούμε δηλ. ότι αγνοεί τό φυσικό χώρο καί τόν πραγματικό χρόνο.Κινείται σέ ιδεατό μεταφυσικό χώρο καί σέ λειτουργικό χρόνο.Τά όρη καί οι λόφοι σχηματοποιούνται,τά φυτά καί τά ζώα εικονίζονται γεωμετρικά.Τά σχέδια καί η εκτέλεση καθώς καί τό χρυσό βάθος φανερώνουν τήν προσπάθεια τού αγιογράφου νά απομακρύνει τήν παράστασή του από τόν επίγειο κόσμο.
Η Κρητική Σχολή τέλος,καρπός μεγάλης άνθησης τών παλαιολόγειων χρόνων,κυριάρχησε στά μεγάλα κέντρα τής Ορθοδοξίας,αφού,όπως παραπάνω σημειώσαμε,διαμορφώθηκε στήν Κρήτη στά τέλη τού 15ου καί τίς αρχές τού 16ου αιώνα.Ιδεαλιστική καί περισσότερο συντηριτική η Κρητική από τή Μακεδονική Σχολή,αγαπήθηκε από τούς συντηρητικούς καί ιδιαίτερα από τούς μοναχούς,μέ αποτέλεσμα νά δημιουργηθούν θαυμάσια έργα τέχνης στήν Κωνσταντινούπολη,τό Άγιον Όρος,τά Μετέωρα,τά Επτάνησα,τή Σερβία,τή Βουλγαρία κ.ά.
Η παράδοση συνεχίζεται από πολλούς αγιογράφους καί ιδιαίτερα Κρήτες,πού στά μεταβυζαντινά χρόνια έγιναν δημιουργοί σπουδαίων έργων μέ κύριο χαρακτηριστικό τήν ισχυρή πνευματική δύναμη,τήν αληθινή καλλιτεχνική έμπνευση καί τό μυστικό βάθος.

α. Τά Ουσιώδη Χαρακτηριστικά τής Βυζαντινής Εικονογραφίας

Οι Βυζαντινοί αγιογράφοι ζωγράφιζαν τά έργα τους χωρίς νά πιστεύουν στήν αξία τών φθαρτών καί εγκοσμίων καί χωρίς νά επιδιώκουν τή μίμηση τού φυσικού καί τού απόλυτου.Προσπαθούν δηλ. νά αποδώσουν τό βαθύτερο νόημα καί τήν πνευματική ουσία τής εικονογραφικής σύνθεσης καί όχι τά εξωτερικά γνωρίσματα τού θέματος.Καταργούσαν δηλ. τήν ύλη δημιουργώντας εξωγήινη ατμόσφαιρα,παραγνωρίζοντας έτσι ή αλλοιώνοντας καί αυτήν ακόμη τή φύση,σέ αντίθεση μέ τούς καλλιτέχνες τής Αναγέννησης καί τής Αρχαιότητας,πού βασική τους επιδίωξη ήταν τό φυσιοκρατικό ιδεώδες.Με άλλα λόγια,οι αγιογράφοι τών βυζαντινών χρόνων δέν προσέχουν τά φυσιοκρατικά στοιχεία,αλλά αποβλέπουν στό νά καταστήσουν προσιτά τά θεία καί ουράνια,νά εξυψώσουν τά επίγεια στόν άυλο κόσμο τής Βασιλείας τού Θεού καί νά διατυπώσουν όσα είναι ανέκφραστα μέ τόν ανθρώπινο λόγο.Καί τούτο επειδή η αγιογραφία είναι παραστατική ερμηνεία καί τό συμπλήρωμα τής Θείας Λειτουργίας,θά μπορούσαμε νά πούμε,καί τής Αγίας Γραφής.Γι' αυτό
κάθε αγιογράφος πιστός στή βυζαντινή παράδοση γίνεται ο άφωνος,ο ακούραστος,ο πειστικός καί ο διπρύσιος κήρυκας τού Χριστιανισμού καί μάλιστα τής Ορθοδοξίας,πού επί αιώνες νουθετεί,κατευθείνει,συγκινεί καί αγιάζει τούς Ορθόδοξους πιστούς,αφού,όπως η πραγματικότητα αποδεικνύει,είναι μιά αστήρευτη πηγή διδαχής,πίστεως,ελπίδας,αγάπης καί χαράς γιά μιά αιώνια βασιλεία ειρηνόδωρη,χαρούμενη καί ευλογημένη.
Αναλύοντας λεπτομερέστερα τή βυζαντινή εικονογραφία καί τούς δημιουργούς της,σημειώνουμε ότι αυτή έχει ουσιαστικά πνευματικό περιεχόμενο επειδή είναι αποτέλεσμα μιάς ισχυρής ενδόμυχης έξαρσης,η οποία πηγάζει από παλμούς εντόνου θρησκευτικού συναισθήματος τού αγιογράφου,πού συνεγείρει τή βαθύτερη καλλιτεχνική του συγκίνηση τήν ώρα τής δημιουργίας.Όμως αυτό δέν είναι ικανό ούτε καί αρκετό,αφού θά πρέπει νά έχει τήν ικανότητα νά τήν υλοποιήσει συνδυάζοντάς την μέ τήν καλλιτεχνική συγκίνηση.Καί ακόμη στήν εκτέλεσή της χρειάζεται βαθιά γνώση καί σωστή χρησιμοποίηση τών βασικών γνωρισμάτων τής βυζαντινής τεχνικής.Τρία δηλ. είναι τά δεδομένα γιά τήν υλοποίηση επιτυχώς τής βυζαντινής αγιογραφίας,η ισχυρή συγκίνηση,η ικανότητα εξωτερίκευσής της καί η τέλεια γνώση τής βυζαντινής τεχνικής.Μόνο έτσι μπορούσε καί μπορεί κάθε αγιογράφος όχι μόνο νά νιώσει καί νά εκφράσει μέ τό έργο του τίς δικές του υψηλές συγκινήσεις καί βιώματα,αλλά καί νά τά μεταδώσει στούς Ορθόδοξους πιστούς γιά συσχέτιση,επικοινωνία καί προσευχή.Θά μπορούσαμε δηλ. νά πούμε ότι κάθε κα΄λο έργο τέχνης πού ανήκει στήν αγιογραφία,είτε αυτό είνια τοιχογραφία,είτε φορητή εικόνα,είτε μικρογραφία,αποτελεί μιά σύνθεση πνεύματος καί ύλης,αφού έχει τόσα πνευματικά στοιχεία συνδυασμένα πάντοτε μέ τά φυσιοκρατικά.

β. Τά Πνευματικά Στοιχεία τής Βυζαντινής Εικόνας

Κάθε αγιογράφος,πρίν αρχίσει τήν υλοποίηση τού έργου του,έπρεπε νά συγκεντρωθεί μέ ένταση,νά οραματιστεί συνθέσεις πού κανένας θνητός δέν αντίκρυσε,αφού εκείνα πού ήθελε νά απεικονίσει αποτελούνται από στοιχεία υπεργήινα,άυλα,αόρατα,χωρίς σχήμα ή μορφή.Καί τά στοιχεία αυτά έπρεπε νά τά μετουσιώσει σέ μορφές κατανοητές,δίδοντάς τους συγχρόνως πνευματικότητα καί ηθικό κάλλος.Παράλληλα τά γήινα καί εξαγιαζόμενα στοιχεία πού χρησιμοποιούσαν έπρεπε νά τούς προσδώσουν έξαρση,ώστε νά είναι δυνατή η μεταφορά τους στό χώρο τών αύλων καί αοράτων,πνευματοποιώντας τα κατά τήν παρουσία τους.Κατάλληλος φορέας γιά τήν υλοποίηση αυτή ήταν η ανθρώπινη μορφή,πού δημιουργήθηκε "κατ' εικόνα καί ομοίωση τού Θεού",χωρίς νά σημαίνει ότι τά υπόλοιπα στοιχεία τής ορθόδοξης εικόνας δέν συμβάλλουν,σέ μικρότερη όμως κλίμακα,στήν επιτυχία τών πνευματικών επιδιώξεων τού αγιογράφου.Έτσι ελευθέρωσαν τά θέματά τους από τό βάρος ορισμένων φυσιοκρατικών συστατικών,προβάλλοντας τήν ενδότερη δομή τους,γεγονός πού προ'υ'πέθετε ακλόνητη πίστη,ισχυρή φαντασία,μεγάλη δύναμη,καλλιτεχνική ευαισθησία καί άρτια τεχνική κατάρτιση.Έτσι,μέ τόν τρόπο αυτό,οι αγιογράφοι τών βυζαντινών χρόνων δημιούργησαν θαυμάσιες πνευματικές μορφές,εξαιρετικές εικονογραφικές συνθέσεις μέ βαθιά μελετημένες αφαιρέσεις καί υπερβολές πρός τά άκρα,χωρίς όμως νά τά υπερβούν,γιά νά μήν αλλάξει τό ύφος καί η φυσιογνωμία πού επιδιώκουν.

γ. Τά Φυσιοκρατικά Στοιχεία τής Βυζαντινής Εικόνας

Τά φυσιοκρατικά στοιχεία στίς βυζαντινές εικόνες έχουν τυπική συμμετοχή καί αποτελούν συμπλήρωμα στήν όλη απεικόνιση,χωρίς νά διεκδικούν τήν πραγματική τους θέση.Η παρουσία τών στοιχείων αυτών είναι συμβολική καί όχι ουσιαστική καί συντελεί στή συμπλήρωση καί πνευματοποίηση τών εικονογραφικών συνθέσεων.Αλλάζουν δηλ. αναλογίες τά επιμέρους θέματα καί αλλοιώνονται πρός τό μικρότερο σέ σχέση μέ τά πρόσωπα,όχι μόνο οι αναλογίες τών κτισμάτων,τών βουνών τών δένδρων,τών ποταμών καί λοιπών στοιχείων πού μετέχουν συμβολικά καί επικουρικά στό κύριο θέμα τής σύνθεσης.Έτσι π.χ, τά βουνά εικονίζονται ξερά μέ έντονες εξάρσεις αφύδικων βράχων,τά δένδρα έχουν θυσανωτά φυλλώματα καί συνήθως δέν ανήκουν σέ καμμιά από τίς γνωστές ποικιλίες τού φυτικού βασιλείου.Καί ακόμη ένα απλό κτίριο μέ μιά πύλη ταπεινή ή μεγαλοπρεπή καί δύο παράθυρα,πού δέν στεγάζει ούτε ένα άτομο,μπορεί νά συμβολίζει μία ολόκληρη πόλη.Τό φώς παράλληλα διαχύνεται σποραδικά,εμφανίζεται,αλλάζει τόνους καί διαχέεται στά πρόσωπα,τά αντικείμενα καί στό χώρο αυθύπαρκτο,ανεξάρτητο,δυναμικό,ολοφώτεινο καί χαροποιό.Καί δέν προέρχεται από καμμιά συγκεκριμένη φωτεινή πηγή ή κατεύθυνση.Παρατηρούνται μόνο τοπικές εξάρσεις,τονισμοί καί πτώσεις,χωρίς νά δημιουργούνται συνέχειες από φώς ούτε σκιές στά πρόσωπα καί τά πράγματα,δέν έχει καμιά φυσική υπόσταση καί δημιουργεί αναμφισβήτητα μιά εξωγήινη ατμόσφαιρα,πού μόνο στά όνειρά του μπορεί νά συναντήσει ο θεατής.Καί ακόμη,ανάλογα μέ τήν προσοχή πού θέλει νά συγκεντρώσει ο ζωγράφος στά απεικονιζόμενα πρόσωπα τής εικονογραφίας του,τά ενδύματα κινούνται,από ένα ισχυρό ρεύμα πού τά ωθεί μέ ορμή καί τά πτυχώνει επάλληλα.
Κάθε ένδυμα ανεμίζει μέ τή δική του ένταση καί κατεύθυνση,αναεξάρτητα από τόν περιβάλλοντα χώρο,χωρίς νά μειώνεται σημαντικά η κινητικότητα άλλου μέ αντίθετη ή παράλληλη κίνηση.Έτσι επιτυγχάνεται σχετική εξισορρόπηση κινήσεων καί εκμηδενίζεται η εντύπωση ύπαρξης ενιαίου ρεύματος,πού θά κυριαρχούσε στήν εικόνα άν όλα τά στοιχεία τής σύνθεσης επηρεάζονταν από τήν κατεύθυνση τού ανέμου.Καί ακόμη τά τραπέζια,τά καθίσματα καί τά λοιπά έπιπλα,οι τοίχοι,οι θύρες,οι στέγες,οι αυλές καί τά άλλα αρχιτεκτονικά μέλη δέν ανταποκρίνονται καθόλου στίς φυσικές τους αναλογίες καί παρουσιάζονται συνήθως σκόπιμα μέ λαθεμένη καί αντίστροφη,πρός τήν φύση,προοπτική.Οι Βυζαντινοί αγιογράφοι περιορίζουν τά βοηθητικά αυτά στοιχεία καί αντικείμενα σέ θέσεις,μεγέθη καί κλίσεις,πού η ανθρώπινη αισθητική τά παραμερίζει.Μέ τόν τρόπο αυτό εικονίζονται σάν νά ωθούνται έξω από τό βασικό πλαίσιο τού εικονιζόμενου θέματος καί θεωρούνται μιά απλή διακόσμηση ή ασυναίσθητα μόνο σύμβολα.
Ο ουρανός,πού ποτέ δέν έχει τό φυσικό του χρώμα,είναι κατασκότεινος,ενώ ο ήλιος,όταν υπάρχει όπως στή Σταύρωση τού Χριστού,δέν εικονίζεται σάν φυσική φωτεινή πηγή,αλλά παριστάνεται ότι συμμετέχει στό μεγάλο γεγονός τής Σταυρώσεως.Οι διάφορες εξάλλου σκηνές εικονίζονται τό ίδιο φωτεινές,άσχετα άν τά διάφορα επεισόδια γίνονταιμέρα ή νύχτα.Τό χρυσό βάθος τών παραστάσεων συμβολίζει τό χώρο τής Βασιλείας τού Θέού,όπου βρίσκονται οι άγιοι,οι δλικαιοι,οι όσιοι,οι μάρτυρες "οι δεδουλευκώτες τώ Θεώ".
Έτσι στή βυζαντινή αγιογραφία τά φυσιοκρατικά άψυχα στοιχεία πού παριστάνονται τέμνονται βαθύτατα,ώστε η υλική τους αξία νά παραγνωρίζεται,νά αναμορφώνεται καί νά ελαττώνεται,γιά νά μεταθέτει τήν προσοχή μας,όσο μπορεί περισσότερο,πρός τό κύριο θέμα,κατευθύνοντας τή σκέψη μας πρός τό υπεργήινο καί θείο όραμα πού συνέβαλε καί εικόνιζει ο αγιογράφος.
Η βυζαντινή δεξιοτεχνεία,τέλος, δέν ακολουθεί ούτε μιμείται τή φύση,αλλά πρωτοτυπεί καί τήν ερμηνεύει μέ τό δικό της τρόπο.Καί είναι φανερό πώς έτσι,χάρη στή θρησκευτική καί καλλιτεχνική ευαισθησία τού Βυζαντινού αγιογράφου,υποβιβάζεται η ύλη,γιά νά επικρατήσουν οι άυλες δυνάμεις καί κυρίαρχες,οι οποίες μέ τή δυναμική τεχνική μετουσιώνονται σέ πνευματικό έργο μέ ξέχωρη δομή,πού μεταστρέφει καί συγκινεί τό πλήρωμα τής Ορθοδοξίας.Καί ακόμη,στή βυζαντινή τέχνη οι ανθρώπινες εκδηλώσεις χαράς,πόνου καί λύπης αντιμετωπίζονται μέ τή φιλοσοφημένη εγκαρτέρηση καί τήν ανοχή τών πρόσκαιρων καί φθαρτών,χωρίς δραματικές εξάρσεις στίς εκφράσεις καί τίς κινήσεις.
Στίς βυζαντινές εικονογραφικές συνθέσεις,είτε αυτές είναι τοιχογραφίες,ψηφιδωτά,φορητές εικόνες ή μικρογραφίες,χάνουν τήν εγκόσμια ένταση τους καί περιγράφονται απλά χωρίς νά υπογραμμίζουν τίς ανθρώπινες αυτές εκδηλώσεις πού τυχόν παριστάνονται.Υπάρχουν μόνο γιά νά σημειώσουν τήν ύπαρξη τού αισθήματος,χωρίς νά τό υπογραμμίζουν.
Οι ετερόκλητες αλλά ουσιώδεις αυτές αλλαγές,εάν αφαρμόζονταν σε μιά αναγεννησιακή ή άλλης τεχνοτροπίας αγιογραφία,θά δημιουργούσαν μιά αδιανόητη καί χαώδη καταλυτική εντύπωση.Στή βυζαντινή αγιογραφία όμως τά πάντα υποτάσσονται στήν πανίσχυρη καί δυναμική επιρροή τών πνευματικών,συμβολικών καί άλλων στοιχείων,τά οποία εναρμονίστηκαν σέ τέτοιο βαθμό,ώστε αντί νά εξαρθρωθούν ή αλλοιώσουν τό όλο θέμα,τό συνδέουν,το πνευματοποιούν,τό εξα'υ'λώνουν καί τό αγιάζουν.




1. Migne, P.G. 99.388.

2. Migne, P.G. 94.1257.

3. Mansi, XIII, 77.

4. Pitra,Spicilegium Solesmense I, -1852-,375 καί 381.

5. Έκδοση Βόννης, σ.688.

6. Analecta, XXX ( 1911 ).